Την Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025 συμπληρώνονται 125 χρόνια από τη γέννηση του Γιώργου Σεφέρη. Tιμώντας την επέτειο, προσθέτουμε μία ακόμη πολύτιμη ψηφίδα στη γνώση της ιστορίας της Σμύρνης: την ακριβή θέση της οικίας Σεφεριάδη, όπως ήταν το πραγματικό επώνυμο του νομπελίστα ποιητή.
Τις τελευταίες δεκαετίες πολύ μελάνι έχει χυθεί για το σπίτι του Σεφέρη, όχι όμως γι’ αυτό της Σμύρνης, αλλά για εκείνο στη Σκάλα Βουρλών (σημ. Urla Iskelesi), όπου εσφαλμένα θεωρείται από πολλούς ως ο τόπος γέννησής του. Στην πραγματικότητα, η Σκάλα ήταν το παραθαλάσσιο μέρος όπου με τα αδέλφια και τους συγγενείς της μητέρας του πέρασε τις ομορφότερες στιγμές ξεγνοιασιάς των παιδικών του χρόνων και πάντα το αναπολούσε. Τι γνωρίζουμε όμως για το μέρος που έζησαν στη Σμύρνη, μετά τον γάμο τους το 1897, ο Στυλιανός Σεφεριάδης και η Δέσποινα (Δέσπω) Τενεκίδη, εκεί όπου γεννήθηκε ο Σεφέρης;
Η Ιωάννα Τσάτσου στο βιβλίο της «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης» δίνει την εξής περιγραφή: «Ενα μεγάλο σπίτι με τρία πατώματα, με πλατιά μαονένια σκάλα. Στα υπόγεια οι αποθήκες. Εκεί έμπαιναν οι σοδιές της χρονιάς. Στο πρώτο πάτωμα η μεγάλη κλειστή αυλή (σ.σ. Προθάλαμος, το χωλ), η τραπεζαρία με τα πορτρέτα των παππούδων και τις βαθιές πολυθρόνες, η σάλα, το σαλόνι. Ηταν και μια υπαίθρια μικρή αυλή με τη φανταχτερή γλυσίνα, τη γούρνα και τη βρύση της. Στο δεύτερο πάτωμα το δωμάτιο των εικονισμάτων, οι κρεβατοκάμαρες. Μια μεγάλη κάμαρα με το κλειστό μπαλκόνι προς τον δρόμο, προς τη θάλασσα όπου τα τρία παιδιά παίζαμε».
Πρώτη παρατήρηση: Η Τσάτσου, η οποία επίσης γεννήθηκε σ’ αυτό το σπίτι, δύο χρόνια μετά τον αδελφό της Γιώργο και τρία πριν από τον Αγγελο, ονομάζει «τριώροφο» ένα σπίτι με δύο ορόφους. Δεν πρόκειται όμως για σφάλμα. Ηταν τέτοια η κατασκευή του τυπικού σμυρναίικου σπιτιού, που συχνά έπρεπε να ανέβει κανείς έως και δέκα σκαλιά από τον δρόμο προκειμένου να φτάσει στην προφυλαγμένη μέσα σε εσοχή είσοδο. Ετσι, μολονότι ισόγειο πρακτικά δεν υφίσταται, το ψηλό ημιυπόγειο, ο 1ος και ο 2ος, μας κάνουν σύνολο τρεις ορόφους.
Η θάλασσα
Το άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η αναφορά της Τσάτσου στη θάλασσα. Γνωρίζοντας ότι το σπίτι βρισκόταν στην Παράλληλο πίσω από το Σπόρτινγκ κλαμπ, αλλά και ότι απείχε πολύ λίγο από το Ελληνογαλλικό Λύκειο του Νίκου Αρώνη (Αλάμπρας 9), εξετάστηκαν όλα όσα είχαν γωνιακό μπαλκόνι αντίστοιχου προσανατολισμού. Το μόνο που πληρούσε τις περιγραφές ήταν εκείνο στη διασταύρωση με την οδό Αλάμπρας, ένα στενούτσικο δρομάκι που έβγαζε στο Και. Κατά την ανοικοδόμηση του παραλιακού μετώπου, τα τελευταία άχτιστα οικόπεδα της περιοχής ήταν εκείνα του γαλλικού προξενείου (1905-6) και του διπλανού του, θεάτρου Σμύρνης (1910-11). Ετσι, η απουσία τους, ειδικά τα 6 πρώτα χρόνια της ζωής του ποιητή, άνοιγε ένα μεγάλο «παράθυρο» του μαγευτικού κόλπου της Σμύρνης και του απέναντι Κορδελιού, πλάτους 50 μέτρων, το οποίο δυστυχώς σταδιακά περιορίστηκε σε λιγότερο από το 1/10. Ακόμη και ο ειδυλλιακός κήπος με τα ψηλά δέντρα του παλιού γαλλικού προξενείου, ο οποίος βρισκόταν πίσω από το νέο και στο πλάι της οικίας, με τα χρόνια είχε αρχίσει να οικοπεδοποιείται. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι το σημείο παλαιότερα ήταν τόσο ελκυστικό, ώστε για χάρη του ο Στ. Σεφεριάδης απαρνήθηκε τα ακίνητα της οικογένειάς του επάνω στην προκυμαία, στην Μπέλλα Βίστα.
