Ο Παύλος Φλώρος γεννήθηκε στη Σμύρνη, γιος εμπόρου από τη Δημητσάνα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στα Βουρλά της Ιωνίας, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του μετά τα ορλωφικά γεγονότα. Φοίτησε στην Αναξαγόρειο Σχολή στα Βουρλά, στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χρήστου Αρώνη και στη Γερμανική Σχολή στη Σμύρνη και τέλος στη Λειψία, όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και ξένες γλώσσες. Στα τελευταία του έργα παρουσίασε μια στροφή του ενδιαφέροντός του στο χώρο των παιδικών αναμνήσεων και των ταξιδιών του. Ο Παύλος Φλώρος τιμήθηκε με τον έπαινο του καλοκαιρινείου θεατρικού διαγωνισμού του 1939 για το έργο του Κυβερνήτης Καποδίστριας, το βραβείο της Εστίας Νέας Σμύρνης (1976 για το μυθιστόρημα Σπορά δίχως θερισμό), το κρατικό βραβείο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (1971 για το Οι ελληνικοί δρόμοι).
Τα παρακάτω αναγραφόμενα έχουν γραφεί από τον Παύλο Γ. Φλώρο (1897-1981).Γράφτηκαν τον Σεπτέμβριο του 1928 στο Αμβούργο όπου τότε βρισκόταν ο συγγραφέας και δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» στις 14, 21, 28 Οκτωβρίου καθώς και 11 Νοεμβρίου του έτους 1928, με τίτλο «Ο Βουρλάς και η Αναξαγόρειος Σχολή του», επίτιτλο «Από τα λείψανα της αναμνήσεως» και υπότιτλο «Το ιστορικόν εκπαιδευτικόν κέντρον».
Πολύ αργότερα,τον Δεκέμβριο του 2013(στις 11,12 και 13), αναδημοσιεύτηκαν σε τρεις συνέχειες στον ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ από τον Κώστας Π. Παντελόγλου,απ΄όπου τα αλίευσα και σας τα παραθέτω αυτούσια.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ.
Σήμερα, αύριο και μεθαύριο θα φιλοξενήσω στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας» ένα γραφτό Μικρασιάτη, κοσμοπολίτη των γραμμάτων μας που έζησε τα παιδικά του χρόνια στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Το γραφτό του αυτό, που αναφέρεται σε όσα στον τίτλο σημειώνω, πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» το έτος 1928.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν διαβάζοντας σήμερα το πρώτο μέρος αυτού του γραφτού:
«Το Αρρεναγωγείο της Αναξαγορείου Σχολής ήταν ομορφοχτισμένο, αερικό και ψηλό Μέγαρο, κοντά στην Μητρόπολη της Παναγίας. Φοιτούσαν κάπου εξακόσιοι μαθηταί πριν το 1907. Στην μεγάλη είσοδο θυμούμαι ακόμη, δίπλα στο πετρελαιοφάναρο της Τουρκικής κακοδαιμονίας που … φώτιζε τον στενό δρόμο, την πινακίδα «Αναξαγόρειος Σχολή» και κάτω από τ’ όνομα ξασπροθωρισμένο από το ηλιοβόρι, ζωγραφιστό ένα λυχνάρι όπως ξεσκάφτονται στα συντρίμματα αρχαίων πόλεων, με την φλόγα που θα συμβόλιζε βέβαια το φως της γνώσεως και τον νουν του Κλαζομένειου Αναξαγόρα. Μόλις περνούσες την καγκελωτή θύρα έμπαινες στον Περίβολο όπου κατέβαιναν τα παιδιά τα διαλείμματα. Αριστερά και δεξιά του Κτιρίου το Γυμναστήριον.
Από την δημοσιά που ανηφόριζε από την Σκάλα στον Βουρλά φαινόντανε το μεγαλόπρεπο αρχοντικό Κτίριο, το καμάρι των Βουρλιωτών. Ο Ευρωπαίος υπερηφανεύεται για τα πάρκα, τα θέατρα και την ευμάρεια της ιδιαίτερής του πατρίδος, ο υπόδουλος Έλληνας καμάρωνε τα σχολειά του, όπου συνεκέντρωνε όλο το ξεχείλισμα του ανθρωπισμού του, αφού δεν είχε λόγο στου ξένου Κράτους τα πράματα.
