ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΒΟΥΡΛΙΩΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ στην οδό Πλ. Καρύτση 10,,4ος όροφος. Την εκδήλωση τίμησαν με τη παρουσία τους, αντιπροσωπία της ΕΝΩΣΕΩΣ ΣΜΥΡΝΑΙΩΝ, με επικεφαλής τον πρόεδρο της ΕΝΩΣΕΩΣ, Στρατηγό ε.α., κο Ευάγ. Τσίρκα, ο πρώην Δήμαρχος Καισαριανής κος Γ. Κατημερτζης , αντιπροσωπία του Μικρασιάτικου Συλλόγου Καισαριανής με επικεφαλής την πρόεδρο κα Στέλλα Λήλου Σαρηπαναγιώτου, μέλη του συλλόγου και πολύς κόσμος. Μετά τον άγιασμό επακολούθησε,σύντομη ομιλία του προέδρου της ΕΝΩΣΗΣ ΒΟΥΡΛΙΩΤΩΝ κου Νικ. Οικονομίδη και στη συνέχεια μικρή δεξίωση με μικρασιάτικα εδέσματα [ευγενική προσφορά,των κυριών της Ενώσεως] και μικρασιάτικη μουσική. [nggallery id=1] ——– ———-
.
.
.
—– Εκατό χρόνια μετά τη καταστροφή,μιά φωτογραφία διηγείται την ιστορία της!——
.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ.
.
– Α’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : ΒΟΥΡΛΑ ΚΑΙ ΓΚΙΟΥΛΜΠΑΞΕΣ.
ΑΥΓΗ ! (προοίμιο)
Ξύπνησε τρομαγμένος από την ξαφνική γαλήνη. Τόσες μέρες που διασχίζανε το Αιγαίο, το χτύπημα από τα κύματα του είχε γίνει δεύτερη φύση.
Πετάχτηκε όρθιος αλλά αμέσως ησύχασε βλέποντας τον μικρό στολίσκο να ακολουθεί το δικό του καράβι.
Έπλεαν τώρα σε ήρεμα νερά, μέσα σε έναν μεγάλο κόλπο.
Φτάνανε! Ήταν φανερό ότι φτάνανε. Χωρίς καν να ξέρουν που.
Τα σκληρά από την αρμύρα τόσων ημερών γένια του έσπασαν από ένα πλατύ χαμόγελο ανακούφισης.
Και αχνά στην αρχή, πιο έντονα στην συνέχεια άκουσε έναν συνεχή, παράξενο θόρυβο.
Στράφηκε προς το απάγκιο που ήταν μπροστά τους και έβαλε κεραμίδι το χέρι του για να βλέπει καθαρά.
Και είδε !
Χιλιάδες υδρόβια πουλιά ξεκουράζονταν στα ήρεμα νερά.
Και ο θόρυβος που άκουσε ήταν το κράξιμο από χιλιάδες λαρύγγια.
Ήταν ο θόρυβος που τον είχε ξυπνήσει.
«“Όρνιθες μεγάλα κλάζουσαι» σκέφτηκε!
(Πουλιά που κράζουν δυνατά!)
Κι έμελλε αυτή η πρώτη σκέψη του να είναι και το όνομα της νέας του πατρίδας !
ΚΛΑΖΟΜΕΝΑΙ !
Αποβιβάστηκαν στον νέο τόπο, έκαναν τις θυσίες στους θεούς και μνημόνευσαν τους προγόνους , όπως πρέπει στους Έλληνες.Μνημόνευσαν τον γενάρχη Κόδρο, τον τελευταίο βασιλιά της πατρίδας τους , της Αθήνας.Τον Κόδρο που η θυσία του για να σώσει την πόλη από τους Δωριείς εισβολείς του χάρισε την αθανασία, αλλά και την αιώνια ευγνωμοσύνη των Αθηναίων που αποφάσισαν να μην έχουν πια βασιλιά , γιατί κανείς δεν θα μπορούσε να είναι έστω ισάξιος του.Αφού εκτέλεσαν τα καθήκοντά τους σε θεούς και σε προγόνους, έβαλαν την πρώτη πέτρα!Και άρχισαν να χτίζουν την νέα τους πατρίδα.Όρισαν τον χώρο του τεμένους. Του τμήματος της πόλης που αφιερώνεται στους θεούς.Και άρχισαν το χτίσιμο. Γιατί οι Έλληνες είναι ταγμένοι να χτίζουν ! Να δημιουργούν !
Μεγάλωσε μέσα στους αιώνες η πόλη! Οι Κλαζομενές έγιναν δυνατές, πλούσιες! Και οι Κλαζομένιοι πάμπλουτοι, δυνατοί, αλλά και αγέρωχοι και υπερόπτες, ανέπτυξαν το εμπόριο, τις τέχνες , την φιλοσοφία, δημιούργησαν τις δικές τους αποικίες, τα Άβδηρα προς Βορρά αλλά και την Ναύκρατι στις ακτές της Αιγύπτου.
Ο περίφημος Αναξαγόρας , ο “Νους” , έδωσε μεγάλη πνευματική λάμψη στην πατρίδα και υπήρξε φάρος για τους μελλοντικούς φιλοσόφους.Πέρασαν οι αιώνες, ήρθαν και σκοτεινοί χρόνοι. Ήρθε η παρακμή και η εγκατάλειψη.Ξεχάστηκε η αρχαία ονομασία και πέρασε στην λήθη.Και οι λιγοστοί πλέον κάτοικοι αποφάσισαν να αφήσουν τα παράλια για τον φόβο των πειρατών και να εγκατασταθούν στα ενδότερα, όχι πολύ μακριά περίπου 4 χιλιόμετρα νότια, αφήνοντας την παλιά πόλη σαν επίνειο. Ανάμεσα σε λόφους, αθέατοι από την θάλασσα , έπιασαν τσάπα και ασχολήθηκαν όσοι είχαν μείνει με αγροτικές εργασίες , ξεχασμένοι και κρυμμένοι πλέον από την θάλασσα.
Φυτοζωούσε λοιπόν και ερήμωνε ο τόπος μέχρι που έγινε κτήμα του άρχοντα Βουρλά, υψηλόβαθμου Βυζαντινου αριστοκράτη και ακόλουθου του αυτοκράτορα της Νικαίας.Αγάπησαν τον τόπο οι Βουρλάδες κι έκτοτε ο τόπος έγινε “Τα κτήματα του Βουρλά” , η για συντομία“Τα Βουρλά”.Πάμε λοιπόν να γνωρίσουμε τα Βουρλά !
Τα Βουρλά.
«Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στον Βουτζά γελάδια,
στα παινεμένα τα Βουρλά σφάζονται παλικάρια» !
Ο ιστορικός τόπος των Βουρλών ήταν ξακουστός σε όλη την ανατολή τόσο για την λεβεντιά, την αρχοντιά, τη νοικοκυροσύνη και την τάξη των κατοίκων του στα σπίτια και στα αμπέλια τους όσο και γιά την εφέστια εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, της επονομαζόμενης «Παναγιά Βουρλιώτισσα».
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν για την παλικαριά τους. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει:
«…Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο… Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι-γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης.. …Όπως και στ’ Αϊβαλί, έτσι και στα Βουρλά, οι Τούρκοι είχαν συνθηκολογήσει με τους Χριστιανούς. Τους άφηναν ανενόχλητους να ζουν στο χωριό τους»..
Χάρτης από μνήμης
Τα Βουρλά ή Βρύουλλα ή Βρίουλλα είναι πόλη της Ιωνίας στα μικρασιατικά παράλια και συγκεκριμένα στο κέντρο περίπου της Ερυθραίας Χερσονήσου. Η απόσταση από τη Σμύρνη είναι 40 χιλιόμετρα, από δε τον Τσεσμέ ,στο δυτικό άκρο της χερσονήσου περίπου 50 χιλιόμετρα. Η περιοχή προς της θάλασσα, το επίνειο των Βουρλών, λέγεται Σκάλα. Τα νησιά του Ερμαίου Κόλπου ήταν αρχικά οι Κλαζομενές. Σύντομα οι Κλαζομένιοι πέρασαν στην απέναντι στεριά, στη θέση των Βουρλών και της Σκάλας. Εκεί κοντά και το αρχαίο Χύτριον.
Ίωνες οι πρώτοι κάτοικοι, άποικοι κατά τον 10 π.χ. αιώνα. Ο σοφός Αναξαγόρας ήταν Κλαζομένιος (500-428 π.Χ) δάσκαλος των Περικλή, Ευρυπίδη, Σωκράτη και άλλων επιφανών.
Από εδώ πέρασε και ο Μέγας Αλέξανδρος και άφησε αθάνατο έργο: ένωσε με δρόμο το νησάκι των Κλαζομενών (Αγίου Ιωάννου) με τη στεριά των Κλαζομενών, τη Σκάλα.
Η ιστορία των Βουρλών, αρχίζει σχεδόν από τους Βυζαντινούς χρόνους. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄, ο Παλαιολόγος, περνούσε τα καλοκαίρια με την ακολουθία του και το στρατό του σ’ αυτήν την τοποθεσία, κοντά στις αρχαίες Κλαζομενές. Αυτό αναφέρεται από τον βυζαντινό χρονογράφο Ακροπολίτη. Αποδεικνύεται καθαρά από το πλήθος των βυζαντινών ερειπίων και θησαυρών (αντικειμένων, τάφων, ψηφιδωτά δαπέδων, χρυσών νομισμάτων, κωνσταντινάτων), που συχνά βρίσκανε οι Βουρλιώτες, σκάβοντας τα χωράφια τους, στο κύλισμα.
Από τα Βουρλά πέρασαν και Γενοβέζοι κατακτητές. Έμειναν λέξεις όπως: Λότζα, φουντάνα, κόνσολας, Γκενοβέζικα και άλλες. Η τούρκικη κατοχή πρέπει να έγινε γύρω στο 1400.
