Εξώφυλλο γιά το 2025,η Αναξαγόρειος.
Εξώφυλλο σαν αυτό αλλά με φωτογραφία την Αναξαγόρειο και σηματάκι του συλλόγου όπως το περσινό.
αυτό είναι το σηματάκι.
Η Αναξαγόρειος…….
Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας να γράφει……. Αναξαγόρειος Σχολή των Βουρλών.
Οπισθόφυλλο ίδωμεν.
Ιδανικά θα προτιμούσα αυτό…..
(και στο κάτω μέρος,όπως πέρσι,η διεύθυνση του συλλόγου.)
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Καραλής Φώτης.
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ :Καριώτη Βασιλική.
ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ :Στρατάκη Ιωάννα.
ΤΑΜΙΑΣ :Κιλημάντζος Εμμανουήλ.
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔHM.ΣXEΣΕΩΝ:Μουστάκη Χάιδω.
ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ:Τουρλής Παναγιώτης.
ΜΕΛΗ:Κοττάκη-Φακίνου Μαρίνα,Δαγκινάκη Ζαχαρω,Τενεκίδου-Γαλανού Μαρία.
ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΤΙΚΟ ΜΕΛΟΣ :Τρίκκα Ευφροσύνη.
Εξελεγκτική επιτροπή:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ:Κιλημάντζου Αικατερίνη
ΜΕΛΗ:Κουρή Μαργαρίτα και Ατραϊδου Αναστασία
ΑΝΑΠΛ.ΜΕΛΟΣ:Παρασκευάς Ιωάννης.
΄΄Οι του λύχνου χρείαν έχοντες,έλαιον επιχέουσιν.”…..ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ…..
Ετσι ένιωθαν οι Βουρλιώτες την ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟ ΣΧΟΛΗ…Σαν ενα λυχνάρι που φώτιζε..Ενα λυχνάρι που φώτιζε με γνώση…Και το τροφοδοτούσαν ταχτικά,συνήθως από το υστερημά τους,για να διατηρείται πάντοτε αναμμένο…Αυτό ήταν το έμβλημα της Σχολής…Ο λύχνος στο κέντρο της σφραγίδας..Ο λύχνος δε μαζί με το ρητό κοσμούσε τα ενδεικτικά και τα απολυτήρια της Σχολής.
Το 1760 ιδρύθηκε το πρώτο σχολείο των Βουρλών με την επωνυμία: “ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ”, κοντά στην εκκλησία της Μητρόπολης των Βουρλών, στο κέντρο του χωριού με τους 3000 κατοίκους. Ενισχύθηκε εκτός από την εκκλησία της Παναγίας, από μία μεγάλη δωρεά ενός εμπόρου της Σμύρνης, τον Χ΄΄ Νικολή Χρυσογιάννη από τη Μονεμβασιά της Πελοποννήσου (70 χρονών τότε) με 1000 γρόσια και από συνεισφορές Βουρλιωτών με άλλα 1000 γρόσια. Πρώτος διδάσκαλος και διευθυντής αναφέρεται ο ιερομόναχος Καλλίνικος.
(Από το 1720, λειτούργησε σχολείο στη Μονεμβασία υπό την καθοδήγηση του Νικόλαου Χρυσογιάννη. Σε επιστολή του Πατριάρχη Σαμουήλ το 1763 αναφέρεται ότι η Σχολή συντηρείται με έξοδα του Χρυσογιάννη και για τον σκοπό αυτόν είχε προσφέρει στην πόλη 2,500 γρόσια9. Την περίοδο αυτή, Μητροπολίτης ήταν ο Γεράσιμος ο οποίος επικύρωσε το καταστατικό της Σχολής της πόλης. Παρόμοιες Σχολές είχαν δημιουργηθεί και σε άλλες πόλεις όπως την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα, τα Ιωάννινα, τη Δημητσάνα, τη Σμύρνη και τα Βουρλά.)
Λειτούργησε με δύο τμήματα κατά το σύστημα της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης: α) “Ελληνομουσείον και Ευαγγελικών Εντολών”, τμήμα ανωτέρων σπουδών ελληνικών και θρησκευτικών. β) “Πεζών και κοινών γραμμάτων παιδαγωγικόν”, αναγνώσεως, γραφής, αριθμητικής, γενικώς των πρώτων στοιχειωδών γνώσεων.
Για είκοσι χρόνια δεν έχει ιδιόκτητο κτίριο διδασκαλίας και στέγη διδασκάλων. Το 1780 αποφασίστηκε να αγοραστεί ένας παλιός βερχανές (στοά με μαγαζιά) με οικόπεδο, απέναντι στην εκκλησία της Παναγίας ιδιοκτησία του Μαϊστρου Καριώτη. Αγοράσθηκε από την Παναγία, από τόκους καταθέσεων και φυσικά από τους Βουρλιώτες, πλούσιους και φτωχούς. Στη συνέχεια έγινε η ανακαίνιση κατάλληλη για σχολείο, που μεγάλο μέρος των εξόδων “σήκωσε” ο μοναχός δάσκαλος Καλλίνικος.
Από το 1800 τη διαχείριση του σχολείου παίρνουν οι Επίτροποι. Αναλαμβάνουν όλα τα έξοδα: πληρωμές “παιδαγωγών” επισκευές κτιρίου, επιτήρηση αλλά και το δικαίωμα η Επιτροπή να εισπράττει τα έσοδα του σχολείου: δωρεές, αφιερώματα, τόκους του κεφαλαίου, καθώς και το προϊόν των δίσκων, των εκκλησιών τρείς φορές το χρόνο, σε μεγάλες γιορτές.
Αυτή είναι η αρχή της “ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΒΟΥΡΛΩΝ”. Στην είσοδο του κτιρίου υπήρχε μια παλιά κρήνη στο μάρμαρο της οποίας έγραφε:
“ 1803 Ioυνίου 5
Ήδη πρώτον δομηθείσα ετελέσθη αναλώμασι μεν της Αγίας Εκκλησίας της Παναγίας, συνδρομή δε και Επιστασία των επιτρόπων και τιμιωτάτων προεστώτων κυρ. Μανωλάκη και κυρ. Ανδρέου Μπάρμπογλου
ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ
Κοινωνών του ύδατος μέμνησο και των άνω”
Σ’αυτή τη μαρμάρινη πλάκα της βρύσης, πάνω από την παλιά χρονολογία έγραφε: “Ανεκαινίσθη τη 1 Αυγούστου 1896”. Όπως βλέπουμε έχει την ίδια καρκινική επιγραφή, σαν της κρήνης της Αγιάς Σοφιάς της Πόλης.
Οι σκοποί της Σχολής των Βουρλών, από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, ήταν να μάθει γράμματα και όχι μεγάλη σοφία στα σκλαβωμένα Βουρλιωτάκια. Φρόντιζε επίσης να διαπλάσσει την ψυχή και το ήθος τους. Λέει το πρακτικό της συνεδρίασης (1808) “… και επιμελείσθαι αυτών (των παιδιών) ου μόνον επί παραδόσει και επιδόσει μαθημάτων, αλλά και επί ευρυθμία και κοσμιότητι ηθών, ων άνευ ουδέν έστι ή μάθησις…..”.
Κατά τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης – αν και υπάρχει η αγριότητα των Τούρκων, τα “Φόβια”, η Αναξαγόρειος αδιάκοπα λειτουργεί, όμως δεν υπάρχουν Κώδικες ή πρακτικά, ή άλλες γραφτές πληροφορίες στα βιβλία των Βουρλών.
Στα 1870 ιδρύθηκε κι άλλο σχολείο, στον Κάτω Μαχαλά, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ενώ στην Αναξαγόρειο προστέθηκαν κι άλλες αίθουσες διδασκαλίας. Πληθαίνουν οι μαθητές, όπως και οι αξιόλογοι σοφοί, επιλεγμένοι δάσκαλοι. Υπάρχει και γαλλοδιδάσκαλος (μουσιού Σαμπού και αργότερα ο μουσιού Πετί).
Με την έγκριση και την αναγνώριση της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης συγκροτήθηκε στα Βουρλά Σχολαρχείο με Α΄, Β΄, Γ΄ τάξεις Ελληνικού. Θα διοικείται από οκταμελή επιτροπή και θα συντηρείται οικονομικά από τις δύο εκκλησίες, την Παναγία και τον ΄Αγιο Γεώργιο. Στη συνέλευση (Κυριακή 15.9.1873) συζητήθηκαν όλες οι λεπτομέρειες της λειτουργίας του Σχολαρχείου και αναφέρθηκε ακόμα: “?μα ως τα υλικά μέσα επιτρέψωσιν, θα λάβωμεν μέριμνα και δια την κατωτέραν εκπαίδευσιν και την πνευματικήν διάπλασιν των θηλέων..”
Η ωραία τοποθεσία και το καλό όνομα των Βουρλών αυξάνουν τον πληθυσμό. Έχουνε εισβολή αποίκων από όλη την Ελλάδα, ιδίως Ναξιωτών, μετά τα ορλωφικά. Με ελληνικό πληθυσμό 15.700 κατοίκων. Με νέα σχολεία εκκλησιών και παραρτήματα της Αναξαγορείου στη περιφέρεια.
