Οι γραμμές που ακολουθούν είναι απόσπασμα από την αδημοσίευτη γραπτή μαρτυρία του Παναγιώτη Σταμπούλου, που παραχώρησε στους Γιάννη Κουβά και Βασίλη Γόβατζη και εκείνοι με τη σειρά τους στο Ιστορικό Αρχείο του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ του Δήμου Καισαριανής,από το οποίο το αλιεύσαμε και το παρουσιάζουμε αυτούσιο.
Την επιμέλεια του πολύτιμου κειμένου έκανε ο ιστορικός (συνεργάτης του ΚΕ.ΜΙ.ΠΟ) Ιάσων Χανδρινός.
Γεννημένος στα Βουρλά το 1901, ο Σταμπούλος έζησε τις ευτυχισμένες μέρες στη Μικρά Ασία, την Καταστροφή του 1922 και την αιχμαλωσία από τους Τούρκους. Πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα στις 25 Μαΐου 1923 και ήταν από τους πρώτους «σκηνίτες» της περιοχής γύρω από το Νοσοκομείο Συγγρού. Εκείνη ακριβώς την ημέρα γεννήθηκε η Καισαριανή. Η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία του που καλύπτει τα χρόνια στα Βουρλά της Μικράς Ασίας και τα πρώτα χρόνια ζωής της Καισαριανής μέσα από γλαφυρές περιγραφές που καθιστούν τη μαρτυρία πολύτιμη..
«(…) Έχουν περάσει εννιά μήνες από την καταστροφή της Μικράς Ασίας το 1922.
Από την πούντα της Σμύρνης ταξίδεψα σκαστός για την Αθήνα με το βαπόρι (Ερμούπολη) με ψευδώνυμο Δημήτριος Λεφάκης, ράφτης το επάγγελμα, από την Άνδρο. 33 ετών.
Όταν φτάσαμε εις τον Σαρωνικό, έξω από το Σούνιο, ο καπετάνιος έκαμε κατάσταση των επιβατών του, γιατί εις τη δική μου κατηγορία, υπήρχαν κι άλλοι, εκτός των επισήμων αιχμαλώτων που παρέλαβε. Τότε δήλωσα το πραγματικό μου όνομα, Παναγιώτης Σταμπούλος του Σωτηρίου, στρατιώτης του 56ου Συντάγματος, καταγωγή Βουρλά Σμύρνης.
Η ημέρα είχε προχωρήσει. Φθάσαμε εις το Λοιμοκαθαρτήριο Άγιος Γεώργιος, πρωί 25ης Μαΐου 1923 και εις τον Πειραιά το μεσημέρι. Πρώτη φορά έρχομαι εις την Ελλάδα. Πρωτοπάτησα εις την προβλήτα της Τρούμπας του Πειραιώς. Ήταν ημέρα απογνώσεως και απελπισίας για εμένα. Λίγο αργότερα βρέθηκα σε ένα στάβλο του Μοσχάτου. Εκεί με πήγε η γυναίκα του Καφενέ (Βουρλωτίνα και αυτή, είχε χάσει τον άντρα της τον Σεπτέμβριο του 1922).
Βρήκα σκελετωμένη τη γιαγιά μου, Δεσποινιώ (μητέρα της μητέρας μου), ανάμεσα σε ράκη και βόδια….Αυτή με κόπο με συνόδεψε μέχρι τον Ηλεκτρικό Σταθμό του Μοσχάτου, από εκεί μέχρι το Μοναστηράκι και συνέχεια ρωτώντας βρεθήκαμε εις την πλατεία των Παλιών Ανακτόρων, με τον πελώριο γυμνό χώρο και ακατάστατο. Μόνον με πέντε έως έξι πιπεριές προς την πλευρά του Βασιλικού Κήπου. Εκεί, κάτω από τη μεσημεριανή, μαγιάτικη λάβα και τις πιπεριές, λίγα άτομα ξαπλωμένα, μικρά παιδιά, κορίτσια και δυο-τρεις μητέρες, ανάμεσα σε μπαγκάζια από παλιοκούρελα, περίμεναν άστεγοι και πεινασμένοι την τύχη τους από κάποιον…. Τους πλησίασα κι εγώ, ως όμοιός τους. Ρώτησα μήπως είναι κι αυτοί πρόσφυγες, μου απάντησαν καταφατικά «ναι». Και πως περιμένουν από την περίθαλψη που στεγάζεται μέσα στα Παλιά Ανάκτορα, να τους τακτοποιήσει. Πλησίασα την πύλη των ανακτόρων•, εκεί ένας-δυο στρατιώτες έπαιρναν οδηγίες από έναν υπολοχαγό. Με κατάπληξη αναγνώρισα εις το πρόσωπό του τον συμπατριώτη μου και συμμαθητή του αδελφού μου Ευτύχιου, Νικόλαο Βαρκάτζα.
