Αρκετές είναι οι πληροφορίες που σώζονται για τη γυναικεία βουρλιώτικη φορεσιά, η οποία, παρά τη φαινομενική της λιτότητα και αυστηρότητα στις γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία εξαρτημάτων.
Ο Γεωργάκης Τενεκίδης,φατόρος των Βουρλών και η σύζυγός του Ευανθία Πεστεμαντζόγλου με το πρωτότοκο παιδί τους τη Δέσπω,μητέρα του Γ.Σεφέρη,σε σπάνια φωτογραφία του 1873.(Αρχείο ΜΙΕΤ.),από το βιβλίο του Γ.Ανωμερίτη ”ΟΙ ΚΥΚΛΑΔΙΤΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ.”,εκδ.ΕΞΑΝΤΑΣ.
Εσωτερικά φορούσαν ένα χασαδένιο πουκάμισο χωρίς μανίκια, ένα μπούστο ως τη μέση, άσπρο, χωρίς μανίκια, στολισμένο με δαντέλες (πιτσίλια) και μία άσπρη εσωτερική φούστα σαν μισοφόρι, με δαντέλες στο τελείωμα, το μισοφούστανο (μεσοφούστανο). Πάνω από το χασαδένιο πουκάμισο φορούσαν ένα άλλο, κουκουληθρένιο, λίγο πιο τραχύ στην αφή, σε κρεμ αποχρώσεις, το οποίο στην άκρη του λαιμού ήταν στολισμένο με κοχάκια και κεντημένο με μεταξωτή κλωστή.
Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το πολκάκι ή κοντό, ένα σακάκι εφαρμοστό που έφτανε ως τη μέση για τις νέες και ως τους γοφούς για τις μεγαλύτερες γυναίκες. Το πολκάκι ήταν κατασκευασμένο από βελιό (βελούδο) μαύρο, βυσσινί ή μπλε και κεντημένο μπροστά στο άνοιγμα, από πάνω ως κάτω, καθώς και στα μανίκια. Τα κεντήματα, που ονομάζονταν τοκμέδες, ήταν μεταξωτά χρυσαφί ή ασημί, σε διάφορα σχέδια, κυρίως φυτικά, και φαρδιά, ανάλογα με τον πλούτο της ιδιοκτήτριας. Το πολκάκι δεν κούμπωνε τελείως μπροστά, προκειμένου να φαίνεται το κουκουληθρένιο με τα κοχάκια.
Η Βουρλιώτισσα Κακουλή Γ. Χατζηγεωργίου,το γένος Μαρσέλλου,μητέρα του γιατρού Πέτρου Χατζηγεωργίου.Στη φωτογραφία φοράει φέσι,κουκουληθρένιο πουκάμισο και το πολκάκι.Πέθανε στα Βουρλά το 1915 σε ηλικία 80 χρονών.
Σαν συνέχεια από το πολκάκι φαινόταν η φούστα, μακριά και φαρδιά, σουρωτή στη μέση από ύφασμα μάλλινο (στόφα) ή μεταξωτό (μιλιρές), συνήθως σε σκούρους χρωματισμούς. Στο κάτω μέρος κατέληγε σε φραμπαλάδες, ενώ ορισμένες φούστες είχαν και σταμπάτα σχέδια. Επίσης, οι πιο κοκέτες έβαζαν στη φούστα τσέρκια και έδιναν ένα αποτέλεσμα παρόμοιο με εκείνο του κρινολίνου. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι πριν από τη φούστα, φαίνεται ότι στα Βουρλά οι γυναίκες συνήθιζαν να φορούν βράκα, κάτι που διατήρησαν αρκετές από τις ηλικιωμένες, τις οποίες αποκαλούσαν βρακούδες. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι βρακούδες κρεμούσαν στη ζώνη τους ένα μικρό μαντιλάκι, τον φωτά. Η λέξη φωτάς προέρχεται από το Άγιο Φως και συνεκδοχικά από τον Άγιο Τάφο. Η κατοχή, λοιπόν, αυτού του μαντιλιού, αποδείκνυε ότι η κάτοχός του ανήκε σε οικογένεια Χατζήδων, αφού αυτοί ήταν που τα έφερναν, κατά την επιστροφή τους από τους Αγίους Τόπους.
Στα πόδια τους οι Βουρλιώτισσες φορούσαν σκάρτσες μεταξωτές ή μάλλινες πλεχτές, ως το γόνατο, οι οποίες στερεώνονταν στο μπατζάκι του εσώρουχου. Επίσης, φορούσαν χαμηλά παπούτσια, τις παντούφλες που ήταν πέτσινα και στολισμένα με φούντες μεταξωτές. Αργότερα, άρχισαν να φορούν γόβες δετές και χαμηλές, σκαρπίνια ή στιβάνια και μποτίνια.