Έχομε πληροφορίες από το βιβλίο, σε γαλλική έκδοση του Σμυρναίου Δ. Γεωργιάδη, για την εκπαιδευτική ζωή των Βουρλών, ότι υπήρχαν: 3 Ανώτερες τάξεις Ελληνικού με 65 μαθητές / 3 Στοιχειώδη σχολεία με 380 μαθητές / 2 Παρθεναγωγεία με 225 μαθήτριες / 2 Ανώτερες τάξεις, προχωρημένων μαθημάτων με 89 μαθητές. Όμως η προφορική “Παράδοση” για τη μόρφωση των κοριτσιών στα Βουρλά λέει πως λειτουργούσε ιδιωτικό Παρθεναγωγείο από το 1873.
Κατά τον Φεβρουάριο του 1892 εκδόθηκε αυτοκρατορικό φιρμάνι, ότι επιτρέπεται η ανέγερση κτιρίου για σχολείο στα Βουρλά. Ο πληθυσμός, της κωμόπολης πλέον, είχε αυξηθεί σημαντικά. Πανηγυρίζει στην ιδέα. Υπήρχε σύμπνοια για την πραγματοποίηση ενός ονείρου, την τελική επέκταση του κτιρίου της Αναξαγορείου. Προσφορές από κάθε πηγή, εκκλησίες, κοινότητα, συντεχνίες (συνάφια), από τα ταμεία των παραρτημάτων της Αναξαγορείου… Τα χρήματα δεν επαρκούν.
Καταρτίσθηκαν επιτροπές για τη συλλογή χρημάτων με εράνους σε μετρητά και σε είδος (σταφίδες, λάδι, ελιές). Οι γυναίκες των Βουρλών πρόσφεραν τα βαρειά μαλαματένια κοσμήματά τους ως ενέχυρο για δάνειο από την Τράπεζα της Παναγίας. Τα κοσμήματα αυτά θα επιστρέφονταν “εν καιρώ τω δέοντι” αλλά όλες οι Βουρλιωτίνες τα χάρισαν στην Παναγία.
Ο Χ΄΄ Νικήτας Μπάρμπογλου (Βάρβογλης) χάρισε ένα μεγάλο οικόπεδό του δίπλα στο σχολείο και ο συγγενής του επίσης Βουρλιώτης Μητροπολίτης της Βιδύνης Κύριλλος Μπαξελής – θαρραλέος και μορφωμένος κληρικός – σεβαστό ποσό, μέρος της ατομικής του περιουσίας.
Έτσι χτίστηκε η δυτική πτέρυγα της Αναξαγορείου Σχολής, με αρχιτέκτονα τον Σμυρναίο Δ. Αποστολίδη. Στεγάστηκε το Αρρεναγογείο, με πλήθος μαθητών. Το κτίριο δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένο. Λείπει μια πτέρυγα.
Καινούργιες αποφάσεις και κινητοποιήσεις ανεύρεσης χρημάτων, για την ολοκλήρωση του κτιρίου. Όπως την προηγούμενη φορά, έτσι και αυτή, πάλι οι Βουρλιώτισσες πρόσφεραν τα πανάκριβα κοσμήματά της. Οι φιλότιμοι νοικοκυραίοι, όχι μόνο παράδες – χρυσές λίρες Τουρκίας (με το ζύγι) χρυσά φράγκα – αλλά και προσωπική εργασία, μεταφορά φορτίων άμμου και υλικών. Αξίζει να αναφερθεί πως ο γέροντας παπλωματάς Χ΄΄ Κωνσταντής Τελατινίδης άνοιξε την παλιά του κασέλα και πρόσφερε όλες του τις οικονομίες, τις χρυσές λίρες, που μια ζωή μάζευε “για να αποκτήσουν παλάτι – σχολείο τα παιδιά του τόπου του”. Με τη συγκινητική συρροή των προσφορών κατόρθωσε το 1908 να χτιστεί και η ανατολική πτέρυγα, με αρχιτέκτονα από τη Σμύρνη τον Δ. Ραμπαώνη.
Η Αναξαγόρειος Σχολή Βουρλών είναι πλέον ένα ολοκληρωμένο, ογκώδες και επιβλητικό κτίριο, με πλατειά στέγη από κόκκινα κεραμίδια. Το καύχημα των Βουρλών. Λογαριαζόταν τότε ως το μεγαλύτερο της Ανατολής, ίσως και των Βαλκανίων.
Ελληνικού ρυθμού κτίριο με κολώνες δωρικού ρυθμού και αετώματα. Στην όψη θύμιζε τα παλαιά ανάκτορα των Αθηνών. Είχε μήκος 64 μέτρων, πλάτος 24 μέτρων και ύψος 16 μέχρι 18 μέτρων. Εσωτερικά οι αίθουσες είχαν 5,5μ. ύψος. Είχε δύο προσόψεις, η μια στη νότια μεγάλη πλευρά με δύο εισόδους των Αρρεναγογείου και Παρθεναγωγείου. Στην ανατολική πλευρά η κυρία είσοδο του Αρρεναγωγείου. Κάθε είσοδος αποτελούσε ένα είδος μικρών προπυλαίων με μαρμάρινη σκάλα. Δωρικού ρυθμού οι κολώνες που στήριζαν την οροφή του επάνω πατώματος. Στον δεύτερο όροφο και πάνω από τα προπύλαια υπήρχε ένα τριγωνικό αέτωμα που συμπλήρωνε την κλασικότητα του κτιρίου.
Δεξιά και αριστερά κάθε εισόδου, δύο σειρές από οκτώ παράθυρα και στα δύο πατώματα, με ανάλογη αντιστοιχία και στις άλλες πλευρές. Από κάθε είσοδο της επίμηκης πλευράς, εσωτερικά, ξεκινούσε ένας διάδρομος μήκους 20 μέτρων και πλάτος 7 μέτρων. Κατέληγε σε δύο ευρύτατες καλλιτεχνικές σκάλες για το επάνω πάτωμα. ?λλος εγκάρσιος διάδρομος, ίδιου φάρδους, έδινε το σχήμα του σταυρού, στο εσωτερικό των δύο ορόφων. Χρησίμευε και ως αίθουσα εκδηλώσεων. Ένα κυκλικό κυγκλιδωτό μπαλκόνι διευκόλυνε την παρακολούθηση κάθε τελετής, όσων βρίσκονταν στο επάνω πάτωμα.
Συνολικά είχε 16 αίθουσες παραδόσεων. Τα γραφεία και το διευθυντήριο είχαν εξοικονομηθεί στο βάθος των διαδρόμων, κάτω από τη φαρδιά μαρμάρινη σκάλα και τον πρόδρομο των προπυλαίων. Στο κτίριο της παλαιότερης πτέρυγας υπήρχαν και δύο ημιυπόγεια ευρύτατα δωμάτια, τα οποία πριν χρησίμευαν για αίθουσες παράδοσης μαθημάτων των τμημάτων της Προκαταρκτικής Τάξεως. Ο μεγάλος χώρος κάτω από το πρώτο πάτωμα του Αρρεναγωγείου ήταν το χειμερινό Γυμναστήριο της Σχολής. Η αυλή περιτριγυρισμένη με μανδρότοιχο, είχε δύο εισόδους.
Στη στρογγυλή σφραγίδα της Αναξαγορείου Σχολής υπήρχε στο κέντρο ένα λυχνάρι και εναγύρω το ρητό του Αναξαγόρα του Κλαζομένιου: “ΟΙ ΤΟΥ ΛΥΧΝΟΥ ΧΡΕΙΑΝ ΕΧΟΝΤΕΣ ΕΛΑΙΟΝ ΕΠΙΧΕΟΥΣΙ”
Έμβλημα της Σχολής το λυχνάρι που οι Βουρλιώτες – πλούσιοι και φτωχοί – φρόντιζαν να διατηρείται πάντοτε αναμμένο. Κατά τα τελευταία χρόνια πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, λειτούργησε και Νυκτερινή Σχολή 6 με 9 το βράδυ που φοιτούσαν ακόμα και ενήλικες μαθητές, με ζήλο για μόρφωση. Των αρρένων γιόρταζε των Ταξιαρχών, 8 Νοεμβρίου και των θηλέων στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Η “ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ ΒΟΥΡΛΩΝ” ήταν από τα φημισμένα σχολεία της Ανατολής. Όχι μόνο για το κτίριο της και για το πλήθος των μαθητών, αλλά και για το μεγάλο αριθμό και την αξία του εκπαιδευτικού προσωπικού, για την υποδειγματική διδασκαλία και εργασία που γινόταν, για την πλούσια σε αποτέλεσμα διάπλαση της ψυχής των παιδιών, καλλιεργώντας τα εθνικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ιδανικά.
Σύμφωνα με τον κανονισμό, ο διευθυντής και οι καθηγητές έπρεπε να είναι απόφοιτοι του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών ή της Θεολογικής Σχολής Χάλκης. Οι δάσκαλοι απόφοιτοι της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης, ενώ η διευθύντρια του Παρθεναγωγείου απαραιτήτως απόφοιτος του Αρσακείου Αθηνών.
