Στις 30 Οκτωβρίου 1914 ένα πλοίο, καταστόλιστο με κόκκινες σημαίες, ξεκίνησε νωρίς το πρωί από το λιμάνι της Τραπεζούντας με προορισμό την Κερασούντα. Οι επιβάτες του ήταν αξιωματικοί, στρατιώτες, πολίτες, όλοι σε μεγάλη έξαψη και σε κάθε συνάντηση με κάποιο άλλο πλοίο ή καΐκι, φώναζαν, “Γιασασίν Τουρκίε! Θα καούν οι γκιαούρηδες και οι εχθροί του Ισλάμ”. Έξαλλα χειροκροτήματα και αμέτρητοι πυροβολισμοί στον αέρα συνόδευαν την ιαχή, “Ζήτω ο Πόλεμος”.
Έτσι άρχισε το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η τελευταία δεκαετία της παρουσίας του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.
Στις 19 Μαϊου 1919 ξεκινούσε η δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων. Ήταν η μέρα που ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβαζόταν στη Σαμψούντα με πρόφαση να καταστείλει το αντάρτικο και δρομολογούσε την ανελέητη σφαγή στο πλαίσιο του Απελευθερωτικού Αγώνα των Τούρκων κατά των Δυτικών.
Βέβαια ο πραγματικός του σκοπός ήταν ο ξεσηκωμός των Τούρκων εναντίον των ελληνικών πληθυσμών. Με βασικό συνεργάτη τον Τοπάλ Οσμάν, έναν πρώην λοχία του Οθωμανικού στρατού, που μισούσε τους Έλληνες, ο Κεμάλ έκανε πράξη το σχέδιο που είχαν εμπνευστεί πριν από χρόνια οι Νεότουρκοι στο ιδρυτικό τους συνέδριο στη Θεσσαλονίκη: Την οριστική εξόντωση των χριστιανικών και ειδικά των ελληνικών πληθυσμών από τη γη του Πόντου και της Μ. Ασίας….
Η ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αντιδυτικό κλίμα και η πεποίθηση ότι ο σουλτάνος ήταν «αιχμάλωτος» είχαν δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για να αναδειχθούν αιμοδιψείς προσωπικότητες σαν αυτή του Οσμάν Φερουντούν Ζαντελέρ. Με αυτό το όνομα γεννήθηκε στην Κερασούντα το 1883 ο άνθρωπος που έμεινε γνωστός ως «ύαινα του Πόντου» και «σφαγέας των Ποντίων». Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, το προσωνύμιο Τοπάλ (κουτσός) το απέκτησε λόγω του τραυματισμού του κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων –πολέμησε ως εθελοντής, παρόλο που ο πατέρας του είχε εξαγοράσει τη θητεία του γιου–, από βουλγαρική οβίδα στο δεξί γόνατο, που είχε σαν αποτέλεσμα να κουτσαίνει.
Ο Τοπάλ Οσμάν έφτασε,χάρη στις σχέσεις που καλλιέργησε με τον συνταγματάρχη Χατζή Χαμδή βέη, αρχηγό του παραλιακού στρατού, θρησκομανή και φανατικό,μέχρι τον (χαριστικό) βαθμό του λοχαγού.
Τα εκτεταμένα δίκτυα ανδρών που συγκρότησε είχαν μεγάλη ακτίνα δράσης και ήταν διαβόητα για τις πιο αδιανόητες πράξεις: δολοφονίες μωρών που εκσφενδονίζονταν σε βράχους, βιασμούς, φωτιές σε εκκλησίες μέσα στις οποίες βρίσκονται ηλικιωμένοι και γυναικόπαιδα. Απ’ όπου περνούσαν οι ομάδες του Τοπάλ Οσμάν δεν έμενε πέτρα πάνω σε πέτρα. Ο ίδιος άλλωστε ήταν μετρ της αγριότητας.
Οπως όμως από τη μια στιγμή στην άλλη ο Τοπάλ Οσμάν έγινε άνθρωπος με εξουσία, έτσι έγινε και αποδιοπομπαίος τράγος. Η δολοφονία του βουλευτή Τραπεζούντας Σουκρή μπέη ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Εθνοσυνέλευση. Παρόλο που ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ λέγεται ότι είχε δώσει την εντολή στον Τοπάλ Οσμάν, ο ίδιος τον υπέδειξε ως ένοχο. Πρόβαλε αντίσταση στο απόσπασμα που εστάλη για να τον συλλάβει, παγιδεύτηκε σε σπίτι και εκτελέστηκε τα ξημερώματα 2ας Απριλίου 1923 στην Άγκυρα.