Για να προστατευτούν από το κρύο του χειμώνα, οι πλουσιότερες χρησιμοποιούσαν το κοντογούνι, φοδραρισμένο με μηλόγουνα. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετούσαν το λαχούρι για τις μεγαλύτερες και η σάλπα ή εσάρπα για τις πιο νέες, καθώς και ένα είδος κάππας, το μπελερίνι. Λίγο ελαφρύτερος ήταν ο μποξάς ή σάλι, σε ανοικτά χρώματα για τις νέες και σε πιο σκούρα τις ηλικιωμένες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφαλοκάλυμμα της συγκεκριμένης φορεσιάς. Βασικό κομμάτι ήταν το κόκκινο, χαμηλό φέσι, γύρω από το οποίο τυλιγόταν μια φάσα από βελούδο κατηφέ, μαύρο, με μαργαριτάρια (τερίρια) ή μια απομίμησή τους, τα φουσκάκια. Κοντά στο αυτί οι μεγαλύτερες έδεναν την κορδέλα σε φιόγκο. Οι νεότερες φαίνεται ότι προτιμούσαν γύρω από το φέσι να τυλίγουν τις κοτσίδες τους, τις οποίες ονόμαζαν μπουρμάδες. Πολλές φορές πάνω από το φέσι έβαζαν μια άσπρη πλατιά δαντέλα, το πιτσίλι, την οποία ονόμαζαν βέλο. Αν και με την πάροδο των χρόνων το φέσι ατόνησε, όσες συνέχιζαν να το φορούν αποκαλούνταν φεσούδες, που αναδείχθηκε σε χαρακτηρισμό των καλαίσθητων γυναικών και συνώνυμο της κοκεταρίας. Άλλα καλύμματα του σώματος και του κεφαλιού ήταν το ποσάκι, μεταξωτό, μικρό μαντιλάκι, τυλιγμένο στο λαιμό ή το κεφάλι, τα αφιομάντιλα για το σβέρκο ή το λαιμό, ο οσαλμάς, με τον οποίο τύλιγαν τα μαλλιά μετά το λούσιμο στο λουτρό, πριν το γάμο, το κανάρι, ένα λεπτό χρωματιστό μαντίλι που φορούσαν οι νέες στο κεφάλι το καλοκαίρι και ο καπέλλος, από χοντρή ψάθα.
Από μια τόσο προσεγμένη εμφάνιση δεν μπορούσαν να λείπουν τα χρουσαφικά ή τζιβαϊρικά ή μαλαματικά. Από το λαιμό κρέμονταν αλυσίδες με φλουριά κωνσταντινάτα και άλλα νομίσματα, μεντάλια (περιδέραια) και χρυσά ρολογάκια. Στα αυτιά τους, τα οποία τρυπούσαν από πολύ μικρή ηλικία, έβαζαν σκουλαρίκια χρυσά με διαμαντάκια και άλλες πολύτιμες πέτρες. Τέλος, στα χέρια φορούσαν δαχτυλίδια με πέτρες και διαφόρων ειδών βραχιόλια. Από τα τελευταία, τα πιο πολύτιμα ήταν οι μάπες που φοριόντουσαν σε ζεύγη και αποτελούνταν από δύο καλοδουλεμένες πλάκες χρυσού που ενώνονταν με πολλές πυκνές αλυσίδες. Η σημασία και η αξία των συγκεκριμένων κοσμημάτων ήταν τόσο μεγάλη, ώστε να τα λένε στεκούμενα, δηλαδή να τα συγκαταλέγουν στην κινητή περιουσία μεγάλης αξίας, την οποία μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και ως ενέχυρο (αμανέτι). Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι αρκετές Βουρλιώτισσες πούλησαν τις μάπες τους το 1892, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα χρήματα για να χτιστεί η Αναξαγόρειος Σχολή.
Τη γυναικεία φιλαρέσκεια συμπλήρωναν και τόνιζαν διάφορα εξαρτήματα. Τα χέρια τους συχνά καλύπτονταν από γάντια πάνινα, μαύρα ως τον καρπό, τα οποία αρχικά άφηναν ακάλυπτα τα δάκτυλα, για να φαίνονται τα δαχτυλίδια, ενώ αργότερα έγιναν πλήρη και τα δαχτυλίδια τοποθετούνταν από πάνω. Τέλος, συνηθιζόταν ο μπουάς, ένα μακρουλό γουναρικό για τον αυχένα και το ρεπίδι ή ριπίδι, με κοκκάλινο σκελετό, το οποίο κρεμούσαν στο λαιμό.
Τα πολύ νεαρότερα κορίτσια ντύνονταν απλούστερα, με ολόσωμα φορέματα σαν ρόμπες, ενώ έπλεκαν τα μαλλιά τους πλεξούδες και τα κάλυπταν με μεταξωτά μαντίλια. Από τα μέσα του 19ου αι άρχισαν και εδώ να φοριούνται από ορισμένες γυναίκες, ιδίως των ανώτερων τάξεων, τα φράγκικα φορέματα, ενώ το φέσι αντικαταστάθηκε με κότσο για τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας και με μπουρμάδες που έπεφταν στην πλάτη για τις νεότερες.
Την παρουσίαση της βουρλιώτικης φορεσιάς θα κλείσουμε με ένα τοπικό δίστιχο που αναφέρεται σε αυτήν:
Μ’ έκαψε το πολκάκι σου, τ’ όμορφο μαντιλάκι σου,
με λώλανε η φούστα σου, τα νάζα και τα γούστα σου…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Μηλιώρης Νίκος . Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας, Μέρος Β’, Λαογραφικά, έκδ. Ενωσης Βουρλιωτών Μ.Ασίας.Αθήνα 2014
Αθανασία Σταυροπούλου, Ιστορικός-Χοροδιδάσκαλος, Απόφοιτος ΕΚΠΑ.
Θοδωρής Κοντάρας,Φιλόλογος, Απόφοιτος ΕΚΠΑ.
Γ.Ανωμερίτης τ.Υπουργός,Οικονομολόγος.Οι Κυκλαδίτες Μικρασιάτες και ο Θαλασσινός Γ.Σεφέρης,εκδ. ΕΞΑΝΤΑΣ