Οι Απόκριες στην Ερυθραία της Μικρασίας.
Το σύνθημα για την έναρξη της Αποκριάς στην Ερυθραία έδιναν την Κυριακή της «Προφωνής» (Τελώνου και Φαρισαίου), τα τουμπελέκια, οι ρουκάνες και οι τσαμπούνες. Τους μασκαράδες στην Ερυθραία τους έλεγαν «κουδουνάτους», «μουτσούνες» ή «μουτσουναργκιές» και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, σε όλη της διάρκεια της Αποκριάς. Στα Βουρλά, τον Τσεσμέ και τα Αλάτσατα ομάδες κουδουνάτων έπαιζαν σε ανοικτούς χώρους αυτοσχέδια κωμικά έργα, ενώ γίνονταν και χοροί στις κατά τόπους λέσχες, όπου συνηθίζονταν οι ευρωπαϊκοί χοροί. Τα τραγούδια ποίκιλαν, από σατιρικά και σκωπτικά έως ακριτικά, ενώ δεν έλειπε και ο πανελλήνιος καλαματιανός. Το δείπνο της Κυριακής της Τυρινής το τελείωναν με ένα αυγό, λέγοντας: «Με αβγό το σφαλήξαμε και μ’ αβγό θε’ να τ’ ανοίξομε», αφού με αυτό θα ξεκινούσαν μετά τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής.
Οι Αποκριές αποτελούσαν για τον ελληνικό λαό περίοδο χαράς, διασκέδασης και γλεντιού, που αγγίζει τα όρια του οργιαστικού. Είναι μια καθαρά λαϊκή γιορτή με πανάρχαιες ρίζες, έξω από τα καθιερωμένα της Εκκλησίας, η οποία πάντα την καταπολέμησε με κάθε μέσο, χωρίς ωστόσο να την βλάψει ουσιαστικά, αλλά και έξω από κάθε υποκριτικό μικροαστισμό, που μαστίζει την κοινωνία μας τις τελευταίες δεκαετίες.
Στην Ερυθραία της Μ. Ασίας η Απόκρια προεξαγγελλόταν θορυβωδώς από την Προφωνή (Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου) με τουμπελέκια, ρουκάνες και τσαμπούνες. Ούλα τα σπίτια ηβάνανε μπάλλο, δηλαδή είχαν γλέντι με παιχνίδια (όργανα), τραγούδι και χορό. Ρακί, κρασί και ούτζο έρρεαν άφθονα και ο κόσμος πήγαινε βεγγέρες και βίζιτες σε συγγενικά και φιλικά σπίτια για να γλεντήσει, κυρίως την Τσικνοπέφτη και τις δυο τελευταίες Κυριακές της Αποκριάς, την Κρεατερή και την Τυρινή.
Τους μασκαράδες στην Ερυθραία τους λέμε κουδουνάτους, αλλά και μουτσούνες ή μουτσουναργκιές (Καράμπουρνα). Ποτέ όμως δεν φορούσαν κουδούνια, εκτός από τυχαίες περιπτώσεις. Η ονομασία αυτή είναι σίγουρα κατάλοιπο μιας παλαιότερης εποχής, τότε που οι μεταμφιεσμένοι φορούσαν απαραιτήτως στη μέση τους κουδούνια, καθώς συνηθίζεται ως σήμερα στη Σκύρο, στη Θράκη, στη Δράμα, στο Σοχό, στα χωριά του Παγγαίου κι αλλού. Οι κουδουνάτοι γύριζαν στα σπίτια σε όλη την αποκριάτικη περίοδο και σκορπούσαν το κέφι και το γέλιο με τα γκεβεζελίκια (αστεία), τα πειράγματα και τα ζεβζέκικα (ανόητα) καμώματά τους. Σατίριζαν με τον τρόπο τους πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις.
Πολλοί μασκαρεύονται με φαντασία και κωμική ευρηματικότητα για το καλό και γιατί το απαιτεί το αντέτι (έθιμο). Οι μεταμφιέσεις είναι αυτοσχέδιες και χαρακτηρίζονται από την αντιμετάθεση των ρόλων. Οι άντρες ντύνονται γυναίκες και οι γυναίκες άντρες, γιατί η Αποκριά ανατρέπει την καθιερωμένη κοινωνική τάξη, μπερδεύει, ανακατεύει και παραπλανά. Φορούν ό,τι βρεθεί στο σπίτι και βάφουν συχνά το πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια με φούμο και καπνιά από τσι ‘στιες (τζάκια) ή από τα χαρκώματα (μαγειρικά σκεύη). Τότε δεν χρησιμοποιούσαν μουτσούνες (μάσκες) όπως σήμερα. Χαβούτσια (καρότα), κρομμύδια, γουδόχερα, λεμόνια, πράσα, ραπάνες και άλλα στρογγυλά ή μακρουλά αντικείμενα χρησιμοποιούνται ευρηματικά από τους κουδουνάτους με φαλλική και γονιμική σημασία.
