Ο Δασκαλογιάννης ανέλαβε επικεφαλής της εξέγερσης των Κρητικών. Τον Φεβρουάριο του 1770 ο ρωσικός στόλος έφτασε στη Μάνη. Ο Δασκαλογιάννης είχε έρθει σε επαφή με τον Παναγιώτη Μπενάκη ηγέτη της εξέγερσης στην Καλαμάτα, Έλληνες εμπόρους στην Τεργέστη και τον Αλέξιο Ορλόφ. Έστειλε μερικούς Σφακιανούς στη Μάνη και συγκέντρωσε περίπου 1.300 πολεμιστές. Όμως ο Ορλόφ δεν έστειλε τη βοήθεια που ζήτησε ο Δασκαλογιάννης, αρκούμενος σε κάποια πολεμοφόδια. Το Πάσχα του 1770 οι Σφακιανοί ξεκίνησαν τις επαναστατικές τους κινήσεις. Αρχικά αρνήθηκαν να πληρώσουν τον κεφαλικό φόρο της προηγούμενης χρονιάς και έδιωξαν τον εισπράκτορα που πήγε να πάρει τον τρέχοντα φόρο.
Στη συνέχεια επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων, σκότωσαν αρκετούς, άρπαξαν τις περιουσίες τους και ανάγκασαν τους υπόλοιπους να κρυφτούν στα φρούρια. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε επαναστατικές τάσεις και στην υπόλοιπη Κρήτη. Ο σουλτάνος θορυβημένος διέταξε όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις του νησιού, περίπου 15.000 άνδρες (η Σωτηρία Αλιμπέρτη κάνει λόγο για 35.000, αριθμό μάλλον υπερβολικό) να χτυπήσουν τους Σφακιανούς και να αποτρέψουν τις επαναστάσεις σε άλλα σημεία της Κρήτης.
Οι Τούρκοι άρχισαν την επίθεση με τη βοήθεια πυροβολικού. Κυρίευσαν επίκαιρες θέσεις, κατέλαβαν μερικά χωριά, όπως την Ανώπολη όπου επιδόθηκαν σε λεηλασίες και έσφαξαν πολλούς από τους αιχμαλώτους που συνέλαβαν.
Οταν ο Δασκαλογιάννης αντελήφθη το άνισο του αγώνα τον Μάρτιο του 1771 πρότεινε να σταματήσουν τον πόλεμο αν αμνηστεύονταν. Οι Τούρκοι δέχτηκαν μεν τις προτάσεις τους αλλά με επαχθείς όρους: να πληρώνεται ο κεφαλικός όρος «κατά κεφαλήν» και όχι όπως πριν «κατ’ αποκοπήν» (5.000 γρόσια), να παραδοθούν οι Οθωμανοί που είχαν αιχμαλωτιστεί, να μην χορηγούν οι Σφακιανοί τρόφιμα στα πολεμικά σκάφη που περιέπλεαν την Κρήτη και να παραδοθούν στον πασά του Χάνδακα για να τιμωρηθούν οι πρωταίτιοι της εξέγερσης. Υπήρχαν και άλλοι όροι όπως η ενδυμασία των «ραγιάδων», η ανέγερση νέων εκκλησιών και οι κωδωνοκρουσίες ενώ σημαντικό πλήγμα δέχτηκε και η αυτοδιοίκηση των Σφακιανών γιατί προβλεπόταν η αφαίρεση της δικαστικής εξουσίας από τους κοινοτικούς άρχοντες.
Ο Ιωάννης Δασκαλογιάννης βλέποντας την τραγική εξέλιξη της επανάστασης δέχτηκε να μεταβεί στον Χάνδακα (Ηράκλειο) με τους οπαδούς του πιστεύοντας ότι έτσι θα ελαφρύνει τη θέση του. Μάλιστα ο αδελφός του Νικόλαος που είχε ήδη συλληφθεί του είχε στείλει επιστολή στην οποία, κάτω από τον φόβο για τη δική του ζωή, του έγραφε ότι ο πασάς ήταν πρόθυμος να του δώσει αμνηστία και να σταματήσει την καταδίωξη του αν κατέθετε τα όπλα και πήγαινε να τον προσκυνήσει. Τον διαβεβαίωνε μάλιστα για τις αγαθές προθέσεις του πασά του Χάνδακα.
