Ολοι όσοι καταγόμαστε από τις Αλησμόνητες Πατρίδες της Ανατολής,πρόσφυγες 2ης ή 3ης γενιάς,είχαμε λίγο ως πολύ αυτό το σύνδρομο.Το σύνδρομο του χωριού.Του χωριού που δε μπορούσαμε να επισκεφτούμε.Δεν μας έλειπε ο παππούς ή η γιαγιά.Αυτούς συνήθως τους είχαμε δίπλα μας και απολαμβάναμε τη στοργή,τα χάδια και τη ζεστασιά τους.
Το χωριό μας έλειπε.
Γι αυτό ζηλεύαμε τους φίλους μας που συνήθως Χριστούγεννα,Πάσχα,αλλά σίγουρα το καλοκαίρι πήγαιναν στο χωριό τους.
Αυτά έλεγα πριν μερικές ημέρες σε κάποιους φίλους,κατά τη διάρκεια μιάς εκδρομής στη Σαλαμίνα,γιά να ακούσω από τη φίλη συγγραφέα Βούλα Αραμπατζόγλου Τουζοπούλου,γόνο προσφύγων και αυτή,πως όχι απλά τα ίδια ένιωθε κι αυτή τα καλοκαίρια της παιδικής της ηλικίας αλλά και έχει γράψει γι΄αυτά της τα συναισθήματα στο βιλίο της «Ανατολή εξ Ανατολών».
Την επομένη μέρα μου έστειλε το συγκεκριμένο απόσπασμα απ΄το βιβλίο,το οποίο με πολύ χαρά μοιράζομαι μαζί σας.
”ΣΤΑ «ΧΩΡΙΑ» Η ΜΟΝΗ ΛΑΧΤΑΡΑ ΚΑΙ ΖΗΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ”
Κρίμα να μην έχεις “χωριό”. Να μη μπορείς να πεις “το χωριό μου” και το σημαντικότερο να μη μπορείς να κλίνεις αυτό το ουσιαστικό στην αιτιατική. Να λες π.χ θα πάω “στο χωριό” μου. Αυτό είναι το πιο βασανιστικό απωθημένο των παιδικών μου χρόνων. Άλλη μία αμαρτία των ενόχων του ξεριζωμού, που πλήρωναν τα παιδιά της πρώτης γενιάς προσφύγων. Μου διηγόταν ο πατέρας μου για τα αμπέλια και τα περιβόλια τους στη Μενεμένη της Μικράς Ασίας, που τα διέσχιζε πάνω στο άλογο, αλλά ούτε να τα δούμε από μακριά δεν άφηναν πια οι Τούρκοι.
Μέσα στην ανέχεια που βιώναμε και που ένωνε όλα τα παιδιά του σχολείου ή της γειτονιάς, το συναίσθημα της ζήλιας έβρισκε τροφή μόνο όταν κλείνανε τα σχολεία το καλοκαίρι.
Είχε προ πολλού αρχίσει η ανάμειξη των Ελλήνων προσφύγων από την Μ. Ασία με τους Έλληνες της επαρχίας, που έφταναν στα προσφυγικά προάστια για να βρουν δουλειά. Τα παιδιά των επαρχιωτών ή αυτά που προέκυπταν από γάμους προσφύγων με επαρχιώτες είχαν το μεγάλο πλεονέκτημα να έχουν χωριό, στο οποίο και κατέφευγαν τα καλοκαίρια.
Εμείς τα υπόλοιπα παιδιά, με πρόσφυγες και τους δύο γονείς μας, αναγκαστικά όλο το καλοκαίρι παραμέναμε στην Νέα Ιωνία, που όμως έμοιαζε τότε σαν ένα μεγάλο χωριό, με άδειους από αυτοκίνητα δρόμους και χαμηλά σπίτια. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι η ζωή στην πόλη μας, θύμιζε ακόμα περισσότερο Ελληνική ύπαιθρο. Άλλαζαν πολλά στην οργάνωση της ζωής, στις καθημερινές συνήθειες και στην ψυχολογία των ανθρώπων, που μας έκαναν να καταλαβαίνουμε καλοκαίρι και γιατί όχι διακοπές.”
Αυτό το απόσπασμα της Βούλας θα πρέπει να διαβάσουν όλοι εκείνοι που,καλοπροαίρετα ελπίζω,κάθε φορά που πηγαίνουμε εκδρομή στη Μικρασία ρωτούν εμφαντικά στο facebook ή δια ζώσης…….”Μα θα πάτε να αφήσετε λεφτά στη Τουρκία.”
Απαντώ κάθε φορά χαμογελώντας,ελπίζοντας κάποτε να το αντιληφθούν….
”Μα στο χωριό μου πάω.Αυτό επισκέπτομαι.Το χωριό της καρδιάς μου! ”
Γιατί μια πατρίδα, όπως και να την ονομάσει κάποιος- αλύτρωτη, χαμένη, αλησμόνητη- ζει πάντοτε στα απαραβίαστα πνευματικά σύνορα της εθνικής μας συνείδησης και από τα ορεινά της τοπία σιωπηλά, αλλά επίμονα, προστάζει να μην τη λησμονήσουμε ποτέ.