Κι αυτός με γνώρισε, μου είπε πως πριν από λίγη ώρα έδωσε εις τον πατέρα μου δυο σκηνές κωνικές, μαζί και δυο στρατιώτες για να τις στήσουν εις την περιοχή του Νοσοκομείου Συγγρού για να στεγαστεί αυτός και η χήρα Πηνελόπη Ψυχαλία με τον πατέρα της, Ν. Μπαμπούλη, με τα εγγόνια του. Και πάλι μου έδωσε ένα στρατιώτη για να φθάσω εις τον ερημότοπο του πρόχειρου καταυλισμού.
Προχωρήσαμε τη Λεωφόρο Κηφισίας, μπήκαμε εις την οδό Ριζαρίου (σ.σ. Ριζάρη), περάσαμε τη γέφυρα του πυροβολικού, περάσαμε από άγονα χωράφια, ανεβήκαμε το Βρυσάκι, φθάσαμε εις την μοναδική οικοδομή του Μαυρομμάτη (προέδρου τότε, του Σκοπευτηρίου) και από εκεί εις απόσταση 500 μέτρων, στα όπισθεν του νοσοκομείου, ήταν ένα καλύβι, πλάι εις το οποίον υπήρχαν δύο κωνικές του στρατού, σκηνές.
Εκεί, τραβώντας τη γιαγιά μου, μαζί με τον στρατιώτη, φθάσαμε ανπάντεχα (σ.σ. ξαφνικά). Το τι επακολούθησε, δεν περιγράφεται. Κλάματα, χαρές, απογοήτευση…
Η ημέρα 25 Μαΐου 1923, είχε πια γείρει.
25 Μαΐου 1923: Η πρώτη μέρα της Καισαριανής…Οι πρώτοι κάτοικοι του καταυλισμού είναι οι σκηνίτες, Σταμπούλος και Μπαμπούλης. Από εδώ αρχίζει και η ιστορία του Δήμου Καισαριανής.
Ο ανθυπολοχαγός Νίκος Βαρκάτζας από τότε, όλο και μάζευε Βουρλιώτες από τους δρόμους της Αθήνας και του κουβαλούσε πρόχειρα μέσα σε σκηνές.
Έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος εις την Αθήνα, προσφυγικός συνοικισμός (Συγγρού-Καισαριανής). Σε συνέχεια και μέχρι το τέλος, γέμισε σκηνές η περιοχή από πρόσφυγες πάσης προέλευσης.
Σε συνέχεια η αμερικάνικη περίθαλψη στέγασε Αρμεναίους πρόσφυγες και αρμενόπαιδες τους οποίους αργότερα μετέφερε εις το εξωτερικό […]
Είχε πια βραδιάσει και άρχισα να ανησυχώ γιατί δεν έβλεπα να συγκεντρώνεται η οικογένειά μου. Δεν φαινούνταν όμως ούτε και η Ελένη στο διπλανό τσαντήρι τος. Είχα βουβαθεί, δεν τολμούσα να ρωτήσω την μητέρα μου γι αυτούς. Είχε μεσολαβήσει μια ώρα περίπου από την ώρα που πήγα εκεί, και η μητέρα όλο και έκλαιγε, χωρίς να μπορεί να πει λέξη. Μόνον από τους γνωστούς που βρισκόντανε συνεχώς κοντά μας. Κείνη την ώρα έμαθα πως είναι στη ζωή και εδώ ο πατέρας μου, ο αδελφός μου Γιάννης και η αδελφή μου, Κακουλή και από την οικογένεια της μνηστής μου, ότι εσώθη η ίδια, η μητέρα της και ο πάππος της. Πολλή ώρα πέρασε και ακόμα δεν μπορούσαν να μετρήσω πόσοι λείπουν από τούτον τον κόσμο! Μόνον όταν βράδιασε καλά και συγκεντρωθήκαμε, είδα πως έλειπε από την οικογένειάν μας, μόνον ο αδελφός μου Νικολής. Αυτός είχε πιαστεί αιχμάλωτος μαζί μου και χωρίσαμε από τον Και της Σμύρνης.