Όπως γράφει όμως η Σωτηρία Αλιμπέρτη στο τέλος της επιστολής ο Νικόλαος έγραψε μ.μ.μ δηλαδή μη, μη, μη (έρθεις) ή κατά άλλη εκδοχή το γράμμα Μ με την υπογραφή του νομίζοντας ότι ο αδελφός του θα καταλάβαινε. Δυστυχώς όμως ο Ιωάννης Δασκαλογιάννης πήγε στον Χάνδακα. Ο Τούρκος πασάς τον δέχθηκε αρχικά με φιλοφρονήσεις και περιποιήσεις. Του πρόσφερε «καφέ γλυκό σε χρυσό φλιτζάνι και τσιμπούκι γιασεμί» κατά το δημοτικό άσμα. Αμέσως μετά όμως τον συνέλαβε και προσπάθησε να μάθει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Τελικά τον παρέδωσε στους δήμιους οι οποίοι τον έγδαραν ζωντανό με πυρόπετρες στις 17 Ιουνίου 1771. Τραγικό θάνατο βρήκαν και πολλοί από τους οπαδούς του.
Κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν μετά από τρία χρόνια και επέστρεψαν στα Σφακιά. Το τραγικό τέλος της επανάστασης των Σφακιανών είχε δραματικές συνέπειες για ολόκληρη την Κρήτη. Οι τρεις πασάδες της Κρήτης έλαβαν ακόμα πιο καταπιεστικά μέτρα σε βάρος των Χριστιανών και δημιούργησαν με τις δυσβάσταχτες επιβαρύνσεις που επέβαλαν αφόρητη κατάσταση για τους Έλληνες κατοίκους της Μεγαλονήσου οι οποίοι λιγόστεψαν επικίνδυνα. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι ο Χάνδακας, πολυάνθρωπη ως τότε πόλη, έμεινε με ελάχιστους κατοίκους και σχεδόν ερημώθηκε.
Αυτοί λοιπόν οι εξισλαμισμένοι Τουρκοκρητικοί κατατυράννησαν, σταύρωσαν στην κυριολεξία τον Χριστιανικό πληθυσμό που πάλευε τόσους αιώνες να κρατήσει και να διατηρήσει τα Ιερά και τα Όσια του.
Αλλά σ όλη αυτή την συμφορά, βγήκε και κάτι καλό. Αυτοί οι εξισλαμισμοί ήταν το διυλιστήριο, ήταν ο λαμπίκος που καθάρισε και εξάγνισε την Κρητική γενιά.
Ξεκαθάρισε τους δειλούς, τους συμφεροντολόγους, τους αρνησίθρησκους, τους αρνησιοπάτριδες, από τους γνήσιους Κρητικούς.
Ήταν το «καθαρτήριο πυρ» της φυλής μας. Ξεκαθάρισε την ήρα από το στάρι, κοσκίνισε τους χαρακτήρες και ξεκαθάρισε τις ψυχές και πήρε τα σκύβαλα.
Κι έμεινε η Κρητική ψυχή ν αγωνίζεται για την τιμή, την Ελευθερία, την Πατρίδα και τις Αξίες. Ο Λαός μας τους αποκαλούσε «Μπουρμάδες» δηλ.ούτε Τούρκοι ούτε Χριστιανοί, κάτι δηλ. το νοθευμένο.
Όσοι όμως Χριστιανοί δεν είχαν τρόπο να φύγουν προς την ενδοχώρα, εγκλωβίστηκαν στις Πόλεις και ήταν υπό την ομηρία των Τουρκοκρητικών.Που τους χρησιμοποιούσαν για τις αγκαρίες τους, αλλά το τραγικότερο ήταν ότι τους επιστράτευαν φορτώνοντας τους σε σακούλες τα πολεμοφόδια και τους έβαζαν στην πρώτη γραμμή της μάχης, σαν ανθρώπινο τείχος και πίσω τους ακολουθούσαν, οι Τουρκοκρητικοί και ο στρατός.