Οι δάσκαλοι της Αναξαγορείου, εμπνευσμένοι και σοφοί επιστήμονες είχαν την εργασία των όχι για επάγγελμα, αλλά από διάθεση και πίστη για τα ανώτερα ιδανικά, καθώς και από πατριωτική παρότρυνση. Κατόρθωσαν να ανεβάσουν το κύρος της Σχολής σε πρότυπο ανάμεσα σε όλα τα σχολεία της Ανατολής. Αυτό παραδέχονται όσοι δάσκαλοι πέρασαν από την Αναξαγόρειο και μάλιστα όχι Βουρλιώτες.
Σαν αναγνωστικά ήταν σε χρήση “Ο γερο- Στάθης” και “Ο Χριστόφορος” του Λέοντος Μελά, “Αι πλάναι του Ροβινσώνος” “Το Ψαλτήρι”, “Η Χρηστομάθεια” και “Οι μύθοι του Αισώπου”. Αργότερα – 1910 – δύο εμπνευσμένοι δάσκαλοι της Αναξαγορείου, ο Ανδρέας Παπαγρηγοριάδης και ο Φώτιος Τσακίρης συνεργάστηκαν και εξέδωσαν νέο Αναγνωστικό με αποσπάσματα νεοελλήνων συγγραφέων και ποιητών, ακόμα και με ξένα μεταφρασμένα λογοτεχνήματα. Τυπώθηκε στη Σμύρνη, με τίτλο: “ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΥ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ”. Το μοναδικό αυτό αναγνωστικό για εκείνα τα χρόνια, μπήκε αμέσως σ’όλα τα σχολεία της Σμύρνης και της Ανατολίας.
Η ψυχή του παιδιού και η διάπλασή της υπήρξε το όνειρο της ζωής τους. Ζούσανε με τα παιδιά σε μια στοργική, ολόθερμη αλληλοεξάρτηση, στην παράδοση των μαθημάτων, στις συχνές εορτές: εθνικές, θρησκευτικές, σχολικές και στις τακτικές εκδρομές. Οργάνωναν μαθητικές – σχολικές βιβλιοθήκες (δανειστικές), παιδικούς συλλόγους, εορτές με επιδείξεις απαγγελιών, ελευθέρων ομιλιών που γίνονταν από τα ίδια τα παιδιά, μουσική, χορωδία, γυμναστικές ασκήσεις, διαγωνισμός ζωγραφικής και ακόμα καλλιέργεια φυτών σε παρτέρια της αυλής, με έπαθλα. Όλα αυτά εκτός των ωραρίων μαθημάτων.
Αξίζει να αναφερθεί έστω ένα μικρό μέρος από το πλήθος των ονομάτων των αειμνήστων διευθυντών καθηγητών και διδασκάλων: Πέτρος Βαρβάκης, Δημ. Γληνός, Δημ. Φέδας, Κωνστ. Οκταποδάς, Αργ. Μοσχίδης, Δημ. Χαμουδόπουλος, Δημ. Παυλίδης, Ανδρ. Παπαγρη-γοριάδης, Φώτιος Τσακίρης, Δημ. Αφαλιωνιάτης, Δ. Πεντεκίδης, Κωνστ. Τσίγκος, Γιωργής Αντωνιάδης (δίδαξε για πενήντα χρόνια τρεις γενιές παιδιών), Ι. Μαλαθούρας, Λ. Λαμπρικίδης, Εμμ. Χρύσης και τόσοι άλλοι.
Και μερικές δασκάλισσες: Μαρία Πασπάτη, Ελένη Χατζηαδάμ, Σίτσα Καραϊσκάκη, Ευαγ. Χατζηκοκκού, Χρυσ. Βουρβούλια, Μαρία Μουγκογιάννη, Αργυρώ Κούρτη, Φιλή Τενεκίδου, Μαρία Κιλισμανή, Δέσποινα Λορέντζου, Σαπφώ Παρίση, Αμφίκλεια Χαρλέπα, Βασιλεία και Δέσποινα Χριστοφορίδου και άλλες. Διευθύντριες: Αλεξάνδρα Βατίδου, Μαρία Τζοάννου και άλλες.
Κατά το διάστημα του πολέμου 1914-1918 η Αναξαγόρειος Σχολή επιτάχθηκε από τον τουρκικό στρατό. Με αυτή την πληροφορία το 1917 βομβαρδίστηκε από τον αγγλικό στόλο, από το λιμάνι της Σκάλας των Βουρλών. Το κτίριο έπαθε αρκετές ζημιές, μα ακόμα πολλές από την ανάρμοστη συμπεριφορά των άξεστων Τούρκων στρατιωτών. Τότε στην ίδια περιοχή βομβαρδίστηκαν και σπίτια και ο ?γιος Γεώργιος, που έπεσε το καμπαναριό του.
Τα Βουρλιωτάκια με λίγους δασκάλους – οι περισσότεροι επιστρατευμένοι – έκαναν μάθημα στους νάρθηκες των εκκλησιών, της Παναγίας, του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Ευστρατίου και σε δωμάτια σπιτιών. Η Εφορία της Σχολής επέμενε να διατηρεί άσβηστο το λυχνάρι της γνώσης. Ο πληθυσμός των Βουρλών έφτασε τις 35.000 ψυχές.
Μετά το 1918 τα παιδιά γύρισαν στο σχολείο τους, αφού επισκευάστηκαν όλες οι βλάβες και επανήλθε σιγά –σιγά ο παλιός ρυθμός της λειτουργίας της Αναξαγορείου Σχολής. Με ζέση και ενθουσιασμό, αλλά για λίγα χρόνια ζωής ακόμα…
Η Καταστροφή του 1922 ήταν ό,τι πιο ολέθριο για τον Ελληνισμό της Μικρασίας. Όπως διηγούνται αυτοί που τα έζησαν και σώθηκαν, με τι μίσος οι Τούρκοι ιδιώτες, οι αντάρτες Τσέτες, ακόμα και ο τουρκικός στρατός, συμπεριφέρθηκαν σε ανθρώπους και άψυχα, ζηλεύοντας την ανωτερότητα και την πρόοδο των Ελλήνων. Με την ίδια λύσσα ατίμασαν, έσφαξαν, τουφέκισαν, λεηλάτησαν, φωτιές έβαλαν, καταστρέφοντας τα πάντα. Και την Αναξαγόρειο Σχολή Βουρλών, αφού τη λεηλάτησαν, με γκαζοτενεκέδες έρριχναν το πετρέλαιο τριγύρω κι έβαζαν τη φωτιά, όπως και την Παναγία.
ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ Βουρλών Μ.Ασίας.
Τα σχόλια,τα σχέδια και η μελέτη ανήκουν στον Χρήστο Φλώρο…Βουρλιώτης στη καταγωγή.
”Πρόσφατα, ο πρόεδρος της Ένωσης Βουρλιωτών Μικράς Ασίας, Φώτης Καραλής, με προέτρεψε να επιχειρήσω την αναπαράστασή του σε αρχιτεκτονικά σχέδια.
Ήταν δύσκολο εγχείρημα, επειδή τα μόνα στοιχεία που υπάρχουν είναι μια γενική περιγραφή του κτιρίου που έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο του Νίκου Μηλιώρη “Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας”, μία φωτογραφία όπου φαίνεται η ανατολική του όψη και μέρος της νότιας όψης και μια μικρή φωτογραφία της ανατολικής εισόδου.
Με αυτά τα στοιχεία και αξιοποιώντας τις γνώσεις για την οικοδομική αναλόγων κτιρίων εκείνης της εποχής, έφθασα στην αναπαράσταση που σας παρουσιάζω.
Το κτίριο κτίσθηκε σε δύο φάσεις, το 1893 και το 1908, με χρήματα που προσέφεραν οι Έλληνες κάτοικοι των Βουρλών. Στην εποχή του, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σχολικά κτίρια στην Ανατολική Μεσόγειο και λειτούργησε ως σημαντικός πόλος της Ελληνικής Παιδείας. Πριν την Μικρασιατική καταστροφή είχε 2.000 μαθητές (1300 αγόρια και 700 κορίτσια).
Το 1922 πυρπολήθηκε και κατεδαφίσθηκε ολοσχερώς από τους Τούρκους (πράξη αρχιτεκτονοκάθαρσης στο πλαίσιο της εθνοκάθαρσης).”
Ο Παύλος Φλώρος,ο Βουρλάς και η Αναξαγόρειος Σχολή του.
