ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΒΟΥΡΛΙΩΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ στην οδό Πλ. Καρύτση 10,,4ος όροφος.
Την εκδήλωση τίμησαν με τη παρουσία τους, αντιπροσωπία της ΕΝΩΣΕΩΣ ΣΜΥΡΝΑΙΩΝ, με επικεφαλής τον πρόεδρο της ΕΝΩΣΕΩΣ, Στρατηγό ε.α., κο Ευάγ. Τσίρκα, ο πρώην Δήμαρχος Καισαριανής κος Γ. Κατημερτζης , αντιπροσωπία του Μικρασιάτικου Συλλόγου Καισαριανής με επικεφαλής την πρόεδρο κα Στέλλα Λήλου Σαρηπαναγιώτου, μέλη του συλλόγου και πολύς κόσμος.
Μετά τον άγιασμό επακολούθησε,σύντομη ομιλία του προέδρου της ΕΝΩΣΗΣ ΒΟΥΡΛΙΩΤΩΝ κου Νικ. Οικονομίδη και στη συνέχεια μικρή δεξίωση με μικρασιάτικα εδέσματα [ευγενική προσφορά,των κυριών της Ενώσεως] και μικρασιάτικη μουσική.
——–
———-
———–
———-
Βουρλιώτικες Ιστορίες.
α.Ο βίος του Ξενοφώντα Ζερβού.
β.Η ιστορία του Κωνσταντή.
Το προσωπικό αφήγημα του Κωνσταντή.
Αντί προλόγου (Από τον Μάνο Κουφόπουλο).
«Διαβάζοντας το αφήγημα αυτό, βίωσα την μεταφορά τραγικών κοσμοϊστορικών γεγονότων, στην καθημερινότητα του ανθρώπου που τα ζει στην κάθε ημέρα που του ξημερώνει. Η αλήθεια που αυτή η καθημερινή εμπειρία κρύβει και του χτίζει τελικά μέρα με την ημέρα την εμπειρία της ζωής, του φέρνει πλάι-πλάι το βασικό ένστικτο της επιβίωσης με το σύστημα αξιών και τις αρχές του Κωνσταντή. Η ελαφρότητα, η ευθύτητα και η απλότητα σαν στάση ζωής, μοιάζει με απέραντη αισιοδοξία, απελευθερωμένη από το φόβο του αύριο και πλούσια από την χαρά μιας ακόμη ημέρας που βλέπει τον ήλιο να σηκώνεται, ακόμη και τις πιο δύσκολες ώρες. Μια σταγόνα από αυτή την ακαταμάχητη χαρά της ζωής, είναι μια συνέχεια που θέλουμε να δώσουμε εμείς, «οι απόγονοι της οικογένειάς του» και στα δικά μας παιδιά και τους φίλους μας. Να καταφέρνουμε να κάνουμε γιορτή, την κάθε ημέρα που μας ξημερώνει.»
Εισαγωγή.
Το αφήγημα αυτό, το οποίο ο Κωνσταντής Κουφόπουλος του Αναστασίου του «Τακτικού» τιτλοφόρησε «Απομνημονεύματα», είναι μια μαρτυρία που αφηγείται με τρόπο ευθύ, καθαρό και αντικειμενικό, σχεδόν αποστασιοποιημένο θα έλεγα, σε μια χρονική απόσταση μισού αιώνα, τα γεγονότα που σήμερα χαρακτηρίζονται ιστορικά, αλλά τότε δεν ήταν τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο από την εμπειρία της ζωής, δικών μας ανθρώπων.
Ο Κωνσταντής δεν είναι ήρωας, δεν είναι κ’αν παράγοντας ή κάποιας μορφής αξιωματούχος ή προνομιούχος της εποχής του. Είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, ένας φίλος, ο γείτονας της διπλανής πόρτας, με τον οποίο ο καθένας μας μπορεί εύκολα και απλά να ταυτιστεί και να κάνει δικά του τα βιώματα που διαβάζει στο αφήγημα αυτό, παρ’ ότι διαδραματίζονται έναν αιώνα πριν. Στο αφήγημα χρησιμοποιεί μια γλώσσα «επίσημη», μιας μορφής καθαρεύουσα, κυρίως για να δώσει στον αναγνώστη την αίσθηση της συνειδητής υπευθυνότητας για την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα των αναφορών του και σε καμία περίπτωση για να δημιουργήσει μια απόσταση από τον αναγνώστη ή να τροφοδοτήσει μια εικόνα ενός εξ’ έδρας διδακτικού διηγήματος. Για να τονίσει δε τον χαρακτήρα της μαρτυρίας στο αφήγημά του αυτό, συχνά καταφεύγει σε λεπτομέρειες, όπως αναφορές στα ονοματεπώνυμα των εμπλεκόμενων, τοπωνυμία, ή ακόμη αναπαράγοντας της φράσεις στην Τουρκική, όταν αυτή ήταν η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στην σκηνή που περιγράφει.
Ο Κωνσταντής στο αφήγημα αυτό, απελευθερώνεται από τις φιλοδοξίες του και από το «εγώ» του, τινάζει από πάνω του πάθη, εγωισμούς και όποια ανθρώπινα συναισθήματα στρεβλώνουν την πραγματικότητα που ζούμε γύρω μας και μαζί του μαθαίνουμε και εμείς να απελευθερωνόμαστε και να βλέπουμε γύρω μας τα πάντα με ανθρωπιά και απλότητα, βάζοντας την αγάπη για ζωή και συντροφικότητα, στη θέση του φόβου για τον θάνατο.
Τα απομνημονεύματα του Κωνσταντή, τα δακτυλογράφησε ο ίδιος και τα αφιερώνει στους απογόνους της οικογένειάς του. Ένα αντίγραφο του κειμένου, το έδωσε και στον πρώτο του εξάδελφο, Όμηρο Κουφόπουλο, γιό του Μηχαλιού και πατέρα μου, οπότε βρέθηκε στο αρχείο μου, χωρίς να το έχω διαβάσει πότε. Η ευκαιρία των 100 ετών από την καταστροφή, η στενή σχέση της οικογένειάς μου με την γαστρονομία, τα ήθη και τα έθιμα της Σμυρναϊκής Μικράς Ασίας και ένα παιχνίδι ανταγωνισμού μεταξύ της Σμυρναίας πεθεράς μου και της Βουρλιωτικής μου πλευράς, ήταν η ευκαιρία να ανατρέξω στο αρχείο, να το ξετρυπώσω και να το μεταφέρω σε πιο σύγχρονα μέσα, ώστε να είναι πιο εύκολα προσβάσιμο σε φίλους, στην οικογένεια αλλά και σε όποιον διασκεδάζει να ψηλαφίζει τις κόχες της ιστορίας του.
Θέλω να ευχαριστήσω τον Σωτήρη, γιό του Κωνσταντή, ο οποίος έδωσε τη συγκατάθεσή του στη δημοσίευση αυτή, αλλά και τον κατά πολύ νεότερο Σοφοκλή Κουφόπουλο, που ζει στη Νάξο και εξ’ όσων αντιλαμβάνομαι, συνθέτει το γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας, οπότε συνέβαλε ώστε ο σύλλογος Βουρλιωτών και ο Πρόεδρός του κ. Φώτη Καραλή να πάρουν την πρωτοβουλία της δημοσίευσής του.
Στην Αγγελική, την Μαρία και τον Όμηρο,
Μάνος Κουφόπουλος
Το προσωπικό αφήγημα του Κωνσταντή.
Κωνσταντίνου Αναστασίου Κουφόπουλου Εκ Βρυούλων Μ.Ασίας, Νομού Σμύρνης.
Αφιερωμένα Εις τους απογόνους της οικογενείας μου.Αθήνα 16 Απριλίου 1967
Σαρανταπέντε χρόνια πέρασαν αφ’ ότου ο μικρασιατικός Ελληνισμός, κακή τη μοίρα, ξεριζώθηκε από τας προγονικάς μας εστίας και είναι τούτος ο ξεριζωμός ένα από τα ποιο συγκλονιστικά κεφάλαια φρίκης της Νεοελληνικής ιστορίας που έζησε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, ημέρες φρίκης και καταστροφής. Ένας εξ εκείνων που έζησαν όλην αυτήν την φρίκη και καταστροφή, είμαι και εγώ, όστις με όλην την πενιχράν μνήμην μου, έρχομαι να εξιστορίσω την ζωήν μου εις ημέρας ευημερίας αλλά συνάμα και ημέρας φρίκης και καταστροφής καθόσον με την πάροδο του χρόνου εκείνοι οι οποίοι έζησαν τα χρόνια αυτά, βαδίζουν προς το πεπρωμένον. Για αυτό και εγώ εφ’ όσον ευρίσκομαι ακόμη εις την ζωήν, απεφάσισα να γράψω τον βίον μου από την βρεφικήν, παιδικήν, νεανικήν, μαθητικήν και γεροντικήν μου ηλικία και να περιγράψω όλην την ζωήν μου. Μια πολυμελής αγροτική οικογένεια, στα Βουρλά της Μ. Ασίας Κατάγομαι από τα Βρύουλα Μικράς Ασίας, μιας Ελληνικοτάτης πόλεως της Ιωνικής Γής, με πληθυσμόν 40 χιλιάδων κατοίκων, εξ’ όν ελάχιστοι Τούρκοι, Εβραίοι καθώς και Αρμένιοι. Η πόλις αυτή εφημίζετο διά τον φιλόξενον κόσμον αφ’ ενός και αφ’ εταίρου διά τον πατριωτισμόν των. Ήτο δε πατρίς του φιλοσόφου Αναξαγόρα, εξ’ ού και η ανεγερθείσα σχολή προς τιμής του η ονομαζομένη «Αναξαγόρειος σχολή Βουρλών» η οποία ανεγέρθη κατά το ήμισυ εν έτη 1878 και κατά το έτερο ήμισυ εν έτη 1908. Η Αναξαγόρειος σχολή των Βρυούλων, οικοδομήθη συνδρομαίς και δαπάναις της κοινότητος. Ήτο δε το αγλάισμα και το καύχημα όλων των Βουρλιωτών. Διατηρούσε πλήρες γυμνάσιον με καλούς διδασκάλους και καθηγητάς, εις αυτήν δε εκπαιδεύοντο τα παιδιά των Βουρλιωτών διδασκόμενα αφ’ ενός τα Ελληνικά γράμματα καθώς και ότι είναι Ελληνόπουλα και ότι είχαν καθήκον με πρώτην ευκαιρίαν να προσφέρουν και αυτά κάτι εις την Μητέρα Ελλάδα. Ένα παιδί εξ όλων αυτών είναι και ο γράφων. Εγγενήθην από γονείς Χριστιανούς, ο πατέρας μου ονομάζετο Αναστάσιος η δε μητέρα μου ονομάζετο Μαρία, το γένος Π. Μουτάφη. Εγεννήθην την 27η Μαΐου 1899, ημέραν Πέμπτην, εβαπτίσθην παρά του νονού και θείου μου Αν. Μουτάφη, αδελφού της μητέρας μου. Το καθ’ εαυτό επώνυμον είναι Κουφόπουλος, αλλά ο 2 παππούς μου, όστις κατήγετο από την Νάξον των Κυκλάδων, μετονομάζετο και Τακτικός, λόγω των πολλών ετών που είχε υπηρετήσει στρατιώτης, διότι την παλαιάν εποχήν επί Βασιλέως Όθωνος, ο Εθνικός στρατός ονομάζετο Ταχτικός. Οι γονείς μου ήταν και οι δύο τελείως αγράμματοι. Ο πατέρας μου παρ’ όλον ότι ήτο αγράμματος ήταν πολύ καλός ως πατέρας και ως οικογενειάρχης, αλλά πόθο δεν είχε καθόλου στα γράμματα. Παρ’ όλα αυτές δεν εμπόδιζε εις την μητέρα μου, η οποία αν και αυτή αγράμματος εν τούτοις η καθημερινός πόθος της ήταν πως να μάθομεν όσο περισσότερα γράμματα μπορούσαμε. Για αυτό μας παρακολουθούσε καθημερινώς στο σχολείο και εις το σπίτι μας εις όλα τα βήματά μας. Εις όλα αυτά ο πατέρας δεν της έφερνε κανένα εμπόδιο. Οι γονείς μας απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Πέτρο, όστις είναι σήμερα 71 ετών, εμένα τον Κωνσταντίνον όστις είμαι σήμερα 69 ετών, την Ευαγγελίαν ήτις είναι 64 ετών, την Ασημίνα ήτις είναι 58 ετών, και τον Χρίστον όστις θα ήτω σήμερα 53 ετών αλλά ατυχώς κατά το έτος 1937 απεβίωσε. Προσβληθείς από εχινοκόκκους και αφού επάλεψε με τον θάνατον επί δύο και ήμιση έτη, εν τέλει υπέκυψε εις το μοιραίον αφήσας ένα ορφανό κοριτσάκι, τότε μόλις τριών ετών. Η ανατροφή που ελάβαμε από τους γονείς μας ήτο Χριστιανική και τίμια, διότι η επιθυμία των ήτο να κάνουν εις την κοινωνία παιδιά καλά και ωφέλημα, παρ’ όλον ότι τα χρόνια εκείνα ήταν στενάχωρα και παρ’ όλον που η περιουσιακή μας κατάσταση ήταν μεσαίας κατηγορίας. Η οικογένειά μας απαρτίζετο εξ επτά ατόμων ήλθε να συμπληρώσει τον αριθμόν της οικογενείας μας εις εννέα άτομα, διότι με τον θάνατον της θείας μας εις Μπουρνόβα που είχε εκεί η μητέρα μου ένα αδελφό και μη έχον αυτός συγγενή άλλον να προστρέξει μας απέστειλεν τα δύο εκ των τριών παιδιών του τον Πέτρον, όστις είναι σήμερον 64 ετών και είναι μέλος Ζωεμπορικής εταιρίας και την αδελφήν του Ζωήν ήτις και αυτή σήμερα ευρίσκεται εν τη ζωή. Έτσι με μια πολυμελή οικογένεια εννέα ατόμων, ηρχίσαμεν να μεγαλώνουμε. Ο πατέρας μας ήταν γεωργός και επιμελείτο της περιουσίας μας η οποία απαρτίζετο από δέκα στρέμματα σταφιδαμπέλου εις θέσην Σιβρί-Τεπέ απέχοντος περί τα 15 χιλιόμετρα από τα Βουρλά και επί της αμαξωτής οδού προς την Σμύρνην μετά εξοχικής κατοικίας μεγάλης, φρέατος, φούρνου, στάβλου και διαφόρων καρποφόρων δένδρων και από τρία στρέμματα σταφίδας ροζακής, οκτώ στρέμματα αγρού, τριάκοντα πέντε ελαιόδενδρα και διάφορα θημαριδή και πολλές συκιές εις θέσην Μερσί Μπογάζι, απέχον περί τα 8 χιλιόμετρα από τα Βουρλά. Εις την εξοχικήν οικίαν την ευρισκομένην εις Σιβρί Τεπέ κάθε χρόνο παραθερίζαμε επί τρείς μήνες έως τον Σεπτέμβριον και μόλις ήθελε βρέξει επανερχόμεθα και πάλιν εις την πόλιν. Η κατοικίας μας ήτο ιδιόκτητος, ευρίσκετο εις το κέντρον της πόλεως, έναντι της Αναξαγορίου Σχολής και απαρτίζετο εκ τριών δωματίων, στάβλου και αυλής. Ήτο δε προίκα της μητέρας μου. Υπ’ αυτάς τας συνθήκας και τοιαύτην οικογενειακήν κατάστασην ευρισκόμενοι μόλις και έφθανε το έβδομον έτος ήρχισεν η εγγραφή μου εις το σχολείον. Ήμην είς εκ των αρίστων μαθητών. Εις την πρώτην τάξιν είχα διδάσκαλον τον κ. Χρύσην, 3 όστις απέθανεν εις Νέαν Φιλαδέλφειαν προ εξαετίας. Αυτός, παρ’ όλον ότι ήτο καλός διδάσκαλος δεν επρόσεξε ότι έγραφα αριστερά και ως εκ τούτου εσυνήθισα να γράφω αριστερά μέχρι την Τετάρτην τάξιν. Εις αυτήν είχα διδάσκαλον τον Γεώργιον Αντωνιάδην, έναν άνθρωπον γέροντα εβδομηκοντούτην και τον παρονομάζαμε Αχιλά. Διδάσκαλος με πολύ αυστηράς αρχάς, μόλις με είδε να γράφω με το αριστερό, αμέσως μου είπε να αλλάξω να γράφω με το δεξί, με την απειλή ότι μόλις με ειδή να γράφω με το αριστερό θα μου δίδη 10 βιτσιές στα χέρια. Με πολλάς δε πιέσεις και αφού έφαγα αρκετό ξύλο, κατόρθωσε να με κάμη να γράφω δεξιά. Απ’ αυτήν την τάξιν συμφοιτούσαμε με τον αδελφόν μου Πέτρον, όστις αφού εφοίτησε μέχρι την Πέμπτην τάξιν απεχώρησε της σχολής λόγω του ότι δεν είχε κλίσην εις τα γράμματα και έκτοτε επεδόθη εις την γεωργίαν μετά του πατρός μας. Εγώ δε εξηκολούθησα τας σπουδάς μου μέχρι την δευτέραν γυμνασίου με σκοπόν να σπουδάσω, να γίνω διδάσκαλος, ως ήταν και η επιθυμία της μητέρας μου αλλά κακαί συναναστροφαί φθείρουν ήθη χρηστά. Κατά την φοίτησήν μου εις την Β’ γυμνασίου Διευθυντής της Αναξαγορίου σχολής ήταν τότε ο κ. Οκτασποδάς Κωνσταντίνος εξ’ Αλατσάτων, ότις κατώκει επί ενοικίω εις την συνοικίαν μας και εις την οικίαν του Γεωργίου Κασόλου εις τον οποίον αφού με παρέσυραν δύο συμμαθηταί μου τους οποίους είχε τιμωρήσει, (ο είς ονομάζετο Ιωάννης Πατριώτης, ότι σήμερα δεν ευρίσκεται εν ζωή και ο άλλος Χατζιγιάννης Κούρτης, ότις κατοικεί σήμερον επί την οδού Σμύρνης 32 εις Νέαν Φιλαδέλφειαν) και διερχόμενος ο Διευθυντής εκ της οικίας μου και κατευθυνόμενος νυκτί εις την οικίαν του, του ρίξαμε λεμονόκουπες. Την επομένην αφού ενήργησε ανακρίσεις από διάφορους μαθητάς, ανεκάλυψε ποιοι ήσαν οι δράσται και κατόπιν τούτου μας απέβαλε της σχολής. Ο πατέρας μου τότε μη έχων την οικονομικήν ευχέρειαν να με στείλει εις Σμύρνην εσώκλειστον εις την Ευαγγελικήν σχολήν, ηναγκάσθην να διακόψω τας σπουδάς μου.
Η Αναξαγόρειος Σχολή και η ζωή στην Πόλη των Βρυούλων.
Εις την Αναξαγόριον σχολήν εφοιτούσαν περί τα έξι χιλιάδας αγόρια και κορίτσια επί τη ευκαιρία δε θα σας εξιστορήσω εν ολίγοις τα της σχολής, πως ανοικοδομήθη, δαπάναις τίνος και πως συνετηρείτο το διάφορον προσωπικόν, καθηγηταί, διδάσκαλοι, επίστάται, πεδονόμοι κλπ. 4 Η σχολή όπως προέγραψα ή ημίσεια ανοικοδομήθη το 1878 και η εταίρα το έτος 1908, ολόκληρος δε με δαπάνας και προσωπικήν εργασίαν των κατοίκων. διότι το Τουρκικόν κράτος ουδόλως ενδιαφέρετο δι’ Ελληνικά σχολεία, ούτε και από που θα προμηευτούν βιβλία τα σχολεία αυτά. Παρά μόνον, ως Κυρίαρχον κράτος, είχε την αξίωσην να διδάσκονται, από την πέμπτην τάξιν και άνω, μια ώρα την ημέραν Τουρκικά γράμματα. Ως εκ τούτου όλα τα βιβλία τα επρομηθεύετο η σχολή εξ’ Έλλάδος, ως δε για τις δαπάνες και την προσωπικήν εργασίαν κατά την ανέργεσην της σχολής η προσωπική εργασία επεβάλετο παρά της Μητροπόλεως. Κάθε Κυριακή όλοι οι κάτοικοι οι οποίοι είχαν ζώα, λόγω του γεωργικού του τόπου, με τα ζώα των να μεταφέρουν άλλα ασβέστην από την κάμινο της σχολής, άλλα πέτρες από το Νταμάρι και άλλα άμμο θαλάσσης από την θάλασσαν η οποία απείχε της πόλεως περί τα 4 χιλιόμετρα. Οι δε δαπάναι της σχολής προήρχοντο ως εξής: Σημειώσατε ότι η Εφορεία σχολής και Μητροπόλεως ήταν μία, καθώς και το Ταμείον. Οι Ιερείς όλων των Εκκλησιών είχαν διανείμει την πόλιν κατ’ ενορίας εις τας οποίας κάθε πρώτην του μηνός, αφού ετελείτο ο Αγιασμός εις την Εκκλησίαν, περιήρχετο ο καθείς εις την ενορίαν του και αγίαζε τα σπίτια. Οι δε οικοκυραί προσεφέροντο αμέσως να δώσουν εις τον Ιερέα κατά δύναμιν, άλλες ένα μεταλλίκι, άλλες δύο και άλλες τέσσερα μεταλλίκια. Έτσι οι Ιερείς, κατόρθωναν και συντηρούντο από αυτά, από αγιασμούς, παρακλήσεις κλπ. Κατά δε τας αρχάς Ιουλίου οι αυτοί Ιερείς, περιήρχοντο ο καθείς την ενορίαν του και περέδιδον εις κάθε κάτοικον ένα σακίδιον κατά την τάξιν εκάστου νοικοκύρη. Εις τους νοικοκυραίους Α’ τάξεως έδιδον σακίδιον 44 οκάδων (μία οκάς αναλογεί σε 1 κιλό και 280 γραμμάρια) σταφίδας, δηλαδή 1 καντάρι, εις τους νοικοκυραίους Β’ 5 τάξεως ένα σακίδιον 22 οκάδων, εις τους Γ’ τάξεως 1 σακίδιον των 12 οκάδων και τους Δ’ τάξεως 1 σακίδιον 6 οκάδων. Αυτά τα είχε κατασκευάσει η σχολή δι’ αυτόν τον ερανικόν σκοπόν και έτσι αυτά όλα τα σακίδια παρεδίδοντο κατά την 14 Σεπτεμβρίου εις την σχολήν. Σκεφτείτε τι συγκέντρωσις σταφίδας εγένετο. Περί τας 14 χιλιάδας σάκοι μικροί και μεγάλοι συνεκεντρόνωντο κατά την ημέραν εκείνην, διότι τόσα ήσαν τα σπίτια της πόλεως. Αυτά υπολογίζοντο περί τας 14 χιλιάδας οικίας. Δευτέρα προσφορά κατά την 30η Ιανουαρίου, εορτήν των Τριών Ιεραρχών, η Αναξαγόρειος σχολή εόρταζε την επέτειον αυτής εορτήν. Κατά την παραμονήν της εορτής η Εφορεία της σχολής από τα μικράς τάξεις έως τα γυμνάσια, παρέδιδε από έναν φάκελο εις κάθε μαθητήν. Ο φάκελος αυτός περιείχε μίαν πρόσκλησην εις όλους τους κατοίκους όπως προσέλθουν αρωγοί εις το Ιερόν τούτου ίδρυμα. Η πρόσκλησης αύτη εις το άνω μέρος είχε μία χείρα η οποία εκράτει δοχείο κάτωθι δε αυτής ένα λίχνον κάτωθι δε του λίχνου έλεγε «Οι του λίχνου χρείαν έχοντες έλαιον επιχρέουσι». «Αξιότιμε κύριε την 30ην Ιανουαρίου τέλει την επέτειον αυτής εορτήν η Αναξαγόρειος σχολή Βουρλών και παρακαλείσθε όπως προσέλθετε και προσφέρετε την συνδρομήν εις το Ιερόν τούτο Ίδρυμα όπερ τιμά την ομογενή υμών Κοινότητα. Μετά τιμής Η σχολική Εφορεία.» Τα παιδιά τότε μετέφερον τον φάκελον σπίτια των και σκεφτείτε τότε τι εγένετο. Όπως σας προέγραψα και εκ των προτέρων, αφ’ ενός διά το φιλότιμο των Βουρλιοτών οι οποίοι διεκρίνοντο ως κρατούντες τα σκήπτρα και αφ’ εταίρου από την ανάγκην να μάθουν τα παιδιά των γράμματα αλλήλως αμίλλοντο ποιος θα βάλει στο φάκελο περισσότερα χρήματα. Την επομένην δηλαδή την ημέραν της εορτής, οι μαθηταί προσήρχοντο εις τας τάξεις των, κρατούντες ο καθείς τον φάκελόν του και αμέσως οι Επίτροποι προσήρχοντο ο καθείς κρατών ανά ένα δίσκον. Ο πρώτος εξ αυτών ήταν κενός όπου το κάθε παιδί έριχνε τον φάκελόν του, ο δεύτερος δίσκος είχε λουκούμια μεγάλα και έδιναν εις κάθε μαθητήν ένα λουκούμι, ο τρίτος δίσκος τέλος, είχε άρτους. Αφού εμάζεβαν όλους τους φακέλους και εμοίραζαν τα λουκούμια και τους άρτους, τας μεν κατωτέρας τάξεις απέλυον, τα δε γυμνάσια, προσήρχοντο μετά των καθηγητών εις την Εκκλησίαν. Μετά την θείαν λειτουργίαν ελάμβανον την εικόνα 6 των Τριών Ιεραρχών ανά χείρας, ψάλλοντες δε το τροπάριον των Αγίων, «Τους τρείς μεγίστους φωστήρας της τρισιλίου Θεότητος» εις τας οδούς, εισήρχοντο εις την σχολήν η οποία ήτο δια τον σκοπόν αυτόν επιμελώς επισκευασμένη. Υπερπληρούτο η σχολή από τους γονείς και κηδεμόνας διότι κατά την ημέραν εκείνην τα καταστήματα της πόλεως ήσαν κλειστά, λόγω της εορτής. Επίσης ήσαν προσκεκλημένοι οι Τουρκικαί αρχαί και ο Έλλην Πρόξενος. Ήρχιζε η εορτή! Εν πρώτοις εψάλλετο το τροπάριον του Αρχιεπισκόπου, κατόπιν ο Τουρκικός Εθνικός Ύμνος και έπειτα ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος και αφού οι μαθηταί έψαλον διάφορα τραγούδια και ο Διευθυντής απηύθυνε το εορταστικόν της ημέρας, ετελείωνε η εορτή. Τότε ήταν η δευτέρα εκδήλωσις των κατοίκων. Εις τας εξόδους της σχολής ίσταντο οι έφοροι με μεγάλους δίσκους, κρατούντες εις τα χείρας των ραντιστήρια με ανθόνερον και εράντιζαν με αυτό τους εξερχομένους κατοίκους οι οποίοι με ευχαρίστησιν προσέφερον χρήματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε μετά το πέρας της εορτής οι δίσκοι να ώσον υπέρ πλήρεις χρυσών και αργυρών νομισμάτων, διότι κατά την εποχήν εκείνην χαρτονομίσματα δεν υπήρχαν. Επίσης από της παραμονής της εορτής και διά του παιδονόμου της, η σχολή διένειμε τέτοιους φακέλους ονομαστικά, εις όλους τους εμπόρους, επαγγελματίας και βιοτέχνας της πόλεως, οι οποίοι όφειλον την επομένην της εορτής να αποστείλωσι τον φάκελον αφού εσωκλείσωσι εντός αυτού χρηματικόν ποσόν, αναλόγως των δυνάμεών των έκαστος. Οι δε φάκελοι όλοι ηνοίγοντο παρουσία όλης της Εφορείας και αντιπροσωπείας της σχολής. Σκεφθείτε λοιπόν τι τεράστια ποσά συνεκέντρωναν. Επίσης όλα τα βιβλία, τετράδια, κονδυλοφόρους και οτιδήποτε είδος, γομολάστιχες κλπ τα οποία χρησιμοποιούσαν οι μαθηταί, τα ηγόραζαν παρά του γραφείου της σχολής το οποίον ελειτουργούσε εντός αυτής. Υποχρεωτικώς δε όλοι οι μαθηταί τα επρομηθεύοντο απ’ εκεί, διότι όλα έφεραν την σφραγίδα της σχολής. Παν βιβλίον ή τετράδιον μη φέρον την σφραγίδα, δεν ήτο δεκτόν. Συν τω χρόνω δε και η Εφορεία της Μητροπόλεως προσήρχετο αρωγός εις την σχολήν, διότι δια την αυτήν αιτίαν είχε μονοπωλήσει το κερί, απαγορευμένης έξωθεν της αγοράς κηρού. Δια τον αυτόν σκοπόν διατηρούσε η Εκκλησία μονίμους κηροποιούς. Δεν απέλειπαν επίσης και διάφοροι πλούσιοι, οι οποίοι προσέφερον τας δωρεάς των και έτσι με τοιαύτας τεραστίας εισπράξεις και δωρεάς κατόρθωσεν η Κοινότης να ανοικοδομήσει τεράστιον τριώροφον εκπαιδευτήριον ως η Αναξαγόρειος Σχολή, ήτις ήτο το καύχημα των Βουρλών και να διατηρή άρτιον προσωπικόν από διδασκάλους, καθηγητάς, και επιστάτας, ώστε να εκπαιδεύει την νεολαίαν της πόλεως και να τους ετοιμάζει δι’ ανώτερα εκπαιδευτήρια.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος .
Αλλά κακή μοίρα φθάνουμε εις το έτος 1914 και κηρύσσεται ο πρώτος (Α) Ευρωπαϊκός πόλεμος και ευρίσκει την Τουρκίαν Σύμμαχον τότε της Γερμανίας και της Αυστρίας. Κηρύσσει γενικήν επιστράτευσιν εις την οποία έπρεπε να λάβη μέρος, δυνάμη του συντάγματος που ίδρυσε το νεοτουρκικόν Κομιτάτον εν έτει 1908, όλος ο πληθυσμός της Τουρκικής επικράτειας. Έτσι ήρχισε και η επιστράτευσις των Ελλήνων οι οποίοι είχον Οθομανικήν υπηκοότητα. Οι Έλληνες εις τα Βουρλά, ήσαν οι περισσότεροι οθωμανοί υπήκοοι, αποκτήσαντες την Οθωμανικήν υπηκοότητα κατά τον πόλεμον του 1897. Οι Έλληνες υπήκοοι ήσαν ολίγοι. Ιδρύει εργατικά τάγματα τα λεγόμενα Αμελέ-Ταμπούρ και προσκαλεί όλους τους Έλληνας από 18 ετών μέχρι 45 ετών. Σκεφθήτε λοιπόν την τύχην όλων των επιστρατευθέντων. Ποιο σπίτι δεν ήταν που να μην έχη επιστρατευταίους από τον πατέρα έως τα παιδιά 3-4 άτομα. Ηναγκάσθησαν δε όλοι να λυποτακτήσουν και να κρύβονται, άλλοι σε καταφύγια εντός των οικιών των και άλλοι στα βουνά και να διανυκτερεύουν στα εξοχικά σπίτια. Για την σύλληψιν αυτών η Τουρκία είχε ιδρύσει καταδιωκτικά αποσπάσματα και όσους συνελάμβανον τους μεν κληρωτούς τους απέστελλον εις τα όπλα, τους δε ηλικιωμένους εις τα Αμελέ-Ταμπούρ, κατά τας συστάσεις των Γερμανών Συμμάχων, εργαζόμενοι εις τα διάφορα μέρη της επικράτειας κατασκευάζοντες δρόμους υπό πολύ σκληράς συνθήκας νήστις και γυμνοί. Ασθενούντας δε απέθνησκον κατά χιλιάδας και έτσι άφηναν ορφανά παιδιά γυμνά, νηστικά και τρισάθλια. Διά να αποφύγει κανείς αυτήν την στράτευσιν, αι μεγάλαι ηλικίαι ηδύναντο να εξαγοράσουν την θητείαν των, πληρώνοντες στρατιωτικόν αντισήκωμα το λεγόμεον «μπεντέλη» εκ 44 χρυσών λιρών. Εκείνοι δε οι οποίοι απλήρωναν το αντισήκωμα αυτό, ήσαν πολυάριθμοι αλλά μετά καιρόν εζήτησαν και άλλο αντισήκωμα εξ 22 χρυσών λιρών. Σκεφθείτε ο Μικρασιατικός Ελληνισμός να καταδιώκεται στα σπίτια, στα χωράφια και φεύγοντες την σύλληψιν να τους πυροβολούν, να στήνουν καρτέρια στους δρόμους και να τους συλλαμβάνουν και να τους αποστέλλουν στο θάνατο. Επίσης, επειδή παρά της Τουρκίας κατεπατείτο το δικαίωμα των εν Τουρκία Χριστιανών, διέταξε το Πατριαρχείον το κλείσιμο όλων των εν Τουρκία Εκκλησιών. Να μην ακούη καμπάνα, να μην γίνονται λειτουργίαι ούτε βαπτίσεις να ώσι αι εξωτερικαί θύρες των εκκλησιών κλεισταί και αν κανείς απέθνησκεν τον συνόδευε ο Ιερεύς στο Νεκροταφείον χωρίς ψαλμούς και δεήσεις. Εκτός τούτου με την κήρυξη του πολέμου εξεγέρθησαν όλα τα κακοποιά Τουρκικά στοιχεία εναντίον του Ελληνικού στοιχείου και μόλις συνήντον κανένα Έλληνα εις μέρος εξοχικόν μεμονωμένον να εργάζεται, τον εφόνευον. Πρό της καταστάσεως αυτής της ζοφεράς ο υποφαινόμενος Κωνσταντίνος Κουφόπουλος, άγων τότε το 15ον έτος της Ηλικίας μου, μόλις απελύθην εκ της σχολής, αναγκάσθην να εργάζομαι εις ένα επιπλοποιείον το οποίον εκείτο παραπλέυρως της κάτω εξωτερικής θύρας της Μητροπόλεως, η οποία θύρα σιδηρά, 8 είχε στο μέσον μικρόν παράθυρον. Μόλις εύρισκαν κανέναν φονευθέντα εις τους αγρούς, αμέσως έσπευδαν και έκρουον το σήμαντρο της θύρας, ήνοιγεν κάποιος Ιερεύς το μικρόν παράθυρον, ερωτούσε τι ζητούσε και ο άνθρωπος του έλεγε ότι στο τάδε μέρος ευρίσκετο ο τάδε άνθρωπος φονευμένος. Αμέσως ήθελε η επιτροπή ειδοποιήσει την χωροφυλακήν και τη συνοδεία χωροφύλακος επήγαινε ο κόσμος και έφερε εις την πόλην τον φονευθέντα και τη συνοδεία ενός Ιερέως, ο οποίος καθώς σας προείπα δεν έψαλε νεκρόσιμον ακολουθίαν, τον πήγαιναν στο νεκροταφείον και τον έθαπταν. Αυτοί οι φόνοι διήρκεσαν επ’ αρκετόν καιρόν φονεύοντας 2-3 καθ’ ημέραν. Τας μεγαλύτερας απωλείας είχαμεν ως επί το πλείστον από ένα χωρίον Τουρκικόν ονομαζόμενον Κουσουλάρι, απέχον περί τα 5 χιλιόμετρα Ν.Δ. των Βουρλών, οι οποίοι εν απογνώσει ευρισκόμενοι αφ’ ενός μην παρά της χωροφυλακής προς κατάταξιν εις τα Αμελέ-Ταμπούρ, αφ’ εταίρου από τους πολλούς φόνους που διεπράττοντο παρά των Τούρκων και από την μεγάλην πείναν που μάστιζε και αυτούς και τας οικογέννειάς των, ηναγκάζοντο να καταφεύγουν νύκτα εις τας διαφόρους ακτάς της Ερυθραίας χερσονήσου. Εκεί, εν συνεννοήσει με πράκτορες, ήρχοντο και επλεύριζον καΐκια και ελάμβανον τους λιποτάκτας και τους επήγαιναν εις τας απέναντι Ελληνικάς νήσους, Σάμον, Χίον, κλπ. Πολλάκις τα παράκτια φιλάκια τους αντιλαμβάνοντο και ήρχιζαν πυροβολώντας και το καΐκι και τους φυγάδες και όσοι είχαν κατορθώσει να επιβιβαστούν, ανεχώρουν εκ της ξηράς, οι δε υπόλοιποι διεσκορπίζοντο εις τα βουνά και επέστρεφον εις την πόλιν. Αι εκκλησίαι έκλεισαν κατά Απρίλιον του 1914 και κατόπιν απειλής της Τουρκικής Κυβερνήσεως προς το Πατριαρχείο, ότι εάν δεν ανοίξει τας εκκλησίας θα βάλη ζώα μέσα, ηναγκάσθη το Πατριαρχείον να διατάξη το άνοιγμα των εκκλησιών και κατά την 14ην Αυγούστου, δηλαδή παραμονήν της Παναγιάς, ήνοιξαν και πάλιν με όλην την μεγαλοπρέπειαν και διά συνεχών κωδωνοκρουσιών. Την επομένην ημέραν, εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου επλημύρισαν όλαι αι εκκλησίαι από πιστούς, οίτινες ευρισκόμενοι εις τόσον τραγικήν κατάστασιν, εκτέλεσαν παρακλήσεις προς διάσωσιν της ανθρωπότητος από τοιαύτην λαίλαπα.
Το μπλόκο και η εκκένωσις της Ερυθραίας.
Δεν θα λησμονίσω πότε ένα μπλόκο που έγινε εις ολόκληρον την πόλιν προς σύλληψιν των λιποτακτών. Είχε έλθη ένα σύνταγμα στρατού και αφού εκύκλωσε την πόλιν, ήρχισε να ερευνά, οικία προς οικίαν και συνελάμβανε τους λιποτάκτας. Συνέλαβε περί τας τρισίμισυ χιλιάδας διαφόρων κλάσεων, τους ενέκλισε εις την Αναξαγώριον Σχολήν, εν τω μέσω δε της νυκτός και υπό ραγδαίαν βροχήν τους μετέφερον εις Σμύρνην. Η νύκτα αυτή θα μείνη εις εμέ αλυσμόνητος, καθ’ όσον η οικία μας ευρισκομένη έναντι της Σχολής, ευρισκόμουν εγώ και οι γονείς μου όπισθεν της κλειστής θύρας της οικίας μας, εβλέπαμεν το δράμα του κόσμου, να βρέχονται και να τους κτυπούν με τους υποκόπανους, να βαδίζουν γρήγορα. Οι 9 Έλληνες υπήκοοι εφοδιασμένοι με διαμονές δεν συνελαμβάνοντο μέχρι έως ότου ευρίσκετο η Βασιλική Κυβέρνησης εις Αθήναν καθ’ όσον ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ήτο Γερμανόφιλος και οι Τούρκοι ήσαν σύμμαχοι αυτών. Το Ελληνικόν Προξενείον ευρίσκετο εις τα Βουρλά και την Σμύρνην, αλλά μόλις κατέλαβε την Κυβέρνησιν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και έγινε Σύμμαχος της ΑΝΤΑΝΤ, κατά την πρώτην Κυριακήν , το Προξενείον ευρισκόμενον επί της Λεωφόρου της αγούσης προς Αλάτσατα και Τσεσμέ είχε αναπεπταμένην την Ελληνικήν Σημαίαν. Διερχόμενος δε κάτωθεν επ’ αυτοκινήτου και έχων σύντροφον του ένα μεγάλον σκύλον, ο εν Τουρκία Διευθυντής των Συμμαχικών Δυνάμεων Στρατάρχης Γερμανός φον Λίμαν Σάρδες Πασάς και μεταβαίνων εις Τσεσμέ προς επιθεώρησιν των παραλίων της Ερυθραίας Χερσονήσου, εσταμάτησε , εκάλεσε τον Έλληνα Πρόξενον και τον ηρώτησε ποιος τον διέταξε να έχει αναπεπταμένην την σημαίαν. Αυτός δε είπε η Κυβέρνησίς μου. Τότε ο Λίμαν Πασάς τον διέταξε να κατεβάσει την Σημαίαν και να αναχωρήσει αμέσως, όπερ και εγένετο. Έκτοτε δε την προστασίαν όλων των εν Τουρκία Ελλήνων υπηκόων, την ανέλαβε το Ισπανικό Προξενείον. Μόλις ο Φόν Λίμαν Πασσάς Διοικητής Γερμανός των εν Μ. Ασία Συμμαχικών δυνάμεων, διέταξε τον Έλληνα Πρόξενον να κατεβάση την σημαίαν και να αναχωρήση, αυτός εξηκολούθησε την πορείαν του και περιήλθε όλα τα παράλια της Ερυθραίας Χερσονήσου όπου υπήρχον υπέρ 120 Ελληνικαί πόλεις και χωρία. Μόλις επέστρεψε εις το εν Σμύρνη Στρατηγείον του, αμέσως διέταξε την εκκένωσιν όλων των πόλεων καθώς και των χωρίων της Ερυθραίας χερσονήσου. Άλλοι μεν κατέφυγον εις την Μητέρα Ελλάδα, άλλοι δε εις το εσωτερικόν της Τουρκίας συναποκομίζοντες ό,τι ηδύναντο να φέρουν μεθ’ εαυτών. Σκεφθείτε εις τί απόγνωσιν περιήλθεν όλος ο πληθυσμός αυτός εν καιρώ χειμώνος να εγκαταλείψη τας εστίας του και να περιέρχεται τήδε κακείσαι ρακένδυτοι. Μετέφερε και εγκατέστησε Τούρκους από την Βοσνία και Ερζιγοβίνα, ανθρώπους οίτινες αφού ελεηλάτησαν τα πάντα, μετέφερον εις Σμύρνην προς πώλησιν εικόνας, δισκοπότηρα καθώς και διάφορα οικιακά σκεύη, εκάθηντο επί των οικιών των εκκενωθέντων χωρίων καίοντες πόρτες, παράθυρα και πατώματα προς θέρμανσιν και αντικαθιστώντες ταύτα με παλαιά σακιά ίνα μη εισέρχεται το κρύο εντός των οικιών. Αυτή η κατάστασις με τους νέους κατοίκους της Ερυθραίας Χερσονήσου διήρκεσε μέχρι το 1918, οπότε εσυνθηκολόγησε ηττηθείσα η Τουρκία καθώς και οι μετ’ αυτής Σύμμαχοι Γερμανοί και Αυστριακοί. Οι Τούρκοι και πάλιν απεχώρησαν, διότι επανάκαμψαν οι Έλληνες ευρόντες τα χωρία των εις αθλίαν κατάστασιν, αλλά διά της εργατικότητος των Ελλήνων κατόρθωσαν και πάλιν εντός ολίγου να επανεύρουν την πρωταίαν μορφήν των. Εξ αυτού του διογμού εκείναι αι πόλεις που διεσώθησαν ήσαν η Σμύρνη και τα Βουρλά, αλλά λόγω του ότι η πόλις των Βουρλών ευρίσκετο εν τω μέσω πολλών Τουρκικών χωρίων, υπέστη τα πάνδεινα κατά το διάστημα του 1ου Παγκοσμίου πολέμου. 10 Η επισιτιστική κατάστασις των κατοίκων ήταν οικτρά, πουθενά δεν ευρίσκετο ούτε ψωμί, ούτε τίποτε άλλο, διότι είχε κατασχέσει όλα τα σιτηρά η Γερμανία προς διατροφήν του στρατού. Το μόνο που εύρισκεν ο πληθυσμός ήταν κουκιά, τα οποία άλεθαν, τα εζύμωναν, τα τοποθετούσαν σε φόρμα, τα έψηναν και τα έτρωγαν. Από αυτά, πολλοί επάθαιναν αιμοραγία και απέθνησκαν. Το ποιο ενθαρρυντικόν της καταστάσεως αυτής, ήταν ότι οι Τούρκοι συνοδοί των λιποτακτών ευκόλως εδωροδοκούντο, άλλοι με ολίγα χρήματα, άλλοι με λίγη τροφή και άλλοι με μερικά γλυκά και στραγάλια και απέλυον τους κρατουμένους, οι οποίοι επέστρεφον εις την πόλιν γρηγορότερα από τους συνοδούς των. Την εποχήν αυτήν η Αναξαγόρειος Σχολή κατελήφθει από τον Τουρκικόν στρατόν και εις την μεν ήμιση εστρατονίζετο ολόκληρος η 57η Τουρκική Μεραρχία προς το έναντι της οικίας μου μέρος, η άλλη ημισεία εχρησιμποιείτο ως Νοσοκομείον, έχων την Ερυθράν ημισέληνον επί της κορυφής προς αποφυγήν βομβαρδισμού από αεροπλάνου. Παρέλειψα να σας γράψω ότι η Ελληνική προπαγάνδα, κατετόπιζε συνεχώς το Αγγλικόν Ναυαρχείον, το ευρισκόμενον εις Μυτιλήνην, για το που υπήρχε στρατός κανονικός και εν γένει τας κινήσεις του Τουρκικού στρατού, διότι επεβιβάζονται νύκτα εις τας μικρασιατικάς ακτάς, ήρχοντο στα Βουρλά και πήγαιναν εις την Σμύρνην και αφού ελάμβαναν συγκεκριμένας πληροφορίας, ανεχώρουν, προσκομίζοντες μαζί των και πολλούς φυγόστρατους.
Ο βομβαρδισμός της πόλεως των Βουρλών.
Ευρισκόμεθα κατά το έτος 1915 και περί την 28η Ιανουαρίου κατά τα απογευματινάς ώρας διήλθον άνωθεν της πόλεως πέντε Αγγλικά αεροπλάνα εις χαμηλόν ύψος προς κατόπευσιν, μόλις δε διήρχοντο άνωθεν της σχολής της χρησιμοποιουμένης ως Νοσοκομείον, εξήλθον οι νοσοκόμοι και ήρχισαν να πυροβολούν τα αεροπλάνα. Αυτά δεν ηπήντησαν παρά μόνο έξωθιν της πόλεως, επί της αμαξωτής οδού της αγούσης εις την Σμύρνην, είδε διερχομένας άμαξας και έριψαν μίαν βόμβαν, εφόνευσαν μερικούς επιβάτας και ανεχώρησαν. Εγώ κατ’ εκείνην την εποχήν είχα αναχωρήσει εκ του επιπλοποιείου που εργαζόμουν και πήγα υπάλληλος σε κάποιον πλούσιον της πόλεως ονομαζόμενον Μιχαήλ Α. Μηχαηλίδην, τον παρονόμαζαν και Κουτσομίχαλον σιότι εκούτσαινε και λιγάκι, όστις εφημίζετο ότι τα χρήματά του ήσαν όλα εις χρυσόν. Αυτό διότι οι κάτοικοι του Ουσάκ που υπήρχαν αποθέματα κρίθης και σίτου δεν επώλουν τα εισοδήματά των με χαρτονομίσματα παρά μόνο με χρυσόν, αφού δε ήλθεν εις επαφήν με εμπόρους ότι δύναται να αγοράση καρπούς επί πληρωμή χρυσών λιρών ήρχισαν να μας αποστέλλουν καθημερινώς 15-20 κάρρα αλεύρου λαμβάνοντας την αξίαν των εις χρυσάς λίρας και έτσι διά ένα διάστημα είχε την κατανάλωσιν αλεύρων μονοπωλιακώς εις ολόκληρον την πόλιν. Αυτό όμως δεν διήρκεσε πολύ, διότι μίαν ωραίαν πρωϊαν, μια αρμάδα Αγγλικών πολεμικών εισελθούσα εις το στόμιον του 11 τεραστίου λιμένος της Σμύρνης, το λεγόμενον Καραμπουρνού, κατέλαβε την νήσον την λεγομένην Εγγλεζονήσι, ήτις ευρίσκετο εις το στόμιον του λιμένος. Έκτοτε δε καθημερινώς εισήρχοντο ανενόχλητα τα πλοία εντός του λιμένος κατά τας απογευματινάς ώρας και εβομβάρδιζαν μέχρι νυκτός όλα τα παράλια και οδούς καθώς και υψώματα της Σμύρνης, οπότε ο ανεφοριδασμός των Βουρλών κατέστη δυσχερής και ο Μιχαηλίδης έπαυσε να εφοδιάζεται καρπούς από το Ουσάκ. Επανήλθεν και πάλιν η πόλις υπό την απειλήν της πείνας, διότι η Κυβέρνησις δεν ενδιεφέρετο δια τον πληθυσμόν. Ευτυχώς δια την οικογέννειά μου ο πατέρας μου δεν εστρατεύθη λόγω του ότι κατά την επιστράτευσιν ήταν 46 ετών, ενώ οι Τούρκοι εζήτουν μέχρι το 45ο έτος και καλή τύχη διατηρούσε κάρρο, μετέφερε εις την Σμύρνην διάφορα εμπορεύματα και από τους μεταγωγείς Τούρκους στρατιώτας άρτους, τα λεγόμενα «ταΐνια», καθώς και κρίθην την οποίαν έκλεπτεν από τα ζώα που ηργάζοντο και έτσι δεν ησθάνθημεν την πείνα, τόσο όσο οι άλλοι. Ένα πλοίον πολεμικόν από την αρμάδα που εισήρχετο εις τον λιμένα κατά τας απογευματινάς ώρας της 29ης Ιανουαρίου 1915, εστάθμευσε πλησίον της νήσου Πουρναρλή, ήτις έκειτο έναντι της πόλεως των Βουρλών, οπότε ήρχισε να βομβαρδίζει με βαρέα τηλεβόλα την πόλην. Σκοπός του ήτο, να καταστρέψει την Αναξαγόρειον Σχολήν, εις την οποίαν καθώς προείπα στρατονίζετο η 57η Τουρκική Μεραρχία κατά το ήμισυ, το δε άλλο ήμισυ τμήμα αυτής, παρ’ όλον ότι επί της στέγης της ήτο η Ερυθρά ημισέληνος, κατά την διέλευσιν των αεροπλάνων οι νοσοκόμοι έβαλαν εναντίον αυτών. Σκεφτείτε την θέσην των Ελλήνων να τρέχουν αλλόφρονες με την σχολήν να ευρίσκεται εις το μέσον των χριστιανικών συνοικιών. Να βλέπατε τας οβίδας να πέφτουν άλλαι εντός της σχολής, άλλαι εμπρός και άλλαι πίσω, άλλαι ακριβώς εις την ευθείαν της σχολής. Εις αυτήν την ευθείαν ευρίσκοντο αι δύο κεντρικαί Εκκλησίαι της πόλεως, η Κοίμησις της Θεωτόκου και ο Άγιος Γεώργιος, όστις με μία οβίδα που εδέχθη, κατεστράφη τελείως. Μόνον το περικαλές κωδωνοστάσιον έμεινε ανέπαφον και η Κοίμισις της Θεωτόκου έπαθε και αυτή ζημίαν αλλά όχι μεγάλην. Μια οβίδα έπεσε επί της σχολής και αφού σινέτριψε τον τοίχον, εβυθίσθη επί του υπογείου χωρίς να εκραγεί. Εις αυτό ήτο όλος ο στρατός που μόλις είδον το γεγονός αυτό, ήρχισαν αλλόφρονες να εξέρχονται, να τρέχουν εις τους δρόμους και να απομακρύνονται της σχολής. Αφού δε έριξεν περί τας 15 οβίδας ανεχώρισεν την επομένην. Η Μητρόπολις ανεκοίνωσε εις τον πληθυσμόν ότι ετοποθέτησε σκοπόν επί του κωδωνοστασίου, το οποίο ήταν πολύ υψηλά και κατόπτευε την θάλασσαν, ώστε μόλις θα ειδή πλοίον να σταματήσει στο Πουρναρλή, θα αρχίσουν να σημαίνουν όλοι οι κώδωνες των εκκλησιών και αμέσως ο πληθυσμός να εξέρχεται έξω της πόλεως. Πράγματι δε την επομένη και ακριβώς την ίδιαν ώραν όπως και την προηγουμένην κατά την 3ην μ.μ. ώραν, εφάνη πάλιν το πλοίον και ήλθε και σταμάτησε στο ίδιο μέρος. Αυτοστιγμεί ήρχισαν να κτυπούν όλοι οι κώδωνες των εκκλησιών και να καλούν τον πληθυσμόν να εξέλθη της πόλεως. Σκεφθήτε τον 12 πανικόν των κατοίκων έως ότου φθάσουν έξω της πόλεως και να οχυρωθούν εις τους πέριξ λόφους. Αμέσως ήρχισεν και πάλιν να ρίχνει οβίδες και αφού και πάλιν έριψε 15 οβίδες ανεχώρησε . Την επομένη ήλθον αεροπλάνα και κατόπτευσαν , το δε απόγευμα και πάλιν ενεφανίσθεί το πολεμικόν και έριψε άλλας τόσας οβίδας. Αεροπορία Τουρκική δεν υπήρχε γι’ αυτό το λόγον τα Αγγλικά πολεμικά περιήρχοντο από τον κόλπον της Σμύρνης, όλα τα μικρασιατικά παράλια μέχρι του κόλπου της Αλεξανδρείας και των Δαρδανελίων και εβομβάρδιζαν, επιφέροντες καταστροφάς εις τους Τούρκους.
