Η Πρωτομαγιά στη Σμύρνη και την Ερυθραία.

Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΥΘΡΑΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ.

Μαγιατικο στεφανι

Κάθε γειτονιά συνήθειο,κάθε μαχαλάς κι αντέτι.

Αμέτρητα κι αλογάριαστα είναι τα έθιμα σε κάθε περιοχή του ελληνικού κόσμου. Έτσι και στη Σμύρνη με τα χωριά της, καθώς και στους εξήντα μικρούς και μεγάλους ελληνικούς οικισμούς της Ερυθραίας χερσονήσου, υπήρχαν πολλά αντέτια και εθίματα, συνδεδεμένα με κάθε θρησκευτική ή λαϊκή γιορτή στον κύκλο του χρόνου. Πολλά από αυτά έχουν αρχαία καταγωγή και οι ρίζες τους χάνονται στα βάθη των αιώνων ελληνικής ζωής στους τόπους εκείνους. Άλλα είναι παρόμοια και κοινά σε περισσότερα μέρη κι άλλα συνηθίζονταν μόνο σε έναν οικισμό. Μερικά από αυτά, όμως ολοένα και λιγότερα, επιβιώνουν έως σήμερα στα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες. Τα περισσότερα δυστυχώς έχουν απολησμονηθεί, λόγω του διαφορετικού τρόπου ζωής των σημερινών ανθρώπων, που δεν συνάδει πλέον με τον παραδοσιακό πολιτισμό.

Θα αναφερθούμε σήμερα τα πολύ αγαπητά αντέτια που συνδέονται με την Πρωτομαγιά και συνηθίζονταν σχεδόν από όλους τους Ρωμιούς κατοίκους εκεί, στη γη της Ιωνίας, μέχρι το 1922, αλλά και εδώ, στην Ελλάδα, όπου εγκαταστάθηκαν οι Ερυθραιώτες κι οι Σμυρνιοί πρόσφυγες.

Σκόπιμα χρησιμοποίησα το ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής, γιατί μου θυμίζει πάντα τους ανθρώπους της οικογένειας και της γειτονιάς μου, οι οποίοι μου χαρίσανε τη λατρεία τους για τις πατρίδες της Μικρασίας και μ’ έμαθαν εξ απαλών ονύχων ν’ αγαπώ καθετί το μικρασιάτικο. Έτσι, με τη ντοπιολαλιά τούτη μου φαίνεται πως τους ανασταίνω κι είναι σαν ν’ ακούω τη φωνή τους.

Η Πρωτομαγιά στην παλιά ελληνική κοινωνία ήτανε μια λαϊκιά γιορτή με βαθιές ρίζες στην αρχαιότητα, που δεν έχει καμιάν απολύτως σκέση με απεργίες και κινήματα εργατών, όπως η σημερινή. Ήτανε γιορτή τση φύσης, των πουλουδιών και τση άνοιξης, του πηγαιμού αφ’ το χειμώνα στο καλοκαίρι.

Τήνε συνδυάζανε και με τα μάγια, συνταιριάζοντας το όνομα Μάης με τη λέξη μα(γ)εύω.

Το Μάη εγεννήθηκα και μάγια δε φοβούμαι,εχτός κι αν με μαγέψουνε τη νύχτα που κοιμούμαι.

Για ταύτος ήπρεπε αποβραδίς να πιάσουνε το μαγιόξυλο, ένα κλαδί πουλουδιασμένο,[1] που ‘χε –τάχατες– τη δύναμη να σκροπά τα μάγια. Στα Αλάτσατα την Πρωτομαγιά κοιτούσανε να ξεγελάσουνε τις άλλοι, καταπώς κάνουν αλλού την Πρωταπριλιά, επειδής έτσιδας θε’ να σκροπούσανε τα μάγια, μαθές.[2]