Βουρλά ή Βρύουλα;
Στα γραπτά συνηθέστατα, προκειμένου δε περί επισήμων εγγράφων κατά κανόνα, διαβάζουμε: Βρύουλλα και μάλιστα με ποικίλη ορθογραφία. Βρύουλλα, Βρύουλα, αλλά και Βρίουλλα ή Βρίουλα. Στην ομιλία όμως ακούμε και λέμε πάντα, χωρίς καμία εξαίρεση «Βουρλά».
Οι Βουρλιώτες βέβαια και συγκεκριμένα οι ανεπηρέαστοι από κάθε σχολική επίδραση και διάβασμα έλεγαν συχνότατα ο Βουρλάς.
”Ο Βουρλάς μας ο ξακουσμένος”.
Ο Σιναϊτης μοναχός Χατζη-Κυριάκης δηλώνει την καταγωγή του “Βουρλιότις εκ χόρας Βουρλά”. Αν και αγράμματος ήταν πανέξυπνος και δραστήριος, ταξιδεύοντας Ασία – Ευρώπη, είχε γνωριμίες με βασιλιάδες και άρχοντες της εποχής του, τελευταίες δεκαετίες του 17ου αιώνα, αρχές του 18ου αιώνα.
“Εκινήσαμε από τα Βουρλά και ήλθομεν εις τον Τσεσμέ…” διαβάζουμε σε πατριαρχικό κείμενο, στα 1725 του χρονογράφου Χρυσάνθου Πατριάρχου Ιεροσολύμων.
Ο Αδαμάντιος Κοραής (φιλόλογος και γιατρός από τη Σμύρνη 1748-1833) σε αλληλογραφία του με τον Πρωτοψάλτη το 1785 ρωτά: “αν ωφελήθηκε περί των θερμών από την αποδημία του στα Βουρλά”.
Κατα πάσα πιθανότητα, τα Βουρλά να χρωστούν την ονομασία τους σε μια αρκετά σημαντική βυζαντινή οικογένεια, τους Βρουλλάδες ή Βουρλάδες που είχαν κτήματα στην περιοχή. Οι Βουρλάδες είχαν τον τίτλο του ”Σεβαστού” άρχοντα, ο κάτοχος του οποίου ήταν 5ος μετά τον αυτοκράτορα στην ιεραρχία.
Ο Γεώργιος Δ, Κριεζής ,στην Ιστορία της Νήσου Ύδρας γράφει: ”Κατά το έτος 1668 ήλθεν από τα Βουρλά, κωμόπολιν παραλίας της Σμύρνης, η οικογένεια των Γιακουμάκιδων των οποίων απόγονοι εισίν οι Τομπάζοι”.
Επίσης στην περιγραφή της νήσου Σάμου από τον αρχιεπίσκοπό της Ιωσήφ Γεωργερίνη (1666-1671) διαβάζουμε τα ακόλουθα: ”Επί της κορυφής του όρους αυτού υπάρχει χωρίον Βουρλιώται καλούμενον, αποικία των παρά τη Σμύρνη Β ο υ ρ λ ώ ν, έχον 100 περίπου οικίας”
Ως τώρα όλοι μιλάνε για Βουρλά.
Ο τύπος Βρίουλλα άρχισε να εμφανίζεται από τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Είναι η εποχή που αυξάνει η μόρφωση και πολλαπλασιάζεται η μελέτη παλαιοτέρων κειμένων. Ο Βουρλιώτης αρχιερέας Γαβριλάκης, παρασυρόμενος ίσως από αρχαιολατρεία καθιερώνει (κατά πάσα πιθανότητα) λέξη “Βρύουλλα” επί το ελληνικότερον.
Υπήρχε βέβαια αρχαία ελληνική πόλη με το όνομα Βρίουλλα.Την αναφέρει ο Στράβων και τη τοποθετεί στη Νύσα της Καρίας, κοντά στο Μαίανδρο. Κοντά στο Μαίανδρο επίσης αναγράφονται τα Βρύουλλα στο χάρτη των βυζαντινών επισκοπών.Τα Βρίουλλα όμως του Στράβωνος και τα Βρίουλα των Βυζαντινών, που είναι τα ίδια, δεν έχουν καμία σχέση με τα Βουρλά της Ερυθραίας των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Σε έγγραφα του 1857 διαβάζουμε: “ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΒΡΥΟΥΛΩΝ” “ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ ΒΡΙΟΥΛΩΝ” και “ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΥΠΟΠΡΟΞΕΝΕΙΟΝ ΒΡΥΟΥΛΛΩΝ”.
Αυτά στα έγγραφα.Ο απλός κόσμος όμως πάντα έλεγε: Ο Βουρλάς μας ή τα Βουρλά μας.
Ο τύπος όμως Βουρλά διατηρήθηκε και στην ονομασία της Σχολής Βουρλών που ονομάστηκε “ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ ΒΟΥΡΛΩΝ”.
Επίσης και οι εξαγωγικοί οίκοι της σταφίδας των Βουρλών ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν τον τύπο Βουρλά, γιατί έτσι ήταν γνωστός στην Ευρώπη ο τόπος και τα προϊόντα του, στις αγορές του εξωτερικού ,εφέροντο ως Vourla Soultanaw,Vourla Eleme κ.τ.λ.
Οι κάτοικοι μιλούσαν μόνο ελληνικά, εκτός από μερικούς που είχαν εμπορικά αλισφερίσια με τους Τούρκους. Υπήρχαν περίοδοι βιαιοπραγιών από μέρους των Τούρκων, ιδίως μετά τον ατυχή πόλεμο της Θεσσαλίας (1897) που αναγκάστηκαν πολλοί Βουρλιώτες να εκπατρισθούν και άλλοι, με απειλές, να γραφτούν Οθωμανοί για λόγους οικογενειακούς ή περιουσιακούς. ενώ πολλοί στάλθηκαν εξορία στα “Αμελέ Ταμπουρού”.
Στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα ο πληθυσμός των Βουρλών έφτανε τις 35-40 χιλιάδες ψυχές. Απ΄ αυτές οι 30-35.000 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Τούρκοι, λίγοι Εβραίοι(500-1000) και ελάχιστοι Αρμένιοι (γύρω στις τριάντα οικογένειες).
Η κυρία ασχολία κατοίκων των Βουρλών ήτο η αμπελουργία-σταφιδοπαραγωγή. Αμπέλια είχαν όλοι οι Βουρλιώτες και οι μεγάλοι σταφιδέμποροι και οι επαγγελματίες και οι επιστήμονες και οι απλοί εργάτες γεωργοί.
Το αμπέλι για τον Βουρλιώτη δεν ήταν μονάχα το κτήμα του, το βιοποριστικό το επάγγελμα, η ζήση του. Ήταν βέβαια όλα αυτά αλλά και κάτι σπουδαιότερο. Ένα κομμάτι από το ”είναι” του, από την ψυχή του. Το αγαπούσε, το λαχταρούσε, το κανάκευε και το καμάρωνε σαν ”παιδί” του. Χωρίς ρούχα μπορούσε να μείνει, σε μια δύσκολη περίσταση, και χωρίς λούσα κι αυτός κι η γυναίκα του, το αμπέλι όμως θα είχε τη δούλεψή του στην εντέλεια. Σπίτι μεγάλο και αρχοντικό δε ζήλευε ο Βουρλιώτης .”Σπίτι όσο χωρείς κι αμπέλι όσο θωρείς”, έλεγε.
Οι Βουρλιώτες, μετά τη φυλλοξήρα του 1890-1900 που κατέστρεψε όλα τα αμπέλια τους, κατάφεραν με πολύ προσπάθεια, κόπο, προσωπική εργασία και στερήσεις να αναστήσουν τη γη τους. Έκαναν το ”κύλισμα”, φύτεψαν στην αρχή άγριο αμπέλι, που δεν το έπιανε η φυλλοξήρα, το μπόλιασαν και το έφεραν σε θέση να δώσει το πρώτο ”μαξούλι”.
Τους Βουρλιώτες μπορούμε να τους κατατάξουμε σε τέσσερις τάξεις:
α) τους φατόρους (μεγαλέμπορους)
β) τους συναφλήδες (επαγγελματίες και βιοτέχνες),
γ) τους νοικοκυραίους (γαιοκτήμονες) και
δ) τους ρεσπέριδες (γεωργούς).
Τελείως πτωχοί ή άποροι ήταν σπάνια περίπτωση. Αν ορφάνευε από πατέρα μια πολυμελής οικογένεια, έπρεπε να πουλήσει τα κτήματά της για να ζήσει. Μα πάλι συντρέχαν οι συγγενείς. Οι ζητιάνοι συνήθως ήταν από άλλες περιοχές, ξένοι.
Τα “Σινάφια” ήταν τα Σωματεία και οι Συντεχνίες που στα Βουρλά είχαν όλα τα επαγγέλματα και που γιόρταζαν με τον κάθε Άγιο προστάτη τους. Η ενότητα των επαγγελματικών σκοπών, τόνωνε τη σύμπνοια και την εθνική συνείδηση.
Τα Βουρλά χωρίζονταν σε περιοχές με ανάλογες ονομασίες. Είχαν πολλές εκκλησίες, με Μητρόπολη την Παναγία τη Βουρλιώτισσα και πολλά εξωκλήσια, σχεδόν το κάθε τσιφλίκι είχε και την εκκλησίτσα του. Το καύχημα βέβαια των Βουρλιωτών ήταν η εκκλησία της Παναγιάς της Βουρλιώτισσας.
Το καμπαναριό της Παναγίας.
Στα επίσημα έγγραφα η εκκλησία της Παναγίας αναφέρεται ως «Μητροπολιτικός ναός». Μέσα στο περίβολο της εκκλησίας βρισκόταν η κατοικία του Αρχιερατικού Επιτρόπου καθώς και του ιδίου του Μητροπολίτη Εφέσου ή του βοηθού του, όταν έρχονταν στα Βουρλά. Εκεί υπήρχαν επίσης οι αίθουσες και τα γραφεία της Κοινότητας και της Δημογεροντίας.