Αυτοί ήταν οι τραγικοί «Σακουλιέριδες» που ήταν και τα πρώτα θύματα της κάθε μάχης.
Ακόμα τους έκλεισαν τα Σχολεία, τις Εκκλησίες και επέβαλαν φοβερούς φόρους, με πρώτο τον κεφαλικό. Σε γενικές γραμμές οι Χριστιανοί δεν όριζαν τίποτα, ζωή, τιμή, περιουσία, όλα αυτά, ήταν στην διάθεση των Τουρκοκρητικών.
Πόσες φορές χάριν διασκέδασης, όταν καθάριζαν την πιστόλα τους, δεν έβαζαν περαστικούς Χριστιανούς στο σημάδι;
Τόμοι ολόκληροι θα μπορούσαν να γραφτούν για τα εγκλήματα που διέπραξαν σε βάρος των Χριστιανών αδελφών τους.
Η Τουρκοκρατία στην Κρήτη δεν πρέπει να ξεχαστεί, επειδή ήταν γεμάτη κτηνωδίες, απανθρωπιά, φόνους, βιασμούς, αρπαγές, εξευτελισμούς, βασανισμούς, πόνο, αίμα και δάκρυ.
Αυτοί ήταν εν ολίγοις οι περίφημοι Τουρκοκρητικοί,αρκετοί των οποίων έφυγαν αναλογιζόμενοι τα εγκλήματα που διέπραξαν και φοβούμενοι την τιμωρία που πλησίαζε.
Απ’ αυτούς είναι και οι Τουρκοκρητικοί που ζουν σήμερα στην Τουρκία. Και βεβαία με το δίκιο τους ν’ αναπολούν τις καλές γι’ αυτούς εποχές, με τα κονάκια, τους πύργους, με τους φαμέγιους και τις τεράστιες περιουσίες που απέκτησαν από τους άτυχους αδελφούς τους Χριστιανούς , στέλνοντας τους ένα φυσίγγιο στ «Ντορβά» και ένα σημείωμα, που έγραφε ότι η τάδε περιουσία, είναι δική μου.
Θέλω όμως να δηλώσω ότι, δεν επιρρίπτω ευθύνες ούτε πρέπει, στους ανθρώπους αυτούς, για ότι έκαναν οι πρόγονοι τους.
Αλλά από το να τους αποκαλούμε αδέρφια μας, να τους γράφουμε ποιήματα, να τους φιλοξενούμε και αυτοί μόλις φτάσουν εδώ, το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να ψάχνουν να βρουν την περιουσία των προγόνων τους, νομίζω ότι πάει πάρα πολύ.
Και το μόνο, που μπορεί να χαρακτηρίσει την συμπεριφορά μας είναι συμπεριφορά «Ραγιά». Η Ιστορία πρέπει να διδάσκεται όπως έχει γραφεί.
Δεν αρνιέται βέβαια κανείς ότι υπήρξαν κάποιες φιλίες , μεταξύ Τουρκοκρητικών και Χριστιανών, αλλά το ερώτημα είναι, πότε υπήρξαν αυτές οι φιλικές σχέσεις και σε ποια εποχή; Μήπως όταν οι Τουρκοκρητικοί, παντοδύναμοι στην αρχή, που άρπαζαν, βίαζαν, έσφαζαν, έκαιγαν και ερήμωναν τα πάντα ή όταν η ανεξαρτησία της Κρήτης είχε φέρει σε αδυναμία το Τουρκοκρητικό στοιχείο;
Μήπως λοιπόν πρέπει να δούμε καλύτερα τα πράγματα;
Μήπως πρέπει να μάθουμε την τοπική μας Ιστορία καλύτερα, γιατί έχει σκανδαλωδώς αγνοηθεί; Γιατί πιστεύω ότι αυτοί οι συναισθηματισμοί προέρχονται από άγνοια. Και τελειώνοντας, λέω ότι καλό είναι να συγχωρούμε, αλλά να μη ξεχνούμε.
