Ο Γεώργιος Οικονόμος (1883-1951) ήταν αρχαιολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου του 20ού αιώνα.
Γεννήθηκε το 1883 στην Αθήνα. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια με υποτροφία της Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Γερμανία, την Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία. Το 1908 διορίστηκε βοηθός του Γενικού Έφορου των Αρχαιοτήτων. Διετέλεσε Γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας από το 1924 και Γενικός Γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος από το 1926.
Ήταν επίσης Διευθυντής του Εθνικού Νομισματικού Μουσείου από το 1923 και καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας από το 1928. Την περίοδο 1930-1933 διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και μεταξύ 1933 και 1937 διευθυντής του τμήματος αρχαιολογίας του Υπουργείου Παιδείας.
Διετέλεσε δύο φορές (1938-1940 και 1943-1944) κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρύτανης αυτού κατά το ακαδημαϊκό έτος 1948-1949. Ένα ακαδημαϊκό έτος νωρίτερα (1947-1948) διετέλεσε αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Διετέλεσε Υπουργός Παιδείας στην Κυβέρνηση Πέτρου Βούλγαρη τον Αύγουστο του 1945 και την Κυβέρνηση Δαμασκηνού και Υπουργός Θρησκευμάτων και Παιδείας στην Υπηρεσιακή Κυβέρνηση Ιωάννη Θεοτόκη.
Πραγματοποίησε ανασκαφές μεταξύ άλλων στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, τον Κεραμεικό, την Κεφαλονιά, τη Μεσσήνη, τη Θεισόα, την Πέλλα, τις Κλαζομενές και τη Σαντορίνη.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης ελληνικής διοίκησης στην Ιωνία λειτούργησε Τμήμα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.Σε αυτό το χρονικό διάστημα υπήρξαν δραστηριότητες γεμάτες από πράξεις αυταπάρνησης για τη σωτηρία αρχαιολογικών ευρημάτων.
Η Υπηρεσία αυτή δραστηριοποιήθηκε, με ελάχιστο προσωπικό, αμέσως σχεδόν με την εγκατάσταση των ελληνικών αρχών στη Σμύρνη. Αρχικά και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα διευθυντής της ορίστηκε ο Γ. Οικονόμος, αλλά από τον Ιανουάριο του 1921 τη διεύθυνση ανέλαβε ο K. Κουρουνιώτης με συνεργάτη του τον N. Λάσκαρι.
Στις Κλαζομενές οι ανασκαφές τερματίστηκαν λίγα εικοσιτετράωρα προτού μπουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη. Και μέσα στον πανικό της επερχόμενης καταστροφής είχαν το κουράγιο να μεταφέρουν και κάποια από τα ευρήματά τους στην Αθήνα, όπως αρχαία μετέφεραν στις νέες τους πατρίδες και οι πρόσφυγες.
Αγνωστη είναι η τύχη των αρχαιοτήτων που βρέθηκαν στις Κλαζομενές.Ο Γεώργιος Οικονόμος ανέσκαψε τα αρχαία νεκροταφεία της πόλης και αποκάλυψε πλήθος ευρημάτων που παρέμειναν στη Μικρά Ασία.
Η αρχαιολογική συλλογή της Ευαγγελικής Σχολής στη Σμύρνη είχε εμπλουτιστεί με πολλές αρχαιότητες, ορισμένες μάλιστα αγορασμένες είτε από την Ελληνική Διοίκηση είτε από Ελληνες Μικρασιάτες. Ανάμεσα στις τελευταίες μνημονεύεται και μια αρχαϊκή πήλινη σαρκοφάγο, αγορασμένη στα Βουρλά .
(Σ.σ. η σαρκοφάγος χάθηκε, μαζί με όλα τα αποκτήματα της Ευαγγελικής Σχολής, όταν κάηκε η πόλη. Ένα από τα ελάχιστα αρχαία έργα που διασώθηκαν, ήταν μαρμάρινη κεφαλή, η οποία εκτίθεται τώρα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στην αίθουσα του Βωμού, στο πλαίσιο της εκδήλωσης Αθέατο Μουσείο).
Τέσσερις(4) Κλαζομενιακές σαρκοφάγους πρόλαβε να φέρει ο Οικονόμου πριν τη Καταστροφή και υπάρχουν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών.
Τετράδραχμο των Κλαζομενών, 375-360 π.Χ.
Οι Κλαζομενές ιδρύθηκαν από αποίκους με αρχηγό τον Πυρφόρο από την Κολοφώνα. Πολύ γρήγορα, άκμασαν και προόδευσαν σε μια μεγάλη και πολυάνθρωπη πόλη, με σημαντικά πλούτη, όπως διαφαίνεται και από τις ονομαστές αποικίες που ίδρυσε (τα Άβδηρα στη Θράκη και τη Ναύκρατη στην Αίγυπτο), αλλά και από τον «θησαυρό» που αφιέρωσε στους Δελφούς. Οι Κλαζομενές συμμετείχαν στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ ήρθαν σε αντίθεση με τους κατοίκους της μικρασιατικής Κύμης για την κυριότητα της Λεύκης.