Το Παρθεναγωγείο τότε ήταν χωριστό δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, μέσα σ’ ένα μάλλον στενό κι’ ανήλιο οίκημα. Με τον καιρό πλήθυναν τα σχολιαρόπουλα· οι Βουρλιώτες, ευλογημένοι πάντα με πολλά παιδιά και μη μπορώντας να τα οικονομήσουν όλα στην δουλειά των αμπελιών, βάλθηκαν να «τα μάθουν γράμματα» για να τα στέλνουν ύστερα στην Σμύρνη, στην Αθήνα ή και στην Ευρώπη. Αλλά κι’ από μίαν αξιοπρόσεκτη ευγενική φιλοδοξία άρχιζαν από τότε να τα φέρνουν σε μεγαλύτερο βαθμό στο σχολείο. Πολλοί από τους πελάτες των εμπόρων που αγόραζαν την σταφίδα τους τον Αύγουστο όταν ήταν να υπογράψουν τα «ομόλογα» για τα χρήματα που οι έμποροι τους πλήρωναν προκαταβολικώς τον χειμώνα ή την άνοιξη κοκκίνιζαν κι’ έλεγαν σιγά-σιγά, ντροπαλοί: – Αφεντικό, δεν ειξέρω γράμματα! Και υπόγραφαν μ’ ένα σταυρό άνισο και κλαδωτό, χαράζοντάς τον με την πέννα που την έπιαναν στα τρεμάμενα δάχτυλα, αδέξια καθώς τα μικρά παιδιά στα πρώτα τους σχολικά βήματα.
Η Δημογεροντία και η Εφορία αποφάσισαν το 1907 (ή 1908) να βάλουν εμπρός ένα νέο Κτίριο, που θάτανε ακόμη μεγαλύτερο κι’ ομορφώτερο από το Αρρεναγωγείο. Τα χρήματα δεν έσωναν μ’ όλον που είχε γίνει έρανος ανάμεσα στους προκρίτους και δυο-τρεις μεγάλοι ευεργέτες έδωσαν σεβαστά ποσά, εκτός που υπήρχαν μαζεμένα κάμποσα κληροδοτήματα. Το καινούργιο Κτίριο θα στέγαζε το Αρρεναγωγείο που είχε πάντα περισσότερους μαθητές και Παρθεναγωγείο θα γίνονταν το παλαιό Μέγαρο.
Η φωτογραφία είναι μπροστά στην είσοδο της Αναξαγορείου και μου την έδωσε η Ελένη Κούρτη.
Ήμουν ακόμη παιδί. Στην Αναξαγόρειο είχα πάγει ως την τρίτη τάξη Δημοτικού· από εκεί μ’ έστειλαν οικότροφο στην Σμύρνη, στην γνωστή Σχολή Χ.Αρώνη. Το καλοκαίρι του χρόνου που είχε αρχίσει το χτίσιμο (του νέου Κτιρίου) είμαστε, όπως πάντα, για εξοχή στην Σκάλα του Βουρλά, εκεί που ήταν άλλοτε η αρχαία πόλις Κλαζομεναί. Πρωί-πρωί που ξυπνούσαμε στην ονειρεμένη εκείνη χώρα πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στην ακροθαλασσιά με την μπουκιά στο στόμα. Όλα μας ενδιέφεραν: οι ναύτες που αγουροξυπνημένοι σάρωναν κι’ έπλεναν τα παραδαλοβαμμένα τους καΐκια κι’ άναβαν την φουφού για το μεσημεριανό φαγί. Τα νέα καράβια πούχαν ρίξει άγκυρα από βραδύς εμπρός στο λοιμοκαθαρτήριο του Άη Γιάννη με ανεβασμένη την κίτρινη σημαία. Ψαράδες που ξεκινούσαν για να ρίξουν τα παραγάδια με μαντηλοδεμένα τα κεφάλια λιγομίλητοι σαν στρατιώτες σκοποί. Οι αγριομάτηδες τουρκολαζοί τελωνοφύλακες που βάναυσοι κι’ αιμοβόροι περνούσαν από την νυχτερινή τους περιπολία να πάνε να πλαγιάσουν στα καΐκια τους τ’ αραγμένα πέρα κει στην ακρογιαλιά των «καλαμιών». Τους κοιτάζαμε ζαρωμένοι από φόβο και μας φαίνονταν περίεργο πώς μπορούσαν και σήκωναν στην ζώνη και στο στήθος τόσα πιστόλια, μαχαίρια και τόσες σφαίρες. Πολλοί Βουρλιώτες, συνεννοημένοι με Σαμιώτες, έφερναν