Το ψεύτικο γίνεται αληθινό. Αγγαστρωμένες και μαμές, Φράγκοι, Βλάχισσες, πλύστρες, χοτζάδες, καλο’έροι και παπάδες, γριές κανκάγιες, ντοτόροι (γιατροί), σπετσέρηδοι (φαρμακοποιοί) και σακάτηδοι, φουστανελάδες, αρχαίοι Έλληνες, γραμματικοί, Ατσίγγανοι, Τουρκάλες και Μόρες (Αραπίνες), εργαζόμενοι κάθε λογής τριγυρνούν στα σπίτια μπατούλιες μπατούλιες (κατά παρέες) και γίνεται χαλασμός από τα γέλια και τα εντεψίζικα γκεβεζελίκια, τα χοντροκομμένα και τσουχτερά αστεία των κουδουνάτων. Οι νοικοκυραίοι τούς τρατέρνουν μεζέδες και ρακί, τους βάζουν να χορέψουν, τραβούν τα κουδουνατλίκια τους (τα μασκαρέρατα), τους κάνουν άσεμνες χειρονομίες, πειράγματα και χωρατά, μια και όλα επιτρέπονται τσ’ Απόκριες και κανείς δεν παρεξηγείται.
Ήρταν οι Αποκριές που λωλαίνουντ’ οι γριές
και την Καθαρή Δευτέρα παίρνει ο κώλος τους αέρα.
Στις τρεις μεγάλες πόλεις της Ερυθραίας, στα Βουρλά, στον Τσεσμέ και στ’ Αλάτσατα, οργανωμένες αντρικές ομάδες κουδουνάτων έπαιζαν σε ανοιχτούς χώρους διάφορα κωμικά έργα δικής τους εμπνεύσεως, με σαφή λαϊκό σκωπτικό χαρακτήρα. Επίσης στις ίδιες πόλεις οργανώνονταν σε λέσχες, καφενεία και σκολειά δημόσιοι αποκριάτικοι χοροί, με συνοδεία μπάντας ή ορχήστρας από τη Σμύρνη, στους οποίους χόρευαν κυρίως ευρωπαϊκούς χορούς της εποχής (καντρίλιες, φοξ τροτ, βαλς κλπ.). Τα έσοδα αυτών των χοροεσπερίδων προσφέρονταν για την ενίσχυση της παιδείας ή σε φιλανθρωπικά έργα.
Το πήλινο τουμπελέκι, το ντουμπί (μικρό τύμπανο) κι ο μπακιρένιος νταβάς (ταψί) είναι απαραίτητα και βασικά μουσικά όργανα, γιατί Απόκρια χωρίς ντουμπελέκια δεν έχει νοστιμάδα. Ο ήχος του τουμπελεκιού κυριαρχούσε παντού. Στ’ Αλάτσατα μάλιστα τσούρμες νεαρών γύριζαν τους μαχαλάδες και διαλαλούσαν θορυβωδώς την έναρξη του Τριωδίου κατά την Προφωνή, ξεκουφαίνοντας με τσι ρουκάνες, τα ντουμπάκια και τα ντουμπελέκια ντως το ντουνιά. Επίσης στα ορεινά αγροτικά χωριά των Καράμπουρνων έπαιζαν γκάιντες (τζαμπούνες), λύρες και παγιαύλια, ένα είδος φλογέρας. Τα ζέφκια (γλέντια) έδιναν κι έπαιρναν. Οι άνθρωποι αποκρεύγανε πότε στου ενού και πότε στ’ αλλουνού το σπίτι, με φαγοπότι, με λαϊκούς και μιμητικούς χορούς, καθαρά αποκριάτικους, όπως η «Κλώσσα» και το «Πιπέρι». Τα περιγελαστικά, τα σατιρικά και τα αρσίζικα (άσεμνα τραγούδια) έχουν την τιμητική τους:
Ρέ’ομαι να σε ξανοί’ω, όταν κάθεσαι στ’ αγγειό
και σφυρίζει το πουτί σου σαν παπόρι γαλλικό.