Η επιστράτευσης.
Υπ’ αυτάς τας συνθήκας φθάνομεν εις το έτος 1916. Εγώ και ο μεγαλύτερος αδερφός μου είμεθα αδήλωτοι, λόγω του ότι ο αδελφός μου γεννήθει κατά το έτος 1897, όπου Αστυνομικός Διευθυντής ήτο τότε κάποιος ονόματι Πέτσετ εφέντης, απειλών την πόλιν ότι θα την σπείρει αλάτι, δηλαδή θα την καταστρέψει, και για αυτό πήγε νύκτα ο παππούς της μητέρας μου ονομαζόμενος Πέτρος και το βάπτισε και το ονόμασε Πέτρο και δι’ αυτόν τον λόγον έμεινε αδήλωτος. Σε λίγες δε ημέρας ο Πέτσετ εφέντης κατεδίωκε ένα αξιωτάκι, εισήλθεν εις μίας οικίαν και τον εφόνευσαν και έτσι καθησύχασεν ο τόπος. Εγώ εγεννήθην και όντε απέθνησκον και δια να μην αποθάνω αβάπτιστος πήγε νύκτα της μητέρας μας ο αδελφός ονομαζόμενος Αντώνιος και με εβάπτισε. Φθάσαμε λοιπόν και οι δύο αδελφοί αυτήν την εποχήν να είμεθα αδήλωτοι, ενώ επλησίαζε η στράτευσής μου, πήγα μόνος μου και δηλώθηκα. Επήρα πιστοποιητικόν ότι ήμουν 17 ετών, το΄ δωσα εις τον αδελφόν μου ο οποίος ηργάζετο εις τους αμπελώνας, ενώ εγώ έμεινα χωρίς πιστοποιητικόν διότι ευρισκόμην εις την αγοράν και με εγνώριζαν οι αστυνομικοί. Αυτός εκυκλοφορούσε ως Κωνσταντίνος Κουφόπουλος, πολλάκις συλληφθείς, αφέθη ελεύθερος μέχρις ότου εστρατεύθη η κλάσις μου. Εκείνο δε το οποίον ήτο περίεργον, τα πιστοποιητικά καθώς και αι Ελληνικαί διαμοναί, δεν έφερον φωτογραφίας και διέφευγον με ξένας διαμονάς. Μόλις εκάλεσαν την κλάσιν μου, ο μεν αδελφός μου Πέτρος ανεχώρησε μετ’ άλλων φιγοστράτων, έφθασε εις την έναντι της Σάμου παραλίας και εκείθεν εμβάς εις Ιστιοφόρον, ανεχώρησε και απεβιβάσθη εις Σάμον. Απ’ εκεί κατετάγη εις τον Ελληνικόν στρατόν εις την Εθνικήν άμυναν που είχε κάμει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επολέμησε εις όλας τας μάχας, Σκρά και της Δοϊράνης τιμηθείς με τρία παράσημα Ανδρείας, επέστρεψεν μετά τετραετίαν ως δεκανεύς εις Σμύρνην με τα στρατεύματα κατοχής. Εγώ δε ελιποτάκτησα κρυβόμενος από οικίαν εις οικίαν μετά του φίλου και γείτονά μου Γεωργίου Αναστασίου Ζερβού. Ημέραν τινά και ενώ εκαθήμεθα εις την οικίαν του φίλου μου τρώγοντες, αίφνης τρέχει η δούλα, ήτις ήτο εις το επάνω πάτωμα της οικίας και μας φωνάζει φύγετε ο κομισάριος με χωροφύλακες, τρέχουν από την διπλανήν οικίαν αμέσως. Αυτοστιγμεί ο μεν σύντροφός μου κατόρθωσε να διαφύγει την σύλληψιν καταφυγών εις τον παραπλεύρως κείμενον πορτοκαλόκηπον, εγώ δε έως ότου 13 φθάσω εις τον τοίχον του κήπου είχε αναρριχηθεί ο κομισάριος επί του έναντι τοίχου κρατών περίστροφον με διέταξε να σταματήσω, όπερ και έκαμα. Εν τω μεταξύ ήνοιξαν την πόρτα και εισήλθον περί τους 15 αστυνομικούς, οίτινες είχον συλλάβει ένα ακόμη φυγόστρατον, με έδεσαν και εμένα με το ίδιο σχοινί και ανεχωρήσαμεν με επί κεφαλής τον κομισάριον Ουσεΐν Εφέντη δι’ άλλας ερεύνας εις άλλας οικίας προς σύλληψιν και άλλων φυγάδων. Δεν θα παραλείψω να σας εκθέσω ποιος ήταν αυτός ο κομισάριος Ουσεΐν Εφέντης. Ήταν ο μοίραρχος της Χωροφυλακής, ένας εξυπνότατος αστυνομικός, από την Φορτέτζα της Κρήτης, ο οποίος είχε καταντήσει το φόβητρον των Βουρλών και την εποχήν εκείνην επίσης είναι εκείνος όστις ήκουε το τραγούδι: «δεν στο’πα Ουσεΐν μου να κάτσεις στα καλά σου, γιατί οι βρωμογιαούρηδες σε φάγαν τα μυαλά σου». Λοιπόν με επικεφαλής τον κομισάριο, αφού περιήλθαμε διάφορες συνοικίες και αφού ερεύνησε αρκετά σπίτια και συνέλαβε περί τους είκοσι πέντε λιποτάκτας, μας μετάφεραν εις τας φυλακάς και την επομένην μας επεβίβασαν εφ’ ενός πλοίου το οποίον εκτελούσε δρομολόγια Σμύρνης – Βουρλών και αφού επληρώσαμε και τα εισιτήρια των συνοδών μας, μας μετέφεραν εις Σμύρνην. Το ατμόπλοιον ονομάζετο Δικελή. Την επομένην μας εξήτασαν Ιατροί και με κατέταξαν μάχιμο.Μετά δύο ημέρας εμέ και κάποιον φίλον μου, ονομαζόμενον Νικόλαον Κανώρην, μας παρέδωσαν εις δύο συνοδούς και επιβόντες εις τον σιδηρόδρομον, μας μετέφεραν εις Αϊδίνιον. Εκεί μας παρουσίασαν εις 3 συνταγματάρχας και δεν μας εδέχθησαν δια την αιτίαν ότι λερώνουν τα χαρτιά των, διότι από την μια μας γράφουν και από την άλλην λιποτακτούμε. Τότε ημείς προσπαθήσαμε να δωροδοκήσουμε τους συνοδούς να μας αφήσουν να φύγομε. Αυτοί όμως μας είπαν ότι θα σας μεταφέρουμε εις ένα ακόμη συνταγματάρχη και αν δεν σας δεχθή, θα σας επιστρέψωμε πάλι εις Σμύρνην. Μας πήγαν εις το κάτω μέρος της πόλεως όπου έδρευε ένα σύνταγμα που κατ’ εκείνην την ώραν ευρίσκετο εις τα γυμνάσια. Καθήσαμε έξωθεν του στρατώνος και κατά την 12ην ώραν ήλθε ο στρατός με επικεφαλής τον συνταγματάρχην, ένα άνδρα σπανίου αναστήματος, όστις μόλις μας είδε αυτός μας ηρώτησε από που είμεθα. Ημείς δε του απαντήσαμε ότι είμεθα από τα Βουρλά. Τότε αυτός μας είπε ΣιζΜπεγιούκ Γκιαουρσίνις, δηλαδή σείς οι Βουρλιώτς είστε μεγάλοι άπιστοι. Νε γιακτζέμ μπεν Επουνάρ Μπέρ γιερτέν κετίριο λαρ ερτέ γιορτέ γκατσιομναρ νεισά γιολάνζ τζαμιά να σιτερσαν γιακοσιν, δηλαδή τι να τους κάμω αυτούς από το ένα μέρος έρχονται και από το άλλο μέρος φεύγουν. Αλλά ας είναι. Πηγαίνετέ τους στο τζαμί και ότι θέλουν ας κάμουν και μας παραλαμβάνουν ένας κατάμαυρος Τουρκαλάς και μας μετέφερε εις ένα τζαμί όπου έδρευε ο 16ος λόχος του συντάγματός του. Εκεί μας έδωσαν από εάν όπλο ρωσικό και μια ξιφολόγχη, όλος δε ο ιματισμός που μας έδωσαν, ήτο ένα ζωνάρι τόσο μεγάλο, που διά να το ζωστώ έπρεπε να το δέσω σε ένα δέντρο. Φαντασθήτε λοιπόν τι στρατιώτης που ήμουν, με ένα κόκκινο φεσάκι, το παλτό και έξωθι του παλτού η ξυφολόγχη κρεμασμένη με μια βρακοζώνα διότι δεν υπήρχαν ζωστήρες 14 και αμέσως μας είπαν σε τι σώμα ευρισκόμαιθα. Εγώ εγνώριζα την Τουρκικην, την οποίαν εδιδάχθην εις την σχολήν και αμέσως την έγγραψα «ελλή Αλτιντζή φιρκά γιουζ γετμις αλκιντά λάϊ μπριτνζή ταμπουρ ον Ανζοντζ μπελούκ μπιριντή μαγκά αναστέος ογλούθ Κωστή Κουφοπουλο, δηλαδή 56η μεραρχία 17ο σύνταγμα, πρώτον τάγμα, 16ος λόχος 1, διμοιρία 1η ονομασία Κ.Αν.Κουφόπουλος. Την επομένην ήρχισαν τα γυμνάσια, τα ζαράματ. Έπαιζε εγερτήριο και αμέσως κάθε ενοματία έστελνε ένα με μία καραβάνα και έπαιρνε απ’ το σύνταγμα το ρόφημα, το λεγόμενο αλαφιάν Τσορπασί. Αυτό αποτελείτο από καλαμποκάλευρο, λίγο λάδι Αϊδινίου που βρωμούσε και λίγο αλάτι και ζεστό το μετέφερε στο λόχο και αμέσως εκάθητο ολόκληρος η ενωμοία με τ ό ένα γόνατο, μαζί και ο δεκανέας Φερεντές όλοι ξύλινα κουτάλια έτρωγαν τον μέλανα εκεί ζωμό και αμέσως εξερχόμεθα στα γυμνάσια. Μετά δύο ημέρας μας συνεκέντρωσαν όλο το 17ο σύνταγμα, έξωθι της πόλεως του Αϊδινίου και εις θέσιν Τελσίζ Τελεγράφ και επί Ελληνικής κατοχής εις τους λόφους του Τσιρογιάννη και μας εστρατώνισαν σε μεγάλες σκηνές. Μας έδωσαν επιδέσμους, και τα γυμνάσια ήταν όλα γυμνάσια μάχης καθώς και όλαι αι θεωρίαι. Εις όλο το σώμα στρατού που αποτελείτω εκ 45.000 τούρκων είμεθα μόνον 12 Έλληνες. Σκεφθείτε την θέσιν μας προ παντός των άλλων που δεν εγνώριζαν την γλώσσαν, εγώ συννενοούμην κάλλιστα γι’ αυτό μόλις ετελείωνα τα γυμνάσια η σκέψις μας ήταν πως να κατορθώσουμε να δραπετεύσουμε να πάμε στα Βουρλά. Το μεσημβρινό μας φαγητό ήταν πότε κουκιά ακαθάριστα, πότε πράσα και πολλές φορές σύκα με αλάτι και λάδι. Εγώ αυτάς τας είκοσιν ημέρας, καθημερινώς έτρωγα κυδώνια και ψωμί.
Η λιποταξία εκ του 17ου συντάγματος του Τουρκικού στρατού.
Μετά παρέλευσιν είκοσιν ημερών η έγινε απόφασις της δραπετεύσεως και λίαν πρωί μιας Τετάρτης, αφού εγκαταλείψαμε τον οπλισμόν μας εις τον στρατώνα, διότι δεν ηδυνάμεθα να τον πάρομε μαζί, διότι ο στρατιωτικός νόμος έλεγε όστις λιποτακτήσει με τον οπλισμό και συλληφθεί τουφεκίζεται ενώ εάν συνελαμβάνετο άοπλος αφού του έδιναν μερικές ραβδιές τον εξαπέστελαν και πάλιν εις το σώμα του, αυτή ήταν η ποινή εις τους άοπλους. Εξελθόντες λοιπόν του στρατώνος εξήλθαμεν έξωθι της πόλεως Αϊδινίου μετά τριών συντρόφων εκ Βουρλών και ενός εκ Σμύρνης κατευθυνθήκαμε προς δυσμάς. Βαδίζοντες επί μιας πεδιάδος ατελείωτης, νήστεις ολοσχερώς και κατά το εσπέρας εφθάσαμεν εις τους πρόποδας οροσειρών. Απ’ εκεί διήρχετο ο σιδηρόδρομος προς τα Σάκια όπου ηργάζοντο Έλληνες και έκοβαν ξύλα από άγρια δένδρα και τα χρησιμοποιούσαν διά τον σιδηρόδρομον διότι ελλείψει κώκ, αι μηχαναί ηργάζοντο με ξύλα. Τους ζητήσαμε λίγο ψωμί και αυτοί μας είπαν να πριμένουμε να περάση το τραίνο να μας δώσουν. Πράγματι μετά ημισείαν ώραν διήλθε το τραίνο και τους έριψε ένα σάκο ψωμί. Μας έδωσαν ένα, περί τας δύο οκάδας τους ευχαριστήσαμε και αμέσως αρχίσαμε να ανεβαίνομε το βουνό. Καθ’ οδόν συναντήσαμε και άγρια αχλάδια, ώριμα και εφάγαμε αρκετά κι αφού εβαδίσαμε μέχρι την 8ην ώραν, σταματήσαμε να διανυκτερεύσομε πλησίον ενός βράχου. Σκεφθείτε τη θέσην μας, χωρίς κουβέρτα ασκεπείς, εφάγαμε λίγο ψωμί και αρκετά αχλάδια και τότε άρχισε η δίψα και που να βρούμε νερό εις εκείνα τα βουνά επάνω. Ο σύντροφός μας, όστις ήτο από την Σμύρνην, δεν υπέφερε την δίψαν. Ανέβη επί του βράχου, ούρησε και αφού το άφησε να κρυώσει το έπιε για να κορέση την δίψαν του. Το πρωί μόλις εκκινήσαμε και αφού εβαδίσαμε περί τα 500 μέτρα, συναντήσαμε μίαν πηγήν εις την οποίαν είχαν βάλει ένα μικρό καλάμι ως βρύσην. Αφού ενίφθημεν και εκορέσαμε τη δίψαν μας ανεχωρήσαμε και πάλιν, βαδίζοντες εις το άγνωστον αναρριχόμενοι από βουνό εις βουνό. Τα βουνά, γεμάτα από Τσέτες, δηλαδή Τούρκους λιποτάκτες, αλλά κατά καλήν μας τύχην, εμείς δεν συναντήσαμε ουδένα και έτσι την επομένην το πρωί ευρέθημεν επί μιας υψηλής βουνοκορφής και αντικρίσαμε θάλασσα. Υποθέτοντες ότι ήταν η Σμύρνη κατηφορίσαμε λοιπόν και αφού κατήλθαμεν εις την πεδιάδα βρεθήκαμε μεταξύ δύο χωρίων. Μόλις προχωρήσαμε περί τα 70 μέτρα, βρεθήκαμε προ ενός στρατιώτου Τούρκου, όστις εκάθητο κάτωθεν δένδρου και έτρωγε μετά της οικογένειάς του, αποτελούμενης εκ της συζύγου του και δύο μικρών τέκνων. Αρχικώς εφοβήθημεν, διότι καθώς σας γράφω τα χωριά ήταν πλησίον. Τον εχαιρετήσαμε τουρκικά και τον παρακάλεσα αν είχε να μας δώση λίγο νερό να πιούμε. Τότε αυτός, μας εκκάλεσε να υπάγομεν προς το μέρος του και αμέσως σηκώθη σύζυγός του, έλαβε την στάμναν του νερού και έφυγε. Κατόπιν εσήκωσε τα παιδιά από το φαγητό που έτρωγαν σύκα και κριθαρόπιτες και μας προσέφερε τα σύκα και το ψωμί και εφάγαμε. Εν τω μεταξύ ήλθε η χανούμ απ’ το νερό και ήπιαμε και νερό. Αφού τελικά το μέρος δεν ήτο η Σμύρνη, παρά το Κουσάντασι, μας έδειξε ποιαν ευθείαν να ακολουθήσομε προς την Σμύρνην, αλλά μας συνέστησε να προσέχομεν τους Γουρούκιδες, μίαν φυλή σχοινίτες, διότι αυτοί φονεύουν κάθε λιποτάκτην. Αφού τον ευχαριστήσαμε, αναχωρήσαμε και κατά τας 2 μ.μ. Διερχόμενοι έξωθι του Αγία Σουλούμ, δηλαδή της παλαιάς Εφέσου, κωμοπόλεως Ελληνικής, συναντήσαμε κάποιον Χριστιανόν, όστις αφού μας έδωσε σύκα μας είπε να βαδίζομε και αυτός θα έλθει να μας δείξη το πέρασμα ενός μικρού ποταμού, που διήρχετο απ’ εκεί. Πράγματι δε κατέφθασε έφιππος και μας έδειξε και αφού και αυτός μας συνέστησε να αποφεύγομε τους σχοινίτες, ανεχώρησε. Εμείς, αφού εκαθήσαμε εις την άλλην όχθην του ποταμού και εφάγαμε τα σύκα, αναχωρήσαμε και πάλιν αναβαίνοντες εις υψώματα.
Φυγάδες στο δρόμο δια την Σμύρνην.
Καθ’ οδόν συναντήσαμε ένα δρομίσκο και τότε είπα εις τους συντρόφους μου να εγκαταλείψομε τον δρομίσκον, διότι αυτός ή σε κανένα σταθμόν καταλήγη ή σε κανένα χωριό ή σε καμιά κατασκήνωσι Γιουρούκια. Αυτοί με αντέτειναν και έτσι εξακολουθήσαμε τον δρόμον μας, εντός δε ολίγου ευρέθη προ ημών μια χανούμις, η οποία συνόδευε μίαν αγελάδα. Αφού δε την πλησιάσαμε περί τα 60 μέτρα την ηρώτησα τούρκικα «χανούμ εφέντη μπου γιόλ νερέγια κυτίορ» αυτή δε όχι μόνο δεν 16 μου απάντησε, αλλά ούτε και εστράφη να μας κοιτάξη παρά εξηκολούθησε τον δρόμον της. Μετά παρέλευσιν ολίγης ώρας, συνήντησε κάποιον ξυλοκόπο όστις έκοβε ξύλα, του είπε κάτι και αυτή επροχώρησε. Όταν πλησιάσαμε εμείς χαιρετήσαμε και τον ηρώτησα «μπον γιόλ νερέγια κιτιορ». Αυτός δε μας ηρώτησε εάν έχομαι χατιά. Εγώ δε του είπα ότι οι δύο έχομε και οι δύο δεν έχομε. Τότε αυτός μου είπε ότι αφού οι δύο δεν έχετε χαρτιά, θα μας δώσετε 10 λίρες να σας αφήσω να φύγετε. Εγώ του ανταπάντησα ότι δεν έχομε χρήματα, εάν είχαμε θα σου δίναμε. Κάτι λίγα που έχομε, να σου τα δώσομε. Αυτός όμως έμενε ανένδοτος. Τότε τον παρακάλεσα να καθήσωμε να κάνομε τσιγάρο. Είχα προμηθευθή, διερχόμενος από Αγιά Σουλούλ από ένα αγρό, λίγα θρύμματα καπνό και είχα γεμίσει την τσέπην μου σιγαρόχαρτα. Τότε εκαθήσαμε και καπνίσαμε τσιγάρο. Καπνίζοντες είπα εις τους συντρόφους μου ότι ο σκοπός αυτού είναι να μας σκοτώσει, αφού προηγουμένως μας πάει στους σχοινίτες να μας γδύσουν, γι’ αυτό πρώτοι να του επιτεθούμε και ότι είναι να γίνει ας γίνει. Από το μέρος που εκαθήσαμε, ήταν απότομος κρημνός 150 περίπου μέτρων. Αυτός μόλις εκάπνισε το τσιγάρο σηκώθηκε και μας είπε «αίτε κατσαλόμ βακτί γκίτσιο». Εγώ του είπα ότι εμείς δεν θα τον ακολουθήσουμε και αυτός ήρχισε να φωνάζει «ζσάν μεμέτ» αυτοστιγμεί και οι 4 του επιτεθήκαμε και τον εκσφενδονίσαμε εις τον κρημνόν που ασφαλώς εφονεύθη. Αμέσως αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το βουνό περιπλεγμένο με υψηλά δένδρα, με βάτους όπου μετά μεγάλον κόπο διανοίγοντες τους βάτους πότε ο εις εμπρός και πότε ο άλλος, κατορθώσαμε και εφτάθασαμε εις την κορυφήν. Απ’ εκεί διανοίγεται μια χαράδρα και πέριξ αυτής υψώματα και αρχίσαμε να κατερχόμεθα εις την απέναντι πλαγιά. Είδαμε διαφόρους ξυλοκόπους και έκοβαν ξύλα, οίτις μόλις μας είδαν να κατερχόμεθα την χαράδρα, αμέσως ήρχισαν να μας καλούν να σταματήσωμε και ήρχισαν να τρέχουν προς το μέρος μας και να μας καταδιώκουν. Ήσαν τέσσαρις γιουρούκηδες οι 3 νέοι και ο 4ος γέρος. Οι μεν νέοι εκράτουν ρόπαλα καθώς και πέλεκις, ο δε γέρων εκράτει πιστόλα μακρύκανη προελεύσεως του 1821. Τρέαμε εμείς όσο μπορούσαμε αλλά αφ’ ενός αμάθητοι σε τέτοια εδάφη ανώμαλα και αφ΄ετέρου λόγω της κακουχίας μας εξατλημένοι ενώ αυτοί εξασκημένοι σε τέτοια ανώμαλα εδάφη μας επλησίασαν και μας εξεσφενδόνιζαν πέτρες, μια των οποίων βρήκε εμένα. Προς στιγμήν έχασα τας αισθήσεις μου και κατέπεσα επί του δάφους, οι άλλοι προς στιγμήν κατόρθωσαν να κατέβουν εις το πέριξ δάσος. Όταν συνήλθα, όπως ήμουν πεσμένος, εστράφην προς τα οπίσω και είδα τον γέροντα όστις εκράτει την πιστόλα να με σκοπεύη. Τότε εγώ είπα τετέλεσθαι. Στραφείς δε προς αυτόν του είπα τουρκικά, «εμσρί νιά ολτοιριορσού ναι γιαπτέμ σνά κπενάχτείλ τιρ» αυτός δε μόλις το είπα αυτό, με επλησίασε με εκτίμησε με το πόδι του δύο κλωτσιές κι μου είπε «κιπόγλου κιοπέ εσκεσλικτέν κασταρνίνζ» δηλαδή σκυλί των σκυλιών απ’ το στρατό λιποτακτείς και κατόπι τούτου με παρέδωσε εις τον σύντροφόν του και αυτός πήγε εις αναζήτησιν των άλλων. Αυτό δε αφού με πήραν ό,τι χρήματα είχα τους παρεκάλεσα να μη αφήσουν να με κτυπήση ο γέρος και αυτοί μου το υπεσχέθησαν. Εκεί δε που με 17 ηρώτουν από που κατάγομαι κλπ. έξαφνα ακούσαμε έναν δυνατό πυροβολισμό τον οποίον έριψε ο γέρος με την πιστόλα προς εκφοβισμόν των συντρόφων μου οίτινες αμέσως παρεδώθησαν. Αφού δε τους εκτύπησε ανηλεώς με ένα κοντόξυλο που εκράτει τους μετέφερε εκεί πλησίον μου. Την ώρα εκείνην ο ήλιος ήταν προς την δύσιν του, μας πήραν και τους τέσσαρας και μας πήγαν σε ένα ίσιο μέρος. Ήρχισαν αμέσως να μας διατάζουν να βγάλωμεν τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας τα οποία αμέσως, αναλόγως που έκαμε εις τον καθένα, εμείς δε χωρίς αντιλογίαν τα παραδίδαμε και έτσι κατορθώσαμε να τους διαφύγωμε πριν λάβουν γνώσιν δια τα διατρέξαντα εις την πίσω χαράδρα, διά τον φόνον του άλλου γιουρούκου, οπότε η θέσις μας θα ήτο τρομερά. Θα μας μετέφεραν εις τας κατασκηνώσεις και τότε τας μαρτυρίας μας θα ήταν τρομερά. Αλλά ευτχυώς ή ώρα ήταν σχεδόν 8η νυκτερινή και αφού μας άφισαν μόνο με το εσώβρακο και την φανέλα ανυπόδητους, μας λέγουν να φύγετε αμέσως μη τυχόν και έλθουν οι σύντροφοί μας και σας σκοτώσουν. Αμέσως εμείς εκκινήσαμε, σκεφθήτε όμως υπό ποίας συνθήκας να μη μπορούμε να βαδίσωμε ανυπόδιτοι και σχεδόν γυμνοί και ιδρωμένοι αλλά αναλογιζόμενοι τας συνεπείας που θα είχαμε, αρχίσαμε κρατούντες χέρι-χέρι να αναριχώμεθα προς την απέναντι κορυφήν προσπαθούντες πάση θυσία να αποακρυνθώμεν όσο ήτο δυνατόν από το μέρος εκείνο. Μετά πολλών κόπων δε, αφού όλην την νύκτα εταλαιπωρούμεθα πότε προχωρούντες, πότε δε καθήμενοι διά να ξαποστάσωμε, κατορθώσαμε το πρωί να φθάσωμε εις την κορυφήν του βουνού εκ της οποίας είδαμε κάτω εις την χαράδραν και πάλιν κατασκηνώσεις γιουρούκων. Κι τότε αρχίσαμε να κατερχόμεθα και πάλι από την άλλην πλαγιά, διότι εβλέπαμε απέναντί μας να διανοίγεται μια μικρή πεδιάδα, εις το τέρμα της οποίας ήτο το Τουρκαλί, κωμόπολις ήτις εκατοικείτο από πολλούς Έλληνας. Κατά το μεσημέρι διήλθομεν έξωθεντου Τουρκαλί και ανέβημεν εις μικρόν λόφον εις τους πρόποδες του οποίου υπήρχαν οικήματα και ήσαν βουστάσια. Απείχαμε περί τα 150μέτρα απ’ αυτούς, εφώναζε ο εις τον άλλο, χωρίς εμείς να μπορούμε να καταλάβωμε τι μιλούσαν Τουρκικά Έλληνικά. Από την πείνα που είχαμε εβούϊζαν τα αυτιά μας μετά πολλών κόπων κατορθώσαμε να ακούσωμε ότι μιλούσαν Ελληνικά. Τότε έλαβα ακόμη ένα σύντροφόν μου, κατεβήκαμε εκεί, τους ερωτήσαμε και τους παρακαλέσαμε να μας δώσουν λίγο ψωμί. Αυτοί δε μας είπαν ότι το μετόχι ήταν τούρκικο και θα πάνε να το αναφέρουν εις τον Μπέη και αυτός θα μας δώση. Εμείς αμέσως εφοβηθήκαμε, αυτοί όμως μας ενεθάρρυναν και μας είπαν να μην φοβηθούμε, διότι και αυτοί ήταν λιποτάκτες και ο Μπέης θα μας δώσει ψωμί. Καθήσαμε και περιμέναμε και ώ του θαύματος εντός ολίγου κατέφθασε εις εργάτης κρατών έναν άρτον από καλαμπόκι έως 7 οκάδες και μας τον έδωσε. Τότε εκκάλεσα και τους άλλους συντρόφους από τον λόφο καθήσαμε πλησίον ενός διερχομένου ποταμίσκου και εφάγαμε. Ήτο 14 Νοεμβρίου, σκεφθήτε εκεί εις την Μ.Ασίαν αυτήν την εποχήν τι ψύχος κάνει και ευρισκόμενοι όπως προέγραψα γυμνοί. Παρακαλέσαμε τους ανθρώπους να διανυκτερεύσουμε εις κανένα οίκημα. Αυτοί όμως μας είπαν ότι δεν είναι δυνατόν, διότι κατά την νύκτα 18 γυρίζουν Ντροβιέδες δηλαδή αποσπάσματα και θα μας συλλάβουν. Μας έδειξαν όμως ένα απομεμωνομένο οίκημα και μας είπαν ότι εκεί μπορούσαμε να διανυκτερεύσωμε λόγω του ότι είναι γεμάτο άχυρα και τα αποσπάσματα το γνωρίζουν και δεν πηγαίνουν εκεί. Τότε εμείς κατευθυνθήκαμε εκεί, ανοίξαμε την πόρτα, εισήλθαμεν εντός αυτού και να φαντασθήτε την χαρά μας, μόλις ξαπλώσαμε επί των αχύρων, ενομίζαμε ότι ευρισκόμεθα σε κρεβάτια από πούπουλα. Την νύκτα σηκωθήκαμε και εφάγαμε το υπόλοιπον ψωμί και την αυγήν αναχωρήσαμε.
Προσεγγίζοντας την πόλη των Βουρλών, η επιστροφή εις την οικίαν.
Όπως είπα εκείνη την ημέρα ήτο14 Νοεμβρίου, ημέρα του Αγίου Φιλίππου δηλαδή αποκριά Χριστουγένων και αυτήν την ημέρα φθάσαμε σε τρία Ελληνικά χωριά, το Γκιαούρ Κιόι, το Γλάνεσι και τα Τριάντα. Οι κάτοικοι ηργάζοντο εις τους αγρούς και επροθευθήκαμε ψωμία και τυρί. Μια κυρία μετέφερε στο παιδί της μια κατσαρόλα κρέας διότι ήτο βοσκός και μόλις μας είδε μας το προσέφερε και εφάγαμε ενώ αυτή πήγε στο σπίτι της και επήρε άλλο φαγητό. Κατά το εσπέρας εκκινήσαμε βαδίζοντες προς το Σεβδίκιο και αφού εβαδίσαμε περί τα 4 χιλιόμετρα και διερχόμεθα μιας στενωπού προς την πλαγιά του υψώματος, είδομεν 5 έως 6 φωτιές που ήσαν καμίνια ξυλανθράκων, ηκούσαμε και συζητούσαν Ελληνικά. Επλησιάσαμε και αφού τους χαιρετήσαμε ερωτήσαμε μήπως ήτο κανείς εκεί από τα Βουρλά. Αυτοί δε μας υπέδειξαν την 4η φωτιά, ότι ήτο εις και μόλις πήγαμε εκεί ανεγνώρισα κάποιον συγχωριανόν μου ονομαζόμενον Βασίλειον Δρίμην, όστις έμεινε εκεί με ψευδή διαμονήν Ελληνική, ότι ήταν Έλλην υπήκοος. Αυτός δε μόλις μας είδε μας υπεδέχθη και μας είπε να καθήσωμε να διανυκτερεύσωμε εκεί που είχε ψίσει κουκιά και έχε και πάπλωμα μεγάλο και φαντασθήτε τότε την χαρά μας. Εκαθήσαμε, εφάγαμε συζητήσαμε δια την ταλαιπωρίαν μας και είμεθα έτοιμοι να κοιμηθούμε. Οπότε εκείνη την ώραν ήλθε κάποιος από ένα άλλο καμίνι και μόλις μας είδε μας είπε προς το καλό μας να κακοπαθήσουμε μια ακόμη βραδιά, διότι εχθές δέκα χωροφύλακες πήγαν λιποτάκτες εις το Σεβδίκιο και κατά πάσαν πιθανότητα την αυγή που θα επιστρέψουν, μη τυχόν και μας συναντήσουν και μας συλλάβουν. Όταν ηκούσαμε εμείς αυτά αμέσως εσηκωθήκαμε και αφού ελάβαμε οδηγίας πόσο απέχει το Σεβδίκιο και σε ποια κετεύθυνσιν θα πάμε, αναχωρήσαμε. Αφού εβαδίσαμε επί μίαν ώραν επί της αμαξωτής οδού που πήγαινε εις το Σεβδίκιον εστράφημεν αριστερά προς το βουνό Τσατάλ-Καγιά και διανυκτερεύσαμε εις το ύπαιθρον μέσα σε ένα αμπελώνα, αλλά δεν μπορούσαμε να ησυχάσουμε διότι τα στομάχια μας ήταν κρυωμένα. Εφάγαμε και τα κουκιά και μας ερέθισε κυριολεκτικά η διάρροια. Την αυγή ξεκινήσαμε, ανέβημεν στο βουνό το ΤσατάλΚαγιά κατέβημεν την άλλην πλευράν και μόλις κατήλθαμεν ευρέθημεν προ μίας οικίας Ελληνικής. Ζητήσαμε λίγο ψωμί απ’ αυτόν που ήταν μέσα και μας έδωσε ό,τι είχε, μας παρεκάλεσε όμως να απομακρυνθώμε, διότι εις το Σεβδίκιο υπήρχον αγροφύλακες. Εις δε εξ αυτών ονομαζόμενος Μακρής, έφερε όπλον Νάουτζερ και κατεδίωκε τους λιποτάκτας, μη τυχόν και σας ειδή, διότι και σάς θα συλλάβη και 19 εγώ θα βρώ το μπελά μου. Αφού τον χαιρετήσαμε και τον ευχαριστήσαμε, φύγαμε και μόλις απομακρυνθήκαμε περί τα 500 μέτρα, ηκούσαμε μια φωνή να μας καλή να σταματήσωμε. Εστράφημεν και είδασμε τον Μακρή να κρατά το όπλον και με το χέρι του να μας κάμη νόημα να σταματήσουμε. Αμέσως εμείς ετράπημεν εις φυγήν και αρχίσαμε να αναριχόμεθα εις τα έναντι υψώματα της Σμύρνης, αυτός δε δεν μας πυροβόλησε, ούτε μας κατεδίωξε, αφού λοιπόν ανέβημεν επί της κορυφής καθήσαμε και εγευματίσαμε και αφού ξεκουρασθήκαμε αρχίσαμε και πάλιν την πορεία, αφού πρώτον απεχωρίσθημεν από τον έναν σύντροφον ο οποίος καταγόμενος όπως αναφέρω από την Σμύρνη, εστράφη προς τα εκεί. Εμείς οι τρείς ακολουθήσαμε μια αμαξωτή επί της οροσειράς. δύολ αδέλφια όπου είχαν κατασκευάσει Έλληνες αγγαρία Αμελέ Ταμπούρ και μετέφεραν οι Τούρκοι πυροβόλα προς υπεράσπισιν του λιμένος από τα Αγγλικά πολεμικά. Αφού ενύκτωσε, διανυκτερεύσαμε σε μια πλαγιά και την επομένην λίαν πρωί, αρχίσαμε την πορείαν και μετά δίωρον εφθάσαμε άνωθεν των δύο χωρίων το Γιληνί χωρίον καθαρώς Τουρκικόν και το Κιλισμάνι που υπήρχαν και Έλληνες, διελθόντες δε μέσω αυτών ανέβημεν εις την αγροτικήν περιφέρεια των Βουρλών ονομαζομένην Μεγάλα Βουνά, εκεί διεσκορπισθήκαμε ο καθείς ετράβηξε και άλλον δρόμον. Εγώ συνήντησα κάποιον κουμπάρο μας όστις ήτο Έλλην υπήκοος και ηργάζετο εις τα αμπέλια του κτηματία Καραταμπανή, με έδωσε λίγο ψωμί και μου είπε να μη φύγω να τον περιμένω το βράδυ να σχολάση και να με συνοδεύση μη τυχόν και με συλλάβουν, εγώ δε επήγα κάτωθι μιας γέφυρας και έβγαλα τα ρούχα μου και τα εκαθάρισα διότι ήταν γεμάτα ψείρες. Μόλις εσχόλασε με εφώναξε και αναχωρήσαμε για την πόλιν, αλλά εγώ δεν μπορούσα να περπατήσω ανυπόδητος γι’αυτό ο κουμπάρος μου μου έδωσε τα παπούτσια του και έτσι κατόρθωσα να τους ακολουθώ, αυτός εμπρός ως κολαούζος και εγώ όπισθεν αυτού μόνον με το εσώβρακο και εκείνο σχισμένο και με μια παλιοφανέλα και εις το πρόσωπον τυλιγμένο ένα πανί δια να μη με αναγνωρίσουν διότι όπως σας περιέγραψα το σπίτι μας ευρίσκετο εις το κέντρον της πόλεως. Προχωρούσαμε αφήνοντες τον κόσμο πίσω να διερωτάται ποιος ήμουν σε αυτά τα χάλια, εις το χέρι μου εκρτατούσα ράβδο την οποίαν έφερα από το Αιδίνιον. Ευτυχώς δε δεν μας συνήντησε καθ’ οδόν ούτε αστυνομικός ούτε κανείς διότι εάν με συναντούσε θα με συνελάμβαναν αμέσως εις την κατάστασιν που ευρισκόμουν. Εφθάσαμε εις το σπίτι όπου αρχικώς η αδελφή μου η Ασημίνα προς στιγμήν διερωτάτο ποιος ήμην, κατόπιν με ανεγνώρισε και αμέσως αφού με ησπάσθη εκάλεσε την μητέρα μου ήτις ήτο εις το διπλανόν σπίτι. Αμέσως αυτή έτρεξε με ενηγκαλίσθη και με κατεφίλει κλαίουσα, προ παντός διά την κατάστασιν εις την οποίαν με έβλεπε. Το βράδυ ήλθε και ο πατέρας μου καθώς και τα άλλα μέλη της οικογενείας μας και μη φαντασθήτε την χαράν των, εγώ δε αμέσως έπεσα στο κρεβάτι και η μητέρα μου άρχισε τις εντριβές με οινόπνευμα, βεντούζες και τα τοιαύτα επί δέκα συνεχώς ημέρας. Καθημερινώς με περιέθαλπε με διάφορα φάρμακα διότι όχι μόνον ότι με είχε καταβάλει το κρύο λόγω της γυμνότητός μου, 20 αλλά και από την πείνα και προ παντός τα πόδια μου να τρέχω ανυπόδητος επάνω στα βουνά, είχαν πρηστεί και είχαν ανοίξει πληγές. Μετά πολλών κόπων κατώρθωσε η μητέρα μου να με επαναφέρη εις την υγείαν και εκρυβόμουν.
Η επανακατάταξις εις τον Τουρκικόν στρατόν.
Μετά παρέλευσιν 20 περίπου ημερών, ο στρατιωτικός Διοικητής Σμύρνης ήλαξε και αντί του Ετέμ Πασσά, ήλθεν ο Νουρεντίν Πασσάς, όστις ήτο αυστηρού χαρακτήρος και μόλις ανέλαβε την στρατιωτικήν Διοίκησιν Σμύρνης, ευρών τον Τουρκικόν στρατόν σχεδόν εν αποσυνθέσει, διότι συνεχώς ελιποτακτούσαν όχι μόνον Έλληνες, αλλά ως επί το πλείστον Τούρκοι, ηθέλησε να επιβάλη το Κράτος του Νόμου. Κηρύσσει αμέσως τον στρατιωτικόν Νόμον και διατάζει όλους τους κρατουμένους τους ευρισκομένους εις τα στρατολογικά γραφεία στο Μπεϊλέρ Σοκάκι, να τουφεκιστούν. Μεταφέρει εις τα Δαραγάτσι περί τους 250 Τούρκους, Έλληνας, Αρμενίους, κλπ. και τους ετουφέκισε. Φαντασθήτε δε εις τι τρομοκρατία περιήλθε όλος ο πληθυσμός της επικρατείας. Μετά δε τον τουφεκισμόν, διέταξε να παρουσιασθούν όλοι εις τα σώματά των εντός 10 ημερών, χωρίς να υποστούν τίποτε. Μετά όμως την παρέλευσιν των 10 ημερών, όστις θα συλλαμβάνεται θα τουφεκίζεται. Ως δε δια τους Έλληνας των Βουρλών, υπεσχέθη ότι θα τους τοποθετήση εις το Αμελέ Ταμπούρ των Βουρλών. Φαντασθήτε τι έγινε, επλημύρισε η πόλις από στρατευσίμους οι οποίοι εκυκλοφορούσαν ελεύθεροι, εντός της πόλεως αναμένοντες να λήξη η προθεσμία και να καταταγούν. Μεταξύ αυτών ήμουν και εγώ. Μετά παρέλευσιν 3-4 ημερών, πρωϊαν τινά ο Τελάλης ειδοποίησε όλους τους Έλληνας να μεταβούν εις το Φρουραρχείον δια να τους ταξινομήση εις τους διαφόρους λόχους του Αμελέ-Ταμπούρ των Βουρλών. Αμέσως όλοι έτρεξαν, εισήλθον εις το προαύλιον του Φρουραρχείου αναμένοντες τον Διοικητήν να τους ανακοινώση την απόφασιν του. Είχον συγκεντρωθεί περί τους 2 ½ χιλιάδες Έλληνες διαφόρων κλάσεων. Εγώ ευτυχώς δεν είχα μεταβή. Μόλις υπερπληρώθη το προαύλιον του φρουραρχείου, στρατιώτες έκλεισαν τις πόρτες και αμέσως ένοπλος στρατός εκύκλωσε όλο το φρουραρχείον και δεν επέτρεπον εις ουδένα να εξέλθη και αφού διενυκτέρευσαν εις το ύπαιθρον και νύστεις την επομένην το πρωί υπό ισχυράν συνοδείαν μεταφέρθησαν εις Σμύρνην και εκείθεν εις τα Αμελέ_Ταμπούρ Αγκύρας και Μποζάντας, διανοίγοντες δρόμους. Εμείς δε όσοι διεφύγαμε και πάλιν, εκρυφθήκαμε μέχρι την παραμονήν των Χριστουγένων, οπότε παρουσιάσθημεν και πάλιν, αφού μας εγγυήθησαν οι προύχοντες Τούρκοι και Έλληνες των Βουρλών, ότι θα μείνωμε εις τα Βουρλά όπερ και εγένετο. Μας μετέφεραν την 2αν Ιανουαρίου εις την Σκάλα των Βουρλών, αφού μας έδωσαν άδεια και κάναμε εορτάς, μας κατέταξαν εις το Αμελέ Ταμπούρ των Βουρλών και τότε εμέ και περί τους 55 άλλους συγχωριανούς μου και τη συνοδεία 15 περίπου στρατιωτών και ενός λοχίου καθώς και 3 ζευγών βοών, μας επιβίβασαν ιστιοφόρου 21 και μας μετέφεραν εις του Γιατρού το νησί, το οποίον κείται εντός του λιμένος Σμύρνης και έναντι των Βουρλών. Νησί ακατοίκητον διότι κατά το 1914 εφόνευσαν όλους τους κατοίκους. Μας αποβίβασαν εκεί διά να καλιεργήσωμε το νησί και αμέσως αρχίσαμε να ζευγίζωμε, άλλοι με αξίνες και άλλοι με τα βόδια και το σπέρναμε. Εκεί καθήσαμε περί τους δύο μήνες, αλλά υποφέραμε πολλά, τόσον εμείς, όσον και οι Τούρκοι στρατιώτες, διότι τρόφιμα μάς έφερναν κάθε 13 ημέρες και κατά την 13ην ημέραν, όπως συνέβη, άρχισε τρικυμία εμέναμε όλοι νήστεις διότι αποθέματα δεν υπήρχον ούτε εις ημάς αλλά ούτε και εις τους Τούρκους. Δεν θα λησμονήσω έναν ανεφοδιασμόν, όπου κατά την 13ην ημέραν ήρχισε μια τρικυμία ήτις διήρκεσε 3 ημέρας. Φαντασθήτε να είμεθα όλοι νήστεις, να βλέπομεν την θάλασσαν και να περιμένομε την εξ’ ύψους βοήθεια. Εγώ την τρίτην ημέραν εγευμάτισα μένον αχινούς οι οποίοι ήσαν πολλοί και αφού κάπνισα τσιγάρο από ολόχλωσα φύλλα καπνού, τα οποία εκαβουρτίζαμε στη φωτιά, πήγα και έπεσα αναίσθητος εις μέρος υπήνεμο και ηλιακό, σχεδόν αναίσθητος διότι οι αχινοί ζαλίζουν πολύ και είχα βυθισθή εις τον ύπνον. Εκεί που εκοιμώμουν ήκουσα σαν όνειρο να φωνάζουν οι σύντροφοί μου το καΐκι, βρε το καΐκι. Αμέσως εσηκώθηκα και πράγματι ήρχετο το καΐκι, αλλά δυστυχώς δεν ήτο διά τους συντρόφους το καΐκι που μας έφερε τα τρόφιμα, αλλά ήτο κάποιος θείος του πατέρα μου όστις κατώκει εις την Σκάλα και διατηρούσε ψαροκάϊκο ονομαζόμενος Συμεώνης, ο οποίος μόλις επλησίασε ήρχισε να με φωνάζη και να με καλή ονομαστικώς. Αμέσως εγώ μόλις είχα συνέλθη απ’ το λίθαργο του απήντησα και επλησίασα. Μου έδωσε ένα δέμα που του είχε δώσει ο πατέρας μου και τον παρεκάλεσε να μου το φέρη και ήναγκάσθη με κίνδυνον να μου το φέρη διότι ακόμη δεν είχε κοπάσει ο σάλος της θαλάσσης. Εις το δέμα η μητέρα μου με είχε δύο ψωμιά περίπου 4 οκάδων (περίπου 5 κιλά), 1 μπουκάλι μεγάλο λάδι, ένα μπουκάλι πετιμέζι, 4 πακέτα καπνό, 3 δέματα βραστάρια και διάφορα άλλα πράγματα. Επίσης καθ’ οδόν είχε ρίψει και αγκύστρια και είχε συλλάβει μερικά ψάρια τα οποία τα ψήσαμε μαζί και τα κάναμε κακαβιά και αφού εγευματίσαμε μαζί με το θείο μου, τον ευχαρίστησα και ανεχώρησε. Έπειτα διεμοίρασα το ψωμί καθώς και τα τσιγάρα από λίγο εις τους Έλληνας καθώς και εις τους Τούρκους. Την επομένην το πρωί ήλθε το καΐκι του στρατού και μας έφερε τρόφιμα. Μετά παρέλευσιν δύο μηνών από της εγκαταστάσεώς μας, αίφνης βλέπομεν κατά τας απογευματινάς ώρας ένα πλοιάριον το οποίον έσερνε μια μεγάλη σχεδία όπισθεν και ήλθε εις το νησί. Αμέσως σε μας διέταξαν να πάρωμε τα πράγματά μας και να επιβιβασθούμε στην σχεδία, η οποία αμέσως εκίνησε με το πλοίον και μας μετέφερε εις την Σκάλα. Εκεί μόλις έφθασα επληροφορήθην από κάτι Έλληνας ότι έμαθαν ότι φεύγει η 57η μεραρχία δια την Βαγδάτη και θα παρελάμβανε και εμάς μαζί διότι ανήκαμε εις αυτήν την Μεραρχία. Τότε εσκέφθην εγώ, ότι εάν είναι αληθή έως ότου να φύγωμε θα μας απαγορεύσουν να εξερχόμεθα έξω του στρατώνος. Για αυτό και εγώ σκεφθείς καλώς και διαφυγών την προσοχήν του 22 σκοπού ανεχώρησα από την Σκάλα και μετά ½ ώρα κατέφθανα σπίτι μας εις τα Βουρλά. Την επομένην θα επήγαινα και πάλιν στη Σκάλα να ιδώ τι γίνεται, αλλ’ επειδή άργησα να ξυπνήσω μετενόησα και φοβούμενος την σύλληψιν ανεχώρησα από την οικίαν μας καταφυγών εις την οικίαν του παππού μου ήτις ήτο πολύ μακράν της ιδικής μας. Ο παππούς μου ευρίσκετο ακόμη εις την ζωήν και ήτο και Έλλην υπήκοος. Εις την οικία του δε, διέμενε και ο θείος μου Κωνσταντής, όστις ήτο και αυτός Έλλην υπήκοος. Επίσης διέμενε και η θεία μου η Μαριγή μετά των τριών τέκνων της, καθόσον ο σύζυγός της είχε στρατευθή. Κατά την εποχήν εκείνη είχε ενσκήψει εις Μικράν Ασίαν η Ισπανική γρίπη και ήτο πολύ θανατηφόρος. Κατά κακήν μου δε τύχην, να προσβληθούν όλοι από την γρήπιν εκ της οποίας υπέκυψε και ο παππούς μου και εκινδύνευον και οι άλλοι. Ημέραν τινά ήλθεν ο ιατρός να επισκεφθή τους αρρώστους και μόλις με είδε εκεί μέσα τον μόνον υγιή, με ελυπήθη και με συνέστησε να φύγω αμέσως απ’ εκεί αν θέλω να ζήσω, διότι η ασθένεια αυτή προσέβαλε περισσότερον τους ισχυρούς οργανισμούς. Τότε ευρεθείς προ του κινδύνου να αρρωστήσω ηναγκάσθην και ανεχώρησα εκείθεν, μεταβάς μετά του πατρός μου εις την εξοχικήν οικίαν μας η οποία ευρίσκετο καθώς προέγραψα επί της αμπέλου μας, κειμένης μακράν του Βουρλών και εις θέσην Σιβρί Τεπέ, απέχουσαν δίωρον απ’ αυτών. Εκεί διέμενα μονίμως, πότε κρυπτόμενος εδώ και πότε εκεί. Διέμενε εκεί και ο πατήρ, όστις καλλιεργούσε την άμπελόν μας και δις της εβδομάδος μετέβαινε εις τα Βουρλά, εφοδιάζετο τρόφιμα και επανήρχετο.