Πηγές : Ιστορία της Κρήτης Βασιλείου Ψιλάκη και Ιστορία της Κρήτης Ι. Δ . Μουρέλλου και άρθρο του Βαγγέλη Κιαγιαδάκη.
Καί επειδή το θέμα δεν εξαντλείται εύκολα,συνεχίζουμε………
Γράφει ο τουρκοκρητικός συγγραφέας Αχμέτ Γιορουλμάζ στο βιβλίο του «Τα παιδιά του πολέμου» :
«Οι πρόγονοί μας (οι Τούρκοι) πήραν τα εδώ μέρη (δηλ. την Κρήτη) από τους Ενετούς, όχι από τους Ρωμιούς. Οι Ρωμιοί ήλθαν μετά από εμάς, γεννοβόλησαν, γεννοβόλησαν κι εμείς γίναμε μειοψηφία. … Αν έρχονταν και τα έκαναν αυτά οι απόγονοι των Βενετών, θα είχαν δίκιο. Τους διώξαμε από τη χώρα τους. Αλλά το να το κάνουν οι Ρωμιοί, που ήρθαν μετανάστες μαζί και μετά από μας, είναι μεγάλη αδικία».
Τα παραπάνω είναι ένα ενδεικτικό απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Τα παιδιά του πολέμου» του πιο γνωστού τουρκοκρητικού και συγγραφέα Αχμέτ Γιορουλμάζ, όπως παρατίθεται στο βιβλίο του Α. Μασσαβέτα «Ασία, το παλίμψηστο της μνήμης» στο οποίο βρήκα πολλά ενδιαφέροντα θέματα που παραθέτω παρακάτω.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 ακολούθησε η απίστευτη Ανταλλαγή πληθυσμών. 1.500.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τις πατρογονικές εστίες τους στη Μ. Ασία και αντίστοιχα 400.000 Τούρκοι εγκατέλειψαν τον ελλαδικό χώρο. Το 1/10, δηλαδή περίπου 40.000 Τούρκοι της Κρήτης, οι Τουρκοκρητικοί, εγκατέλειψαν το νησί.
Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι οι μουσουλμάνοι της Κρήτης να φτάσουν, παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης το 1821, το 45%-50% του πληθυσμού του νησιού. Είναι κάτοικοι των πόλεων στη συντριπτική πλειοψηφία, όλοι μιλούν τα ελληνικά και αγνοούν τα τουρκικά. Πολλοί ήταν κρυπτοχριστιανοί και μετά το Τανζιμάτ και τη φιλελευθεροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέστρεψαν στον χριστιανισμό. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως πήρε το μέρος των Οθωμανών στην προσπάθειά τους να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις των Κρητικών τον 19ο αι.
Αρχές του 20ου αι. οι Τουρκοκρητικοί θεωρούνται θρησκευτική κι όχι εθνική μειονότητα, αλλά ποτέ δεν ενώθηκαν με τον χριστιανικό πληθυσμό του νησιού. Θεωρούνταν Τούρκοι από τη μέρα που αλλαξοπίστησαν και βοήθησαν τις οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις να καταπνίξουν στο αίμα τις εξεγέρσεις των χριστιανών. Η συμμετοχή τους στις σφαγές των Χριστιανών και στη βίαιη καταστολή των κρητικών επαναστάσεων των περιόδων 1866-1869 και 1897-1899 και με αποκορύφωμα τις σφαγές εκατοντάδων Ελλήνων των Χανίων τον Αύγουστο του 1898,γεγονός που στάθηκε αφορμή για την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, αποξένωσε ακόμη περισσότερο τις δύο κοινότητες. Γι’ αυτό με τη συνθήκη της Λωζάννης και την Ανταλλαγή πληθυσμού εκπατρίστηκαν και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας.
