Οικογένεια Γ.Λεμοντζή,απ΄τα Βουρλά της Μ.Ασίας.

ΧΩΡΑΦΙΑ
Αφιερωμένο στον παππού μου,τον Γιώργο το Λεμοντζή και τη γιαγιά μου Μαρία που ακολούθησαν τη διαδρομή Βουρλά – Χανιά και μετά το ΄55 στην Αθήνα.Kάπου εκεί στα 1957 γεννήθηκα κι εγώ.

Ο παππούς ο Γιώργης και η γιαγιά η Μαρία ήρθαν απ΄τα Βουρλά το ΄22.Με τις μανάδες και τ΄αδέρφια τους.Οι πατεράδες τους έμειναν πίσω.Στα Αμελέ Ταμπούρια.Δε ήρθαν ποτέ.Η γιαγιά Καλιόπη η Λεμοντζή και η γιαγιά Αννα η Σαρρήδαινα,όπως οι περισσότερες Μικρασιάτισσες μάνες,γίναν και μάνα και πατέρας.

Τα χρόνια πέρασαν και παρότι ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι,οι δυό τους κάναν μεγάλη οικογένεια.Εκαναν έξη παιδιά.Τον Φίλιππο(πέθανε στη κατοχή),τη Καλιόπη,τη Βαγγελιώ,τη Δέσποινα,την Αγγέλα και το στερνοπούλι τους,τον Γιώργο.Τα κλαδιά τους απλώνονται μέχρι σήμερα,κι απ΄ότι φαίνεται έχουνε μέλλον.

Ο παππούς ο Γιώργης μέχρι να έρθει στην Αθήνα,εκεί στη δεκαετία το ΄50,ήταν αμαξάς στα Χανιά

ΛΕΜΟ ΑΜΑΞΑ

Η γιαγιά η Μαρία μεγάλωσε στο Κόκκινο Μετόχι και μετά που παντρεύτηκε το παππού κατεβήκαν στα Χανιά και μέναν εκεί που είναι το άγαλμα της Μικρασιάτισσας Μάνας σήμερα.

ΛΕΜΟ.ΜΑΡΙΑ

Η γιαγιά Μαρία στα Χανιά,(το παιδάκι ίσως είναι ο Φίλιππος).

ΛΕΜΟ ΓΙΩΡΓ+ΑΓΓ.

Η γιαγιά Μαρία με τον Γιώργο και την Αγγέλα.

ΛΕΜΟ.ΑΝΝΑ

Η μάνα της γιαγιάς μου.Η μεγάλη γιαγιά η Αννα η Σαρρήδαινα με τρείς εγγονές της.Τη Δέσποινα,την Αγγέλα και τη Βασιλεία.Μας άφησε κάπου στα τέλη της 10ετίας του ΄60.

ΛΕΜΟ

Ο παππούς ο Γιώργης κάπου στα μέσα της 10ετίας του ΄70.

ΛΕΜΟ1

 

Ο παππούς ο Γιώργης με στιβάνια και μερικούς φίλους πίνουν ένα κρασάκι.

μανα-ποπη-γιωργοςΟι μεγαλύτερες κόρες,Βαγγελιώ(η μάνα μου),Πόπη και ο Γιώργος.

ΛΕΜΟ2

 

Ο παππούς ο Γίωργης με τον πρώτο του εγγονό,τον Φώτη,έξω από το σπίτι στο Αιγάλεω.

Μνήμες ειπωμένες μιά βραδιά από ένα μικρασιάτη στα Χανιά,γραμμένες σε χαρτί γιά να μη ξεχασθούν ποτέ!

«Οταν άρχισε ο διωγμός πήραμε ό,τι προλάβαμε, ό,τι μπορούσαμε, τυλίγοντας σε μποξάδες (μεγάλα σεντόνια ή τραπεζομάντιλα) χρήματα, φαγητό και πριν από όλα τα εικονίσματά μας. Δεν πήραν, όμως, αρκετά πράγματα που έπρεπε, γιατί οι γονείς μας πίστευαν ότι μια μέρα θα γυρίσουμε πίσω… Ακόμη περιμένουμε…
Κόσμος πολύς στην αποβάθρα. Ο πατέρας μου μας περνούσε από τη φρουρά των Τούρκων που ήταν δεξιά και αριστερά στην αποβάθρα της Σμύρνης και του έλεγαν ότι θέλουν «παρά», δηλαδή χρήματα. Ο πατέρας είχε σκορπίσει χρήματα στις παγκανότες και στην τσέπη του για να φτάσουμε στο τέλος του προορισμού μας. Οι Τούρκοι άρχισαν να τον χτυπούν… Εκείνος τους έδειχνε το νοφούσι (τη ληξιαρχική πράξη) και τους έλεγε ότι δεν είναι στρατεύσιμος, αλλά σε μεγάλη ηλικία πως είχε οικογένεια. Οι Τούρκοι όμως τον πήραν βίαια, μέχρι που τον χάσαμε από τα μάτια μας. Οταν τελικά γύρισε ήταν χτυπημένος, στραπατσαρισμένος… Μπήκαμε στο πλοίο μέσα όπου ήταν χιλιάδες κόσμος και οι Μεγάλες δυνάμεις πετούσαν τρόφιμα στους ανθρώπους που σπρωχνόντουσαν για λίγο φαγητό…
Για να μην χαθούμε μέσα στο πλήθος ο πατέρας μου μας έδεσε και τα επτά παιδιά με ένα σκοινί από το χεράκι του καθενός, αυτός μαζί με τη μάνα μου, δηλαδή εννέα άνθρωποι…Τα πλοία ήταν γεμάτα κόσμο και πήγαιναν Χίο, Σάμο, Μυτιλήνη…Εμείς ταξιδέψαμε μέχρι τον Πειραιά και από εκεί στην Κρήτη, στα Χανιά.Εδώ ριζώσαμε.»

 

 

This entry was posted in Χωρίς κατηγορία. Bookmark the permalink.

Comments are closed.