Ο μεγάλος βουρλιώτης ιστορικός Νίκος Μηλιώρης παραθέτει και τον εξής θρύλο σχετικά με το κτίσιμο της εκκλησίας: «Ο τόπος όπου χτίστηκε αργότερα η εκκλησία ήταν πριν γεμάτος βουρλιές. Κάποιος τσοπάνης πού έβοσκε εκεί γύρω τα πρόβατα του, πρέπει να υποθέσουμε πώς, τίποτε δεν ήταν ακόμη χτισμένο εκεί κοντά, έβλεπε τακτικά τις νύκτες κάποιο φως να φέγγει ανάμεσα στις βουρλιές.Αλλά και τη μέρα πρόσεξε ότι ένα πρόβατό του ξεμάκραινε τακτικά και χανόταν για κάμποσο, προς ένα ορισμένο σημείο ανάμεσα στις βουρλιές.Κάποτε το παρακολούθησε και τότε ανακάλυψε το αγίασμα και μια εικόνα της Παναγίας, στο μέρος ακριβώς πού έβλεπε και τις νύκτες το φως. Το περιστατικό αυτό μαθεύτηκε και τότε οι χριστιανοί χτίσανε εκεί μια πολύ μικρή εκκλησία και φυλάξανε μέσα την ιερή εικόνα. Ήταν το μέρος, προσθέτει η παράδοση, όπου μέχρι τη καταστροφή διατηρείτο ένα μικρό παρεκκλήσι, μέσα στον περίβολο της Παναγίας, πίσω ακριβώς από το «ιερό» του ναού, πού λεγόταν χαρακτηριστικά « Εύρεση».
Στο χώρο που βρέθηκε το εικόνισμα της Παναγίας, το 1689, ανεγέρθη τρίκλιτος ναός που ξεχώριζε διότι το τέμπλο του, ξύλινο και σκαλισμένο, ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες του ήταν όλες ασημοσκεπασμένες με αργυρόχρυσα καντήλια. Αριστερά της ωραίας πύλης, στο τέμπλο, ήταν θρονισμένη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία την Οδηγήτρια και ήταν πολύ παλιά με φθαρμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων με έντονα τα σημάδια από το διάβα των χρόνων.Λέγεται ότι η εικόνα είχε ζωγραφιστεί από τον Άγιο Λουκά.Σε Βουρλιώτικη εφημερίδα το 1873, γράφει ότι ήταν βυζαντινών χρόνων και επειδή μόλις διακρινόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Καρά-Παναγιά, δηλαδή Μαύρη Παναγιά.Όλο το εικόνισμα ήταν σκεπασμένο, με ασημένιο κάλυμμα έξοχης τέχνης, ενώ τα χέρια και τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του Χριστού, ήταν σκεπασμένα με φύλλο χρυσού. Είχαν δε πρόσθετα στέφανα, όπου πάνω ήταν πολύτιμα πετράδια. Πάνω στο στέμμα της Παναγίας, υπήρχαν δέκα διαμαντόπετρες, μεγάλης αξίας. Για τη θαυματουργή αυτή εικόνα μιλούσαν όχι μόνο στα Βουρλά και τη Σμύρνη αλλά και σε όλη τη Μικρά Ασία. Μάλιστα και οι Τούρκοι λέγανε πως τους έκανε θαύματα η Παναγία.
Το Δεκαπενταύγουστο πλήθος προσκυνητών συνέρρεε στα Βουρλά. Ξεκινούσαν τις παραμονές από τις πόλεις και τα χωριά με αραμπάδες και με καΐκια από τα Καράμπουρνα, τις Φώκαιες, τη Σμύρνη και το Αϊβαλί.Η ακτοπλοϊκή εταιρεία Σμύρνης, έβαζε έκτακτα δρομολόγια με τα καραβάκια της προς τη Σκάλα των Βουρλών. Το 1853 εφημερίδα της Σμύρνης γράφει: “Το μικρό καραβάκι “Μπουρνόβας” μεταφέρει διαρκώς προσκυνητές προς τα Βουρλά”.
Τρεις μέρες κρατούσε το πανηγύρι. Ήταν παρόμοιο με της Παναγίας της Τήνου. Οι πιστοί έπαιρναν βαμβάκι με το οποίο έτριβαν το πρόσωπο τη Παναγίας και σταύρωναν ότι ήθελαν να γίνει καλά. Αλλά το κρατούσαν και πάνω τους σαν φυλακτό.
Το Δεκαπενταύγουστο του 1922, ενώ τελείτο η θεία λειτουργία, ένα νέφος μπήκε στο ναό, σαν μια νεφέλη, και πήγε προς την εικόνα της Παναγίας, όπου είδαν να βγαίνει φωτιά αφού πρώτα ακούστηκε μια φωνή να λέει: “Φωτιά! Φωτιά! και μετά να εξαφανίζεται η νεφέλη. Μετά από λίγες μέρες, κάηκαν τα Βουρλά και μαζί και η εκκλησία της Παναγίας της Βουρλιώτισσας.
Κεντρικό σχολείο ήταν η Αναξαγόρειος με πλήθος άλλων στην περιφέρεια των Βουρλών που συντηρούνταν από τις εκκλησίες και τους συλλόγους, καθώς και από τους γονείς των μαθητών.
Το 1760 ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο των Βουρλών με την επωνυμία: “ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ”, κοντά στην εκκλησία της Μητρόπολης των Βουρλών, στο κέντρο του χωριού με τους 3000 κατοίκους. Ενισχύθηκε εκτός από την εκκλησία της Παναγίας, από μία μεγάλη δωρεά ενός εμπόρου της Σμύρνης, τον Χ΄΄ Νικολή Χρυσογιάννη από τη Μονεμβασιά της Πελοποννήσου (70 χρονών τότε) με 1000 γρόσια και από συνεισφορές Βουρλιωτών με άλλα 1000 γρόσια. Πρώτος διδάσκαλος και διευθυντής αναφέρεται ο ιερομόναχος Καλλίνικος.
Για είκοσι χρόνια δεν έχει ιδιόκτητο κτίριο διδασκαλίας και στέγη διδασκάλων. Το 1780 αποφασίστηκε να αγοραστεί ένας παλιός βερχανές (στοά με μαγαζιά) με οικόπεδο, απέναντι στην εκκλησία της Παναγίας. Αγοράσθηκε με χρήματα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας και φυσικά από τους Βουρλιώτες, πλούσιους και φτωχούς. Στη συνέχεια έγινε η ανακαίνιση κατάλληλη για σχολείο, που μεγάλο μέρος των εξόδων “σήκωσε” ο μοναχός δάσκαλος Καλλίνικος.
Αυτή είναι η αρχή της “ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΒΟΥΡΛΩΝ”. Στην είσοδο του κτιρίου υπήρχε μια παλιά κρήνη στο μάρμαρο της οποίας έγραφε:
«1803 Ioυνίου 5
Ήδη πρώτον δομηθείσα ετελέσθη αναλώμασι μεν της Αγίας Εκκλησίας της Παναγίας, συνδρομή δε και Επιστασία των επιτρόπων και τιμιωτάτων προεστώτων κυρ. Μανωλάκη και κυρ. Ανδρέου Μπάρμπογλου,
…ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ…
Κοινωνών του ύδατος μέμνησο και των άνω”.
Η Αναξαγόρειος Σχολή Βουρλών ήταν ένα ολοκληρωμένο, ογκώδες και επιβλητικό κτίριο, με πλατιά στέγη από κόκκινα κεραμίδια. Το καύχημα των Βουρλών. Λογαριαζόταν τότε ως το μεγαλύτερο της Ανατολής, ίσως και των Βαλκανίων.Ελληνικού ρυθμού κτίριο με κολώνες δωρικού ρυθμού και αετώματα. Στην όψη θύμιζε τα παλαιά ανάκτορα των Αθηνών. Είχε μήκος 64 μέτρων, πλάτος 24 μέτρων και ύψος 16 μέχρι 18 μέτρων. Εσωτερικά οι αίθουσες είχαν 5,5μ. ύψος. Είχε δύο προσόψεις, η μια στη νότια μεγάλη πλευρά με δύο εισόδους των Αρρεναγωγείου και Παρθεναγωγείου. Στην ανατολική πλευρά η κυρία είσοδο του Αρρεναγωγείου. Κάθε είσοδος αποτελούσε ένα είδος μικρών προπυλαίων με μαρμάρινη σκάλα. Δωρικού ρυθμού οι κολώνες που στήριζαν την οροφή του επάνω πατώματος. Στον δεύτερο όροφο και πάνω από τα προπύλαια υπήρχε ένα τριγωνικό αέτωμα που συμπλήρωνε την κλασικότητα του κτιρίου.
Η Αναξαγόρειος.
Δεξιά και αριστερά κάθε εισόδου, δύο σειρές από οκτώ παράθυρα και στα δύο πατώματα, με ανάλογη αντιστοιχία και στις άλλες πλευρές. Από κάθε είσοδο της επιμήκης πλευράς, εσωτερικά, ξεκινούσε ένας διάδρομος μήκους 20 μέτρων και πλάτος 7 μέτρων. Κατέληγε σε δύο ευρύτατες καλλιτεχνικές σκάλες για το επάνω πάτωμα. Άλλος εγκάρσιος διάδρομος, ίδιου φάρδους, έδινε το σχήμα του σταυρού, στο εσωτερικό των δύο ορόφων. Χρησίμευε και ως αίθουσα εκδηλώσεων. Ένα κυκλικό κυγκλιδωτό μπαλκόνι διευκόλυνε την παρακολούθηση κάθε τελετής, όσων βρίσκονταν στο επάνω πάτωμα.
