Αναμνήσεις από Βουρλιώτες,γιά τα Βουρλά και όχι μόνο,με τη γραφίδα της Πόλυς.
”Κι αυτή η ανάρτηση, όπως κι εκείνη που έκανα προ ημερών, προκειμένου να δημοσιεύσω ευχητήριες καρτ ποστάλ από τη Σμύρνη κι από τα Βουρλά, ενός αιώνα πριν, δεν είναι στολίδι της δικής μου μνήμης. Του πεθερού μου ήταν.Και καν στολίδι δε μπορώ να την ονοματίσω, αφού είναι σίγουρο ότι για κείνον θα ήτανε αγκάθι στην καρδιά. Αλλά και πέρσι , όταν δεν είχα ονοματίσει τις ρουμπρίκες “Χριστουγεννιάτικα στολίδια της μνήμης” και “Φωτογραφίες Μικρασιατών προγόνων¨* όταν δεν είχε οριστεί ακόμα το ‘22 έτος μνήμης της Μικρασιατικής Καταστροφής* περσι τέτοια μέρα είχα δημοσιεύσει το γράμμα του Βουρλιώη αμπελουργού , παππού του άντρα μου, που ανυποψίαστος για τη μοιραία χρονιά που ξεκινούσε, έστελνε το γράμμα αυτό στον γιο του.
Αναδημοσιεύω λοιπόν το γράμμα και φέτος, μαζί με κάποιες από τις περσινές δικές μου “αναμνήσεις”, και με φωτογραφία από το “ντοκουμέντο”. Γι΄αυτό και η ανάρτησή μου δικαιούται και τους δύο τίτλους. Γιατί για μένα είναι κάτι ακριβότατο ως μνήμη, αλλά είναι κι η χαμένη, θα έλεγα, φωτογραφία του προγόνου μου, που έμεινε ΕΚΕΙ.
Μνήμη όχι βέβαια προσωπική μου, αφού γεννήθηκα όταν πια είχε ενηλικιωθεί η προσφυγιά και είχε πάρει τη νέα θέση της στον “εθνικό κορμό”, αλλά ζέουσα ακόμα μνήμη των προγόνων μου.
Του Σμυρνιού παππού και της γιαγιάς Πολυξένης μνήμη, που σας την έχω μεταφέρει πολλές φορές, αφού μεγάλωσα στο ίδιο μ’΄αυτούς σπίτι. Αλλά και για τον Κατωπαναγούση πατέρα μου γράφω συχνά, που μου μιλούσε για τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια στην πατρίδα του. Όπως συχνά επίσης αναφέρομαι στον δεύτερο πατέρα μου, το Νίκο Μηλιώρη, που φρόντισε να ζεστάνει μέσα μου την Ιστορία και τη Λαογραφία του τόπου του, των Βουρλών.
Τόσο ο πατέρας μου όσο κι ο πεθερός μου ήτανε απ’ τα παλικάρια εκείνα που δεν έζησαν τις μέρες της Καταστροφής. Είχαν — όπως πολλά αγόρια της ηλικίας τους — έρθει στην Αθήνα να υπηρετήσουν στον ελληνικό στρατό , αφού από το το ‘19 η Μικρασία βρισκόταν σε ελληνική διοίκηση. Κι ο μεν πατέρας μου είχε καταταγεί στην Χωροφυλακή για την θητεία του, ο δε Μηλιώρης , 4 χρόνια μεγαλύτερος, είχε δώσει εξετάσεις στη σχολή Ευελπίδων, θεωρώντας την πανεπιστημιακή σχολή. Ο Θεοφανίδης μιλούσε για την Κάτω Παναγιά με νοσταλγία και αγάπη που περισσότερο έμοιαζε με νοσταλγία των παιδικών χρόνων, ενώ ο συμπέθερός του έταξε τη ζωή του στο λογοτεχνικό ζωντάνεμα των Βουρλών.
Τους φαντάζομαι λοιπόν συχνά εδώ, στο δικό μου γεννέθλιο τόπο, να νοσταλγούνε από τότε τους δικούς τους, αλλά είναι μεγάλη η ειδοποιός διαφορά αυτής της νοισταλγίας από την άλλη, που ερχότανε, μα όπως πάντοτε το μέλλον ήταν άδηλο. Με τον πατέρα μου δεν έχω κουβεντιάσει για τη μικρή εκείνη φέτα της ζωής του. Μα ο Μηλιώρης έχει αφήσει σε δυο τετράδια ντυμένα με μπλε κόλα τον γραφικό του χαρακτήρα , με πένα να αποθανατίζει τις μέρες και τις νύχτες του στη σχολή των Ευελπίδων. Στο κλείσιμο του 1921, έκανε εκεί τον απολογισμό της νεότητάς του , ανυποψίαστος πώς η ζωή θα τον ωρίμαζε 8 μήνες αργότερα — έχω μεταφέρει εδώ τις τελευταίες του σκέψεων του έτους της φρούδας εμπιστοσύνης στον Χρόνο Ανάμεσα στα φύλλα τοιυ ημερολογίου του ήτανε φυλαγμένη κι η επιστολή που μεταφέρω.