Ο αριθμός των Ελληνοποντίων που εξολοθρεύτηκαν δεν είναι, ως σήμερα, σαφής με ακρίβεια. Υπολογίζεται ότι οι Νεότουρκοι, σε ένα σύνολο περίπου 750.000 ψυχών, εξολόθρευσαν περισσότερους από 350.000 Ελληνοποντίους. Πάντως πόλεις από την αρχαιότητα ελληνικές, που είχαν αδιάκοπο πολιτισμό για περισσότερους από 27 αιώνες, ερήμωσαν. Και μαζί τους, ιδρύματα, σχολεία και εκκλησιές έκλεισαν. Όσες δεν καταστράφηκαν. Συνολικά κατεστράφησαν, 815 Κοινότητες, 1.134 εκκλησίες, 960 σχολεία ενώ 353.000 κάτοικοι εσφάγησαν ή πέθαναν από τις κακουχίες και την πείνα. Οι Πόντιοι εξολοθρεύτηκαν.
Η λέξη «εξολοθρεύτηκαν», είναι μάλλον λίγη για να περιγράψει τη φρίκη εκείνης της εποχής. Ομαδικές εκτελέσεις, αποκεφαλισμοί, παλουκώματα. Για τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους, η «συνταγή» εξολόθρευσης είχε πορείες θανάτου στην ενδοχώρα. Επρόκειτο για εξοντωτικές, χωρίς στοιχειώδη σίτιση, χωρίς νερό, χωρίς ανάπαυση πορείες. Σε αυτή τη φρίκη, όσοι πέθαιναν από την ταλαιπωρία ήταν οι «τυχεροί». Υπό τα αδιάφορα βλέμματα Τούρκων χωροφυλάκων, οι Τσέτες άρπαζαν τυχαία θύματα, τους οποίους εκτελούσαν με φρικιαστικούς και βασανιστικούς τρόπους. Οι δε βιασμοί γυναικών, νεαρών και ηλικιωμένων, εγκύων, ανηλίκων κοριτσιών και αγοριών ήταν στην ημερήσια διάταξη. Για τους άνδρες, οι Νεότουρκοι επεφύλασσαν υποχρεωτική «στρατολόγηση» στα «Αμελέ Ταμπουρού», Τάγματα Εξοντώσεως σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για εργασία χωρίς σίτιση, μέχρι θανάτου. Πρακτικές που ο Χίτλερ, αργότερα, θαύμασε και υιοθέτησε στη δική του «Τελική Λύση».
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Βιασμοί, ξυλοδαρμοί, βασανισμοί καταγράφονταν σε διάφορα μέρη του Πόντου, ενώ στα χωριά Πάτλαμα και Μάλαχα, οι κάτοικοι εξωθήθηκαν από τους Νεότουρκους να στριμωχτούν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εκεί μέσα βρήκαν φρικτό θάνατο, καθώς τους έκαψαν ζωντανούς. Πτώματα πεταμένα παντού, κεφάλια καρφωμένα επάνω σε παλούκια, σε εξοντωτικές και χωρίς στοιχειώδη σίτιση και ανάπαυση πορείες, έχασαν τη ζωή τους πολλοί Έλληνες.
Προηγουμένως, η επιχείρηση εξόντωσης των Ποντίων είχε στοχεύσει αρχικά στους προκρίτους. Δάσκαλοι, ιερείς, μητροπολίτες, έμποροι, δικηγόροι, γραμματικοί, δημοσιογράφοι, όλοι συνελήφθησαν. Ακολούθησαν πρόχειρες, γρήγορες, στημένες δίκες, με την ίδια, πάντα, ποινή: Εις θάνατον. Όλοι τους εκτελέστηκαν.