τα χρόνια εκείνα με κίνδυνο της ζωής τους από την Σάμο κι’ άλλα ελεύθερα νησιά καπνό κρυφά στα Βουρλά. Τους λέγανε «κοντραμπατζήδες» (κοντρεμπαντιέ). Ήταν παλληκάρια κι’ αψηφούσαν τον κίνδυνο. Πόσους βλέπαμε να τους περνούν οι τουρκολαζοί μέσα από την Σκάλα (του Βουρλά), άλλους δεμένους πισθάγκωνα με σχοινιά και σίδερα, δυο-δυο σαν ζώα, με άχτι χτυπώντας τους με το καμτσίκι ή με τον υποκόπανο, κι’ άλλους κυλισμένους μέσα στο αίμα τους, ριγμένους κουβάρι πάνω σε σακκούλες όπου ξεχώριζαν τα γυαλένια από τον πόνο μάτια τους κάτω από τα μουσκεμένα από θαλασσινό νερό μαλλιά τους. Ο Σαμιώτικος καπνός κυκλοφορούσε ανάμεσα στους μυημένους κι’ ήταν πολύ πιο φτηνός από τον Τούρκικο του μονοπωλίου. Πολλές φορές οι τουρκολαζοί έπιαναν την νύχτα λαθρεμπορικά καΐκια κι’ ακουάμε τουφεκιές κι’ εβλέπαμε να περνούν τρεχάτοι μέσα απ’ το κοιμισμένο χωριό κατά την άλλη ακρογιαλιά και με τα μαρτίνια τους σε στάση εφόδου άλλους τουρκολαζούς που πήγαιναν να μεταπιάσουν στ’ αδέρφια τους.
Τα σκεπαρνίσματα των καλαφατών ρύθμιζαν όλη αυτή την κίνηση σαν χτυπήματα γιγαντιαίου ρολογιού και τα καζάνια όπου έβραζαν η πίσσα και το κατράμι λες κι’ άξιζαν να μυριοψήσουν της φυλής μας τις βλαβερές δεισιδαιμονίες».
Τελειώνει στο σημείο αυτό το πρώτο μέρος του γραφτού που αναφέρεται στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, στην Αναξαγόρειο Σχολή τους και στον Μητροπολιτικό Ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου (αλλά και στην εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας) – αύριο, και πάλι στην στήλη «Μικρασιατικές Σελίδες» του «Κόσμου της Ν.Φιλαδέλφειας», θα καταχωρήσω το δεύτερο μέρος αυτού του γραφτού.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ.
Καταχωρώ σήμερα το δεύτερο μέρος του γραφτού που αναφέρεται σε όσα στον τίτλο σημειώνω, γραφτού Μικρασιάτη, κοσμοπολίτη των γραμμάτων μας που έζησε τα παιδικά του χρόνια στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, γραφτού που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» το έτος 1928.
«Εκείνο το πρωί όμως οι στεριανοί Βουρλιώτες είχαν την πλειονοψηφία κι’ ήταν οι ήρωες της ημέρας στην προκομμένη ζωή του μικρού λιμανιού. Καμμιά σαρανταριά παιδιά και παλληκάρια, άλλα με τα σαλβάρια, άλλα «φραγκοφορεμένα», ήταν μαζεμένα εμπρός σε δυο-τρεις μπρατσέρες διπλαρωμένες στην προκυμαία. Πάρα πέρα περίμεναν αραδιασμένα τέσσερα-πέντε κάρρα, βωδάμαξες, χωρίς ζωντανά ζεμένα εμπρός τους. Τα είχαν φέρει μαζύ τους τα Βουρλιωτάκια. Τα νειόφταστα καΐκια ξεφόρτωναν μάρμαρα, μεγάλους πελεκημένους κι’ ακατέργαστους όγκους, που είχαν παραλάβει από τα Ελληνικά νησιά. Τους έδεναν με χοντρά σχοινιά με την ίδια λαχτάρα πούδεναν στα σαμάρια της γκαμήλας ή του μουλαριού την αγαπημένη σταφίδα τους για να την κουβαλήσουν από των αμπελιών τ’ αλώνια πάνω στον Βουρλά.