Και πάλιν φυγόστρατος.
Ευρισκόμεθα κατά το έτος 1917, εάν δεν απατώμαι. Είχαμε εορτάσει το Πάσχα εκεί εις την εξοχήν εις την οικίας μας και κατά την Παρασκευήν της Διακαινησίμου δηλαδή της Ζωοδόχου Πηγής, λόγω εορτής, είπα εις τον πατέρα μου ότι θα υπάγω κάτω στον κάμπο, τον λεγόμενον Μπετσέρ Αλάνακ, να συναντήσω κάτι εξαδέλφια μου Κουφοπουλάκια που είχαν τας αμπέλους των εκεί καθώς και την αγροτικήν των κατοικίαν και να περάσω την ημέραν μου μαζί των. Αυτοί ήσαν Έλληνες υπήκοοι και δεν κατεδιώκοντο. Ο πατέρας μου δεν με αντέτεινε και εγώ ανεχώρησα, πήγα τους ευρήκα, καθήσαμε μαζί, συνεφάγαμε το μεσημέρι και κατά τας απογευματινάς ώρας τους χειρέτησα και ανεχώρησα λαβών την άγουσαν προς την άμπελόν μας. Καθ’ οδόν συνήντησα κάποιον χωριανόν μου ονομαζόμενον Δημητρακόπουλον, όστις ήρχετο από κάποιο Τουρκικό χωρίον λεγόμενον Γιεληνί. Εκεί έμαθε πολιτικά και μόλις με συνήντησε ήρχισε να με τα διηγήται, πράγμα που με καθυστέρησε επί 10 λεπτά και μετά ανεχώρησε. Εγώ έχων επί των ώμων μου ράβδο και ένα σακίδιον εντός του οποίου υπήρχον λίγο ψωμί, μια μαχαίρα και δύο πηρούνια και φορών τουρκικόν φέσι, επήρα και πάλιν τον δρόμον μου. Έμπροσθέν μου έκειτο μικρός λόφος διά μέσου του οποίου διήρχετο η ατραπός αύτη και όπισθεν του λοφίσκου αυτού και εις απόστασιν 400 μέτρων, έκειτο η άμπελός μας. Μόλις έφθασα εις τους πρόποδας του λοφίσκου, ήκουσα μια επιτακτική φωνή Ελληνική που με διέτασσε να 23 σταματήσω. Εστράφην και είδα οπίσω ένα Τσαντάρμα, δηλαδή χωροφύλακα Τούρκο, κρατών εις την χείρα του Μάουτζερ (τύπος όπλου) και αμέσως με το επρότεινε. Εγώ δε αμέσως αφού πέταξα την ραύδον και το σακούλι εις το παρακείμενον αμπέλι του Πάρου Δικαίου, ήρχισα να τρέχω με όλην την δύναμίν μου. Μόλις δε απείχα απ’ αυτόν περί τα 100 μέτρα, με έριψε τον πρώτον πυροβολισμόν, η σφαίρα εσφήνωσε δίπλα μου και πέταξε χώματα, εγώ συνέχισα να τρέχω, μόλις δε έφθασα ακριβώς εις την κορυφήν του λοφίσκου, εδέχθην και την δευτέραν σφαίραν. Κατ’ εκείνην την στιγμήν λόγω του ότι είχαν λύσει τα σπαγούλια των υποδημάτων μου, σκόνταψα και έπεσα κάτω. Αλλ’ αμέσως εσηκώθηκα και εγύρισα εις το όπισθεων μέρος και ήρχισα και πάλιν να τρέχω. Όλος ο κόσμος ο ευρισκόμενος εις τον κάμπο που ηργάζετο λόγω του υψηλού του εδάφους έβλεπε και τον Τσανταρμά που πυροβολούσε και εμέ που έτρεχα, μόλις δε με είδαν να πέφτω κάτω όλοι με νόμισαν ότι με εφόνευσε. Εγώ τρέχων έφθασα εις τ’ αμπέλι μας, όπου ο πατέρας μου κατ’ εκείνην την ώραν είχε εξέλθη εκ της οικίας και ευρισκόμενος επί της αμπέλου ήκουσεν άνθρωπον ασθμαίνοντα να τρέχη. Εστράφη με είδε και με ηρώτησε εάν τους πυροβολισμούς τους έριψαν εις εμέ, εγώ του είπα ναι και τον είπα χωρίς να σταματήσω να υπάγη εις το μέρος όπου ίστατο ο χωροφύλαξ και με πυροβολούσε να παραλάβη το σακίδιον. Εγώ δε αφού απεμακρύνθην εκ της αμπέλου μας, μέτρα περίπου 600, εσταμάτησα εις έν υψηλόν μέρος διά να κατορθώσω να κατοπτεύσω τα πέριξ. Ο πατέρας μου λαβών την αξίναν εις τον ώμων του ανεχώρησε προς το μέρος εκείνο. Μόλις έφθασε εις το μέρος όπου ο χωροφύλαξ με πυροβολούσε, είδε να έχουν συγκεκτρωθεί περί τους 20 χωροφύλακας, ο δε ενωμοτάρχης να επιπλήττη τον χωροφύλακα και να του λέγη ότι αδίκως κρατεί το όπλον στο χέρι να βλέπη ολόκληρον γκιαούρη και να μη με σκοτώση, αυτός του έλεγε επειδή με είδε να πίπτω κάτω νόμισε ότι με σκότωσε ή με τραυμάτισε. Μόλις επλησίασε ο πατέρας μου τον ηρώτησαν εάν είδε κανένα να τρέχη και εάν ήτο τραυματισμένος. Εκείνος δε του είπε ότι είδε κάποιον να τρέχη, αλλά εάν ήτο τραυματίας δεν γνώριζε. Κατόπιν του ζήτησαν τα χαρτιά του. Κατά καλήν του τύχην τα πιστοποιητικά του έλεγον Αναστάσιος Κουφόπουλος, διότι είχαν συλλάβει τον Δημητρακόπουλον που τον είδον να με συνομιλή και αφού τον επίεσαν και τον έδειραν, εκέινος είπε ότι συνομίλη με τον γυιόν του Αναστασίου του Τακτικού. Διότι όπως σας προέγραψα με παρώνυμον ελέγετο ο πατέρας μου Τακτικός. Το σακίδιο καθώς και το ραβδί το εκράτει εις χωροφύλαξ. Κατόπιν τούτου, ο πατήρ μου επέστρεψε οπίσω, συνηντήθημεν και μου είπε τα διατρέξαντα. Η ώρα είχε πλέον περάσει και είχε βραδιάσει, επήγε ο πατέρας μου και έφερε από το σπίτι φαγητό, καθήσαμε κάτωθεν ενός μεγάλου ελαιοδένδρου που έκειτο εις το μέσον της αμπέλου μας και εφάγαμε και κατόπιν μετέφερε και τα κλινοσκέπάσματα και διανυκτερεύσαμε κάτωθεν του ελαιοδένδρου διά τον φόβον μη τυχόν το απόσπασμα έλθη νύκτα και μας κυκλώσει και με συλλάβη. Κατά την νύκτα ήρχισε να βρέχει ραγδαίως μέχρι 24 πρωίας, το δε πρωί που εσηκωθήκαμε είδαμε μακράν της οικίας μας το απόσπασμα να διέρχεται και να κατευθύνεται προς τα Βουρλά. Επειδή τα αποσπάσματα επυκνώθησαν και πρό πάντων προ 3 ημερών είχαν φονεύσει τον υιόν του Πάντα, αποφασίσαμε να αναχωρήσωμεν εκείθες και να πάμε εις τα Βουρλά. Βαδίζων ο πατήρ μου εμπρός και εις απόστασιν 300 μέτρων ίνα κατοπτεύη τα πέριξ αποσπάσματα, μόλις δε θα το έβλεπε θα έκαμε πως τρίβει την κεφαλήν του εγώ δε τότε αμέσως θα ετρεπόμουν εις φυγήν, αλλά ευτυχώς τοιούτο δεν συνέβη καθ’ οδόν και έτσι φτάσαμε στο σπίτι. Εκεί εγκαταστάθην μονίμως εις την οικίας μας κρυπτόμενος επί 22 συνεχώς μήνες χωρίς να ανοίξω την θύρα να ιδώ τον δρόμον, απασχολούμενος καθημερινώς εις διαφόρους οικιακάς εργασίας, διότι έκτοτε η οικογένειά μου καλλιεργούσε καπνό και έλειπε εις τα χωράφια. Εγώ αφού εμαγείρευα είχα πλησίον μου την αδελφήν μου την Ασημίναν, της έβαζα το φαγητό και το μετέφερε εις το καπνοχώραφο. Όταν τελείωνα όλας τα εργασίας και καθάριζα το σπίτι, εκαθόμουν όπισθεν της κλειστής θύρας της οικίας μας επί του δρόμου εις την οποίαν είχα ανοίξει οπήν εις ύψος ½ περίπου μέτρου και καπνίζων συνεχώς κατόπτευα συνεχώς εντός της οπής, τους διερχομένους διαβάτας καθώς και τους στρατιώτας, διότι καθώς γνωρίζετε, η Αναξαγώριος σχολή ήτο υπερ πλήρης στρατού. Κατόπιν αυτής της περιόδου και επειδή εις τας αμπέλους μας είχε εγκατασταθεί ένα σύνταγμα Ιππικού και έκαμε γυμνάσια εντός αυτής, ο πατέρας μου ηναγκάσθη και ενοικίασε σταφιδάμπελον, κειμένην έξωθεν των Βουρλών και πλησίων των τουρκικών συνοικιών, ο ιδιοκτήτης της οποίας ονομάζετο Σιντικομήνης και ήτο Έλλην και εκεί είχε μια μεγάλη καλύβα εις την οποίαν εγκαταστάθη όλη η οικογένειά μου, μαζί δε και εγώ. Παραπλέυρως της αμπέλου αυτής εκείτο ετέρα άμπελος μετά μιας οικίας, ανήκουσα εις τον γνωστόν διά τον φιλελληνισμόν του ταχυδρομικόν υπάλληλον ονομαζόμενον Μουράτ. Εκεί διαμέναμε όλην την ημέραν εις την οικίαν του Μουράτ, ήτις εκείτο εις υψηλόν μέρος, μεθ’ ενός συντρόφου μου ονομαζομένου Βαγγέλη Τάγκα. Μίαν ημέραν ο Τάγκας συνέλαβε κάποιο ελληνόπαιδο και έκλεπτε σταφύλια και το έδειρε, αυτό δε αμέσως πήγε στα δικαστήρια και μας πρόδωσε και βγήκε εις καταδίωξίν μας απόσπασμα το οποίον μόλις από μακρυά το αντελήφθη η μητέρα μου και ο αδελφός μου Χρήστος, όστις έχει αποθάνει κατά το έτος 1937, ήτο δε ο μικρότερος όλων μας, ήρχισε να μας φωνάζει και να με καλή να υπάγω προς την καλύβην, δηλαδή προς το μέρος όπου ήρχετο το απόσπασμα, διότι ήτο πολύ μικρός και δεν εγνώριζε. Εγώ αμέσως εσηκώθην εκ της οικίας του Μουράτ και διά μέσου της αμπέλου κατευθυνόμουν προς το μέρος που ήτο το παιδί, μόλις έφτασα εις το μέσον της αμπέλου αντελήφθην το απόσπασμα και μη έχων τι να κάμω, εκάθησα χαμαί και εκρίβην εις τ’αμπέλι. Ο σύτροφός μου, μόλις με είδε να κρύβωμαι αμέσως αντελήφθην ότι κάτι το σοβαρό συνέβαινε, σηκωθείς ήρχισε να τρέχη και να απομακρίνεται απ’ εκεί. Τότε το απόσπασμα που είδε τον μικρόν να με φωνάζει το 25 συνέλαβε και αφού το έδειραν, ήρχισαν να ερευνούν κατά σειράν την άμπελον, οπότε έφθασαν και εις το μέρος όπου εγώ εκρυπτόμουν και αφού μου έδωσαν 2-3 κοντακιές με πήραν την ζωστήρα μου και με έδεσαν και κατόπιν έτρεξαν εις καταδίωξιν του άλλου, αλλ’ αυτόν εκείνην την στιγμήν ευρίσκετο περί τα 3 χιλιόμετρα μακράν, αφού δεν τον βρήκαν παρέλαβον εμέ και με μετέφεραν εις Σμύρνην εις το Μπεϊλέρ Σοκάκι όπου ήτο το στρατολογικόν γραφείο. Την επομένην, με πήγαν μαζί με άλλους σε κάποιο τζαμί όπου εγένετο ιατρική εξέτασις και μας εξέτασαν οι γιατροί. Κατά την ώραν που εξεταζόμην εγώ, ο γιατρός που με εξέταζε αφού ηκροάσθη με ηρώτησε αν έχω τίποτε πάθησιν, εγώ αφού ήμην τελείως υγιείς και μη έχων να του ειπώ τίποτα, ενθυμήθηκα ότι κατά την παιδικήν μου ηλικία, επώνει το αυτί μου και τότε χωρίς να του ομιλίσω του έδειξα με το χέρι μου τ’αυτί μου. Αυτός δε στραφείς προς τον γραμματέα του, του είπε «κουλάκ ίτσουν γιαζ» δηλαδή γράψε τον για τ’αυτιά του και ο γραμματεύς έγραψε και αφού ετελείωσε η ιατρική εξέτασις μας παρέλαβον οι συνοδοί μας και μας μετάφεραν εις τα στρατολογικά γραφεία, εξερχόμενοι δε του τζαμιού ο πατέρας μου ευρίσκετο έξωθεν αυτού δια να πληροφορηθή τι απέγινε. Μόλις μας πήγαν εις τα στρατολογικά γραφεία εφώναξαν το όνομά μου και αμέσως με πήρε κάποιος στρατιώτης και με πήγαινε χωρίς να γνωρίζω που πηγαίνε. Παραπλεύρως ήρχετο και ο πατέρας μου. Όταν επερνούσαμε από τις μεγάλες ταβέρνες, όπου εκεί ευρίσκοντο όλα τα μαγειρεία της Σμύρνης με τους εκλεκτούς μεζέδες, επροτείναμε στον Τούρκο στρατιώτη να καθήσωμε να φάγωμεν μαζί και αυτός αμέσως μετά χαράς εδέχθη να μας κάμη παρέα διότι ασφαλώς θα είχε μία ή δύο ημέρες να φάη. Εμείς δε επροτείναμε αυτό, με σκοπόν τρώγοντες να του προτείνουμε να τον δωροδοκήσωμε, να μας αφήση να φύγωμε. Καθήσαμεν λοιπόν και τρώγαμε, οπότε ο πατέρας μου του επρότεινε για δωροδοκίαν. Αυτός δεν εδέχθη, ειπών εις ημάς να μη φοβούμεθα και ότι θα με απολύσουν, διότι με πηγαίνει σε χασταχάνι δηλαδή στο Νοσοκομείον διά τα αυτιά μου. Έτσι αφού εφάγαμε, επληρώσαμε και αναχωρήσαμε. Μετ’ ολίγην ώραν εφθάσαμε εις το Αρμενικόν Νοσοκομείον, όπου παρέμεινα εκεί την νύκτα και το πρωί ήλθε πάλιν ο ίδιος ο συνοδός με παρέλαβε και με μετέφερε εις την Μπολαβίστα, εις το Γαλλικόν Νοσοκομείον των Καλογραιών. Σημειωτέον ότι λόγω του πολέμου, όλα τα νοσοκομεία είχαν υποταχθή από το στρατό. Λοιπόν αυτό το Νοσοκομείον της Μπελαβίστα απασχολείτο δια δύο παθήσεις, είχε το οφθαλμολογικόν, καθηγητής του οποίου ήτο Τούρκος ονομαζόμενος Σαφέ Μπέη και ήτο τελείως κουφός και το άλλο ήτο το ωτολαριγγολογικόν, καθηγητής του οποίου ήτο Έλλην επίατρος Γεώργιος Φιλιππίδης. Εκεί καθήσαμε εις τον περίβολον του Νοσοκομείου αναμένοντες τους ιατρούς διότι ήταν πρωί. Αφού δε πέρασε περίπου μία ώρα, ήρχισαν να καταφθάνουν οι ιατροί και οι αρχινοσοκόμοι όπου κατά σύμπτωσιν ανεγνώρισα κάποιον αρχινοσοκόμον όστις ήτο παιδί ενός πλουσίου της Σμύρνης ονομαζόμενος ο αρχινοσοκόμος τούτος Αθανάσιος Σεργιανός και είχε έλθη εις τα Βουρλά και εκριπτόμεθα για μερικές ημέρες μαζί δια να βρούμε ευκαιρία να αναχωρίσωμε δι’ 26 Ελλάδα. Αυτός θα επήγαινε εις την Αγγλίαν να σπουδάση ιατρός, αλλ’ αφού δεν κατωρθόσαμε λόγω της πυκνώσεως των φυλάκων εις όλα τα παράλια της Ερυθραίας χερσονήσου και έτσι επανήλθε εις Σμύρνην και κατώρθωσε να καταταγή. Όλα τα πλουσιόπαιδα που διέθεταν αρκετά χρήματα και εδωροδοκούσαν τους αξιωματικούς, όλα ετοποθετούντο εις Σμύρνην εις διαφόρους υπηρεσίας, ένας δε εξ’ αυτών ήτο και ο Στεργιανός. Σε λίγη ώρα ήρχισε η εξέτασις παρά των ιατρών. Μόλις μπήκα εις το ιατρείον και με εξέτασε μου μίλησε ο ιατρός Ελληνικά και με είπε ότι το αυτί μου δεν έχει τίποτα. Τότε εγώ τον παρεκάλεσα να προσπαθήση όσο μπορεί να με σώση, τότε αυτός με είπε τι να σε κάμω μπρέ παιδί μου μήπως είσαι μόνο εσύ και αφού και πάλιν τον παρεκάλεσα βγήκα έξω του ιατρείου διότι η εξέτασις εξακολουθούσε. Όταν τελείωσε η εξέτασης χωρίς να γνωρίζω τι έγραψε δι’εμέ, μας παρέλαβον οι συνοδοί μας και μας μετέφεραν εις τα στρατολογικά γραφεία και κατά την διαδρομήν δραπέτευσνα τρείς. Μόλις μας πήγαν και πάλιν εις τα στρατολογικά γραφεία αμέσως φώναξαν το όνομά μου με παρέλαβον και με μετέφεραν εις το Γαλλικόν Νοσοκομείον ως ασθενή, διότι ο γιατρός έγραψε να πλαγιάσω στο νοσοκομείον προς παρακολούθησιν να ιδή κατά πόσον ακούω. Αφού δε με παρέδωσαν στο νοσοκομείον, μπήκα στο λουτρό με έδωσαν ένα εσώβρακο και μια καμεζώρα που ήταν όλες οι κοιλιές μου έξω και ένα ζευγάρι γαλότσες και με πήγαν στο κρεββάτι μου εις ένα θάλαμον που ευρίσκοντο περί τα 60 κρεββάτια. Άλλοι βουβοί και άλλοι κουφοί, άλλοι αληθινοί και άλλοι ψευδείς, προσπαθούντες με κάθε τρόπον να σωθούν από την ανεμοστρόφυλα του πολέμου που ασφυροκοπούντο όλα τα στρατεύματα της Τουρκίας από τους Άγγλο-Γάλλους εις τα διάφορα μέτωπα. Μετά μίαν ώραν, ήλθε κάποιος νοσοκόμος να θερμομετρήση κάποιον ασθενή και τον παρεκάλεσα να ειδοποιήση τον Θανάση τον Στεργιανόν ότι κάποιος τον ζητά. Αυτός με το υποσχέθη και μετ’ ολίγην ώρα ήλθε και μόλις με είδε μη φαντασθήτε την χαράν του όταν με είδε. Αμέσως με πήρε, πήγαμε μαζί στο φαρμακείον του νοσοκομείου, εφώναξε τον αρχινοσοκόμον που ήταν μαζί με τον Φιλιππίδη, κάποιον Αρμενάκη ονομαζόμενον Ζαρέ Εφέντη, διότι κατά την ώραν εκείνην απουσίαζαν οι ιατροί, με είδε και του είπε ότι δεν έχω μεγάλην ζημιά. Τότε ο Θανάσης του είπε ότι πάση θυσία να προσπαθήση να πείση τον γιατρό να με κρατήσουν στο νοσοκομείο και αυτός το υπεσχέθη. Μια ημέρα και ενώ επιθεωρούσε ο γιατρός και άλλους άφηνε και άλλους έστελνε εις τα σώματά των ήλθε και εμέ η σειρά μου και αφού με είδε είπε εις τον αρχινοσοκόμον Ζαρί-Εφέντη ότι εγώ δεν έχω τίποτα. Τότε αυτός πήρε το χαρτί μου απ’ το χέρι του γιατρού και του είπε ότι είμαι άνθρωπος ιδικός του και να με κάμη νοσοκόμον. Ο ιατρός συγκτένευσε και υπέγραψε. Τότε και μετά την επιθεώρησιν έτρεξαν ο Ζάρες και ο Θάνος με πήραν και με πήγαν εις την αποθήκην και με έδωσαν ρούχα νοσοκόμου. Ευρισκόμεθα κατά το έτος 1918 και κατά μήνα Οκτώβριον και μίας ημέρας ευρισκόμεθα εις το χειρουργείον που είχε εγχειρισθή εις τ’αυτί κάποιος Τούρκος. Μόλις με είδε ο γιατρός με αστεία μου είπε ότι είναι και το δικό σου αυτί έτσι να σε κάμωμεν εγχείρισιν. Τότε ο Ζαρές του είπε αυτού το αυτί δεν έχει τίποτε, μόνον να του δώσομεν απολυτήριον να μας ευγνωμονή και τότε ο γιατρός μου είπε να υπάγω το πρωί στο γραφείο. Την επομένην μόλις πήγα, πήρε το χαρτί μου και έγραψε την απαλλαγήν μου. Κατόπιν με φώναξε πλησίον και με είπε πρόσεχε σε γράφω ότι δεν ακούεις διόλου, μη με κάψεις, εγώ δε αφού τον ευχαρίστησα το υπεσχέθην. Κατόπιν μας παρέλαβον, μας μετέφεραν και πάλιν εις τα στρατολογικά γραφεία, μας έδωσαν ένα αριθμόν και μας είπαν με νεύματα διότι δεν ακούομεν να επανέλθωμεν εις 20 ημέρας να μας δώσουν τα απολυτήριά μας, έως ότου δε να παρέλθουν αυταί αι 20 ημέρες η Τουρκία γονάτισε, καθώς και η Γερμανία και κατέθεσε τα όπλα. Αμέσως εντός μιας εβδομάδος, κατέφθασαν όλα τα πολεμικά των συμμάχων, μαζί δε με αυτά και το Ελληνικό πολεμικό Λέων. Μόλις είδα αυτά ούτε επανέκαμψα για να λάβω το απολυτήριον, διότι η Τουρκία ήρχισε να αποστρατεύεται διότι τα πάντα ευρίσκοντο υπό τον έλεγχον των συμμάχων. Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας επανυγίριζαν διά την ανακωχήν, βλέποντες τους Τούρκους εις αυτήν την ταπείνωσιν. Η κατάστασις επανήλθε και πάλιν εις την μεταπολεμικήν περίοδον, κατέφθασαν τρόφιμα απ’ όλα τα μέρη και η ηρεμία εβασίλευε παντού, εκτός από την πόλιν των Βουρλών, την οποίαν ήλθε να ταράξη κάποιο γεγονός που θα σας αφηγηθώ.
Η επιστροφή των συμμάχων και η Τουρκική ανακωχή.
Κατά την εποχήν εκείνην εκρατούντο εις τας φυλακάς κρατούμενοι μεταξύ των οποίων ήτο και ο Νικόλαος Στραβαρίδης καθώς και ο Ιωάννης Μηταράς, οι οποίοι ήσαν από τα παληκάρια των Βουρλών. Μια βραδιά, αφού από ενωρίς προμηθεύτηκαν αρκετό ούζο, εκάλεσαν κατά το βράδυ τον δεσμοφύλακα των φυλακών να κάμουν παρέα. Αυτός δε αφού και άλλοτε είχε συμβή αυτό, δεν υποψιάσθη τίποτε. Μόλις ενύκτωσε πήγε, άνοιξε τον διάδρομον των φυλακών, εξήλθεν η παρέα του και ήρχισαν να πίνουν και αφού ήπιαν αρκετό και τον μέθυσαν του πήραν τα κλειδιά των φυλακών, άνοιξαν τας φυλακάς και εδραπέτευσαν όλοι οι κρατούμενοι. Το πρωί αι φυλακαί ευρέθησαν ανοικτά. Έμαθε η αστυνομία ποιος ήνοιξε τας φυλακάς, δηλαδή οι Στραβαρίδης και Μηταράς κατά τριών άλλων συντρόφων των, καταφυγόντες εις ένα αλευρόμυλον, εκ των 10 μύλων, των ευρισκομένων εις το νότιον μέρος της πόλεως και έγραφον συνεχώς εις τον Κομισάριον Ουσεύν Εφέντη ότι είμεθα εις τον 7ον μύλον των 10 μύλων και αν είσαι παληκάρι να έλθεις να μας πιάσης. Σημειώσετε ότι η συνοικία αυτή των 10 μύλων, εφημίζετο ότι είχε πολλά παληκάρια. Μια βραδιά. την παραμονήν ακριβώς των Θεοφανείων, διεδόθη εις την πόλιν ότι ο Κομισάριος με καμια εξηνταριά στρατιώτες πηγαίνει κατά τους 10 μύλους. Αμέσως οι κάτοικοι γνωρίζοντες εντός ολίγου τι θα συμβή, ήρχισαν σιγά – σιγά τα καταστήματα να κλείνουν και οι κάτοικοι να πηγαίνουν σπίτια των και όποιος είχε όπλον να το ετοιμάζη διά πάν ενδεχόμενον. Αυτό έκαμε και ο πατέρας μου, όστις 28 είχε ένα βραχύκανο γκρά, αλλά λόγω του οξυδώματος υπέφερε πολύ να ανοίξει το κλείστρο. Aφού δε το καθάρισε και είχε και 60 φυσίγγια, ευρίσκετο και αυτός εις ετοιμότητα, μόλις άναψαν τα φώτα έγινε η σύγκρουσις και έπεσαν οι πρώτοι πυροβολισμοί, όσο δε νύκτωνε τόσον οι πυροβολισμοί επλήθαιναν διότι πολλοί δεκαμυλιώτες, είχαν όρεξιν να λάβουν μέρος εις την μάχην, αλλά ήθελαν να νυκτώση να μη αναγνωρισθούν δια να μη καταδιωχθούν την επομένην, διότι καθώς γνωρίζετε η Κυβέρνησις ήτο Τουρκική. Αφού νύκτωσε καλά, όλοι αυτοί έλαβαν μέρος και ήρχισαν να κτυπούν στρατό και αστυνομία πατναχώθεν. Ευρεθέντες δε αυτοί πατναχώθεν κυκλωμένοι κατόρθωσαν και ήνοιξαν ένα μέρος και ετράπησαν εις φυγήν κατευθυνόμενοι εις τα Δικαστήρια καταδιωκόμενοι από 150 περίπου παληκάρια πυροβολούντες αυτούς. Μόλις έφθασαν πλησίον των Δικαστηρίων και αφού τους φώναξαν συνεχώς αέρα επανήλθον και πάλιν εις τους 10 μύλους. Από του μεσονυκτίου μέχρι πρωίας η πόλις εκοιμήθη ησύχως, ουδείς πυροβολισμός ερίπτετο, αλλά οι Έλληνες διαιρεθέντες εις ομάδας διήρχοντο τους διαφόρους Ελληνικούς δρόμους, μη τυχόν και συμβή τι το απρόοπτον. Μόλις δε εξημέρωσε ετοιμάσθη ο κόσμος να εξέλθη εκ της πόλεως εις την εργασίαν του, καθώς και τα αμάξια να μεταβούν στην Σμύρνην. Η πόλις όμως, ευρέθη περικυκλωμένη απ’ όλα τα μέρη και επειδή ο στρατός και η Αστυνομία δεν επαρκούσε η Κυβέρνησις εκάλεσε την νύκτα όλους τους Τούρκους από τα πέριξ χωριά και συνεπλήρωσε τον κλοιό. Μόλις είδον οι Έλληνες την κατάστασιν αυτήν δεν ήνοιξαν τα καταστήματά των και αμέσως όλοι όσοι είχαν όπλα περιήρχοντο καθ’ ομάδας την πόλιν και απειλούντες τους Τούρκους, από της 9 ης πρωινής ώρας, όλοι οι περί τον κλοιόν στρατιώτες και πολίτες ήρχισαν βάλοντες εναντίον των Ελληνικών συνοικιών συνεχή πυρά. Εις αυτά αντηπήντον οι Ελληνικαί ομάδαι και έτσι διεμορφώθη μία κατάστασις πολεμική, η οποία διήρκεσε μέχρι τας απογευματινάς ώρας με θύματα δύο κορασίδας αδελφάς εις τας ακραίας συνοικίας της πόλεως, τα οποίας εφόνευσε ένας Τούρκος Βουρλιώτης ονομαζόμενος Σαμπρής και έναν νέον ονομαζόμενον Καρραίον 25 ετών, καθώς και τρείς τραυματίας. Ας αφήσωμεν όμως τα πράγματα έως εδώ και ας ασχοληθούμε με τι έπραξε η Μητρόπολις ευρεθείσα προ της τοιαύτης καταστάσεως. Τηλέφωνα ούτε τηλέγραφοι δεν υπήρχον εις χείρας των Ελλήνων διά να ειδοποιήσουν τον Αγγλικόν Ναυαρχείον της Σμύρνης, γι’ αυτό εκάλεσε τον Γεώργιον Στεφ. Ζερβόν, όστις υπηρετούσε ως αρχινοσοκόμος εις τα Βουρλά και έφερε ενδυμασίας αξιωματικού και του ανέθεσε, αφού του επρομήθευσε ένα καλό άλογο, να εξέλθη όπως μπορεί του κλοιού και να κατευθυνθή εις Σμύρνην να μεταδώση την είδησην. Αυτός δε αμέσως προσεφέρθη προθύμως δια την αποστολήν αυτήν και ιππεύσας το άλογον κατευθύνθη από παράμετρον μέρος όπου εφυλάσσετο ο κλοιός από πολίτες, αυτοί δε μόλις τον είδαν εφαντάσθησαν ότι επρόκειτο περί Τούρκου αξιωματικού και τον εχαιρέτησαν. Αυτός αφού εξήλθε του κλοιού ήρχισε να καλπάζη το άλογο και μετά παρέλευσιν τριών ωρών περίπου έφθασε εις Σμύρνην. Κατέφυγε εις τον Αρχιεπίσκοπον Εφέσου, αυτός εκάλεσε αμέσως τον Κυβερνήτην του Λέοντος Μαυρουδή και μαζί και οι δύο 29 πήγαν και ανεκοίνωσαν στο Αγγλικόν Ναυαρχείον το διατρέξαντα εις τα Βουρλά. Αμέσως διετάχθη πολεμικόν να έλθη εις τα Βουρλά να ιδή τι συμβαίνει. Πριν δε γίνει η ενέργεια αυτή τι είχε συμβή. Η Κυβέρνησις απέστειλε εις Βουρλά Τουρκικήν επιτροπήν μεθ’ ενός τάγματος στρατού. Μόλις δε αφίχθη εις τα Βουρλά, αμέσως απέστειλε περίπολον εις την Μητρόπολιν και εκάλεσε τον αρχιμανδρίτην εις τα Δικαστήρια. Η ώρα ήταν απογευματινή. Αμέσως η επιτροπή ανεκοίνωσε εις αυτόν ότι εντός δύο ωρών δηλαδή μέχρι της 6ης ώρας να παραδώσωμεν τα όπλα, άλλως δε η Κυβέρνησις είναι αποφασισμένη να βάλη φωτιά να μας κάψη. Τότε ο αρχιμανδρίτης τους είπε ότι εμείς δεν έχομε όπλα μόνον να παύσουν να πυροβολούν, να περισυλέξωμε τους νεκρούς και τους τραυματίας. Αυτοί δε του είπαν ότι η περισυλλογή των νεκρών είναι τελευταία δουλειά, διότι θα φονευφθούν και άλλοι. Τότε ο αρχιμανδρίτης τους είπε ότι όπλα εμείς δεν έχομε και εάν έχουν αυτοί να μας πωλήσουν λόγω της καταστάσεως δέκα χρυσές λίρες το ένα, τα αγοράζομε και έφυγε. Μόλις έφθασε ο Ιωσίφ εις τας Ελληνικάς συνοικίας τον επερίμενων χιλιάδες λαού και αμέσως τον ηρώτουν τι συμβαίνει, αυτός δε μειδιών τους ανεκοίνωσε το διατρέξαντα. Τότε ο κόσμος εξηγριώθη ακόμη περισσότερον και ήρχισε να ετοιμάζεται διότι δεν εγνώριζε τι θα συνέβαινε με την εκπνοήν του τελεσιγράφου. Ευτυχώς όμως διά τους Έλληνας και δυστυχώς δια τους Τούρκους, διότι του ανέτρεψε τα σχέδιά των, κατά την δύσιν του ήλιου ένα αντιτορπυλικόν Αγγλικόν κατέφθασε εις την Σκάλαν των Βουρλών και μόλις οι Τούρκοι είδαν το πολεμικόν, γνωρίζοντες τι θα συνέβαινε, έστειλαν και πάλιν την ίδια περίπολον και εκάλεσαν πάλιν τον αρχιμανδύτην αντιπρόσωπον ότι τον ζητά η Επιτροπή. Αυτός και πάλιν κατηυθύνθη εις τα Δικαστήρια και η επιτροπή του είπε να ειπή εις τον πληθυσμόν να ησυχάση και ως για τα όπλα αύριον βλέπομεν. Το πολεμικόν το οποίον έφερε ένα Άγγλον λοχαγόν και 6 στρατιώτας λόγω, της νυκτός δεν ήλθαν εις τα Βουρλά και αν και ο κλοιός διαρκούσε, εν τούτοις δεν έπιπτον πυροβολισμοί. Υπό την επίβλεψιν βεβαίως των ομάδων, η πόλις εκοιμήθη ήσυχα. Κατά την αυγήν και πριν ανατείλει ο ήλιος και ενώ ο πολύς κόσμος εκοιμάτο ακόμη, ηκούσαμε ουρανομήκες ζητοκραυγές αι οποίαι ήρχοντο από το μέρος της κεντρικής οδού όπου ήτο η οικία του Έλληνος Σταύρου Κωνσταντινίδη και εις την οποίαν κατώκει ο στρατιωτικός Διοικητής της πόλεως. Αμέσως έτρεξα και εγώ όπως όλος ο κόσμος να ιδούμε τι συμβαίνει και μόλις επλησιάσαμε είδαμε να στέκουν διπλοσκοποί στην πόρτα του μεγάρου, Άγγλοι στρατιώται και παραπλεύρως αυτών ο Τούρκος σκοπός και ο αξιωματικός να ευρίσκονται επάνω εις το μέγαρο και δια φωνών να επιπλήτει τον Τούρκον Διοικητή. Αμέσως κατέφθασε η Δημογεροντία και μόλις κατέβη ο αξιωματικός τον παρέλαβον και τον μετέφερον εις την Επισκοπήν, αφού δε του προσέφερον ρόφημα και συνδιελέχθησαν μαζί του εξήλθε για να αναχωρήσει, μόλις όμως έφθασε εις την κλίμακα της επισκοπής ο κόσμος, όστις υπελογίζετο εις 10 χιλιάδες, ευρισκόμενος εις τον αυλόγυρον της Εκκλησίας τον ημπόδισε να εξέλθη, ειπών εις αυτόν δια διερμηνέως να μας ανακοινώση τι θα 30 γίνει. Τότε αυτός ήρχισε να μας ομιλή εις την Ελληνική και να μας λέγη ότι και αυτός είναι Έλλην εξ’ Αιγύπτου και έχει την τιμήν να υπηρετεί εις τον Αγγλικόν στρατόν και ότι το Ναυαρχείον τον απέστειλε ότι η υπόθεσις αυτή ήτο μικρά, ενώ αυτός έβλεπε ότι έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις και μας λέγει εγώ δεν είμαι αρμόδιος να δικάσω την κατάστασιν αυτήν, σας υπόσχομαι όμως ότι αυτήν την στιγμήν αναχωρώ και εντός ολίγου θα έχετε μεγαλύτερα πλοία και ανωτέρους αξιωματικούς να δικάσουν την υπόθεσήν σας και αφού μας εχαιρέτισε ανεχώρησε. Την αυτήν ημέραν και κατά την μεσημβρίαν, ενεφανίσθη να καταφθάνη εις τον λιμένα των Βουλών ένα θωρικτόν εις τον οποίον επέβαινεν εις στρατηγός Άγγλος και ο Αρχιεπίσκοπος Εφέσου Ιωακείμ Ευθύβουλος και αμέσως επιβάντες αυτοκινήτου με συνοδείαν περί τους 60 στρατιώτας, αφίχθησαν εις την πόλιν. Διέταξαν αμέσως να διασκορπιθή ο κλοιός, εκάθησε μετά του Αρχιεπισκόπου περί τας τέσσαροας ημέρας , παρέστη εις τα κηδείας των τριών θυμάτων αι οποίαι έγιναν πάνδημοι και εις τας οποίας επικήδειον απόσπασμα ήσαν Άγγλοι στρατιώται και αφού απείλησε τους Τούρκους ότι αυτή η πράξις θα έχη αυστηράς συνεπείας ανεχώρησε. Τότε δε η πόλις προσέλαβε και πάλιν την πρωτεραίαν μορφήν, ήρχισαν οι Τούρκοι πολίτες και οι εισπράκτορες να εισπράτουν τους φόρους καθώς και οι Έλληνες να πηγαίνουν εις τας τουρκικάς συνοικίας και να συναλλάσονται μετ’ αυτών σαν να μη είχε συμβή τίποτε. Αυτή η κατάστασις διήρκεσε μέχρι τον Μάϊον, την δε 2αν Μαϊου, ημέρα η οποία ονομάσθη ημέρα χαράς και ευδαιμονίας και εγώ δεν γνωρίζω γιατί ονομάσθη έτσι, διότι κατ’ αυτήν εφανταζόμεθα οι δυστυχείς ότι εξεπληρούντο οι πρωαιώνιοι πώθοι Εθνικοί, αλλά φεύ πως ηπατήθημεν να την ονομάσωμεν κατ’ αυτόν τον τρόπον, ενώ έπρεπε να την ονομάσωμεν ημέραν φρίκης και καταστροφής αφού ακολούθησε το τέρμα αυτής της περιόδου όχι μόνον διά την ολοκληρωτικήν καταστροφήν του Μικρασιατικού Ελληνισμού, αλλά και ολοκλήρου της Ελλάδος, και περί ώραν 10ην πρωϊνήν της 2ας Μαΐου, ενεφανίσθησαν να εισέρχονται εις τον λιμένα Σμύρνης πολλά πλοία άλλα πολεμικά και άλλα εμπορικά, σύνολον 27 πλοία και κατευθύνοντο εις Σμύρνην. Μόλις οι Βουρλιώτες είδαν τα πλοία να διέρχονται έναντι των Βουρλών αμέσως αντελήφθησαν ότι πρόκειται περί κατοχής και δη Ελληνικής και τότε εις το εσωτερικόν εκάστου Βουρλιώτη εξύπνησε η σάλπιγγα της εκδικήσεως διά τα πολλά δεινά που υπέστησαν από το 1913 και εντεύθεν και αμέσως λαβόντες πελέκεις εν πρώτοις κατέστρεψαν του τηλεγράφου, κόψαντες τους στύλους και τα σύρματα και έτσι η Τουρκία έχασε την επαφήν της με την Σμύρνην και τότε διεδραματίσθη μια κατάστασις άνευ προηγουμένου, Όλοι οι άνδρες εξεχύθησαν εις τα πέριξ χωριά καίοντες και καταστρτέφοντες παν το Τουρκικόν εις τρόπον ώστε να ερημώσουν όλα τα τουρκοχώρια. Οι δε κάτοικοι γυμνοί να καταφεύγουν εις τα Βουρλά εις την προστασίαν της Κυβερνήσεώς των. Αυτή η αναρχία εις βάρος των Τούρκων διήρκεσε δύο ημέρας και κατά την τρίτην ημέραν ήλθεαν 12 πεζοναύτες και κατά το μεσημέρι κατέφθασε ½ λόχος στρατιωτών Ευζώνων υπό τα διαταγάς του λοχαγού Αντωνίου και αφού κατέλαβε 31 τας αποθήκας των πυρομαχικών και παρεδόθησαν όλοι οι Τούρκοι στρατιώται, κατέλυσεν εις την Αναξαγόρειον Σχολήν. Από αυτόν τον ½ λόχον κατελήφθη όλη η Ερυθραία Χερσόνησος εξ’ 88 χιλιομέτρων εκ Σμύρνης, βοηθούμενος ο στρατός και από τους κατοίκους. Εις την Σμύρνην διεδραματρίζοντο άλλα γεγονότα. Μόλις τα πλοία έφθασαν εις Σμύρνην εξήλθε το Αγγλικόν Ναυαρχείον , μετέβη εις την Διοίκησιν όπου τότε πολιτικός Διοικητής ήτο ο Ραχμή Μπέης και ανεκοίνωσε εις αυτόν ότι κατόπιν εντολής των Δυνάμεων η Σμύρνη παραδίδεται εις τον Ελληνικόν Στρατόν. Αυτός αμέσως εδέχθη την παράδοσιν με τον σκοπόν να αιφνιδιάση τον Ελληνικόν στρατόν εξερχόμενον των πλοίων. Εγκατέστησε σε κύρια σημεία της προβλήτας διαφόρους στρατιωτικάς φωλεάς με την εντολήν μόλις αρχίσει να εξέρχεται ο στρατός αμέσως διά των πυροβόλων των να τους βάλλουν. Πράγματι την αυτήν ημέραν και κατά την 2αν μ.μ ώραν, ήρχισε να αποβιβάζεται η 1η Μεραρχία με επί κεφαλής τον στρατηγόν Ζαφειρίου, συντασσομένη επί της προβλήτας επί 4 ζυγών, η δε προβλήτα ήτο ασφυκτικώς υπέρ πλήρης από τον Ελληνισμόν της Σμύρνης και μόλις η Μεραρχία αποβιβάσθη και εβάδιζε επί της προβλήτας προς κατάληψιν της Νομαρχίας, αμέσως οι Τούρκοι ήρχισαν βάλοντες διά των πυροβόλων από διάφορα μέρη. Σκεφθήτε εκείνην την στιγμήν την θέσιν του στρατού να προσπαθή να αναταχθή, να λάβη θέσιν μάχης και να σπρώχνη τα πλήθη εκ των οποίων πολλοί έπεσαν στην θάλασσαν. Μετά πολλών κόπων αφού ανεπτύχθη επετέθη εις όλας τας Τουρκικάς φωλεάς τα οποίας εξουδετέρωσε. Κατέλαβε όλα τα κύρια μέρη, συνέλαβε όλους τους Τούρκους στρατιώτας αιχμαλώτους και επέφερε την τάξιν. Τότε έβγαλαν και ένα τραγουδάκι στο Πασσά της Σμύρνης λέγοντες: Ξύπνα Ραχμή να ιδής την Τούρκ Ισμίρ, να ιδής και πάλιν Γκιαούρ Ισμίρ. Μόλις λοιπόν εγκατεστάθη η τάξις εις Σμύρνην, ήρχισαν συνεχώς αποβιβαζόμενα στρατεύματα τα οποία ήρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εις το εσωτερικό οπουδήποτε και αν υπήρχαν Τούρκοι στρατιώται καθώς και δυναμικά στοιχεία ανεχώρουν πανικόβλητοι εις το εσωτερικόν εις τοιούτον βαθμόν ώστε εντός ολίγου ο Ελληνικός στρατός να γίνη κύριος μέχρι του Σαλιχλή καθώς και του Αιδινίου να καταλάβη την Προύσσαν, την Νικομήδειαν και εκείθεν όλην την Θράκην και να συλλάβη αιχμάλωτον τον εν Θράκη ευρισκόμενον στρατηγόν Ταγιάρ Πασσά εντός της Αδριανουπόλεως.
Θα μου μείνη αλησμόνητον κατ’ εκείνην την εποχήν, μίαν ημέραν ευρισκόμενος εις τον ουλαμόν λοχιών όστις είχε την έδραν του εντός του Γενικού Στρατηγείου. Διετάχθημεν πρωϊαν τινά να παραταχθώμεν κατά μήκος της προκυμαίας της Σμύρνης, ίνα υποδεχθώμεν τον αρχιστράτηγον Λεωνίδαν Παρασκευόπουλον, όστις αφού έστησε την κυανόλευκον επί της Προύσσης, της Νικομηδείας, των Μουδανιών και ολοκλήρου της Θράκης και της Αδριανουπόλεως, συλλάβων αιχμάλωτον τον Ταγιάρ Πασσά, επανήρχετο και πάλιν εις την ιδιαιτέραν πατρίδα την Σμύρνην. Είχαμε παραταχθή από πρωϊας και υπό τον καύσωνα του ήλιου όχι μόνον εμείς αλλά ολόκληρος η Σμύρνη μετά των περιχώρων και κατά την 11ην ώραν, 32 ενεφάνησαν εις τον ορίζοντα καπνοί πλοίων και κατόπιν δύο πολεμικά το Σφενδόνη και το Δόξα, έχοντα εις το μέσον αυτών το ατμόπλοιον Αδριατική εις το οποίον ευρίσκετο ο αρχιστράτηγος. Περί την 12ην ώραν αγκυροβόλησαν προ του λιμένος. Αμέσως Αγγλική βενζινάκατος κατηυθύνθη επί του πλοίου, παρέλαβε τον αρχιστράτηγον και τον μετέφερε εις την πρό του σπιτιού του στρατιώτη προβλήτα όπου και απεβιβάσθη. Μόλις επάτησε το πόδι του επί της ξηράς, αμέσως διέταξε ο συνταγματάρχης Μέλιος Μίλτ. ο έχων το Γενικόν πρόσταγμα παρουσίασιν. Συν τω χρόνω δε, όλα τα εις τον λιμένα Σμύρνης ευρισκόμενα πολεμικά πλοία Αγγλικά, Γαλλικά, Αμερικάνικα, Ιταλικά καθώς και τα Ελληνικά Λήμνος και Λέων ήρχισαν αφ’ ενός να σημαιοστολίζονται και αφ’ εταίρου να βάλουν μεθ’ όλων των πυροβόλων των. Όλα αυτά δε υπό τα όμματα των Τούρκων, οίτινες παρίσταντο υποχρεωτικώς κατηφείς και σκυθρωποί εις την υποδοχήν ακούοντες την μουσικήν του στρατηγείου καθώς και του Δήμου παιανίζοντες το «Δοξασμένος ήλθες πάλιν ο μεγάλος στρατηγός ηνωμένη και μεγάλη η Πατρίδα πάει εμπρός» και αφού ομίλησε διά διάφορα τρόπαια οίτινα ο Ελληνικός στρατός εντός ολίγου χρονικού διαστήματος επιβάς αυτοκινήτου έχων από δεξιά Άγγλον στρατηγόν και αριστερά τον στρατηγόν Νιδέρ και κρατών ανθοδέσμην ανεχώρησε προς την οικίαν του. Της πομπής αυτής προηγείτω ύλη ιππικού η φρουρά του καθώς και εκατοντάδες αυτοκινήτων ως Νομάρχου Ραχμή Μπέη Τούρκου Επισήμου και του Δημάρχου Σμύρνης και πολλών αξιωματικών, εμείς δε κατόπιν, αφού παρελάσαμε εις διαφόρους συνοικίας τουρκικάς της πόλεως κατευθήνθημεν εις το Γενικόν στρατηγείον όπου εκείτο ο Ουλαμός και διεληθήκαμεν. Δυστυχώς διά το Αιδίνιον διότι ο στρατιωτικός Διοικητής ονομαζόμενος Σχοινάς, μη βλέπων ότι το σύνταγμά του περιστοιχίζετο από πολυαρίθμους Τσέτες, αυτός δε επιδίδετο εις διαφόρους άλλας ασχολίας, τας οποίας δεν μπορώ να κατονομάσω και μια νύκτα εισέβαλον οι Τσέτες εις το Αιδίνιον και έτρεψαν τον συνταγματάρχην Σχοινά μετά του στρατού του εις φυγήν μέχρι τον σταθμόν του Καραμπουνάρ, εισήλθον εις την πόλιν και κατέσφαξαν όλον τον πληθυσμόν εν γένει της πόλεως. Εκείνοι δε που διεσώθησαν ήσαν όσοι εισήλθον εις την Εκκλησίαν των Καλογραιών.