Συνολικά είχε 16 αίθουσες παραδόσεων. Τα γραφεία και το διευθυντήριο είχαν εξοικονομηθεί στο βάθος των διαδρόμων, κάτω από τη φαρδιά μαρμάρινη σκάλα και τον πρόδρομο των προπυλαίων. Στο κτίριο της παλαιότερης πτέρυγας υπήρχαν και δύο ημιυπόγεια ευρύτατα δωμάτια, τα οποία πριν χρησίμευαν για αίθουσες παράδοσης μαθημάτων των τμημάτων της Προκαταρκτικής Τάξεως. Ο μεγάλος χώρος κάτω από το πρώτο πάτωμα του Αρρεναγωγείου ήταν το χειμερινό Γυμναστήριο της Σχολής. Η αυλή περιτριγυρισμένη με μαντρότοιχο, είχε δύο εισόδους.
Στη στρογγυλή σφραγίδα της Αναξαγορείου Σχολής υπήρχε στο κέντρο ένα λυχνάρι και ένα γύρω το ρητό του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου:
“ΟΙ ΤΟΥ ΛΥΧΝΟΥ ΧΡΕΙΑΝ ΕΧΟΝΤΕΣ ΕΛΑΙΟΝ ΕΠΙΧΕΟΥΣΙ”
Έμβλημα της Σχολής το λυχνάρι που οι Βουρλιώτες – πλούσιοι και φτωχοί – φρόντιζαν να διατηρείται πάντοτε αναμμένο. Κατά τα τελευταία χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, λειτούργησε και Νυκτερινή Σχολή 6 με 9 το βράδυ που φοιτούσαν ακόμα και ενήλικες μαθητές, με ζήλο για μόρφωση. Των αρρένων γιόρταζε των Ταξιαρχών, 8 Νοεμβρίου και των θηλέων στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Χαρακτηριστικό της ζωτικότητας και πνευματικής δραστηριότητας ήταν η έκδοση εφημερίδων μέσα στα Βουρλά, με τυπογραφείο από τον Κωστή Φουρούλη. Κατά καιρούς εκδίδονταν οι εφημερίδες: “ΑΙ ΚΛΑΖΟΜΕΝΑΙ” το “ΣΥΝΤΑΓΜΑ” η “ΣΦΗΚΑ” και η “ ΓΕΩΡΓΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ” με ευρεία κυκλοφορία.
Ακόμα από το 1853 λειτουργούσε στα Βουρλά “ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟΝ” και οι πνευματικοί σύλλογοι “ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ” “ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ” και “ΟΜΟΝΟΙΑ”. Είχαν μάλιστα τον “ΜΟΥΣΙΚΟΝ ΟΜΙΛΟΝ ΒΟΥΡΛΩΝ” από το 1895 με φιλαρμονική κι επίσης τον “ΣΥΝΔΕΣΜΟΝ ΦΙΛΟΜΟΥΣΩΝ” 1906, καθώς και το “ΓΕΩΡΓΙΚΟΝ ΑΔΕΛΦΑΤΟΝ ΒΟΥΡΛΩΝ”. Την φιλόπτωχον Αδελφότητα “ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ” το 1900, την Θρησκευτική Αδελφότητα “ΑΛΗΘΕΙΑ” το 1908, την “ΑΓΑΘΟΕΡΓΟΝ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΚΥΡΙΩΝ” 1908 με συνεχή δράση ως το 1922 και άλλους συλλόγους Κυριών.
Είχαν παιδικούς συλλόγους όπως: “ΤΟΝ ΟΜΙΛΟΝ ΦΙΛΟΤΕΧΝΩΝ” τον “ΑΝΑΞΑΓΟΡΑ” οι “ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΖΩΩΝ” 1911 με εφημεριδούλα σε πολύγραφο.Είχαν τη “ΛΕΣΧΗ” του Χατζηχριστοφή για συγκεντρώσεις των παλικαριών και για παραστάσεις θεάτρων. Έρχονταν αξιόλογοι θίασοι από Σμύρνη και Αθήνα. Μερικά χρόνια πριν από την Καταστροφή του 1922, μετέτρεψαν το μεγάλο καφενέ του Φλώρου, στο Φαρδύ Σοκάκι, σε κινηματογράφο. Ακόμα Νοσοκομείο φτωχών και λοιμωδών νόσων. Και νεκροταφείο με τρίκλιτη εκκλησία, με χτιστούς μαρμαρένιους τάφους, δεντροφυτεμένο με τσικουδιές.
Στις αρχές του 20ου αιώνα τα Βουρλά ήταν χωρισμένα από τον Ντερέ (ποτάμι) σε δύο τομείς. Στον ανατολικό που ήταν ο τούρκικος και ο εβραίικος μαχαλάς και στον δυτικό που ήταν οι ελληνικοί μαχαλάδες(συνοικίες).
Ο δημόσιος δρόμος Σμύρνης-Τσεσμέ συναντούσε το Φαρδύ Σοκάκι και περνούσε μέσα απ΄ τη πόλη διασχίζοντάς την, από την ανατολική τούρκικη μέχρι το τέλος της δυτικής ελληνικής συνοικίας.
Ο Άγιος Χαράλαμπος στη συνοικία Σπιτάλια βρισκόταν περίπου 300 μέτρα μακριά από την εκκλησία της Παναγίας, ενώ στη περιοχή μεταξύ των δύο ναών, στο Φαρδύ Σοκάκι, βρισκόταν το Νοσοκομείο των Βουρλών. Το μοναδικό νοσοκομείο σε όλη τη χερσόνησο της Ερυθραίας. Από το τρίστρατο της Κάτω Λόντζας, πίσω από το συγκρότημα της Παναγίας, συνέχιζαν δρόμοι κατηφορικοί που οδηγούσαν προς τις βορειότερες συνοικίες, φτάνοντας μέχρι το Ρουστάμκιο’ι’, ελληνικό προάστιο με 100 περίπου σπίτια που απ΄ το 1901 είχε κτιστεί εκκλησία της Ευαγγελίστριας.
Επίνειο της πόλης, αλλά και λιμάνι και θέρετρο, ήταν η Σκάλα η οποία συνδεόταν με τα Βουρλά με αμαξιτό δρόμο μήκους 4 χιλ.. Ανατολικά της Σκάλας βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας πόλης των Κλαζομενών, πατρίδας του σπουδαίου φιλοσόφου και αστρονόμου της αρχαιότητας Αναξαγόρα.
Ο Γκιούλμπαξες.
Ήταν το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής των Βουρλών.Ακριβέστερα ήταν μια πραγματική κωμόπολη 3000-3500 περίπου κατοίκων, που κατοικούνταν από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό. Βρισκόταν Δ-ΒΔ των Βουρλών, στη δυτική ακτή του κόλπου του Γκιούμπαξε. Η περιοχή στον μυχό του κόλπου αυτού λεγόταν Μάλκαντζας, συμπίπτει με το χώρο του αρχαίου Υπόκρημνου στον οποίο αναφέρεται ο Στράβων και απείχε από το Γκιούλπαξε περίπου 3 χιλιόμετρα ΝΑ.
Το τοπωνύμιο ”Γκιούλμπαξες” είναι τούρκικο και σημαίνει τριανταφυλλόκηπος (γκιούλ=τριαντάφυλλο και μπαξές=κήπος). Έτσι όταν στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να αυξάνει και να αναπτύσσεται ο συνοικισμός, με εντελώς μάλιστα ελληνικό πληθυσμό, οι κάτοικοι μεταφράσανε την τουρκική ονομασία του χωριού και το ονόμασαν Ροδώνα.
Η αρχή του χωριού δεν φαίνεται να είναι πολύ παλιά. Σίγουρα όμως από τα μέσα ή έστω από τα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχε εκεί ελληνοχριστιανικός οικισμός. Φαίνεται μάλιστα πως κατά τη επανάσταση του 1821 ο Γκιούλμπαξες υπήρξε το κέντρο κάποιας αντάρτικης κίνησης που εξορμούσε από τη Σάμο προς τα Μικρασιατικά παράλια. Το πνεύμα της γενναιότητας και του ελληνικού εθνικού φρονήματος που κυριαρχούσε από παλιά στο Γκιούλμπαξε επιβεβαιώθηκε αρκετές φορές στο μέλλον.
Στον άτυχο πόλεμο του 1897,περίπου 120 νέοι του χωριού έφυγαν κρυφά με σκοπό να καταταχθούν εθελοντές στον Ελληνικό Στρατό. Αλλά και αργότερα, κατά τον Α΄ΠΠ, υπάρχουν πολλές αναφορές για την δράση Γκιουλπαξιωτών στην υπηρεσία της βρετανικής αντικατασκοπίας.
Για τη αρχική εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων πληροφορίες μας δίνει ο Ν.Μηλιώρης βασιζόμενος σε διηγήσεις παλιών Γκιουλμπαξιωτών, που προέρχονται από παραδόσεις που μεταφέρθηκαν απ΄ τους παλαιότερους.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις αυτές, κατά μία παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του Γκιούλμπαξε ήρθαν από τη Κάρυστο είτε ακολουθώντας με τη βία τους αγάδες τους, είτε αναζητώντας από μόνοι τους καλύτερη τύχη σαν μετανάστες.
Κατά μία άλλη παράδοση ο Γκιούλμπαξες ήταν αρχικά ένα μεγάλο αγρόκτημα κάποιου Αρμένη που είχε καλές σχέσεις με τις τούρκικες αρχές. Εκεί κατέφευγαν λοιπόν Έλληνες απ΄ τα νησιά ή την ”παλιά” Ελλάδα που για κάποιο λόγο καταδιώκονταν από τις αρχές, βρίσκοντας καταφύγιο. Έτσι δημιουργήθηκε ένας συνοικισμός από αυτούς, οι οποίοι δούλευαν καλλιεργώντας το κτήμα του Αρμένη .Με τα χρόνια οι αγρότες αυτοί δημιούργησαν δικαιώματα πάνω στο κτήμα, τα οποία στη συνέχεια διεκδίκησαν, ήπια στην αρχή και με ακραίο τρόπο στη συνέχεια, φτάνοντας στο σημείο να τον πυροβολήσουν.