Η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου και η λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Για την ομαλή μετάβαση της εσωτερικής διοίκησης της Κρήτης από το σουλτανικό σύστημα στο νέο καθεστώς της αυτονομίας, έπρεπε να εγκατασταθούν στις διάφορες θέσεις οι νέοι υπάλληλοι του Εκτελεστικού της Κρήτης. Καθώς απόσπασμα του αγγλικού στρατού εγκαθιστούσε στο Ηράκλειο τους φορολογικούς υπαλλήλους το πρωί της 25ης Αυγούστου 1898, εξαγριωμένοι Τούρκοι, με την παρότρυνση των τουρκικών στρατιωτικών και διοικητικών αρχών, κινήθηκαν σε μια πρωτοφανούς αγριότητας σφαγή του άμαχου πληθυσμού, σε εμπρησμούς και λεηλασίες σπιτιών και καταστημάτων των χριστιανών. Μεταξύ των θυμάτων ήταν και ο Λυσίμαχος Καλοκαιρινός, Υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, καθώς και 17 Άγγλοι στρατιώτες. Ο αγγλικός στόλος αναγκάστηκε να κανονιοβολήσει την πόλη, ολοκληρώνοντας την καταστροφή. |
Μια εικόνα της καταστροφής του Ηρακλείου την 25η Αυγούστου 1898
|
|
Όπως αναφέρει ο Α. Μασσαβέτας η επίσημη θέση του τουρκικού εθνικισμού τονίζει ότι «η Ανταλλαγή έσωσε τους προγόνους μας από τον αφανισμό». Οι Κεμαλιστές μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί, ανθρωπιστές και αντιπολεμιστές, αλλά απηχούν ένα πνεύμα αντιευρωπαϊκό και αντιχριστιανικό σύμφωνα με το οποίο οι Τούρκοι, και στην περίπτωσή μας οι Τουρκοκρητικοί. είναι πάντα τα θύματα και ποτέ υπεύθυνοι για κάτι κακό.
Ξαναγυρίζω λοιπόν στον Αχμέτ Γιορουλμάζ, τον γνωστότερο τουρκοκρητικό συγγραφέα, όπως είπα παραπάνω, ο οποίος αναφέρει ότι «βάλαμε τα ρωμαίικα ως μητρική μας γλώσσα, αλλά με τη θρησκεία μας δεν ξεχάσαμε ποτέ τον τουρκισμό μας». Με αυτό διατυπώνεται η επίσημη τουρκική θέση ότι οι τουρκοκρητικοί είχαν τουρκική ρίζα.
Ο Γιορουλμάζ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι είναι «απόγονος της 15ης γενιάς των στρατιωτών που πήγαν στην Κρήτη από την Ανατολία και τη Ρούμελη» και ότι «πάντα αισθανόμουν μία πικρία που δε γνωρίζαμε καλά την τουρκική γλώσσα που θα έπρεπε να είναι η μητρική μας». Η εξωφρενική άποψη ότι οι Έλληνες έφτασαν στο νησί μετά από τους Τούρκους ενισχύεται με λόγια όπως ότι «εμείς δεν πήγαμε να διώξουμε τους χριστιανούς από τον τόπο τους, εκείνοι ήλθαν στον τόπο μας μετά από μας να μας εκπατρίσουν». Παρακάτω συνεχίζει λέγοντας ότι «ουδέποτε λησμονήσαμε το έθνος μας» και απόδειξη είναι ότι οι Τουρκοκρητικοί στην Κρητική Εθνοσυνέλευση «υπερασπίζονταν τα συμφέροντα του Οθωμανικού κράτους», ενώ όσοι στρατεύθηκαν στον ελληνικό στρατό αρνήθηκαν να πυροβολήσουν εναντίον των συμμάχων των Οθωμανών, δηλαδή των Γερμανών και των Βουλγάρων. Και ενώ παραδέχεται ότι αρνούνταν να πυροβολήσουν καταδικάζει ότι πέρασαν στρατοδικείο!
Από την άλλη πλευρά όμως θεωρεί φυσιολογικό που οι Ρωμιοί του Αϊβαλιού, που συνεργάστηκαν με τον ελληνικό στρατό κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τιμωρήθηκαν για την προδοσία τους με εξορία ή με τη φυσική τους εξόντωση. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «εκείνοι που δε θέλησαν να συμβιώσουν ειρηνικά σ’ αυτόν τον ευλογημένο από τη φύση τόπο έφυγαν και τη θέση τους πήραν … οι Τούρκοι από την Κρήτη, τη Λέσβο και τη Β. Ελλάδα». Μάλιστα τονίζει ότι στο Αϊβαλί είχαν εγκατασταθεί πρώτοι οι Τούρκοι της Μακεδονίας και της Λέσβου και είχαν πιάσει τα καλύτερα σπίτια.
