Στου ήλιου το βασίλεμα μια Βουρλιωτίνα βγαίνει
και τρέχει μεσ’ τα έρημα Βουρλά μαυροντυμένη.
Κρατά στο χέρι θυμιατό,φάντασμα αγίας μοιάζει
κι όπου εύρη κόκκαλα σωρό,στέκει και τα θυμιάζει.
Πηγαίνει μέχρι σήμερα μα όλα που να τα θυμιάση,
γιατ’ είναι τόσα δα πολλά, π’ έχουν τη γη σκεπάση.
Κόκκαλα, σάρκες συναντάς,σε κάθε ένα βήμα
θαρρείς πως σου γυρεύουνε να μπουν κι αυτά σε μνήμα.
Όπως οι άλλοι μας νεκροί που είν’ εκεί θαμμένοι
με Κοινωνία, Σταυρό, Παπά και χώμα σκεπασμένοι.
Τις Κυριακές απ’ το Θεό παίρνει κρυφά την άδεια
και κατεβαίνει μυστικά εις όλα τα πηγάδια.
Και ‘βρίσκει τις παρθένες μας που ‘πέσαν να πνιγούνε
του Τούρκου την ατίμωσι και τη σκλαβιά μη ‘δούνε.
Μα την αυγή πριν ακουσθή το γιάλε – φελά του χότζα,
βγαίνει και τρέχει γρήγορα εις την απάνω λότζα
που έχει πύργους κόκκαλα κι η θέσις είν’ αγία
γιατί εκεί φυλάχθηκαν από τη Παναγία.
Του Π. Πολυκράτους,τέως Προέδρου της Παμβουρλιωτικής Ένωσης.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος στις 12 Οκτωβρίου 1930.
244