Η παράδοση λέει πως τότε αυτός φοβήθηκε και έφυγε εγκαταλείποντας τα πάντα. Ύστερα από αυτό, οι Γκιουλμπαξιώτες χώρισαν το κτήμα και το μοιράστηκαν μεταξύ τους .Όλοι οι κάτοικοι είχαν μικρά ή μεγαλύτερα αμπέλια. Άλλωστε η παραγωγή σταφίδας ήταν το κύριο προϊόν ολόκληρης της Ερυθραίας. Οι έμποροι με καΐκια τη μετέφεραν στη Σκάλα των Βουρλών και στη Σμύρνη και από εκεί στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Το σημαντικότερο έθιμο του Γκιούλμπαξε ήταν το Κεσκέκι. Οι Γκιουλμπαξιώτες το συνέδεσαν στενά με τον Άγιο τους, τον Άγιο Γεώργιο, θεωρώντας το ως μνημόσυνο του Αγίου και το φαγητό ως ευλογία του.Το 1922 oι Γκιουλμπαξιώτες είχαν την τύχη των υπολοίπων κατοίκων της Μικρασίας. Βίωσαν την γενοκτονία και τον ξεριζωμό.Οι απόγονοί τους το συνεχίζουν μέχρι σήμερα στα Μελίσσια, όπου και εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι
Χαρτης Ερυθραίας.
– Β΄ΚΕΦΑΛΑΙΟ : Η ΚΑΤΑΡΕΥΣΗ
ΕΡΧΟΝΤΑΙ… (προοίμιο)
Έβλεπαν μέρες τώρα τους ρημαγμένους από την κούραση Έλληνες στρατιώτες, να περνάνε με κατεύθυνση προς τα Δυτικά. Στην θάλασσα…
Στα πρόσωπά τους ανάγλυφη η απογοήτευση, η απελπισία.
Πέρναγαν με σκυφτό το κεφάλι, λες και δεν υπήρχε κανένας δίπλα τους.
Μόνο λίγοι σταμάτησαν να δεχτούν μισό ψωμί, λίγο νερό , από τους αποσβολωμένους Βουρλιώτες.
Μία σιωπή αβάσταχτη! Μια σιωπή να την κόψεις με το μαχαίρι!
Που και που έσπαγε η σιωπή από την επίκληση :
«Δώστε μας τα όπλα αδέλφια! Εσείς δεν τα χρειάζεστε άλλο. Εμείς θα μείνουμε. Να κρατήσουμε την γη μας. Να φυλάξουμε τους τάφους των γονιών μας !»
…Δεν βρήκαν ανταπόκριση!
Ο στρατιώτης ακόμη κι ηττημένος δεν το δίνει το όπλο του.
Κι έπειτα …χάθηκαν στον ορίζοντα…
Δυο μέρες μετά οι ελπίδες ξαναγύρισαν. Κανόνια ακούστηκαν στα ορεινά.
Ήταν ο Πλαστήρας που πετσόκοβε τους Τούρκους.Πόσο όμως ν αντέξει στον χείμαρρο και ο «Μαύρος Καβαλάρης» ;Πως να κρατήσει την πλημμύρα το Σεϊτάν Ασκέρ (Στρατός του Διαβόλου, ονομασία που έδωσαν οι Τούρκοι στο 5/42 Σύνταγμα ευζώνων του Πλαστήρα) ;Πέρασαν και οι Εύζωνες μέσα από τα Βουρλά πηγαίνοντας για τ’ Αλάτσατα κι εν τέλει για την Χίο.Συντεταγμένοι, αποφασισμένοι, ποτέ νικημένοι.
Και οι Βουρλιώτες εκεί ! Με το μάτι αγριεμένο, το πόδι καρφωμένο στην γη τους ! Το χέρι σταθερό, χωρίς τρέμουλο!
– Δώσε μας τα όπλα καπετάνιο. Δώσε μας τα όπλα να τους κρατήσουμε!
– Ελάτε μαζί μου. Θα σας προστατέψω μέχρι να μπούμε στα καράβια. Η πατρίδα σας χρειάζεται ! Εδώ θα χαθείτε !!!
– Όχι καπετάνιο! Εδώ θα μείνουμε! Εδώ η ρίζα μας , εδώ κι το ριζικό μας! Δώσε μας όπλα !!!!
… Δεν τους έδωσε …
Έφυγαν όλοι κι έμειναν οι Βουρλιώτες.
Κάποιοι πίστεψαν στον όρκο των Τούρκων (στο Κοράνι μάλιστα) πως θα τους προστατέψουν , όπως και οι Βουρλιώτες προστάτεψαν τους Τούρκους της πόλης κατά την διάρκεια της Ελληνικής διοίκησης. Όμως… Τούρκος και τήρηση συμφωνίας, είναι έννοιες ασύμβατες…
Και να! Η σκόνη από την δημοσιά και το ποδοβολητό των λόγων έρχονται όλο και κοντύτερα.
Οι Τσέτες είναι ! Έρχονται !
Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί ! Μαζί τους μπήκε κι η ατιμία, το αίμα, η αρπαγή και στο τέλος …Η Φωτιά!
Οι Τσέτες έρχονται ! …… Ήρθαν !!!
Η ΚΑΤΑΡΕΥΣΗ.
Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι η μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Τη φοβερή αυτή συμφορά συνθέτουν:
–Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922.
–Η ήττα και σχεδόν η διάλυση της ένδοξης Στρατιάς Μικράς Ασίας.
–Η πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους.
–Οι σφαγές, οι λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες σε βάρος Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους.
–Η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και άλλων χριστιανών από τους Τούρκους και τέλος ο ξεριζωμός του ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του στη Μικρά Ασία.
Στις 13 και 14 Αυγούστου(π. η) 1922, ή 26-27 Αυγούστου (ν. η) στο Αφιόν Καραχισάρ διεξήχθη η μάχη για την απόκρουση της μεγάλης τουρκικής επίθεσης, που είχε σαν τελικό αποτέλεσμα τη συντριπτική ήττα της Στρατιάς Μικράς Ασίας, την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία και τη καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού.
Το Δεκαπενταύγουστο του 1922 κι ενώ οι πάντες στα παράλια αγνοούσαν τις τραγικές εξελίξεις του μετώπου, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας στον ιερό ναό της Παναγίας της Βουρλιώτισσας, ένα νέφος μπήκε στην εκκλησία σαν μια νεφέλη και πήγε προς την εικόνα της Παναγίας, όπου είδαν να βγαίνει φωτιά αφού πρώτα ακούστηκε μια φωνή να λέει:
”Φωτιά! Φωτιά! ”και μετά να εξαφανίζεται η νεφέλη.
Λίγες μέρες αργότερα κάηκαν τα Βουρλά και μαζί και η εκκλησία της Παναγίας της Βουρλιώτισσας.
Στις 25 Αυγούστου 1922, η όψις της Σμύρνης ήταν πένθιμη. Την είχαν εγκαταλείψει και τα τελευταία τμήματα του υποχωρούντος προς την Ερυθραία Ελληνικού Στρατού και χιλιάδες πολίτες συνωστίζονταν στην προκυμαία για να τούς παραλάβει κάποιο πλοίο και να τούς μεταφέρει στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Τη νύκτα της 25ης προς 26ης Αυγούστου, περνούσαν ακόμα μπουλούκια του ελληνικού στρατού κατευθυνόμενα προς την Κρήνη (Τσεσμέ) της Ερυθραίας, προκειμένου να επιβιβαστούν σέ πλοία.
Ήταν 30 Αυγούστου 1922. Είχαν ήδη φύγει όλοι οι Έλληνες στρατιώτες, όταν φλόγες άρχισαν να ξεπηδούν πρώτα από την αρμενική συνοικία και μετά από την Ελληνική. Εύκολα διαψεύδεται ο ισχυρισμός των Τούρκων ότι την φωτιά την έβαλαν Έλληνες στρατιώτες που υποχωρούσαν ή Έλληνες ή Αρμένιοι Σμυρνιοί . Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πού αναφέρουν Τούρκους ένστολους να κουβαλούν μπιτόνια με βενζίνη. Και βέβαια για να μη γίνονται λάθη, η τουρκική διοίκησις είχε φροντίσει να αναρτηθεί η επιγραφή: «Σαχιλί ισλαμντίρ» (ισλαμικό ίδρυμα), σε κάθε τουρκικό κτίριο. Όλα τα υπόλοιπα ήταν καταδικασμένα.
Το πρωί της 31ης Αυγούστου 1922 (με το νέο ημερολόγιο 13 Σεπτεμβρίου), η Γκιαούρ Ιζμίρ καιγόταν από άκρη σ’ άκρη, με εξαίρεση τα χαμόσπιτα του τουρκομαχαλά. Η αρχή του τέλους για το Μικρασιατικό Ελληνισμό είχε αρχίσει.
Τον Αύγουστο του ΄22, «ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Εθνος, καταβαίνει εις τον Άδην, από τον οποίον καμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθεί να το αναβιβάσει και σώσει», όπως πολύ σωστά έγραψε στη τελευταία του επιστολή προς τον Ελ.Βενιζέλο, ο Εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Σμύρνης.
Αξίζει να βέβαια να αναφερθεί η πορεία της Ανεξάρτητης Mεραρχίας που θυμίζει εκπληκτικά την κάθοδο των Μυρίων προς τη θάλασσα.