Ο Κωσταντής με άλλους στρατιώτες το 1920.
Μετά παρέλευσιν 3-4 ημερών κατήλθε ο Γεώργιος Κονδύλης διά του όρους Μπόζ Ταγ και κατέλαβε το Αϊδίνιον μέχρι το Ναζλί, εξουδετερώσας τους Τούρκους. Ας σταματίσωμε ως εκεί τα της παρελάσεως και ας επανέλθωμεν λίγο προς τα οπίσω. Μόλις έγινε η κατάληψις αμέσως η Ελληνική Διοίκησις εκάλεσε τον πληθυσμόν της κατεχώμενης περιοχής όπως καταταγή εθελοντικώς εις τον στρατόν και τότε όλος ο κόσμος αδιαφορών διά την ηλικίαν του, έτρεξε αμέσως εις τα κατά τόπους στρατιωτικά γραφεία και κατετάγησαν και εντός ολίγου όλοι αυτοί είχαν πυκνώσει τα διάφορα συντάγματα τα οποία εξηκολούθησαν την προέλασίν των. Τότε και εγώ κατετάγην, εισαχθείς εις τα έμπεδα πεζικού Β’ Μεραρχίας και εξεπαιδεύθην, εισαχθείς εις το Γ’ Στρατηγείον εις τον ουλαμόν δεκανεύς όπου 33 διδάσκαλος μας ήτο ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καμμένος και μετά αρκετήν εκπαίδευσιν προήχθην εις δεκανέα και αμέσως εις λοχίαν και μετετέθην εις το Νεοσύστατον 18ον σύνταγμα. Υπό τον συνταγματάρχην Μέλιον Μιλτιάδην αναχωρήσαμεν σιδηροδρομικώς και φθάσαμεν εις Αϊδίνιον προς αντικατάστασιν άλλου στρατού, όστις ανεχώρησε αμέσως διά την προέλασιν. Ευρισκόμεθα κατά το έτος 1920, οπότε ο στρατός έφθασε μέχρι το Εσκή Σεχίρ και το Μπανάζ. Εμείς είχαμε παραλάβει όλη την προκάλυψιν της Ανατολικής πλευράς του Μαιάνδου που απέχει από το Αϊδίνιον περί τα 5 χιλιόμετρα, την δε δυτικήν την κατείχον οι Ιταλοί μετά των Τούρκων και όλα τα νότια παράλια από Μάκρης μέχρι Νέας Εφέσου. Εις την Ιταλοκρατούμενην ζώνην οι Τούρκοι Τσέτες ήσαν ελεύθεροι, είχαν συνάψει εν είδος συμμαχίας μετά των Τούρκων οι Ιταλοί και αφορμή ήτο ότι επειδή δεν πρόφθαιναν αυτοί να καταλάβουν την Σμύρνην. Παρ’ όλων όμως ότι ήσαν με τους Τούρκους σύμμαχοι εν τούτοις όλοι οι αξιωματικοί όταν ήθελον να κατέβουν εις την Σμύρνην διήρχοντο διά των ιδικών μας γραμμών Βαλατζίου και Ντερμοντζίκ δηλαδή απ’ εκεί που ήρχισε η διακλάδωσις προς τα Σώκια και τα πέριξ. Επί της ανατωλικής όχθης του Μαιάνδρου ευρίσκοντο τα σύνορα του Ελληνικού στρατού και οπουδήποτε υπήρχον ριχά νερά του ποταμού εκεί ετοποθετούνταοι φυλάκια ως πρώτον στην περιοχήν του Αϊδινίου ήτο η γέφυρα διά της οποίας διήρχετο ο δρόμος όστις συνέδεε το Αϊδίνιον με τα Σώκαι. Δεύτερον φυλάκιον ήτο ο Α’ Πόρος, κατόπιν ο Β’ Πόρος όπου επί 6 μήνες αρχιφύλαξ ήμουν εγώ και υπό τας διαταγάς μου είχα 26 τρατιώτες οίτινες κατήγοντο εκ Μακεδονίας εκ της περιοχής της Φλωρίνης και ήσαν Βουλγαρόφωνοι. Αυτούς τους στρατιώτας, ο τότε λοχαγός μας Πικούνης Βασίλειος αφού τους απαγόρευσε να γράφωσι επιστολάς εις τα σπίτια των Βουλγαρικά, επεφόρτισε εις εμέ να τους μάθω Ελληνικά γράμματα με την διαταγήν όστις ηρνείτο να γράφη έπρεπε να τον αναφέρω, οπότε του επέβαλε αυστηράς τιμωρίας. Έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπον εντός εξαμήνου κατορθώσαμεν να μάθουν να αλληλογραφούν με τα σπίτια των με Ελληνικά γράμματα. Όποιος ηρνείτο τελείως να γράφη, εις αυτόν επιβάλετο και η ποινή με ξύλο. Εις αυτήν λοιπόν την κατάστασιν ευρισκόμενος ο στρατός κατοχής, προεκηρύχθησαν αι εκλογαί του 1920, αι οποίαι απέβησαν μοιραίως η καταστροφή όχι μόνον της Μικράς Ασίας, όχι μόνον του στρατού αλλά και ολοκλήρου της Ελλάδος διότι με το αποτέλεσμα των εκλογών, έπεσε η Κυβέρνησις Ελευθερίου Βενιζέλου και ήλθεν η Κυβέρνησις Γούναρη, η οποία με ένα δημοψήφισμα που έκαμε επανέφερε εις τον θρόνον τον έκπτωτον βασιλέα Κωνσταντίνον, όστις αμέσως ανέλαβε τα ηνία της χώρας. Αντεκατέστησε εν πρώτοις τον αρχιστράτηγον Λεωνίδαν Παρασκευόπουλον διά του Αναστασίου Παπούλια, ο οποίος εντός ολίγου παρητήθη και ανέλαβε την αρχιστρατηγείαν ο Αναστάσιος Χατζηανέστης, άνθρωπος όστις αμέσως ήρχισε την αντικατάστασιν όλων των στελεχών του στρατού διά των αξιωματικών του Γκέρλιτς. Ανθρώπους τελείως ακαταλλήλους προς πόλεμον, οι δε άλλοι αξιωματικοί μη έχοντες τι να πράξουν κατέφυγον εις Παρισσίους. Κατ’ αυτήν την εποχήν ήρχισαν 34 πάλιν να διοργανούνται οι Τσέτες οίτινες καθ’ ομάδας εισήρχονταο εις το ημέτερον έδαφος και καθημερινώς απειλούντες τους κατοίκους των Αϊδινίου, διότι ευρισκόμεθα εις το μέσον της Μεγάλης τεσσαρακοστής, ότι κατά το Πάσχα διά κουρπάνι θα σφάξωμε Έλληνας στρατιώτας να φάμε, οι δε κάτοικοι αμέσως πανικοβλήθησαν και μερικοί εξ’ αυτών ετοιμάζοντο να αναχωρήσουν φοβούμενοι και πάλιν σφαγήν. Όπως έγραψα Διοικητής του Συντάγματος ήτο ο Μέλλιος όστις δεν έβλεπε γύρωθεν ότι πανταχώθεν τον περικύκλωναν Τσέτες και ότι εκινδύνευε και ο στρατός και η πόλις θα κατεστρέφετο, παρά επιδίδετο εις διαφόρους μικροϋποθέσεις, οπότε κατά καλήν μας τύχην αντικατεστάθη διά του συνταγματάρχου Βλασίου Τσιρογιάννη, ενός αξιωματικού αξίου του βαθμού του ενός ανθρώπου με πλήρη οξυδέρκειαν, όστις αμέσως αντελήφθη τον επαπειλούμενον κίνδυνον και αμέσως ετηλεγράφησε εις το Γενικό Στρατηγείον ότι το σύνταγμά του ευρίσκετο περικυκλωμένον από Τσέτες. Διότι σημειώσετε ότι εις το Αϊδίνιον μόνον που έδρευε το σύνταγμα μαζί και το Επιτελείον, οι υπόλοιποι λόχοι ήσαν διασκορπισμένοι εις τους διαφόρους σταθμούς και έτσι εις την πόλιν ολίγοι στρατιώται διέμενον. Μαζί με την αντικατάστασιν του συνταγματάρχου ήλθεν και ο εξ’ Ιωαννίνων ταγματάρχης Ιερεμίας Νάκης, όστις και αυτός άξιος αξιωματικός, αμέσως ήρχισε η καταδίωξις των Τσετών. Οι περίπολοι και τα αποσπάσματα συνελάμβανον Τούρκους να φέρουν μεθ’ αυτών σακίδια πλήρη πετάλων αλόγων οίτινες ανακρινόμενοι έλεγον ότι τα προορίζουν για να πεταλώσουν Έλληνας στρατιώτας κατά το Πάσχα και τότε ήρχισε η συγκέτρωσις των Τούρκων, οιοσδήποτε συνελαμβάνετο νύκτα τον μετέφερον εις τον στρατώνα και τον έκλειναν εις την φυλακήν και υπό την επίβλεψιν του ταγματάρχου, όστις είχε δώσει αυστηροτάτας διαταγάς εις τα αποσπάσματα να μη φείδωνται κανενός, ήρχισαν την μεν ημέραν να ανοίγωσι ορύγματα πέριξ του στρατώνος, το δε εσπέρας ο ταγματάρχης είχε σχηματίσει εκτελεστικόν απόσπασμα εκ 10 ανδρών, οίτινες μόλις ήθελε νυκτώσει επίγαιναν εις την φυλακήν έπαιρναν τέσσαρες πέντε ότι δήθεν δια αγγαρίαν και τους εκτελούσαν δια της λόγχης, όχι διά τουφεκισμού διότι ευρισκόμεθα έξωθεν της πόλεως και έτσι εις διάστημα μιας εβδομάδος εξολόθρευσε 180 Τούρκους. Εν τω μεταξύ εισερχόμεθα εις την Μεγάλην εβδομάδα. Κατά την νύκτα της Μ.Τετάρτης και χωρίς ο συρμός να έχη φώτα, κατέφθασε μια διλοχία στρατού η οποία ετέθη αμέσως εν επιφυλακή, κατά δε την νύκτα της Μ. Παρασκευής ακόμη μια διλοχία και έτσι φθάσαμε την ημέρα του Πάσχα. Ο στρατός κατέλαβε όλα τα κύρια σημεία της πόλεως, έγινε η Ανάστασις χωρίς να σημειωθή τίποτε και την επομένην του Πάσχα εορτήν του Αγίου Γεωργίου όλος ο στρατός διηρέθη εις αποσπάσματα και εξήλθε εις καταδίωξιν των Τσετών. Αι πληροφορίαι που υπήρχαν ήτο ότι ήσαν συγκετρωμένοι 800 Τσέτες επί κεφαλής ενός 1ος συνταγματάρχης, οίτινες αφού δεν κατώρθωσαν να εισβάλουν εις το Αϊδίνιον, ηθέλησαν νύκτα να διαβούν τον ποταμόν και να περάσουν εις την Ιταλικήν όχθην όπου ήσαν ελεύθεροι. Το εσπέρας δε το υπό τον ανθυπολοχαγόν μας Μιχάλαιναν Εμμανουήλ απόσπασμα, ανερχόμενον προς τα όρη από την περιοχήν 35 του Καρά_Μπούρνα, έξαφνα ήκουσε τουρκικάς ομιλίας και αμέσως ήρχισαν να βάλουν οι Τούρκοι εναντίον του αποσπάσματος. Αμέσως προσέτρεξαν εις το μέρος εκείνο όλα τα αποσπάσματα έλαβον μέρος και αι τρείς πυροβολαρχίαι του συντάγηματος. Εκ μέρους των Τούρκων έβλεπαν γυναίκες αίτινες έτρεχαν εις το μέρος της μάχης προσκομίζουσαι σφαίρες και τρόφιμα. Αι απώλειαί μας ήσαν εις αξιωματικός, τρείς στρατιώται και 4 πολίτες. Μετά την μάχην αυτήν κατόρθωσαν οι Τσέτες να φύγουν, τα δε αποσπάσματα να εξακολουθώσι την πορείαν των πυρπολούντες και καταστρέφοντες, όλα τα πέριξ της μάχης τουρκοχώρια. Η κηδεία των νεκρών έγινεν ομαδική και πάνδημος. Από της στιγμής αυτής επήλθεν ο διχασμός και ήρχισε το μίσος μεταξύ των στρατιωτικών καθώς και των αξιωματικών εις τέτοιον βαθμόν ώστε δεν ήθελε να ιδή ο εις τον άλλον. Έβλεπε κανείς αμαξοστοιχίες που διήρχοντο του σταθμού πλήρεις με κλάδους ελαίας και τραγουδούντες πειρακτικά τραγούδια εναντίον των Βενιζελικών στρατιωτών, ως το παρακάτω: Δεν φταίν’ οι Αγγλογάλοι, δεν φταίν οι Ιταλοί, μόν’ φταίνε οι ρουφιάνοι οι Βενιζελικοί και πολλά άλλα. Υπό τας συνθήκας αυτάς και με τέτοια διχόνοια του στρατεύματος ήρχισε η Κυβέρνησις εκστρατεία του Σαγκαρίου η οποία απέβη το καίριον πλήγμα διά την καταστροφήν δια τον εξής λόγον. Αφ’ ενός ότι ο ημέτερος στρατός ήτο διηρημένος και αφ’εταίρου από την άλλην πλευράν οι Τούρκοι διοργανούντο πέριξ του Κεμάλ, εφοδιασμένοι πανταχόθεν πολεμοφόδια και δη από τους συμμάχους μας Γάλλους και Ιταλούς, οίτινες οι μεν Γάλλοι εγκταλείψαντες την Συρίαν και Κιλικίαν καθώς και οι Ιταλοί τα Σώκια και όλην την Ιταλοκρατούμενην ζώνην παρέδωσαν τα πολεμοφόδιά των εις τους Τούρκους οι οποίοι μόλις διοργανώθησαν ήρχισαν τας αντεπιθέσεις των. Βλέποντες δε και την διχόνοιαν του Ελληνικού στρατού η οποία όσον παρήχετο ο καιρός επολαπλασιάζετο και έτσι φθάναμε στον Αύγουστον του 1922 με μίαν ισχυράν επίθεσιν που εξαπέλεισαν οι Τούρκοι από το Αφιόν Καραχισάρ, επήλθε η κατέρρευσις του βορείου συγκροτήματος μέχρι Καμπακλάρ. Εμείς όπως είπαμε ευρισκόμεθα εις το Νότιον συγκρότημα κρατούντες την προκάλυψιν από Αϊδινίου μέχρι του Όρτ Ακτσέ, οπότε κατά την 6η Αυγούστου η 14η σιδηρά μεραρχία επετέθη κατά του Όρτ Ακτσέ εις τον σταθμόν του οποίου έδρευε το 3ον τάγμα του 31ου συντάγματος το οποίον και απεδεκάτησε, συλλαβών το ήμισυ τάγμα αιχμαλώτους. Εγώ κατά την εποχήν αυτήν ήμην αρχιφύλαξ λοχίας του υπ’ αριθμόν 100 Β. Φυλακίου, το οποίον ευρίσκετο μεταξύ Όρτ Ακτσέ και Όμουρλου απέχων ο εις σταθμός από τον άλλον περί τα 10 χιλιόμετρα. Eις όλην δε την περιοχήν αυτήν ουδέν άλλο φυλάκιο υπήρχε, μόνον εν έξωθι του Όμουρκου το 95 φυλάκιον και εν έξωθεν του Όρτ Ακτσέ το 100 Α φυλάκιον. Ευρισκόμεθα εις ένα ερημικόν μέρος εγώ και 10 στρατιώτες και ένας δεκανεύς, έχοντες προς δυσμάς τον ποταμόν Μαίανδρον 200 μέτρα μακράν και προς ανατολάς σιδηροδρομικήν γραμμήν. Το φυλάκιον είχε ισχυρά χαρακώματα ορθίως πυροβολούντες καθώς και ισχυρά συρματοπλέγματα. 36 Ας αφίσωμε την γενικλήν κατάστασιν να είναι ρευστή και θα σας απασχολήσω ολίγο διά την πορείαν μεταξύ Μαιάνδρου και σιδηροδρομικού σταθμού που έκειτο το φυλάκιον. Εκεί ήσαν συκοπερίβολα πλήρει καρπού. Εις τους Τούρκους απηγορεύετο να κατέρχονται κάτω της σιδηροδρομικής γραμμής. Είπα λοιπόν εις τους στρατιώτας να μαζεύουν τα σύκα και να τα πουλήσωμεν και πράγματι αφού συνεκέντρωσαν πολλά βρήκα κάποιον έμπορον από τα Σπάρτα εις τον οποίον επώλησα τα σύκα και τα χρήματα τα διένειμα εις τους στρατιώτας, αυτοί και πάλιν ήρχισαν να μαζεύουν και είχαν μαζέψει και πάλιν περί τα 40 κιλά σύκα. Ήλθε πάλιν ο έμπορας ονομαζόμενμος Γιουβάνης και διανυκτέρευσε εις το φυλάκιον. Την επομένην, 4 ην Αυγούστου, εγώ και δύο στρατιώται και ο Γιουβάνης λίαν πρωί κατερχόμεθα προς το Χουρσουνλού σταθμόν, όπου έδρευε ο λόχος προς παραλαβήν της αλληλογραφίας, ο δε Γιουβάνης δια να βρη μεταφορικόν μέσον να παραλάβη τα σύκα. Μόλις ευρισκόμεθα εις το μέσον της διαδρομής, ευρίσκετο προ ημών αγρός 20 περίπου στρεμμάτων, όστις ήτο γεμάτος από συστάδες λιγαριών, εις δε το δυτικόν μέρος του αγρού έκειτο ο ποταμός, εις απόστασον 800 μέτρων, παραπλεύρως δε του ποταμού συκοπερίβολον και από ανατολάς έκειτο η σιδηροδρομική γραμμή. Παραπλεύρως αυτής έτερον συκοπερίβολον. Μόλις εφθάσαμε εις την άκρην του αγρού, εις στρατιώτης είδε στρατιώτας οίτινες έκοπτον σύκα και έτρωγαν και μας το υπέδειξε. Αυτοστιγμεί βλέπομεν έμπροσθέν μας να ξετρυπώνουν στρατιώτες ένοπλοι από μέσα από τις λιγαριές και εις απόστασιν από ημάς περί τα 150 μέτρα, να συντάσσονται κατ’ άνδρα, να στρέφουν να μας βλέπουν και να προχωρούν όπισθεν του συκοπεριβόλου που ήτο παραπλεύρως της σιδηροδρομικής γραμμής. Προς στιγμήν εμείς μείναμε εκστατικοί μη γνωρίζοντες τι στρατός ήτο Ελληνικός ή Τουρκικός. Τότε μόνον εννοήσαμε περί τίνος πρόκειται όταν εις το τέλος είδαμε δύο τούρκους πολίτας οι οποίοι έφεραν και αυτοί όπλα. Αμέσως εγώ διέταξα τον Γιουβάνη, όστις δεν είχε όπλο να επιστρέψη οπίσω και να ειδοποιήση το φυλάκιον να ετοιμασθή δια παν ενδεχόμενον, εμείς δε αλάξαντες πορείας εξήλθαμε εις την σιδηροδρομικήν γραμμήν διά να ίδωμεν προς ποίαν κατεύθυνσιν πηγαίνουν οι Τούρκοι. Τότε μόνον αντελήφθημεν περί τίνος πρόκειται, διότι αυτοί εκρύβησαν εις ένα χάνδακα αναμένοντας να συλλάβουν την αμαξοστοιχίαν. Τότε εμείς εστράφημεν προς το φυλάκιον χωρίς να μας ενοχλήσουν, όπου καθ’ οδόν βλέπαμε όλους τους τηλεγράφους στήλους ρηγμένους κάτω και τα σύρματα σωρηδόν διεσπαρμένα. Καθ’ οδόν συναντήσαμε δύο χωρικούς Τούρκους, εις εκ των οποίων τον μεν ένα απέστειλα από μακρόθεν να ιδή που πηγαίνουν οι στρατιώται αυτοί και να έλθη να μου είπη με την απειλήν ότι εάν δεν έλθη, θα του κάψω το σπίτι και όμως δεν ήλθε, τον δε άλλον τον παρέλαβα και τον μετέφερα στο φυλάκιον διά να τον χρησιμοποιήσω ως αγγελιοφόρον να ειδοποιήσω την Ορτάντζα διά τα γεγονότα. Μόλις λοιπόν έφθασα εις το φυλάκιον είδα τους άνδρας να είναι εις ετοιμότητα, εγώ δε αμέσως έγραψα σημείωμα απευθυνόμενον εις τον αρχιφύλακα του υπ’αριθμόν 100 Α’ φυλακίου, όστις ήτο εξώθι του Όρτ Άκτσέ δια τα γεγονότα, το έδωσα εις τον Τούρκον διότι αυτός ήτο μικρός και εφοβήθη και του 37 είπα να υπάγη αμέσως εις το φυλάκιον να το δώση και να με φέρη απάντησιν άλλως θα υπάγω στο χωριό και θα του κάψω το σπίτι. Αυτός εφοβήθη, έτρεξε αμέσως, έδωσε το σημείωμα και μου έφερε απάντησιν από τον λοχίαν ότι το σημείωμα ελήφθη και ότι αμέσως έλαβε γνώσιν ο Όρτ Άκστές, όστις διά της Φιλαδελφείας ετηλεγράφησε εις Σμύρνην και εκείθεν εις Χουρσουνλού. Καθυστέρησαν την αμαξοστοιχίαν, εξύπλε απόσπασμα συνεπλάκη με αυτούς και αυτοί ανεχώρησαν. Περί την 5 ην Αυγούστου έστειλα έναν στρατιώτην εις το χωριό Σεμεντελλή και ειδοποίησε το Μουχτάρη να με στείλει αμέσως 20 Τούρκους Αγγαρία και αυτός αμέσως μου τους απέστειλε. Με τη βοηθεία των, επεδόθημεν εις την κατασκευήν εν πρώτοις ισχυράς συρματόγρακτης πόρτας, διότι το φυλάκιον ήτο ισχυρά συρματοπλεγμένον αλλά η πόρτα έμενε ανοικτή. Κατόπιν τους επέβαλα και κατεδάφισαν έξωθεν του φυλακίου ένα φράκτη που έφραζε συκοπερίβολον, διότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που υπήρχε ήτο από το μέρος αυτό επειδή όπως σας έγραψα υπήρχε συκοπερίβολον μέχρι του φυλακίου και τρείς χαραδρούλες μικρές οίτινες ήρχισαν από το φυλλάκιον και κατέληγαν εις τον ποταμόν, έσωθεν δε του συρματοπλέγματος είχα κατασκευάσει καλύβα, ένα μεγάλο τραπέζι, τάβλι και εκαθήμεθα όλοι και ετρώγαμε και παίζαμε τάβλι. Το εσπέρας ήλθεν ο λοχαγός Κωνσταντόπουλος Νικόλαος και μας επιθεώρησε διότι είχε μάθει ότι εκινδυνεύσαμε να συλληφθούμε αιχμάλωτοι και αφού επιθεώρησε, ανεχώρησε. Εγώ κατ’ εκείνην την ημέραν υπέφερα από ελονοσίαν. Αφού ενύκτωσε κατεκλήθημεν ήσυχοι και κατά την αυγήν προς την 6ην Αυγούστου, ημέρας του Σωτήρος Χριστού, ήλθεν ο σκοπός και με εξύπνησε διότι ήκουε πυροβολισμούς να ρίπτοντυαι από το μέρος της Ορτάντζας. Εμείς εξυπνήσαμε και ηκούσαμε αμέσως να πυκνώνουν οι πυροβολισμοί και οβίδες, εχαλούσε το σύμπαν. Τί είχε συμβή, καθώς εμάθαμε από στρατιώτες, οίτινες διέφυγον την αιχμαλωσίας: Ότι η 14η σιδηρά Μεραρχία του Κεμάλ, επετέθη αιφνιδίως εις το εν Όρτ Άκτσέ, εδρεύον 3ο τάγμα του 31ου συντάγματος και το απεδεκάτισε. Εμείς μέχρι της 5ης πρωϊνής είμεθα ήσυχοι. Όπως είμεθα ξαπλωμένοι λόγω του εδάφους του φυλακίου που έγερνε προς το εχθρικόν μέρος, εσχολιάζαμε και παρακολουθούσαμε την εξέλειξιν των γεγονότων. Περί την 5ην παρέδωσαν οι διπλοσκοποί και παρέλαβεν ο παρατηρητής διότι λόγω του ομαλού του εδάφους την ημέραν ετοποθετείτο αντί σκοπού παρατηρητής, λόγω του ότι αυτός έβλεπε εις μακράν απόστασιν. Παρέλαβε λοιπόν ο παρατηρητής, κάποιος στρατιώτης από την Μακεδονία Γρέκασης Παναγιώτης ονομαζόμενος, τον οποίον λόγω των γεγονότων διέταξα να φέρη το όπλον του και να προσέχη πολύ. Ούτως μετέβη και εσταμάτησε και ήκουε την μάχην, αλλά προς το μέρος εκείνο, όπου υπήρχε η δυνατότητα να διακρίνη κανείς από μακράν κάθε κίνησιν ύποπτην. Ενώ από το άλλο μέρος που ήταν αι τρείς χαραδρούλαι, αίτινες κατέληγαν εις τον ποταμόν, απ’ εκεί υπήρχε ο μεγαλύτερος κίνδυνος να μας αιφνιδιάσουν. Διά τούτο και εγώ αμέσως διέταξα τον παρατηρητήν να μεταβή κάτωθι της καλύβας και να προσέχη το συκοπερίβολον, καθώς και τας χαραδρούλας. Αυτός υπήκουσε και αμέσως κατηυθύνθη προς τα εκεί, αλλά μόλις 38 έφθασε εις τον πρώτον στύλο της καλύβας ήκουσε έναν ασυνήθη θόρυβον προερχόμενον από το συκοπερίβολον. Έσκυψε και αμέσως είδε τα πόδια πολλών στρατιωτών να τρέχουν προς το φυλάκιον. Αμέσως αυτός ήρπασε το όπλον του φωνάξας Τούρκοι με τα όπλα, επυροβόλησε και κατέβη εις το χαράκωμα. Αυτό ερπάξαμε και εμείς, αυτοστιγμεί δε κατέφθασαν προ των συρματοπλεγμάτων χειροβομβισταί έχοντες τα όπλα χιαστί και κρατούντες χειροβομβίδας βουλγαρικής προελεύσεως, τας οποίας εκσφενδόνισαν εναντίον μας. Εμείς προς στιγμήν εχάσαμε την ψυχραιμίας μας, αλλά αμέσως την ανακτήσαμε και αρχίσαμε να βάλωμεν διά των όπλων και χειροβομβίδων τα οποίας εξεσφενδόνιζε ο Γιουβάνης μη έχων όπλον και όστις ευρέθη εκεί. Εν τω μεταξύ κατέφθασε και άλλη Τουρκική δύναμις ήτις υπελογίζετο εις ένα λόχον. Εμείς ευρισκόμεθα εντός των χαρακωμάτων πυροβολούντες, αυτοί δε ίσταντο όρθιοι χωρίς να έχουν μέρος που να καλυφθούν και λόγω των πολλών στρατιωτών, οίτινες είχαν κυκλώσει το φυλάκιον, υφίσταντο απωλείας συνεχώς. Η μάχη προσέλαβε μεγάλας διαστάσεις, ενόμιζε κανείς ότι εμάχετο τάγμα προς τάγμα, προ παντός εμείς εμαχόμεθα με όλην την δύναμίν μας, αναλογιζόμενοι εάν συνελαμβανόμεθα τι ηθέλαμε υποσθή. Εγώ ευρισκόμενος εν μέσω των στρατιωτών, εφώναζα συνεχώς και τους ενεθάρυνα, λέγων έ παιδιά και έρχεται ενίσχυσις. Θα σας γράψω δε διατί εφώναζα έτσι, διότι από την προηγουμένην ημέραν, είχα ειδοποιηθή πρά του λόχου να μη φοβούμαι διότι έχει σταλή ο ανθυπαστιστής Γιοκαρίνης Νικόλαος μεταξύ των δύο φυλακίων μετά δύο πολυβόλων και μια διμοιρία στρατιώτες, με σκοπόν να ενισχύση οιοδήποτε φυλάκιον ήθελε προσβληθή. Έχων λοιπόν το θάρρος αυτό ότι ήθελον ενισχυθή, οπότε οι Τούρκοι θα ευρίσκοντο μεταξύ δύο πυρών εφώναζα. Αλλά δυστυχώς αυτός αντί να έλθη προς ενίσχυσίν μας, πήρε τα πολυβόλα και τους στρατιώτας και πήγε εις το 95 φυλάκιον, το οποίον ήτο έξωθι του Χουρσουνλού και εις απόστασιν 4 χιλιομέτρων από εμάς και απ’ εκεί ετηλεφώνει εις τον υπ/τομέα Ναζλή ότι του υπ’ αριθ. 100 φυλακίου αγνοείται η τύχη του. Μόλις εκόπασαν οι πυροβολισμοί, ετηλεφώνησε ότι το υπ’ αριθ. 100 φυλάκιον συνελήφθη αιχμάλωτον και έτσι επαναπαύθη μη ελπίζων ότι εμείς, ύστερα από τόση λαίλαπα, θα εξερχόμεθα σώοι. Έτσι και εγώ εφώναζα, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Όσο δε οι Τούρκοι ήκουον τας φωνάς, αντιλαμβάνοντο ότι εκεί ήτο ο αρχιφύλαξ, εκεί ενέτειναν την προσοχήν των προσπαθούντες να με εξουδετερώσουν και με έριπτον συνεχώς χειροβομβίδες. Αλλά με την βοήθειαν του Θεού, ούτε μία αμιχή δεν με επροξένησαν. Πυροβολούντες, εξαντλήσαμε όλα τα φυσίγγια που ήταν εις την φυσιγγιοθήκην περί τα 250 και με εφώναζαν οι στρατιώτες φυσίγγια, αμέσως έθραυσα μία κάσα και τους διένειμα. Αι απώλειαί μας ήσαν μηδέν, εκτός ενός στρατιώτου όστις ετραυματίσθη με θραύσματα πέτρας. Εκτός των χειροβομβίδων που έριχνε ο Γιουβάνης είχαμε και όπλον Τρούμπλίν με 36 οπλοβομβίδας. Αφού λοιπόν η μάχη διήρκεσε από της 5ης πρωϊνής και εκράτησε μέχρι της 8ης π.μ. αίφνης συνεκεντρώθησαν όλοι και ήρχισαν να τρέχουν και να φεύγουν από το μέρος που ήλθαν δηλαδή του ποταμού. Τότε τους εκσφενδονίζαμε οπλοβομβίδας και τους 39 εφωνάζαμε αέρα και μετά 10 λεπτά εξηφανίσθησαν. Εμείς προς στιγμήν δεν το επιστεύσαμε, αναλογιζόμενοι εμείς δέκα και αυτοί διακόσιοι και χωρίς μεγάλη πίεση ήταν αδύνατον να φύγουν παρά κάποιο κόλπο μας κάμουν. Αμέσως εγώ έτρεξα εις το μαγειρείον, πήρα μια πετσέτα την βούτηξα εις την χύτρα με το λάδι και έδωσα εις τους στρατιώτας να αλείψουν τα κλείστρα στο όπλα, λόγω των πολλών πυροβολισμών είχαν ανάψει. Τότε εγώ σκέφθηκα τι έπρεπε να κάμω. Τα πυρομαχικά είχαν λιγοστέψει και αν συνέβαινε τίποτα δεν θα μπορούσαμε να αμυνθούμε, να φύγω δεν το αποφάσιζα παρ’ όλον που οι στρατιώται με παρώτρυναν να φύγωμε, διότι αυτοί δεν έφερον ουδεμίαν ευθύνην. Επομένως κατά τον νόμον έπρεπε να συνδεθώ με τον ανθυπαπσιστήν, να του είπω ότι ευρισκόμεθα εις την ζωήν και τι να κάμωμεν, να φύγωμε ή να αμυνθώμεν. Αμέσως εκάλεσα τον Γιουβάνη, όστις ήτο ανήρ ψύχραιμος, του έδωσα μία χειροβομβίδα και τον κατετόπισα που ακριβώς θα συναντήσει τον ανθιπασπιστήν, διά να του πη ότι ευρισκόμεθα εις την ζωήν και να λάβη οδηγίας. Αμέσως αυτός έφυγε, εμείς δε ευρισκόμεθα εντός των χαρακωμάτων και είμεθα έτοιμοι διά πάν εδνεχόμενον. Απ’ εκεί εβλέπαμε έξωθι των συρματοπλεγμάτων αρκετούς νεκρούς οι οποίοι έκειντο εδώ και εκεί. Μετά περέλευσιν ημισείας ώρας αντελήφθημεν τρείς στρατιώτας και εις απόστασιν χιλίων μέτρων από εμάς, τους οποίους έστειλεν ο ανθιπασπιστής, να έλθουν από μακρόθεν να κατοπτεύσουν το φυλάκιον, τι κίνησιν είχε και να επιστρέψουν να του ειπούν. Αμέσως εμείς τους αναγνωρίσαμε και αρχίσαμε να τους φωνάζωμε ονομαστικώς, αυτοί δεν πισθέντες ότι είμεθα εμείς και όχι Τούρκοι επλησίασαν και μόλις εισήλθον εις την είσοδον του φυλακίου και μας είδαν όλους ζωνατανούς εσταυροκοπούντο. Αμέσως εγώ ηρώτησα τον δεκανέα, διότι ο εις εξ αυτών ήτο δεκανεύς, που ευρίσκοντο και τι τους είπε ο ανθιπασπιστής, αυτοί δε με εξιστόρησαν ότι αμέσως μας πήγε στο 95 φυλάκιον και τηλεφώνησε στο τάγμα ότι συνελήφθημεν αιχμάλωτοι και για να επιβεβαιωθή έστειλε εμάς να κατοπτεύσωμεν και να πάμε να του αναφέρωμε. Αλλ’ αφού σας βρήκαμε ζωντανούς, ας τον να περιμένη και εκάθησαν μαζί μας και μας ηρώτων διά τα γεγονότα. Αίφνης οι σκοποί εφώναξαν στα όπλα και αμέσως εμείς ελάβαμε θέσεις και τότε μας είπαν ότι ο Γιουβάνης έρχεται από το μέρος που έφυγαν οι Τσέτες, δηλαδή τον ποταμόν. Επλησίασε και μας είπε ότι γύρισε όλην την ακροποταμία και πουθενά δεν συνήντησε Τσέτες. Τότε τον διέταξα και πήρε ένα όπλον από τους Τούρκους τους φονευθέντας και εισήλθεν εις το φυλάκιον. Η ώρα ήτο 1 μ.μ. και αίφνης ηκούσαμε φωνάς να μας καλούν από την σιδηροδρομικήν γραμμήν. Εστράφημεν και είδαμε δύο στρατιώτας, οίτινες μας εκάλουν να πάμε εκεί. Εμείς τότε τους φωνάξαμε να μη φοβηθούν, αυτοί επλησίασαν και μας είπαν τι κάθεστε εδώ το Όρτ Άκτσέ κατελήφθη, το 1/2 τάγμα συνελήφθη αιχμάλωτον, έχομε διαταγή από τον ανθυπολοχαγόν Δεληγιάννην να καταφύγωμε εις το Σεμεντικλή, όπου ήτο και αυτός εκεί. Τότε αμέσως εγώ διέταξα τρείς στρατιώτας και τον δεκανέα, να γεμίσουν τα όπλα να βάλουν εφ’ όπλου λόγχης για να εξέλθουν του φυλακίου και να κατευθυνθούν προς την σιδηροδρομικήν γραμμήν. Εάν δε τους 40 συμβή καθ’ οδόν τίποτα να υποχωρήσουν και εμείς τότε θα τους υποστηρίξουμε. Πράγματι εξήλθον, έφθασαν εις την σιδηροδρομικήν γραμμήν και κατόπευσαν τα πέριξ τότε και εμείς εξήλθαμεν εις ακροβολισμόν και όταν εφθάσαμε εις την σιδηροδρομικήν γραμμήν και εμείς τότε ακροβολίσθημεν όλοι και προχωρούσαμε δια μέσου των βελανιδιών βαδίζοντες προς το Σεμεντεκλή. Μόλις είχαμε απομακρυνθή του φυλακίου περί τα 1500 μέτρα, αίφνης ηκούσαμε από το μέρος του φυλακίου πυροβολισμούς πολλούς καθώς χειροβομβίδας τα οποίας οι Τούρκοι ανασυντεχθέντες και νομίσαντες ότι ευρισκόμεθα ακόμη εκεί τας έριψαν. Αι απώλειαι των Τούρκων ήσαν 17 νεκροί. Αφού προχωρήσαμε ακόμη αρκετά γίναμε αντιληπτοί από τους στρατιώτας του ανθυπολοχαγού Δεληγιάννη, όστις έστειλε περίπολον προς συνάντησίν μας και αφού συνεδέθημεν, εφθάσαμε και εμείς πλησίον του, όστις είχε συλλάβει όλους τους κατοίκους του χωρίου και τους είχε κλείσει εις το καφενείον και είχε τοποθετήσει σκοπούς. Εκεί λοιπόν ευρισκόμενοι μέχρι την 5ην απογευματινήν προσέφευγον εις εμάς αφού μας ανεγνώριζαν από τα χέρια των Τούρκων είχαμε συγκεντρωθεί μέχρι της ώρας εκείνης 123 στρατιώται. Είχαμε και ένα πολυβόλον Μαξίμ του οποίου ο κυλίβαντας είχε πέσει στο ποτάμι και το είχαμε στηλώσει επί μιας σχισμής πέτρας και τον είχαμε στρέψει προς την πεδιάδα. Μετά ημισείαν ώραν και αφού εφορτώσαμε στους Τούρκους με διάφορα πυρομαχικά, λαβόντες όλα τα προφυλακτικά μέτρα εκκινήσαμε βαδίζοντες προς το Χουρσουνλού όπου ήτο ο λόχος μου, χωρίς να γνωρίζομεν εάν ήτο εκεί ή είχε και εκεί καταληφθή και αυτό το μέρος. Είχα δε συννενοηθή με τον ανθυπολοχαγόν, ότι εάν και εκεί έχει καταληφθή να βαδίσωμε προς τα κάτω έως ότου συναντήσωμε ιδικόν μας στρατόν και αυτός εσυμφώνησε μαζί μου. Κατά την δύσιν του ήλιου, φθάσαμε άνωθεν του Χουρσουνλού και μόλις μας είδαν νομίζοντες ότι είμεθα ο ανθυπασπιστής Γιουκαρίνης, διότι εμάς μας είχαν ξεγράψει σύμφωνα με τα τηλεφωνήματα του ανθυπασπιστού ότι συνελήφθημεν αιχμάλωτοι, έστειλε αμέσως δύο ιππείς να ειπούν στον ανθυπασπιστήν να τοποθετήση φρουράν εκεί και να κατέβη εις το λόχον. Τότε εγώ είπα εις τον ανθ/γόν διότι αυτός δεν ανήκε εις την δύναμίν μας, ήτο του 31ου συντάγματος, να τοποθέτήση τους άνδρες του εκεί και να έλθη κάτω να συναντηθή με τον λοχαγόν. Εγώ δε υποχρεωτικώς με τους άνδρας μου θα υπάγω να ενωθώ με τον λόχον μου. Αυτό και έγινε. Μόλις φθάσαμε πλησίον του σταθμού υπήρχε βρύση και ήσαν στρατιώται και έπαιρναν νερό. Ζήτησα κάποιου το παγούρι του να πιώ νερό και αμέσως μου το έδωσε, τότε με ηρώτησε εσύ δεν είναι ο λοχίας ο Κουφόπουλος, διότι αυτός ήταν της πυροβολαρχίας και δεν με εγνώριζε. Τότε αυτός εγέλασε και με είπε ότι εδώ σαν έχουμε κάμει το μνημόσυνόν σας μαζί με τους άνδρας σου και εσύ είσαι ζωντανός. Αφού προχωρήσαμε ακόμη λίγο συναντήσαμε, τους στρατιώτας του λόχου μας οι οποίοι αμέσως μας ανεγνώρισαν όλους και έτραξαν εις τον λοχαγόν Κων/πολον και του ανεκοίνωσαν ότι αυτήν την στιγμή ήλθε ο Κουφόπουλος με όλους τους άνδρας του φυλακίου του και αμέσως έτρεξε αυτός. Εν τω μεταξύ εμείς είχαμε εισέλθη εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν. Έτρεξε, μας ενηγκαλίσθη όλους, πρώτα εμέ και 41 εφώναξε Κουφόπουλε παιδί μου άφησες πολλούς εκεί. Εγώ δε του είπα, κανένα κυρ. λοχαγέ όλοι εδώ είναι. Αμέσως με πήρε πήγαμε μαζί στο τηλέφωνο και τηλεφώνησε στο σύνταγμα ότι αφήχθη το 100 φυλάκιον σώον και αβλαβές, αφήσαν 17 Τούρκους νεκρούς έξωθι του φυλακίου. Απ’ εκείνης της ημέρας ήρχισαν να καταφθάνουν διάφοραι ενισχύσεις πεζικού, πυροβολικού και πολυβόλων από Χουρσουνλού μέχρι Όρτ Άκτέ και μέχρι της παραμονής της Παναγίας δηλαδή 14η Αυγούστου και το εσπέρας της ημέρας αυτής εκκινήσαμε από όλα τα μέρη ο στρατός, τα πυροβόλα έλαβον θέσεις μάχης. Ο τομεύς του λόχου μας είχε αντικειμενικό σκοπό την κατάληψιν του φυλακίου και περί την χαραυγήν προς την 15η Αυγούστου, λαβόντες όλα τα προφυλακτικά μέτρα εκκινήσαμε. Εγώ ήμουν μεταξύ των ανιχνευτών, είχαμε λάβη εντολήν να προχωρήσωμε μετά προσοχής και να φθάσωμε στην σιδηροδρομικήν γραμμήν. Εάν δε συμβή τίποτα να προχωρήσωμε μέχρι το φυλάκιον, φανταζόμενοι ότι θα ευρίσκαμε τους Τούρκους μέσα. Ποιο μεγαλειώδη νύκτα δεν έζησα εις την ζωήν μου. Να βαδίζομε εις ένα μέρος, να είμεθα περί τα 15 χιλιάδας στρατού υπό λίγο σεληνόφως και να μη ακούη κανείς ούτε και το παραμικρόν θόρυβον, παρά μόνον που και που κανένα χλιμιντρισμό αλόγου. Φθάσαμε στην σιδηροδρομικήν γραμμήν, προχωρήσαμε έξωθι του φυλακίου, εκείνην την στιγμήν έφθασε ο λοχαγός , κρατών ανά χείρας αραβίδα μάνλιχερ, με ηρώτησε εάν ήκουσα θόρυβον. Εγώ του είπα όχι. Μας διέταξε να βάλωμε εφ’ όπλου λόγχης και εισέλθωμεν εις το φυλάκιον, αλλά οι Τούρκοι δεν ήσαν εκεί, είχαν από ενωρίς διεκπεραιωθή εις την απέναντι όχθη του ποταμού. Αμέσως ο λοχαγός έβγαλε την ρουκετοβόλα και επυροβόλησε 3 πράσινες ρουκέτες για να απομακρίνη την βολήν του πυροβολικού, μα αυτοστιγμεί με την τρίτην ρουκέταν, ήρχισαν οι Τούρκοι από την απέναντι όχθην να βάλλουν πυρά ομάδων μόνον με όπλα, διότι πυροβολικόν δεν διέθετον. Τότε και εμείς αρχίσαμε και μη φαντασθήτε τι έγινε, να αρχίζη να ξημερώνη, να τους βάζη το πυροβόλον, να διεκπεραιωθούν οι στρατιώτες μας εις την απέναντι όχθη και να ευρεθούν εντός μιας ώρας επί της κορυφής του υψώματος, όπου υπήρχε Τουρκικόν χωρίον Κυρέτο Κιοϊλίγκ, το επυρπόλησαν και επροχώρησαν όλην την ημέραν εις τα ενδότερα της Τουρκίας. Εγώ εσταύθμευσα και πάλιν εις το φυλάκιον, διότι απ’ εκεί υπήρχε διάβασις του ποταμού και καθοδήγον τα μεταγωγικά αίτινα μετέφεραν φαγητό και πυρομαχικά εις τον προελαύνοντα στρατόν. Κατά το βράδυ κατεκλήθημεν ήσυχοι και κατά το μεσονύκτιον ηκούσαμε να μας φωνάζουν από τον δρόμον με το όνομά μου και αμέσως ήλθε ένας στρατιώτης του λόχου μας και μου είπε ότι φεύγουμε και να ακολουθήσω. Αμέσως τότε εγώ αφού εφόρτωσα εις δύο όνους όλα τα πυρομαχικά, βγήκα στο δρόμο μαζί με τους στρατιώτας και τότε είδα εκείνο όλο το στράτευμα που προήλαυνε το πρωί να υποχωρή ραγδαίως προς τα οπίσω χωρίς να γνωρίζομε τι γίνεται, μόλις φθάσαμε δε εις το Χουρσουνλού, εκεί περίμεναν 6 αμαξοστοιχίαι και αφού άφησαν εις τον σιδηρόδρομικόν σταθμόν εμέ, ένα 42 ανθυπολοχαγόν απ’τα Αϊβαλί και 30 στρατιώτες, ανεχώρησαν όλαι αι αμαξοστοιχίαι, συναποκομίζοντες μαζί των όλο εκείνο το στράτευμα. Τότε εμείς, σκεφθήτε τον φόβον μας να μείνωμε 32 στρατιώται και να έχωμε έμπροσθέν μας 15 χιλιόμετρα μετώπου χωρίς κανένα φυλάκιον. Εις τον παρακάτω σταθμόν του Ναζλή, ήταν ο υποτομέας δηλαδή το τάγμα, αλλά και αυτό μόνον τα στελέχη. Εμείς όλην την νύκτα δεν εκοιμόμεθα αλλά εν είδει περιπόλου περιφερόμεθα όλοι πέριξ του σταθμού έως ότου να ξημερώση. Την 18ην πρωί ελάβαμε ένα τηλεφώνημα από τον υποτομέα να εγκαταστήσωμε φυλάκια εις τον Μαίανδρον. Σκεφθήτε τι φυλάκια να εγκαταστήσωμε και με πόσους άνδρας, ενώ όλοι είμεθα 32. Εστείλαμε λοιπόν άνδρας ανά τρείς κατά φυλάκιον και εγκαταστήσαμε 3 φυλάκια και εμείναμε και εμείς 23 άνδρες. Εν τω μεταξύ ήλθε και ένα τάγμα εκ Μπουλατάν και εγκατεστάθη εις Όρτ Ακτέ μέχρι της 20ης Αυγούστου το εσπέρας και την 21ην το πρωί ένα τηλεφώνημα από το Ναζλί να διατάξωμε τα φυλάκια Μαιάνδρου να ακολουθήσουν το τάγμα που θα κατήρχετο από΄το Όρτ Ακτσέ. Απ’ αυτής της στιγμής αρχίζει από το νότιο συγκρότημα η οπισθοχώρησις. Μετά δύο ώρες κατέφθασε εις το Χουρσουνλού το τάγμα και αφού επυρπολίσαμε τον σταθμόν και τα πέριξ ακολουθήσαμε και εμείς. Εφθάσαμε εις το Ναζλί, που ήταν το τάγμα και αφού επυρπολήσαμε όλους τους σταθμούς, διανυκτερεύσαμε εκεί ενώ αι απαξοστοιχίαι συνεχώς ειργάζοντο και μετέφερον τον πληθυσμόν εις Σμύρνην. Το πρωί και εμείς αφού ανατινάξαμε όλας τας αποθήκας πυρομαχικών, αναχωρήσαμε καταστρέφοντες ότι ευρίσκετο έμπροσθέν μας. Ο Τουρκικός πληθυσμός είχε καταφύγει εις τα ορεινά χωριά και έστσ όλοι οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, ήσαν έρημοι. Μετά αρκετήν πορείαν και αφού διήλθομεν περί τους πέντε σταθμούς, εφθάσαμε εις Αϊδίνιον όπου ήτο η έδρα του συντάγματος. Η πόλις όλη εκαίετο, οι συνταγματάρχαι Ζεγκίνης και Θεοδώρου, είχαν αναχωρήσει διά Σμύρνην και μόνον μικρά φρουρά παρέμενε προς φύλαξιν των φυλακών. Αμέσως παραλάβαμε τους κρατουμένους καθώς και την φρουράν και αναχωρήσαμε. Μόλις δε εφθάσαμε έξω του σταθμού του Καράμπουναρ, διέταξαν τους κρατούμενους να φύγουν και μόλις αυτοί εξεκίνησαν, τους εθέρισαν με τα πολυβόλα διότι ήσαν όλοι νέοι και αν τους άφηναν αμέσως θα έπερναν όπλα να μας καταδιώξουν. Μόλις εφθάσαμε εις το Μπαλατζί, κατέφθασε και το τάγμα των με τον ταγματάρχην Κατσίκαν Ευάγγελον και ηνώθη μαζί μας. Κατά το εσπέρας διανυκτερεύσαμε εις ΑΖΙΖΔΕ και κατά το μεσονύκτιον κατέφθασαν τέσσαρες αμαξοσοτιχίαι. Μας πήραν όλους και φύγαμε διερχόμενοι σχεδόν εις εχθρικόν έδαφος, διότι όλοι οι σταθμοί είχαν εγκαταληφθή από τον στρατόν και την χωροφυλακήν. Εμακαρίζαμε την τύχην μας, που θα πηγαίναμε εις Σμύρνην, διότι είμεθα κατάκοποι. Η τελευταία αμαξοστοιχία μόλις διέβαινε γέφυρα, σταματούσε και ανατίναζε αυτήν, διότι όλαι αι σιδιροδρομικαί γέφυραι ήσαν εξοπλισμέναι. Εν τέλει φθάσαμε εις Παλαιάν Έφεσον, δηλαδή εις το Αγιά Σουλενίν και μόνον εκεί βρήκαμε την μοιραρχία της χωροφυλακής στην θέσιν 43 της, αλλά οι χωροφύλακες τελείως απογοητευμένοι. Τους ρωτήσαμε τι νέα και τότε αυτοί μας είπαν ότι οι Τσέτες κατέλαβαν τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Τουρπαλί οι δε συνταγματάρχαι και οι δύο και ο Ζεγκίνης και ο Θεοδώρου, δεν κατόρθωσαν να φύγουν προς Σμύρνην και τώρα ευρίσκονται εις τον παρακάτω σιδηροδρομικόν σταθμόν του Ακτσέ, για αυτό το λόγο έστειλαν και σας έφεραν με τα τραίνα. Μετά μισή ώρα αναχωρίσαμε και εφθάσαμε εις το Ακτσέ και μόλις πλησιάσαμε στον σταθμόν, είδαμε τους συνταγματάρχας και τους δύο να μας χαιρετούν και να μας φωνάζουν καλώς τα παληκάρια μας, καλώς τους λεβέντες μας. Αυτά όλα τα έλεγαν διότι δεν κατόρθωσαν να φύγουν, διότι εάν δεν τους ανέκοπτε τον δρόμον ο Γιουρούκ Αλής, ασφαλώς θα είχαν φθάσει όχι εις την Σμύρνην αλλά και εις την Αθήνα. Εκεί εστάθμευσαν τα τραίνα, κατήλθομεν αυτών, παρατάξαμε όλα τα πυροβόλα τα οποία ήρχισαν να βάλουν εναντίον των Τσετών, μόλις έβλεπον σκόνην, η οποία προήρχετο από τα άλογα αυτών. Ήταν αδύνατον να προχωρήσωμε διότι όλη αυτή η πεδιάδα από το Ακτσέ μέχρι Τουρπαλί, ήταν ολόκληρος λίμνη, ήτις έφθανε μέχρι τα ριζώματα των οροσειρών. Διά μέσου δε της λίμνης αυτής, διήρχετο η σιδηροδρομική γραμμή. Εμείναμε εκεί έως τας απογευματινάς ώρας και κατόπιν εκκινήσαμε γύρω- γύρω της λίμνης, πλησίον των οροσειρών. Διερχόμενοι δε απ’ εκεί, μας έριχναν συνεχώς πυροβολισμούς από όλα τα υψώματα χωριάτες Τούρκοι, και εμείς αναγκαζόμεθα να κατεβάσωμε τα ορεινατικά να τους ρίχνωμε μερικάς οβίδας και κατόπιν να προχωρίσωμε. Κατά το μεσονύκτιον εφθάσαμε έξωθεν του Τουρπαλί, αναμένοντες να ξημερώση, μόλις δε εξημέρωσε εισήλθομεν εντός του σταθμού τον οποίον οι Τούρκοι αντιληφθέντες την παρουσίαν μας είχαν αποσυρθή προς τον δρόμον του Οδεμησίου. Εκεί εγκαταστήσαμε φυλάκια για πρώτη φορά αφ’ ότου ήρχισε η οπισθοχώρησις και επειδή μέχρι αυτού ήτο και η συνθήκη των Σεβρών, εμείς οι υπαξιωματικοί, μόλις είδαμε να εγκαταστείνωνται φυλάκια, είπαμε ότι θα σταθούμε. Αλλά δυστυχώς, μόλις παρήλθον δύο ώρες και κατά την 10ην π.μ., διετάχθημεν να εγκαταλείψωμε τα φυλάκια και να πάμε προς τον σιδηροδρομικόν σταθμόν και προς υπεράσπισιν της οπισθοχωρήσεως, μας έστειλαν μίαν ύλη ιππικού ήτις συνεπλάκη με τους Τσέτες. Εμείς δε διαβάντες τον σιδηροδρομικόν σταθμόν, ευρέθημεν προ ενός τραγικού θεάματος, είδαμε όλο αυτό το στράτευμα να τέχη προς τα κάτω όπου υπήρχε εις ποταμίσκος και μερικοί λόφοι. Ο στρατός αυτός υπελογίζετο περί τα 10.000, διότι εκτός του ότι το σύνταγμά μας ήταν ανεξάρτητον και είμεθα πολλοί, εκτός τούτου, όλοι οι κάτοικοι οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα είχαν προσκοληθή εις την δύναμιν του συντάγματος. Μόλις δε εφθάσαμε εις τους λοφίσκους και ανήλθομεν επ’ αυτών, ήκουσα με τα αυτιά μου τον συνταγματάρχη Σεγκίνη να λέγη εις τους αξιωματικούς, ότι η στιγμή είναι κρίσιμος και πρέπει να παραδωθούμε. Τότε ο ταγματάρχης Γεώργιος Βαμβακόπουλος, Διοικητής του 3ου τάγματος, εξήγαγε το περίστροφόν του και απείλησε τον συνταγματάρχην ειπών άτιμε δεν είσαι εις θέσιν να φέρης τον βαθμόν του στρατιώτου και όχι του συτναγματάρχου. Ηθέλησε να τον φονεύση, αλλά τη 44 επεμβάσει των αξιωματικών το επισόδιον απεσιωπήθη και τότε ο ταγματάρχης διέταξε το τάγμα να πάη δεξιά πλαγιοφυλακή. Αρχίσαμε και πάλιν την πορείαν μας πυροβολούμενοι συνεχώς από τους Τσέτεες οίτοινες ταμπουρομένοι επί της σιδηροδρομικής γραμμής, όσο κατερχόμεθα εμείς προς τα κάτω, τόσο και αυτοί ήλαζαν θέσεις επί της γραμμής. Μόλις εκκινήσαμε από το Τουρπαλί αμέσως εξεκίνησαν και όλαι αι αμαξοστοιχίαι αλλά δυστυχώς μόλις εξήλθον του σταθμού εξετροχιάσθησαν διότι οι Τσέτες είχαν αφαιρέση μια ρέλλα από την γραμμή και έτσι έμειναν εκεί πλήρη πυρομαχικών. Κατά το εσπέρας εφθάσαμε εις το χωρίον Γκιαούρ Κόϊ και εκεί διανυκτερεύσαμε. Απ’ εκεί η Ύλη Ιππικού κατήλθε στον σιδηροδρομικόν σταθμόν Τριάντα, ίνα συνδεθή με την Σμύρνην και να μάθωμε τι γίνεται. Βρήκε τον σταθμόν έρημον, εγκαταλελημένον, πήρα το τηλέφωνον, εκάλεσε τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Πούντας και εζήτησε το φρουραρχείον σταθμού όπου κάποιος απ’ εκεί τους επληροφόρησε ότι το φρουραρχείον είχε φύγει και ότι αυτήν την στιγμήν εισέρχονται εις Σμύρνην Τουρκικά στρατεύματα, αυτοί αμέσως ήλθαν εις το στρατόπεδον και ανακοίνωσαν αυτά τα οποία εντός ολίγου περιήλθον από στόμα εις στόμα εις γνώσιν των στρατιωτών. Την επομένην πρωί εξεκινήσαμε, διήλθομε έξωθεν του Σεβδικίου. Εκεί επί της οδού είδαμε 2-3 πτώματα, όπλα σπασμένα και διάφορα οικιακά σκεύη, μηχανάς Σίγγερ και λοιπά διασκορπισμένα και εσχολιάζαμε ότι την νύκτα κάτι σοβαρόν είχε συμβή. Απ’ εκεί προχωρήσαμε, εφθάσαμε εις το αεροδρόμιον του Καζεμίρ όπου ήσαν δύο αεροπλάνα εκεί τα οποία ασφαλώς θα είχαν βλάβην, τα οποία καταστρέψαμε και αναχωρήσαμε. Ευρισκόμεθα τώρα πλησίον της Σμύρνης έχοντες προ ημών το προς βορράν παλαιόκαστρον και δεξιά μας το χωρίον Κουλκουτζά, προάστειον της Σμύρνης, έχοντες εμπροσθοφυλακήν το 1ον ταγμα του 31ου συντάγματος το οποίον ευρίσκόμενον εις το Όρτ Ακτσέ διετάχθη και ακολούθησε εμάς, τα δε άλλα δύο τάγματα οπισθοχώρησαν απ’ την γραμμήν της Φιλαδελφείας.