Κάθε κάρρο, όταν ήταν έτοιμο, το τραβούσαν καμμιά δεκαριά παιδιά τραγουδώντας εθνικά τραγούδια πούχαν μάθει στο Σχολείο. Γελαστά περήφανα να ζεύωνται οι ίδιοι με διπλή και τρίδιπλη αντοχή που την δυνάμωνε ο ενθουσιασμός του παλληκαριού των αμπελιών και του ελεύθερου αέρα. Κι’ έσερναν τα κάρρα με τ’ ακριβά μάρμαρα που θα στόλιζαν το καλορίζικο (Σχολείο) όπου θα μάθαιναν γράμματα εκείνοι και τ’ αδέρφια τους και τα παιδιά τους. Χαρούμενες ανεβοκατέβαιναν των κάρρων οι ρόδες πάνω στις άνισες πέτρες του δρόμου και μέσα στους λάκκους. Η ανθρώπινη, «χεροδύναμη» αγάπη, η ίδια ζεμένο ζωντανό – με το κορμί της – κι’ η ίδια αγωγιάτης – με το μάτι και τον φωτισμένο νου. Τα μικράκια, κουρασμένα από την αγρύπνια – είχαν ξυπνήσει αυγή-αυγή για να «κατέβουν» από την χώρα – τάβαλαν να καθίσουν πάνω στα μάρμαρα. Και ξεκίνησε η συνοδεία με φωνές: – Ζήτω η Αναξαγόρειος – Ζήτω.
Τα παλληκάρια από πατριωτισμό είχαν προτείνει στην Δημογεροντία να μεταφέρουν χάρισμα τα μάρμαρα. Μια ώρα έκαμαν να κατέβουν την δημοσιά από τον Βουρλά και δυο ώρες χρειάσθηκαν για να γυρίσουν, με φορτωμένα τα κάρρα τον ανήφορο. Γιατί ο Βουρλάς ήταν χτισμένος τέσσερα χιλιόμετρα από την θάλασσα, ανάμεσα σε έξη εφτά βουναλάκια. Φαίνεται από φόβο των πειρατών των περασμένων αιώνων διάλεξαν το μέρος εκείνο οι πρόγονοί μας, ενώ η αρχαία πόλις Κλαζομεναί ήταν παραθαλάσσια και ξαπλώνονταν ως πέρα στο νησάκι του Άη Γιάννη, εκεί όπου ο έφορος αρχαιοτήτων κ. Γ. Οικονόμου έκαμε ανασκαφές το 1921-1922 με μεγάλη επιτυχία («Αι ανασκαφαί των Κλαζομενών», Επετηρίς Αρχαιολογικής Εταιρείας).
Το νησί αυτό επί Τουρκοκρατίας εχρησίμευε και χρησιμεύει ακόμη σήμερα ως λοιμοκαθαρτήριο. Το ένωνε με την στεριά ένας στενός δρόμος, πολύ στενός για να ονομασθεί μώλος – χτισμένος από τους Τούρκους ίσως πάνω στα ίχνη του βυζαντινού δρόμου, γιατί στην αρχή του, στο μέρος που τελείωνε η στεριά, ήταν μια ξερόβρυση περιτριγυρισμένη από στρώμα ψηφιδωτού. Δέκα μέτρα πάνω-κάτω αριστερά από τον νέο δρόμο, παράλληλα μ’ αυτόν, το κύμα έγλυφε τους καταστραμμένους ογκόλιθους του αρχαίου δρόμου – ελληνικού και ρωμαϊκού, που είχαν πρασινίσει και γυάλιζαν στον ήλιο, στρογγυλεμένες από την αλμυρή του κύματος γλώσσα και σκεπασμένες από θαλασσινή χλόη, πεταλίδες και μύδια. Λέγονταν στον Βουρλά «δρόμος του Μεγάλου Αλεξάνδρου».
