Ο Βασίλειος Ζαχάρωφ ή Βασίλειος Ζαχαρίου ή Βασίλειος Ζαχαριάδης(Sir Basil Zaharoff, 6 Οκτωβρίου 1849 – 27 Νοεμβρίου 1936) ήταν Έλληνας μεγαλοεπιχειρηματίας, έμπορος όπλων αλλά και ευεργέτης των αρχών του 20ού αιώνα που διαδραμάτισε σημαντικό παρασκηνιακό ρόλο στην τότε ευρωπαϊκή πολιτική σε βαθμό τέτοιο ώστε να χαρακτηριστεί ο “μυστηριώδης άνθρωπος της Ευρώπης”, ή ο “μυστηριώδης Έλληνας”.
Γενικά οι λεπτομέρειες περί της καταγωγής και της εν γένει ζωής του Β. Ζαχάρωφ καλύπτονται κατά μεγάλο μέρος από μυστήριο που πιθανότερα ο ίδιος υπέθαλπε. Κατά τις πλέον εξακριβωμένες πληροφορίες, φέρεται να γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1849 στα Μούγλα της Μικράς Ασίας από Έλληνες γονείς. Το πραγματικό επίθετο της οικογένειάς του ήταν Ζαχαρίου ή Ζαχαριάδης. Όταν ξέσπασαν οι ανθελληνικοί διωγμοί του 1821 στη Κωνσταντινούπολη, η οικογένεια του πατέρα του, που ήταν εγκατεστημένη εκεί, κατέφυγε στη Ρωσία όπου και μετέτρεψε το επίθετο σε ρωσόφωνο τροποποιώντας τη λήγουσα σε «ωφ», δηλαδή σε Ζαχάρωφ.
Όταν αργότερα το επέτρεψαν οι συνθήκες, η οικογένεια του πατέρα του επέστρεψε στη Κωνσταντινούπολη και από εκεί μετέβη στα Μούγλα όπου εκεί γεννήθηκε ο Βασίλειος. Αργότερα, ακολούθησε νέα μετοικεσία της οικογενείας, το 1855, στην Κωνσταντινούπολη όπου και εγκαταστάθηκε στα Ταταύλα, περιοχή στην οποία ο Βασίλειος μεγάλωσε, εξ ου και αναφέρεται από πολλούς αυτή ως πατρίδα του.
Τα πρώτα χρόνια εκεί δεν υπήρξαν και πολύ καλά αφού οι δραστηριότητες του υφασματέμπορα πατέρα του δεν πήγαιναν και τόσο καλά για να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του, (ο Βασίλειος είχε και τρεις αδελφές την Σεβαστή, την Ζωή και την Χαρίκλεια.). Με την οικονομική βοήθεια κάποιου γενναιόδωρου φίλου της οικογένειας ο Βασίλειος γράφτηκε στην Αγγλική Σχολή που όμως αναγκάσθηκε να διακόψει σύντομα, μετά την πτώχευση του πατέρα του, προκειμένου να βρει δουλειά για να βοηθήσει την οικογένειά του.
Αρχικά δούλεψε ως τουλουμπατζής, (= πυροσβέστης), και λίγο αργότερα με τις γνώσεις που είχε στην αγγλική έκανε τον δραγουμάνο (= διερμηνέα και ξεναγό) σε ξένους επισκέπτες της Πόλης. Κατά την απασχόλησή του αυτή τελειοποίησε και τις γνώσεις του στις ξένες γλώσσες (αγγλική και γαλλική) που συνετέλεσαν πολύ στη μετέπειτα ζωή του. Ταυτόχρονα επιδιδόταν και σε μικροεργασίες αργυραμοιβού που μόλις και κατάφερνε να εξοικονομεί τα καθημερινά του έξοδα.
Στη συνέχεια εργάστηκε σε κατάστημα υφασμάτων του θείου του, του Σεβαστόπουλου, που διατηρούσε στον Γαλατά, όπου σε πολύ σύντομο διάστημα ο Βασίλειος έδωσε νέα ώθηση και ανάπτυξη στο κατάστημα γεγονός για το οποίο ο θείος του, αποτραβηγμένος τότε για λόγους υγείας με επιστολή του τον κατέστησε συνέταιρό του. Εκείνη η επιστολή αποτέλεσε την κρισιμότερη στιγμή στη μετέπειτα μυθιστορηματική ζωή του Ζαχάρωφ.