Διέσχισε μία περιοχή σχεδόν αμιγώς τουρκική και δεχόμενη συνεχώς τις επιθέσεις του τουρκικού ιππικού, ενέδρες άτακτων, ακόμα και χωρικών κατάφερε να αποκρούσει όλες τίς επιθέσεις και να σώσει χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες του Κίρκαγατς και της Περγάμου. Χιλιάδες χριστιανικές ψυχές σώθηκαν χάρη στην Ανεξάρτητη Μεραρχία και την γενναιότητα πού επέδειξαν οι αξιωματικοί και οι οπλίτες της.
Στις 31 Αυγούστου η Μεραρχία έφθασε στο Δικελί και επιβιβάσθηκε σε ατμόπλοια, που την μετέφεραν στη Μυτιλήνη. Είχε μαζί της χιλιάδες πρόσφυγες, όλο το υλικό της, ακόμη και το υλικό που είχαν εγκαταλείψει άλλα τμήματά μας.
Στις 27 Αυγούστου περνούν οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες απ΄ τα Βουρλά. Μαζί και ο Σχης Πλαστήρας με το Σύνταγμά του.Με έκπληξη διαπιστώνουν πως οι Βουρλιώτες είναι αποφασισμένοι να μείνουν και να αγωνιστούν για το τόπο τους.
Το πρωί της 28ης Αυγούστου το 5/42 έφθασε στον Σταυρό, εκεί που ο δρόμος χωρίζει προς τον Τσεσμέ και ο Σχης Πλαστήρας (Καραπιπέρ τόν αποκαλούσαν οι Τούρκοι) με το Σεϊτάν Ασκέρ (τό 5/42 τάγμα Ευζώνων του) έδωσε τη τελευταία μάχη.
Εκεί πολέμησε ο Πλαστήρας, σε μία προσπάθεια να προστατέψει τα τελευταία τμήματα του στρατού μας πού υποχωρούσαν προς την σωτηρία των πλοίων. Οι Τσέτες αποδεκατίστηκαν και μάλιστα αργότερα, οι Τούρκοι έστησαν μνημείο εκεί πού μαρτυρά την τελευταία μάχη και τον χαμό 147 Τούρκων ιππέων.
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΟΝ ΤΣΕΣΜΕ.
Με τη επιβίβαση του Ελληνικού Στρατού και των τελευταίων προσφύγων που ακολουθούσαν στα πλοία, έσβησε τ΄ όνειρο και η παρουσία του ελληνισμού για 3000 χρόνια στη Μικρασία και πλέον η Ελλάς θυμίζει το στίχο του τραγουδιού ”….της λείπει το ένα της ποδάρι, που της το παίξανε στο ζάρι.”
.
.
– Γ’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : ΣΦΑΓΗ
ΜΑΡΙΚΑΚΙ…..(προοίμιο)
Ήταν πια 16 χρόνων. Ροδομάγουλη, ζωηρή, αφράτη, υπερκινητική!
Η ίδια η χαρά της ζωής!
Η κονα Στάσα την καμάρωνε σαν μάνα. Γιατί κόρη της την έκανε όταν το ‘14 οι Τούρκοι έσφαξαν τους δικούς της στο Αϊβαλί και την παράτησαν στον δρόμο μόνη, αβοήθητη. Και ήταν ο μακαρίτης πια ο άντρας της, πλανόδιος έμπορος, που την βρήκε, την λυπήθηκε και της την έφερε, 8 χρόνων κοριτσάκι με γαλάζια , πελώρια μάτια, γεμάτα τρόμο και απορία για τα “ανθρώπινα”.
Δικά τους παιδιά δεν είχαν κι έτσι το Μαρικάκι έγινε η δική τους κόρη.
Κι όταν ο κυρ Παναγής έπεσε από το μουλάρι κι έσπασε τον σβέρκο του, έμειναν οι δυο τους. Μάνα και κόρη.
Προχωρημένη στην ηλικία η μάνα , ολάνθιστη πια κοπέλα η κόρη.
Σβέλτη, νοικοκυρά, ακούραστη.
Ήδη η κυρά Στάσα είχε δεχτεί κάποιες (πλάγιες ακόμη) προτάσεις από καλές οικογένειες των Βουρλών.
“Μικρή είναι ακόμη”, απαντούσε. “Σε κάνα δυο χρονάκια τα ξαναλέμε”.
Εκείνο το πρωί, μαύρο πρωί, ήταν και οι δυο τους κλεισμένες στο ισόγειο του σπιτιού, τρομοκρατημένες. Ήδη ο ουρανός λεκιαζόταν από καπνούς. Λέγανε ότι έρχονταν οι καπνοί από την Σμύρνη..
Οι Τσέτες ήταν πια κυρίαρχοι στα Βουρλά. Ακούγονταν φωνές από παντού. Αντρικές (που έσβηναν μέσα σε έναν ρόγχο), γυναικείες γεμάτες απόγνωση, παιδικές σαν αυτές που θυμόταν το Μαρικάκι όταν τα ίδια έκαναν και στους δικούς της λίγα χρόνια πριν.
Δεν πρόφτασαν να φύγουν. Δίστασε η κυρά Στάσα. Ήταν και κάποιοι που φώναζαν πως οι Τούρκοι δεν θα πειράξουν κόσμο. Το ορκίστηκαν, έλεγαν, στο Κοράνι τους. Κι έτσι έμειναν.
Φωνές έξω από την πόρτα ! Δεν άργησε και πολύ να γίνει κομμάτια και από το πλαίσιο εμφανίστηκαν ένα τσούρμο Τσέτες. Άγριοι, βρωμεροί, ιδρωμένοι, πνιγμένοι στα γένια.
Πριν αρχίσει να φοβάται, η Στάσα είδε τα μάτια τους. Μίσος, απληστία, χαρά, ένα μείγμα πάρα πολύ μακριά από ότι θα μπορούσε να είναι ανθρώπινο.Δεν έχασαν χρόνο, άρπαξαν το Μαρικάκι, δίνοντας μια σπρωξιά στην Στάσα. Εκείνη όρμησε ξανά επάνω τους μανιασμένη. Ο υποκόπανος του όπλου της άνοιξε το κεφάλι και ένοιωσε αίμα ( μήπως και μυαλά μαζί ; ) να κυλάνε έτσι όπως έπεσε.
Όμως είδε !
Είδε το Μαρικάκι να ουρλιάζει με έναν από τους εισβολείς να της έχει σκίσει τα ρούχα και να κουνιέται βίαια και ρυθμικά επάνω της, με τους άλλους να περιμένουν κι αυτοί την σειρά τους.
Είδε το όμορφο, λεπτό χεράκι της να αρπάζει μία σχίζα από την σπασμένη πόρτα και να την χώνει στο μάτι του άντρα χύνοντάς το έξω.
Είδε την μανία του τραυματία και των άλλων. Δεν ήταν πια ένα έπαθλο για το “αντριλίκι” τους, το Μαρικάκι. Ήταν εχθρός ! Κι έπεσαν επάνω της με μαχαίρια, με κλωτσιές, με σπάθες, με τα ίδια τους τα χέρια.
Κι όταν τελείωσαν ανέβηκαν στο επάνω πάτωμα να ψάξουν για λίρες.
Οι τελευταίες ματιές της κυρά Στάσας στον επάνω κόσμο, ήταν στο Μαρικάκι. Η μάλλον σε αυτό πουήταν πριν το Μαρικάκι. Το τελευταίο πράγμα που είδε η κυρά Στάσα ήταν μια μάζα κρέατος που σε τίποτε δεν θύμιζε την όμορφη κοπέλα.
Εκείνο το πρωί, η Στάσα και το Μαρικάκι συνάντησαν πολλούς συγχωριανούς τους.
Και όλοι ανέβαιναν στον ουρανό….
ΣΦΑΓΗ
Με την κατάρρευση του μετώπου και την οπισθοχώρηση του Ελληνικού Στρατού, καθώς και την γενικότερη απαισιοδοξία, παραδόξως στην περιοχή των Βουρλών επικρατούσε η πεποίθηση πως μπορεί να χάθηκε το όνειρο της Μικράς Ασίας, ίσως ακόμη και η Σμύρνη να είχε χαθεί, αλλά τα Βουρλά δεν θα υπέκυπταν!
Οι Βουρλιώτες, δείχνοντας για άλλη μία φορά την παλικαριά και το φρόνημά τους, διοργάνωσαν την τοπική λαϊκή Άμυνα.
Με ότι όπλα είχαν, η μπόρεσαν να βρουν, κατέλαβαν κάποια καίρια σημεία έξω από τα Βουρλά, έτοιμοι να υπερασπιστούν τα πάτρια.
Βέβαια αυτές οι ετοιμασίες δεν πέρναγαν απαρατήρητες από τους ντόπιους Τούρκους οι οποίοι θα αναλάβουν δράση λίγες μέρες μετά….
Βουρλιώτες!
Στις 27 Αυγούστου (ημέρα Σάββατο), με την είσοδο των Τούρκων στην Σμύρνη, χάθηκε κάθε επαφή με τους απεσταλμένους που είχαν σταλεί εκεί για να αναφέρουν την κατάσταση.
Την ίδια μέρα τα απομεινάρια της 7ης Μεραρχίας πέρναγαν από τα Βουρλά προς Γκιούλμπαξε.
Μαζί τους έφυγαν και οι τελευταίες Ελληνικές αρχές της πόλης, η φρουρά των Βουρλών με τον διοικητή της.
Μία τελευταία ελπίδα είχαν οι Βουρλιώτες. Ο Πλαστήρας δεν είχε ακόμη εμφανιστεί ακόμη! Και ο Πλαστήρας, ο “Μαύρος Καβαλάρης” με το “Σεϊτάν
Ασκέρ” (το 5/42 σύνταγμα ευζώνων) ήταν φόβητρο για τους Τούρκους και ελπίδα για τους Έλληνες!
Ο Πλαστήρας πέρασε στις 28 Αυγούστου από τα Βουρλά συστήνοντας στους κατοίκους να φύγουν.