Όμως οι γλεντιστάδες τσ’ Απόκριας τραγουδούσαν και σοβαρά παμπάλαια τραγούδια, ακριτικά, ιστορικά, της ξενιτιάς ή του κύκλου των παραλογών, καθώς και κάθε είδους τραγούδια του γλεντιού που συνόδευαν τους χορούς του τοπικού ρεπερτορίου, το δετό ή αργό ή αποκριανό, τον μπάλλο, το συρτό, τον καρσιλαμά και το ζεϊμπέκικο. Πάρα πολύ αγαπητά αποκριάτικα τραγούδια ήταν κι αυτά στο ρυθμό του καλαματιανού χορού, που είναι και ο πανελλήνιος αποκριάτικος σκοπός. Τέτοια τραγούδια (π.χ. Λεμονάκι μυρωδάτο, Στης ακρίβειας τον καιρό, Κυρά-Βαγγελιώ) μάθαιναν στα λαμπρά ερυθραιώτικα σκολειά, εισαγμένα από το ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Τα σατιρικά τραγούδια είναι κοινότατα στη λαϊκή μας παράδοση και επιβιώνουν πιο πολύ από άλλα. Η σάτιρα και το περιγέλασμα είναι μια διέξοδος για το λαό και συγχρόνως διαμαρτυρία για κάθε παρέκκλιση, χωρίς τη σεμνοτυφία της αστικής ηθικής. Προέρχονται από τον ψυχισμό του λαϊκού ανθρώπου που πονά και γελά με την ίδια φυσικότητα. Γελά ο λαϊκός άνθρωπος με τον εαυτό του, με τα ζώα, με τη φτώχεια του, με τους γύρω του, με κάθε ατέλεια.
Έλα, κόρη, στο σπίτι μου, βασίλισσα να γένεις,
εγώ να κουβανώ νερό κι εσύ να ξενοπλένεις.
Έλα, κόρη, στο σπίτι μου και θα καλοπεράσεις,
ούτε πανί να σκουπιστείς ούτε σκαμνί να κάτσεις.
Ας μην ξεχνούμε ότι στις παλαιές συντηρητικές κοινωνίες, όπως εκείνες που δημιούργησαν το δημοτικό τραγούδι, οι κανόνες της κοινωνικής ζωής και συμπεριφοράς είναι πολύ αυστηροί. Οι παραβάσεις, εκτός των άλλων τρόπων, καταδικάζονται και με τη σάτιρα. Σωματικά και ψυχικά ελαττώματα, η λαγνεία, η υποκρισία και η υπεροψία, ο σακάτης κι ο σπανός, ο γέρος κι η γριά με την ανάρμοστη για την ηλικία τους συμπεριφορά, η κακονοικοκυρά, οι άνθρωποι της Εκκλησίας που δεν τιμούν τη θέση τους, η μωρία, η ξιπασιά, η τσιγγουνιά, όλα τιμωρούνται με τη λαϊκή σάτιρα που γίνεται ευρύτατα αποδεκτή από την κοινότητα και εκδηλώνεται κατά κόρον ιδίως τις Απόκριες.
Η σάτιρα, εκτός από ψυχαγωγικό, έχει και διδακτικό χαρακτήρα. Μ’ αυτήν εκφράζονται οι κοινωνικές αξίες κάθε εποχής, καυτηριάζονται κουσούρια και στηλιτεύονται ανθρώπινα πάθη. Στόχος της, δηλαδή, δεν είναι μόνο η κοροϊδία και το γέλιο, μα και η αποφυγή ατελειών, ελαττωμάτων και αποτυχιών.
Τις Αποκριές, η αγροτική κοινωνία (τέτοια ήταν κατά βάση και η ερυθραιώτικη) επιτρέπει τη σεξουαλική απελευθέρωση, την αθυροστομία και το οργιαστικό γλέντι. Συνηθίζονται τα ερωτικά γονιμικά τραγούδια, που είναι συχνά πολύ πιπεράτα, άσεμνα (αρσίζικα κι εντεψίζικα τα λένε οι Ερυθραιώτες) και γεμάτα απαγορευμένες λέξεις, τις οποίες ο λαός αποφεύγει συστηματικά σε άλλες περιόδους της δημόσιας ζωής. Τέτοια τραγούδια και τέτοιες λέξεις έχουν αρχαιότατη καταγωγή, παίρνουν μαγικές και ευγονικές διαστάσεις στις Απόκριες και είναι κατάλοιπα παγανιστικών ιεροτελεστιών. Χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα αδίστακτα από το λαό, ακόμη κι από ανθρώπους που ποτέ δεν μιλούν άσεμνα, αλλά έχουν συγκεκριμένο χρόνο εκτέλεσης, αφού λέγονται μόνο κατά το Τριώδι. Συχνά οι απαγορευμένες λέξεις παραλλάσσονται με σαφείς αλληγορίες, όπως στο ερυθραιώτικο δίστιχο:
Ανέμεσα στα σκέλια σου έχεις περικοκλάδα,
θα βάνω τη γαδούρα μου να βόσκει μια βδομάδα.