Όταν αργότερα ο θείος του υπαναχώρησε στη καταβολή των υποσχόμενων ποσοστών επί των κερδών τότε ο ίδιος ο Βασίλειος αφαίρεσε από το ταμείο τα προβλεπόμενα ποσοστά του και αναχώρησε για την Αγγλία, όταν και συνελήφθη εκεί, λίγο αργότερα από την αστυνομία με την κατηγορία, σύμφωνα με την μήνυση, του καταχραστή. Μετά όμως από πολύμηνη προφυλάκιση και ενώ οδηγούνταν στο δικαστήριο βρήκε μέσα στο παλτό του την επιστολή του θείου του, η οποία και αποτέλεσε τη τελευταία στιγμή το τεκμήριο της αθώωσής του, (την εκδοχή αυτή υποστήριζε ο Ζαχάρωφ αργότερα όπου και την επιβεβαίωνε ο βαθύπλουτος Έλληνας Στέφανος Σκουλούδης, ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας, που σημειωτέον θεωρείται και ο κύριος συντελεστής της μετέπειτα σταδιοδρομίας του Ζαχάρωφ). Συνέχεια των παραπάνω και παρά την έστω άδικη κράτησή του ο Ζαχάρωφ εγκατέλειψε την Αγγλία και αναζητώντας νέα τύχη ήλθε, το 1876, στην Ελλάδα, όπου και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Τόσο η γλωσσομάθειά του όσο και οι ευγενικοί του τρόποι και η άψογη και επιμελημένη εμφάνισή του, του άνοιγαν τις πόρτες. Από τους πρώτους επιχειρηματίες με τους οποίους και γνωρίστηκε ο 27ετής Ζαχάρωφ ήταν και ο Κωνσταντινουπολίτης επιχειρηματίας και διπλωμάτης, 38χρονος τότε, Στέφανος Σκουλούδης. Δεν άργησε όμως να φθάσει η φήμη της προηγούμενης κατηγορίας περί καταχραστού με συνέπεια σχεδόν όλοι οι μέχρι τότε φίλοι του να πάψουν τις επαφές μαζί του, εκτός του Σκουλούδη που τον συμπαθούσε ιδιαίτερα. Το γεγονός αυτό όμως ανάγκασε τον Ζαχάρωφ να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει στην Αγγλία.
Όταν σε πολύ λίγο καιρό αργότερα φονεύθηκε στην Αθήνα από φρουρό κάποιος Καναδός διαρρήκτης κατά την απόδρασή του από τις φυλακές, κάποια εφημερίδα έγραψε ότι ο εν λόγω δραπέτης ήταν ο Ζαχάρωφ. Αυτή η είδηση επανέφερε τον Ζαχάρωφ στην Αθήνα αφενός για ν΄ αποδείξει ότι είναι ζωντανός και αφετέρου να τιμωρήσει τον εκούσιο ή ακούσιο συκοφάντη του που κηλίδωνε άδικα το όνομά του.
Η δεύτερη αυτή επίσκεψη του Ζαχάρωφ στη μικρή τότε Αθήνα έμελλε τελικά να γίνει η λεωφόρος του μεγιστάνα του πλούτου στην Ευρώπη. Μέσω του Σκουλούδη γνωρίστηκε με τον Σουηδό σχεδιαστή όπλων Thorsten Nordenfelt. Έτσι το 1877, ένα μόλις χρόνο μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, ορίστηκε αντιπρόσωπος της ομώνυμης εταιρείας στα Βαλκάνια.
Η χρονική συγκυρία ήταν ιδανική για πωλήσεις όπλων, μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Μετά τη συγχώνευση των εταιριών Nordenfelt και Maxim, ο Ζαχάρωφ δούλευε πλέον με ποσοστά επί των πωλήσεων. Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, ο πόλεμος Ιαπωνίας – Κίνας και οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι στην Αφρική ήταν ευκαιρίες, τις οποίες ο Ζαχάρωφ εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο και οι οποίες του επέφεραν τεράστια κέρδη, αλλά και γνωριμίες σε διπλωματικούς και στρατιωτικούς κύκλους. Η τακτική πωλήσεων που ακολουθούσε ήταν εξαιρετικά έξυπνη.
Πούλησε στην Ελλάδα υποβρύχιο Nordenfelt, παρουσίασε κατόπιν την αγορά αυτή στην Τουρκία ως απειλή και τις πούλησε δύο. Απευθύνθηκε, τέλος στη Ρωσία και, δημιουργώντας την εντύπωση θαλάσσιου υπερεξοπλισμού νότια της Μαύρης Θάλασσας, πούλησε και σε αυτήν άλλα δύο.
Στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ζαχάρωφ κατείχε ήδη εφημερίδα (Excelsior), Τράπεζα (Union Parisienne), αλλά και πρακτορείο τύπου στην Ελλάδα. Μέσω αυτού προπαγάνδισε στο έπακρο την έξοδο της Ελλάδας από την ουδετερότητα και την είσοδό της στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπως και νωρίτερα στους Βαλκανικούς Πολέμους, υποστήριξε την Ελλάδα με δάνεια, δωρεάν πολεμικό υλικό, αλλά και αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να χορηγεί στην Ελλάδα 2,5 εκατομμύρια δολάρια για όσο διάστημα παρέμενε στον πόλεμο. Οι Times του Λονδίνου υπολογίζουν τη συνεισφορά του προς τους Συμμάχους σε 50 εκατομμύρια στερλίνες, κανείς δεν μπορεί όμως να υπολογίσει τα κέρδη που αποκόμισε από τον πόλεμο αυτό.