Όταν το Κτίριο (του Σχολείου) ήταν πια προχωρημένο και τα χρήματα λιγόστευαν, φτωχοί χτίστες προσφέρθηκαν να δουλέψουν χάρισμα δυο-τρεις μέρες την εβδομάδα, και μαραγκοί και σιδεράδες. Έδωκαν κι’ οι πλούσιοι του Βουρλά ακόμη συνδρομές και τα ονόματά τους χαράχθηκαν με χρυσά γράμματα πάνω στις δυο μεγάλες μαρμάρινες πλάκες «δωρηταί» και «ευεργέται» που έπεφτε πάνω τους το μάτι σου μόλις έμπαινες στο Σχολείο. Αν ήμουν Δημογέρων ή Έφορος θα είχα προτείνει να γραφούν και τα ταπεινά ονόματα των φτωχών παλληκαριών και των δουλευτάδων που, μην έχοντας να προσφέρουν από την σακκούλα τους, χάρισαν τον κόπο τους και την καρδιά τους, σημαδεύοντας της αγνής φυλής το ευγενικό ξύπνημα, ύστερα από των γραμματισμένων κι’ οδηγών την ανάπαυση. Αυτωνών τα ονόματα θάπρεπε να τα κληρονομήσουν οι ερχόμενες γενεές, γιατί τέτοιοι ενθουσιασμοί είναι που ψηλώνουν κι’ ανεβάζουν σε ζηλεμένα επίπεδα τα Έθνη. …
Η κεντρική είσοδος της Αναξαγορείου.
Κι’ όταν πια ήταν έτοιμο το καμαρωτό Σχολείο, σε χίλιους έφτασαν οι αρσενικοί μαθηταί κι’ εξακόσια ως εφτακόσια τα κορίτσια, πάνω σε πληθυσμό τριανταπέντε χιλιάδων και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικώς χωριανών αμπελουργών, που τους έφτανε δεν τους έφτανε η χρονιάτικη εσοδεία της σταφίδας να ζήσουν όπως-όπως. Απ’ αυτό το Σχολείο βγήκαν γεμάτοι από αγάπη για τον δροσερό Βουρλά τόσοι και τόσοι νέοι που ξενητεύθηκαν και γύρισαν ύστερα από χρόνια. Άλλοι σπουδασμένοι έμποροι, γιατροί, καθηγηταί, θεολόγοι, γεωπόνοι, ανώτεροι κληρικοί, φαρμακοποιοί που είχαν εγκατασταθή στην Αθήνα, στην Σμύρνη ή στην Αλεξάνδρεια και στην Αβυσσηνία. Άλλοι από την Αμερική έστελναν κάθε τόσο τις επιταγές των δολλαρίων, που σαν ακτίνα ουράνιου τόξου μπαίνουν μέσ’ τα σπίτια, ανέλπιστοι θησαυροί, παραμυθένιοι για σκεβρωμένα από το μεροδούλι γέρικα χέρια γονιών ή για τα χέρια της αδελφής που ξενυχτά για να ράψη τα προικιά της. Μα και κοπέλλες άξιες δασκάλισσες, νοσοκόμες και γιάτραινες έστελνε ο Βουρλάς στις μεγάλες του Ελληνισμού πόλεις».
Στο σημείο αυτό τελειώνει το δεύτερο μέρος του γραφτού που αναφέρεται στα Βουρλά, στην Αναξαγόρειο Σχολή τους, στον Μητροπολιτικό Ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου και στην εικόνα της Παναγιάς της Βουρλιώτισσας. Αύριο θα καταχωρήσω το τρίτο (και τελευταίο) μέρος αυτού του γραφτού και πάλι στην στήλη του «Κόσμου της Ν. Φιλαδέλφειας» Μικρασιατικές Σελίδες.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ.
Καταχωρώ σήμερα και το τρίτο (τελευταίο) μέρος του γραφτού που αναφέρεται σε όσα στον τίτλο σημειώνώ, γραφτού Μικρασιάτη, κοσμοπολίτη των γραμμάτων μας που έζησε τα παιδικά του χρόνια στα Βουρλά της Μικράς Ασίας, γραφτού που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» το έτος 1928.
«Όλοι αυτοί σπάνια έπαιρναν από τον Βουρλά οριστικά τις οικογένειές τους μαζύ τους. Ο Βουρλιώτης, όσο τυραννισμένος κι’ αν ήταν από το άστοργο Κράτος των Τατάρων, που τους κατέσχε και την τελευταία τους «στρώση» όταν ύστερα από κακουχίες δεν είχε να πληρώση τους φόρους, δεν ξεκολλούσε από την γη του. Έστελνε το παιδί του, το ανήψι του, το εγγόνοι του, για να καλλιτερέψη την τύχη του, για να πληρώση τον ορίζοντα της οικογένειας, αλλά όχι για να ξεριζωθή.