Ο Παύλος Φλώρος γεννήθηκε στη Σμύρνη, γιος εμπόρου από τη Δημητσάνα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στα Βουρλά της Ιωνίας, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του μετά τα ορλωφικά γεγονότα. Φοίτησε στην Αναξαγόρειο Σχολή στα Βουρλά, στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χρήστου Αρώνη και στη Γερμανική Σχολή στη Σμύρνη και τέλος στη Λειψία, όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και ξένες γλώσσες. Στα τελευταία του έργα παρουσίασε μια στροφή του ενδιαφέροντός του στο χώρο των παιδικών αναμνήσεων και των ταξιδιών του. Ο Παύλος Φλώρος τιμήθηκε με τον έπαινο του καλοκαιρινείου θεατρικού διαγωνισμού του 1939 για το έργο του Κυβερνήτης Καποδίστριας, το βραβείο της Εστίας Νέας Σμύρνης (1976 για το μυθιστόρημα Σπορά δίχως θερισμό), το κρατικό βραβείο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (1971 για το Οι ελληνικοί δρόμοι).
Τα παρακάτω αναγραφόμενα έχουν γραφεί από τον Παύλο Γ. Φλώρο (1897-1981).Γράφτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1928 στο Αμβούργο όπου τότε βρισκόταν ο συγγραφέας και δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» στις 14, 21, 28 Οκτωβρίου καθώς και 11 Νοεμβρίου του έτους 1928, με τίτλο «Ο Βουρλάς και η Αναξαγόρειος Σχολή του», επίτιτλο «Από τα λείψανα της αναμνήσεως» και υπότιτλο «Το ιστορικόν εκπαιδευτικόν κέντρον».
Πολύ αργότερα,τον Δεκέμβριο του 2013(στις 11,12 και 13), αναδημοσιεύτηκαν σε τρεις συνέχειες στον ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ από τον Κώστας Π. Παντελόγλου,απ΄όπου τα αλίευσα και σας τα παραθέτω αυτούσια.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ.
Σήμερα, αύριο και μεθαύριο θα φιλοξενήσω στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας» ένα γραφτό Μικρασιάτη, κοσμοπολίτη των γραμμάτων μας που έζησε τα παιδικά του χρόνια στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Το γραφτό του αυτό, που αναφέρεται σε όσα στον τίτλο σημειώνω, πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» το έτος 1928.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν διαβάζοντας σήμερα το πρώτο μέρος αυτού του γραφτού:
«Το Αρρεναγωγείο της Αναξαγορείου Σχολής ήταν ομορφοχτισμένο, αερικό και ψηλό Μέγαρο, κοντά στην Μητρόπολη της Παναγίας. Φοιτούσαν κάπου εξακόσιοι μαθηταί πριν το 1907. Στην μεγάλη είσοδο θυμούμαι ακόμη, δίπλα στο πετρελαιοφάναρο της Τουρκικής κακοδαιμονίας που … φώτιζε τον στενό δρόμο, την πινακίδα «Αναξαγόρειος Σχολή» και κάτω από τ’ όνομα ξασπροθωρισμένο από το ηλιοβόρι, ζωγραφιστό ένα λυχνάρι όπως ξεσκάφτονται στα συντρίμματα αρχαίων πόλεων, με την φλόγα που θα συμβόλιζε βέβαια το φως της γνώσεως και τον νουν του Κλαζομένειου Αναξαγόρα. Μόλις περνούσες την καγκελωτή θύρα έμπαινες στον Περίβολο όπου κατέβαιναν τα παιδιά τα διαλείμματα. Αριστερά και δεξιά του Κτιρίου το Γυμναστήριον.
Από την δημοσιά που ανηφόριζε από την Σκάλα στον Βουρλά φαινόντανε το μεγαλόπρεπο αρχοντικό Κτίριο, το καμάρι των Βουρλιωτών. Ο Ευρωπαίος υπερηφανεύεται για τα πάρκα, τα θέατρα και την ευμάρεια της ιδιαίτερής του πατρίδος, ο υπόδουλος Έλληνας καμάρωνε τα σχολειά του, όπου συνεκέντρωνε όλο το ξεχείλισμα του ανθρωπισμού του, αφού δεν είχε λόγο στου ξένου Κράτους τα πράματα.
Το Παρθεναγωγείο τότε ήταν χωριστό δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, μέσα σ’ ένα μάλλον στενό κι’ ανήλιο οίκημα. Με τον καιρό πλήθυναν τα σχολιαρόπουλα· οι Βουρλιώτες, ευλογημένοι πάντα με πολλά παιδιά και μη μπορώντας να τα οικονομήσουν όλα στην δουλειά των αμπελιών, βάλθηκαν να «τα μάθουν γράμματα» για να τα στέλνουν ύστερα στην Σμύρνη, στην Αθήνα ή και στην Ευρώπη. Αλλά κι’ από μίαν αξιοπρόσεκτη ευγενική φιλοδοξία άρχιζαν από τότε να τα φέρνουν σε μεγαλύτερο βαθμό στο σχολείο. Πολλοί από τους πελάτες των εμπόρων που αγόραζαν την σταφίδα τους τον Αύγουστο όταν ήταν να υπογράψουν τα «ομόλογα» για τα χρήματα που οι έμποροι τους πλήρωναν προκαταβολικώς τον χειμώνα ή την άνοιξη κοκκίνιζαν κι’ έλεγαν σιγά-σιγά, ντροπαλοί: – Αφεντικό, δεν ειξέρω γράμματα! Και υπόγραφαν μ’ ένα σταυρό άνισο και κλαδωτό, χαράζοντάς τον με την πέννα που την έπιαναν στα τρεμάμενα δάχτυλα, αδέξια καθώς τα μικρά παιδιά στα πρώτα τους σχολικά βήματα.
Η Δημογεροντία και η Εφορία αποφάσισαν το 1907 (ή 1908) να βάλουν εμπρός ένα νέο Κτίριο, που θάτανε ακόμη μεγαλύτερο κι’ ομορφώτερο από το Αρρεναγωγείο. Τα χρήματα δεν έσωναν μ’ όλον που είχε γίνει έρανος ανάμεσα στους προκρίτους και δυο-τρεις μεγάλοι ευεργέτες έδωσαν σεβαστά ποσά, εκτός που υπήρχαν μαζεμένα κάμποσα κληροδοτήματα. Το καινούργιο Κτίριο θα στέγαζε το Αρρεναγωγείο που είχε πάντα περισσότερους μαθητές και Παρθεναγωγείο θα γίνονταν το παλαιό Μέγαρο.
Η φωτογραφία είναι μπροστά στην είσοδο της Αναξαγορείου και μου την έδωσε η Ελένη Κούρτη.
Ήμουν ακόμη παιδί. Στην Αναξαγόρειο είχα πάγει ως την τρίτη τάξη Δημοτικού· από εκεί μ’ έστειλαν οικότροφο στην Σμύρνη, στην γνωστή Σχολή Χ.Αρώνη. Το καλοκαίρι του χρόνου που είχε αρχίσει το χτίσιμο (του νέου Κτιρίου) είμαστε, όπως πάντα, για εξοχή στην Σκάλα του Βουρλά, εκεί που ήταν άλλοτε η αρχαία πόλις Κλαζομεναί. Πρωί-πρωί που ξυπνούσαμε στην ονειρεμένη εκείνη χώρα πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στην ακροθαλασσιά με την μπουκιά στο στόμα. Όλα μας ενδιέφεραν: οι ναύτες που αγουροξυπνημένοι σάρωναν κι’ έπλεναν τα παραδαλοβαμμένα τους καΐκια κι’ άναβαν την φουφού για το μεσημεριανό φαγί. Τα νέα καράβια πούχαν ρίξει άγκυρα από βραδύς εμπρός στο λοιμοκαθαρτήριο του Άη Γιάννη με ανεβασμένη την κίτρινη σημαία. Ψαράδες που ξεκινούσαν για να ρίξουν τα παραγάδια με μαντηλοδεμένα τα κεφάλια λιγομίλητοι σαν στρατιώτες σκοποί. Οι αγριομάτηδες τουρκολαζοί τελωνοφύλακες που βάναυσοι κι’ αιμοβόροι περνούσαν από την νυχτερινή τους περιπολία να πάνε να πλαγιάσουν στα καΐκια τους τ’ αραγμένα πέρα κει στην ακρογιαλιά των «καλαμιών». Τους κοιτάζαμε ζαρωμένοι από φόβο και μας φαίνονταν περίεργο πώς μπορούσαν και σήκωναν στην ζώνη και στο στήθος τόσα πιστόλια, μαχαίρια και τόσες σφαίρες. Πολλοί Βουρλιώτες, συνεννοημένοι με Σαμιώτες, έφερναν τα χρόνια εκείνα με κίνδυνο της ζωής τους από την Σάμο κι’ άλλα ελεύθερα νησιά καπνό κρυφά στα Βουρλά. Τους λέγανε «κοντραμπατζήδες» (κοντρεμπαντιέ). Ήταν παλληκάρια κι’ αψηφούσαν τον κίνδυνο. Πόσους βλέπαμε να τους περνούν οι τουρκολαζοί μέσα από την Σκάλα (του Βουρλά), άλλους δεμένους πισθάγκωνα με σχοινιά και σίδερα, δυο-δυο σαν ζώα, με άχτι χτυπώντας τους με το καμτσίκι ή με τον υποκόπανο, κι’ άλλους κυλισμένους μέσα στο αίμα τους, ριγμένους κουβάρι πάνω σε σακκούλες όπου ξεχώριζαν τα γυαλένια από τον πόνο μάτια τους κάτω από τα μουσκεμένα από θαλασσινό νερό μαλλιά τους. Ο Σαμιώτικος καπνός κυκλοφορούσε ανάμεσα στους μυημένους κι’ ήταν πολύ πιο φτηνός από τον Τούρκικο του μονοπωλίου. Πολλές φορές οι τουρκολαζοί έπιαναν την νύχτα λαθρεμπορικά καΐκια κι’ ακουάμε τουφεκιές κι’ εβλέπαμε να περνούν τρεχάτοι μέσα απ’ το κοιμισμένο χωριό κατά την άλλη ακρογιαλιά και με τα μαρτίνια τους σε στάση εφόδου άλλους τουρκολαζούς που πήγαιναν να μεταπιάσουν στ’ αδέρφια τους.