Το 5/42 Σύνταγμα του Πλαστήρα άρχισε στα γύρω υψώματα τις αψιμαχίες προσπαθώντας να καθυστερήσει την προέλαση του εχθρού κατά των τελευταίων τμημάτων του υποχωρούντος Ελληνικού στρατού. Και τα κατάφερε, αφού οι Τσέτες μέτρησαν σημαντικότατες απώλειες και ο στρατός κατάφερε να επιβιβαστεί στα πλοία.
Συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας
Στα Βουρλά η αναμονή ήταν αγωνιώδης. Μόλις σταμάτησαν να ακούγονται τα κανόνια του Πλαστήρα,φάνηκε έφιππος ο υπολοχαγός Χαβιαράς απεσταλμένος του Πλαστήρα και σύστησε την φυγή.Υπό τις επικρατούσες συνθήκες όμως η φυγή ήταν δύσκολη έως αδύνατη.Δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα και ζώα, ο κόσμος ήταν πολύς και ως επι το πλείστον δυσκίνητα γυναικόπαιδα και υπερήλικες. Από την άλλη, οι Τούρκοι πλησίαζαν γρήγορα.Όσοι μπορέσαν έφυγαν από την πόλη. Οικογένειες χωρίστηκαν και πολλά γυναικόπαιδα έτρεξαν προς την Σκάλα, το επίνειο των Βουρλών ψάχνοντας πλοίο για την σωτηρία.
Μπαίνοντας τα Τουρκικά στρατεύματα στα Βουρλά στις 31 Αυγούστου, προσπάθησαν να εμποδίσουν την φυγή των αμάχων, ενώ οι ένοπλοι Βουρλιώτες της Τοπικής Άμυνας τους εμπόδισαν με λυσσαλέα άμυνα πέφτοντας νεκροί μέχρις ενός !Ήδη η σφαγή είχε αρχίσει. Την σφαγή συνέδραμαν και οι ντόπιοι Τούρκοι που είχαν αμοιβαία ορκιστεί με τους Έλληνες στα ιερά βιβλία τους (Ευαγγέλιο και Κοράνι) ότι θα προστατέψουν οι μεν τους δε, όποια και να ήταν η κατάληξη.
Δυστυχώς οι όρκοι στο Κοράνι ξεχάστηκαν. Οι Έλληνες δημογέροντες διαμαρτυρήθηκαν γι αυτήν την παρασπονδία των μέχρι χθες συμπολιτών τους, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να συλληφθούν, να βασανιστούν και να τουφεκιστούν.Βανδαλισμοί, διαρπαγή, κάψιμο αρχικά των Κουλάδων (των υποστατικών στις καλλιέργειες). σφαγές, βιασμοί παντού !
Οι περιγραφές των επιζώντων για τις σφαγές είναι συγκλονιστικές. Μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανατρέξει σε πάρα πολλές εκδόσεις που εξιστορούν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα γεγονότα.
Εν τω μεταξύ, όσοι είχαν καταφέρει και είχαν βγει από την πόλη πριν μπουν οι Τούρκοι, κατέφυγαν στα κοντινά Εγγλεζονήσια και κυρίως στην Καραντίνα (όνομα που είχε λάβει από την ύπαρξη λοιμοκαθαρτηρίου).Και σε αυτούς έστειλαν οι Τούρκοι αγγελιαφόρους, με όρκους στο Κοράνι, ότι εάν γύρναγαν πίσω δεν επρόκειτο να τους πειράξει κανείς.Οι φυγάδες πείστηκαν ξανά και ως αποτέλεσμα εσφάγησαν, με την επάνοδό τους.
Οι Τούρκοι, μόλις κατέλαβαν την πόλη, συνέστησαν και ένα στρατοδικείο με ονομασία “Δικαστήριο Ανεξαρτησίας” για να δικάσουν τους Έλληνες Βουρλιώτες, υποστηρίζοντας ότι ως Οθωμανοί υπήκοοι έδρασαν εναντίον της “μητέρας πατρίδας”.Πρωτεργάτης – κατήγορος (και ο μόνος ο οποίος τελικά απέδιδε κατηγορίες και ταυτόχρονα έβγαζε αποφάσεις πάντα καταδικαστικές και εκτελούσε, ήταν ο Ισμαήλ Χακής, ο επονομαζόμενος και Ούρλαλης (Βουρλιώτης).
Η ποινή ήταν πάντα θάνατος από κρεμάλα ή σφαίρα στον κρόταφο. Για μερικούς καταδικασθέντες μάλιστα εφαρμόστηκε και λιντσάρισμα από τον όχλο.
Συνεχώς μάλιστα συνέρρεαν Τούρκοι από τα γύρω χωριά για να λάβουν μέρος στο πλιάτσικο και την σφαγή.Στην περιοχή που ονομάστηκε Τέλια του Μουσελέ, συγκεντρώθηκαν κατά χιλιάδες οι άνδρες των Βουρλών. Εκεί οι Τούρκοι (στρατιώτες , Τσέτες αλλά και πολίτες) έπαιρναν όποιον ήθελαν και τον εκτελούσαν όπως αυτοί νόμιζαν. Υπάρχουν ανατριχιαστικές μαρτυρίες που αναφέρουν ακέφαλα σώματα που ακόμη σπαρταρούσαν, γύρω γύρω από τα “τέλια” (τα συρματοπλέγματα).
Και εδώ οι ντόπιοι Τούρκοι έρχονταν, διάλεγαν κάποιον κρατούμενο, είτε γιατί είχαν διαφορές μαζί του στο παρελθόν, είτε στην τύχη.Οι στρατιώτες τους τον παρέδιδαν και αυτοί τον έσφαζαν εκεί δίπλα τους.
Η φωτιά στα Βουρλά μπήκε (με την ίδια μέθοδο όπως και στην Σμύρνη) την 3η Σεπτεμβρίου, ημέρα Σάββατο.
Θύματα της φωτιάς ήταν και ο ναός της Παναγιάς και η Αναξαγόρειος Σχολή.
Μάλιστα επειδή σαν κτίρια ήταν πολύ ισχυρά, οι Τούρκοι τα αποτελείωσαν με δυναμίτη.
Τα ερείπια της Παναγιάς των Βουρλών, μετά την καταστροφή
Στην πόλη των Βουρλών και στον Γκιουλμπαξέ τα έκτροπα ξεπέρασαν κάθε φαντασία.
Τόση ήταν η απελπισία που η Φιλιώ Χαϊδεμένου αναφέρει πολλές περιπτώσεις κοριτσιών που για να αποφύγουν την ατίμωση και την σφαγή, έπεφταν μόνες τους στα πηγάδια και πνίγονταν.
Όσοι έμειναν στα σπίτια τους δέχτηκαν την εισβολή των Τούρκων. Γυναίκες βιάστηκαν και εσφάγησαν, βρέφη εκτελέστηκαν, υπερήλικες θανατώθηκαν με κάθε δυνατό τρόπο και βεβαίως μετά ακολούθησε η αρπαγή των τιμαλφών και ο εμπρησμός της κατοικίας.
Ακόμη και πολλά χρόνια μετά οι Τούρκοι έψαχναν τα ερείπια για να βρουν κοσμήματα που είχαν κρύψει οι Βουρλιώτες ελπίζοντας ότι θα ξαναγυρνούσαν.
Ο δρόμος βόρεια από το Φαρδύ Σοκάκι των Βουρλών (εκεί που ήταν τα αρχοντικά των πλούσιων φαττόρων , τα οποία ξέφυγαν από την φωτιά) είχε από τότε ονομαστεί Αλτίν Μαχαλά (δηλαδή η γειτονιά του χρυσού). Και ο λόγος ήταν προφανής…
Μέσα στον γενικό χαμό, πλησίασαν κάποια πλοία στην Σκάλα, το επίνειο των Βουρλών, έπειτα από συμφωνία με τους Τούρκους για να παραλάβουν τους άμαχους.
Ο δρόμος από Βουρλά μέχρι Σκάλα είναι περίπου 3,5 – 4 χιλιόμετρα και απεκλήθη “δρόμος του μαρτυρίου” γιατί οι φυγάδες πέρναγαν ανάμεσα από παρατεταγμένους Τούρκους, οι οποίοι υποτίθεται ήλεγχαν εάν μεταξύ τους ήταν και άνδρες ενήλικοι, αλλά στην ουσία, άρπαζαν κορίτσια και παιδιά, βίαζαν, έσφαζαν επι τόπου, και απογύμνωναν τους πρόσφυγες από κάθε αντικείμενο αξίας.
Λίγοι άμαχοι, συγκριτικά με όσους ξεκίνησαν, κατάφεραν να επιβιβαστούν υπό άθλιες συνθήκες στα πλοία.
Οι υπόλοιποι έμειναν εκεί στις παρυφές του δρόμου του μαρτυρίου.
Σήμερα ο ίδιος δρόμος οδηγεί στην Σκάλα και στις παρυφές του φυτρώνουν ψηλά δέντρα.
Δέντρα που θέριεψαν από το αίμα των μαρτύρων..
Κάποιοι άλλοι βλέποντας παντού αδιέξοδο, ετράπησαν προς την Σμύρνη.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είχε διακοπεί η επικοινωνία μετά την πτώση της Σμύρνης και οι φυγάδες δεν είχαν εικόνα του τι συνέβαινε εκεί τις ίδιες εκείνες μέρες…
Και αυτοί ως επι το πλείστον συνάντησαν ένοπλα σώματα Τούρκων και σκοτώθηκαν η συνελήφθησαν με προορισμό τα Τάγματα Εργασίας.
Οι άνδρες των Βουρλών που έμειναν ζωντανοί, στοιβάχτηκαν σε μπουντρούμια στην Σμύρνη και αναχώρησαν για τα “Αμελέ Ταμπουρού”. Στην ουσία καταδικάστηκαν σε έναν αργό, βασανιστικό θάνατο, με συνεχείς πεζοπορίες, χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, με ελάχιστα ρούχα.