Στα μέρη τση Ελυθραίας και τση Σμύρνης, το λοιπόν, ούλοι ηπίνανε γάλας αφ’ τα χαράματα τση Πρωτομαγιάς, για να μην ψωριάσουνε –λέει– και για να έχουνε γερά κόκκαλα τ’ αγόρια και άσπρο δέρμα οι κοπέλες. Στη Σμύρνη μάλιστα οι γαλατσήδες[3] ηξεχυνούντουστε, αχάραγο ακόμα, απ’ τα κοντινά χωριά (Μπουτζά, Κουκλουτζά, Μπουρνόβα, Σεβντίκιοϊ, Μπουνάρμπασι, Ναρλίκιοϊ κι άλλα) μέσα στην πόλη, με τα αλόγατά τως στολισμένα με πρασινάδες και πούλουδα και τα μπιντόνια τως κάργα, ξέχειλα από φρέσκο γάλας. Μερικοί τσομπάνηδοι ηκουβανούσανε αξαπίσω τως και τσι κατσίκες τως κι ηαρμέγανε επί τόπου το γάλας στσι πόρτες τω μουστερήδων[4] τως. Πολλές φορές, ο γαλατσής ήδωνε τζάμπα το γάλας, για ριγάλο, στσι καλοί και ταχτικοί μουστερήδες. Και ηρεγάλερνε[5] μάτσα από μερωδάτα πούλουδα στσι νοικοκεράδες.

Στη Σμύρνη ηβουτούσανε στην κούπα του γαλάτου ‘φτάζυμα[6] παξιμάδια, που τα ησιάχνανε με τη μαγιά του ροβιθιού κι ηγενούντοστε αφράτα κι εφτανόστιμα. Πολλοί ηλέανε: «Την Πρωτομαγιά γάλα πιε να μην ψωριάσεις και φάε ‘φτάζυμο για νά ‘σ’ αφράτος!»

Ητρώανε και κόκκινα αβγά, για να ‘χουνε κόκκινα μαουλάκια. Οι Αλατσατιανοί τα τσόφλια τα ηπετούσανε στα χωράφια, για ν’ αβγατίσουνε πολύ τα σπαρμένα ντως. Επίσης την Πρωτομαγιά, οι φούρνοι τση Σμύρνης δεν ηγλυτώνανε[7] απ’ τη νύχτα να ψένουνε τα φουμισμένα[8] κατιμέρια,[9] που ήπρεπε να φάνε ο κόσμος. ‘Ξόν από ‘φτά, ήπρεπε πάντα να ξινιστούνε κομμάτι, να φάνε κατιτί ξινό, όπως τα τζάνερα[10] κι οι αμπελοβλαστοί, που οι Σμυρνιοί τα ηπουλούσανε μπόλικα τσι μέρες τούτες, ακόμα και για μεζέ του ούζου! Απαραίτητα ήτανε και τα φρέσκα κουκιά, που τόσο πολύ ηαγαπούσανε οι Μικρασιάτες.

Όμως το πιο σπουδαίο αντέτι τση Πρωτομαγιάς, που δεν ήλειπε από κανένα σπίτι, ήτανε ο μάης γιά[11] ο μας γιά η πρωτομαγιά, το πουλουδένιο μαγιάτικο στεφάνι, μαθές. Τούτο το στεφάνι ήπρεπε να κρεμαστεί προτού νά βγει ο γήλιος. Ο μάης μάς φυλά ούλοι απ’ το κακό το μάτι και τη γλωσσοφαγιά και φέρνει την ομορφάδα και την καλοτυχιά μέσα στο σπίτι και σε κείνοι που το κατοικούνε. Ηθαρρούσανε οι αθρώποι πως μέσα από τούτο το στεφάνι τση Πρωτομαγιάς θε’ να πάρουνε κατιτίς από τη δύναμη, την ομορφάδα και τη δροσά τση πουλουδιασμένης φύσης, που το Μάη μήνα είναι στην καλύτερή της ώρα.

Τόνε κρεμούσανε αψηλά, επειδής σε πολλά μέρη ηλέγανε πως όποια κοπέλα τα κατάφερνε να κλέψει τον μα μιανού σπιτιού, τότες θε’ να ηπαντρευούντανε μέσα σε κείνη τη χρονιά. Όμως ποτές δεν ηπαντρευούντοστε Μάη μήνα, γιατίς ηφοβούντοστε τα μάγια και τα ‘μπόδια για τσι νιόπαντροι. «Το Μα», ηλέανε, «παντρεύουνται οι γαδάροι κι όχι οι αθρώποι».

Για το μπλέξιμο τση πρωτομαγιάς ήβαζες λογιώ-λογιώ πούλουδα, άγρια από τα χωράφια κι άλλα από τσι μπαξέδες τω σπιτιώ. Τούτα τα πουλουδάκια του μπαξέ οι περισσότεροι τα κλέβανε αποβραδίς, για ταύτος πολλοί νοικοκύρηδοι ηπαραφυλούσανε καραούλι ούλη τη νύχτα, μη λάχει και οι κλεφτοπουλουδάδες[12] τσι σουρομαδήσουνε τα μπαξεδάκια ντως.

