Βουρλά.
Η πόλη που αναγεννήθηκε από τις στάχτες των αρχαίων Κλαζομενών που ανακαλύφθηκαν να «κείτονται» κάτω από λίγο έδαφος στην παραλία της Σκάλας των Βουρλών,το σημερινό όσο και αρχαίο επίνειο της περιοχής.
Η Σκάλα, μόλις 4 χλμ. από τα Βουρλά, με το χαρακτηριστικό «Καφενέ του Μπατή» δίπλα στην προκυμαία, μαζί με τα όλα τα σωζόμενα μέχρι σήμερα ελληνικά σπίτια και αποθήκες των ξεριζωμένων Ιώνων, που δεν κάηκαν και στέκουν μάρτυρες ακλόνητοι της πικρής ιστορίας του τόπου.
Τα Βουρλά δυστυχώς κάηκαν σχεδόν ολοσχερώς αλλά το τμήμα που συνόρευε με τον τουρκομαχαλά γλύτωσε από τις φλόγες και τα λιγοστά ελληνικά σπίτια παραμένουν μέχρι σήμερα άσβεστοι μάρτυρες της λαμπρής ιστορίας που διακόπηκε απότομα το ΄22.
Πως ήταν όμως τα Βουρλά λίγα χρόνια πριν την καταστροφή, τότε που η θρυλική ιωνική πόλη με τους 32.000 Ελληνες κατοίκους της,σε σύνολο 35.000 περίπου,ευημερούσε από τις πλούσιες γεωργικές σοδιές (κύρια σταφίδα, σύκα, και κηπευτικά) των ρεσπέρηδων και τις εξαγωγές των δαιμόνιων ελλήνων φατόρων (εμπόρων) που ο Κεμάλ ήθελε να εξολοθρεύσει, γνωρίζοντας ότι ήλεγχαν σημαντικά την οικονομία της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Λίγο πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος πολέμος τον Ιούνιο του 1914, το οθωμανικό καθεστώς καταρρέοντας, εφαρμόζει και πάλι τρομοκρατία κατά των ισχυρών οικονομικά μειονοτήτων και μέτρα εθνοκάθαρσης (μέθοδο και πρακτική που οι τότε Γερμανοί σύμμαχοί, τους συμβουλεύουν). Καίνε και λεηλατούν την Θράκη και περιοχές της Μικρασίας, όπως η Φώκαια (βόρεια της Σμύρνης) και τα Αλάτσατα (στα δυτικά των Βουρλών).
Τα Βουρλά «γλυτώνουν» τους ομαδικούς διωγμούς χάριν του γενναίου «μπαξισιού» και των καλών σχέσεων του Κοτζάμπαση (μπέη) της περιοχής, Χατζηγιαννακού Μόσχοβα. Όμως γίνονται ορμητήριο του τουρκικού στρατού και επιτάσσονται πολλά μεγάλα κτήρια. Έτσι η Αναξαγόρειος Σχολή, το καμάρι της πόλης και κτήρια όπως το Νοσοκομείο (Σπιτάλια) επιτάσσονται και η πόλη μετατρέπεται σε εμπόλεμη ζώνη. Σταματούν οι καλλιέργειες και το εμπόριο, με άμεσο επακόλουθο να παγώσει η οικονομία και οι κάτοικοι να υποφέρουν. Η συνεχής επιστράτευση για τα τάγματα εργασίας, τα ονομαστά «αμελέ ταμπουρού» Ελλήνων και άλλων χριστιανών όπως Αρμένιων, οδηγεί στην αύξηση των «κατσάκηδων» (φυγόστρατων), που είτε κρύβονται, είτε φεύγουν για να καταταχθούν στον στρατό της Αντάντ (Entent-συνεργασία Αγγλογάλλων και αργότερα Σέρβων και Ρώσων) που μαχόταν στα Βαλκανικά Οθωμανικά εδάφη τις δυνάμεις των Τούρκων και Βουλγάρων. Είναι χαρακτηριστικές οι κρύπτες που είχαν κατασκευάσει τότε πολλοί Σμυρνιοί, Βουρλιώτες και άλλοι μικρασιάτες στα σπίτια τους για να μην ανακαλύπτονται οι συγγενείς και άλλοι συντοπίτες τους φυγόστρατοι.Μέχρι και στις υπόγειες στοές βυζαντινού υδραγωγείου στο κέντρο των Βουρλών (που πιθανόν καταστράφηκαν μετά την πυρκαιά και την ισοπέδωση) κρύβονταν πολλοί Ελληνες.
Η εθελοντική μάλιστα προσέλευση στον συμμαχικό στρατό αυξήθηκε κατακόρυφα μετά την ίδρυση της Επιτροπής Εθνικής Άμυνας στη Μακεδονία τον Αύγουστο του ’16 και το κίνημα του Βενιζέλου -Δαγκλή- Κουντουριώτη ένα μήνα αργότερα. Από τα 3 εθελοντικά τάγματα της Μακεδονίας κυρίως το 1ο (Σερρών) και το 2ο (Αρχιπελάγους) συγκροτούν νέοι μικρασιάτες μαζί με Κρητικούς που ζητούσαν εκδίκηση για τις ψυχές των θυμάτων της μακρόχρονης οθωμανικής θηριωδίας στο πολύπαθο νησί.