Αίφνης εδέχθημεν τα πρώτα πυρά από το κάστρο και αμέσως το τάγμα αυτό ήρχισε να βάλλη δια των πολυβόλων και του πυροβολικού ενώ ο υπόλοιπος στρατός εκάθητο, περιμένων την εξ ύψους βοήθειαν. Αφού αυταί αι αψυμαχίαι διήρκεσαν περί τας δύο ώρας, εις συρμός εφάνη πλήρης Τουρκικού στρατού και κατηυθήνθη εις Κουλκουτζά, συν τω χρόνω το πολεμικόν Λήμνος το οποίον είχε αναχωρήσει εκ Σμύρνης και ευρίσκετο έξωθεν των Βουρλών, εντεταλμένον να υποστηρίξει την υποχώρησιν του στρατού είδε τα γεγονότα και νομίσαν ότι εκείνοι που πυροβολούν από το κάστρο είναι Έλληνες και αυτοί που προσπαθούν να καταλάβουν την Σμύρνην είναι Τούρκοι, διότι η διαταγή του Στρατηγείου ήτο να μη πλησιάσωμε την Σμύρνην, αλλά από το Καζαμίρ να στραφούμε αριστερά, να ακολουθήσωμε τις καρυφογραμμές της Σμήρνης επί των οποίων υπήρχε και αμαξωτή οδός και να κατευθυνθούμε προς Βουρλά και εκείθεν εις Τσεσμέ και να διεκπεραιωθούμε εις Χίον, ήρχισε να βάλλη ομοβροντίσας με όλα τα πυροβόλα της και να μας πετύχη εις το κύριον σώμα και να κονιορτοποιούν τα πάντα. Αυτοστιγμεί ήλθεν η είδησις ότι οι 45 δύο συνταγματάρχαι Ζεγκίνσης και Θεοδόρου, η σημαία του συντάγματος καθώς και το Επιτελείον παρεδόθησαν. Τότε επήλθε το μοιραίον της ατάκτου φυγής, αφού εγκαταλείψαμε εις την πεδιάδα όλα τα πυροβόλα βαρέα, πεδινά και ορειβατικά καθώς και όλα τα πολυβόλα αρχίσαμε τρέχοντες, αναριχόμενοι εις τα υψώματα. Εκεί να βλέπατε τους πάντας, αξιωματικούς και στρατιώτας αλλόφρονας να τρέχουν χωρίς να συμβαίνη τι το σοβαρόν, διότι μόλις αρχίσαμε να ανεβαίνομε τα υψώματα, ούτε οι Τούρκοι μας κατεδίωκαν, ούτε το πολεμικόν μας εκτιπούσε. Τότε είδα τον ταγατάρχην Βαμβακόπουλον και πάλιν να παρωτρύνη τους στρατιώτας να σταματήσουν, αλλ’ αυτοί έτρεχον και τον εβλασφήμουν. Κατά την φυγήν αυτήν υπήρχον πολλοί βραδυπορούντες οίτινες λόγω της κακουχίας και της μεγάλης πορείας είχαν πληγώσει τα πόδια των εις τοιούτον βαθμόν, που δεν ηδύναντο να ακολουθήσουν. Ήρχισαν λοιπόν να φωνάζουν εις τους συναδέλφους των να σταματήσουν, αλλά αυτοί εξακολούθουν το δρόμον των. Τότε οι βαραδυπορούντες, μη έχοντες τι να κάμουν, ήρχισαν να πυροβολούν υπολογίζοντες με τους πυροβλισμούς να σταματήσουν υποθέτοντες ότι ήσαν Τούρκοι. Αλλ’ απεναντίας αντί να σταματήσουν ήρχισαν ακόμη περισσότερον να επιταχύνουν το βήμα των και να απομακρύνονται. Τότε οι βραδυπορούντες μη έχοντες τι άλλο να κάμουν δια να μη συλληφθούν ζώντες έστρεφον τα όπλα των με την κάνην κάτωθεν της σιαγόνος, επυροβόλουν και εφονεύοντο. Τούτο το διαπιστώσαμε την επομένην συλληφθέντες αιχμάλωτοι, κατερχόμεθα προς Σμύρνην. Κατά την 10ην νυκτερινήν εφθάσαμε επί της κορυφής των δύο αδελφών και εστάθημεν επί της εκεί ευρισκόμενης δημόσιας οδού, αλλά σκεφθήτε την δίψαν μας διότι αφ’ ενός τρέχοντες αναριχόμενοι και αφ’ εταίρου ευρισμόμεθα κατά την 29ην Αυγούστου και έτσι ήταν αδύνατον να προχωρήσωμε. Τότε ο ταγματάρχης Βαμβακόπουλος, βλέπων ότι είναι αδύνατον να προχωρήσωμε και βλέπων τον επαπειλούμενον κίνδυνον της αιχμαλωσίας, απεφάσισε να μας εγκαταλείψη και να αναχωρήση. Έστειλε λοιπόν πράκτορα στρατιώτην, να κρατά ζώον ο,τιδήποτε, διότι όπως είπαμε όλα τα εγκαταλείψαμε κάτω εις την πεδιάδα και έστι στρατιώται που εκράτουν ως σοσίβιον το ζώον των, καθώς και η Ύλη Ιππικού και αφού συνεκέντρωσε περί τους 600 ιππείς ανεχώρησε. Έφθασε εις τα Βουρλά, συνήτησε τον συνταγματάρχην Ν. Πλαστήρα με το σύνταγμα του ηνώθη με αυτόν και διεκπεραιώθη εις Χίον. Εμείς μόλις εξημέρωσε εμέναμε ακίνητοι έχοντες κάτωθεν μας εις το βάθος την Σμύρνην με τον Λυμένα της και όλα τα πολεμικά των συμμάχων μας αγκυροβολημένα εις την προβλήτα, κατά δε την 9 ην πρωϊνήν ο ταγματάρχης Ευάγγελος Κατσίκας έχων μία ψευδή προκήρυξιν Αγγλιστί, ήρχισε να περιέρχεται κατά μήκος της οδού που ήτο στρατοπεδευμένος ο στρατός να επιδεικνύη την προκύριξην λέγων, ότι αυτή την στιγμήν του απεστάλη από το Αγγλικόν Ναυαρχείον το οποίον έλεγε να κατεβούμε εις Σμύρνην να παραδώσουμε 46 τα όπλα και να μας βάλουν στα πλοία να φύγωμε. Αυτό έγινε πιστευτό από τους στρατιώτας οι οποίοι έλεγον να πάη στο διάβολο το τουφέκι, την ζωήν μας να γλυτώσωμε, εγώ βλέπων την κατάστασιν αυτήν πήγα βρήκα τον λοχαγόν μας Νικόλαον Κωνσταντόπουλον και του είπα ότι αυτοί σκέπτονται να παραδοθούν για αυτό καλόν θα ήταν να συγκετρώσωμε τους στρατιώτας του λόχου μας και αφού λάβομε όλα τα προφυλακτικά μέτρα, να αναχωρήσωμε προς τα Βουρλά, διότι εγώ τον δρόμον τον εγνώριζα όπως έγραψα επιστρέφων λιποτάκτης του τουρκικού στρατού από το Αϊδίνιον και όταν φθάσωμε εις τα Βουρλά εκεί θα προσκοληθούν και άλλοι πολλοί μαζί μας ηκολούθησε και ένας ιππίατρος Δημήτρης Ζάγκος και εξεκινήσαμε. Την ώραν εκείνην ήρχισαν να σηκώνουν λευκάς σημαίας, σημεία παραδόσεως. Αφού απεμακρύνθημεν από το κυρίως σώμα περί τα 4 χιλιόμετρα και εις υψηλοτέρας κορυφάς ήρχισετο μείασμα της δειλίας και πρώτος το εξετότευσε ο κουρεύς του λόχου μας Παντελής Αθανασόπουλος, λέων Κύριε λοχαγέ αυτού που μας πηγαίνεις θα μας πιάσουν και θα μας σκοτώσουν, αυτόν εμιμήθη και ο λοχίας Ιωάννης Καραμήτσος λέγων ότι καλά τα λέγει ο κουρέας, ο δε λοχαγός τους έλεγε μη φοβάσθε, είμεθα 250 άνδρες σαν τους αστακούς οπλισμένοι. Θα ήταν προτιμότερον εις τον λοχαγόν να τους τουφεκίση αμέσως δια να σωθούν οι άλλοι, αλλά αυτό δεν έγινε, οπότε το κακό εγενικεύθη και έτσι ήταν αδύνατον να προχωρήσουμε. Τότε ένα δάκρυ εκύλησε από τα μάτια του λοχαγού, διότι ήτο παληκάρι και έστρεψε το άλογό του προς τα κάτω ειπών, παραδίδεσθε διότι έτσι το θέλετε και αρχίσαμε και πάλιν να κατερχόμεθα. Περί τους 300 Τσέτες με άλογα χωρίς σέλλα, ήρχισαν να παραδίδονται ρίπτοντες όλον τον οπλισμόν των εις την χαράδραν και αφού εφθάσαμε και εμείς εις απόστασιν 200 μέτρων μας εφώναξαν τα όπλα αναρτίσατε οι κάνες κάτω. Τότε ο λοχαγός μας είπε περιμένετε να ειδούμε με τι τρόπο παραδίδονται και αν οι Τούρκοι μεταχειρίζονται βίαια μέτρα θα σας διατάξω πυρ και ας γράψη μια μαύρη σελίδα η Ελληνική Ιστορία διά τον 9ον λόχον του 18ου συντάγματος. Αλλά αυτοί έως ότου μας αφοπλίσουν, μετεχειρίζοντο κολακευτικά μέσα λέγοντες να μη φοβηθούμε και έτσι διερχόμενοι πλησιάσαμε και εμείς, αφοπλισθήκαμε, εγίναμε κατά τετράδες και μόλις περνούσε αξιωματικός τον εκράτουν μαζί με τους άλλους αξιωματικούς και έστι αφοπλισθήκαμε όλοι, εκκινήσαντες την άγουσαν προς Σμύρνην. Μόλις απεμακρύνθημεν του οπλισμού μας περί τα 500 μέτρα αμέσως οι Τούρκοι ίππευσαν τα άλλογα, εγύμνωσαν τα σπάθας και ήρχισαν να κτυπούν τους στρατιώτας, ζητούντες χρήματα, σκεφθήτε εις τί απόγνωσιν περιήλθαμε. Αμέσως μετά πολλών βασάνων εφθάσαμε εις τα πρόθυρα της Σμύρνης απ’ τα λεγόμενα κρητικά, εκεί μας ανέμενε άλλη έκπληξις, περί τους τριακοσίους τουρκοκρήτες κρατούντες μεγάλες πέτρες, μας εφώναζαν Ελληνικά οι στρατιώται μη φοβείσθε περιπατείτε και μόλις έβλεπαν στρατιώτη τσολιά ή πολίτη αμέσως ήρχιζαν να τον κτυπούν με πέτρες έως ότου τον αποτελείωναν. Εκείθεν προχωρούντες κατερχόμεθα ένα δρόμον κατηφορικόν όπου κατέληγεν εις τον Αστυνομικόν σταθμόν του Μπασά Τουράκ, έπρεπε να εβλέπατε εκεί αυτός δρόμος ήταν 47 καλυμμένος όλος με τεράστιες Τουρκικές σημαίες και εις κάθε βρύσην ίσταντο Τούρκοι με τα ρόπαλα κτυπούντες οιονδήποτε επλησίαζε να πάρη νερό. Απ’ εκεί και υπό των χλευασμών των Τούρκων, εφθάσαμε εις το σταυροδρόμι του Μπασά Τουράκ. Εκεί είχαν εξαπλωμένη μίαν τεράστιαν Ελληνικήν σημαίαν χαμαί και κρατούντες σπαθιά και ρόπαλα, παρώτρυναν τους στρατιώτας πατώντες επάνω της, να την πτόουν και αλοίμονον εις εκείον που δεν έπτυε. Εκείθεν προχωρούντες υπό τας απειλάς των μεμονομένων Τούρκων, κατευθυνόμεθα προς το Γενικόν Στρατηγείον εις τον δρόμον εξσφενδόνισε εις εμέ ένα μικρό πήλινο δοχείον νερού, κατόπιν κάποιος Τούρκος πολίτης με επετέθη και με εκτύπησε εις τον λαιμόν λέγων κιαφίρ, δηλαδή κάθαρμα Αγιά Σοφιά, Βενιζέλος εκ Γκιαούρ τώρα θα σας κανονίσωμε. Εκ του ραπίσματος έφυγε το πηλίκιον μου και έπεσε χαμαί, μέσα εις την φόδραν του οποίου είχα κρύψει τα χρήματά μου δηλαδή 40 λίρες χάρτινες και 4.000 δραχμές. Αμέσως εγώ ήρπασα το πηλίκιον και το επανέθεσα εντός μιας καραβάνας στρατιωτικής την οποίαν εκράτουν δια να προμηθεύομαι νερό με ευκολίαν και έτσι εφθάσαμε εις τον Κισλά. Μας έβαλαν μέσα εις το προαύλιον και ετοποθέτησαν σκοπούς. Εις το απέναντι μας μέρος είχαν συγκετρώσει όλα τα γυναικόπαιδα από τα περίχωρα της Σμύρνης, Μπουρνόβα, Μπουτζά, Κουκλουτζά, Σεβδίκιο κλπ. Την ημέραν εκείνην την περάσαμε ήσυχα, κατά δε το εσπέρας μόλις ενύκτωσε ήρχισαν να εισέρχονται καθ’ ομάδας Τούρκοι να περιφέρονται εις το μέρος των πολιτών και να αναζητούν κορίτσια. Φαντασθήτε τι εγένετο, να βλέπετε κορίτσια να τρέχουν να παίρνουν βούρκας λάσπη και να αλείφουν τα πρόσωπά των και τα στήθη των άλλα να κρύβονται κάτω από τα φουστάνια των μητέρων των και οι Τούρκοι κρατούντες κεριά, περιφέροντο και μόλιες έβλεπον κανένα κορίτσι, αμέσως το ήρπαζαν από τα μαλλιά του έστραφον το πρόσωπον προς τα άνω και όταν τους άρεσε το ήρπαζον, άλλος απ’ τα πόδια, άλλος απ’ τα χέρια και υπό τα γοεράς κραυγάς και κλαθμούς αυτού και των γονέων του το απομάκρυνον εκείθεν. Την επήγαιναν έξωθεν του στρατηγίου και αφού την ατίμαζον την εφόνευον και την έριχναν εις την θάλασσαν και επανήρχοντο και πάλιν αναζητούντες και άλλα θύματα, όχι μόνον μία ομάδα αλλά πολλαί. Αυτή η κατάστασις διήρκεσε δύο νύκτας και την επομένην, ήλθε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός και μας εμείρασαν από έναν άρτο και αμέσως αναχωρήσαμε. Εκείθε μας μετέφεραν εις το Μπουνάρ Μπασί και εμείναμε όλην την ημέραν και την νύκτα, φονεύσαντες μερικούς οι Τουρκοκρήτες και την επομένην το πρωί αναχωρήσαμε κατευθυνόμενοι εις Μαγνησίαν. Διήλθομεν από το Μπουρνόβα όπου έξωθεν του χωρίου και παραπλέυρως της αμαξωτής οδού ήσαν περί τους 50 Τούρκους φονευμένους και γυμνούς και μόλις τους είδαν οι στρατιώται ήρχισαν και πάλιν να μας βλασφημούν. Προχωρούσαμε τον δρόμον του βουνού που επήγαινε συντομώτερα εις Μαγνησίαν διότι ήτο κονταρίδα. Προχωρούσαμε συνεχώς και υπό τον καύσωνα του Αυγούστου, είμεθα περί τας 7.000 στρατού. Καθ’ οδόν εζήτησα κάποιον συνοδόν τον Γηλιό και εσήκωνα διά να ευρίσκεται πλησίον μου να αποφεύγω τους συνεχείς υποκοπάνους που εκτύπων οι σκοποί τους αιχμαλώτους, συμβαδίζοντες τον ηρώτησα που μας 48 πηγαίνουν και αυτός με είπε δυστυχώς πηγαίνουν να μας εκτελέσουν όλους όπως και χθές το αυτό έγινε και εις άλλους αιχμαλώτους. Σκεφθήτε όταν το ήκουσα αλλά τι θα έκαμα θα ακολουθούσα το πεπρομένον, είχαν κολήσει τα χείλη μας από την δίψαν, εφωνάζαμε αλλά ποιος να μας ακούση. Επί κεφαλής της συνοδείας ήταν ένας ταγματάρχης όστις εκάθητο επί ενός ημιόνου. Κατά το μεσημέρι διερχόμεθα από μίαν γέφυραν την ονομαζόμενην Σαπουντζού Μπελούκ, κάτωθεν δε αυτής υπήρχαν νερά λιμνάζοντα από τον χειμώνα και έβραζαν από τον καύσωνα και ήσαν καλυμένα με πράσινες μούχλες. Μόλις οι αιχμάλωτοι είδαν το νερό, αμέσως αυθαιρέτως έτρεξαν οι περισσότεροι αδιαφορούντες αν το νερό ήταν ζεστό ή το τι θα εγένετο με την διατάραξιν της φάλαγγος. Μόλις λοιπόν ο ταγματάρχης είδε τους αιχμαλώτους να τρέχουν, κάτωθεν της γέφυρας έτρεξε προς το πίσω μέρος της φάλαγγος όπου μια διμοιρία στρατού ήσαν οπλισμένοι με πολυβόλα και διέταξε αμέσως να αρχίσουν να βάλλουν εναντίον αυτών, σκεφθήτε τότε τι έγινε, να βλέπης να τρέχη το αίμα κρουνηδόν μέσα στο βραστό νερό που εντός πέντε λεπτών έγινε κατακόκκινο και οι αιχμάλωτοι να αψηφούν και ζωή και τα πάντα αρκεί να κατορθώσουν να πιούν μια ρουφιά, να ξεκολήοουν την γλώσσαν των. Εκεί αι απώλειαι ήσαν πολυάριθμοι, εκείθεν προχωρούσαμε και καθ’ οδόν κατήρχοντο Τούρκοι από τα πέριξ χωριά και αφού καλοσόριζαν τον ταγματάρχην του ζητούσαν να τους δώση αιχμαλώτους, αυτός αμέσως τους έλεγε πηγαίνετε πίσω πάρετε. Μόνον να τους έβλεπε κανείς, την αγριότητα που είχαν έφθανε, οπλισμένους όλους σαν αστακούς, έτρεχον εις το πίσω μέρος και ήρπαζον τους τυχόντας. Αυτοί δε αναλογιζόμενοι το τι έχουν να υποστούν πολλάκις διέφευγον εκ των χειρών των κρημνιζόμενοι εις τον κρημνόν, άλλοι δε συλαμβανόμενοι εξήβριζον τους Τούρκους, οίτινες μαινόμενοι εξήγαγον τα περίστροφά των και τους εξετέλουν. Υπ’ αυτάς τα συνθήκας ευρισκόμενοι ικετεύσαμε τον θεόν λέγοντες πότε θα φθάσωμε εις την Μαγνησίαν που οποσδήποτε εκεί θα υπήρχον ανώτεροι αξιωματικοί και δεν θα επέτρεπον αυτά τα έκτροπα. Αλλά υπατηθήκαμε. Κατά τας εσπέρας από ενωρίς φθάσαμε εις τα πρόθυρα της πόλεως, εκεί μας ανέμενε η πρώτη τρομερά υποδοχή. Μόλις αρχίσαμε να εισερχόμεθα εντός αυτής, Τουρκοκρήτες κρατούντες ξυφολόγχες μάνλιχέρ, επιτηθέμενοι εναντίον των αιχμαλώτων, τους εφόνευον. Προχωρούντες εις την πόλιν έβλεπες ομάδας εις όλους τους δρόμους, μεμονομένους Τούρκους κρατούντες άλλους ρόπαλα, άλλοι μαχαίρας, άλλοι και αξίνες, τρέχοντας επιτίθεντο εναντίον αυτών των αιχμαλώτων και όσους εθέριζαν. Αφού μας περιέφεραν εις όλην την πόλιν, μας εστάθμευσαν σε μια λακάδα, έχοντες απέναντί μας ένα εργοστάσιο και δίπλα του εργοστασίου μίαν σχολήν και παραπλεύρως μας καμία πενηνταριά στρατιώτες τους οποίους είχαν φονεύσει και τους είχαν βάλει φωτιά και εκαίοντο. Εμείς πέσαμε αναίσθητοι μη έχοντες δύναμιν να κινηθούμε από την δίψαν, την ταλαιπορίαν και τον τρόμον, ήλθε δε να συμπληρώση την κατάστασιν αυτήν ένα σύνταγμα Τουρκικού στρατού, οίτινες ήρχισαν να μας ερευνούν για χρήματα, τιμαλφή, ρούχα, παπούτσια και ότι άλλο εύρισκον επάνω μας. Αφού δε με 49 τέτοιον τρόπο μας ελήστεψαν και αφού μας άφησαν μόνον με το εσώβρακο διά να γελούν, έσπαγαν και τα κομβία του εσώβρακου και ανεχώρουν. Έξωθεν της φρουράς έβλεπες χιλιάδες πολίτες Τούρκους από όλα τα πέριξ χωριά να μας υβρίζουν και να μας πτύουν. Αίφνης παρουσιάσθη εις ανώτατος αξιωματικός όστις σταθείς επί του δρόμου και ειδών εις ποίαν κατάστασον είχαμε περιέλθει, εισήλθεν εις την σχολήν όπου στρατοχίζετο στρατός και λαβών ένα απόσπασμα αφού τους εφοδίασε από μίαν ράβδον τους διέταξε να εξέλθουν εις τους δρόμους να επιτεθούν στους πολίτας. Αυτοί δε μόλις είδαν τους στρατθώτας να τους κτυπούν ετράπησαν εις φυγήν και έτσι εντός 10λέπτου δεν υπήρχε κανείς και αμέσως ειδοποίησε όλους τους σκοπούς να μη επιτρέπουν να εξέρχονται στρατιώται οίτινες ήσαν ακόμη εν τω μέσω των αιχμαλώτων και αφού παρέταξε το ίδιο απόσπασμα με τας ραύδους, ήνοιξε δρόμον και διέταξε να εξέλθουν όλοι απ’ εκεί. Αμέσως οι στρατιώται ήρχισαν να εξέρχωνται, το δε απόσπασμα εξερχομένους τους εράπιζε. Μετά ταύτα εις των αιχμαλώτων σηκωθείς είπε εις τον στρατηγόν ότι ομίλει εν ονόματι όλων αυτών των αιχμαλώτων οι οποίοι τον εγνώριζον ως καλόν άνθρωπον και σας παρακαλούν να τους δώσετε λιγάκι νερό και αφού τους δώσετε νερό επίσης σας παρακαλούν να φέρετε ένα πολυβόλον να τους φονεύσετε να ησυχάσουν διότι αυτή η ζωή δεν αξίζει ούτε στα ζώα. Τότε αυτός είπε να μη φοβούμεθα μέχρι τώρα έγινε ό,τι έγινε. Και πράγματι εντός ολίγου απέστειλε ένα απόσπασμα μας παρελάμβανε καθ’ όμάδας μας επήγαινε εις το εργοστάσιον εις την δεξαμενήν η οποία και αυτή έβραζε από τον καύσωνα, αλλά τέλος πάντων και αφού πίναμε νερό, μας μετέφερον εις τον περίβολον της σχολής, εντός της οποίας υπήρχον πολλοί στρατιώται μακεδόνες βουλγαρόφωνοι οι οποίοι εδήλωσαν εις τους Τούρκους ότι αυτοί είναι Βούλγαροι και ότι βιαίως τους επιστράτευσε η Ελλάς και έτσι οι Τούρκοι τους είχαν ελευθέρους. Την νύκτα εκείνην διανυκτερεύσαμε εκεί χωρίς επεισόδια. Κατά το μεσονύκτιον και εκεί που εκοιμώμουν ησθάνθην κάποιον να με ερευνά. Ήνοιξα τα μάτια μου και είδα έναν στρατιώτη εκ των σκοπών, έχων το όπλον χιαστί με ηρεύνα, εγώ δεν τον ομίλησα φοβούμενος μη με φωνεύσει, αφού δε αυτός με ερεύνησε όλο το σώμα έφθασε και εις τους πόδας και αμέσως αντελήθφη ότι κάτωθεν από τας περικνημίδας είχα χρήματα. Πράγματι ηναγκάσθην να τα βγάλω από το πηλίκιόν μου και να τα βάλω εκεί για περισσότερον ασφαλή. Αμέσως αυτός ήρχισε να ξετυλίγει τας περικνημίδας και αφού τύλιξε τα έβαλε στην τσέπη του και πήρε όλα τα χρήματα δραχ. 4.000 και 40 λίρες χάρτινες, χωρίς να τον παρατηρούσα, διότι εθεώρησα περιτόν αφού με πήρε τόσα χρήματα. Εις μιαν στιγμήν τον βλέπω να με λύη τα υποδήματα, τα οποία εγώ τα έκοψα από το άνω μέρος τελείως εις διάφορα μέρη ούτως ώστε να δείχνουν παλαιά. Τότε εσηκώθην και εκάθησα του ομίλησα Τουρκικά διότι τα εγνώριζα και τον παρεκάλεσα ειπών εις αυτόν ότι τόσα χρήματα με πήρες σε παρακαλώ πολύ αυτά τα παλαιά παπούτσια άφησέ μου διότι είναι από τον δρόμον τα πόδια μου πρησμένα. Τότε αυτός εστράφη με κοίταξε με ένα βλοσυρό βλέμα και αμέσως με είπε ψώφησε. Περισσότερον θα πρηστούν διότι αύριον το πρωί θα σας σκοτώσωμε και αφού με 50 πήρε και τα παπούτσια ανεχώρησε. Την επομένην πρωί μας πήγαν εις ένα χωράφι περιμανδρωμένον με υψηλά τείχη και εκεί μας σχηματίσαμε διμοιρία και ενομοτίας και μας είπαν ότι από τώρα και εις το εξής ονομάζεσθε 1ον Τάγμα αιχμαλώτων. Μας έδωσαν από λίγο ψωμί, μας πήγαν σε ένα πηγάδι και πήραμε νερό και την επομένην άρχισε η αγγαρία, να παίρνουν οι σκοποί 20 αιχμαλώτους, να πηγαίνουν να καθαρίζουν τους δρόμους διότι η πόλις είχε τελείως καταστραφή και να φέρουν το βράδυ δέκα, τους ερωτούσαν που είναι οι άλλοι και αυτοί έλεγον ότι εδραπέτευσαν ενώ στην πραγματικότητας τους εφόνευον. Αυτό διήρκεσε μέχρι 13 Σεπτεμβρίου, επίσης δε και μέχρι εκείνης της ημέρας καθημερινώς κατέφθαναν από διάφορα μέρη της Μ.Ασίας αποστολαί από γυναικόπαιδα τα οποία οδηγούσαν εις μίαν μεγάλην χαράδραν, όπισθεν του βουνού της Μαγνησίας και από της 8ης εσπερινής μέχρι της 2ας μεταμεσονύκτιον, διά των πολυβόλων τα αποτελείωναν. Και ήκουε κανείς να ξεφωνίζουν χιλιάδες γυναικόπαιδα και να δουλεύη το πολυβόλο έως ότου εσιώπων. Εις αυτήν την τραγικήν κατάστασην ευρισκόμενοι, αναμέναμε την τελευταίαν καταστροφήν μας. Αλλά κατά καλήν μας τύχην δια τους αιχμαλώτους και δι’ όλην την Ελλάδα, μεγάλα γεγονότα διεδραματίσθηκαν εις την Χίον όπου ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας μετ’ άλλων αξιωματικών Γονατά Φωκά κλπ εκήρυξαν επανάστασιν, συνεκράτησαν το στράτευμα και τον στόλον και αμέσως η πρώτη φροντίδα ήταν να παραδώσουν την Κυβέρνησιν οι Κηβερνήται οι οποίοι ύστερα από τοιαύτην καταστροφήν ευρίσκοντο εις Αθήναν επαναπαυόμενοι και η δευτέρα να στείλη τελεσίγραφον εις τον Κεμάλ Πασσά, ότι εντός ωρών εάν δεν παύσει την σφαγήν των αιχμαλώτων δεν θα αφήση ούτε έναν Τούρκο που ήταν στην Ελλάδα. Ευτυχώς κατά το διάστημα της Μ.Κατοχής απεστέλλοντο εδώ δυναμικά στοιχεία Τούρκων πολυάριθμα και εκρατούντο εδώ εις το Ίτζεδιν και παντού. Τότε ο Κεμάλ εξεφώνησε λόγον εις την Σμύρνην και είπε εις τον λαόν, τι θέλετε τους αιχμαλώτους να σφάζωμε ή να φέρωμε τους δικούς μας αιχμαλώτους και τότε ο κόσμος εφώναξε ότι θέλει τους Τούρκους αιχμαλώτους. Τότε ο Κεμάλ είπε εις τον κόσμον να παύση να φονεύει τους Έλληνας, διότι αυτοί αντιπροπωπεύουν τους αιχμαλώτους μας. Απ’ εκείνης της ημέρας ούτε είς εφονεύφθη παρά μόνον υποβαλόμεθα εις αγγαρίαν, αλλά μετά τρείς μήνες μετεφέρθημεν εις Σμύρνην, διότι όπως είπα είμεθα το 1ον Τάγμα αιχμαλώτων και μας εγκατέστησαν εις Ελληνικά παραπήγματα παρά την Πούντα. Αλλά η ζωή μας εξηκολούθει να χειροτερεύη διότι εν τω μεταξύ είχε ενσκύψει βαρύς χειμών και όλος ο ιματισμός μας ήταν ένα σακί για αμπέχωνο και σακιά για στρώμα και πάπλωμα, τρίς την ημέραν ήρχοντο και μας πήγαιναν προς σωματικής ανάγκην εις τον ποταμόν εις μέρος που ήσαν πολλοί σκοτομένποι με πολλάς εικόνας, εκεί μας υποχρέωναν να ουρήσουμε. Οι Τούρκοι όταν έμαθαν ότι συνελήφθημεν αιχμάλωτοι έστελον επιστολάς εις το Στρατηγείον καταγγέλοντες οιονδήποτρε στρατιώτην που τους είχε πειράξει ή εις την τιμήν των ή εις την ζωήν 51 των και καθημερινώς ήρχοντο εις το τάγμα και ηρώτων σχετικώς ζητούντες πληροφορίας. Ημέραν τινά ήλθεν ο επιτετραμένος δι’ αυτάς τας υποθέσεις, εις ανθυπολοχαγός ονομαζόμενος Γιουνούς Εφέντης όστις μας είπε ότι όποιος θέλει να γράψει γράμμα εις την πατρίδα του, να γράψει. Eμείς τον ρωτήσαμε πως να το γράψωμε, Ελληνικά, Γαλλικά, ή Τουρκικά και αυτός μας είπε όπως και αν είναι, αλλά Τουρκικά καλύτερα. Σε λίγο μας ηρώτησε εάν μέσα εις το τάγμα υπάρχει στρατιώτης του 18ου συνατάγματος, εμείς δε του είπαμε ναι διότι αφ’ ενός δεν είχε δώσει αφορμήν να κτυπήσει και αφ’ εταίρου είμεθα πολλοί από το 18ον σύνταγμα. Τότε αυτός μας είπε να βγούμε έξω απ’ την γραμμήν που ήταν ο λόχος και βγήκαμε 18. Τότε αυτός μας ηρώτησε τον καθένα τίνος λόχου είμεθα και ο καθείς τον απήντα. Κατά κακήν τύχην, δε δεν ευρέθη εκεί κανείς του 7ου λόχου. Τότε αρώτησε, εάν κανείς του 7ου λόχου υπάρχει εις άλλον θάλαμον, κι εμείς του είπαμε ότι δεν γνωρίζομε. Τότε αυτός μας είπε ότι ξέρουμε και δεν μιλάμε και αμέσως όπως είχε το βούνευρον επί της μασχάλης το ήρπασεν και ήρχισεν να μας κτυπά, τότε εμείς διεσκορπισθήκαμε μεταξύ των άλλων ανδρών του λόχου, εκμαινείς αυτόν περιήρχετο μεταξύ των αιχμαλώτων και οιονδήποτε ανεγνώριζε, τον ήρπαζε και τον έστηνε παραπλεύρως της θύρας του θαλάμου. Αφού σε ανεγνώριζε, ανιχνεύσας επί πολλήν ώραν μόνον έξι άτομα εκ των 18, μεταξύ των οποίων και εγώ, έβγαλε μίαν φωτογραφίαν, η οποία ήταν μέσα εις την αλληλογραφίαν, ήρχισε να μας την επιδεικνύη και να μας υβρίζη με χυδαιοτάτας ύβρεις. Εις την φωτογραφίαν ήτο εις στρατιώτης του 7ου λόχου όστις εκράτει όπλον εις θέσην προτείνατε με εφ΄όπλου λόγχη και επί της λόγχης καρφωμένην μια κεφαλήν ενός χότζα με το σαρίκι όπως ακριβώς είναι οι χοτζάδες. Εμείς μόλις είδαμε την φωτογραφίαν, επάγωσε το αίμα μας αναλογιζόμενοι τι αυστηράς συνεπείας μπορούσε να είχε και δη κατά τας ημέρας εκείνας όπου η ζωή αιχμαλώτων ήταν αξίας μηδέν. Ασχέτως ότι δεν γνωρίζαμε τον στρατιώτην, δεν φταίγαμε, αφού δε μας την περιέφερε πρό των οφθαλμών μας δις κατ’ επανάληψιν, είπε Τουρκικά «ωαλάι Μπι λάι γκιούν ολτουρουτζέμ» δηλαδή μα την πίστη μου θα σας σκοτώσω σήμερα και έφυγε. Όταν έφυγε τόσον εμείς όσον και ολόκληρος ο λόχος ετρέμαμε, αναμένοντες να μας πάρη και να μας τουφεκίση. Μετά δέκα λεπτά της ώρας, ήλθε συνοδευόμενος υπό ενός δεκανέως, όστις ήτο αναστήματος δύο μέτρων και μελαψός και ενός λοχίου κρατούντος μίας χονδρής ράβδου 1 ½ μέτρων περίπου και αμέσως ο δεκανεύς επιτεθείς του πρώτου από τους πόδας, τον έριψε κατά γής και αφού του έβγαλε τις κάλτσες του διότι υποδήματα δεν υπήρχον εις κανένα, ήρπασε τους δύο πόδας μαζί τους ύψωσε περίπου 1 ½ μέτρο και την κεφαλήν επί του εδάφους ήρχισε να τον κτυπά με όλην την δύναμήν του. Μόλις δε αυτός ήρχισε να κραυγάζη, ο άνθυπολοχαγός κρατών το μαστίγιον επί της χειρός του, τον εκτύπα κατά πρόσωπον λέγων «γκέμπερ» δηλαδή ψώφισε. Οπότε ο αιχμάλωτος εδέχετο εκείνα τα ανηλεή ραπίσματα χωρίς να μπορεί να φωνάξει ή να κλαύση διά τον φόβον του βουνεύρου το οποίον έπιπτεν ανηλεώς εις το πρόσωπόν 52 του και υπό τοιαύτας συνθήκας, αφού εδέχθη περί τα 50 ραπίσματα τον απέσυραν εις την άκρην διά να επαναληφθεί το ίδιον και εις τον δεύτερον καθώς και εις τον έκτον. Αφού εδάρημεν όλοι κατ΄αυτόν τον τρόπον, ήρχισε πάλιν αυτός να μας κτυπά ως είμεθα όλοι χαμαί μη δυνάμενοι να σταθούμε στα πόδια μας και να μας υβρίζη οπότε ηναγκάσθημεν και πάλιν να σταθούμε στα πόδια μας αλλά και πάλιν ήρχισε εξ αρχής να μας επιδεικνύει την φωτογραφίαν και διατάζει αμέσως να επαναλαφθούν τα κτηπήματα όπως και πριν. Είμεθα χαμαί αιμόφυρτοι και εις κατάστασηιν λυποθυμίας εκ των πόνων ήρχισε και πάλιν να μας υβρίζη και να μας κτυπά διά τρίτην φοράν, να μας επιδικνύη την φωτογραφίαν και να μας λέγει «κιαφιρλάρ γκοριορσινζ» δηλαδή καθάρματα βλέπετε τι εκάματε και διέταξε και εκ τρίτου να επαναληφθή το ξύλο. Αφού εδάρθημεν και εκ τρίτου και μη κατορθώσας αυτός να ηρεμήση, εστράφη τότε το μίσος του κατά των εικόνων που είχαν όλοι οι αιχμάλωτοι. Όπου και αν τις εύρισκε, τις έπαιρνε και τις τοποθετούσε εις τον τοίχον άνωθεν των κεφαλών των. Ήσαν δε αυτοί τόσαι πολλαί, ώστε εισερχόμενος κανείς εις τον θάλαμον, ενόμιζε ότι εισήρχετο εις μίαν πολυτελή Εκκλησίαν. Τότε εστράφη αυτός, είδε τας εικόνας και αμέσως είπε «ούλέν γκιαιραλάρ γκιαούρ κουβούς γιαπιτζέμ μπουρτά» δηλαδή βρέ άπιστοι τι θα κάμω εδώ των απίστων τον θάλαμον και αμέσως διέταξε τους στρατιώτας να τας μαζέψουν. Αφού έγινε και αυτό είχε παρέλθει η ώρα και ανεχώρησε ειπών ότι τώρα θα φέρω το απόσπασμα, εμείς δε όλος ο λόχος από τον φόβον μας αναμέναμε όρθιοι τα αποτελέσματα μέχρι την απογευματινήν και αφού αυτός δεν ήλθε κατέφυγε ο καθείς εις τα παλιοστροσίδια του. Εμείς χωρίς φάρμακα, χωρίς τίποτε κλαίοντες συνεχώς και παρηγορούμενοι παρά των συναδέλφων μας υπομέναμε τους φρικτούς πόνους, οίτινες διήρκεσαν επί ένα εικοσιτετράωρον. Χωρίς να μπορούμε να κρατηθούμε στα πόδια μας ούτε και να κοιμηθούμε, εκαθήμεθα όλην την νύκτα μέσα στα στρωσίδια μας που ήσαν από σακιά διά να θερμαινόμεθα και έβλεπες όλην την νύκτα τους στρατιώτες συνεχώς να κινούνται χωρίς να μπορούν να ησυχάσουν από την ψίραν, διότι λόγω της ακαθαρσίας εκράτει ο καθένας επάνω του πολυάριθμες. Σκεφθήτε εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμεθα να μη έχομε ρούχα να αλάξωμε, ούτε και θέρμανσιν διότι είχε ενσκύψει δυνατός χειμώνας να μην έχεις διόλου χρήματα να πάρης ούτε ένα πακέτο τσιγάρα να καπνίσεις, να λησμονήσης τα βάσανα σου λίγο και να μη γνωρίζεις τι απέγινε η οικογένειά σου κατέφυγε εις την Ελλάδα ή την κατέστρεψαν οι Τούρκοι. Και έτσι φθάσαμε στα Χριστούγεννα. Εκείνην την ημέραν είπαμε εις τον ταγματάρχην ότι έχομε εορτήν μεγάλην και αυτός μας είπε ότι εορτές δεν γνωρίζει και επειδή του είπαμε να καθήσωμε αυτός μας έβαλε και εργαζόμαστε όταν έβρεχε και όταν σταματούσε η βροχή μας έβαζε στους θαλάμους. Το βράδυ εκαθήμην στο κρεββάτι μου οπότε με επλησίασε ένας πατριώτης μου, ο Φίλιππος Πετσίτης ο οποίος αφού με εχαιρέτησε και μου είπε τα χρόνια πολλά και άλλα παρηγορητικά 53 λόγια, με έδωσε μίαν λίραν χάρτινην την οποίαν λόγω της εορτής των Χριστουγέννων εδώρησε εις κάθε αιχμάλωτον ο καθηγητής της Αμερικανικής Σχολής Παραδείσου, Γεώργιος Μυλωνάς, όστις ήτο και αυτός αιχμάλωτος. Εγώ αμέσως εσηκώθην, πήγα πήρα ένα πακέτο τσιγάρα και ήρχισα να τα καπνίζω συνεχώς δια να διασκεδάσω την στενοχώρια μου. Σε μερικές ημέρες, πρωίαν τινά έρχονται και μας λέγουν να ετοιμασθούμε διότι θα πάμε σε κάποιο μέρος που ήλθε από την Αθήνα ένας στρατηγός να μας επιθεωρήση και ο οποίος ονομάζετο Παλλής. Αυτοί μας πήραν και μας πήγαν έξωθεν της Σμύρνης ακριβώς εκεί που συνελήφθημεν αιχμάλωτοι και κατά τας απογευματινάς ώρας. ήλθαν δύο λόχοι τουρκικού στρατού καθώς και μία ύλη Ιππικού εις τα παραπήγματα. Κατ’ εκείνην την εποχήν είχα προσβληθεί και από ελονοσίαν, όπου μίαν ημέραν απεφάσισα να υπάγω στο γιατρό όστις ήτο εις τον Μπασμαχανέ, ενώ εμείς ευρισκόμεθα εις την Πούντα δηλαδή περίπου τα 5 χιλιόμετρα. Μας πήρε εις νοσοκόμος και μόλις εξερχόμεθα του στρατώνος, ελιποθύμισα πρώτην φοράν στην ζωήν μου και έπεσα εις ένα χανδάκι. Αμέσως ο νοσοκόμος διέταξε τους άλλους να με ανασύρουν και αφού συνήλθα ηρνήθην να τους ακολουθήσω διότι όπως είπαμε ήταν μακρυά και έτσι επέστρεψα εις τον θάλαμον και ήμην εκεί έως την επόμενην το απόγευμα διότι καθημερινώς έβρεχε και δεν εργαζόμεθα. Το απόγευμα δε, εσταμάτησε η βροχή και τότε εις στρατιώτης ήλθεν εις την πόρταν του θαλάμου και εκάλη τους αιχμαλώτους ζητών εξι, διά νας μας πάη αγγαρία. Αμέσως εγώ προσεφέρθην διά τον λόγον ίσως συναντήσω καθ’ οδόν κανένα πολίτην και του ζητήσω να μου δώση ένα τσιγάρο, διότι ήμουν δεινός καπνιστής. Ο στρατιώτης μας πήρε και διά μέσου των δρόμων της Σμύρνης, κατευθηνόμεθα εις την προκυμαίαν. Φθάσατες εκεί εισήλθομεν εις το προαύλιον του Γενικού Στρατηγείου και επειδή η ώρα ήτο ακατάλληλος λόγω της μεσημβρίας και τα γραφεία ήταν κλειστά, εκαθήμεθα εις ηλιακόν μέρος αναμένοντες να ανοίξουν το γραφεία. Πλησίον εκεί που καθήσαμε ήτο λοχίας και εις στρατιώτης αιχμάλωτοι, έχοντες ένα κάρο το εφόρτωναν κεράμους. Εζήτησα την άδειαν του συνοδού μας να υπάγω να συνομιλήσω με αυτούς και εκείνος μου την έδωσε. Τότε πήγα και τους ηρώτησα εάν ανήκουν εις το Β τάγμα που έδρευε εις το Γενικόν Στρατηγείον και το οποίον επιδίδετο εις την συγκέτρωσιν όλων των πραγμάτων και εμπορευμάτων από οικίας και καταστήματα που δεν είχαν και τα μετέφεραν εις τας Γενικάς Αποθήκας του Κράτους και απ’ εκεί οι αιχμάλωτοι εξοικονομούσαν πολλά πράγματα. Εις αυτό το τάγμα επικεφαλής ήτο ο επιλοχίας του λόχου μας, ονομαζόμενος Γεώργιος Τσίρκας ο οποίος απήλαυνε της εμπιστοσύνης των Τούρκων αξιωματικών. Αφού λοιπόν με είπαν ότι ανήκουν εις αυτό το τάγμα, τους παρεκάλεσα μόλις φθάσουν εις το τάγμα να ειδοποιήσουν τον Τσίρκα ότι κάποιος λοχίας απ’ τον λόχον του τον ζητά. Αυτοί μου το υποσχέθησαν και τότε εγώ επέστρεψα και εκάθησα εις την θέσιν μου. Αυτοί δε μόλις εφόρτωσαν το κάρο ανεχώρησαν. Μετά ημισείαν περίπου ώραν και ενώ ακόμη εκαθήμεθα όπως έγραψα να ανοίξουν τα γραφεία, είδα δύο στρατιώτας αιχμαλώτους να κατευθύνονται προς εμάς. Αφού δε επλησίασαν ανεγνώρισα αμέσως τον επιλοχίαν 54 Τσίρκαν και όπισθεν αυτού τον άλλον όστις ήτο ο τσαγγάρης του λόχου μας Χ’’ Γεωργίου Κωνσταντίνος, κρατών εις τον ώμον του ένα σάκκον. Αμέσως ησπάσθημεν ο εις τον άλλον και αυτοί ήρχισαν να κλαίουν μόλις με είδαν εις αυτήν την κατάστασιν ελεεινήν, σχεδόν γυμνόν και τελείως ανυπόδητον, ενώ αυτοί αντιθέτως ήσαν πολύ καλά ενδεδυμένοι διότι όπως είπαμε από την συγκέντρωσιν οικονομούσαν αρκετά. Καθήσαμε εκεί πλησίον συνομιλούντες και κατόπιν εξήγαγε εκ του σάκου δύο χιτώνια, μία περισκελίδα, τρία ψωμία και 4 πακέτα τσιγάρα και με προσέφερε και 3 χάρτινες λίρες, εγώ δε τον ευχαρίστησα. Τότε ο τσαγκάρης έβγαλε τα υποδήματά του και με είπε να τα δοκιμάσω αν μου κάνουν, τα έβαλα εις τα πόδια μου και ήταν καλά και τότε αυτός με τα εδώρησε. Εγώ δε, δεν τα ήθελα να τα κρατήσω αλλ’ αυτός επέμενε λέγοντας ότι εις τον στρατώνα είχε και άλλα και τότε τα εκράτησα. Φαντασθήτε την χαρά μου εν καιρώ χειμώνος να μη έχω ούτε χιτώνιον, ούτε υποδήματα. Μόλις τα εφόρεσα πετούσα απ’ την χαρά μου, αφού δε ήλθε η 4η απογευματινή και ήνοιξαν τα γραφεία, έφυγα ευχαριστήσας αυτούς. Εμάς ο συνοδός μας, μας οδήγησε εις τινα αποθήκην όπου εφυλάσοντο ρολλά πισόχαρτα και λαβών ανά εν ο καθείς επί των όμων του αναχωρήσαμεν κατευθυνόμενοι εις τον στρατώνα μας. Εξερχόμενοι δε του στρατηγείου με συνήντησε και εις λοχίας του λόχου μας, όστις αφού με εχαιρέτησε με εδώρησε ½ λίρα και έτσι μεταφέραμε το πισόχαρτο προς επισκευήν των παραπηγμάτων μας. Τότε ενεθυμήθην τα λόγια του Ευαγγελίου λέγοντος και όσα αν αιτήσεσθε εν τη προσευχή λήψεσθε, εξήλθε ασθενής προς αναζήτησιν ενός τσιγαρέτου και ο Θεός με έδωσε δύο σακάκια ένα παντελόνι, ένα ζεύγος παπούτσια, 3 ½ λίρες καθώς και τέσσερα πακέτα τσιγάρα. Η εργασία εις την οποίαν επιδιδόμεθα καθημερινώς εις Σμύρνην, ήτο ως επί το πλείστον διά τον καθαρισμόν των δρόμων. Διαιρούμεθα εις στοιχεία αποτελούμενα από 3 αιχμαλώτους και ενός όνου και περιφερόμεθα εις διαφόρους τομείς της πόλεως, κρατών ο εις τον όνον, ο άλλος μία σκούπα και ο τρίτος ένα φτιάρι, καθαρίζοντες τους δρόμους. Εκείνος δε όστις εκράτει τον όνον, διελάλη συνεχώς κραυγάζον Τουρκικά «Σοπομτού» δηλαδή σκουπίδια. Ήκουον οι χανούμισες κρατούσαι τα δοχεία των αποριμάτων. Ημέραν τινά και εκεί που επέστρεφα από το μέρος που αδιάζαμε τ’ απορρίματα τα οποία επ’ εκεί τα παραλάμβανε αυτοκίνητον, διερχόμενος έξωθεν μιας βρύσης απέναντι της οποίας υπήρχε μία οικία, είδα μίαν χείρα γυναικείαν να με καλή να υπάγω προς το μέρος της. Αμέσως άφησα τον όνον εις το μέσον του δρόμου και κατευθύνθην προς το μέρος της οικίας και αμέσως αυτή με προσέφερε ½ άρτον λευκόν περίπου 2 οκάδες. Τον πήρα την ευχαρίστησα τον έβαλα εις το σακίδιόν μου και ανεχώρησα. Όταν απεμακρύνθην έβγαλα το ψωμί από το σακίδιόν μου και το περιεργάσθηκα διότι όταν μου το έδωσε κάτι αντελήφθην και τότε είδα ότι το ψωμί ήτο ζυμωμένο με βούτυρο και ζάχαρη και είχε επ’ αυτού την σφραγίδα προσφοράς σταυροειδώς. Δηλαδή όπως με έδωσε το μισό ήτο εις το άνω μέρος η ημισεία σφραγίς και στο κάτω μέρος η ημισεία σφαγίς εις δε το δεξιόν και πάλιν ολόκληρος. Όταν εκαθήσαμε με τους συναδέλφους μου εσχολιάσαμε το πράγμα και καταλήξαμε ότι ήτο χριστιανή από τις πολλές 55 Ελληνοπούλες που κατά την καταστροφήν εστόλισαν τα Τουρκικά Χαρέμια. Εγώ προσωπικώς δεν την είδα, είδα όμως την χείρα της, όταν με έδιδε το ψωμί και επρόκειτο περί νέας γυναίκας. Και τώρα ο καιρός παρέρχεται και ευρισκόμεθα κατά μήνα Μάρτιον όπου εμέ και μερικούς συναδέλφους μου ήλθε εις Τούρκος αξιωματικός μας μετέφερε εις τον Κουλκουτζά, εις μίαν αγροτικήν οικίαν και έβαλε τους μέν συναδέλφους μου να σκάβουν τ’ αμπέλια και εμένα να κλαδεύω. Αυτά τα αμπέλια ήταν όλα Ελληνικά. Μίαν ημέραν εκεί που εργαζόμεθα, μας επλησίασαν τρείς πολίτες, μας εχαιρέτησαν μας ηρώτησαν εάν ήμεθα αιχμάλωτοι και τότε μας είπαν ότι σύντομα θα φύγετε και θα πάτε εις την πατρίδα σας. Εμείς τους ρωτήσαμε εάν αληθεύη και τότε αυτοί μας είπαν ότι και εκείνοι ήσαν αιχμάλωτοι εις την Ελλάδα και αντηλάγησαν. Επίσης μας έλεγαν ότι τους πρόσφυγας οι εντόπιοι δεν θέλουν να τους ιδούν και περιφέρονται μέσα εις τους δρόμους ρακένδυτοι. Τότε αυτό με εξέπληξε, διότι και εγώ από αυτούς ήμουν και εσκεπτόμην την τύχην μου, εάν αλήθευε. Αφού καλιεργήσαμε τ’ αμπέλια του αξιωματικού, μας μετέφεραν και πάλιν εις τον στρατώνα. Εκεί ήρχετο καθημερινώς εις λοχίας Τούρκος ο οποίος ονομάζετο Σαράφ Μουσταφά Τσάτς, η χαρά του δε ήτο να διαβάση εφημερίδα και μόλις έβλεπε τι το αφορόν τους αιχμαλώτους , αμέσως ήρχετο και μας το ανακοίνωνε. Αυτός μας είπε και την είδησην ότι ο Καραπιπέρης δηλαδή ο Πλαστήρας, ετουφέκισε τους έξι και μας είπε ποιοι είναι ονομαστικώς.