Σήμερα οι απόγονοι των Τουρκοκρητικών δε μιλούν πλέον ελληνικά και έχουν ξεχάσει τα έθιμα και τα φαγητά που έφεραν από το νησί οι πρόγονοί τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ….. Μασσαβέτας, «Μ. Ασία, το παλίμψηστο της μνήμης», Εκδόσεις Πατάκη, Ιανουάριος 2016.
Αχ πόσο δίκιο είχες γιαγιά-Ελευθερία όταν έλεγες προφητικά,χρόνια πριν,πως εκεί που μας χρωστούν θα μας πάρουν και το βόδι.
Σκέψεις γραμμένες σε χαρτί στα Χανιά στις 29/9/2008 ,από τη γεννημένη το 1920 στη Μικρασία Ελευθερία Μπαντουράκη-Μπολέτη,σχετικά με τη Καταστροφή…..
΄΄Aνακατεμένες οι μνήμες,μπερδεμένες οι σκέψεις κι ένα παράπονο.Ενα παράπονο βαθύ.Ενα πελώριο γ ι α τ ί με βασανίζει.
Κάποιος που θέλησε να μου μιλήσει,να το κουβεντιάσουμε δηλαδή,μου είπε:
–Αδικα χάνεις τον καιρό σου μη ψάχνεις,κάποια μέρα θα τα γράψει η ιστορία,αλλά θα περάσουν χρόνια.
–Πόσα χρόνια περίπου,τον ρώτησα.
–Πολλά χρόνια,μου απάντησε.Οταν από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν θα υπάρχει κανείς.Τότε θα γράψουν την ιστορία όπως θέλουν.Και θα μιλούν όχι μόνο γιά τον συνωστισμό πού γινόταν στο λιμάνι της Σμύρνης αλλά και γιά τους τσέτες που έραιναν με λουλούδια τους πρόσφυγες πού έφευγαν,τους βοηθούσαν να μπουν στα πλοία και τους αποχαιρετούσαν κλαίγοντας….Και πως τον εθνομάρτυρα Μητροπολίτη τον συμβούλευαν να φύγει και αφού δεν ήθελε τον σκότωσαν.
Ετσι θα γράψουν την ιστορία κι αν δε είναι αυτό κατάντια,ας μού πεί κάποιος τότε τι είναι!…..΄΄
ΥΓ……..Η τουρκοκρατία στην Κρήτη.Πώς βρέθηκαν οι Μουσουλμάνοι στην Κρήτη;
Από το 1204 ξεκίνησε στην Κρήτη η Ενετοκρατία. Ήδη από τον Μάιο του 1203 η μεγαλόνησος βρέθηκε στη δίνη των δραματικών εξελίξεων και των ολέθριων συνεπειών της Δ’ Σταυροφορίας. Ο βυζαντινός πρίγκιπας Αλέξιος, γιος του έκπτωτου αυτοκράτορα Ισαάκιου Β’ Άγγελου διαπραγματεύτηκε με τους επικεφαλής της Δ’ Σταυροφορίας για να εξασφαλίσει την αποκατάσταση του πατέρα του στον θρόνο. Ανάμεσα στις πολλές υποσχέσεις του ήταν και η παραχώρηση της Κρήτης στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) οι σταυροφόροι αναγνώρισαν στον Βονιφάτιο το δικαίωμα να καταλάβει την Κρήτη. Αυτός όμως μην έχοντας κανένα μέσο για να καταλάβει το νησί και εντελώς άπειρος από ναυτικά θέματα θεώρησε το δώρο αυτό βαρύ και ασύμφορο. Έτσι ο παμπόνηρος Βενετός δόγης Dandolo έπεισε τον Βονιφάτιο να παραχωρήσει το νησί στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας.
