Ποιος ήταν ο άραγε πατέρας της ιδέας της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών;
Η υποχρεωτική ανταλλαγή ήταν πρόταση των Τούρκων, η οποία προωθούσε την κεμαλική πολιτική για τη δημιουργία ενός εθνικά ομοιογενούς τουρκικού κράτους.
Πριν τη Λωζάνη, η έννοια της ανταλλαγής στην ανθρώπινη διάστασή της, αφορούσε την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Με τη Λωζάνη εισήχθη ως νέος όρος στην ορολογία του διεθνούς δικαίου. Θεωρήθηκε ως λύση στο ζήτημα των μικτών πληθυσμών με διαφορετική εθνική συνείδηση, από τη στιγμή που οι διεθνείς οργανισμοί δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τις μειονότητες.
Η Λωζάνη καθιέρωσε τον όρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής (υποχρεωτικό, τετελεσμένο και αμετάκλητο της ανταλλαγής), αντιθέτως, οι προηγούμενες προσπάθειες ανταλλαγής πληθυσμών αναφέρονταν σε εθελούσια μετανάστευση.
Φρίντγιοφ Νάνσεν.
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1922 ο Φρίντγιοφ Νάνσεν, Ύπατος Αρμοστής της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες, είχε αναλάβει να διερευνήσει το ζήτημα των προσφύγων που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Χαμίτ Μπέη, εκπρόσωπος της κεμαλικής κυβέρνησης, ξεκαθάρισε στον Νάνσεν ότι η Τουρκία δεν επρόκειτο να δεχτεί παλιννόστηση προσφύγων. Η τουρκική πλευρά δεν δέχονταν τίποτα άλλο, παρά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, από την οποία εξαιρούσε μόνο, τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης.
Τουρκική πρόταση
Επομένως, η υποχρεωτική ανταλλαγή ήταν πρόταση των Τούρκων, η οποία προωθούσε την κεμαλική πολιτική για τη δημιουργία ενός εθνικά ομοιογενούς τουρκικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, η τουρκική αντιπροσωπεία επιθυμούσε να εκδιώξει τους ελληνικούς πληθυσμούς της τουρκικής επικράτειας αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Απαιτούσε, επίσης, πολεμική αποζημίωση (το υπέρογκο ποσό του ενός δισεκατομμυρίου τριακοσίων εκατομμυρίων λιρών Τουρκίας), ενώ ζητούσε να της επιστραφούν ορισμένα νησιά του Αιγαίου.
Από την άλλη πλευρά, ο Βενιζέλος δέχτηκε να διαπραγματευθεί επί τη βάσει «εκουσίας και αμοιβαίας» ανταλλαγής πληθυσμών. Εξάλλου, κατά τα λεγόμενα του Μ.Γ. Θεοτοκά, νομικού συμβούλου της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Λωζάνη, ο Βενιζέλος «προσεπάθησε δια παντός τρόπου να επιτύχη την παλινόστησιν και παραμονήν εν Τουρκία των ομογενών Τούρκων υπηκόων και την εξασφάλισιν των δικαιωμάτων τα οποία είχον πριν».
Δυστυχώς, όμως, οι προσπάθειες του δεν καρποφόρησαν διότι οι σύμμαχοι τάχθηκαν με την τουρκική άποψη περί υποχρεωτικής ανταλλαγής. Οι Αγγλογάλλοι υποστήριζαν την άποψη ότι το τέλος της συνύπαρξης των ελληνοτουρκικών πληθυσμών θα οδηγούσε σε ειρήνευση την Εγγύς Ανατολή.
Ο ρόλος του Βενιζέλου.
Σύμφωνα με την άποψη ορισμένων μελετητών, ο Βενιζέλος ήταν αυτός που εισηγήθηκε επίσημα στον Νάνσεν την αρχή της ανταλλαγής των πληθυσμών ενώ «η Τουρκία, πέρα από την προγενέστερα εκφρασμένη πρόθεσή της, είχε συμβάλει και στην πράξη ώστε να καταστεί αναπόφευκτη». Από τα μέσα Οκτωβρίου του 1922, ο Βενιζέλος είχε απευθύνει έκκληση στον Νάνσεν για τη σωτηρία των ομογενών της Μικράς Ασίας, μέσω μιας ανταλλαγής των πληθυσμών με το κεμαλικό καθεστώς.