Ο Πόντος είχε γεμίσει πτώματα. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την ταφή. Όσοι δεν έφευγαν, θα εκτελούνταν. Και τα άψυχα σώματά τους θα γίνονταν βορά σε λύκους, σκυλιά, τσακάλια, γύπες. Έτσι, όσοι γλίτωσαν, είχαν μόνο ένα δρόμο: Αυτόν του ξεριζωμού. Οι μνήμες, οι περιουσίες τους, τα χωράφια, τα ζώα τους, τα σπίτια τους, όλα έμειναν πίσω. Μαζί τους, ό,τι χώραγε στο δισάκι. Κάμποσα ρούχα, τις εικόνες των Αγίων, ελάχιστα χρυσαφικά και στο στόμα η ελπίδα. “Η Ρωμανία κι αν επέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο”. Κι έφτασαν πίσω στην Ελλάδα, περιγράφοντας ότι «τραβήξαμε του Χριστού τα Πάθη».
Πίσω τους, έμειναν οι κόποι αιώνων. Δύσκολο να τους αποτιμήσει κανείς σε λεφτά. Επιστήμονες υπολογίζουν ότι η κτηματική περιουσία που άφησαν πίσω τους οι ξεριζωμένοι Έλληνες του Πόντου ξεπερνά τις 25 εκατ. χρυσών τουρκικών λιρών, ενώ οι Τούρκοι άρπαξαν και την κινητή περιουσία τους. Κοσμήματα, έπιπλα, ρούχα, λεφτά, χρεόγραφα, που αποτιμώνται σε 89,95 εκατομμύρια χρυσές τουρκικές λίρες.
Η καταστροφή ήταν ανείπωτη. Όσα κι αν έλεγαν, όποιος και αν έλεγε, όσες φωτογραφίες και αν τράβηξαν οι φωτογράφοι της εποχής, η φρίκη δεν ήταν δυνατό να αποτυπωθεί. Μεγάλη τεχνήτης του λόγου, η Αμερικανίδα δημοσιογράφος Έθελ Τόμσον, τη είδε με τα μάτια της, αλλά δυσκολευόταν να την αποδώσει: «Στο δρόμο», έγραφε η Τόμσον, «συναντούσαμε ομίλους γερόντων, παιδίων, σε μια ατέλειωτη πορεία μαρτυρίου, όπου έπεφταν νεκροί από την εξάντλησιν και από τα χτυπήματα των συνοδών Τούρκων. Οι περισσότεροι εκλιπαρούν τον θάνατον. Στην πόλη Μεζερέχ, ξαφνικά ακούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων μικρών παιδιών μαζεμένα σε κύκλο. Είκοσι τσανταρμάδες – χωροφύλακες που κατέβηκαν από τα άλογα τους, χτυπούσαν σκληρά και ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια και τα τρυπούσαν με τα ξίφη τους για να μην κλαίνε. Το θέαμα ήτο πρωτοφανές, φρικώδες! Τα παιδάκια έσκυβαν κι έβαζαν τα χεράκια τους πάνω στο κεφάλι για ν’ αποφύγουν τα χτυπήματα. Μία μητέρα που όρμησε για να σώσει το παιδί της, δέχτηκε το ξίφος στην καρδιά κι έπεσε κατά γης! Πάθαμε νευρική κρίση! Παντού βλέπαμε πτώματα γυναικών, παιδιών και γερόντων. Η Αμερικανική Υπηρεσία υπολογίζει τους ΄Ελληνες που εξολόθρευσαν οι Τούρκοι στην Σεβάστεια, σε τριάντα χιλιάδες».
Η Τόμσον ήταν υπό την προστασία Αμερικανικής Επιτροπής, η οποία περιόδευε στην περιοχή. Ο επικεφαλής της Επιτροπής, Ταγματάρχης Όουελ, καταγράφει: «Από τις 30.000 εκτοπισθέντες Έλληνες, εκ των παραλίων του Πόντου το 1921 στο Χαρπούτ, έφτασαν μόλις 5.000! Οι άλλοι εκτελέστηκαν ή πέθαναν στον μακρύ δρόμο της εξορίας. Μετρήσαμε καθ’ οδόν 3.000 πτώματα κατά μήκος των οδών, βορά των σκύλων, των λύκων και των γυπαετών, διότι απαγορεύουν οι Τούρκοι στους συγγενείς τους να τους θάψουν! Τούρκοι αξιωματικοί και στρατιώτες προβαίνουν σε ανήκουστους βιασμούς γυναικών και παρθένων, τας οποίας εγκαταλείπουν ημιθανείς επί των οδών «για να ψοφήσουν εκεί» όπως έλεγαν… Είναι απερίγραπτος ο κυνισμός τους, που ομολογούν ότι μέσα από τις μάζες των εκτοπισμένων συλλαμβάνουν γυναίκες και τις οδηγούν στα χαρέμια τους».