Τα σκεπαρνίσματα των καλαφατών ρύθμιζαν όλη αυτή την κίνηση σαν χτυπήματα γιγαντιαίου ρολογιού και τα καζάνια όπου έβραζαν η πίσσα και το κατράμι λες κι’ άξιζαν να μυριοψήσουν της φυλής μας τις βλαβερές δεισιδαιμονίες».
Τελειώνει στο σημείο αυτό το πρώτο μέρος του γραφτού που αναφέρεται στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, στην Αναξαγόρειο Σχολή τους και στον Μητροπολιτικό Ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου (αλλά και στην εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας) – αύριο, και πάλι στην στήλη «Μικρασιατικές Σελίδες» του «Κόσμου της Ν.Φιλαδέλφειας», θα καταχωρήσω το δεύτερο μέρος αυτού του γραφτού.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ.
Καταχωρώ σήμερα το δεύτερο μέρος του γραφτού που αναφέρεται σε όσα στον τίτλο σημειώνω, γραφτού Μικρασιάτη, κοσμοπολίτη των γραμμάτων μας που έζησε τα παιδικά του χρόνια στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, γραφτού που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» το έτος 1928.
«Εκείνο το πρωί όμως οι στεριανοί Βουρλιώτες είχαν την πλειονοψηφία κι’ ήταν οι ήρωες της ημέρας στην προκομμένη ζωή του μικρού λιμανιού. Καμμιά σαρανταριά παιδιά και παλληκάρια, άλλα με τα σαλβάρια, άλλα «φραγκοφορεμένα», ήταν μαζεμένα εμπρός σε δυο-τρεις μπρατσέρες διπλαρωμένες στην προκυμαία. Πάρα πέρα περίμεναν αραδιασμένα τέσσερα-πέντε κάρρα, βωδάμαξες, χωρίς ζωντανά ζεμένα εμπρός τους. Τα είχαν φέρει μαζύ τους τα Βουρλιωτάκια. Τα νειόφταστα καΐκια ξεφόρτωναν μάρμαρα, μεγάλους πελεκημένους κι’ ακατέργαστους όγκους, που είχαν παραλάβει από τα Ελληνικά νησιά. Τους έδεναν με χοντρά σχοινιά με την ίδια λαχτάρα πούδεναν στα σαμάρια της γκαμήλας ή του μουλαριού την αγαπημένη σταφίδα τους για να την κουβαλήσουν από των αμπελιών τ’ αλώνια πάνω στον Βουρλά.
Κάθε κάρρο, όταν ήταν έτοιμο, το τραβούσαν καμμιά δεκαριά παιδιά τραγουδώντας εθνικά τραγούδια πούχαν μάθει στο Σχολείο. Γελαστά περήφανα να ζεύωνται οι ίδιοι με διπλή και τρίδιπλη αντοχή που την δυνάμωνε ο ενθουσιασμός του παλληκαριού των αμπελιών και του ελεύθερου αέρα. Κι’ έσερναν τα κάρρα με τ’ ακριβά μάρμαρα που θα στόλιζαν το καλορίζικο (Σχολείο) όπου θα μάθαιναν γράμματα εκείνοι και τ’ αδέρφια τους και τα παιδιά τους. Χαρούμενες ανεβοκατέβαιναν των κάρρων οι ρόδες πάνω στις άνισες πέτρες του δρόμου και μέσα στους λάκκους. Η ανθρώπινη, «χεροδύναμη» αγάπη, η ίδια ζεμένο ζωντανό – με το κορμί της – κι’ η ίδια αγωγιάτης – με το μάτι και τον φωτισμένο νου. Τα μικράκια, κουρασμένα από την αγρύπνια – είχαν ξυπνήσει αυγή-αυγή για να «κατέβουν» από την χώρα – τάβαλαν να καθίσουν πάνω στα μάρμαρα. Και ξεκίνησε η συνοδεία με φωνές: – Ζήτω η Αναξαγόρειος – Ζήτω.
Τα παλληκάρια από πατριωτισμό είχαν προτείνει στην Δημογεροντία να μεταφέρουν χάρισμα τα μάρμαρα. Μια ώρα έκαμαν να κατέβουν την δημοσιά από τον Βουρλά και δυο ώρες χρειάσθηκαν για να γυρίσουν, με φορτωμένα τα κάρρα τον ανήφορο. Γιατί ο Βουρλάς ήταν χτισμένος τέσσερα χιλιόμετρα από την θάλασσα, ανάμεσα σε έξη εφτά βουναλάκια. Φαίνεται από φόβο των πειρατών των περασμένων αιώνων διάλεξαν το μέρος εκείνο οι πρόγονοί μας, ενώ η αρχαία πόλις Κλαζομεναί ήταν παραθαλάσσια και ξαπλώνονταν ως πέρα στο νησάκι του Άη Γιάννη, εκεί όπου ο έφορος αρχαιοτήτων κ. Γ. Οικονόμου έκαμε ανασκαφές το 1921-1922 με μεγάλη επιτυχία («Αι ανασκαφαί των Κλαζομενών», Επετηρίς Αρχαιολογικής Εταιρείας).
Το νησί αυτό επί Τουρκοκρατίας εχρησίμευε και χρησιμεύει ακόμη σήμερα ως λοιμοκαθαρτήριο. Το ένωνε με την στεριά ένας στενός δρόμος, πολύ στενός για να ονομασθεί μώλος – χτισμένος από τους Τούρκους ίσως πάνω στα ίχνη του βυζαντινού δρόμου, γιατί στην αρχή του, στο μέρος που τελείωνε η στεριά, ήταν μια ξερόβρυση περιτριγυρισμένη από στρώμα ψηφιδωτού. Δέκα μέτρα πάνω-κάτω αριστερά από τον νέο δρόμο, παράλληλα μ’ αυτόν, το κύμα έγλυφε τους καταστραμμένους ογκόλιθους του αρχαίου δρόμου – ελληνικού και ρωμαϊκού, που είχαν πρασινίσει και γυάλιζαν στον ήλιο, στρογγυλεμένες από την αλμυρή του κύματος γλώσσα και σκεπασμένες από θαλασσινή χλόη, πεταλίδες και μύδια. Λέγονταν στον Βουρλά «δρόμος του Μεγάλου Αλεξάνδρου».
Όταν το Κτίριο (του Σχολείου) ήταν πια προχωρημένο και τα χρήματα λιγόστευαν, φτωχοί χτίστες προσφέρθηκαν να δουλέψουν χάρισμα δυο-τρεις μέρες την εβδομάδα, και μαραγκοί και σιδεράδες. Έδωκαν κι’ οι πλούσιοι του Βουρλά ακόμη συνδρομές και τα ονόματά τους χαράχθηκαν με χρυσά γράμματα πάνω στις δυο μεγάλες μαρμάρινες πλάκες «δωρηταί» και «ευεργέται» που έπεφτε πάνω τους το μάτι σου μόλις έμπαινες στο Σχολείο. Αν ήμουν Δημογέρων ή Έφορος θα είχα προτείνει να γραφούν και τα ταπεινά ονόματα των φτωχών παλληκαριών και των δουλευτάδων που, μην έχοντας να προσφέρουν από την σακκούλα τους, χάρισαν τον κόπο τους και την καρδιά τους, σημαδεύοντας της αγνής φυλής το ευγενικό ξύπνημα, ύστερα από των γραμματισμένων κι’ οδηγών την ανάπαυση. Αυτωνών τα ονόματα θάπρεπε να τα κληρονομήσουν οι ερχόμενες γενεές, γιατί τέτοιοι ενθουσιασμοί είναι που ψηλώνουν κι’ ανεβάζουν σε ζηλεμένα επίπεδα τα Έθνη. …
Η κεντρική είσοδος της Αναξαγορείου.