Στα Βουρλά, την ίδια περίοδο σταματούν κι όλες οι συλλογικές δραστηριότητες, όπως η λειτουργία της Λέσχης και του Γεωργικού Αδελφάτου (προπομπός των μετέπειτα γεωργικών συνεταιρισμών στην Ελλάδα που θεσμοθέτησε ο Ελ.Βενιζέλος). Και σαν να μην έλλειπαν η πείνα και η καθημερινή αγωνία για την συμπεριφορά των δυναστών, οι εμπόλεμοι Άγγλοι, θέλοντας να πλήξουν τις τουρκικές αποθήκες πυρομαχικών στην Αναξαγόρειο και άλλα κτήρια, βομβάρδιζαν συνεχώς την πόλη από θαλάσσης ανενόχλητοι, αφού ο τουρκικός στόλος ήταν αποκλεισμένος από τις συμμαχικές δυνάμεις και το θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ» μέσα στα στενά του Ελλήσποντου.
Πολλά τα θύματα αμάχων και οι υλικές ζημιές σε σπίτια και δημόσια κτήρια όπως το Καμπαναριό της Παναγιάς και της Αναξαγορείου Σχολής, εκείνη την περίοδο.
Αργότερα το 1916 και το ‘17 εντείνονται οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί και παρότι δίδεται εντολή για μετακίνηση των χριστιανικών πληθυσμών προς το εσωτερικό, αυτή αποσοβείται από τον Πατριάρχη και ξένους μεσολαβητές. Λόγω όμως των συνεχών εχθροπραξιών, οι μεταφορές για Σμύρνη, γίνονταν ομαδικά σε «πομπή» με άμαξες, συχνά με πολλά θύματα από τους ανελέητους βομβαρδισμούς των συμμαχικών πλοίων που συνέχιζαν να παραπλέουν τα μικρασιατικά παράλια.
Με το τέλος του πολέμου (1918) και την συνθηκολόγηση της Οθωμανικού Σουλτανάτου και λίγο αργότερα με την άφιξη των συμμαχικών-ελληνικών στρατευμάτων στην Ιωνία τον Μάιο του 1919, πολλοί Βουρλιώτες ξεσηκώνονται και παίρνουν εκδίκηση σε πολλά γειτονικά τουρκοχώρια .
Το 1920 οι μικρασιάτες κατατάσσονται πλέον μαζικά στον ελληνικό στρατό που βρίσκεται στην Μικρασία.Μόνο απ΄τα Βουρλά κατατάσσονται στον Ε.Σ 3.000 μάχιμοι.
Όμως παρά τον ελληνικό διπλωματικό θρίαμβο με την υπογραφή της ευνοϊκής για την Ελλάδα Συνθήκης των Σεβρών (Αύγουστος 1920), η αναπάντεχη για πολλούς αλλά αναμενόμενη από άλλους ήττα, των Φιλελεύθερων του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου,μουδιάζει προσωρινά τον μικρασιατικό πληθυσμό.
Η συνέχιση της εκστρατείας στο εσωτερικό απαιτεί συνεχώς ενισχύσεις, γι΄αυτό και οι επιστρατεύσεις νέων από 19-26 ετών συνεχίζονται το 1921.Όταν χειροτέρεψε η κατάσταση στο μέτωπο, άρχισε η διανομή όπλων στον ντόπιο πληθυσμό.
Αργότερα συστήνεται η «Μικρασιατική Άμυνα» για την οργάνωση άμυνας σε πολλές πόλεις της Μικρασίας με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου και του Στρατηγού Παπούλα (που θα αντικατασταθεί από τον ανεκδιήγητο Χατζηανέστη) και την ”ουδέτερη στάση” του Υπατου Αρμοστη Α.Στεργιάδη.
Την Άνοιξη του ΄22 γίνονται νέες επιστρατεύσεις των μεγαλύτερων κλάσεων που συρρέουν στα στρατόπεδα Μπαλτσόβα (Balcova) έξω από τη Σμύρνη και Σκούταρι.
Το μοιραίο καλοκαίρι του ΄22 είναι επί θύραις και συμπτωματικά είναι μια πολύ παραγωγική χρονιά για την σταφίδα. Οι ταμπλάδες με την σουλτανιά και ροζακιά σταφίδα έχουν γεμίσει την ύπαιθρο και ο αγροτικός κόσμος δεν βλέπει την ώρα να σακιάσει και να πουλήσει τα μαξούλια του, μέσα στην αγωνία για το τι θα ξημερώσει. Ο «μαύρος καβαλάρης» (Πλαστήρας) υποχωρώντας προειδοποίησε ότι δεν υπάρχει ελπίδα και πρέπει όλοι να φύγουν για να σωθούν, μα πώς να αφήκουν τόση σταφίδα στα σεργιά …
Σημαδιακά ανήμερα του Αη Γιαννού του Αποκεφαλιστή (29 Αυγούστου με το παλιό ημερολόγιο) άρχισε η σφαγή από τους άτακτους Τσέτες που είχαν κατά το Οθωμανικό έθιμο και την «άδεια» από την Νεοτουρκική ηγεσία, για τριήμερο σφαγών, λεηλασιών και βιασμών.
Οι κουλάδες (εξοχικά σπίτια στ΄αμπέλια) μέσα σε λίγες ώρες ερήμωσαν και ορφάνεψαν, οι σταφίδες έμειναν κατάχαμα να περιμένουν τον κύρη τους να τις μαζέψει … μια σπορά δίχως θερισμό, όπως ποιητικά απέδωσε το γεγονός ο βουρλιώτης συγγραφέας Παύλος Φλώρος.
Η σφαγή του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της Μικράς Ασίας πρέπει να συγκαταλεχτεί μεταξύ των γενοκτονιών του αιώνα μας. Ένας ολόκληρος ιστορικός πληθυσμός κι ο πολιτισμός του εξαφανίστηκε με βίαια μέσα.