Από το 380 π.Χ. οι Κλαζομενές ήταν κάτω από την περσική κυριαρχία, μέχρι που καταλήφθηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος ένωσε την πόλη με το απέναντι ομώνυμο νησάκι χτίζοντας ένα κυματοθραύστη, λείψανα του οποίου σώζονται ακόμα και σήμερα. Αργότερα, οι Κλαζομενές υπάχθηκαν στο βασίλειο των Πτολεμαίων και κατόπιν στους βασιλιάδες της Περγάμου. Μετά τον Πρώτο Μιθριδατικό Πόλεμο η πόλη υπέφερε από αλλεπάλληλες επιθέσεις πειρατών. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή κηρύχθηκε «ελεύθερη πόλη» και διατηρήθηκε και στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με το όνομα Κλαζομένη.
Η φράση «Έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν», που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα, σχετίζεται με την απρέπεια πρέσβεων των Κλαζομενών να λερώσουν τους θρόνους των εφόρων της Σπάρτης, συμπεριφερόμενοι με αλαζονεία και περιφρόνηση.
Ήταν πατρίδα του προσωκρατικού φιλοσόφου Αναξαγόρα.
Ως «κλαζομένια αγγεία» είναι γνωστή κατηγορία αγγείων που κατασκευάζονταν στις Κλαζομενές τον 7ο και τον 6ο αιώνα π.Χ. Από αυτά πολύ λίγα σώθηκαν, καθώς οι Κλαζομένιοι συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους μέσα σε πήλινες σαρκοφάγους χωρίς να τοποθετούν πλάι στον νεκρό κτερίσματα.
Τα κλαζομένια αγγεία είναι μελανόμορφα και χαρακτηρίζονται από τον ανοικτόχρωμο πηλό, τον πλούσιο διάκοσμο και το γυαλιστερό λευκό χρώμα των γυμνών μερών των σωμάτων.
Πρότυπο κλαζομένιου αγγείου του 7ου αιώνα βρίσκεται στο Μουσείο του Μονάχου: φέρει μεγάλο πώμα, διακοσμημένο με μία σειρά ζώων και μία Σειρήνων, ενώ στην κοιλιά του παριστάνεται χορός 16 γυναικών μπροστά σε βωμό. Στη λαβή του πώματος εικονίζονται δύο ανάγλυφες γυναικείες κεφαλές. Επίσης, τμήματα από κλαζομένιο αγγείο βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι κλαζομένιες σαρκοφάγοι, από τη νεκρόπολη της πόλεως, χρονολογούμενες συνήθως στην περίοδο 650 ως 445 π.Χ.. Αποτελούνται από το κυρίως σώμα και το καπάκι. Φέρουν ζωγραφικές διακοσμήσεις που ακολουθούν στην τεχνοτροπία τους την αγγειογραφία της εποχής. Οι διακοσμήσεις καλύπτουν το παχύ περιχείλωμα της σαρκοφάγου και έχουν ως θέμα τους συνήθως διάφορα ζώα, γρύπες, Σφίγγες, Σειρήνες, Κενταύρους, αρματοδρομίες και φυτικά ή γραμμικά σχέδια. Εκτός από μία ή δύο περιπτώσεις, οι σαρκοφάγοι ανήκουν στον μελανόμορφο ρυθμό με υπόλευκη επιφάνεια. Από τα ωραιότερα σωζόμενα δείγματα είναι η σαρκοφάγος του Βρετανικού Μουσείου, της οποίας διατηρείται και το σαμαρωτό καπάκι, και εκείνη του Μουσείου του Βερολίνου. Κλαζομένιες σαρκοφάγοι, 4 τον αριθμό, υπάρχουν και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι κλαζομένιες σαρκοφάγοι, από τη νεκρόπολη της πόλεως, χρονολογούμενες συνήθως στην περίοδο 650 ως 550 π.Χ.. Αποτελούνται από το κυρίως σώμα και το καπάκι. Φέρουν ζωγραφικές διακοσμήσεις που ακολουθούν στην τεχνοτροπία τους την αγγειογραφία της εποχής. Οι διακοσμήσεις καλύπτουν το παχύ περιχείλωμα της σαρκοφάγου και έχουν ως θέμα τους συνήθως διάφορα ζώα, γρύπες, Σφίγγες, Σειρήνες, Κενταύρους, αρματοδρομίες και φυτικά ή γραμμικά σχέδια. Εκτός από μία ή δύο περιπτώσεις, οι σαρκοφάγοι ανήκουν στον μελανόμορφο ρυθμό με υπόλευκη επιφάνεια. Από τα ωραιότερα σωζόμενα δείγματα είναι η σαρκοφάγος του Βρετανικού Μουσείου, της οποίας διατηρείται και το σαμαρωτό καπάκι, και εκείνη του Μουσείου του Βερολίνου.
Κλαζομένιες σαρκοφάγοι, 4 τον αριθμό, πρόλαβε να φέρει ο Οικονόμου πριν τη Καταστροφή και υπάρχουν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών.
Διετέλεσε επίτιμο μέλος του Αμερικανικού Αρχαιολογικού Ιδρύματος στην Ουάσινγκτον και της Εταιρείας Προώθησης των Ελληνικών Σπουδών του Λονδίνου, ανεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιγραφών και Φιλολογίας του Παρισιού και της Ακαδημίας Επιστημών της Βιέννης. Ακόμη, διετέλεσε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Βουδαπέστης.
Απεβίωσε στις 21 Ιουνίου 1951 στην Αθήνα.