Κι’ όταν πια ήταν έτοιμο το καμαρωτό Σχολείο, σε χίλιους έφτασαν οι αρσενικοί μαθηταί κι’ εξακόσια ως εφτακόσια τα κορίτσια, πάνω σε πληθυσμό τριανταπέντε χιλιάδων και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικώς χωριανών αμπελουργών, που τους έφτανε δεν τους έφτανε η χρονιάτικη εσοδεία της σταφίδας να ζήσουν όπως-όπως. Απ’ αυτό το Σχολείο βγήκαν γεμάτοι από αγάπη για τον δροσερό Βουρλά τόσοι και τόσοι νέοι που ξενητεύθηκαν και γύρισαν ύστερα από χρόνια. Άλλοι σπουδασμένοι έμποροι, γιατροί, καθηγηταί, θεολόγοι, γεωπόνοι, ανώτεροι κληρικοί, φαρμακοποιοί που είχαν εγκατασταθή στην Αθήνα, στην Σμύρνη ή στην Αλεξάνδρεια και στην Αβυσσηνία. Άλλοι από την Αμερική έστελναν κάθε τόσο τις επιταγές των δολλαρίων, που σαν ακτίνα ουράνιου τόξου μπαίνουν μέσ’ τα σπίτια, ανέλπιστοι θησαυροί, παραμυθένιοι για σκεβρωμένα από το μεροδούλι γέρικα χέρια γονιών ή για τα χέρια της αδελφής που ξενυχτά για να ράψη τα προικιά της. Μα και κοπέλλες άξιες δασκάλισσες, νοσοκόμες και γιάτραινες έστελνε ο Βουρλάς στις μεγάλες του Ελληνισμού πόλεις».
Στο σημείο αυτό τελειώνει το δεύτερο μέρος του γραφτού που αναφέρεται στα Βουρλά, στην Αναξαγόρειο Σχολή τους, στον Μητροπολιτικό Ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου και στην εικόνα της Παναγιάς της Βουρλιώτισσας. Αύριο θα καταχωρήσω το τρίτο (και τελευταίο) μέρος αυτού του γραφτού και πάλι στην στήλη του «Κόσμου της Ν. Φιλαδέλφειας» Μικρασιατικές Σελίδες.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ.
Καταχωρώ σήμερα και το τρίτο (τελευταίο) μέρος του γραφτού που αναφέρεται σε όσα στον τίτλο σημειώνώ, γραφτού Μικρασιάτη, κοσμοπολίτη των γραμμάτων μας που έζησε τα παιδικά του χρόνια στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, γραφτού που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» το έτος 1928.
«Όλοι αυτοί σπάνια έπαιρναν από τον Βουρλά οριστικά τις οικογένειές τους μαζύ τους. Ο Βουρλιώτης, όσο τυραννισμένος κι’ αν ήταν από το άστοργο Κράτος των Τατάρων, που τους κατέσχε και την τελευταία τους «στρώση» όταν ύστερα από κακουχίες δεν είχε να πληρώση τους φόρους, δεν ξεκολλούσε από την γη του. Έστελνε το παιδί του, το ανήψι του, το εγγόνοι του, για να καλλιτερέψη την τύχη του, για να πληρώση τον ορίζοντα της οικογένειας, αλλά όχι για να ξεριζωθή.
Διευθυνταί της Αναξαγορείου Σχολής, απ’ όσους θυμούμαι ακόμη ύστερα από τόσα χρόνια ήταν ο κ. Χαμουδόπουλος, ο κ. Φαίδας, ο κ. Δημ. Γληνός του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Αντίκρυ στην (Αναξαγόρειο) Σχολή ήταν η Μητρόπολη της Παναγιάς· πανηγύριζε την 15ην Αυγούστου, το «Δεκαπενταύγουστο», και τραβούσε πολύ πλήθος προσκυνητών και μάλιστα από την Σμύρνη. Ο εσωτερικός και εξωτερικός αυλόγυρος γέμιζε στρώματα, ψάθες, όπου ξενυχτούσαν φτωχοί πανηγυριώτες ή αμαρτωλοί κι’ εκείνοι πούφερναν αρρώστους του κορμιού ή της ψυχής κάτω από την θαυματουργή σκεπή της Παναγίας. …
Θυμούμαι ακόμη πολύ ζωντανά, ένα απόγευμα – ήμουν ακόμη παιδί δέκα χρόνων – που περιδιαβάζοντας με πριν συμμαθητές μου εμπρός στα κελλιά των παπάδων και των καλόγερων, είδα μαζεμένο κόσμο έξω από την καμαρίτσα του καντηλανάφτη. Εμπρός στην πόρτα, που ήταν μισάνοιχτη για να μην μπαίνη φως στέκονταν ένα «ψαλτάκι» και φύλαγε να μην μπη κανένας μέσα. Του δώσαμε τον λόγο μας πως θάμαστε φρόνιμοι και μας έδωκε την άδεια να ρίξωμε μια ματιά. Στο μισοσκόταδο τρεμόλαμπε το φυτίλι του καντηλιού, το παράθυρο ήταν κατάκλειστο και τραβηγμένη η κουρτίνα. Ξεχωρίσαμε ένα κεφάλι γέρου ακούνητο, με κατάλευκη, σεβάσμια γενειάδα. Από το μαντήλι που περιτύλιγε το φέσι του, σε σχήμα χαμηλού σαρικιού δεμένο, όπως το φορούν οι χωριανοί Τούρκοι, φάνηκε πως ήταν μουσουλμάνος. Τα ματόκλαδά του ανοιγοσφαλούσαν δειλά-δειλά σαν εκείνου που ξυπνά άξαφνα σε μέρος πλημμυρισμένο από του ήλιου το φως. Μια απόκοσμη αγαλλίασις ζωντάνευε τα χαρακτηριστικά του, που δεν είχαν τίποτε το μογγολικό ή ταταρικό των πρώτων Τούρκων, όπως εξ άλλου και οι περισσότεροι σημερινοί Τούρκοι μάλλον Ελληνικές φυσιογνωμίες έχουν. Οι γενιές τους είναι δίχως αμφιβολία οι φύτρες δια της βίας τουρκεμένων βυζαντινών προγόνων μας, ολόκληρων συνοικισμών ή γιανιτσαρόπαιδων. Το τατάρικο αίμα σβύστηκε καθώς σταγόνα μέσα στον ωκεανό. Φύτεψε όμως στα βάθη της αλλαξόπιστης ψυχής το αιμοβόρο ένστικτο του κατακτητή. Λαγοκοιμάται τις εποχές της ειρήνης κι’ αναδίνει, σαν απολυτρωμένο, τον καιρό των πολέμων και των περιοδικών σφαγών, το αιμόδιψο λουλούδι του, που είναι καθώς εκείνα τα ορχιδοειδή – στον Βουρλά τα λέμε «λυκάκια» ή «λαγουδάκια» δεν θυμάμαι και καλά – που χάφτουν το θύμα τους – την μυίγα – αφήνοντάς το να σπαρταρήση και πριν σωριαστή αναίσθητο να δοκιμάση δέκα φορές τον θάνατο.
Ένας που ήξερε τουρκικά τον ερώτησε αν βλέπη καλά. Ο Τούρκος είπε πως βλέπει μα δεν μπορεί έτσι γρήγορα κιόλας να συνηθίση στο φως, έστω και του καντηλιού. Είχε έρθη αόμματος ναύρη το φως του, κι’ η μεγάλη του πίστη, ας πάει να ήταν και σε ξένο γι’ αυτόν θεό, τον γιάτρεψε.
Έτσι οι Τούρκοι, πράμμα δυσκολοεξήγητο, τιμούσαν τους δικούς μας αγίους, όταν αυτοί στην περιφέρειά τους είχαν βγάλει όνομα θαυματουργών, και ιδιαίτερα τον Άγιο Γεώργιο.
Στο πλούσιο εικονοστάσιο της Μητροπόλεως, δίπλα στην Ωραία Πύλη του «ιερού» θυμούμαι την ασημωμένη εικόνα της Παναγίας που την έλεγαν πολύ παλιά κι’ όπως συνηθίζεται την απέδιδαν στον Άγιο Λουκά. Η ιστορία μας λέγει πως σε πολλά μέρη ο λαός επικαλείται την πατρότητα του αγίου τούτο για τα «θαυματουργά» εικονίσματα.
Η Αναξαγόρειος (Σχολή), Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, καθώς και η Μητρόπολις (της Παναγιάς) τινάχτηκαν στον αέρα από τους Τάταρους του 1922, όταν ο Βουρλάς διαλύθηκε στην φωτιά, στο σίδερο και στο φευγιό, στέλνοντας τα ορφανισμένα του παιδιά να μαλάξουν με τα γερά και δουλευτάρικα χέρια τους της Ευρωπαϊκής Ελλάδας τα χώματα.
______________
Μεταξύ άλλων, ανεκάλυψα εις την Βιβλιοθήκην της Αρχαίας Ιστορίας του εδώ Πανεπιστημίου έναν τόμον του παλαιού Ελληνικού περιοδικού «Ξενοφάνης», εκδιδομένου άλλοτε υπό του εν Αθήναις Συλλόγου των Μικρασιατών «Ανατολή» (1905), περιέχοντα μίαν ωραιοτάτην και δια τους αμέσως ενδιαφερομένους Βουρλιώτας … (διατύπωσιν).