Μάλιστα όταν περνούσαν αυτές οι πορείες του θανάτου από χωριά, οι ντόπιοι απαιτούσαν και αυτοί το μερίδιό τους στην σφαγή και διάλεγαν κατά βούλησιν τα ανυπεράσπιστα θύματά τους.
Ελάχιστοι από αυτούς κατάφεραν να επιβιώσουν και να ανταλλαγούν βάσει της συμφωνίας του 1923 (Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών), αλλά και μέχρι και δυο χρόνια αργότερα.
Ζωντανά φαντάσματα που ούτε οι ίδιοι οι συγγενείς τους μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν.
Αναφέρονται και κάποιες περιπτώσεις που οικογένειες κατάφεραν να οχυρωθούν σε μεγάλες αγροικίες για προστασία. Αναφέρεται μάλιστα και η αγροικία ενός Άγγλου στην οποία μαζεύτηκαν πολλές οικογένειες ευελπιστώντας οτι η Αγγλική σημαία που κυμάτιζε θα τους προστάτευε.
Μάταια η ελπίδα ! Ο θάνατος επικράτησε παντού !
Όσοι Βουρλιώτες (κυρίως άμαχοι) πρόλαβαν, σώθηκαν κακήν κακώς. Οι υπόλοιποι συνάντησαν την μοίρα τους από το σπαθί του Τούρκου.
Ανάμεσα στους Βουρλιώτες που έψαξαν να βρουν τρόπο διαφυγής, ήταν και κάποιες ομάδες Βουρλιωτών και Γκιουλμπαξιωτών που πήραν τον δρόμο ψάχνοντας καταφύγιο στα γύρω βουνά.
Κάποιοι ήταν ήδη βετεράνοι στα μέρη αυτά , αφού το κοντραμπάντο (λαθρεμπόριο, συνήθως καπνών) τους οδηγούσε πολλές φορές στην φυγή και σε λημέρια που ήταν δύσκολα προσβάσιμα.
Σε αυτούς προστέθηκαν και άλλοι, άνδρες γυναίκες, ακόμη και παιδιά.
Και εκεί επιβίωσαν σαν τα αγρίμια, ελπίζοντας σε κάποια σωτηρία.
Κάποια στιγμή προστέθηκε σε αυτούς και μία ομάδα 2-3 Ελλήνων στρατιωτών που είχε αποκοπεί και είχε παραμείνει, μαζί με τον αξιωματικό της.
Αυτοί είναι που θα μας απασχολήσουν στην συνέχεια του βιβλίου που κρατά στα χέρια του ο αναγνώστης.
– Δ’ ΚΕΦΑΛΑΙΟ : ΦΥΓΗ , ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ
ΕΝΑΣ ΚΑΤΣΑΚΗΣ ΜΕ ΣΚΑΡΠΙΝΙΑ (…προοίμιο)
17 χρόνων γινόταν σε λίγες μέρες. Τελείωνε το σχολείο την Αναξαγόρειο και η μάνα του τον προόριζε για σπουδές στην Αθήνα. Εξ άλλου το απολυτήριο από την ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟ ήταν “χρυσό διαβατήριο” για κάθε Ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Ορφανός απο πατέρα (δεν τον γνώρισε..)ανατράφηκε από την μάνα, την αρχόντισσα Μαρία που έγινε και μάνα, και πατέρας, και αρχηγός, και αφέντρα στο Τσαρσί και τα κτήματα, και έμπορας της Σουλτανίνας, και αφεντικό στο καπνοπωλείο της οικογένειας στο Κονάκι, την πλατεία του ρολογιού στην Σμύρνη.
Και τι δεν έγινε η Μαρία για τον γιό της, για το σπιτικό της, για την περιουσία της.
Και όλα αυτά σκλήραναν και τον χαρακτήρα της!
Τον λάτρευε τον Μανώλη, τον μοναχογιό της! Κι επειδή τον λάτρευε τον είχε στην σούζα πάντα.
Είχε κι ένα παράξενο χούϊ η Μαρία με το καλό ντύσιμο κι ο Μανώλης πάντα ντυμένος στην πέννα, σκέτος γαμπρός!
Κι έφτασε εκείνο το καταραμένο βράδυ που ξέπνοος ο υπάλληλος του μαγαζιού της Σμύρνης ήρθε στα Βουρλά. Κατακόκκινος ο ορίζοντας από την μεριά της Σμύρνης!
“Σφάζουνε κυρία Μαρία! Δεν ξεχωρίζουν κανέναν. Σφάζουνε και καίνε….”
Η Μαρία ήταν έτοιμη από μέρες. Εκείνη δεν θα έφευγε. Δεν θα γινόταν βάρος σε κανέναν. Μόνο τον μοναχογιό της να γλυτώσει. Μόνο αυτόν!
Πριν έρθει στην Μικρασία ο Ελληνικός Στρατός, ο Μανώλης ήταν μικρός και δεν κινδύνευε. Οι έφηβοι των Βουρλών κρύβονταν για να αποφύγουν την “στράτευση” από τους Τούρκους, που μόνο ένα πράγμα σήμαινε: Αμελέ Ταμπουρού (Τάγματα εργασίας-τάγματα θανάτου). Ονομαστά έγιναν τα “Ταβάν ταμπουρού” (τα τάγματα των ταβανιών) που κρύβονταν οι νεαροί Βουρλιώτες σε κρύπτες για να μην τους βρουν οι έφοδοι των Τούρκων.
Όμως πλέον ο Μανώλης ήταν σε “κατάλληλη ηλικία” και οι Τούρκοι ήταν “προ των πυλών”…
Τον ετοίμασε για φευγιό μαζί μα άλλους εφήβους που είχαν πληρώσει καΐκι από “απέναντι” για να τους περάσει στην Χίο.
Τον έντυσε με το καλό του παντελόνι (όχι τίποτε βράκες σαν τους ρεσπέρηδες), γιλέκο, καθαρό πουκάμισο, πανωφόρι. Μέχρι και παπιγιόν τον ανάγκασε να φορέσει.
Του έραψε και λίρες στο ζωνάρι να έχει να περνάει εκεί στον λεύτερο αέρα της Ελλάδας.
Ο μεγάλος καυγάς έγινε για τα παπούτσια!
-Μάνα έχω δυο μέρες περπάτημα. Μπότες χρειάζομαι!
-Τι;; Ένα με τα χωριατόπαιδα θα είσαι ; Ποτέ !
Κι έτσι ο Μανώλης ξεκίνησε την πορεία του για την σωτηρία, φορώντας τα σκαρπίνια του, με το τακούνι και την μεγάλη αγκράφα.
Φίλησε η Μαρία το βλαστάρι της, του έριξε μια τελευταία ματιά όπως έφευγε σκυφτός να συναντήσει την ομάδα των φυγάδων και μετά γύρισε έκλεισε την πόρτα στο αρχοντικό , στο νούμερο 7 του Γενί Μαχαλά και γύρισε το κλειδί στην πόρτα.
Η ομάδα των φυγάδων ξεμάκρυνε στο σκοτάδι. Μόλις μέσα στις δυο πρώτες ώρες ο Μανώλης άρχισε να μένει πίσω. Τα λουστρινένια σκαρπίνια του πλήγιασαν τα πόδια. Αβάσταχτος ο πόνος σε κάθε βήμα και η ομάδα όλο και ξεμάκραινε…
Λίγο πριν φέξει, καλπασμοί πλησίασαν. Οι Τσέτες διέκριναν στις σκιές την ομάδα των “κατσάκηδων”. Δεν έμεινε κανένας τους !
Μα όχι ! Ένας έμεινε!
Ο Μανώλης ήταν, που με καταπληγιασμένα τα πόδια και ξεσκισμένα τα λουσάτα σκαρπίνια του είχε πέσει ξέπνοος κάπου 100 μέτρα παρα πίσω, παραιτημένος, ανίκανος να ακολουθήσει.
Δεν τον βρήκαν οι Τσέτες εκεί πίσω απο τα πουρνάρια.
Αυτά όλα ανασκάλευε στην μνήμη του ο Μανώλης εκεί στην άκρη του χαντακιού…
Και μόλις έφεξε η μέρα με μεγάλη προφύλαξη βγήκε από την κρυψώνα του.
Τα κορμιά των συντρόφων σκορπισμένα ένα γύρο, κατασφαγμένα…
Βρήκε και τον Αριστοτέλη τον συμμαθητή του με ανοιχτά ακόμη και γυάλινα τα μάτια , τρυπημένο πέρα ως πέρα απο το χατζάρι.
Το ίδιο ύψος είχαν, οπότε και οι μπότες του Τέλη ταίριαξαν και αγκάλιασαν τα καταπληγωμένα πόδια του.
Συνέχισε την πορεία όταν ξανάπεσε το σκοτάδι και την αυγή έφτασε στο σημείο. Το καΐκι περίμενε. Τον έναν , μοναδικό επιζώντα επιβάτη του..
Στην κουβέρτα του καϊκιού, σωσμένος πιά έριξε τα μάτια του στην αγαπημένη γη.
Τι να έγινε άρα γε η μάνα ;
Το καΐκι πήρε να στρίβει προς τα δυτικά μην το προλάβει το φως της ημέρας.
Και ο Μανώλης έστειλε τον τελευταίο του χαιρετισμό στην ρίζα του:
“Αχ ρε μάνα! Ακόμη και τώρα το πείσμα σου με τα σκαρπίνια με έσωσε! Ποιος άγγελος να σε ορμήνεψε άρα γε; Πόσους τρόπους ακόμη θα βρει μία μάνα να φυλάξει το σπλάχνο της, ακόμη κι αν δεν το ξέρει ;”
(στις Μαρίες και τους Μανώληδες της Μικρασίας…)
Η ΦΥΓΗ , Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ , Η ΣΩΤΗΡΙΑ
Τα Βουρλά έπεσαν !