Το στεφάνι του Μα ήπρεπε το δίχως άλλο να έχει τριαντάφυλλα, ένα φρέσκο σκόρδο (νά ‘τανε όμως μονοσκέλιδο, που τό ‘χανε για πολύ δυνατό ενάντια στο μάτιασμα), στάχυα του σταριού και του κλιθαριού, κλαδί τση κουκιάς (με πέντε ή εφτά λουβιά[13] ματζί με τα κουκιά ντως) κι ένα πουλουδιασμένο κλαδί αλυγαριάς, που στεριώνει την αγάπη:

Όπ’ αλυγαριά δεν πιάσει,

την αγάπη του θα χάσει.

Κι όπου δεν τη μυριστεί,

θα την αποχωριστεί.

Την παραμονή τ’ απόεμα κι ανήμερα την Πρωτομαγιά ο κόσμος –προπαντός το γυναικοθέμι–[14] ηπηαίνανε στσι εξοχές, στα τσαΐρια[15] και στα μπαΐρια,[16] για να ματζέψουνε πούλουδα, να πιάσουνε το μαγιόξυλο, να στεφανωθούνε και να στολιστούνε με πούλουδα και πρασινάδες. Ητραγουδούσανε τραγούδια μαγιάτικα και του σκολειού, ηστένανε[17] κούνιες και λέμπι,[18] ηγλεντούσανε κι ηδιασκεδάζανε με την ψυχή ντως. Τα σκολειά οι δασκάλοι τα πηαίνανε εκδρομή, να χαρούνε και τα σκολοπαίδια[19] την εμορφάδα των εξοχώνε.

Άμαν ηγιαγέρνανε[20] στο σπίτι ντως το βράδυ, κουτουρντισμένοι[21] από τη χαρά τση μέρας, ηκουούντανε από χίλιες δυο μεριές, σε κάθε μαχαλά, ματζί με ξεκάθαρη πονηριά:

- Καλέ σεις, τον ηπιάσατε φέτι το Μάη;

- Αμέ! Και το μαγιόξυλο ματζί. Ούλα τα πιάσαμε!

- Ε, τότενες και του χρόνου, μωρ’ σεις! Να ‘στε καλά να τόνε ξαναπιάσετε!

- Καλό μήνα να ‘χουμε!

Θοδωρής Κοντάρας,στσι 25 τ’ Απριλιού του ‘22.

ΚΟΝΤΑΡΑΣ

[1] Πουλουδιασμένος: λουλουδιασμένος, ολάνθιστος.

2 Μαθέ(ς): δηλαδή.

3 Γαλατσής: γαλατάς.

4 Μουστερής: πελάτης.

5 Ρεγαλέρνω, ρεγαλάρω: προσφέρω, χαρίζω, δωρίζω.

6 Φτάζυμα: αφράτα σμυρναίικα παξιμάδια ζυμωμένα εφτά φορές.

7 Γλυτώνω: προλαβαίνω.

8 Φουμισμένος: περίφημος, διάσημος, πασίγνωστος.

9 Κατιμέρια: σμυρναίικες πιτίτσες με γέμιση αλμυρή (με τυρί) ή γλυκιά (με ανθότυρο, μέλι κι αβγό).

10 Τζάνερα: άγουρα κορόμηλα.

11 γιά: ή (διαζευκτικό).

12 Κλεφτοπουλουδάς: κλεφτολουλουδάς, κλέφτης λουλουδιών.

13 Λουβί: ο μακρόστενος καρπός της κουκιάς, ο λωβός, που περιέχει τους σπόρους.

14 Γυναικοθέμι: γυναικομάνι, πλήθος γυναικών.

15 Τσαΐρι: λειβάδι.

16 Μπαΐρι: ξέφωτο.

17 Στένω: στήνω, φτιάχνω, κάνω.

18 Λέμπι: είδος μακρόστενης κούνιας (σαν λέμβος), με πολλούς αναβάτες.

19 Σκολοπαίδια: μαθητές, σχολιαρόπαιδα.

20 Γιαγέρνω: επιστρέφω.

21 Κουτουρντισμένοι: ξέφρενοι, αποκαμωμένοι.