Ο συγγραφεύς κ. Κλ. Ιατρίδης, δημοδιδάσκαλος, γράφει σχετικώς επί λέξει:
«Η Παναγία (Κοίμησις της Θεοτόκου) είναι ο αρχαιότατος Ναός της πόλεως, χρησιμεύων ως Μητροπολιτικός. Ενταύθα ευρίσκεται θαυματουργός εικών της Θεομήτορος. Επί της εισόδου φέρει πλάκα μαρμάρινον φέρουσαν την εξής επιγραφήν εξ ης εξάγεται και το ιστορικόν αυτού, έχει δε η επιγραφή ώδε:
«Δις αναδομηθείς το πάλαι ο θείος και πάνσεπτος Ναός της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, τρίτον ήδη αύθις θείω ελέει ανηγέρθη εκ βάθρων, ως οράται νυν, επί Σαμουήλ του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Εφέσου, του Βυζαντίου, προστασία του ενδοξοτάτου και Φιλοχρίστου άρχοντος διερμηνευτού του βασιλικού στόλου κ. Χαντζερή, σπουδή δε και επιμελεία των ενταύθα προκρίτων και λοιπών ορθοδόξων Χριστιανών, ων τα ονόματα καταγράφει η εν βίβλω ζωή. Κατά το ΑΨΗΣ (1796) εν μηνί Αυγούστω».
Το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη αναφέρει ως βιβλιογραφίαν Βουρλών τα εξής έργα: G. Skinas, Die Kleinasiatischen Resinen (Bonn 1912) και A. Philipson, Reisen ή Forschungeeim Westtiehen Kleinasien Heft II (1911).
Σημ. – Στον Βουρλά εχρησιμοποιείτο η λέξις «το κινό (κοινόν) όταν επρόκειτο περί Συμβουλίου της Κοινότητος, της Δημογεροντίας κλπ. Ο Δημογέρων π.χ. που ήταν έτοιμος να πάγη στο Συμβούλιο έλεγε, όταν τον ρωτούσαν πού πηγαίνει: «Πάω στο Κοινό». Ενδιαφέρουσα η διατήρησις της αρχαιοτάτης αυτής λέξεως στην άνω σημασία της».
Τελειώνει εδώ το γραφτό που καταχώρησα σήμερα, χτες και προχτές, εδώ στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας» στην στήλη «Μικρασιατικές Σελίδες». Μένει τώρα να σημειώσω πως το γραφτό αυτό είναι του Παύλου Γ. Φλώρου (1897-1981), γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1928 στο Αμβούργο όπου τότε βρισκόταν ο συγγραφέας του και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» στις 14, 21, 28 Οκτωβρίου καθώς και 11 Νοεμβρίου του έτους 1928, με τίτλο «Ο Βουρλάς και η Αναξαγόρειος Σχολή του», επίτιτλο «Από τα λείψανα της αναμνήσεως» και υπότιτλο «Το ιστορικόν εκπαιδευτικόν κέντρον».
ΥΓ…..Δυό λόγια για τον Παύλο Φλώρο(1897-1981).
Ο Παύλος Φλώρος γεννήθηκε στη Σμύρνη, γιος εμπόρου από τη Δημητσάνα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στα Βουρλά της Ιωνίας, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του μετά τα ορλωφικά γεγονότα. Φοίτησε στην Αναξαγόρειο Σχολή στα Βουρλά, στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χρήστου Αρώνη και στη Γερμανική Σχολή στη Σμύρνη και τέλος στη Λειψία, όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και ξένες γλώσσες. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή έφυγε για το Αμβούργο, όπου παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά και παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο. Το 1929 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Ξαναταξίδεψε στην Ελβετία (1952-1954) και τη Γερμανία (1954-1956) και από το 1966 ως το τέλος της ζωής του έζησε -με τη δεύτερη γυναίκα του – στην Εκάλη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1913 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στην εφημερίδα Χαραυγή της Μυτιλήνης. Συνεργάστηκε επίσης με το Νουμά, την Ελληνική Επιθεώρηση, τον Προσφυγικό Κόσμο, την Ιόνιο Ανθολογία, τη Βραδυνή, τη Νέα Εστία, τη γαλλόφωνη εφημερίδα Intrensigeant της Σμύρνης και τις εφημερίδες Journal des Hellenes του Παρισιού και Hellas του Αμβούργου, όπου δημοσίευσε ποιήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικά κείμενα και κοινωνιολογικές μελέτες. Ο Παύλος Φλώρος ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου, ειδικότερα στην ομάδα των κοσμοπολιτών, εκείνων δηλαδή που έζησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη και επηρεάστηκαν από τα εκεί λογοτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα. Το έργο του Φλώρου παρουσιάζει επιδράσεις από το καλλιτεχνικό ρεύμα του αισθητισμού και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του είναι ο δοκιμιακός λόγος, η συναισθηματική απόσταση και η σκεπτικιστική στάση που τηρεί έναντι των ηρώων του (η οποία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την εμπειρία της γερμανικής κατοχής παρουσίασε κάμψη προς κάποια συναισθηματική συμμετοχή του συγγραφέα στα δρώμενα) και η προβολή ιδεών μέσα από τα πρόσωπα των έργων του. Στα τελευταία του έργα παρουσίασε μια στροφή του ενδιαφέροντός του στο χώρο των παιδικών αναμνήσεων και των ταξιδιών του. Ο Παύλος Φλώρος τιμήθηκε με τον έπαινο του καλοκαιρινείου θεατρικού διαγωνισμού του 1939 για το έργο του Κυβερνήτης Καποδίστριας, το βραβείο της Εστίας Νέας Σμύρνης (1976 για το μυθιστόρημα Σπορά δίχως θερισμό), το κρατικό βραβείο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (1971 για το Οι ελληνικοί δρόμοι).
Αργύριος Μοσχίδης,διευθυντής της Αναξαγορείου Σχολής.
Ο Αργύριος Μοσχίδης (1865 – 1912) είναι μια από τις κορυφαίες πνευματικές φυσιογνωμίες της Λήμνου των νεοτέρων χρόνων. Οι έρευνες και το πάθος του για την ιστορία απέφεραν το μοναδικό έργο Η Λήμνος, το οποίο αποτελεί τη βάση των ερευνών όλων των μεταγενέστερων ιστορικών και ιστοριογράφων του νησιού.
Ο Μοσχίδης γεννήθηκε στα Καμίνια το 1865 και το αρχικό του επώνυμο ήταν Κωνστάντιος. Το επώνυμο «Μοσχίδης» προήλθε από το όνομα του πατέρα του, που λεγόταν Μόσχος. Οι γονείς του ήταν αγρότες και κατοικούσαν σε μια μάντρα έξω από τον οικισμό, στο λόφο Σώκαστρο. Από νωρίς έδειξε το ενδιαφέρον του για τα γράμματα και αποφοίτησε από το τοπικό τριτάξιο σχολείο με άριστα. Στη συνέχεια έμεινε στα Καμίνια μέχρι την ηλικία των 17 ετών βοηθώντας τον πατέρα του στις αγροτικές δουλειές, στις οποίες τον προόριζε για διάδοχο, μιας κι ήταν μοναχοπαίδι.
Όμως η φιλομάθεια του Μοσχίδη και οι πιέσεις του δασκάλου του χωριού ανάγκασαν τον πατέρα του να τον στείλει στο Σχολαρχείο του Κάστρου (σημερινή Μύρινα), την πρωτεύουσα του νησιού, από όπου αποφοίτησε σε ηλικία 20 ετών με άριστα. Εκείνη την περίοδο στα Καμίνια συνέβη μια σημαντική ανακάλυψη, γεγονός που σφράγισε το Μοσχίδη και τον οδήγησε στην απόφαση να ασχοληθεί με την ιστορία της πατρίδας του. Γύρω στα 1885 βρέθηκε στο Σώκαστρο από τον πατέρα του και έναν άλλο γεωργό της περιοχής η περίφημη Στήλη των Καμινίων, ένα μοναδικό μνημείο της πελασγικής γλώσσας.
Το 1885 ο Μοσχίδης γράφτηκε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και στη συνέχεια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου έλαβε το πτυχίο του το 1894, σε ηλικία 29 ετών. Αμέσως, ζήτησε να διοριστεί ως διευθυντής στην Αστική Σχολή Κάστρου (Μύρινας), θέση που του αρνήθηκαν οι τότε υπεύθυνοι για κομματικούς λόγους. Έτσι διορίστηκε διευθυντής στην Αναξαγόρειο Σχολή Βουρλών.
Το 1898 έφυγε για παιδαγωγικές σπουδές στα Μονάχου και του Βερολίνου, όπου εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα Rerum lemniacarum mythica tempora. Επέστρεψε στα Καμίνια την άνοιξη του 1901 με πολύ υλικό από τις έρευνές του, το οποίο κατασχέθηκε από τον Τούρκο αστυνομικό διευθυντή του Μούδρου. Όμως, με τη βοήθεια της ελληνικής κοινότητας του Μούδρου το υλικό φυγαδεύτηκε στο Κάστρο και ο Μοσχίδης εγκατέλειψε τη Λήμνο. Εγκαταστάθηκε στο Αϊβαλί ως διευθυντής στο Γυμνάσιο Κυδωνιών.