Σήκωσ’ το φουστανάκι σου, να δω τον άσσο κούπα,
να κόψω το μαλλάκι του, να κάμω πατατούκα.
Επίσης τραγούδια και στίχοι καθιερωμένοι στο τοπικό ερυθραιώτικο ρεπερτόριο, όπως το «Μια πέρδικα καυκήστηκε» ή το «Όμορφα που ταιριάξατε», παρωδούνται και μετατρέπονται σε αθυρόστομα, πρόστυχα και σκωπτικά:
Ένα πουτί καυκήστηκε σ’ Ανατολή και Δύση
πως δεν ηυρέθη ψώλαρος να το καταγαμήσει…
Όμορφα που ταιριάξατε τα δυο σας ένα μπόι,
ο ένας είν’ ο γάδαρος κι ο άλλος είν’ το βόδι.
Τράβα τα, μπροστινέ μου,
γαδουρομούτσουνέ μου.
Τα φαγητά της Αποκριάς ήταν συνήθως απλά, ό,τι βρεθεί κι ό,τι διαθέτει ο καθένας, όμως η διάθεση για γλέντι, τραγούδι και χορό ήταν πλούσια και ποτέ δεν έλειπε από κανέναν, παρ’ όλα τα βάσανα και τις έγνοιες. Συνηθισμένα αποκριάτικα φαγητά ήταν τα λουκάνικα, ο πατσάς με σκεμπεδάκια και ποδαράκια κι η πηχτή, το μπουμπάρι, οι λαχανοντολμάδες, τα κοτόπουλα και τα ψητά κρέατα κατά την Τσικνοπέφτη και την Κρεατερή. Την Τυρινή κυριαρχούσαν τα σπιτίσα ή χερίσα ή βρουλίτικα μακαρόνια, τα ζυμαρικά του ματσού, όπως οι χυλοπίτες και ο χερίσος φιδές (κριθαράκι), τα κατιμέρια και οι τυρόπιτες, τα μπουρέκια, οι τσακλαμάδες (στριφτές ή επίπεδες χορτόπιτες), τα τσακλαμαδάκια (τηγανητά χορτοπιτάκια) και τα μπαλίκια (χορτοκεφτέδες), τα κολοκυθίτικα μπουρέκια (κολοκυθόπιτες), οι ακαρονόπιτες ή παυλόπιτες (χορτόπιτα από χυλό με αβγά, τυρί, αλεύρι, μυρουδικά και άφθονους ψιλοκομμένους παύλους ή ακαρόνους, δηλ. τα στελέχη των φρέσκων κρεμμυδιών), το ξύγαλο ή λιγούρτι (γιαούρτι) και τα διάφορα ερυθραιώτικα τυριά (μουτζήθρες, κασκαβάλια κλπ.).
Χαρακτηριστικά γλυκά της περιόδου αυτής είναι το ρυζομπούρεκο, τα αβγοκαλάμαρα (δίπλες), ο σιμιγδαλένιος χαρβάς, οι γαλατόπιτες, το ρυζόγαλο και το καντεϊφι.
Κοινή παράδοση όλων των περιοχών της Ερυθραίας ήταν το κλείσιμο της αποκριάτικης ευωχίας μ’ ένα αβγό. Μετά το δείπνο της Τυρινής Κυριακής, έτρωγαν ένα αβγό κι έλεγαν χαρακτηριστικά:
«Με αβγό το σφαλήξαμε και μ’ αβγό θε’ να τ’ ανοίξομε», υπονοώντας την αυστηρότατη νηστεία της Σαρακοστής (κατά την οποία δεν έτρωγαν τίποτε ζωικό) και το πασχαλινό κόκκινο αβγό που τρώγεται αμέσως μετά την Ανάσταση, πριν από τη μαγειρίτσα.