Διευθυνταί της Αναξαγορείου Σχολής, απ’ όσους θυμούμαι ακόμη ύστερα από τόσα χρόνια ήταν ο κ. Χαμουδόπουλος, ο κ. Φαίδας, ο κ. Δημ. Γληνός του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
Αντίκρυ στην (Αναξαγόρειο) Σχολή ήταν η Μητρόπολη της Παναγιάς· πανηγύριζε την 15ην Αυγούστου, το «Δεκαπενταύγουστο», και τραβούσε πολύ πλήθος προσκυνητών και μάλιστα από την Σμύρνη. Ο εσωτερικός και εξωτερικός αυλόγυρος γέμιζε στρώματα, ψάθες, όπου ξενυχτούσαν φτωχοί πανηγυριώτες ή αμαρτωλοί κι’ εκείνοι πούφερναν αρρώστους του κορμιού ή της ψυχής κάτω από την θαυματουργή σκεπή της Παναγίας. …
Θυμούμαι ακόμη πολύ ζωντανά, ένα απόγευμα – ήμουν ακόμη παιδί δέκα χρόνων – που περιδιαβάζοντας με πριν συμμαθητές μου εμπρός στα κελλιά των παπάδων και των καλόγερων, είδα μαζεμένο κόσμο έξω από την καμαρίτσα του καντηλανάφτη. Εμπρός στην πόρτα, που ήταν μισάνοιχτη για να μην μπαίνη φως στέκονταν ένα «ψαλτάκι» και φύλαγε να μην μπη κανένας μέσα. Του δώσαμε τον λόγο μας πως θάμαστε φρόνιμοι και μας έδωκε την άδεια να ρίξωμε μια ματιά. Στο μισοσκόταδο τρεμόλαμπε το φυτίλι του καντηλιού, το παράθυρο ήταν κατάκλειστο και τραβηγμένη η κουρτίνα. Ξεχωρίσαμε ένα κεφάλι γέρου ακούνητο, με κατάλευκη, σεβάσμια γενειάδα. Από το μαντήλι που περιτύλιγε το φέσι του, σε σχήμα χαμηλού σαρικιού δεμένο, όπως το φορούν οι χωριανοί Τούρκοι, φάνηκε πως ήταν μουσουλμάνος. Τα ματόκλαδά του ανοιγοσφαλούσαν δειλά-δειλά σαν εκείνου που ξυπνά άξαφνα σε μέρος πλημμυρισμένο από του ήλιου το φως. Μια απόκοσμη αγαλλίασις ζωντάνευε τα χαρακτηριστικά του, που δεν είχαν τίποτε το μογγολικό ή ταταρικό των πρώτων Τούρκων, όπως εξ άλλου και οι περισσότεροι σημερινοί Τούρκοι μάλλον Ελληνικές φυσιογνωμίες έχουν. Οι γενιές τους είναι δίχως αμφιβολία οι φύτρες δια της βίας τουρκεμένων βυζαντινών προγόνων μας, ολόκληρων συνοικισμών ή γιανιτσαρόπαιδων. Το τατάρικο αίμα σβύστηκε καθώς σταγόνα μέσα στον ωκεανό. Φύτεψε όμως στα βάθη της αλλαξόπιστης ψυχής το αιμοβόρο ένστικτο του κατακτητή. Λαγοκοιμάται τις εποχές της ειρήνης κι’ αναδίνει, σαν απολυτρωμένο, τον καιρό των πολέμων και των περιοδικών σφαγών, το αιμόδιψο λουλούδι του, που είναι καθώς εκείνα τα ορχιδοειδή – στον Βουρλά τα λέμε «λυκάκια» ή «λαγουδάκια» δεν θυμάμαι και καλά – που χάφτουν το θύμα τους – την μυίγα – αφήνοντάς το να σπαρταρήση και πριν σωριαστή αναίσθητο να δοκιμάση δέκα φορές τον θάνατο.