Μια επιστολή από τα Βουρλά! Απο’ τον πατέρα του. ‘Οπου στοργικά ειδοποιεί τον σπουδαστή Μηλιώρη, πως η σοδειά των αμπελιών πήγε στραβά και πως ο νεαρός του γόνος θα πρέπει ν΄αναβάλει τις προγραμματισμένες Χριστουγενιάτικες διακοπές του στα Βουρλά.
“Το ταξιδάκι “ονομάζει ο Εύαγγελος Μηλιώρης αυτό που σίγουρα θα ήταν για το γιο του “τα τελευταία Χριστούγεννα στον τόπο μου”. Καθώς, αυτό που ξέρουμε εμείς , το αγνοούσανε εκείνοι.
Αλλά το γράμμα του πατέρα προς τον γιο, δέιχνει κι άλλα πολλά και χρήσιμα για την Ιστορία και τη Λαογραφία της εποχής. Δείχνει και τη στοργή εκείνου του αγρότη προς κάθε μέλος της οικογένειάς του. Δείχνει την ωραία του γλώσσα και την γραμματοσύνη του. την καθημερινότητα της εποχής και του τόπου.
(Κάνοντας αριστερό κλικ πάνω στο γράμμα γίνεται μεγέθυνση.)
Αντιγράφω:
Βρύουλα τη 3 Δεκεμβ./21
Αγαπητέ μας Νίκο
Προχθές ελάβαμε γράμμα σου, εχάρημεν που είσαι καλά. Και από τον Γιώργο παίρνομε τακτικά γράμμα ότι περνά καλά και ότι μόνον έναν παράπονον έχει που δεν λαβαίνει γράμματα , αλλά τώρα, εις το τελευταίον γράμμα μας γράφει ότι έλαβε και του Στέλιου και της Αννέτας ( των μικροτερων αδελφών) γράμματα που του είχανε στείλει 4, 5. ‘Οταν εφόρεσε το χακί, έδοσε τα δικά του ρούχα εις το ταχυδρομείον, τα οποία έως σήμερον δε λάβαμε, τα ζητάμε από το ταχυδρομειον εδώ και μας λένε, “θα έρθουν, δεν χάνονται”.
Και εμείς, δόξα τω θεώ είμαστε καλά αλλά οι δουλιειες μας δεν πάνε καλά, ηχάλασε το κουβαρι του πηγαδιού , εκείνο που ήτανε καλό μονο, και το φτιάξαμε , εκόστισε καμιά 40αριά λίρες, χώρια τα υπόλοιπα που δίνω εγώ από του Αγίου Δημητρίου έως σήμερα.
Έκανε και η Αννέτα ένα ταξιδακι εις Σμύρνην, σάκα και μαλαματένια δόντια και λοιπα. , το οποίον εκόστισε καμιά 50αριά μπαγκανότες;. Τη ροζακιά σταφίδα ακόμα δεν την πουλήσαμε. Τα αμπέλια ένεκα των βροχών μείνανε ακαλλιέργητα, από τις 16 Νοεμβρίου μεχρι σήμερα βρεχει ακατάπαυστα. Πρωτού να βρέξει ήτανε το μεροκάματο 3, 3μισι λίρες και δεν βρίσκαμε εργάτες, και σαν στρώσει ο καιρός δε ξέρω καθόλου πόσο θα γυρεύουνε και πώς θα τα δουλέψουμε.
Εγώ, η Μάνα σου και ο Στέλιος δεν κάναμε ούτε ρούχοι ούτε παπούτσι ούτε τίποτε άλλο.
Λοιπόν , δια τα ανωτέρω που σου γράφω, μου φάινεται καλύτερον το ταξιδάκι να αναβληθεί και αν έχομεν προκοπή, το Πάσχα. Ίσως πουλήσουμε και τη ροζακιά σε καμιά καλή τιμή, θα είναι και καλοκαίρι που τα ταξίδια είναι πιο ευχάριστα.
Εμείς το λαχταρούμε, το θέμε καλύτερα από σε΄να να έρθεις. Εγώ λέγω αυτά, εσύ τι λες; Πώς το κρίνεις ; Όπως το κρίνεις, πράξε το.
Σε γλυκοφιλούμε,η Μαμά σου, τα αδελφάκια σου και ο Πατέρας σου.”
22