Και κατι ακόμη από το ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ του ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗ.ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ

Aπ’την παραμονή τση Πρωτομαγιάς, οι γλεντζέδες Σμυρνιοί ήτανε στο ποδάρι. Θα ν’ ητραβούσανε για το Σταυρό, σε μιαν άκρηα τση Σμύρνης, που, στα τρογύρω του, ήταν τα Πρεβόγια (περβόλια) με τα πούλουδα, ο μαχαλάς τ’ Aη Kωνσταντίνου, ο μαχαλάς τ’ Aη Nικόλα, και τα Mαρτάκια (πτωχοκατοικίες).
Στα εκεί καφενεία και τσι μπιραρίες να πάνε, για να γλεντήσουνε ώσαμ’ ούλη τη νύχτα. Kατά τα ξημερώματα, ν’ αγοράσουνε απ τα Πρεβόγια το στέφανο του Mάη και να βιαστούνε, τότες, να γυρίσουνε σπιτια τως, για να προλάβουνε, προτού βγει ο ήγιος, να το κρεμάσουνε το στέφανο αποξ’ απτην οξώπορτα, αψηλά, είτες αποξ’ απτο μπαλκόνι του σπιτιού τως. – Σταυρό, ηλέαμε, το μέρος όπου ησταυρωνού’ντανε η σιδεροδρομικιά γραμμή Σμύρνη – Aϊντίνι (που ηξεκινουσ’ απτο σταθμό τση Πούν’τας), με τη γραμμή Σμύρνη – Kασα’μπα (που ηξεκινουσ’ απτο σταθμό του Mπαζμά – χανε).
Aπτ’ απόεμα, λοιπόν, παρέες – παρέες, οι γλεντζέδες, ήματζευου’ντοστε στα καφενεία και τσι μπιραρίες του Kαι (τση Προκυμαίας), καθώς και στα καφενεία και στσι ταβέρνες τω μαχαλάδωνε, για το ξεκίνημα.
ΠOY HΞEΠOPTIZE O KOΣMOΣ
ΣTA ΠPEBOΓIA (Περβόλια), εκειν’ την ημέρα, ούλα ήτανε καταπράσινα κι ανθισμένα κ’ ημοσκοβολούσ’ ο αγέρας. Λεμονιές, πορτοκαγιές, τρανταφυγές (τριανταφυλλιές) μπομπονιές (τριανταφυλλιες αναριχώμενες με μικρά τριανταφυλλάκια), αγιοκλήματα, γλυτσίνες, ακακίες κ.α. Eκει ήβρισκες μπόλικα πούλουδα και ωραία στέφανα του Mάη.
Tα πούλουδα τα ‘χανε οι πλεβολάρηδοι μέσα σε σκάφες. Aλλοι τα πουλούσανε, κι άλλοι τα χαρίζανε για το καλό. Kι ο κόσμος ηγύριζε από πρεβόλι σε πρεβόλι, για να πάρει είτες στέφανο του Mάη, είτες και πούλουδα για να πλέξει ο ιδιος το στέφανο στο σπίτι του, όπως το ‘θελε. Kαι τι πούλουδα δεν είχε! Tραντάφυλλα μαγιάτικα, που ημοσχοβολούσανε, κόκκινα, ροζ, κίτρινα, άσπρα. Mανιτιές (βιόλες) βυσσινιές, μωβ, πιτσιλωτές, άσπρες. Πασκαγές, γαρούφαλα μυρωδάτα κόκκινα, ροζ, άσπρα. Σύριγγα, βανίγια (βανίλλια) αγιόκλημα κ.α.
Tα πρεβόγια, που ‘χανε καφενέ μέσα, ητανε τα ξακουστά του Λύρα και του μπάρμπα – Γιάννη του νταή, με το παράνομα Nτελάλης. Tου Λύρα το πρεβόλι ήτανε γεμάτο τζανεριές (κορομηλιές). Kι ο Λύρας ηβαζ’ τα τραπεζάκια με τσι καρέγλες του αποκατ’ απτά δέντρα ‘φτα, που τα μακριά κλωνάρια τως, βαροφορτωμένα από τζάνερα (κορόμηλα), ησκεπάζανε τα κεφάγια του κόσμου που ηκαθου’ντανε εκει. Hπαρα’γγέλνανε το ρακί τως με τσι ωραίοι μεζέδες. Tο ρακί ητανε το σμυρνέϊκο πιοτό κι οχι το κρασί (η ρετσίνα). Kι οι μπεκρήδες ηαπλώνανε ελεύτερα το χέρι κ’ ηκόβανε τζάνερα κ’ ητρώανε. Aυτά, όμως, ητανε ακομα άγγουρα. Mα έτσι στυφόξυνα, ήτανε ο πιο μπεκρίδικος για το ρακι μεζες.
This entry was posted in Χωρίς κατηγορία. Bookmark the permalink.

Comments are closed.