Την οριστική επιβεβαίωση της θέσης της οικίας Σεφεριάδη έδωσε καρτ ποστάλ πριν από την Καταστροφή, με το μεγάλο μπαλκόνι, που όντως κοιτούσε τη θάλασσα, να ξεχωρίζει ανάμεσα στο «βαρύ» σαν φρούριο γαλλικό προξενείο και τη διασημότερη μπιραρία της Σμύρνης, την «Αλάμπρα». Για να συμβεί αυτό, ο φωτογραφικός φακός έπρεπε να σταθεί ακριβώς απέναντί της, κάτι που ανάμεσα σε εκατοντάδες φωτογραφίες του θρυλικού Και, συνέβη σε μία μόλις λήψη!
Το ακριβές σημείο όπου βρισκόταν η οικία Σεφεριάδη στη Σμύρνη προσδιορίστηκε χάρη σε μια παλιά γαλλική καρτ ποστάλ.
Την εικόνα της μορφής του ακινήτου συμπληρώνουν φωτογραφίες τραβηγμένες μετά τη φωτιά του 1922, για λογαριασμό του γαλλικού εβδομαδιαίου περιοδικού L’Illustration (30.9.1922) και της συλλογής Albert Kahn αντίστοιχα. Στην πρώτη διακρίνονται στο Παραλλέλι τα ερείπια της οικίας Σεφεριάδη (η ίδια δεν περιλαμβάνεται στο κάδρο), παραδίπλα χαλάσματα περίφραξης και ένας ψηλός μαντρότοιχος προς την πλευρά της επόμενης προς νότο μετά την οδό Αλάμπρας κάθετης στην Παράλληλο, της οδού Νατάλι. Μάλιστα, στη μέσα πλευρά του μαντρότοιχου διακρίνεται κατασκευή με διπλή κόγχη, λογικά η βρύση με τη γούρνα της περιγραφής της Τσάτσου. Δεδομένης λοιπόν της απουσίας άλλου ερειπωμένου σπιτιού στο ίδιο μέτωπο, αυτό που περίκλειε ο μαντρότοιχος και βρισκόταν εδώ, πρέπει να ήταν η εσωτερική αυλή της οικίας Σεφεριάδη. Επιπροσθέτως, στη δεύτερη φωτογραφία (αυτοχρωμική λήψη 20.1.1923) φάνηκε καθαρά μέρος του κτίσματος που τότε έστεκε ακόμη όρθιο, βαμμένο ώχρα.
Ο κύκλος των Σεφεριάδηδων
Γύρω από αυτό το σπίτι απλωνόταν ο μικρόκοσμος των Σεφεριάδηδων, μιας μεσοαστικής οικογένειας της Σμύρνης, που ζούσε κυρίως από την εκμίσθωση γραφείων και καταστημάτων του βερχανέ Τενεκίδη στον Φραγκομαχαλά. Οι γονείς, αλλά και ο Γιώργος, φοίτησαν στη Σχολή Αρώνη. Μάλιστα ο γιος του σχολάρχη Νίκου Αρώνη, Χρήστος, ήταν ο καλύτερός του φίλος, όπως επιβεβαιώνεται από τη μεταξύ τους αλληλογραφία. Ο πατέρας του Σεφέρη, Στυλιανός Σεφεριάδης, διαπρεπής νομομαθής και λογοτέχνης, διετέλεσε νομικός σύμβουλος του γαλλικού προξενείου, ενώ μίσθωνε επαγγελματικό χώρο λίγο πιο κάτω, στην Ιταλική Σχολή. Αντίκρυ στο σπίτι τους και όπισθεν της «Αλάμπρα» κατοικούσε η οικογένεια του ποιητή και συγγραφέα Αλέκου Φωτιάδη, η οποία φρόντιζε τα τρία αδέλφια –μαζί με τους συγγενείς των γονιών τους και τον Αρώνη– όταν εκείνοι έπρεπε να λείψουν. Δίπλα στην οικία Φωτιάδη βρισκόταν η πίσω είσοδος του αριστοκρατικού Σπόρτινγκ κλαμπ με το ομώνυμο θέατρο, όπου οι Σεφεριάδηδες ήταν τακτικοί θαμώνες. Ο κόσμος της μητέρας του Δέσπως, τουλάχιστον όσο ζούσαν στη Σμύρνη, φαίνεται πως περιοριζόταν στη φροντίδα των παιδιών. Χαρακτηριζόταν δε από έντονη θρησκευτικότητα, καθώς όλο το σπίτι μοσχοβολούσε θυμίαμα, ενώ για τα «κονίσματα» υπήρχε ιδιαίτερη κάμαρα, πράγμα όχι σπάνιο στην κοινωνία της Σμύρνης, που αγαπούσε και σεβόταν τις κατ’ οίκον εκκλησίες.