Ήταν καλά σκοτεινά το βράδυ, όταν συγκεντρώθηκαν όλοι οι δικοί μου και στα δύο τσαντήρια. Μόνον η Κακουλή έλειπε γιατί είχε εισαχθή εις το Συφιλιτικό Νοσοκομείον Συγγρού γιατί, κατά την καταστροφή του Σεπτέμβρη του 1922, βιάστηκε από τους Τούρκους κεμαλικούς και τώρα έπασχε από αφροδίσιο νόσημα και μπήκε εις το νοσοκομείον πριν πέντε ημέρες. Μαζί της ήταν και άλλα κορίτσια βουρλιώτισσες και σμυρνιές [που] είχαν κι αυτά την ίδια τύχη με την αδελφή μου Κακουλή. Η Κακουλή, κατά την αρπαγήν της υπό των Τούρκων, τραυματίστηκε σοβαρά από ένα βαρύ σίδερο στο κεφάλι. Αυτό συνέβη γιατί αντιστάθηκε στους βαρβάρους και δεν ηθέλησε να ακολουθήσει. Το τραύμα ακόμη διατηρείτο και νοσηλεύετο και γι αυτό, όταν ήρθε από την αιχμαλωσία.
Ένας μήνας πέρασε από την μέρα που ήρθα και το τραύμα της κεφαλής έκλεισε. Οι γονείς μου το βράδυ, μου περιέγραψαν το επεισόδιο της αρπαγής υπό των Τούρκων της αδελφής μου και τα μάτια τους έτρεχαν βρύση από δάκρυα. Αυτό συνέβη εις τον καρόδρομο μεταξύ Βουρλά και Σκάλας και ακριβώς έξω από τον κούλα του Βαρδαξή. Εκεί μέσα οι Τούρκοι κράτησαν πολλά κορίτσια του Βουρλά κατά το πέρασμα του πληθυσμού από εκεί, για να μπαρκάρουν τα γυναικόπαιδα του Βουρλά, έπρεπε να περάσουν τον καροτσόδρομο προς την Σκάλα και από εκεί εις την Καραντίνα. Από την Καραντίνα ανέβαιναν εις τα πλοία και από εκεί, τους κουβαλούσαν στα πλησιέστερα ελληνικά νησιά.
Ήταν πολύ σκοτεινά, καθόμουνα διπλοπόδι έξω από το τσαντήρι του πατέρα μου, γύρω μου στέκονταν πολλοί από τα γειτονικά λίγα τσαντήρια, μια στιγμή λίγες φωνές ακούστηκαν μαζί με κλάματα, δεν πρόφτασα να ιδώ τίποτε γύρω μου, και ένα σώμα βαρύ γυναικείο έπεσε πάνω μου, δυο χέρια δυνατά κοκκαλιασμένα τυλίχτηκαν στο λαιμό μου, με έσφιξαν τόσο πολύ που νόμισα ότι θα πνιγώ. Ήταν η αρραβωνιαστικιά μου… Ήταν η Ελένη!
Στον δρόμο που ήρχετο από τη δουλειά που δούλευε στην στάση, την είδαν φιλενάδες και της έδωσαν την είδηση πως ήρθα από την αιχμαλωσία. Και όπως έτρεχε με λαχτάρα από τον ίδιο δρόμο, ήρθε και έπεσε στην αγκαλιά μου λιπόθυμη. Πέρασε πολλή ώρα για να συνέλθει και εγώ όμως έμεινα πολύ βουβός μέσα στην σκοτεινιά εκείνης της νύχτας, μείναμε πολλή ώρα σφιχτά αγκαλιασμένοι. Οι γονείς μας δεν τολμούσαν να μας χωρίσουν για πολλή ώρα. Όταν συνήλθαμε, γύρω μας καθόντανε οι γονείς μας, κλάψαμε πολύ όλοι μαζί από συγκίνηση και κατά την αυγή, μας πήρε λίγο όλους ο ύπνος.(…)»