Ένας που ήξερε τουρκικά τον ερώτησε αν βλέπη καλά. Ο Τούρκος είπε πως βλέπει μα δεν μπορεί έτσι γρήγορα κιόλας να συνηθίση στο φως, έστω και του καντηλιού. Είχε έρθη αόμματος ναύρη το φως του, κι’ η μεγάλη του πίστη, ας πάει να ήταν και σε ξένο γι’ αυτόν θεό, τον γιάτρεψε.
Έτσι οι Τούρκοι, πράμμα δυσκολοεξήγητο, τιμούσαν τους δικούς μας αγίους, όταν αυτοί στην περιφέρειά τους είχαν βγάλει όνομα θαυματουργών, και ιδιαίτερα τον Άγιο Γεώργιο.
Στο πλούσιο εικονοστάσιο της Μητροπόλεως, δίπλα στην Ωραία Πύλη του «ιερού» θυμούμαι την ασημωμένη εικόνα της Παναγίας που την έλεγαν πολύ παλιά κι’ όπως συνηθίζεται την απέδιδαν στον Άγιο Λουκά. Η ιστορία μας λέγει πως σε πολλά μέρη ο λαός επικαλείται την πατρότητα του αγίου τούτο για τα «θαυματουργά» εικονίσματα.
Η Αναξαγόρειος (Σχολή), Αρρεναγωγείο και Παρθεναγωγείο, καθώς και η Μητρόπολις (της Παναγιάς) τινάχτηκαν στον αέρα από τους Τάταρους του 1922, όταν ο Βουρλάς διαλύθηκε στην φωτιά, στο σίδερο και στο φευγιό, στέλνοντας τα ορφανισμένα του παιδιά να μαλάξουν με τα γερά και δουλευτάρικα χέρια τους της Ευρωπαϊκής Ελλάδας τα χώματα.
______________
Μεταξύ άλλων, ανεκάλυψα εις την Βιβλιοθήκην της Αρχαίας Ιστορίας του εδώ Πανεπιστημίου έναν τόμον του παλαιού Ελληνικού περιοδικού «Ξενοφάνης», εκδιδομένου άλλοτε υπό του εν Αθήναις Συλλόγου των Μικρασιατών «Ανατολή» (1905), περιέχοντα μίαν ωραιοτάτην και δια τους αμέσως ενδιαφερομένους Βουρλιώτας … (διατύπωσιν).
Ο συγγραφεύς κ. Κλ. Ιατρίδης, δημοδιδάσκαλος, γράφει σχετικώς επί λέξει:
«Η Παναγία (Κοίμησις της Θεοτόκου) είναι ο αρχαιότατος Ναός της πόλεως, χρησιμεύων ως Μητροπολιτικός. Ενταύθα ευρίσκεται θαυματουργός εικών της Θεομήτορος. Επί της εισόδου φέρει πλάκα μαρμάρινον φέρουσαν την εξής επιγραφήν εξ ης εξάγεται και το ιστορικόν αυτού, έχει δε η επιγραφή ώδε:
«Δις αναδομηθείς το πάλαι ο θείος και πάνσεπτος Ναός της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, τρίτον ήδη αύθις θείω ελέει ανηγέρθη εκ βάθρων, ως οράται νυν, επί Σαμουήλ του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Εφέσου, του Βυζαντίου, προστασία του ενδοξοτάτου και Φιλοχρίστου άρχοντος διερμηνευτού του βασιλικού στόλου κ. Χαντζερή, σπουδή δε και επιμελεία των ενταύθα προκρίτων και λοιπών ορθοδόξων Χριστιανών, ων τα ονόματα καταγράφει η εν βίβλω ζωή. Κατά το ΑΨΗΣ (1796) εν μηνί Αυγούστω».
Το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη αναφέρει ως βιβλιογραφίαν Βουρλών τα εξής έργα: G. Skinas, Die Kleinasiatischen Resinen (Bonn 1912) και A. Philipson, Reisen ή Forschungeeim Westtiehen Kleinasien Heft II (1911).
Σημ. – Στον Βουρλά εχρησιμοποιείτο η λέξις «το κινό (κοινόν) όταν επρόκειτο περί Συμβουλίου της Κοινότητος, της Δημογεροντίας κλπ. Ο Δημογέρων π.χ. που ήταν έτοιμος να πάγη στο Συμβούλιο έλεγε, όταν τον ρωτούσαν πού πηγαίνει: «Πάω στο Κοινό». Ενδιαφέρουσα η διατήρησις της αρχαιοτάτης αυτής λέξεως στην άνω σημασία της».