Στη Νέα Ερυθραία, παρά τη φτώχεια, την ανέχεια και τη δυστυχία της προσφυγιάς, διατηρήθηκαν για αρκετές δεκαετίες μετά την εγκατάσταση των προσφύγων (περίπου ως το 1975-80) σχεδόν όλες ετούτες οι συνήθειες. Τσ’ Απόκριες το κέφι δεν ήλειπε, ενώ τα τσιμπόυσια και τα ζέφκια ήταν μια διέξοδος στα αμέτρητα προβλήματα των προσφύγων. Με λιγοστούς μεζέδες και πολλή διάθεση στηνόταν το αποκριάτικο τσιμπούσι στο άψε-σβήσε. Τα μετρημένα μόμπιλα (έπιπλα) έβγαιναν στην αυλή και το προσφυγικό δωματιάκι γινόταν πίστα χαράς και ξεφάντωσης. Οι κουδουνάτοι, πάντα καλομπεγέντιστοι (ευπρόσδεκτοι), σκορπούσαν το γέλιο και χόρευαν ασταμάτητα, τραγουδώντας ούλα τ’ αρσίζικα του ντουνιά!
Ψυχή της Αποκριάς στη Ν. Ερυθραία ήταν κάποτε ο θρυλικός Βασίλης Ντεληγιάννης, ένας Βουρλιώτης πρόσφυγας που σοφιζόταν κάθε χρόνο χίλια δυο μασκαρέματα κι έφτιαχνε μικρούς «θιάσους», παρέες κουδουνάτων που έκαναν την αποκριάτικη εμφάνισή τους στην κεντρική πλατεία της Ν. Ερυθραίας, μπροστά στο σπίτι του, μέσα σε πανδαιμόνιο από γέλια, τουμπελέκια και φάρσες. Πότε καλούσε τσι χήρες για να ντως βρει γαμπροί, πότε μάζευε ένα κοπάδι μαντράχαλους ντυμένους μωρά και τους κυνηγούσε μ’ ένα βρακί ως ταλαίπωρη μάνα, πότε έκανε τον ψαρομανάβη και πουλούσε αντί για ψάρια ομοιώματα γεννητικών οργάνων, διαλαλώντας χαρακτηριστικά: ‘’Λούτσοι, έχω λούτσοι καλοί με σαφρίδια μπόλικα! Να τρώ’ η χήρα και να μη δώνει τση παντρεμένης!’’
Πολλές φορές η ψωρομπατούλια (παλιοπαρέα) του γέρο-Ντεληγιάννη με τους κουδουνάτους του έφτανε με τα πόδια ως την Καισαριανή, σκορπώντας το κέφι σε φίλους, συγχωριανούς και συγγενείς που έμεναν σ’ εκείνη την προσφυγογειτονιά, όπως έκανε και πριν από το 1922, που ηγύριζε ξεφαντώνοντας σε ούλοι τσι μαχαλάδες του Βουρλά.
Στις μέρες μας τα αποκριάτικα γλέντια συνεχίζονται σχεδόν ξέπνοα, χωρίς ελληνικό χρώμα, βαθύτατα επηρεασμένα από τον απάνθρωπο ρυθμό και τις συνθήκες της εποχής μας. Έχουν χάσει πια το γνήσιο λαϊκό χαρακτήρα τους, έχουν γίνει αστικά καρναβάλια βραζιλιάνικου ή βενετσιάνικου τύπου, πνιγμένα σε χολυγουντιανά στρας. Το Μοσχάτο κι Πάτρα ‘’ουδεμίαν απολύτως σχέσιν έχουν’’ με το πραγματικό, το αληθινό ελληνικό καρναβάλι. Ο υποκριτικός καθωσπρεπισμός, η άκρατη ξενομανία κι ο ενοχλητικός σουσουδισμός είναι πλέον τα κύρια και χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους, όπως σε τόσες και τόσες άλλες πτυχές της ζωής μας.
Δυστυχώς, τα αρσίζικα τραγούδια και τα τουμπελέκια έχουν σιγήσει για πάντα στις γειτονιές της Ν. Ερυθραίας. Ελάχιστα σπίτια (κάθε χρόνο και λιγότερα) στήνουν πια τα πατροπαράδοτα αποκριάτικα ζέφκια. Οι κουδουνάτοι γινήκανε μετρημένοι στα δάχτυλα. Καμιά μουτσούνα δεν χτυπά σήμερα ακάλεστη την πόρτα ενός σπιτιού. Το διονυσιακό κέφι της Αποκριάς και η καλή διάθεση των χτεσινών γλεντοκόπων αντικαταστάθηκαν από τη μουρτζουφλιά (βαρυθυμία), την ανγκούσα (άγχος) και τη μιζέρια του σύγχρονου τρόπου ζωής.
………………………………………….Από τον Θοδωρή Κοντάρα.