Ανταλλαγή.(σελ.55)
Όπου μίαν ημέραν, ήλθε και μας είπε ότι αρχίζει η ανταλλαγή και ότι σήμερον έφθασαν εξ Ελλάδος 27 Τούρκοι ασθενείς και θα φύγουν και απ’ εδώ Έλληνες ασθενείς και κατόπιν θα εξακολουθήση η γενική ανταλλαγή. Επιπροσθέτως είχαμε και άλλον αγγελιοφόρον όστις μας μετέδιδε ειδήσεις, κάποιον επιλοχίαν εβραίον ονομαζόμενον Σαμπατίν, όστις ηργάζετο εις το τάγμα και επ’ εκεί εμάθαινε ειδήσεις όπου μίαν πρωίαν και συγκεκριμένως Σάββατον των Βαΐων, έρχεται πρωί πρωί και μας λέγει ότι ήλθε η διαταγή να φύγουν 1.000 αιχμάλωτοι. Προτιμούνται δε οι πιο αδύνατοι και αυτοί είναι το τάγμα του Κασαμπά και αν ως αύριον το πρωί δεν φθάσει, θα φύγουν από το τάγμα το ιδικό μας. Εμείς δε μη φαντασθήτε την χαράν μας. Πράγματι την επομένην πρωί πρωί, δηλαδή Κυριακή των Βαΐων, έφθασε ο λοχαγός και ήρχισε να σφυρίζει και να φωνάζει να βγούμε όλοι έξω. Εμείς αντελήφθημεν περί τίνος πρόκειται, εξήλθαμεν αμέσως εσχιματήσαμε την παράταξιν και εζυγίσθημεν αμέσως. Μόλις δε ο λοχαγός μας είδε ότι είχαμε τέτοια όρεξη, αντελήφθη ότι το είχαμε μάθει και ήρχισε να γελά. Αμέσως εσχημάτησε εις το μέσον του στρατώνος κύκλο με Τούρκους στρατιώτας, έβαλε εις το μέσον ένα γραφείον, εκάθησαν οι γραμματείς και αυτός ήρχισε την επιλογήν εκλέγων τους ποιο αδυνάτους. Τους οδηγούσαν εις το μέσον του κύκλου και εκεί τους κατέγραφον τα ονόματα, καθώς και τους αριθμούς και κατόπιν οδηγούντο εις το κουρείον, αφού δε μέχρι εσπέρας έκαμε την επιλογήν διέταξε όλοι να υπάγουν εις τον κουρέα να καθαρισθούν και να είναι έτοιμοι, αύριον το πρωί να αναχωρήσουν δι’ Ελλάδα. Οι κουρείς όλην την νύκτα εξύριζαν και την επομένην το πρωί δηλαδή Μεγάλην Δευτέραν, μας παρέταξαν έξωθι του στρατώνος και υπό τα βλέματα των υπολοίπων αιχμαλώτων, οίτινες έμενον ζηλεύοντες την τύχην μας φοβούμενοι μη τυχόν και σταματήσει η ανταλλαγή και αφού μας επιθεώρησαν καλά την κουρελαρίαν μας, αναχωρήσαμε κατευθυνόμενοι προς το μέρος Μπαζμαχανέ, όπου ήτο η αποβάθρα του λιμένος της Σμνύρνης, κρατούντες μίαν μεγάλην εικόνα της Παναγίας. Μετά μίαν ώραν εφθάσαμε εις την παραλίαν, ήτο η ώρα 11 π.μ. και δεν είδαμε ούτε πλοίον να στέκεται ούτε τίποτε. Προς στιγμήν απελπισθήκαμε φανταζόμενοι ότι μας περιέπαιζαν όπως άλλοτε, αλλά κατά την 1ην μ.μ. ώραν κατέφθασε εν αυτοκίνητον γεμάτο ψωμία και αμέσως κατέφθασε επιτροπή εκ’ Τούρκων αξιωματικών και ήρχισαν την διανομήν του άρτου, δίδοντάς μας και συν τω χρόνω και μίαν προκύριξην την οποίαν μεταφέραμε εις την Ελλάδα και δημοσιεύσαμε εις τας εφημερίδσας η οποία έλεγε « Οι Έλληνες στρατιώται, σεις είσθε εκείνοι οι οποίοι πυροβολήσατε, καταστρέψατε και εφονεύσατε τον Τουρκικόν πληθυσμόν της Μικράς Ασίας και έπρεπε και σείς να πέσετε επί των επάλξεων τούτων, αλλά η Τουρκική ευγένεια σας αφήνει να επιστρέψετε εις την πατρίδα σας, μη επαναληφθή το τοιούτον διότι να προκύψη εις βάρος σας»
Υπογραφή.Ο Τούρκος …………
Κατά την 4ην απογευματινήν, κατέφθασε μικτή επιτροπή από Άγγλους, Γάλλους και Ελβετούς οι οποίοι θα επέβλεπον διά την ανταλλαγήν και μετά ημισίας ώρας είδαμε αίφνης να προβάλη το πλοίον παραλία – παραλία έχων επί του πρυμαίου Ιστού τον Ερυθρόν Σταυρόν και ονομάζετο Καλωτάς Πειραιεύς. Αγκυροβόλησε εις την προβλήτα και αμέσως ήρχισε η ανταλλαγή, εφώναζαν τα ονόματα και τον αριθμόν εκάστου. Εγώ είχα αριθμόν 18.830 και αυτός προχωρούσε μέχρι το μέσον της αποβάθρας που εκράτουν Τούρκοι στρατιώτες και αφού εγενόμεθα 100 άνδρες τότε δύο μέλη της Επιτροπής, εις αξιωματικός και εις Άγγλος, ήρχοντο, εμετρούσαν τας τετράδας και αφού συμφωνούσαν, μας άφηναν και τρέχαμε προς το πλοίον. Ανεβαίναμε εις αυτό και τότε εις αξιωματικός ιατρός Έλλην μας κατέγραφε τα ονόματα, την προέλευσιν δηλαδή στρατιώται ή πολίται, μας έδιναν 3 γαλέτες, ένα κουτί σαρδέλες, μία κουβέρτα και τακτοποιούμεθα εις τα διάφορα διαμερίσματα του πλοίου. Είμεθα σύνολον 951. Διανυκτερεύσαμε επί του πλοίου εις Σμύρνην και λίαν πρωί μία ακταιωρός μας παρέλαβε, μας πήγε έξω απ’ το Καστράκι και εκεί μας άφησε διά να εξακολουθήσωμε την πορείαν μας. Κατά την 9ην πρωϊνήν διερχόμεθα έναντι των Βουρλών, τα οποία αποχαιρετήσαμε, ότι δεν θα τα επανείδομεν. Οι στρατιώται όλοι έξαλοι από χαράν καθ’ όλην την διαδρομήν έψαλλον το Χριστός Ανέστη, εκείνο όμως που χώριζε τους στρατιώτας εις δύο παρατάξεις, ήτο ότι οι μεν πήγαιναν να ανταμώσουν ασφαλώς τα προσφυλή των πρόσωπα, τα οποία τους ανέμενον εναγωνίως, οι δε επανήρχοντο και αυτοί εις την μητέρα Ελλάδα, αλλά μη γνωρίζοντες προς στιγμήν, εάν θα ανταμώσουν τα προσφιλή των πρόσωπα ή θα ακούσουν από γνωστούς και χωριανούς των ότι τα έφαγε η σπάθα του Τούρκου. Για αυτό έβλεπες όλους τους μικρασιάτας να είναι ζωγραφισμένη η κατήφεια εις το 57 πρόσωπόν των. Όλην την νύκτα εταξιδεύσαμε και το πρωί της Μ.Τετάρτης φθάσαμε έξωθεν του Πειραιώς και κατευθύνθημεν εις το Λιμοκαθαρτήριον και αγκρυβόλησε το πλοίον. Τότε εξήλθε ο ιατρός, τον οποίον παρακαλέσαμε να επιταχύνη την έξοδόν μας, ούτως ώστε το Πάσχα να ευρισκόμεθα πλησίον των οικείων μας και αυτός μας το υπεσχέθη. Η ημέρα ήτο καλή και ήρεμος. Μόλις αφίχθημεν και μετεδόθη η είδησις εις τας Αθήνας και τον Πειραιά, αμέσως ετέθη εις κίνησιν το πάν, ό,τι πλωτόν μέσον και αν υπήρχε εις τον Πειραιά από πλοία μέχρι μικραί βάρκαι, όλα αυτά ναυλώθηκαν από τον κόσμον που λαχταρούσε να φθάση πλησίον μας, να μας πλησιάση και να μάθη ο καθείς διά το προσφυλές του πρόσωπον. Οπουδήποτε και αν έστρεφες το βλέμα σου γύρω από το πλοίον, έβλεπες δημοσιογράφους να κρατούν σημειωματάρια και μολύβια και να μας ρωτούν πόσοι είμεθα, πόθεν ερχόμεθα, τι είμεθα στρατιώται ή πολίται, ο δε κόσμος να ερωτά μόλις ανεγνώριζε κανένα εάν είδε τον αδελφόν του ή τον άνδρα της κλπ. Εμείς, αφού εδίδαμε απαντήσεις, εφωνάζαμε τσιγάρααααα διότι δεν είχε κανείς ούτε ένα. Μετά μίαν ώραν κατέφθασε μία βενζινάκατος η οποία μετέφερε δύο κάσες τσιγάρα, μία Καραβασίλη και μία μάρκας Λέρτα και μας τα διένειμον. Ο κόσμος εν ουδεμία περιπτώσει ήθελε να μας εγκαταλείψη, προσπαθών με κάθε τρόπον να μάθη κάτι. Αυτό εξηκολούθησε και όλην την ημέραν της Μ. Πέμπτης, όπου έφθασε όλος ο κόσμος απ’ την επαρχία αναζητών τους ιδικούς του. Διότι είμεθα τόσοι πολλοί αιχμάλωτοι, πολίται και στρατιώται, ώστε σπανίως υπήρχε σπίτι που να μη αναζητή τον άνθρωπόν του και κατά την Μ. Πέμπτην το εσπέρας, μας απεβίβασαν εις το Λιμοκαθαρτήριον και αφού μας κατέγραψαν και έδωσαν εις τους στρατιωτικούς απολυτήριον και από δύο μηνιαίους μισθούς, επίσης μας έδωσαν από μίαν διπλήν κουραμάνα και μία καραβάνα ρύζι πιλάφι. Εμείναμε όλην την νύκτα εκεί και κατόπιν μας είπαν ότι λόγω του Πάσχα διά να βρεθούν όλοι οι αιχμάλωτοι εις τα σπίτια των όλα τα πλοία, σιδηρόδρομοι, αυτοκίνητα και λοιπά εις όλα τα διαμερίσματα του Κράτους και μέχρι της νύκτας του Μ. Σαββάτου, θα εργάζονται συνεχώς και αμέσως ανέγνωσαν το κάθε πλοίον σε ποια γραμμή θα πάη. Τότε εγώ έδωσα προσοχή προς τας Κυκλάδας, ποιο πλοίον πηγαίνει και ήκουσα ότι φεύγει ο Κρόνος, διότι εφ’ όσον δεν εγνώριζα τίποτα διά την οικογένειάν μου, απεφάσισα να επισκεφθώ την Νάξον, εκ της οποίας ήταν η καταγωγή του παππού μου. Το πρωί της Μ. Παρασκευής κατέφθασε το Ατμόπλοιον Μακεδονία, μας παρέλαβε και υπό τα σιρίγματα όλων των πλοίων μας αποβίβασε εις Πειραιά. Εκεί μας ανέμενε άλλη έκπληξις, αφ’ ενός λόγω της ημέρας και αφ’ εταίρου από λαχτάραν να συναντήσουν προσφιλή των πρόσωπα, ευρίσκετο σύσσωμος ο πληθυσμός Αθηνών και Πειραιώς, καθώς και των επαρχιών, υπολογιζόμενος εις πολλάς χιλιάδας. Σημειώστε ότι είμεθα η πρώτη αποστολή και μόλις εξήρχετο ο καθείς εκ του πλοίου αμέσως εκυκλώνετο από 100 ανθρώπους, οι οπίοι εζήτουν πληροφορίας. 58 Απεβιβάσθην και εγώ, αλλά μέχρι της στιγμής εκείνης, ουδεμία πληροφορίαν είχα διά τους οικοίους μου. Μετ’ ολίγον, εις χωριανός και γείτονας, με συνήντησε ο Γεώργιος Ράπτου, όστις αμέσως με είπε να ανεβούμε εις τα Αθήνας και εκεί θα μάθωμε. Διότι υπάρχουν καφενεία Βουρλιώτικα εις την οδόν Αθηνάς του Κωνσταντήνου Μιχαλάτου, σημειώστε δε, ότι διά πρώτην φοράν ηρχόμην εις Αθήνας. Επέβημεν του Ηλεκτρικού, χωρίς να πληρώσωμε εισιτήρια, διότι όλοι οι αιχμάλωτοι δεν επλήρωναν εισιτήρια και εγνωρίζοντο από το πρόσωπον που είχε καταντήσει από την ψίρρα αγνώριστον, καθώς και από τα παλιόρουχα που εφορούσαμε. Απεβιβάσθημεν εις το Μοναστηράκι και εκείθεν κατευθύνθημεν εις το Καφενείον του Κωνσταντίνου Μιχαλάτου. Εκεί υπήρχον πολλοί θαμώνες γνωστοί μεταξύ των οποίων ήτο και ο Ηλίας ο Φέξης, όστις μόλις με είδε εσηκώθη αμέσως με εχαιρέτησε και με ανέκοίνωσε ότι είχε γράμμα από τον αδελφόν μου Πέτρον, όστις ευρίσκετο μεθ’ ολοκλήρου της οικογενείας μας, εις Νάξον και τον παρεκάλει τώρα που έμαθα αυτό η χαρά μου δεν περιγράφεται. Τότε ο Ηλίας μου είπε ότι θα με φιλοξενήσει αυτός μέχρι το Πάσχα και την Νέαν Δευτέραν να αναχωρήσω διά Νάξον και εγώ υπεσχέθην, υπό τον όρον όμως να τηλεγραφήσω ότι ευρίσκομαι εις Αθήνας να ησυχάσουν. Έκαμα λοιπόν το τηλεγράφημα εις το οποίον έλεγα Αναστάσιον Κουφόπουλον, Βόθρον (το παλαιό όνομα της Κωρόνου, ο τόπος καταγωγής μας εις την Νάξον), Κηρονίδη, υιός σας Κωνσταντίνος έφθασε εις Αθήνας μη ανησυχείτε. Πήγα στο τηλεγραφείον, το έδωσα αλλά μόλις ο υπάλληλος με είδε εις αυτήν την κατάστασιν με ηρώτησε πότε σκέπτομαι να φύγω και εγώ του είπα την Δευτέραν. Τότε αυτός με είπε, επειδή είσαι αιχμάλωτος σου το λέω. Βάλε στη τσέπη σου το τηλεγράφημα και την Νέαν Τετάρτην να φύγης θα πας γρηγορότερα από το τηλεγράφημα, διότι λόγω των εορτών τα τηλεγραφήματα καθυστερούν. Τότε εγώ μόλις το ήκουσα αφού ευχαρίστησα τον τηλεγραφηστήν, είπα εις τον κ. Φέξην ότι οπωσδήποτε θα αναχωρήσω απόψε διά Νάξον. Τότε αυτός δεν αντέτεινε. Αμέσως κατήλθα στον Πειραιά εθεώρησα το απολυτήριον εις το φρουραρχείον, επεβιβάσθην εις το Κρόνος και κατά την 8ην εσπερινήν απέπλευσε. Τα ξημερώματα ευρισκόμεθα εις το λιμάνι της Τήνου όπου απεβίβασε μερικούς προσκυνητάς, καθ’οτι Μ. Σάββατον και εορτή του Ευαγγελισμού. Εκείθεν κατευθύνθην εις Σύρον και κατά την 2αν μ.μ. αγκυροβολήσαμε εις Νάξον. Απεβιβάσθημεν εκεί, κατέφυγα εις το παντοπωλείον του Γεωργίου Τσαίνη και αυτός με σύστησε εις στρατιώτας αδειούχους που πήγαιναν εις τους Βόθρους και αναχωρήσαμε. Καθ’ οδόν μας συνήντησε κάποιος υποκελευστής, Όθων Πρωτονοτάριος, όστις κατά τον χειμώνα είχε πάρει άδεια και ήτο εις Βόθρους και είχε γνωρίσει τον πατέρα μου, ο οποίος του έλεγε ότι είχε ένα παιδί λοχία και εχάθηκε και δεν είχε καμία πληροφορία. Μόλις με είδε αυτός με ηρώτησε εάν είμαι Κουφόπουλος και εάν είμαι γιός του Μπάρμπα Αναστάση, εγώ του είπα μάλιστα. Τότε αυτός απεμακρύνθη αμέσως διότι είχε ιππεύσει ημιόνου και αφού έφθασε εις Βόθρους εκάλεσε τον αδελφόν μου Πέτρον, όστις κατ’ εκείνην την ώραν έσφαζε ερήφιον λόγω του Πάσχα και του είπε 59 «Πέτρο ο αδελφός σου έρχεται». Εκείος όμως αμφέβαλε διότι είχα και θείον ονομαζόμενον Κωνσταντίνον Κουφόπουλον, πολίτην τον οποίον έσφαξαν, αλλά ο Όθων τον επεβεβαίωσε ότι ήμουν εγώ, ο αδελφός του, διότι έφερα τον βαθμόν του λοχίου. Τότε αυτός αμέσως έτρεξε, βρήκε τον πατέρα μου και το ανεκοίνωσε. Εκείνος δε έξαλλος από χαράν, έτρεξε σπίτι και χωρίς να ανακοινώση στην μητέρα και τα αδέλφια μου τι, κατηυθύνθη στο εικονοστάσιον, ήρχισε να προσεύχεται και να απευθύνη το Δόξα σοι ο Θεός, οίτινες τον εξέλαβον ως τρελλόν. Μετά πολλών δε κόπων, κατώρθωσε να ψελίση, ο Κώστας έρχεται. Εις το άκουσμα αυτό αμέσως ελιποθύμησε η μητέρα μου. Περί την δύσιν του ήλιου φθάσαμε με τους στρατιώτας έξωθι των Βόθρων και τότε είδαμε να τρέχουν προς εμάς πολλοί άνθρωποι τους οποίους ανεγνώρισα, οι αδελφοί μου, ο πατέρας μου, όλοι οι θείοι μου ο Μπάρμπα Μιχαλιός, ο Μπάρμπα Γιαννακός καθώς και πολλοί Ναξιώτες, πρώτα εξαδέλφια του πατέρα μου, αφού δε ησπάσθημεν ο εις τον άλλον, προχωρήσαμε διά μέσου του χωριού εις το οποίον είχαν συγκεντρωθή όλοι οι κάτοικοι να με υποδεχθούν. Φθάσαμε εις την οικίαν μας και μόλις με αντίκρυσε η μητέρα μου και τα αδέλφια μου δεν φαντάζεσθε τι έγινε. Την επομένην εορτάσαμε το Πάσχα όλοι μαζί. Δεν θα λησμονήσω την φιλοξενία όλων των κατοίκων και δη των συγγενών μας, οίτινες μας περιέβαλον με τέτοιαν στοργήν και αγάπην που σπανίως συναντά άνθρωπος. Εκεί εκαθήσαμε μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, οι μεν αδελφοί μου και ο πατέρας μου ηργάζοντο διά την συγκέντρωσιν σμύριδος, εγώ δε αφού ανεπαύθην επ’ αρκετόν καιρόν και ανέρωσα κατήλθον εις τον όρμον του Λυώνος όπου εγένετο η συγκέντρωσις της σμύριδος και παραπλεύρως του Δημοσίου περίβολου ήνοιξα καφενείον, σχετισθείς μετά του τότε Διευθυντού της Σμύριδος Λεωνίδα Σταθάλκη, όστις πολλάκις με εβοήθησε. Επεράσαμε ημέρας ευτυχίας και κατά τον Σεπτέμβριον ανεχώρησε ο αδελφός μου Πέτρος μετά της συζύγου του εις Χανιά. Εγκατεστάθη εκεί και έλαβε προσφυγικόν κλήρον. Τότε η μητέρα μου ήρχισε καθημερινώς να μας παρωτρύνη να αναχωρήσωμε και εμείς διά τα Χανιά, να υπάγωμε πλησίον του Πέτρου, όπου το αποφασίασαμε και κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου αναχωρήσαμε εκ Νάξου, μετέβημεν εις Σύρον και εκείθεν εις Πειραιά και την επομένην διά Κρήτην και απεβιβάσθημεν εις Χανιά. Ήλθεν ο αδελφός μου, μας παρέλαβε και φθάσαμε εις το χωρίον Δαράτσο, όπου εκείνην την εποχήν ευρίσκετο εις αθλιεστάτην κατάστασιν. Ούτε δρόμους είχε, ούτε βιώσιμα σπίτια, ούτε τίποτε. Εγώ ήρχισα να απογοητεύομαι, έβλεπα τους κατοίκους να φέρουν όλοι όπλα και να πυροβολούν διότι υπήρχε τελεία αναρχία. Εργασία δεν υπήρχε πουθενά, διότι οι περισσότεροι επιδίδοντο εις την κλοπήν. Κατ’ εκείνην την εποχήν Γενικός Διοικητής Κρήτης ήτο ο εκ Νάξου Πέτρος Ευριπαίος. Ημέραν τινά έλαβα συστημένην επιστολήν από τον ιατρόν Νάξου κ. Πιταράν, όστις ήτο επιστήθιος φίλος του Ευριπαίου και με έγραφε να μεταβώ εις αυτόν να με εξυπηρετήση. Είχε δε και μίαν εσώκλειστον επιστολήν προς αυτόν. Τότε πήγα και 60 του την έδωσα και αυτόν, εις το άκουσμα μόνον Πιταράς εσκίρτησε, με προσέφερε κάθισμα και κατόπιν του είπα ότι προέρχομαι από την Νάξο και ήκουσα τας εγκαταστάσεις που γίνονται εδώ και ήλθαμε. Τον παρακάλεσα να μας φανή χρήσιμος, αυτός με είπε ότι ως Γενικός Διοικητής Κρήτης την μεγαλύτερην εξυπηρέτησιν που μπορεί να με κάμη είναι να με βγάλη τα εισητήρια δωρεάν να γυρίσωμε πίσω, να πάμε εις την Νάξον, να αποθάνομεν εις τα αγιασμένα εκείνα χώματα. Εδώ δεν βλέπετε τι γίνεται και ήλθατε να στήσετε τζάκι. Με απογοήτευσε τελείως, αλλά αφού του επέμενα εγώ εκάλεσε τον νομογεωπόνον Χατζηδάκην και τον διέταξε να μου δώση ένα καλόν κλήρον και αφού τον ευχαρίστησα ανεχώρησα. Κατά κακήν τύχην όμως, μετά τρείς ημέρας μετετέθη απ’ τα Χανιά ως Γενικός Διοικητής Μακεδονίας και έτσι έχασα κάθε ελπίδα. Εκαθήσαμε δε εκεί, χωρίς να τύχομε εγκαταστάσεως, διότι οι πρόσφυγες είχαν καταλάβει όλας τας Τουρκικάς περιουσίας και τας είχαν κάμει διανομήν. Αλλά κατά καλήν τύχην, υπήρχαν ακόμη Τούρκοι εκεί και μόλις ανεχώρησαν μας εγκατέστησαν εκεί με 7ο ελαιόδενδρα, 5 στρέματα κρασαμπέλου και μίαν οικίαν. Έτσι εγκατεστάθημεν οριστικώς εκεί. Εγώ εργαζόμουν πότε εδώ και πότε εκεί εις αγροτικάς εργασίας και εις ελαιοτριβείον. Κατά την 14η Σεπτεμβρίου 1924 ενυμφεύσαμε την αδελφήν μας Ευαγγελία μεθ’ ενός νέου πατριώτη μας εξ’ Ηρακλείου, ονομαζομένου Νικολάου Μορτόγλου, αποβιώσαντος προ διετίας. Κατά το έτος 1925 ενοικίασα το εις εν Δαράτσω ευρισκόμενον ελαιοτριβείον και κατά το τέλος της εσοδείας και περί την 17ην Ιανουαρίου, παρουσία όλων των τέκνων της και όλως αιφνιδίως, απεβίωσε η μητέρα μας εκ συγκοπής καρδίας και μη ερωτάτε την θλίψιν μας, ήτις διήρκεσε επί πολύ διότι ήτο αξιαγάπητος. Τότε συναιτερίσθην μεθ’ ενός εντοπίου Γεωργίου Βαμβουνάκη ονομαζομένου, τον οποίον εφόνευσαν οι Γερμανοί, αλλά ο συνεταιρισμός μας δεν διήρκεσε επί πολύ λόγω του ότι ήτο νεόγαμβρος και δεν ενδιαφέρετο δι’ υποθέσεις του καταστήματος. Κατά την 8η Νοεμβρίου του έτους 1925 ηρηβωνίσθην την δεσποινίδα Φωτεινήν Σ. Ματθαίου και κατά την 9ην Μαρτίου 1926 ετελέσαμε τους γάμους μας, οι οποίοι διήρκεσαν με γλέντι ένα ημερονύκτιον. Τότε την εποχήν εκείνην ήκμαζε εις την Κρήτην η φυτεία του καπνού και επεδόθην και εγώ εκεί επί δύο έτη, αλλά κατόπιν κατήλθε η τιμή και έτσι παρητήθην. Συνεταιρισθείς μεθ’ ενός φίλου μου διαμένοντος εις Χανιά, ηνοίξαμε κατά το έτος 1928 καφεκαπνοπωλείον. Ο Συνεταιρισμός αυτός διήρκεσε περί τα οκτώ έτη και θα διαρκούσε ακόμη, αλλά ο άνθρωπος αυτός όστις δεν υπάρχει σήμερον φονευθείς παρ’ ενός πελάτου του, διεκρίνετο διά τον πολύ εγωισμόν του και έτσι διαλύσαμε τον συνεταιρισμόν. Από τον γάμον μου με την Φωτεινή, αποκτήσαμε έξι τέκνα, ήτοι την Ειρήνην, ήτις εγεννήθη την 1η Δεκεμβρίου 1926, την Μαρίαν, ήτις εγεννήθιη την 22α Ιανουαρίου 1928, και η οποία σήμερον δεν υπάρχει εις την ζωήν, προσβληθείσα από οξείαν μορφήν οστεομυελίτιδος και απεβίωσε την 29η Φεβρουαρίου 1944. Επί τη ευκαιρία εν ολίγοις ας εξιστορίσω τα διατρέξαντα. Την αρραβώνισα την 16ην Φεβρουαρίου 1944 μεθ’ ενός νέου εκ Χανίων ονομαζομένου Κωνσταντίνου Βαλίνη, 61 του οποίου την αδελφήν είχε φονεύσει εις, διότι την ηγάπα και εκείνην δεν τον ήθελε. Ήταν τότε η Μαρία 16 ετών, πρώτου αναστήματος, εορτάσαμε τους αρραβώνας και την ιδίαν εσπέραν ησθένησε, προσβληθείσα από οστεομυελίτιδα. Την επομένην, την μετέφερα εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον, υπεβλήθη εις δύο εγχειρίσεις και κατά την 29ην του ιδίου μηνός απεβίωσε. Σκεφθήτε την οδύνην όλων μας, καθώς και του γαμβρού όστις πλήγωνε περισσότερον εμάς, ερχόμενος καθ’ ημέραν εις την οικίας μας και αναλυόμενος εις δάκρυα και εξήτει αυτήν. Και επανερχόμεθα την Ευγενίαν ήτις εγεννήθη την 5η Φεβρουαρίου 1929, την Βαρβάρα ήτις εγεννήθη την 28η Απριλίου 1931, τον Αναστάσιον, όστις εγεννήθη την 23η Μαίου 1933 και τον Σωτήριον όστις εγεννήθη την 12η Ιουνίου 1935. Δέον να σημειωθεί ότι εις όλας τας βαπτίσεις των τέκνων μας, εκτός της Ειρήνης η οποία δυσκόλως εγεννήθη και εβαπτίσαμε αμέσως, επακολούθησε τρικούβερτο γλέντι. Σήμερον είναι όλα νυμφευμένα έχοντα η Ειρήνη δύο θήλη τέκνα την Μαρίαν και την Δώρα και της οποίας ο σύζυγος ονομάζεται Χαράλαμπος Καραντωνόπουλος, η Ευγενία τρία άρρενα τον Αλέξανδρον, τον Κωνσταντίνον και τον Αθανάσιον και ο σύζυγός της ονομάζεται Βασίλειος Τσατσαρώνης, η Βαραβάρα ένα άρρεν τον Νικόλαον, ο σύζυγός της δε ονομάζεται Κωνσταντίνος Κωστάκος, ο Αναστάσιος ένα θήλυ την Φωτεινίτσα και η σύζυγός του ονομάζεται Στοργή και ο Σωρήτιος ένα άρρεν, τον Κωνσταντίνον και η σύζυγός του ονομάζεται Βαρβάρα. Οι κουμπάροι μου ήσαν έξ οι Εμμανουήλ Βαμβουνάς της Ειρήνης όστις και με εστεφάνωσε, Νικόλαος Τζιτζικαλάκης της Μαρίας, Δημήτριος Κατηρτζής της Ευγενίας, Ιωάννης Μαλνωλικάκης της Βαρβάρας, Εμμανουήλ Γιακουμάκης του Αναστασίου και Σταύρος Μουσογιάννης του Σωτηρίου. Ο συνεταιρισμός που αναφέρω ανωτέρω, διήρκεσε μέχρι το 1937, οπότε διελύθη και ήνοιξα ατομικόν μου παντοπωλείον και έτσι εκ του καταστήματος και εκ της αγροτικής μου περιοουσίας, κατόρθωσα και συντηρούσα την πολυμελή οικογέννειάν μου. Κατά δε το έτος 1937, συνεταιρίσθην μεθ’ ενός λαδεμπόρου εκ Χανίων ονομαζομένου Γεωργίου Μανωλιδάκη και επεδόθημεν εις το εμπόριον της σταφίδας, μεγάλης εκτάσεως, εκ του οποίου αποκομίσαμε πολλά κέρδη και έτσι την μεν ημέραν επεδιδόμην εις το εμπόριον της σταφίδας, το δε εσπέρας επανερχόμενος εις Δαράτσο, επεδιδόμην και πάλιν εις το κατάστημά μου. Πολλάκις όμως ανεχώρουν και δι’ Ηράκλειον, διαπραγματευόμενος με τους εκεί εμπόρους την πώλησιν της σταφίδας μας. Κατά το έτος αυτό συνέβη και το δυστύχυμα στην οικογέννειά μας. Κατά την 30η Νοεμβρίου απεβίωσεων ο μικρότερος αδελφός μου Χρήστος του οποίου η απώλεια πολύ μας ελύπησε, διότι ήτο ο μικρότερος αδελφός μας, καθώς και αξιαγάπητος. Η επιχείρησίς μου εξακολούθουσούσε καλά και πάλιν μόλις έφθασε ο καιρός της αγοράς της σταφίδας, δηλαδή κατά μήνα Σεπτέμβριον, ανανεώθη και πάλιν ο συνεταιρισμός μας μετά του κ. Μανωλιδάκη, όπου και αυτήν την χρονιά συναποκομίσαμε αρκετόν κέρδος, καθ’ ότι ήρχισαν αι τιμαί εις τας αρχάς από 8 – 10 δραχμαί κατ’ οκάν και στο τέλος έφθασε τας 20 – 22 δραχμάς. Έτσι αποκομίσαμε 62 αρκετόν κέρδος, εκ του οποίου αμέσως μετέβην και εξόφλησα τον αγροτικόν κλήρον μου εκ 76.000 δραχμών. Και πάλιν κατά το έτος 1938, όπως και κατά το 1937, όλως αιφνιδίως απεβίωσε ο πατήρ μας, προσβληθείς εκ περιεσφιγμένης κοίλης την οποίαν επανέφερε εις την θέσιν της όλως εσφαλμένως ο ιατρός Μενέλαος Ξενουδάκης. Κατά την γνωμάτευσιν του ιατρού Γεωργάκη επήλθε ο θάνατος και έτσι έπληξε και πάλιν καιρίως ο θάνατος την οικογένειάν μας. Εν τω μεταξύ, η ζωή προχωρούσε αρμονικά, τα παιδιά σιγά- σιγά μεγάλωναν και ερχόμεθα εις το έτος 1939. Έτσι όπως άλλοτε, ο σταφιδικός συνεταιρισμός επανελήφθη, αλλά κατά κακήν τύχην αυτήν την χρονιά απέτυχε παταγωδώς, διότι το εμπόριον προ πάντων της σταφίδας, το εκλόνισαν αι διάφοραι διαδόσεις περί πολέμου. Ο καθείς έμπορος δεν απεφάσιζε υπό τας συνθήκας αυτάς, να στείλη σταφίδαν εις την Γερμανίαν διά τον φόβον μη τυχόν κηρυχθή πόλεμος και την χάση. Έτσι η αγορά ήνοιξε με δραχμάς 18 -19, διά να κατέλθη δια τον φόβον αυτόν εις δραχμάς 8-9. Σκεφθήτε τι πανολεθρίαν υπέστησαν οι έμποροι. Ο κ. Μανωλιδάκης εζημιώνετο περί τας 380.000 δραχμάς, αλλά διά της εργασίας μου και της ικανότητός μου εις το εμπόριον της σταφίδας, κατόρθωσα να του μειώσω την ζημιάν του εις δραχμάς 80.000, εγασθείς μέχρι τον Δεκέμβριο τελείως δωρεάν, πράγμα που ηνάγκασε τον κ. Μανωλιδάκη να με επαινή καθημερινώς. Πράγματι όμως ήλθαν επαληθευμένοι οι φόβοι των εμπόρων, διότι κατά τον Σεπτέμβριον του αυτού έτους εκήρυξε τον πόλεμον η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία εναντίων της Πολωνίας και κατόπιν εναντίον της Αγγλίας και Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας και αργότερα εναντίον της Αμερικής και Ρωσίας. Η Ελλάς παρέμενε ουδετέρα και έτσι όλα τα υπό Ελληνικήν σημαίαν ατμόπλοια διέπλεον όλας τας θαλάσσας, μεταφέροντας εις την Ελλάδα όλα τα αγαθά. Έτσι κατά το πρώτον έτος του πολέμου δεν έγιναν αισθητά τα δεινά του και προχωρώντας φθάνομε στον Οκτώβριον του 1940 και κατά την 28ην του μηνός. Κατά το μεσονύκτιον όλως αιφνιδίως ο Πρεσβευτής της Ιταλίας Γράτσι, μεταβάς εις την οικίαν του τότε προθυπουργού Ιωάννου Μεταξά, του εδήλωσεων ότι η Ιταλία μας κηρύσει τον πόλεμον και ότι αυτήν την στιγμήν ο Ιταλικός στρατός ευρίσκεται εντός του Ελληνικού εδάφους. Ο προθυπουργός εις το άκουσμα αυτό λαμβάνει την απόφασιν και αμέσως του απαντά «ΟΧΙ» διότι ο Γράτσι του ανεκοίνωσε να μη φέρωμε καμίαν αντίστασιν. Από τότε εορτάζεται η ημέρα αυτή ως Εθνική εορτή η λεγομένη «ΟΧΙ». Αμέσως ήρχισαν αι εχθροπραξίαι. Κατ’ εκείνην την περίοδον διατηρούσα εις το κατάστημά μου το Κοινοτικόν τηλέφωνον. Ήλθε λοιπόν κάποια κυρία να κάμη συνδιάλεξη με το Ηράκλειον όπου εγώ χωρίς να γνωρίζω τα διαδραματισθέντα, ήρχισα να καλώ συνεχώς τον θάλαμον να μου δώση γραμμή, ενώ αυτή μας είχε απομονώσει. Σε μια στιγμή αφού παρήλθε μία ώρα περί την 7ην πρωϊνήν, απήντησε ο θάλαμος και με ηρώτησε οργισμένη η τηλεφωνήτρια τι θέλω και εγώ της είπα ότι θέλω συνδιάλεξη με το Ηράκλειον. Τότε αυτή μου ανεκοίνωσε ότι μας κύριξαν οι Ιταλοί τον πόλεμον και ότι αυτήν την στιγμήν διεξάγονται μάχαι εις τα σύνορα και είχε κηρυχθή γενική επιστράτευσις. 63 Μόνον να σκεφθή κανείς τι εγίνετο, να βλέπεις να κλαίουν μητέρες, σύζυγοι καθώς και παιδιά που αποχωρίζονται από τα προσφιλή των πρόσωπα, διότι η επιστράτευσις ήταν τόσον αστραπιαία ώστε εντός δύο ωρών όλοι οι επιστρατευτέοι ευρίσκοντο εις τα σώματά των. Δεν επέρασαν τρείς ώρες την αυτήν ημέραν και εσήμανε συνεγερμός, διότι σμήνη Ιταλικών αεροπλάνων ήλθαν άνωθεν της Σούδας και έριψαν βόμβες. Αμέσως ήνοιξαν όλα τα επάκτια πυροβολεία καθώς και εις τον λιμένα Σούδας λιμενισμένα πολεμικά Αγγλικά, εμείς δε οι οποίοι διά πρώτην φοράν εδεχόμεθα το βάπτισμα των βομβών και των τηλεβόλων διεσκορπίσθημεν εδώ και εκεί μη έχοντες ακόμη ούτε ένα όρυγμα κατασκευάσει. Αμέσως ήρχισαν να σπανίζουν όλα τα είδη της διατροφής, ρουχισμού και υποδήσεως και συν τω χρόνω να εξαφανισθούν τελείως, διότι οι επιτήδιοι, τα απεμάκρυναν κρύπτοντες αυτά και η κατάστασις αυτή διήρκεσε μέχρι τον Απρίλιον διά να χειροτερέψη ακόμη περισσότερον, με την κήρυξιν του πολέμου εναντίον μας και της Γερμανίας. Θα μου μείνουν αλησμόνητες αι τελευταίαι εκπομπαί του ραδιοφώνικού σταθμού Αθηνών κατά την Κυριακήν του Θωμά διαγράφονται βήμα προς βήμα την είσοδον των Γερμανικών στρατευμάτων εις Αθήνας, οπότε και εσιώπησε δια να μεταδώση μετά μίαν ώραν ο ίδιος σταθμός την κατάληψιν των Αθηνών και την ύψωσιν της Γερμανικής σημαίας επί της Ακροπόλεως. Εμείς εκεί εις την Κρήτην, εδεχόμεθα ανηλεώς βομβαρδισμούς από τα στούκας, πότε εις την Σούδαν, πότε εις το Μάλεμε και πότε εις την πόλιν των Χανίων και τα πέριξ και εν τω μεταξύ ήρχισαν να καταφθάνουν διάφορα πλοία μεταγωγικά και πολεμικά και να μεταφέρουν τα Αγγλικά καθώς και τα Ελληνικά στρατεύματα, όσα διέφυγον την αιχμαλωσίαν και να στρατονίζονται εις ελαιώνες πέριξ της πόλεως Χανίων. Εις το χωριό μας, το Δαράτσο, απέχον εκ Χανίων περί τα 5 χιλιόμετρα, είχαν καταφύγει πολυάριθμοι κάτοικοι των Χανίων φοβούθμενοι τους βομβαρδισμούς καθώς και όλη η παροικία των Ισραηλιτών. Εγώ διατηρών τότε κατάστημα μεγάλο καφεπαντοπωλείον, έχων εντός αυτού ράδιο Τζένεραλ Ελέκτρικ ΙΙ Λυχνίων. Έχων δε το κατάστημα ισχυράν πλάκα τσιμέντου, επλημηρίζετο καθημερινώς όχι μόνον από πολίτες, αλλά και Άγγλους στρατιώτες ως επί το πλείστων διά να ακούσουν την μετάδοσιν του Λονδίνου εις την Αγγλικήν και να παίρνουν θάρρος από τα εκπομπάς αυτάς που ομίλει πολλάκις ο Τσώρτσιλ. Κατόπιν επιδίδοντο εις οινοποσίαν μέχρι σημείου αφαντάστου. Υπό τας συνθήκας αυτάς πέρασαν αι ημέραι και έφθασε η 20η Μαίου και κατά την 10ην πρωϊνήν εσήμανεν συναγερμός και αμέσως ο κόσμος κατέφυγε εις τα καταφύγια και ήρχισαν να καταφθάνουν αεροπλάνα. Αρχικώς ανιχνευτικά να ανιχνεύουν τον τόπον και κατόπιν να καταφθάνουν κατά σμήνη τα στούκας και ήρχισαν αφάνταστον καταιγησμόν βομβαρδισμών εις διάφορα μέρη. Αφού τα ανιχνευτικά δεν επεσήμαναν εχθρόν πουθενά, διότι ο στρατός ήτο καμουφλαρισμένος κάτωθεν των ελαιών, έχων διαταγήν να μη ρίψη ούτε έναν πυροβολισμόν ίνα μη προδωθή, αμέσως το Αγγλικόν στρατηγείον αντελήφθη ότι πρόκειται να πέσουν αλεξιπτωτισταί. Ήρχισαν πράγματι να καταφθάνουν πολυάριθμα μεταγωγικά, πλήρη αλεξιπτωτιστών και να τους ρίπτουν άνωθεν των 64 ελαιώνων όπου ήσαν πλήρει Αγγλικού στρατού, οίτινες μέχρι εκείνης της ώρας επιδίδοντο εις πρόχειρα οχυροματικά έργα. Μόλις το στρατηγείον είδε την πτώσιν των αλεξιπτωτιστών, διέταξε αμέσως να βάλλουν εναντίον των, με όλα τα πολεμικά μέσα που διέθεταν. Τουφέκια, πολυβόλα και όλμους. Ήσαν πολλά τα αλεξίπτωτα που είχε σκιάσει ο ήλιος και διαφόρων χρωμάτων, άλλο χρώμα οι στρατιώται, άλλο οι αξιωματικοί, άλλο οι μοτοσυκλετισταί, το υγειονομικό υλικό κλπ. Τότε ήρχισε να διαγράφεται μια τραγωδία διά τον Γερμανικόν στρατόν, άνευ προηγουμένου. Να βλέπεις τους αλεξιπτωτιστάς να κατέρχονται και να έχη βληθή ο καθείς έως ότου κατέλθη με 20 σφαίρες διάτριτος. Να καταφθάνουν συνεχώς αεροπλάνα, να πετούν στρατιώτας και αμέσως αυτοί να φονεύονται. Προ παντός εις την περιφέρειάν μας, πολύ ελάχιστοι κατήλθον ζώντες, αλλά και αυτοί ή συνελαμβάνοντο ή εφονεύοντο. Εξ όλων αυτών εις την περιφέρειάν μας αυτοί που εσώθησαν ήσαν 4 στρατιώτες, οίτινες μόλις κατήλθον ζώντες κατέφυγον εις μίαν οικίαν του χωριού μας, του Νικολάου Λαμπρινάκη μετά της συζύγου του, οι οποίοι ήσαν γέροντες. Τους εκράτησαν εντός της οικίας που ήσαν και αυτοί, μη επιτρέποντες να εξέλθουν ίνα μη προδωθούν. Μετά 4 ημέρας, τους είπαν να εξέλθουν και να ειδοποιήσουν Έλληνα αξιωματικόν ίνα παραδωθούν. Τότε ήλθεν ο Λαμπρινάκης εις το κατάστημά μου και μας ανεκοίνωσε τα διατρέξαντα και ότι θέλουν να παραδωθούν εις Έλληνα αξιωματικόν, όστις λαβών μερικούς στρατιώτας, εκύκλωσε το σπίτι και αμέσως αυτοί εξήλθον μετά του οπλισμού των και παρεδόθησαν και τους μετέφεραν εις τον καταυλισμόν. Αυτοί είναι εκείνοι οίτινες δι’ ενός εγγράφου που έδωσαν εις τον κ. Λαμπρινάκη, μόλις κατελήφθη η νήσος επιστρέψαντες εις το χωριό μας, έλεγον ότι το χωριόν μας τους εφιλοξένησε. Αυτό, όχι μόνον έσωσε τον Λαμπρινάκη από διαφόρους ομαδικούς τουφεκισμούς που επηκολούθησαν εις διάφορα μέρη κατά διαφόρους περιόδους όπως συνέβη εις πλείστα άλλα χωρία, με την αιτιολογίαν ότι εφόνευσαν Γερμανούς στρατιώτες, αλλά εις το χωρίον μας, παρ’ όλον ότι ουδείς διέφυγεν Γερμανός τον θάνατον, τους φόνους τους επέριπταν εις τον Αγγλικόν στρατόν. Μόλις ήρχετο η Γκεσταπό στα χωριό μας, έχων κακάς διαθέσεις, επιδεικνύετο το έγγραφον και αυτοί αμέσως απεχώρουν. Τοιούτοι τουφεκισμοί θα αναφέρω ότι έγιναν εις Περιβόλια, Κυδώνια και Αληκιανού, Κιρτομάδο, Πατελάρι, Κάνδανο και προ πάντων εις την περιφέρειαν Φουρνή, Σχοινί και Αληκιανός, όπου ετουφέκισαν κατά την 1 Αθγούστου 1941 από πρωίας μέχρι της 3 ης απογευματινής, 192 άτομα εξ αυτών 2 Ιερείς και έναν ταγματάρχην με το ένα πόδι. Εκ του τουφεκισμού αυτού, υπάρχει μαυσολείον μέγα επί της γέφυρας Αληκιανού μετά αδριάντος περιγράφοντος όλα τα ονόματα των τουφεκισθέντων. Όλοι οι φονευμένοι αλεξιπτωτισταί, ετάφησαν προχείρως εις όλα τα μέρη όπου ήσαν φονευμένοι, μεθ’ όλων των εξαρτημάτων των και μόλις εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί και μετά παρέλευσιν μηνός από της κατοχής, δηλαδή κατά μήνα Ιούνιον και Ιούλιον, κατασκεύασαν μεγάλα Νεκροταφεία εις πολλά μέρη. Ετοποθέτησαν έναν μεγάλον σταυρόν και προ αυτού μία μαρμάρινη πλάκα εις την οποίαν ανέγραφον τα ονόματα των νεκρών και αμέσως ήρχισε η εκταφή των νεκρών. 