Μετά τη δημοσίευση το 2005 απόρρητων εγγράφων του Foreign Office των ετών 1873-1939, προέκυψαν στοιχεία ότι ο Ζαχάρωφ εργάστηκε ως πράκτορας της Βρετανίας προκειμένου να οδηγήσει την Ελλάδα να μπει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ (Entente) (Βρετανία – Γαλλία – Ρωσία). Για τις υπηρεσίες του αυτές του απονεμήθηκε ο τίτλος του Sir. Σε επιστολή του Ζαχάρωφ προς τον σύνδεσμό του με τον Βρετανό πρωθυπουργό αναφέρει ότι για δωροδοκίες στην Ελλάδα χρειάζονταν 1,5 εκατομ. λίρες Αγγλίας. Με τα χρήματα αυτά θα επιδίωκε να εξαγοράσει 45 Έλληνες βουλευτές. Ο Βρετανός πρωθυπουργός δέχτηκε αυτές τις προτάσεις όπως αναφέρεται σε έγγραφο της 11 Δεκ. 1915 και έδωσε χρήματα στον Ζαχάρωφ μέσω της Barclay’s Bank. Με τα χρήματα αυτά ο Ζαχάρωφ χρηματοδότησε, μεταξύ άλλων, την ίδρυση του Εκδοτικού Οίκου των Φιλελευθέρων. Το 1916, επειδή ακόμα δεν είχε επιτευχθεί η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο, πέτυχε νέα Γαλλο-Βρετανική χρηματοδότηση του Κόμματος των Φιλελευθέρων με επιπλέον 5.000.000 δραχμές για προεκλογικά έξοδα. Η κυβέρνηση Βενιζέλου του 1917-1920 τίμησε τον Ζαχάρωφ με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος.
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Ζαχάρωφ λέγεται ότι υποστήριξε το Βενιζέλο στη Μικρασιατική εκστρατεία. Αναμείχθηκε επίσης με τη βιομηχανία πετρελαίου, αλλά και με τα ναυπηγεία και τα καζίνα. Χάρη στην προσωπική του γνωριμία με τον Πρίγκηπα Λουδοβίκο Β΄ του Μονακό, αγόρασε το υπό πτώχευση καζίνο της χώρας και κατάφερε να το κάνει πάλι κερδοφόρο.
Πέθανε στο Μόντε Κάρλο το 1936.
Ο Βασίλειος Ζαχάρωφ με τον Μεγαλόσταυρο του Μπαθ, που του απένειμε η Βρετανία το 1919.
Η προσωπική του ζωή δεν είναι ευρέως γνωστή. Εικάζεται ότι είχε παντρευτεί μια αγγλίδα (έτσι απέκτησε αγγλικό διαβατήριο), την οποία εγκατέλειψε και συνήψε μακροχρόνιο δεσμό με τη δούκισσα Ντε Βιλλαφράνκα, σύζυγο του φρενοβλαβούς Φρανθίσκο ντε Μπορμπόν, μέλους της βασιλικής οικογενείας των Βουρβώνων της Ισπανίας. Την παντρεύτηκε όταν αυτός πέθανε, αλλά μετά από 18 μήνες πέθανε και αυτή.
Γενικά δεν είχε φίλους και λέγεται ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε εντελώς μόνος.
Γενικά ο Ζαχάρωφ θεωρείται ομιχλώδης προσωπικότητα και πολλές πτυχές της μας είναι άγνωστες. Με ατελείωτες γνωριμίες και διασυνδέσεις, κινούνταν μεταξύ διαφθοράς, προπαγάνδας, ευεργεσιών και χρηματισμού, χρησιμοποιώντας ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριών, το οποίο είχε στήσει. Οι τέσσερις υπηκοότητές του (οθωμανική, ελληνική, αγγλική, γαλλική) του έδιναν μεγάλη ελευθερία κινήσεων.
Αποκαλούνταν «έμπορος του θανάτου» και «μυστήριο της Ευρώπης» και το όνομά του προκαλούσε δέος. Παρά ταύτα, η Γαλλία του απένειμε το παράσημο του ανώτερου ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής και η Μεγάλη Βρετανία τον έχρισε ιππότη του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος του Μπαθ (γι’ αυτό και αποκαλούνταν Sir Basil).
Οι ευεργεσίες του περιλάμβαναν:
Χορηγίες προς το Ινστιτούτο Παστέρ, που ιδρύθηκε με δική του πρωτοβουλία.
Ανάθεση αντισεισμικής μελέτης και στήσιμο νέων κατοικιών για τους σεισμοπαθείς της Κορίνθου.
Παραχώρηση κτιρίου ιδιοκτησίας του στο Παρίσι για να στεγασθεί η ελληνική πρεσβεία
ενίσχυση της ελληνορθόδοξης κοινότητας Παρισίων.
Ιδρυση έδρας Αεροπορίας στο Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης.
Ανέγερση πολεμικού νοσοκομείου στην πόλη Biarritz στη νοτιοδυτική Γαλλία.
Χρηματοδότηση έδρας Γαλλικής Λογοτεχνίας που ιδρύθηκε με δική του πρωτοβουλία στην Οξφόρδη και αγγλικής στη Σορβόννη.