Η συμφωνία υπογράφτηκε στην Αδριανούπολη στις 12 Αυγούστου 1204. Η Κρήτη έγινε βενετική κτήση με αντάλλαγμα το ευτελέστατο ποσό των 1.000 μαρκών αργύρου (περίπου 5.000 χρυσά δουκάτα). Έτσι η Βενετία συμπλήρωνε τις νησιωτικές κτήσεις της και δημιουργούσε μια μεγάλη γέφυρα για το εμπόριό της στην Αίγυπτο και την Ανατολή. Μετά από μια σύντομη κατοχή μέρους της Κρήτης από Γενουάτες (1206-1217) η Βενετία έγινε αδιαφιλονίκητος κυρίαρχός της. Όλα τα χρόνια της ενετοκρατίας η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της (97%) ήταν γηγενείς Ελληνορθόδοξοι. Ποτέ στο νησί δεν υπήρχαν περισσότεροι από 10.000 Βενετοί.
Έμειναν ακόμα λίγες οικογένειες Εβραίων. Ο Βενετός αρχιστράτηγος Μοροζίνι φρόντισε με ειδικό όρο της συνθήκης παράδοσης να δοθεί στη Βενετία ολόκληρο το αρχείο του Βασιλείου της Κρήτης. Από τα πέντε πλοία που φορτώθηκαν με το αρχειακό υλικό (έγγραφα και βιβλία), μόνο τρία έφτασαν στη Βενετία. Τα άλλα δύο βούλιαξαν λόγω κακοκαιρίας και έτσι πολύτιμα ιστορικά στοιχεία της ενετοκρατίας στην Κρήτη έμειναν για πάντα στον βυθό της θάλασσας. Η οθωμανική αυτοκρατορία πλήρωσε βαρύτατο τίμημα για την κατάληψη της Κρήτης. Σύμφωνα με τουρκική πηγή από την αρχή της πολιορκίας ως την άλωση του Χάνδακα σκοτώθηκαν 137.116 Τούρκοι (ανάμεσά τους 15 πασάδες, 80 τζορμπατζήδες, 120 τσαούσηδες, ανώτεροι αξιωματικοί δηλαδή και 25.000 γενίτσαροι).
Η Βενετία κατάφερε να διατηρήσει μόνο τρία θαλάσσια φρούρια: της Γραμβούσας, της Σπιναλόγκας και της Σούδας.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1691 ο Ναπολιτάνος Καπετάν ντέλα Τζόκα πρόδωσε τους Βενετούς και παρέδωσε το φρούριο της Γραμβούσας στους Τούρκους εισπράττοντας γενναία αμοιβή. Έζησε την υπόλοιπη ζωή του στην Κωνσταντινούπολη έχοντας το παρωνύμιο «Καπετάν Γραμβούσας». Στους Βενετούς έμειναν για λίγα ακόμη χρόνια τα φρούρια της Σπιναλόγκας και της Σούδας. Σ’ αυτά είχαν καταφύγει οικογένειες Κρητικών και μεμονωμένα άτομα για να αποφύγουν την τουρκική δουλεία. Στη Σπιναλόγκα ζούσαν το 1713 σε άθλιες συνθήκες, 582 άτομα και ανάλογος αριθμός Κρητικών είχε καταφύγει στη Σούδα. Κατά τον τουρκοβενετικό πόλεμο του 1714-1715, οι Τούρκοι κατέλαβαν μετά από σύντομη πολιορκία τη Σούδα (τέλη Σεπτεμβρίου 1715) και στις 4 Οκτωβρίου 1715 τη Σπιναλόγκα. Έτσι οι Βενετοί έχασαν κάθε ελπίδα για ανακατάληψη της Κρήτης.
Η τουρκική κατάκτηση διέκοψε οριστικά την κρητική αναγέννηση. Όπως γράφει ο Θεοχάρης Δετοράκης: «Το νησί, που μέσα στο βαθύ σκοτάδι του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού ήταν η μοναδική εστία φωτός και ελπίδας, δέχτηκε με τη σειρά του την κοινή μοίρα του έθνους».