65 Αγκαρεύσαντες προς τούτο πολίτας, σκεφθείτε την βρωμιά και δισοδία αυτών, να τους εκταφιάζουν χωρίς να μπορεί ούτε να πτύση κανείς εκ της δισοδίας, διότι αλοίμονον εις εκείνον που θα αηδίαζε, να βλέπεις σάρκες παραλιμένες να τους συγκετρώνουν επί ενός φορίου και να τους μεταφέρουν εις το Νεκροταφείον. Πήγε και το χωριό μας ημέραν τινά εις Γαλατά και ηργάσθη εις το εν Γαλατά Νεκροταφείον και μη φαντασθήτε πως πέρασε η ημέρα εκείνη. Εν τω μεταξύ ήρχισαν να γίνονται οχυρωματικά έργα όπου ηγκάρευον τον κόσμον χωρίς να του δίνουν ούτε ψωμί, ούτε χρήματα, τους άνδρας διά οχυρματικά έργα, τας δε γυναίκας και κορίτσια να αγκαρεύουν και να μεταφέρουν διαφόρους αποθήκας πυρομαχικών. Ευρισκομένοι κάτωθεν συναγερμού, να έρχονται τα Αγγλικά αεροπλάνα, να αναζητούν να ανεύρουν τα πυρομαχικά διά να τα καταστρέψουν και αυταί να ευρίσκονται εν τω μέσω αυτών, μη έχοντες που να καταφύγουν. Ευτυχώς εγώ απηλλάγην της αγγαρίας, διότι έχων εις την οικίαν μου ένα στρατιώτην όστις ήτο χωριανός του λοχαγού, κατόρθωσε και με έδωσε ένα χαρτί ότι εγώ δεν υπόκειμαι εις αγγαρίαν και έτσι εγλύτωνα από πολλές επιδρομές. Αλλά τα κορίτσια μου τα έπαιρναν τακτικά αγγαρία διά να καθαρίζουν οβίδες τηλεβόλων. Κατά την εποχήν εκείνη, μη έχων τίποτα φαγόσιμον είδος να εμπορευτώ, διότι εκείνα τα ολίγα που επέμειναν δηλαδή ρύζι, ζάχαρι και σαπούνι τα μετέφερερα εις το σπίτι μου διά τα ανάγκας της οικογενείας μου και έκλεισα το κατάστημά μου. Απασχοληθείς διά την συγκέντρωσιν τροφίμων, τότε είπα στην σύζυγό μου και τα παιδιά μου ότι εάν δεν θέλουν να πεινάσουν θα κάμουν, ό,τι τους λέγω και εν πρώτοις αρχίσαμε να συγκεντρώνουμε λίγη κρίθη που είχα σπείρει. Παρ’ όλον που εντός αυτού του αγρού, έγιναν μάχαι και την κατέστρεψαν, εν τούτοις συγκέντρωσα περί τα 130 οκάδας. Επίσης μετέβην εις τα Χανιά και ηγόρασα 60 οκάδες Κόρνφλάουρ, πήρα την οικογένειά μου και μετέβην εις διάφορα αλώνια και εκεί ήρχισα εγώ μεν να σκουπίζω τα χώματα όπου ήσαν διασκορπισμένη κρίθη, τα δε παιδιά όλα μετά της μητέρας των, έχοντα το καθένα μικρόν δοχείον, εκάθηντο έξωθεν από το αλώνι όπου ο ιδιοκτήτης αυτού είχε πετάξει όλα τα χονδρά άχυρα και από αυτά εδιάλεγαν στάχυα έχοντα 2-3 κόκκους. Συγκέντρωσαν κατ’ αυτόν τον τρόπον 5-6 οκάδες, εγώ δε αφού μετέφερα 3 φορτία χώματα εις τα βρωμοπήγαδα και αφού τα έπλυνα πολλές φορές και το χώμα έφυγε, κατορθώσαμε και από τ’ αλώνια συγκεντρώσαμε δύο δοχεία. Ήνοιξα εις την οικίαν μου κρύπτην και έβαλα τα δοχεία εντός αυτής διά μίαν ανάγκην. Ημέραν τινά κατήλθον εις Χανιά, μετέβην εις το ζαχαροπλαστείον του Μανωλικάκη και εκεί είδα να υπάρχη σισάμι και ηγόρασα 20 οκάδες, το οποίον καθημερινώς παρασκεύαζε η σύζυγος με το πετιμέζι σουσαμλίκ και έδινε κάθε πρωί από ένα κομμάτι στο καθένα παιδί και πήγαιναν σχολείον. Κατόπιν όλων αυτών, ημέραν τινά αναχωρήσαμε μετά των γυναικαδελφών μου Δημητρίου και Εμμανουήλ, συναποκομίζοντες δι’ άνταλλαγήν εγώ μεν ολίγη ζάχαρι, ρύζι και σαπούνι και ολίγα χρήματα, αυτοί δε 2-3 περισκελίδας, 2 ζεύγη υποδημάτων και χρήματα. Εφθάσαμε εις Ηράκλειον, μετάβημεν εις την αδελφήν μου Ευαγγελίαν στο σπίτι της και απ’ εκεί επιβέντες αυτοκινήτου αναχωρήσαμε διά 66 Μεσαρά. Μετά δύο ώρας εφθάσαμε εις Ακαλοχώρι όπου ήτο παζάρι και αγοράσαμε 150 οκάδες βρώμη προς 1.360 δραχμάς κατ’οκάν. Την επομένην ημέραν Κυριακήν λαβόντες όλα τα ανταλλάγματα μετά του Δημητρίου εφθάσαμε εις χωρίον τι προσφυγικόν ονομαζόμενον Πούλιες, όπου ήσαν εγκατεστημένοι πρόσφυγες εκ Καράμπουρνα. Μόλις δε αυτοί μας είδαν ήνοιξαν το καφενείον καθήσαμε μέσα, μας φιλοξένησαν και αμέσως αρχίσαμε την ανταλλαγήν ειδών, διότι εις το χωρίο αυτό υπήρχε αφθονία τροφίμων. Εκεί είμεθα μέχρι του απογεύματος συγκεντρώσαντες περί τας 130 οκάδας σίτου και κρίθης την οποοίαν προσεφέρθη και μας μετέφερε δωρεάν εις Αρκαλοχώρι, κάποιος απ’ εκεί χωρικός με τον όνον του, ονομαζόμενος Αναστάσιος Τσακίρογλου. Την επομένην το πρωί, αναχωρήσαμε δι’ Ηράκλειον και εκείθεν διά Χανιά. Έτσι εξοικονομίσαμε αρκετά τρόφιμα διά τον χειμώνα, εσοδείαν ελαίου καθώς και αφθονία χόρτου, υπήρχεν κατ’έτος. Μόλις εγώ συγκέντρωσα όλα αυτά τα τρόφιμα δεν έμεινα με δεμένα τα χέρια, διότι μόλις μπήκε ο χειμώνας και ήρχισαν αι βροχαί. Εις χείρας μου ευρέθη εις όνος τον οποίον είχα κληρονομήσει από τον πατέρα μου, αμέσως μετέβην εις Χανιά και παρήγγειλα ένα μικρό αλέτρι καθώς και ζυγούς. Τροφή διά το ζώον είχα άφθονη και αμέσως ήρχισα να καλλιεργώ τους αγρούς μου και διά οικονομίας σπόρου να ανοίγωμε εγώ και η σύζυγός μου αυλάκια. Τα δε κορίτσια να ρίχνουν τον σπόρον εντός αυτών με οικονομίαν και αμέσως εμείς να τα σκεπάζομε και όταν τελείωνε το καλλιεργημένο τεμάχιον, ήρχιζα πάλιν με τον όνον και καλλιεργούσα άλλο κομμάτι αγρού και αυτό εγένετο έως ότου τα έσπερνα όλα. Μόλις δε ανεπτύχθη ολίγον περί τους 20 πόντους, εισήρχετο όλη η οικογέννειά μου με σκαλιδάκι και τα εξεβοτάνιζε, με αυτόν τον τρόπο κατά την συγκομιδήν παρήγαγον 550 οκάδες σίτου και κρίθης. Αυτό δε εγένετο κάθε χρόνο μέχρι τέλους του πολέμου. Συζεύξας τον όνον μου με τον όνον του Εμμανουήλ Βαμβουνάκη, κατορθώσαμε να συντηρήσωμε τας οικογενείας μας και έτσι δεν μας έλειψε το ψωμί, ούτε μίαν ημέραν. Δέον να σημειωθή ότι κατά την πρόσμιξιν του αλεύρου προς παρασκευήν άρτου, χρησιμοποιούσαμε διαφόρους ουσίας βρώμη, κρίθη, ολίγον σίτον και ολίγο ρίζι, το οποίον ηγόρασα ένα σάκο εκ Σούδας από δύτας, οίτινες κατήρχοντο εις το βυθισμένον εντός του λιμένος υπερωκεανίου YORK με πλήρη ορίζης και το εξήγαγον. Αυτό το επώλουν, αλλά αφού ήταν επί τρείς μήνες εις το βυθισμένον σκάφος, βρωμούσε πάτα πολύ. Αυτό το έπλεναν αι περισσότεραι οικογένειαι, ευτυχώς η οικογένειά μου κατηνάλωσε μόνον ένα σακί διότι είχα άλλα τρόφιμα. Τώρα θα σας διηγηθώ ένα επισόδιον το οποίο συνέβη και εις ημάς αλλά χάριν εις το χαρτί που είχαν δώσει οι αλεξιοπτωτισταί εις τον Λαμπρινάκην διεσώθη το χωριό από ένα σκληρόν τουφεκισμόν και αυτό το επισόδιον συνέβη ακριβώς την ημέραν των Θεωφανίων. Σημειώσατε ότι εις το χωριό μας εστρατοκρατείτο και πολλοί Γερμανοί στρατιώται συγκατοικούσαν μαζί με εμάς, εγώ είχα μονίμως τέσσαρες δεκανείς, ο αριθμός δε του σπιτιού μου ήτο 118, η οικογένειά μου όπως σας έγραψα ήτο οκταμελής, είχα 4 κορίτσισα και δύο αγόρια, τα κορίτσια ήσαν από 14 67 ετών μέχρι 18, εκείνο δε που έχω να εξαίρω και να απαινέσω τον Γερμανόν στρατιώτην ήτο η αρτία ηθική που τον διέκρινε και εις το οποίον ουδείς στρατός εις το ζήτημα αυτό ηδύνατο να τον μιμηθή. Η συμπεριφορά των εις το σπίτι ήταν εξαίρετος , τα παιδιά μου τα θεωρούσαν ως αδέλφια των, εννοείται ότι και εμείς προσπαθούσαμε να τους συμπεριφερόμεθα με τον ευγενέστερο τρόπο μιμούμενοι το ρητόν που λέγει χέρι που δεν μπορείς να δαγκάσεις φίλησέ το. Κατά την ημέραν δε εκείνην του μεγάλου Αγιασμού ευρέθημεν κυκλωμένοι όλο το χωριό υπό ενός τάγματος στρατού ελθόντος εκ Γαλατά, επί κεφαλής ενός συνταγματάρχου όστις κατά τα λεγόμενα των δεκανέων που ήσαν σπίτι μου, είχε βάψει τα χέρια του πολλάκις με χιλιάδας Σέρβων με το αιτιολογικόν ότι ήσαν κουμουνισταί. Αφού κατέλαβε όλα τα καίρια σημεία του χωριού, εισήρχοντο οι στρατιώται απαιλούντες και κραυγάζοντες να συγκεντρωθούμε όλοι εις το σχολείον. Με τόση δε βία που ούτε οι άνδρες ούτε αι γυναίκες κατόρθωναν να φορέσουν ρούχα, οι περισσότεροι των οποίων μετέβησαν στο σχολείον με τα νυκτικά των. Εκεί μας ξεχώρισαν χωριστά άνδρες, γυναίκες, χωριστά εντόπιοι και πρόσφυγες και στρατιώτες οι υπηρετήσαντες εις Αλβανίαν. Εξ΄αυτών εξήλθον 28 και αμέσως ήρχισε η ανάκρισης. Είχε συμβή το εξής. Μία γυναίκα ελευθέρων ηθών από το χωριό μας, ήτις μετέβαινε καθ’ ημέραν εις Σούδαν διά να αποκτήση μεγαλυτέραν εμπιστοσύνην από τους Γερμανούς, παρουσιάσθη εις τον συνταγματάρχην και είπε ότι εχθές βράδυ ερχομένη κατά την νύκτα εις το χωριό έξωθεν αυτού με συνήντησε εις γενειοφόρος Άγγλος και μου είπε ότι να προσέξω καλά διότι θα με φονεύση. Ήτο δε αυτό τελείως ψευδές, εν τω μεταξύ δε κατά την ιδίαν νύκτα εξ ενός τηλεβόλου ευρισκομένου έξωθεν του χωριού μας, εκλάπη η διόπτρα και τότε το στρατηγείον το εθεώρησε ως σαμποτάζ και διέταξε την κύκλωσιν. Σκεφθήτε τι υπέστη ο κόσμος κατά την χειμωνιάτικη εκείνην αυγήν, αφ’ ενός από το κρύο και αφ’ εταίρου από τον τρόμον του τουφεκισμού. Αντί κατ’ εκείνην την ημέραν και ώραν να ευρισκόμεθα εις την Εκκλησίαν διά τον Μεγάλον Αγιασμόν, ευρισκόμεθα εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν. Όταν μας ταξινόμησαν ήρχισαν να ερώτουν τους στρατιώτας σε τι όπλο ήταν ο καθείς, τέσσαρες δε εξ’ αυτών ήσαν του πυροβολικού μεταξύ των οποίων τα δύο πρώτα εξαδέλφια μου και με τα οποία σχεδόν συγκατοικούσαμε. Τότε τους ηρώτησαν τον κάθε ένα που ήταν το Σάββατον το βράδυ και ποιος πήρε την διόπτρα από το πυροβόλον, πράγμα το οποίον ούτε ιδέαν είχαν. Τα δύο εξαδέλφια μου επεκαλέσθησαν την μαρτυρίαν μου ότι το Σάββατον βράδυ ευρίσκοντο εις το σπίτι των, τότε ο συνταγματάρχης διά του διερμηνέως με κάλεσε και με είπε να ειπώ την αλήθειαν διότι άλλως θα τουφεκισθώ. Εγώ δε, αν και δεν εγνώριζα που ήσαν, αμέσως και χωρίς να χάσω την ψυχραιμίαν μου, του είπα ότι ήσαν στο σπίτι των και εκαλέσθην την μαρτυρίαν των Γερμανών εκείνων που διέμεναν στο σπίτι μου. Τότε αποταθείς προσωπικώς στο συνταγματάρχην δίχως του διερμηνέως διότι σχεδόν συνενοούμην εις την γλώσσαν του είπα χέρι χάουζ φιρ ούντερθ φίσιερ ολάβεν, αυτός δε με ηρώτησε του χάουζ μπιφίλ νό εγώ δε αμέσως του είπα χούντερ άχτσεν δηλαδή 118 τότε αυτός διέταξε να παρουσιασθούν οι δεκανείς του 118 68 σπιτιού, έτρεξαν αμέσως και εφώναξαν τους δύο εξ’ αυτών και αμέσως τους ηρώτησε εάν γνωρίζουν εμέ και τους άλλους, ο μέν εις του είπε ότι δεν τους γνωρίζει, αλλά ο άλλος αμέσως επενέβη και είπε εις τον συνταγματάρχην ότι τους γνωρίζει και ότι μέναμε εις ένα σπίτι. Τότε αυτός με διέταξε και επανήλθον εις την θέσην μου. Ήταν η ώρα 9η πρωϊνή όπου ο συνταγματάρχης στραφείς εις όλον τον κόσμον διέταξε να αναχωρήσουμε αμέσως σπίτια μας χωρίς να στραφούμε να ιδούμε πίσω μας και εκράτησε μόνον τους 28 στρατιώτας της Αλβανίας τους οποίους αμέσως ετοποθέτησε επί του βορεινού τοίχους της σχολής και παρέταξε εναντίον αυτών το εκτελεστικό απόσπασμα, διέταξε να οπλίσουν τα πολυβόλα και τότε στραφείς προς τους 28 νέους μας, είπε έχετε προθεσμίαν 10 λεπτών να μας ηπείτε ποιος πήρε την διόπτραν από το πυροβόλον. Αφού παρήλθον τα 5 λεπτά τους επανέλαβε ότι έχουν ακόμη 5 μενούτα, εξ’ ού και έκτοτε το χωριό τον μετονόμασε Πέντε μενούτο. Λέγεται ότι κατ’ εκείνην την στιγμήν κάποιος στρατιώτης όστις είδε έναν συνάδελφόν του Γερμανόν, να κρατά την διόπτραν και να την ρίχνη εις το Καβούσι εις ένα πηγάδι την οποίαν είχε αφαιρέση εκ του τηλεβόλου διά να εκδικηθή τον συνάδελφόν του σκοπόν με τον οποίον είχαν φιλονικήσει. Είδε την αδικίαν να τουφεκισθούν χωρίς να φταίνε, παρουσιάσθη εις τον αρχηγόν της Γκεσταπό όπου παρευρίσκετο εκεί και ανέφερε ότι οι άνθρωποι δεν φταίνε και ότι την διόπτραν την έριψε ο τάδε στρατιώτης μέσα στο πηγάδι εις το Καβούσι και τώρα ευρίσκεται εκεί. Αυτός δε αμέσως το ανέφερε εις τον συνταγματάρχην, όστις διέταξε το απόσπασμα να κάμη παραπόδα και να διατάξη τα 28 Ελληνόπουλα του χωριού μας, να φύγουν να υπάγουν σπίτια των και να είναι άλλοτε προσεκτικοί. Ημέρα εκείνη παρήλθε ολόκληρος χωρίς να κατορθώσωμε να συνέλθωμε από τον τρόμον και την επομένμην ημέραν του Αγίου Ιωάννου εκτελέσαμε Αγιασμόν. Ο χρόνος παρήρχετο πάντοτε με τον φόβον αφ’ ενός υπό των Γερμανών εκ των οποίων ανά πάσαν στιγμήν εκινδύνευε η ζωή σου, αλλά και εκ των συνεχών βομβαρδισμών των Αγγλικών και Αμερικανικών αεροπλάνων σφυροκοπούντες συνεχώς την Κρήτην, διότι εις αυτήν ήτο το ορμητήριον εκ του οποίου αποστέλλοντο προς την Αφρικήν συνεχώς ενισχύσεις στρατού καθώς και πυρομαχικών, τροφίμων και νερού. Εδώ έβλεπες τρείς φορές την ημέραν να σηκώνεται ολόκληρος αρμάδα από μεταγωγικά περί τα 150 αεροπλάνα και υπό την προστασίαν καταδιωκτικών αεροπλάνων να κατευθύνωνται προς το Τομπρούκ και εν γένει εις ολόκληρον την Αφρικήν διά να εφοδιάσουν τα στρατεύματα του Ρόμελ. Συν τω χρόνω δε, ήρχισαν να οχυρώνωνται με επάκτυα πυροβόλα εις ολόκληρον την νήσον και να τοποθετούν διόπτρα εις πολλά καίρια σημεία, ανιχνεύοντες την θάλασσαν φοβούμενοι την απόβασιν παρά των Αμερικανικών στρατευμάτων. Εις το χωριό μας, αφ’ ενός μεν είχαν οχυρώσει το ύψωμα Άγιος Αντώνιος, διαμένων εντός του χωριού μας είς λόχος στρατού μας υποχρέωνε καθ’ εσπέραν από της 6ης ώρας να μη εξερχόμεθα των οικιών μας έχοντες προς τούτο διπλοσκοπούς εντός των οδών αυτού. Εσπέραν τινά μία παρέα διασκεδάζουσα διαλύθη κατά την 8ην νυκτερινήν. Τούτους αφού τους συνέλαβαν τους έκλεισαν εις φυλακήν έχοντες δε 69 και ένα ράφι, ένα γερμανικόν κράνος τους υποχρέωσαν να ίστανται όρθιοι όλην την νύκτα να είναι στραμένοι προς τον τοίχον και να βλέπουν το κράνος. Την πρωϊαν αφού τους έβαλαν και αγγαρία τους απέλυσαν. Είχαν επιβάλει εις την νήσον την τρομοκρατίαν τόσον ώστε μόνον μια μοτοσυκλέτα ανεχώρει εκ Χανίων και κατευθύνετο εις Σφακιά απόστασις 120 χιλιομέτρων δεν θα έμενε ούτε καφενείον, ούτε άνθρωπος εις τον δρόμον από τον φόβον, νομίζων ότι ακολουθούν και άλλοι Γερμανοί. Παρ΄όλην όμως την τρομοκρατίαν την οποίαν είχαν εξαπολύσει, εγένοντο σαμποτάζ και πολύ συχνά πατριώται προερχόμενοι από την Αίγυπτον Έλληνες, αφού κατέφθανον εις Χανιά περισυλέγοντες πολλάς πληροφορίας διά τας δυνάμεις, τας κινήσεις και τας οχυρώσεις των Γερμανών, επέστρεφον και πάλιν εις Αίγυπτον. Ήταν τέτοιο το θάρρος αυτών ώστε εσπέραν τινά μία ομάς μικτή Άγγλων και Ελλ΄΄ηνων εις Ηράκλειον καιροφυλακτουντες παρά τον δρόμον διά του οποίου θα διήρχετο ο στρατιωτικός Διοικητής Ηρακλείου στρατηγός Κράιπε, απήγαγον αυτόν αφού εξουδετέρωσαν την φρουράν και παραλαβόντες αυτόν τον μετέφερον εις σπήλαιον παρά το χωρίον Ανώγια. Τότε γερμανικός στρατός εκύκλωσε τα πέριξ και εφώναζε Στρατηγέ Κράιπε μη φοβηθής φώναξε και εμείς εδώ είμεθα, αλλά αυτός δεν ομίλει ευρισκόμενος υπό την απειλήν των όπλων, αφού δε, δεν κατόρθωσαν να τον ανεύρουν, επυρπόλησαν περί τα 30 πέριξ χωριά και ανεχώρησαν. Το Κομάντο το οποίον είχε απαγάγει αυτόν, αφού βρήκε την κατάλληλον ευκαιρίαν τον επεβίβασαν εις υποβρύχιον και τον μετέφερε εις Αλεξάνδρειαν. Αυτό ήταν μία μεγάλη κατάπτωσις διά τον Γερμανικόν στρατόν. Από τότε και εις το εξής ήρχισαν να αναφαίνονται ανταρτικαί ομάδες ανά τα όρη διαιρούμεναι εις δύο στρατόπεδα αφ’ ενός το Ε.Ο.Κ. εις το οποίον ήσαν εθνικόφρονες και το Ε.Α.Μ. εις το οποίον ήσαν κομουνισταί, εφ’ όσον όμως υπήρχε ο κοινός κίνδυνος ήσαν και αι δύο παρατάξεις εστραμέναι εναντίον του κοινού εχθρού, προσπαθούντες με κάθε τρόπον να αποτινάξουν τον Γερμανικόν ζυγόν. Εν τω μεταξύ ήρχισε η κατάρευσις του γερμανικού στρατού από μεν την Αφρικήν διά της συνθηκολογήσεως των Ιταλών, οίτινες αφήκαν μεγάλο κενόν εις τον Γερμανικόν στρατόν, αφ’ εταίρου η απόβασις εις την Νορμανδίαν όπου ήτο κεραυνοβόλος, άλλως επί το πλείστον από το ανατολικόν μέτωπον όπου οι Γερμανοί εις το Στάλινγκράντ υπέστησαν πανωλεθρίαν και συνέλαβαν τον στρατάρχην Πάουλες αιχμάλωτον. Από τότε ήρχισαν τα δεινά του Γερμανικού στρατού διότι όσον εις τα διάφορα μέτωπα υφίστατο ο Γερμανικός στρατός ήττας επί τοσούτον εφούντωναν εις όλα τα κατεχόμενα κράτη η ανταρσία η οποία από ημέρας εις ημέραν απέβαινε ένας θανάσιμος εσωτερικός εχθρός. Έτσι σιγά-σιγά ήρχισε να συμπτίσεται από όλα τα μέτωπα ο Γερμανικός στρατός και να απειλείται η Γερμανία πανταχόθεν στο τέλος δε συνεπτίχθη και εις την Ελλάδα, αλλά έξ μεραρχίαι αίτονες ήσαν εις Κρήτην απεκόπησαν. Τότε ήρχισε και εκεί ο Γερμανικός στρατός να απογοητεύεται, τους συνεκράτησε όμως ο Γερμανός στρατηγός όστις αφού είδε ότι το υπ’ αυτόν σώμα απεκόπη και ήταν αδύνατον να αναχωρήση, εκάλεσε όλα τα υπό τας διαταγάς του ευρισκόμενα στρατεύματα, ομιλήσας τους είπε να έχουν τυφλήν υπακοήν εις αυτόν 70 και αυτός θα τους μεταφέρη εις την πατρίδα των. Εάν όμως εν εναντία περιπτώσει απειθαρχήσουν, τότε τα αποτελέσματά των θα είναι θλυβερά διότι δεν πρόκειται να αναχωρήση ουδείς ζών, λόγω πολλών εγκλημάτων τα οποία διέπραξε ο Γερμανικός στρατός εις Κρήτην. Αυτοί τότε αμέσως έδωσαν όρκον εις αυτόν και τότε αυτός ήρχισε να προετοιμάζεται διά την αυτοσυντήρησιν. Πυρομαχικά υπήρχαν άφθονα, ήρχισε να κατασκευάζη ορνιθοτροφεία, κουνέλια, να απαγορεύη εις τους πολίτας την σφαγήν βοών και να φυτεύη εις διάφορα μέρη κρόμυα, πατάτες και διάφορα χόρτα και ούτων έχόντων των πραγμάτων ο εν Ηρακλείω στρατηγός συνθηκολόγησε και απεβιβάσθησαν εκεί Αγγλικά στρατεύματα. Ήλθεν εις επαφήν με τον εκεί στρατηγόν και υπέγραψαν συνθηκολόγησιν υπό τους εξής όρους. Οι Γερμανοί στρατιώται δύνανται να φέρουν τα όπλα των μέχρι της αναχωρήσεώς των, τα δε όπλα ήθελον παραδώσει μόλις θα επιβιβάζοντο των πλοίων. Έτσι και έγινε, μετά δύο-τρείς ημέρας κατέφθασε εις Χανιά Αγγλικός στρατός και αμέσως υπό την προστασίαν αυτού ήρχισαν να περισυλέγουν οι ίδιοι από όλα τα ναρκοπέδια τας νάρκας και να τας μεταφέρουν πλησίον της παραλίας διά να τας καταστρέψουν. Συν τω χρόνω δε όλα τα πυροβόλα τα μετέφερον εις την παραλίαν μεθ’ όλων των πυρομαχικών καθώς και τα τάνκς και ραντάρ και ότι πολεμικόν υλικόν υπήρχε όλμους και λοιπά και επί ένα ολόκληρον μήνα εβομβάρδιζον προς την θάλασσαν καίοντες τα πυρομαχικά και αφού ετελείωσαν όλα τότε ετοποθέτησαν δυναμίτιδας επί των πυροβόλων, τάνκς και ραντάρ και τα εθρυμάτισαν. Τότε απεσύρθησαν οι Γερμανοί από όλον τον νομόν πέριξ της πόλεως των Χανίων. Εν τω μεταξύ κατέφθασε εις το χωριό μας ένα τάγμα Ελληνικού στρατού και από τον αποκορώνα, κατεύθασαν οι αντάρται πολυάριθμοι υπό την Διοίκησιν του Γύπαρη, αυτοί δε συνεπτίχθησαν άνωθεν της πόλεως Χανίων, εκείθεν εις Σούδα και απ’ εκεί παραδώσαντες τον οπλισμόν των εις τους Άγγλους επιβιβάσθησαν εις τα πλοία και ανεχώρησαν. Τότε διά την Κρήτην και δι’ όλην την Ελλάδα ήνοιγεν άλλη πληγή η περίοδος του διχασμού και του εμφυλίου πολέμου διότι εκείναι αι ομάδες του Ε.Ο.Κ. και Ε.Α.Μ. μόλις ανεχώρησαν οι Γερμανοί διηρέθη όλη η Ελλάς εις δύο παρατάξεις και ήρχισε η εξόντωσις. Ευτυχώς διά την Κρήτην δεν είχε λάβει μεγάλας διαστάσεις όπως εις άλλα διαμερίσματα της χώρας που κατεστρέφοντο, επυρπολούντο και εφονεύοντο και από τας δύο παρατάξεις περιοχαί ολόκληραι, εκαίοντο εκκλησίαι, σχολεία κλπ. Ναι μεν και εδώ στα Χανιά έγιναν πολυάριθμα έκτροπα, εφονεύθησαν πολλοί και από τας δύο παρατάξεις, έβλεπες καθ’ ημέραν εισερχομένους εις Χανιά διαφόρους επιτήδιους να περιφέρονται εντός της πόλεως, φέροντες πλήρη οπλισμόν και ήκουες καθημερινώς ότι οι αντάρται κατήρχοντο νύκτα εις τα χωριά και απήγαγον εκείνον που ήθελον και τον εκτελούσαν, έβλεπες να περιέρχωνται αποσπάσματα εθνοφρουράς διαφόρους περιοχάς της υπαίθρου να συμπλέκωνται μετ’ ανταρτών να τους φονεύουν και να τους μεταφέρουν παρά την θέσιν Κλαδισού, άλλους μεν ολόκληρους, άλλους δε μόνον τας κεφαλάς των και να τας εκθέτωσι εις κοινήν θέαν. Εν τω μεταξύ εις όλα τα χωριά είχαν ιδρυθή παρά της Κυβερνήσεως ΤΕΑ από 71 ανρθώπους ανικάνους, οίτινες επίεζον συνεχώς τον φιλήσυχον πληθυσμόν όστις είχε περιέλθει και πάλιν εις απόγνωσιν. Την εποχήν εκείνην εγώ και πάλιν διατηρούσα κατάστημα εις το Δαράτσο. Μία τέτοια ομάδα είχαμε και εμείς στο χωριά μας της οποίας ομαδάρχης ήταν ο Ευθύμιος Τραχανατζής, έχων υπό τα διαταγάς του περί τους 15 άνδρας, μεταξύ αυτών και των δύο μεγαλύτερων αδελφών του Εμμανουήλ και Σταματίου όπου εσπέραν τινά έγινε κάποια συμπλοκή εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Ποτηστήρια, κατήλθον αντάρται και ήρχισαν πυροβολούντες τους χωρικούς. Τότε ο ομαδάρχης παρέλαβεν την ομάδα του και κατηυθύνετο προς το μέρος εκείνον διερχόμενοι δε κάποιας ατραπού ηθέλησεν ο ομαδάρχης να προηγηθή της ομάδος οπότε έσπρωξε τον αδελφόν του Εμμανουήλ όστις αμέσως ανασπάσας μάχαιραν εφόνευσε αυτόν. Δυστυχώς και από τις δύο παρατάξεις τοιαύται ομάδαι είχαν συγκρωτηθή, αλλ’ ευτυχώς διά την Ελλάδα υπερίσχυσαν τα λογικά στοιχεία και έτσι η Ελλάς εσώθη χάρις και πάλιν εις τον αείμνηστον στρατηγόν Πλαστήρα από την αιχμαλωσίαν και έτσι κατεστάλη ο συμμοριτοπόλεμος και έκτοτε εσταθεροποιήθησαν διάφοραι κυβερνήσεις και ανέπνευσε ο λαός και επεδόθη εις ειρηνικά έργα και την ανοικοδόμησην των ερειπίων. Εν τω μεταξύ εγώ επεδιδόμην πότε εις το κατάστημα και πότε εγινόμην αρχιεργάτης κατά την άνοιξιν διά την καταπολέμησιν του δάκου. Κατόπιν ενύμφευσα την μεγάλην μου κόρην Ειρήνην εις Αθήνας και έπειτα ανεχώρησε ο μεγάλος μου υιός Αναστάσιος εις Αθήνας και εισήλθε παρά τω εν Νέα Φιλαδελφεία κατάστημα σιδηρουργίας του Δημητρίου Τραβασάρου προς εκμάθησιν τέχνης. Μετά παρέλευσιν τριετείας υπάνδρευσα την τρίτην θυγατέρα μου Ευγενίαν διότι η δευτέρα όπως σας έγραψα απεβίωσε κατά το έτος 1944, εις Χανιά. Εν τω μεταξύ κατετάγη ως εθελοντής εις την Βασιλικήν Αεροπορίαν ο μικρότερος μου υιός Σωτήριος όπου είχε επιστρατευθή και ο Αθανάσιος, απελύθησαν και οι δύο την ίδιαν ημέραν και ο μεν Ανατσάσιος παρέμεινεν εις Αθήνας επανελθών και πάλιν εις του Τραβασάρου, ο δε Σωτήριος τη ευγενεία του τότε Δημάρχου Ν. Φιλαδελφίας και συγγενούς μας Ν.Τρυπιά, προσελήφθη εις το Καλικοποιείον Μελτσινιώτη και μετά καιρόν, ελθούσα και η μικρή μου κόρη Βαρβάρα εις Αθήνας, φιλοξενηθείσα παρά της αδελφής της, ηρηβωνίσθη τον Κωνσταντίνον Κωστάκον, υποσχεθείς εις αυτήν ως προίκα μίαν οικίαν εις Αθήνας την οποίαν κατορθώσαμε και ηγοράσαμε επί της οδού Σύλλης αριθμός 11, της Νας Φιλαδελφείας. Τα χρήματα διά την αγοράν αυτής, εξοικπονομήθησαν εν μέρη από τα παιδιά αίτινα εργαζόμενα προσέφερον ότι μπορούσαν, εν μέρει από το εν Δαράτσω κατάστημά μου και εν μέρει από περιουσίαν, δηλαδή οικόπεδα αίτινα επώλησα προς 13 δραχμαί κατά μέτρον. Σήμερα δε αυτά, έχουν φθάσει να πωλούνται 200 δραχμαί κατά μέτρον και έτσι αφού εξεπλήρωσα και την οικίαν αυτήν ελθών εις Αθήνας από τα Χανιά, τους υπάνδρεψα και αυτούς και έτσι η οικογένειά μου αποτελούμενη εξ οκτώ ατόμων, έμεινε στο τέλος διμελής δηλαδή από εμένα και την σύζυγόν μου Φωτεινήν,που διατηρούσαμε το κατάστημά μας και καλλιεργούσαμε την υπόλοιπον περιουσίαν μας καθ’ ότι οι μέν Ειρήνη, Τάσσος, Σωτήρης και Βαρβάρα εγκαταστάθησαν εις Αθήνας και η Ευγενία εγκατεστάθη εις Χανιά.
Η ζωή μας κατέστη μετά ταύτα μαρτυρική, όχι διότι πεινούσαμε αλλά αναλογιζόμενοι πως ύστερα από 6 τέκνα, να μη ευρίσκεται ούτε ένα πλησίον μας. Μόνον κατά διαστήματα ήρχετο η κόρη μας Ευγενία μετά του ανδρός της, οίτινες διέμενον εις Χανιά. Βλέποντες δε την θέσην μας και εις ποίαν κατάστασιν ευρισκόμεθα, καθημερινώς μας παρώτριναν να φύγομεν εις Αθήνας. Μας έλεγαν ότι η θέσις μας είναι κακή, διότι ίσως ασθενήσωμε και ποιος θα μας περιποιηθή που είναι όλα τα παιδιά μας εις Αθήνας και κατά το έτος 1958 κατά μήνα Μάρτιον το αποφασίσαμε. Αφού διαλύσαμε το κατάστημά μας και πωλήσαμε την άμπελον του γυαλού προς 10.500 δραχ. και αφού ελάβαμε μερικά από τα χρειώδη πράγματα από την οικίαν μας, αναχωρήσαμε δι’ Αθήνας. Εγκατασταθήκαμε πλησίων των δύο τέκνων μας Αναστασίου και Σωτηρίου, οι οποίοι ήσαν ελεύθεροι και διέμενον εις τινα μικρόν οικίσκον έναντι της σχολής Σπαθάρη, ιδιοκτησίας του Γ. Βράκα.
Η άφιξής μας εχαιρετίσθη από όλα τα παιδιά μας, τα οποία μας περιέβαλον όλα με αγάπη και στοργήν και ενώ τα μεν παιδιά ηργάζοντο όπως ανέφερα, ο είς στου Τραβασάρου και ο άλλος στου Μαλτσινιώτη, η σύζυγός μου μας περιποιείτο και εγώ εκαθήμην από πρωϊας μέχρι εσπέρας αναγιγνώσκων διάφορα περιοδικά και μυθηστορήματα και καπνίζων αριμανίως 3 – 4 πακέτα τσιγάρα ημερησίως.
Εις τας αρχάς, η ζωή μου εφάνη πολύ δύσκολος, διότι εσκεπτόμην ότι όλη η ζωή μου ήτο μια συνεχής εργασία και τώρα να κάθωμαι να διαβάζω περιοδικά, ενώ ηπήρχον ακόμη δυνάμεις. Τότε ήμουν 59 ετών, καθόμουν και σκεπτώμουν ότι εάν είχα χρήματα θα απεφάσιζα να συγκεντρώσω και τους δύο υιούς μου μαζί, να ανοίξουμε ένα σιδηρουργείον και να συνεργασθούν. Έβλεπα όμως τούτο αδύνατον διότι χρήματα δεν υπήρχαν, λόγω του ότι στους τρείς γάμους που έκαμα τα είχα ξοδεύσει. Εις την επιχείρησην αυτήν απαιτούντο χρήματα το λιγότερον περί τας δρ. 40.000 και καθημερινώς παρεκάλουν τον Θεόν να εξευρεθή κάποιος τρόπος να βρεθούν τα χρήματα, πιστεύων εις την Αγίαν Γραφήν ήτις λέγει «και όσα αν αιτήσεσθε εν τη προσευχή, λήψεσθε» και ώ του θαύματος ο σύζυγος της πρώτης μου θυγατέρας Ειρήνης, έτυχεν το Εθνικόν λαχείον και έλαβε 60.000 δραχ.
Μόλις τας έλαβε, επειδή αυτός ηργάζετο ως ηλεκτρολόγος εις το εργοστάσιον Εύα, προσεφέρθη αμέσως να μας εξυπηρετήσει διά το άνοιγμα του καταστήματος και μας παρέδωσε αμέσως όλον το ποσόν εις χείρας μας. Τότε αμέσως ήρχισα να περιέρχομαι όλας τας οδούς της Ν.Φιλαδελείας και Ν.Χαλκηδόνος αναζητών τον κατάλληλον χώρον να εγκατασταθούν όπου υβρέθησαν τα δύο καταστήματα της Κ.Ασβεστίου παραπλεύρως του φούρνου αίτινα ενοικιάσαμε προς 1.100 δραχ. κατά μήνα και αμέσως εσπεύσαμε προς ανεύερεσιν μηχανημάτων. Την επιχείρησιν αυτήν όλην, υλικών την οφείλομεν εις τον Χαράλαμπον, ηθικών δε εις τον εξάδελφόν μου Αλέξανδρον Κουφόπουλον, όστις μη έχων χρήματα καθημερινώς μας παρότρυνε διά το άνοιγμα του καταστήματος.
Κατ’ εκείνην την εποχήν κάποια εταιρία Φίτσιου είχε χρεοκοπήσει και καταφύγαμε εκεί αγοράσαντες πολλά εργαλεία, καθώς και ηλεκτροκόλησιν και ήρχισε η εργασία ήτις έφερε λαμπρά αποτελέσματα, διότι από τότε μέχρι σήμερον το κατάστημα διατηρείτε εις ανθηράν κατάστασιν εκπληρώσαντες όλας τας υποχρεώσεις, όπου και αν είχον, και τοιουτοτρόπως προσεκολήθην και εγώ εις αυτό ασχολούμενος ως επί το πλείστον εις τον δρέπανον και το ψαλίδι και εις διάφορα καλούπια προς κατασκευήν κικλιδωμάτων. Κατά δε τον Μάρτιον 1960, προσεβλήθην από πίεσιν, λόγω του βάρους μου, ήτις ανήλθε εις 25 ½ βαθμούς και κατόπιν εσπέραν τινά προσεβλήθην από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μετεφέρθην νύκτα εις το Λαϊκόν Νοσοκομείον και παρέμεινα εκεί μέχρι την παραμονήν του Ευαγγελισμού. Κατ’ εκείνην δε την ημέραν εξήλθον του Νοσοκομείου και εξηκολούθησα και πάλιν να εργάζομαι εις το Σιδηρουργείον. Κατά τον Νοέμβριον διενεργήθησαν εκλογαί, μετέβην εις τα Χανιά και εψήφισα, διότι καθώς έγραψα ήμην δημότης Δαράτσου Κυδωνίας και μετά ταύτα επανέκαμψα και πάλιν εις Αθήνας. Κατ’ εκείνην την εποχήν εφύγαμε εκ της οικίας του Γεωργίου Βράκα, ως ακαταλλήλου, και εγκατασταθήκαμε επί ενοικίω επί της οδού Βρυούλων της Νέας Φιλαδελφίας και επί της οικίας Βασιλείου Παπαθανασίου. Πολλάκις προσεπάθησα να τοποθετηθώ εις καμμίαν εργασίαν, να εξοικονομώ μερικά χρήματα και εκ της συντάξεως του ΤΕΒΕ να έχομε τα προς το ζήν μετά της συζύγηου μου. Αλλ’ όσα πολλά μέσα και αν διαθέσαμε, προ πάντων ο κ. Νικ. Τσακίρης εις τον οποίον οφείλω και ένα υπερευχαριστώ διά τας ενεργείας του, δεν κατορθώσαμε να τοποθετηθώ πουθενά. Ημέραν τινά, μόλις επέστρεψα εκ του καταστήματός μας εις την οικίαν μας και αφού εγευματίσαμε και κατεκλήθην, ήλθε η θυγατέρα μου Ειρήνη και με ξύπνησε και με είπε ότι με ζητά ο εξάδελφός μου Π. Ζαμπέτας, όστις εκτός ότι είναι μέλος της ζωεμπορικής εταιρίας Σταύρος Τσώνης & Σία, διατηρεί και ατομικόν κρεοπωλείον εις την Πλάκα. Ήθελε λέγει να μεταβώ εις το κρεοπωλείον διότι με χρειάζεται. Αμέσως σηκώθηκα και κετευθύνθην προς συνάτησίν του, αυτός με περίμενε, καθήσαμε και με είπε ότι με χρειάζεται να κατέβω εις τον Πειραιά να εργάζομαι τακτικά, αλλά λόγω του ότι είναι εταιρία κρεάτων ή εργασία είναι νυκτερινή δηλαδή τρείς φοράς καθ’ εβδομάδα γίνεται παζάρι και πρέπει να ευρίσκομαι την 4ην νυκτερινή εις Πειραιά διότι οι κρεοπώλαι ψωνίζουν κατ’ εκείνην την ώραν και μόλις ξημερώνει ευρίσκονται εις τα καταστήματά των.