Φυλακή. Ετσι αποκαλούσε το χτισμένο πριν από το 1893 σπίτι του ο Σεφέρης. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύουν οι καβγάδες των γονιών και, κυρίως, η καταπίεση. Μπορεί ο πατέρας του να τον μύησε στη λογοτεχνία, να ήταν υπέρμαχος της δημοτικής και φλογερός πατριώτης, απαιτούσε όμως ταυτόχρονα εκείνος να είναι τέλειος μαθητής (δεν ήταν), φθάνοντας στο σημείο να του σκίζει τις εκθέσεις. Το φθινόπωρο του 1913 η γενικότερη κατάσταση θα χειροτερεύσει, εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων, όταν ο Σεφέρης φοβόταν ακόμη και να κυκλοφορήσει έξω κρατώντας ελληνικά βιβλία, γιατί οι Τούρκοι σε σταματούσαν και τα κατέστρεφαν.
Το καλοκαίρι του 1914 τα περιθώρια παραμονής της οικογένειας, εξαιτίας κυρίως της πατριωτικής δράσης του πατέρα του, είχαν πια στενέψει, ενώ και ο ίδιος έπρεπε να συνεχίσει αλλού τις σπουδές του. Ετσι, θα αδειάσουν το σπίτι συσκευάζοντας τα πάντα σε κάσες και θα μετακομίσουν στην Αθήνα. Πριν φύγουν, η Τσάτσου γράφει ότι ο αδελφός της έκαψε στη μικρή αυλή τα σχολικά βιβλία, βγάζοντας το άχτι του. Οι δικοί του επέστρεψαν για λίγο στα χρόνια της ελληνικής κατοχής και διοίκησης (1919-1922), όμως το σπίτι είχε πια πωληθεί. Αν και κανείς τους δεν έζησε από κοντά την Καταστροφή του ’22 και τη φωτιά που το κατέκαψε, μαζί με τη Σμύρνη βίωσαν την κατοπινή ανέχεια, εξαιτίας της απώλειας της περιουσίας τους, αλλά και την τεράστια αγωνία μέχρι να φύγουν όλοι οι δικοί τους σώοι και αβλαβείς.
«Το τίποτε…»
Η απώλεια της Σμύρνης θα σημαδέψει τον ποιητή, διαποτίζοντας το έργο του. Μόνο στην Κύπρο θα αισθανθεί ξανά ότι βρίσκεται σε γενέθλια γη. Επιστρέφοντας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Τουρκία ως διπλωμάτης καριέρας, αναζήτησε το πατρικό του. Στο ημερολόγιό του, το Σάββατο 1η Ιουλίου (1950) θα γράψει: «Κατεβήκαμε στο Tüccar Kulübü (Λέσχη Εμπορίου) το αλλοτινό Sporting εδώ από πίσω ήταν κάποτε το σπίτι μας. … Μετά το γεύμα, δυο βήματα προς το μέρος του σπιτιού μας: Το τίποτε».
Ο χαμένος ίσκιος της πόλης-φαντάσματος που τόσο συγκλονιστικά περιγράφει στη συνέχεια, ήταν πρώτα και κύρια ο ίσκιος του δικού του σπιτιού.
Σήμερα, στην Ιζμίρ από τα προ του 1922 κτίσματα σώζεται μόνο το γαλλικό προξενείο, ενώ εκεί που στεκόταν το σπίτι του Σεφέρη περνά η διαπλατυμένη μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου λεωφόρος Δημοκρατίας (Cumhuriyet Bulvari), δηλαδή η Παράλληλος. Ακόμη και η θάλασσα, έπειτα από τις επιχωματώσεις της δεκαετίας του 1990, έχει απομακρυνθεί κατά δεκάδες μέτρα.
Η Μνήμη όμως πρέπει να επιζήσει.
*O κ. Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου είναι γεωγράφος, ιστορικός ερευνητής και μέλος του Δ.Σ. της Ενωσης Σμυρναίων. Μαζί με τον Γιώργο Πουλημένο είναι οι συγγραφείς του δίτομου βιβλίου «Η προκυμαία της Σμύρνης. Ανιχνεύοντας ένα σύμβολο προόδου και μεγαλείου», εκδόσεις Καπόν, 2018 (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2019).