Τελειώνει εδώ το γραφτό που καταχώρησα σήμερα, χτες και προχτές, εδώ στον «Κόσμο της Ν. Φιλαδέλφειας» στην στήλη «Μικρασιατικές Σελίδες». Μένει τώρα να σημειώσω πως το γραφτό αυτό είναι του Παύλου Γ. Φλώρου (1897-1981), γράφτηκε τον Σεπτέμβριο του 1928 στο Αμβούργο όπου τότε βρισκόταν ο συγγραφέας του και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην βδομαδιάτικη εφημερίδα «Προσφυγικός Κόσμος» στις 14, 21, 28 Οκτωβρίου καθώς και 11 Νοεμβρίου του έτους 1928, με τίτλο «Ο Βουρλάς και η Αναξαγόρειος Σχολή του», επίτιτλο «Από τα λείψανα της αναμνήσεως» και υπότιτλο «Το ιστορικόν εκπαιδευτικόν κέντρον».
ΥΓ…..Δυό λόγια για τον Παύλο Φλώρο(1897-1981).
Ο Παύλος Φλώρος γεννήθηκε στη Σμύρνη, γιος εμπόρου από τη Δημητσάνα. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στα Βουρλά της Ιωνίας, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του μετά τα ορλωφικά γεγονότα. Φοίτησε στην Αναξαγόρειο Σχολή στα Βουρλά, στο Ελληνογαλλικό Λύκειο του Χρήστου Αρώνη και στη Γερμανική Σχολή στη Σμύρνη και τέλος στη Λειψία, όπου σπούδασε πολιτικές επιστήμες και ξένες γλώσσες. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή έφυγε για το Αμβούργο, όπου παντρεύτηκε, απέκτησε παιδιά και παρακολούθησε μαθήματα ιστορίας και φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο. Το 1929 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη. Ξαναταξίδεψε στην Ελβετία (1952-1954) και τη Γερμανία (1954-1956) και από το 1966 ως το τέλος της ζωής του έζησε -με τη δεύτερη γυναίκα του – στην Εκάλη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1913 με δημοσιεύσεις ποιημάτων στην εφημερίδα Χαραυγή της Μυτιλήνης. Συνεργάστηκε επίσης με το Νουμά, την Ελληνική Επιθεώρηση, τον Προσφυγικό Κόσμο, την Ιόνιο Ανθολογία, τη Βραδυνή, τη Νέα Εστία, τη γαλλόφωνη εφημερίδα Intrensigeant της Σμύρνης και τις εφημερίδες Journal des Hellenes του Παρισιού και Hellas του Αμβούργου, όπου δημοσίευσε ποιήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικά κείμενα και κοινωνιολογικές μελέτες. Ο Παύλος Φλώρος ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες της γενιάς του μεσοπολέμου, ειδικότερα στην ομάδα των κοσμοπολιτών, εκείνων δηλαδή που έζησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Ευρώπη και επηρεάστηκαν από τα εκεί λογοτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα. Το έργο του Φλώρου παρουσιάζει επιδράσεις από το καλλιτεχνικό ρεύμα του αισθητισμού και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του είναι ο δοκιμιακός λόγος, η συναισθηματική απόσταση και η σκεπτικιστική στάση που τηρεί έναντι των ηρώων του (η οποία μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την εμπειρία της γερμανικής κατοχής παρουσίασε κάμψη προς κάποια συναισθηματική συμμετοχή του συγγραφέα στα δρώμενα) και η προβολή ιδεών μέσα από τα πρόσωπα των έργων του. Στα τελευταία του έργα παρουσίασε μια στροφή του ενδιαφέροντός του στο χώρο των παιδικών αναμνήσεων και των ταξιδιών του. Ο Παύλος Φλώρος τιμήθηκε με τον έπαινο του καλοκαιρινείου θεατρικού διαγωνισμού του 1939 για το έργο του Κυβερνήτης Καποδίστριας, το βραβείο της Εστίας Νέας Σμύρνης (1976 για το μυθιστόρημα Σπορά δίχως θερισμό), το κρατικό βραβείο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (1971 για το Οι ελληνικοί δρόμοι).