Ωστόσο, στην έκκληση αυτή, πρώτον, δεν χρησιμοποίησε τη φράση «υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών». Η εξέλιξη, όμως, των πραγμάτων δεν άφηνε περιθώρια για μια προαιρετική ανταλλαγή. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ανταλλαγής ήταν αναπόφευκτος. Όσον αφορά την «προγενέστερα εκφρασμένη πρόθεση» της Άγκυρας, σε υπόμνημα του Νάνσεν προς τον γενικό γραμματέα της ΚτΕ, γινόταν λόγος για παλαιότερη δήλωση του υπουργού Εσωτερικών της «εθνικιστικής κυβερνήσεως της Άγκυρας, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση αυτή […] υπολόγιζε να προτείνει στη προσεχή Συνδιάσκεψη της Ειρήνης την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών».
Είναι αλήθεια ότι η ιδέα της ανταλλαγής μειονοτικών πληθυσμών, ως μέσο επίλυσης διακρατικών προβλημάτων, υπήρχε στο μυαλό του Βενιζέλου πολύ πριν την Λωζάνη. Το 1915, σε μνημόνιο του προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο γινόταν λόγος για αμοιβαία μετακίνηση πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας.
Εξάλλου, ο Βενιζέλος το 1919, εκτός από την παρουσίαση των ελληνικών διεκδικήσεων ενώπιον της Συνδιάσκεψης, πρότεινε και ένα σχέδιο για ανταλλαγή πληθυσμών. Βάσει αυτού, η τουρκική κυβέρνηση θα εξαγόραζε τις περιουσίες των Ελλήνων που θα μετανάστευαν στην ελληνική επικράτεια, ενώ το ίδιο θα έκανε και η ελληνική κυβέρνηση για τις περιουσίες των μουσουλμάνων που θα μετανάστευαν στην Τουρκία.
Ο Κρητικός πολιτικός πίστευε ότι θα δημιουργούνταν ρεύμα αμοιβαίας και εθελούσιας μετανάστευσης, ώστε σε βάθος χρόνου να δημιουργηθούν δυο εθνικά ομοιογενή κράτη. Υπάρχει, επίσης, επιστολή του προς τον Άγγλο πρωθυπουργό, Λόιντ Τζόρτζ, με ημερομηνία 27/10/1919, όπου υποστηρίζει πως μόνο με την εκούσια ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας, Αρμενίας και Τουρκίας μπορούσαν να σωθούν οι ομογενείς, αλλά και να διασφαλιστεί η θέση της Ελλάδας και της Αρμενίας στη Μικρά Ασία.
Είναι ανάγκη να τονιστεί ότι οι δυο ενδιαφερόμενες πλευρές -αλλά και οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών δυνάμεων- δεν αντιμετώπιζαν αρνητικά το ενδεχόμενο μιας ανταλλαγής πληθυσμών, ως μέσο δημιουργίας δεδομένων εθνικής ομοιογένειας και ειρήνευσης της περιοχής.
Όσον αφορά τις αντίθετες φωνές στο μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής, ο ίδιος ο Βενιζέλος δήλωνε ότι «εις τας κραυγάς, ας το μέτρον τούτο θα προκαλέση εν τω εξωτερικώ είμαι διατεθειμένος να εμφανισθώ διεκδικών δημοσία την πατρότητα της ιδέας και υπερασπίζων το μέτρον».
Είναι αλήθεια ότι οι ανταλλαγές μειονοτήτων ακολουθούσαν συνήθως τετελεσμένα γεγονότα δίωξης ή μετακίνησης πληθυσμών. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι περισσότεροι Έλληνες της Τουρκίας είχαν ήδη μεταναστεύσει είτε λόγω διώξεων είτε λόγω φόβου. Τα εννέα δέκατα του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας είχαν ακολουθήσει τον υποχωρούντα ελληνικό στρατό, τον Σεπτέμβριο του 1922 πριν την ανακωχή του Οκτωβρίου. Όσον αφορά τον ελληνικό πληθυσμό της ανατολικής Θράκης αναχώρησε μετά την ανακωχή και πριν την υπογραφή της συμφωνίας ανταλλαγής των πληθυσμών.
*Το άρθρο είναι του κ.Βασίλη Κολλάρου,δρ. Ιστορίας, Διδάσκοντος στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και δημοσιεύθηκε στο In.gr την Πέμπτη 27 Ιουλίου 2023.