Σκεφθήτε την θέσιν μου, τας πρώτας προ παντός ημέρας, να ευρεθώ έξαφνα εις ένα κόσμον τελείως άγνωστον δι’ εμέ. Να κόβω τιμολόγια και να εισπράτω, διότι με ανέθεσαν και το Ταμείον, ένα Ταμείον πολύ μεγάλο λόγω των τεραστίων ποσοτήτων που διέθετε κρεάτων νωπών και κατεξυγμένων, πότε να έχω πλεονάσματα και πότε έλλειμα και να μη γνωρίζω πόσοι ήσαν εκείνοι που επλήρωσαν διότι δεν τους εγνώριζα. Τα παιδιά μου έλεγαν στο σπίτι να καθίσω 2-3 μήνες έως ότου χειμωνιάσει διότι όταν πήγα ήτο Νοέμβριος. Χάρις όμως εις τον έξοχον χαρακτήρα που είχε ο γαμβρός του εξαδέλφου μου και Διευθυντής του υποκαταστήματος Πειραιώς Κ.Γ.Καραγεώργης, από της πρώτης ημέρας δεν έπαυσε να με ενθαρύνη και να υποδεικνύη πως να εργάζομαι, κατόρθωσα να εργασθώ επί ολόκληρον πενταετίαν.
Κατά το πρώτον έτος μετέβην εις Χανιά και παραθέρισα εις την εξοχικήν οικίαν του αδελφού μου, πλησίον της παραλίας επί εν δεκαήμερον. Το δεύτερον έτος και κατά τον Αύγουστον, λαβών και πάλιν την άδειάν μου μετέβην μετά της συζύγου μου εις Θεσσαλονίκην. Εκείθεν μετέβημεν εις το χωρίον Ζίχνη Σερρών, φιλοξενούμενοι επί τρείς ημέρας εις τους ανεψιούς μας, οίτινες είναι εγκατεστημένοι εκεί. Κατόπιν επανακάμψαμε εις Θεσσαλονίκην, φιλοξενηθέντες παρά των ανεψιών μας Ιωάν. Λαμπρίδη και της συζύγου του Βαρβάρας επί 10ήμερον. Καθημερινώς επισκεπτόμεθα την Διεθνήν Έκθεσιν εκ της οποίας αναχωρήσαμε με τας αρίστας εντυπώσεις, αφ’ ενός από την φιλοξενία και αφ’ εταίρου από την έκθεσιν. Επανήλθαμε και πάλιν εις Αθήνας και επεδόθην και πάλιν εις την εργασίαν της εταιρίας, αμοιβόμενος πάντοτε πλουσίως υπ’ αυτής, κατά δε το Πάσχα του 1966 ησθένησα από αρρυθμία καρδιάς. Ευτυχώς όμως ανέκαμψα ταχέως τη επιμελεία του καρδιολόγου ιατρού Κυριακοπούλου, ώστε δεν διέκοψα διόλου την εργασίαν και έτσι και πάλιν κατά τον Αύγουστον του 1966 λαβών την άδειάν μου μετά πλήρων αποδοχών, μετέβην μετά της συζύγου μου, του γαμβρού μου Χαραλάμπους Καραντωνοπούλου, της θυγατρώς μου Ειρήνης και των δύο θυγατέρων των Μαρίας και Δώρας, εις Αιδηψόν επί 18ήμερον προς λουτροθεραπείαν. Την ζωήν που περάσαμε εκεί, δεν μπορώ να σας περιγράψω, φαγητόν, μπάνιο, και ύπνο και αφού παρήλθον αι ημέραι, επανήλθαμε εις Αθήνας. Επεδόθην και πάλιν εις την εργασία μου, αναλογιζόμενος ότι και αυτό το έτος ίσως κατορθώσω και εργασθώ. Λόγω της ηλικίας μου εσκεπτώμην να παραιτηθώ, αφού βεβαίως θα παρήρχετο και αυτό το έτος δηλαδή το 1967. Αλλά άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα ο θεός κελεύει και δυστυχώς κατά την πρώτην Δεκεμβρίου1966 και κατά το μεσονύκτιον, προσεβλήθην από έμφραγμα της καρδιάς, αμέσως ειδοποιήθη ο ιατρός Κυριακόπουλος παρά του υιού μου Αναστασίου, κατέφθασε και διά διαφόρων εξετάσεων και καρδιογραφήματος, διεπίστωσε την πάθησιν και αμέσως με διέταξε ακινησίαν. Ελθών και την επομένην πήρε δεύτερον καρδιογράφημα καθώς και την επομένην ακόμη έλαβε και τρίτον και με διέταξε πάση θυσία να διακόψω την εργασίαν, διότι όπως είπαμε η εργασία μου ήτο νυκτερινή και υπήρχε φόβος εξερχόμενος εκ της θερμής ατμοσφαίρας της οικίας, εις την ψυχρήν της νυκτός, να πάθω καμίαν συγκοπήν. Οπότε φοβηθείς ηναγκάσθην και διέκοψα την εργασίαν. Με παρακολούθησιν του ιατρού και με διάφορα φάρμακα, κατόρθωσα και πάλιν να επανεύρω την υγείαν μου, λόγω όμως του ψύχους παρέμεινα εις την οικίαν μου.
Κατά την 8ην Δεκεμβρίου ευρισκόμενος εντός της οικίας μου και μόλις σηκώθηκα από την κλίνην μου, ήλθε ο γαμβρός μου Βασίλειος όστις αφού με ηρώτησε τα της υγείας μου, αμέσως με είπε αν έμαθα το θλιβερόν νέον και εγώ του είπα όχι. Τότε αυτός με ανακοίνωσε ότι εβυθίσθη το Ηράκλειον. Αρχικώς ενόμισα ότι επρόκειτο περί της πόλεως Ηρακλείου Κρήτης, φαντασθείς ότι από σεισμό έπαθε καθίζησιν. Τότε αυτός με εξήγησε ότι πρόκειται διά το αρματαγωγόν Ηράκλειον, το οποίον κατ’ εκείνην την νύκτα ερχόμενον από Χανιά εις Πειραιά, με σχεδόν 350 επιβάτας και πολλά αυτοκίνητα εβυθίσθη εις θέσιν Φαλκονέρα. Αφορμή ήτο εν αυτοκίνητον ψυγείον και διάφορα άλλα αυτοκίνητα τα οποία δεν ήσαν ασφαλισμένα καλώς και ευρεθέν προ ισχυράς θαλασσοταραχής και με άνεμον 9 μποφόρ αφ’ ενός και αφ’ εταίρου, όπως ισχυρίζονται πολλοί ναυτικοί, μη έχον αρκετόν βύθισμα, ανετράπη. Αυτοστιγμεί συμπαρέσυρε εις τον υγρόν του τάφον, σχεδόν όλους τους επιβάτας και πλήρωμα εκτός ελαχίστων, οίτινες κατά την ώρα της βυθίσεως, κατόρθωσαν να αρπάξουν σωσίβια καλά και να απομακρυνθούν, διότι υπήρχαν και σωσίβια άχρηστα, ώστε να μην παρασυρθούν από την δίνην του πλοίου. Εξ αυτών 22 ναυαγοί αφού επάλειψαν επί 12 συνεχώς ώρας με όλην την μανίαν της μαινομένης θαλάσσης, κατόρθωσαν να περισυλλεγούν και να σωθούν από τα προστρέξαντα εις βοήθειαν πλοία, έτεροι δε 48 να περισυλλεγούν νεκροί. Μόλις διά του ραδιοφώνου μετεδόθη η είδησης, σκεφθήτε εις ποίο πένθος εβύθισε όχι μόνον τας οικογενείας των απολεσθέντων, αλλά ολόκληρον το Πανελλήνιον και ιδιαιτέρως την πόλιν των Χανίων εκ της οποίας προήρχοντο το πλείστον των ναυαγών. Ετελέσθησαν μνημόσηνα εις όλας τας εκκλησίας καθώς και αι σημαίαι ήσαν μεσίστιαι εις όλην την Ελλάδα.
Αφού παρήλθε ένας μήνας επεσκέφθην και τον καθηγητήν της καρδιολογίας Ιωάν. Νιχογιαννόπουλον, όστις και αυτός με σύστησε να μη κουράζομαι, να κόψω τελείως το αλάτι καθώς και το ψωμί διά να αδυνατήσω, διότι ήμην τότε 99 κιλά. Μετά πολλών δε κόπων και πολλής νηστείας, κατόρθωσα να κατέλθω εις τα 92 ½ κιλά και συνεχίζω κατά δύναμιν την δίαιταν, καθήμενος καθημερινώς εις την οικίαν μου και μη δυνάμενος να κυκλοφορώ εις τους δρόμους, λόγω του χειμερινού ψύχους. Εις την εταιρίαν οφείλω ένα ευχαριστώ, διότι όλας τας αποδοχάς μου του μηνός Δεκεμβρίου καθώς και το Δώρον των Χριστουγένων μου τα απέστειλε. Και μη έχων τι άλλο να πράξω όπως διασκεδάσω τον περιορισμόν μου εις την οικίαν μου, απεφάσισα κατά δύναμιν αφ’ ενός των γραμματικών μου γνώσεων και αφ’ εταίρου της πτωχής μνήμης μου λόγω της ηλικίας μου, να γράψω τα απομνημονεύματά μου και να σας εξιστορίσω εν ολίγοις τα διατρέξαντα εις την ζωήν μου κατά τα 68 αυτά έτη. Συνάμα δε και τας διαφόρους διακυμάνσεις που έλαβε η ανθρωπότης κατά διαφόρους εποχάς. Το μόνον δε ευτύχημα δι’ εμέ, είναι ότι ευρισκόμενος εις τοιαύτην ηλικίαν, κατορθώσαμε με τους υιούς μου Αναστάσιον και Σωτήριον, αφ’ ενός αυτοί να δημιουργήσουν διά τον μέλλον των μίαν εργασίαν και αφ’ εταίρου να προβούμε προς τριετίας εις την αγοράν μιας οικίας επί της οδού Αδριανουπόλεως 36 της Ν. Φιλαδελφείας του κ. Χαραλάμπους Τζαννάκη, το συμβόλαιον της οποίας κατεχωρήσθη εις τα ονόματα των δύο τέκνων μου Αθανασίου και Σωτηρίου και εμού, ώστε να εξασφαλίσω εις την ηλικίαν αυτήν στέγην μόνιμον, εμού και της συζύγου μου και η τελευταία μου επιθυμία είναι ότι εάν αποθάνω πρώτος εγώ να χαίρη αυτή της επικαρπίας του μεριδίου μου.
Νέα Φιλαδέλφεια τη 23 Μαρτίου 1967
Κ.Κουφόπουλος
Σημείωση… Μαζί με τις φωτογραφίες είναι περίπου 8Ο σελίδες.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΖΕΡΒΟΥ.
Δυό λόγια από την απόγονό του Ελένη Κούρτη.

Έβγαλαν Χριστιανούς και Τούρκους και γύριζαν και έλεγαν:
Μη πειράζετε τους Τούρκους για να μη σας πειράξουν και αυτοί όταν έρθει ο Κεμαλικός στρατός.
Περίπου έτσι κι έγινε.
Τους εγέλασαν όμως οι Τούρκοι και όταν ήρθαν οι Κεμαλικοί, τους βοήθησαν οι ντόπιοι χωρικοί και δεν άφησαν μητε γέροντα, μήτε νέον, μήτε κόρη…
Εις τας 29 με 30 και 31 Αυγούστου άρχισε η φωτιά λοιπόν.
Την πρώτη ημέραό που ήρθαν οι Τούρκοι το βράδυ εμάζωξαν τους Αρμεναίους ( η κόσμο) εις το σχολείο και άρχισαν να τους σκοτώνουν και εγω εβγήκα εις τα κεραμίδια διότι ευρέθην να είναι το σπίτι μου πλησίον της Μεγάλης Σχολής ( Αναξαγόρειος ) και είδον το τέλος με τις λόγχες δεμένους, εκτελούσαν τους άνδρας.
Τελευταία τους έριξαν έναν δυνατόν κρότον σαν να ήταν τορπίλα και άρχισαν να φωνάζουν :
Αλλάχ ! Αλλάχ!
Εχτυπούσαν δίπλα εις το σπίτι μου, το σπίτι του Μιχαηλίδη και κατα εκείνη την ώρα έπεσαν εις το πηγάδι δύο κόρες, η κορη του και η Ιωάννα και μία δουλα η Δέσποινα.
Εμείς εχωθήκαμεν εις το ταβάνι του φούρνου όπου είχε μία κρυψώνα.
Ήταν δε και το σπίτι μου παλαιό και φτωχό και δεν το πάτησαν οι Τούρκοι.
Ήλθον να το ανοίξουν και λέγει ένας Τούρκος αξαρλής:
Μπάρμπα τούτο το σπίτι είναι φτωχόσπιτο, το άλλο, το πλούσιο άνοιξε !
Εις τας 6 το πρωί άρχισε η φωτιά εις το φρουραρχείο.
Τότε εφώναξα τα 2 κορίτσια να τρέχουν αλλά δυστυχώς έφυγε η μεγάλη μου κόρη μακριά και με ακολούθησε μόνη.
Και τότε έφυγα εις τα αμπέλια εις την θέσιν Μπαξελί όπου και εκαθήσαμε.
Εκαθήσαμεν με πολλούς μαζι άνδρες και γυναίκες. Νυστικοί, δυο ημέρας.
Την άλλη ημέρα έρχονται τρεις Τούρκοι οπλισμένοι με όπλα και πιστόλια απο τα χωριά Κατσάντερε και Γιαβαντε με ονόματα Χουσνούς, ο έτερος Μεμέτης και ο άλλος Αλής .
Όταν μας είδαν ήλθαν κοντά και μας λέγουν: Παράδες φέρατε;
Εγω έδωσα έως πενήντα χάρτινες με το πορτομάνε (πορτοφόλι) μαζί.
Ο ψαράς ο Δημήτριος ειπε: Βρε Χουσνούς δεν έχω! Του δίνει μια τουφεκιά και πέφτει εμπρός εις τον ενα ελεύτερο μπαξέ.
Φεύγουν, πηγαίνουν ολίγο μακριά και πέρνουν δυο κόρες του Κεστανέ, όπως ονομάζονταν του Κώστα.
Ένας άλλος νέος έτρεξε να πάρει τα κορίτσια με το πιστόλι εις τας χείρας.
Του έριξαν απο μακρόν μία σφαίρα, έπεσε και αυτός απο το βουνό του Μαρίνου.
Απο τα αμπέλια έτρεχε ένας άλλος και με είπε:
Αν είδης τον πατέρα μου Μιχάλη Ορφανό,πέστου οτι με εσκότωσαν. Δώσε μου λίγο νερό.
Τον παρατήρησα με τρόπο και είδα μία τεράστια πληγή στην κοιλιά.
Του έδωσα νερό αλλά μόλις το ήπιε απέθανε ευθύς.
Όταν είδα εγω οτι άρχισαν να σκοτώνουν εσκέφθηκα:
Να νυχτώσει και να φύγω, διότι το τουφέκι εδούλευε πλέον.
Επήρα την κόρη μου την Μαρία και έφυγα απο του Μαρινου το βουνό τη νύχτα και επήγαμε εις Τούρκικο χωριό Ζουμπέκι μία ώρα δρόμο.
Επέρασα απο μέρος όπου ήξευρα, αφησα την κόρη μου στο ρουμάνι και έβγαλε τα παπούτσια και τα επήρε εις τα χέρια.
Και επήγα εις το σπίτι του Σουλεϊμάν Καιβατζόγλου. Εκτύπησα την πόρτα.
Άνοιξε και μου λέει οτι είναι όλοι ορκισμένοι και οτι: ..
Θα με σκοτώσουν πρωί όταν θα μάθουν οτι σε έκρυψα!
Ιδιαιτέρως η μάνα του με λέγει κρυφίως:
Να φύγεις , διότι όσοι ήλθον εδώ τους εσκότωσαν όλους. Εμείς εφάγαμεν πολύ ψωμί απο εσένα. Λοιπόν φύγε να γλυτώσετε.
Επήγα λοιπόν , επήρα την Μαρία και φεύγω απο άλλο δρόμο μη τυχον και μετανιώσει και έλθει απο πίσω να με σκοτώσει.
Την άλλη μέρα έμαθα οτι επήγαν οι Τούρκοι, εμαζεψαν όσους ανθρώπους, γυναίκες και παιδιά και τους έβαλαν μαζί στη σειρά και τους εσκότωσαν, όπως με είπαν οι άνθρωποι, εις την θέσιν Προφήτη-Ηλία, μέσα στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία.
(Η Μαρία έλεγε το τροπάριο του Προφήτη Ηλία μέχρι τα 97 της χρονια)
Μέσα εις την εκκλησία εσκότωσαν τον Θεοδωρο Μαυραντώνη με την γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά τους.
Εσκότωσαν και άλλους πολλούς, δεν γνωρίζω ονόματα.
Εγώ τότες έφυγα απο το χωρίον μεσάνυχτα, οπως σας ειπα και επήγα εις την θέσιν Μπαζουλί εις απόσταση απο τα Βρύουλα μία ώρα και απο το χωρίον Ζουμπέκι μία ώρα.
Και εκεί ευρον ένα παλαιό δέντρο (ελιά) και έχωσα την Μαρια μέσα, και εγω έσκαψα λάκκον μέσα εις τον ντερέ (ποταμι) εις τα καλάμια αποκάτω.
Μέσα είχε βάτους και διάφορα κλαδιά και εχωθηκα.
Ο ντερές ήταν τρία μπόγια βάθος.
Λοιπόν την ημέρα εχωνόμουν μέσα και την νύχτα εγύριζα και εμάζωνα σταφύλια, κυδώνια, ρόδια και τζίτζιφα και άλλα διάφορα για να φάμε την άλλη μέρα με την κόρη μου την οποία την έχωνα μέσα στην ελαία όταν έλειπα.
Εχώθηκα εκεί δεκα τεσσερεις ημέρες και νύχτες.
Την νύχτα εκεί όπου εγυριζα,έβλεπα διάφορα ζώα και ένα ζατλανό (ύαινα), ο οποίος δεν με επήραξε καθολου.
Εμάζευα φαγητό και επήγαινα και εκτυπούσα τρεις φορές με μία πέτρα και έβγαινε η Μαρία και τρώγαμε. Ψωμί …..τίποτα – διόλου! Νερό είχα πολύ.
Μία ημέρα εκοιμηθήκαμε μέσα εις το αμπέλι.
Το πρωϊ έβαλα τακτοποίησα τα ρούχα όπου εσκεπάζομαι και το βράδυ τα εύρον σκορπισμένα.
Την άλλην ημέρα με την αράδα επήγε στο αμπέλι ο Σουλειμάνης του Τσολάκη Χασάν.
Με εφώναξεν : Βρε Γιάννη, άντε να φύγωμεν, δεν εχει πλέον Τούρκους. Εβγα πλέον Γιώργη, έλα να φύγωμεν. Αντρίκο έβγα! ( προφανώς χρησιμοποίησαν τυχαια , κοινά ονόματα για να ξεγελάσουν τους φυγάδες και να φανερωθούν )
Κι εγώ τους άκουγα μέχρις ότου έφυγαν και οι τρεις σύντροφοι.
Έριξαν δε και τρεις τουφεκιές στον αέρα, αλλά εμείς το βαρύ! Μιλιά διόλου !
Μετά δεκα τέσσερεις ημέρες εξαντλήθηκα πλέον και δεν ημπορούσα να πιώ νερό, διότι ήταν εικοσι τρεις ημέρες όπου έφυγα εις τα όρη και η Μαρία μου δεν έβλεπε πλέον απο την πείνα.
Τώρα να φύγωμεν, διότι με υποψία οτι κάποιος ήταν.. μέσα στον ντερέ, με έριξαν μία σφαίραν η οποία εκτύπησε πλησίον μου, εις την τρυπαν όπου ήμουν χωμένος, τέσσερα δάκτυλα απο το κεφάλι μου.
Αλλά η Παναγιά με έσωσε και δεν μίλησα διόλου.
Τα μεσάνυχτα εφύγαμεν απο εκεί και ηλθαμε προς τα Βρύουλα.
Με λέγει η κόρη μου:
Πατέρα μου σκότωσέ με, μην πας να με παραδώσεις. Πηγάδιασέ με καλύτερα να γλυτώσω απο τους Τούρκους, για το όνομα της Παναγίας μην με παραδώσεις εις τους Τούρκους. Καλύτερα να με σκοτωσεις. Μη με λυπάσαι!
Και πόσο χρόνων ήταν; Δεκαέξι χρόνων κόρη !
Τρεις φορές αποφάσισα να την ρίξω εις ένα πηγάδι και τρεις φορές με έλεγε η συνείδησή μου: Ανανδρε μη γίνεις παιδοκτόνος , και ο Θεος είναι μεγάλος! Εμπρος! Μη φοβάσαι, πήγαινε προς το Μπουρνά Ντερέ, μέρος που έπεφταν λίγα τουφέκια (πυροβολισμοί).
Επηγαίναμεν πλέον εις το Μπουρνά Ντερέ τα μεσάνυχτα.
‘Οταν ανεβαίναμε ενα υψωμα, ευρίσκομεν ενα παλικάρι το οποιον εφύλαγε βάρδια.
- Καλησπέρα του λέω, χωρίς να τον γνωρίζω.
- Καλώς τονε μου λέει!
Εικοσι τέσσερεις ημέρες δεν είχα δει Χριστιανό, μόνο Τούρκους.
Φανταστείτε το κλάψιμό μου.
Δεν μπορούσα πλέον να σταθώ εις τα πόδια .
- Ε, τώρα τι κάνωμεν εδώ;
- Πως ευρέθεις; Τι έγινε εις τα Βρυουλα; Τους εσκοτωσαν όλους ;
- Εσύ κι εγω γλιτώσαμεν,αλλά λέγε τι κάνεις εδώ;
- Φυλάγω βάρδια και τρώνε.
- Στέκεται. Λέγε , ποιοί τρώνε;
- Στάσου, μου λέγει.
- Τι να σταθώ ; Λέγε , οι σύντροφοι ποιοί είναι ;
- Τώρα με λέγει. Περίμενε καλά !
Με δίνει το τουφέκι και με λέγει:
- Φύλαγε εδώ και έρχομαι.
Τότες με λέγει η κόρη μου: Σκότωσέ με πατέρα. Να τουφέκι που ευρέθηκε. Τώρα είναι η ώρα.
Ε, κόρη μου τι λες ; Τα παλικάρια δεν σκοτωνουν τα παιδιά τους, μήτε τα πηγαδιάζουνε, διότι τι θα ωφεληθώ να μείνω μόνος εις τον κόσμον; Ποτέ δεν θα αποφασίσω εάν δεν ιδώ τους Τούρκους, να σε καταστρέψω! Μη με λέγεις τέτοια λόγια. Υπάρχει Θεός κόρη μου και είναι Μεγάλος και η Παναγία θα μας βοηθησει. Μη φοβάσαι!
Μετα ημίσια ωρα έρχεται ο νέος και με λέγει :
Ήμεθα δεκαπέντε άνθρωποι παρέγια (μαζι). Επτά κορίτσια, δυο γριές, εξι αδελφοι των κοριτσιών, μέσα σε έναν τοίχο κτισμένοι και τώρα εβγήκαν και τρώνε.
Περίμενε τώρα θα έλθουν…….
Αχ…Αχ…Αχ…Ο Θεός δόξα να έχει όπου ευρήκα ανθρώπους να συνεννοηθώ.
- Τι έγινε στην πατρίδα μας μέσα και ακόμη έως τώρα η φωτιά δουλεύει εις τα ωραία Βρύουλα, με λέγει ο νέος.
- Εδώ και εκεί εκάησαν όλα εκτός μερικά όπου κάθονταν οι Τούρκοι. Δεν έμεινε τίποτα.
Τις γυναίκες τις εμπάρκαραν. Νομίζω οτι έμαθα και τους νέους τους σκοτώνουν με λέγει : Όλους !
-Τους είπες τους συντρόφους οτι ήλθα εγώ ο Ξενοφών μαζί με την Μαρία μου; Τι σου είπαν;
- Ο αρχηγός μας ο Μανώλης του Γιώργη του Μανώλαρου με είπε να σε πάρω να πάμε μαζί. Δώσε μου το τουφέκι μου.
- Πάρε φίλε το τουφέκι σου.
Εμπρός πηγαίνει εκείνος.
- Ακολούθα με !
Ε τώρα συλλογιστείτε. Πάμε εις τον ανήφορον πέντε λεπτά.
Έξαφνα τρέχει μία κόρη και αγκαλιάζει την Μαρία μου!
- Καλώς την την Μαρία μου! Και την φιλάει στο μάγουλο.
Η Μαρία πέφτει αναίσθητη εις την φίλη και σιωπά.
- Νερο! Τρέξετε !
Τρέχει ο αρχηγος και φέρνει μια στάμνα, διότι τίποτα δεν έχει εκεί και βρέχουμε την Μαρία, αλλά με δυσκολία την εσήκωσα εις τα πόδια της.
Τώρα έρχονται και άλλες κόρες.
Οι δε άνδρες επήραν πέντε όπλα “Μάνλιχερ” (MALINXER τα λέει…) όπου είχαν και έτρεξαν να φυλάγουν το μέρος εις τα τέσσερα μέρη του Τεπέ.
- Λοιπόν , ελάτε να φάμε!
- Τι φαγητόν ;
Προχωρούμε εως εικοσι βηματα και βλέπαμε κι άλλη παρέγια (παρέα) και τρώνε πληγούρι (αλεσμένο σιτάρι με λάδι) με ντομάτες εις ένα γκαζοντενεκάκι και δυο τσανάκια με κουτάλια.
Ωραίο, γλυκό φαγητό, το οποίο τέτοιο γλυκο φαγητό δεν είχα ξαναφάει απο (τότε που) εγεννήθηκα.
Είχα να βάλω εις το στόμα μου εικοσι τέσσερεις ημέρες ζεστό φαγητό και όταν έβαλα την πρώτη κουταλιά εγέμισε το κουτάλι δάκρυα.
- Παναγία μου δόξα νά’χεις! Μεγάλη η χάρη. Ευχαριστώ απο την γη έως τον ουρανό, διότι με αξίωσες να φάγω ζεστό φαγί. Ο Θεός με έφερε εδώ ; Σας ευχαριστώ παιδιά. Ο Θεός ο Μεγαλοδύναμος να μας σώσει !
- Αμήν, Αμήν, Αμήν !
-Φάγε Μαρια!
Την έλεγαν τα κορίτσια, αλλά η Μαρια κλαιγει απαρηγόρητα.
- Τώρα εφάγατε. Πηγαίνετε τέσσερεις να αλλάξετε τους σκοπούς.
Αμέσως έτρεξαν τέσσερεις και ήλθαν οι αλλοι τέσσερεις να φάγουν.
- Καλώς τα παιδιά. Κάτσετε να φάτε .
- Ε! με λένε, τι έγινες; Πως εγλύτωσες;
Άρχισα κι έλεγα και έκλαιγα…
- Σώπα , μην κλαίς, τι να κάμωμεν; Έχει ο Θεός. Είναι Μεγάλος !
Καθίζω εκεί τρεις μέρες και νύκτες
Με λέγει ο αρχηγός :
- Μπαρμπα Ξενοφών, τι λες να κάμωμε; Πες μου κι εσύ.
- Θα πάω να παραδοθώ εις τους Τούρκους, δια να μάθω τι γινεται εις τα Βρύουλα και να ημπορέσω να σας φέρω ψωμί και καπνό και τσιγαρόχαρτα.
- Ε, πας ; Μου έγει ο Μανώλης. Δεν φοβάσαι ;
- Θα πάγω , αλλά την κόρη μου;;;
- Την κόρη σου με την αδελφή μου μαζί θα την αφήσεις και όταν ιδώ Τούρκους θα τις σκοτώσω και τις δυο για να μη παραδοθούν εις τους Τούρκους.
- Καλά ! Αν με σκοτώσουν, τι θα κάνεις ;
- Εκεί όπου τρώει η αδελφή μου θα τρώγει και η κόρη σου. Θα την φυλάξω σαν τα μάτια μου.
- Καλά τα μεσάνυχτα θα φύγω και ο Θεός ας με γλυτώσει για να βοηθήσω κι εσάς
- Αχ…Αχ …Αχ…
Τα μεσάνυχτα πηγαίνω εις τον τοίχο και φωνάζω:
- Μαρια, κόρη μου φεύγω. Δώσε το χέρι σου για τελευταία φορά. Έχετε την ευχή και του Θεού και της Παναγίας μας… και φεύγω.
Φωνάζω και του Μανώλη :
- Πηγαίνω. Να σταθείς εις τον όρκον σου ποπου έκαμες, διότιθ ο Θεός τώρα μας ακούει όπου ορκιζόμεθα.
Γονατίζω ανατολικά και λέγω :
- Ορκίζομαι να σας βοηθήσω. Να μη προδωσω το μυστικο και αν με κοψουν, αφήνω την κορη μου αμανάτι.
- Καλά, πήγαινε , με λέγει ο αρχηγός. Θα σε ιδώ γέροντα, αλλά σε ξέρω. Δεν φοβούμαι.
- Αν είμαι καλά και αν γλυτώσω το μαχαίρι θα πάρω οτι χρειάζεται και θα ανέβω εις εκείνο το δένδρο τα μεσάνυχτα και θα φωνάζω σαν κουκουβάγια. Να έχετε το νου σας.
- Πήγαινε!
- Φευγω !
Πηγαίνω εις τον δρόμο, ευρίσκω άλλους δύο, έναν στρατιώτη του Σουσάμογλου και τον Γεώργιο Κατημερτζόγλου. Πηγαίναμε μαζί.
Το πρωί οταν πήγαμε εις την θέσιν Μπαμπατζάνι ήταν οι Τούρκοι στρατιώτες εκεί.
Εχωθήκαμεν εις ένα σπίτι έως να ξημερώσει
Το πρωί έρχεται ένας στρατιώτης Μεμέτης.
- Καλημέρα , με λέγει. Πότε ήρθατε; Την νύκτα; Απο την εξοχή, ε; Παράδες έχετε ;
- Όχι του λέγω εγώ.
- Στάσου με λέγει , και με ψάχνει τα ρούχα μου και βρίσκει εις την τσέπη μου
18=1’00 Φράγκα ( ;;;;;;;;;;;;;;; ) και του λέγω:
- Αυτά είναι Ελληνικά, δεν είναι καλά. Κι εκείνος με λέγει :
- Καλά είναι κιοπέκ (σκύλε), και άλλα βγάλε !
- Δεν έχω!
- Τώρα θα δεις, και τραβά την λόγχη, Παρά ! Παρά! Θα σε σκοτώσω. Παρά βγάλε !
Με κεντά εις το στήθος αλαφρά.
- Παρά σκυλε, βγάλε ! Με κεντά εις το κεφάλι, αλλά δεν είχα άλλα να του δώσω.
Με τυραννούσε έως μισή ώρα.
- Μαρτύρα , που ήσουν; Που εγύριζες τόσες ημέρες ; Τι έτρωγες ; Κιοπέκ, λέγε ! Δεν μαρτυράς; Τώρα θα ιδής όπου θα σε πάγω στον αξιωματικο. Θα δεις, Θα μαρτυρήσεις η οχι;
Αφήνει εμένα και πιάνει τους άλλους , αλλά πιο αλαφρά.
- Δεν έχομεν , του λένε.
Αυτος τους λέγει : Δεν ξέρετε πουθενά χρήματα;
Γνέφω εγώ στον ένα,
- Μπα , του λέγει, ξεύρω εις ενα σπίτι (για να μας βγάλουν απο εκεί που μας είχαν).
Άλλως το εννόησε και οτι του έλεγα, έλεγε “Μπά” !
Τότες του λέγω Τούρκικα :
- Αυτός ήταν δούλος και είχε ο θείος του μία κάσα μέσα στον μεσιανό τοίχο κτισμένο.
Ευτυχώς ο Τούρκος δεν ηξερε διόλου Ελληνικά.
Τότε μας παίρνει και τους τρεις να του δείξουμε την κάσα όπου ήταν χωσμένη.
- Πάμε εις το σπίτι αυτό, εις το μεσιανό τοίχο είναι η κάσα.
Τότε αυτός κοιτάζει εδώ και εκεί και δεν βρίσκει τίποτα.
- Δεν έχει, με λέγει Αλλού μήπως ξέρετε ;
- Όχι του λέω.
- Εμπρός, μας λέγει, πάμε !
Μας πηγαινει εις τον Μεγάλο ο οποίος είχε τρία άστρα. Τότες με λέγει:
- Γέρο, λέγε !
Αρχίνησα να του λέγω οτι ήθελα.
- Όχι με λέγει, Μαρτύρα μου που εγύριζες και που χωνόσουν τοσες ημέρες και τι έτρωγες έξω.
Τότες του λέγω :
- Έτρωγα σταφύλια και ρόδια, κυδώνια και τζίτζιφα. Για ψωμί, ψωμί δεν έφαγα εικοσι τρεις ημέρες διότι δεν είχα.
- Μόνος ήσουν ; Η είχες κι άλλους ;
- Μόνος !
- Καλά τώρα , που εχωνόσουν;
- Σε μία τρύπα.
- Αν δεν μου πεις την αλήθεια θα σε σκοτώσω.
Με βάζει το πιστόλι εις το στήθος και με λέγει :
- Μαρτύρα ! Μόνος σου ήσουν ; Μοναχός ;
Και πάλι με λέγει :
- Τώρα χάνεσαι πλέον, μαρτύρα ! Μαρτύρα διοτι εχάθηκες πλέον. Λέγε γρήγορα!
Άλλος με είχε στο στήθος το μαχαίρι και με κεντούσε.
- Λέγε , θα σε σκοτώσω. Μαρτύρα. Μαρτύρα γέο να γλυτώσεις τη ζωή σου.
Τότες εστεναχωρήθηκα πολύ.
Εσυλλογίστηκα οτι μια μέρα θα αποθάνω,. Ας αποθάνω τώρα μονάχος και ας γλυτώσει η παρέγια μου και η κόρη μου, η Μαρία μου.
- Ε.. του λέω , Αγά, αν ο προφήτης Μουχαμέτης σε έδωκε την άδεια αθώον άνθρωπο ναμε σκοτώσεις ! Και ανοιξα το στήθος μου να με κτυπήσει.
Τοτες μου έδωσε εις το στόμα με το χέρι του ενα μπάτσο. Εκτύπησα !
Και μου λέει:
- Σώπα! Γκιαούρ ! Φέρεις εις το στόμα σου του Μουχαμέτη το όνομα ;
Και τότες βάζει το πιστόλι ειςτην θήκη του και το μαχαίρι.
Τοτες εγλύτωσα πλέον και αρχίνησα να χαιρετώ τον Κεμαλ και να χαιρετώ τον στρατόν δια να γλυτώσω πλέον.
Αυτός τότε διατάζει και μου φερνουν φαγί, κρέας με φασόλες και ψωμί δια να φάγω.
Αλλά το φαγί , η πρώτη κουταλιά, ήτο φαρμάκι πικρό.
Ύστερα είπα, καλόν είναι, διότι επεινούσα. Ας το φάγω. Και έφαγα πλέον.
Ύστερα αιχμαλωτίστηκα.
Με έβαλαν με άλλους φυλακή.
Μέσα εις την φυλακήν έφεραν τον Φώτη του Πετσίτη πληγωμένο.
Απο τότε δεν ημπόρεσα να υπάγω να εύρω τους συντρόφους πλέον.
Μετά έξι μέρες ήλθε διαταγή να μας μπαρκάρουν.
Ήλθε εις την Σκάλαν το Αμερικής βαπόρι και εφύγαμεν.
Την ημέρα που εφυγαμεν έβαλαν τορπίλα κι έτιξαν το καμπαναριό του Αγίου Γεωργίου των Βρυούλων.
Ύστερα ήλθαμεν εις την Χίο. Επηγα εις τον διοικητή και του λέγω :
- Έχω δεκαέξι ψυχές χωσμένους εις ένα τοιχο. Και να μου δώσει ένα καϊκι να υπάγω να τους φέρω και πέντε όπλα και πέντε νέους (…………………..)
- Τι μου λες βρε γέρο ; Να μου χάσεις κι άλλους πέντε χαζίρικους ; Άντε μοναχος σου και εύρα ένα καϊκι να πας να τους φέρεις εδώ εις την Χίο! Απόφαση !
Εχάθηκαν δεκα πέντε ψυχές πλέον.
Εγω παρά δεν μου αφήκαν οι Τούρκοι. Με τι θα υπάγω να τους βοηθήσω; Θα χαθει και η κόρη μου!
Αλλά υπάρχει θεία Δύναμη όπου νικά τα πάντα. Εχει ο Θεός ! Ο Θεός ας τους γλυτώσει, τον όρκο που έκανα δεν ηδηνήθην να κάνω τιποτα.
Έμεινα εις την Χίο και καθημερινά αρωτούσα τι έγιναν αυτοί οι άνθρωποι.
Ύστερα απο τεσσερεις μήνες έμαθα οτι εσκότωσαν δυο Τούρκους και εσκοτώθηκε ο αρχηγός ο Μανώλης και αιχμαλωτίστηκε η αδελφή του και δυο γραίες και έτερη μία κόρη.
Η αδελφή εκείνου που με βρήκε τη νύχτα όπου εφύλαγε σκοπός.
Με καιρόν πολύ άξαφνα μαθαινω οτι η Μαρία ήλθεν εις την Μυτιλήνη σώα και αβλαβής.
Οτι ευρίσκοντο εις το βουνό πολλοί άνθρωποι εις διάφορα μέρη του βουνού ,έως 64 άτομα απο όλο το μέρος των Βρυούλων , δεκατέσσερεις γυναίκες, μερικά παιδιά και γέροι, εξω εις τα βουνά ως θηρία. Τα γένια τους τα έκαβαν με φωτιά. Τα μαλλιά τους εβρήκαν ένα ψαλλίδι και τα έκοβον.
Ούτε Τούρκος δεν τους είδεν. Έφυγαν απο τον τοίχον όταν τους ευρήκαν τέσσερεις Τούρκοι.
Τους επρόδωσεν ένας βοσκος προβάτων , χριστιανός, αλλά δώδεκα ετών.
Τον εφοβέρησαν οτι θα τον σκοτώσουν εάν δεν μαρτυρήσει τι βλέπει εκεί όπου γυρίζει και τότες τους εμαρτύρησε.
Επήρε τεσσερεις στρατιώτες και επηγεν εις τον τοίχον, όπως έμαθα απο την Μαρία.
Και τότες λέγει ο αξιωματικός: Εβγάτε έξω διότι θα σας σκοτώσω.
Τότε άρχισαν να βγαίνουν. Εμεινε οπίσω ο Μανπώλης.
Τότε λέγει ο Μανώλης: Εχαθήκαμε πλέον Μαρίγια, φεύγα γρήγορα !
Ο αξιωματικος λέγει: Έχετε μέσα οπλα ;
Ο Μανώλης λέγει : Όχι !
Ο αξιωματικός λέγει: Βγάλε τα παπλώματα έξω.
Κι έτσι , ο Μανώλης πηρε απο μέσα το τουφέκι και ρίχνει μια σφαίρα του αξιωματικού εις το στήθος και πέφτει νεκρός.
Γυρίζει εις τον άλλον, ρίχνει, πληγώνει και τον έτερον στρατιώτη και ο άλλος , και οι έτεροι δύο έφυγαν μακρυά και άρχισαν να πυροβολούν.
Τότες έφυγαν οι κόρες και έτρεχον εις τα αμπέλια μέσα και εχώθησαν αλάργα εις το Λυκοβούνι, εις ένα ασβεστοκάμινο και ευρήκε η Μαρία τον θείον της τον Τρύφωνα, ο οποίος και επροστάτευσε την Μαρία μου, εως ότου έκλεψαν ένα καϊκι Τούρκικο και επήγαν εις την Μυτιλήνη και έδωσαν είδηση
Ύστερα , μετά παρέλευση είκοσι πέντε ημερών απο μας έκαψαν τη χώρα μου τα Βρύουλα
Αφού έζων χωρίς ψωμί, μόνο έβραζαν σιτάρι και έτρωγαν και χόρτα διάφορα και σταφύλια, επήγε το χαμπάρι στην Μυτιλήνη.
Τότε ο αξιωματικός διοικητής Μυτιλήνης, έστειλε ένα βαποράκι το οποίο τους παρέλαβε όλους μαζί 64 άτομα και τους έφερε στην Μυτιλήνη.
Τότε ήλθε και η Μαρία με μία γυναίκα μαζί εις την Χίον.
Εις το βουνό οταν ήταν όλοι έκλεψαν δυο βοδια τα οποια έσφαξαν και τα έφαγαν και τις προβιές τους έκαναν τσαρούχια όπως έφερε και η Μαρία τα τσαρούχια της.
Εις την εποχή όπου ήταν εις το Λυκοβούνι επήγαν να κλέψουν βόδια δώδεκα παλικάρια με δώδεκα οπλα όπου εφόνευσαν πολλούς Τούρκους, άνω τους 60 και εφονεύθησαν και δικοί μας.
Ο ένας επληγώθη στο στήθος ο οποίος τους είπε:
Φονεύσατέ με να μην μείνω αιχμάλωτος και με παιδεύσουν οι Τούρκοι δια να σας μαρτυρήσω.
Και τον εφονευσαν….
Και έφυγαν πάλι εις την φωλεά τους τεσσερεις ωρες δρόμο και επήγαν και εσφαξαν το ένα βόδι και το έφαγαν οι 64 σύντροφοι. Το δε πετσί το εμοίρασαν όλοι και έκαμαν τσαρούχια όπου επήραν απο την προβιά.
Εις τα Βρύουλα τα πηγάδια έχουν πολλά χρήματα και τουφέκια και μπακίρια και κορίτσια πνιγμένα.
Μονάχα έπεσαν μέσαγια να μη σκλαβωθούν.
Το μικρό μου κορίτσι (η Αντωνία) έπεσεμέσα σ’ένα πηγάδι εις το Τσικμά σοκάκι και ευρέθει ο Αργύρης ο Ταβάνης και το εγλύτωσε.
Και εμπάρκαρε με τους πολλούς και εγλύτωσε διότι είχε πολλές κοπέλες και εδιάλεγαν τις εύμορφες.
Ο δε υιος μου Μανώλης αιχμαλωτίστηκε εις την Σμύρνη όπου ήταν Αστυνόμος , 1ο Τάγμα Καταδιώξεως και έμεινε έως τώρα όπου γράφω , 23 Απριλίου 1923.
Έχω πολλά να γράψω αλλά εβαρέθηκα πλέον.
Ο εικονιζόμενος Εμμανουήλ Ζερβός , πνίγηκε στο λιμάνι Σμύρνης τον Αύγουτο 1922.
Φτάνοντας στο τέλος αυτών των διηγήσεων, ένα πράγμα που κυριαρχούσε στη σκέψη μου ήταν ότι οι συγκλονιστικές αυτές στιγμές, μέσα από τις οποίες ταξίδεψα σε μια εποχή γεμάτη θάνατο και συμφορά, δεν είναι γραμμένες από ιστορικούς ή λογοτέχνες αλλά από δύο απλούς καθημερινούς ανθρώπους που έζησαν από κοντά κάθε οδυνηρή δοκιμασία που περιγράφουν και ένιωσαν τα γεγονότα στο πετσί τους, αντί να τα ακούσουν αποστασιοποιημένα σαν μια ιστορία για κάποιο μακρινό μέρος που δεν υπάρχει πια. Όπως είναι φυσικό δεν είναι αντικειμενικοί, όπως θα όφειλε ένας ιστορικός, γιατί προσπαθούν να μας μεταδώσουν την οδύνη και το κακό που υπέστησαν και όχι να αποδώσουν μια στεγνή διεκπεραιωτική καταγραφή. Μέσα από τη δική μου υποκειμενική ματιά, ένιωσα τα λόγια τους να με αγγίζουν περισσότερο από τα κείμενα καταξιωμένων επαγγελματιών που έχουν καταπιαστεί άρτια με το θέμα. Άλλωστε οι δύο ήρωες, αν και ερασιτέχνες, συνθέτουν αποτελεσματικά την εικόνα μιας ταραχώδους και τραγικής περιόδου, λόγω της αμεσότητας με την οποίαν αποτυπώνουν τα γεγονότα στο χαρτί. Ξεκίνησαν για να βγάλουν από μέσα τους τις παγιδευμένες αναμνήσεις τους και όχι για να δημιουργήσουν κάποιο σύγγραμα που θα στολίζει τις βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων. Τους ενδιέφερε περισσότερο να ικανοποιήσουν μια εσωτερική ανάγκη. Να σωπάσουν εκείνη τη φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού τους που πάσχιζε να ακουστεί και άθελά τους χάρισαν σε εμάς τους μεταγενέστερους ένα πολύτιμο δώρο.Θεωρώ λοιπόν ότι αυτές οι μαρτυρίες βαραίνουν περισσότερο στη συνείδηση όσων κατάγονται από τα Βουρλά σε σχέση με τις μαρτυρίες των ξένων εμπόρων, δημοσιογράφων, αξιωματικών και πρόξενων των Μεγάλων Δυνάμεων που βρίσκονταν στη Σμύρνη τα δραματικά εκείνα χρόνια. Οι τελευταίοι έζησαν τα γεγονότα από άλλη σκοπιά. Πολλοί ένιωσαν ακόμα και θλίψη για τη συμφορά του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Δεν είδαν όμως τα σπίτια τους να καίγονται, τις μανάδες και τις αδερφές τους να ατιμάζονται πριν φονευθούν βάναυσα και δεν εξαναγκάστηκαν οι ίδιοι σε πορείες θανάτου, σε καταναγκαστική εργασία χωρίς τροφή, νερό ή κατάλληλο ρουχισμό ή δεν έζησαν τις τελευταίες τους στιγμές απέναντι σε μια λεπίδα, ένα τουφέκι ή μια θηλιά.Τέτοιες γλαφυρές εικόνες μπορούμε να εντοπίσουμε και σε άλλα συγγράμματα. Αυτή τη ζωντάνια της περιγραφής όμως, αυτήν την κοντινή ματιά συγκεκριμένων ανθρώπων που φωτίζουν τις άγνωστες πτυχές και τις συγκλονιστικές λεπτομέρειες των ιστορικών γεγονότων, δύσκολα θα βρούμε αλλού. Όταν δηλαδή η κινηματογραφική δράση διαδέχεται τον ανθρώπινο πόνο και η στυγνή πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο σκληρή και από την πιο αριστοτεχνική πένα.Τα κείμενα αυτά, πέρα από τη συναισθηματική φόρτιση από την οποία χαρακτηρίζονται, μας δίνουν και πολύτιμα λαογραφικά στοιχεία για την καθημερινή ζωή των Βουρλιωτών πριν την καταστροφή. Είναι στοιχεία που δεν μπορούν να αγνοηθούν στην προσπάθειά μας να καταλάβουμε το παρελθόν και να βρούμε συνδέσεις με το παρόν. Να συνθέσουμε την πλήρη εικόνα του δράματος. Πώς δηλαδή μια ακμάζουσα πολιτεία, που χαρακτηριζόταν από λάμψη, ζωντάνια και ευημερία, χάθηκε τόσο ξαφνικά, θύμα περιστάσεων, παραλείψεων και κακόβουλων προθέσεων. Αυτά είναι άλλωστε τα κεντρικά σημεία στα οποία βασίζονται οι εντυπώσεις που αφήνουν οι μαρτυρίες των κατατρεγμένων αυτών ανθρώπων. Σε κάθε γραμμή νιώθεις το “κρίμα” για όσα χάθηκαν και προσπαθείς να κατανοήσεις τους λόγους.Αλλά είπαμε, για την κατανόηση των γεγονότων χρειάζεται η ψυχρή οπτική του ιστορικού. Εδώ έχουμε την ανθρώπινη ματιά του ήρωα που παλεύει να σωθεί, χωρίς να γνωρίζει τι απέγινε η οικογένειά του. Αν γλύτωσαν από τη συστηματική και σχεδιασμένη μαζική εξόντωση και το διωγμό από τις πατρογονικές εστίες, τις πορείες θανάτου στα βάθη της Ανατολίας, την κλοπή τιμαλφών και οικογενειακών κειμηλίων, τους βιασμούς και τις άλλες βάρβαρες πρακτικές, που διακόπηκαν μόνο υπό την απειλή αντιποίνων εναντίον του τουρκικού πληθυσμού που διέμενε στην Ελλάδα.