Το 1905 νυμφεύθηκε τη Φιλίτσα Τενεκίδου από τα Βουρλά, η οποία ήταν πρώτη εξαδέλφη της μητέρας του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Το ίδιο έτος μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, για να εργαστεί στο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Το 1908 ανέλαβε διευθυντής της Αμπετείου Σχολής του Καΐρου. Στο Κάιρο πέθανε ξαφνικά το 1912, μετά από μία κρίση σκωληκοειδίτιδας και μια αποτυχημένη επέμβαση.
Από το 1900 o Μοσχίδης άρχισε να δημοσιεύει ιστορικά άρθρα, τα οποία αφορούσαν κυρίως στη Λήμνο, αλλά και στους τόπους όπου κατά καιρούς εργάστηκε. Τα άρθρα αυτά έκαναν μεγάλη εντύπωση, διότι κανείς ως τότε δεν είχε ασχοληθεί τόσο συστηματικά με την ιστορία του νησιού. Η μεγάλη αξία των άρθρων έγκειται στο γεγονός ότι εκτός από τις ιστορικές αναφορές, έκανε υποδείξεις σχετικά με πιθανούς αρχαιολογικούς χώρους στη Λήμνο. Οι υποδείξεις αυτές οδήγησαν, μετά το 1920, τους αρχαιολόγους στην διενέργεια ανασκαφών, από τις οποίες αναδείχθηκε η τεράστια σημασία της Λήμνου κατά την προϊστορική περίοδο. Γι” αυτό ο Μοσχίδης θεωρείται ο πρόδρομος των αρχαιολογικών ευρημάτων του νησιού.
Το 1907 εξέδωσε στην Αλεξάνδρεια το μοναδικό του βιβλίο: Η Λήμνος – Ιστορικόν δοκίμιον της νήσου ταύτης, τεύχος Α΄, με χορηγία του προέδρου της «Λημνιακής Αδελφότητας», Νικολάου Ντάλλη. Σε αυτό αναπτύσσει την ιστορία του νησιού από την προϊστορική εποχή ως το 1770. Τη νεότερη ιστορία, μαζί με λαογραφικό και άλλο υλικό σκόπευε να συμπεριλάβει στο τεύχος Β΄, το οποίο δεν πρόλαβε να εκδώσει πριν από τον πρόωρο θάνατό του και τελικά το έργο χάθηκε στην καταστροφή της Σμύρνης, όπου είχε καταφύγει η απορφανισμένη οικογένειά του.
Σφραγίδες Αναξαγορείου Σχολής.
Η σφραγίδα γράφει ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟΣ ΣΧΟΛΗ ΒΟΥΡΛΩΝ 1898.
Οι δυο σφραγίδες είναι από το χειρόγραφο του Δ. Γληνού «Λογοδοσία της Αναξαγορείου Σχολής του σχολικού έτους 1905-1906»(ΑΔΓ, φάκ. ΚΘ/212/ε), κείμενο του 1906.
Η σελίδα με το λογότυπο της Σχολής είναι από το χειρόγραφο του 1907 «Δια τον Δημήτριον Βερναρδάκην. Λόγος εν πολιτικώ μνημοσύνω» (ΑΔΓ, φάκ. ΚΘ/212/ι) , όπου το κείμενο του Γληνού βρίσκεται στην πίσω όψη.
Πηγή,το Αρχείο του Ιδρύματος Δημήτρη Γληνού (ΑΔΓ).
Το υλικό μπορεί να χρησιμοποιείται ελεύθερα, υπό τον όρο να γίνεται αναφορά της πηγής.
ΥΓ 1…Μετά από προσπάθεια και έρευνα πέντε ετών,βρέθηκαν στο Αρχείο του Ιδρύματος Δημήτρη Γληνού (ΑΔΓ) αποτυπώματα της σφραγίδας της Σχολής σε χειρόγραφά του.
Τα περισσότερα ήταν αφενός αχνά, αφετέρου όχι ολόκληρα, ευρισκόμενα στις κάτω άκρες των σελίδων.
Ορισμένα όμως ήταν στις πίσω όψεις των σελίδων, στο κέντρο, οπότε και ολόκληρα.
Από αυτά, επελέγησαν τα δυο καλύτερα. Για βελτίωση χρειάστηκε επεξεργασία Photoshop με το ανάλογο πρόγραμμα και το αποτέλεσμα που βλέπετε.
Ευχαριστούμε το Ιδρυμα Δημήτρη Γληνού (ΑΔΓ) και ιδιαίτερα τον κο Γιώργο Δ. Μπουμπού γιά τη βοήθεια και την ευγενική παραχώρηση.
………………………………………………………….Ενωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας.
ΥΓ 2…Μετά από προσπάθεια και έρευνα δέκα ετών,βρέθηκε σε δημοπρασία επιστολόχαρτο της Αναξαγορείου Σχολής,αποσταλθέν το Φεβρουάριο του 1909 προς το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου προς διάδοση ωφελίμων βιβλίων,το οποίο φυσικά και αποκτήσαμε.
Έδρα για τον Ελληνισμό της Ανατολής θα ξεκινήσει να λειτουργεί στο Τμήμα Ιστορίας- Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημα των προσφυγικών σωματείων. Η θέση με γνωστικό αντικείμενο «Ιστορία του Ελληνισμού της Ανατολής, 19ος-20ός αιώνας» κατανεμήθηκε μετά τις σχετικές αποφάσεις του υπουργείου Παιδείας, της Συγκλήτου του ΑΠΘ και της συνέλευσης του Τμήματος και η προκήρυξη για την πλήρωσή της θα εκδοθεί άμεσα.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ επισημαίνεται πως «πρόκειται για ένα πάγιο αίτημα του προσφυγικού κόσμου, μέσω της ικανοποίησης του οποίου η Ελληνική Πολιτεία τιμά με τον καλύτερο τρόπο τις εκδηλώσεις μνήμης για τη συμπλήρωση εκατό ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή και την υποχρεωτική Ανταλλαγή των Πληθυσμών στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάννης».
Ο πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας, καθηγητής Ιάκωβος Μιχαηλίδης, εξέφρασε τις ευχαριστίες του προς την Ελληνική Πολιτεία και ιδιαίτερα τον υπουργό Κυριάκο Πιερρακάκη για την κατανομή της συγκεκριμένης θέσης στο Τμήμα δηλώνοντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «πρόκειται για μία συμβολική κίνηση με τεράστιο επιστημονικό αποτύπωμα, καθώς 100 χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελληνική Πολιτεία τιμά τον προσφυγικό ελληνισμό στο σύνολό του και δημιουργεί έδρα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, της πόλης που υποδέχθηκε τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων».
«Τα επόμενα χρόνια μέσω της θέσης αυτής θα συστηματοποιηθούν και θα αναδειχθούν ακόμη περισσότερο όψεις του ανεξάντλητου ιστορικού και πολιτισμικού αποθέματος του Ελληνισμού της Ανατολής, ενώ θα δημιουργηθούν επιστημονικά δίκτυα εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας, που θα διαχύσουν τη γνώση αυτή τόσο στην επιστημονική κοινότητα όσο και στην κοινωνία ευρύτερα», υπογράμμισε ο κ. Μιχαηλίδης.
Σήμερα, για να μελετήσει κανείς θέματα της ελληνικής ζωής στη Μικρά Ασία κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, πρέπει να βυθιστεί μόνο στα αρχεία και στα παλαιότερα βιβλία. Τώρα πια οι πατρίδες της Μικρασίας και της Ανατολικής Θράκης ζουν μόνο μέσα από τα βιβλία. Οι νεότερες γενιές μόνον εδώ θα βρουν και θα μάθουν όσα θέλουν για την προγονική τους γη, διότι οι άνθρωποι που έζησαν αυτού και βίωσαν τα ιστορικά γεγονότα της πολυτάραχης εκείνης περιόδου δεν είναι πια μαζί μας. Παλιότερα όμως τους είχαμε σε κάθε μικρασιάτικο σπίτι ή σε κάθε προσφυγομαχαλά να αφηγούνται και ν’ ανεστορούν μέρα-νύχτα ιστορίες και περιστατικά από τη ζωή στην Πατρίδα. Ήταν πανταχού παρούσα η ύπαρξή τους και διαρκώς ακούγαμε, γνωρίζαμε, μαθαίναμε σημαντικά κι ασήμαντα πράγματα, καθετί σχετικό με τους τόπους καταγωγής των. Τώρα όμως εκείνος ο κόσμος δεν υπάρχει πια και βρίσκεται μόνο στα αρχεία, στα μουσεία και στα βιβλία.
Γιά όλα τα βιβλία της Ενωσης Βουρλιωτών Μ.Ασίας,πληροφορίες στο 6933340007.
Καί το τελευταίο μας, μέχρι το επόμενο.
Γιά όλα τα βιβλία της Ενωσης Βουρλιωτών Μ.Ασίας,πληροφορίες στο 69333η40007.
3)3ήμερη εκδρομή στη Μακεδονία.