Οι γιορτές του Πάσχα, έχουν αναμφισβήτητα το πιο έντονο θρησκευτικό χρώμα από όλες τις ελληνικές γιορτές. Προηγείται η λιτή περίοδος προετοιμασίας, η Σαρακοστή με τη νηστεία, τους Χαιρετισμούς, τον ψυχικό, ηθικό και σωματικό εξαγνισμό των ανθρώπων. Ουσιαστικά, οι Πασχαλινές γιορτές αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου και κορυφώνονται το Νιότριτο (Τρίτη της Διακαινησίμου) ή την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής. .
Στη Μικρά Ασία, η Λαμπρή γιορταζόταν με ευλάβεια, κατάνυξη και μεγαλοπρέπεια. Τα έθιμα είναι πολλά και διάφορα. Πολλά από αυτά διατηρούνται μέχρι σήμερα στους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, επειδή συνδέονται άμεσα με τη θρησκεία.
Στην χερσόνησο της Ερυθραίας, αποβραδίς ζύμωναν ένα «Λαζαράκι» ή «Λάζαρο» για κάθε ένα από τα παιδιά της οικογενείας. Επρόκειτο για γλυκίσματα με ανθρώπινη μορφή σε σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, δηλαδή όπως αναπαριστούν τον Λάζαρο στις εκκλησιαστικές εικόνες, φτιαγμένα με ζάχαρη, μαστίχα και κανέλα που τα παιδιά περίμεναν με λαχτάρα. Στο σώμα του ζυμωτού ομοιώματος έβαζαν διάσπαρτες σταφίδες που συμβόλιζαν τις πληγές του Λαζάρου.
Τα κάλαντα για η ανάσταση του Λαζάρου θεωρείται προοικονομία της Ανάστασης του Χριστού.
Το Λαζαροσάββατο, μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στα νεκροταφεία για να περιποιηθούν τα μνήματα των οικείων τους.
Στις πόλεις και τα χωριά, οι γειτονιές αντηχούσαν από τις φωνές των παιδιών που τραγουδούσαν τα λαζαρικά κάλαντα περιφέροντας το ομοίωμα του Λαζάρου σαβανωμένου και στολισμένου με κίτρινες και άσπρες αγριομαργαρίτες.
Οι ημέρες του Πάσχα αποτελούσαν ένα ξεχωριστό γεγονός για τον Ελληνισμό τόσο στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη όσο και στην ευρύτερη Μικρά Ασία. Το Σάββατο του Λαζάρου άρχιζαν οι δραστηριότητες, οι οποίες αποτελούσαν την εισαγωγή στο πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας.
Οι γυναίκες φρόντιζαν για τον καθαρισμό και τον στολισμό των τάφων, ενώ τα παιδιά τραγουδούσαν από γειτονιά σε γειτονιά το εγκώμιο του Λαζάρου.
Οι ομάδες των παιδιών είχαν μαζί τους και μια κούκλα, η οποία παρίστανε τον σαβανωμένο Λάζαρο, ενώ κρατούσαν στεφάνια φτιαγμένα από πράσινα φύλλα και μεγάλες κίτρινες και άσπρες μαργαρίτες.
Οι νοικοκυρές δεν άφηναν παραπονεμένα τα παιδιά που τους χτυπούσαν την πόρτα και φρόντιζαν να τα τρατάρουν αβγά και «λαζάρους», κουλουράκια που στο σχήμα τους αποτυπωνόταν η ανθρώπινη μορφή και ήταν ζυμωμένα με μαστίχα, ζάχαρη και κανέλα.
Όταν βράδιαζε, στα χωριά που βρίσκονταν στην περιφέρεια της Σμύρνης άναβαν μεγάλες φωτιές, πηδούσαν πάνω από αυτές και έλεγαν τροπάρια και τραγούδια στο πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας.
Όταν ξημέρωνε η Κυριακή των Βαΐων, οι οικογένειες ξυπνούσαν νωρίς και ετοιμάζονταν για να πάνε στη θεία λειτουργία. Μετά το τέλος έπαιρναν τα βαγιόκλαρα (δάφνες), που τα τοποθετούσαν στις άγιες εικόνες, δίπλα στο αναμμένο καντήλι. Οι γυναίκες φρόντιζαν την Κυριακή να μαγειρέψουν ψάρια και άλλα νηστίσιμα εδέσματα, σύμφωνα με το έθιμο, ενώ τα παιδιά γύριζαν στα σοκάκια ξεσηκώνοντας τον κόσμο με παραδοσιακά τραγούδια.
Από το πρωί της Κυριακής των Βαίων, μετά τη λειτουργία θα ξεχυθεί το παιδομάνι της φασαρίας στα σοκάκια της πόλης και με τις πλουμιστές ροκάνες στα χέρια, όπως κάθε χρονιά θα τραγουδήσουν τα κάλαντα.
Βάγια Βάγια τω Βαγιώ τρώνε ψάρι και κολιό και την άλλη Κυριακή τρώμε το ψητό τ’ αρνί.
Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές στα κάλαντα του Λαζάρου. Μια άλλη είναι και αυτή:
Ήρτ’ ο Λάζαρος, ήρταν τα Βάγια, ήρτ’ η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
– Πού ‘σουνε, Λάζαρε, πού ‘ν’ η φωνή σου, που σ’ ηγύρευγε η μάνα κι η αδερφή σου;
– Ήμουνε στη γη βαθιά χωμένος και με τσι νεκροί νεκρός κι αποθαμένος.
– Λάζαρέ μου, σαν τι είδες, εις τον Άδη που ηπήες;
– Είδα τρόμοι κι είδα φόβοι, είδα βάσανα και πόνοι.
Δώμουτε, καλέ, λίγο νεράκι, να ξεπλύνω τση καρδιάς μου το φαρμάκι.
Μια φορά το χρόνο ακούγονται τα κροταλίσματα απ΄τις ροκάνες τις ξομπλιαστές που με περίσσεια χάρη έχουν φτιαχτεί. Μικρές, μεγάλες, ξύλινες, τενεκεδένιες ή και κοκάλινες, ανάλογα με την παραδοσακούλα καθενός και απάνω έχουν σκαλισμένους δικέφαλους και σημαίες ελληνικές, καράβια και σταυρούς κι ένα σωρό άλλα σχέδια, σύμβολα νίκης και λευτεριάς. Παρέες-παρέες τα παιδιά θα μπουν στα σπίτια χωρίς να ρωτούν, τραγουδώντας, παίζοντας τις ροκάνες και τινάζοντας κλαδί βάγιας μέσα σε κάθε σπιτικό λέγοντας:
Όξω ψύλλοι και κοριοί. Ήρθε η Άνοιξη η καλή.
Σαν θα τελειώσουν, οι ροκάνες θα μπουν στο εικονοστάσι. Εκεί είναι η θέση τους. Είναι ευλογημένες, αφού αυτές κάθε χρόνο δίνουν το μήνυμα του ερχομού της Άνοιξης μα και της εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα.
Στο μεσημεριανό τραπέζι όλες οι νοικοκυρές θα σερβίρουν ψάρι. Με χίλιους τρόπους θα μαγειρευτεί, κάθε μέγεθος και από κάθε μιλέτι.