Μέχρι το 1944, η λέξη γενοκτονία δεν υπήρχε. Την εισήγαγε ο Πολωνοεβραίος δικηγόρος Ράφαελ Λέμκιν. Ο Λέμκιν, από τη δεκαετία του 1930, έκανε μια εκστρατεία για την ανάπτυξη διεθνούς δικαίου που θα βοηθούσε στην αποτροπή τέτοιων εγκλημάτων. Σε αυτό, τον ώθησαν ησφαγή περίπου 3.000 Ασσυρίων Χριστιανών από το Ιρακινό κράτος τον Αύγουστο του 1933, σε συνδυασμό με τις μνήμες των σφαγών Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων από τους Τούρκους μεταξύ 1914 και 1924. Όταν ο Λέμκιν κατέγραφε τη σφαγή των Ελλήνων του Πόντου, δε φανταζόταν πως κάποτε θα σχημάτιζε με με το ελληνικό συνθετικό «γένος» και το λατινικό «cide» (δολοφονία) τη λέξη που θα την περιέγραφε και θα περιέγραφε τον αφανισμό των Εβραίων της Ευρώπης από τους ναζί.
Για τους αμφισβητίες της Γενοκτονίας, ο Λέμκιν ερμηνεύει τον όρο βάσει της ιδέας «ενός συντονισμένου σχεδίου το οποίο βασίζεται σε μια σειρά από συγκεκριμένες ενέργειες, οργανωμένου χαρακτήρα, και αποβλέπει στην καταστροφή των βασικών θεμελίων της ζωής εθνικών ομάδων, με απώτερο στόχο τη βιολογική εξάλειψή τους». Στην Ελλάδα, ο νόμος 2193/94, που δημοσιεύτηκε στις 11 Μαρτίου 1994 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φύλλο 32 Α’) καθιερώνει την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Όχι ότι θα ξεχνιόταν ποτέ……
Ο Λέμκιν είχε αρχίσει να ασχολείται με εγκλήματα τύπου γενοκτονίας από τη δεκαετία του 1930, χωρίς να χρησιμοποιεί ακόμα αυτόν τον όρο. Η σφαγή περίπου 3.000 Ασσυρίων Χριστιανών από το Ιρακινό κράτος τον Αύγουστο του 1933, σε συνδυασμό με τις μνήμες των σφαγών Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων από τους Τούρκους μεταξύ 1914 και 1924, ώθησαν τον Λέμκιν να κάνει μια εκστρατεία για την ανάπτυξη διεθνούς δικαίου που θα βοηθούσε στην πρόληψη των γενοκτονιών. Αρχικά χαρακτήρισε αυτές τις πράξεις ως “πράξεις βαρβαρότητας” σε μια σχετική πρότασή του στο Νομικό Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών το 1933, η οποία δεν είχε επιτυχία. Αργότερα κατονόμασε την Οθωμανική Αυτοκρατορία για την πρακτική της απομάκρυνσης των παιδιών από τις οικογένειές τους με σκοπό την ανατροφή τους από άλλες πληθυσμιακές ομάδες διαφορετικής φυλής, εθνότητας, θρησκείας. Είχε αρχίσει να επεξεργάζεται έναν νομικό ορισμό των σχετικών εγκλημάτων, από τις αρχές της δεκαετίας του 1940, ενώ ακόμα οι διώξεις κατά των Εβραίων δεν ήταν πολύ γνωστές στον Δυτικό κόσμο λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου. Ενώ στον ΟΗΕ γινόταν η συζήτηση για την επιλογή ενός αποδεκτού όρου, τον Αύγουστο του 1946 ο Λέμκιν έγραψε στην εφημερίδα New York Times:
Η Γενοκτονία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο ούτε έχει αγνοηθεί εντελώς στο παρελθόν. […] Οι σφαγές των Ελλήνων και των Αρμενίων από τους Τούρκους προκάλεσαν διπλωματική δράση χωρίς τιμωρία.
Προκειμένου να πιέσει για την αναγνώριση του εγκλήματος της γενοκτονίας από τον ΟΗΕ, ο Λέμκιν αναφερόταν επίσης σε άλλες περιπτώσεις μαζικών κρατικών διώξεων, όπως αυτή των Εβραίων από την Τσαρική Ρωσία και των Αρμενίων και Χριστιανών των Βαλκανίων υπό τουρκική διοίκηση.
88