Περσι είχα αναρτήσει το γράμμα του αμπελουργού Ευάγγελου Μηλιώρη στο νεαρό γιο του Νίκο, όπου μιλά για την κακή σοδειά και τα έξοδα της Βουρλώτικης οικογένειας για την χρονιά που σβήνει. Η τρυφερότητα του πατέρα , με την όποία εξηγεί , σα να απολογείται, το λόγο που δε στέλνει το αναγκαίο ποσό για επιστρέψει ο φοιτητής στο σπίτι του για τις
γιορτές, συγκίνησε πολύ. Καθώς, υπάρχουνε ζητήματα χωρίς χρονολογία λήξης.Που επαναλαμβάνονται όχι μόνο από γενιά σε γενιά αλλά κι από αιώνα σε αιώνα. Το γράμμα εκείνο μάλιστα είχε μια τραγικότητα επιπλέον για μας που ξέρουμε εκ των υστέρων, ότι δεν θα υπήρχε άλλη χριστουγεννιάτικη γιορτή “στο σπίτι”.
Μα δεν το γνώριζε, ούτε καν το φανταζότανε ο νεαρός Μηλιώρης — το ξερουμε απ‘ το ημερολόγιο που κρατούσε τις μέρες του Δεκέμβρη του 1921, όταν οι συμφοιτητές του είχανε επιστρέψει στις οικογένειές τους, κι εκείνος συλλογιότανε και συλλογιόταν, όπως άλλωστε θα έκανε και ς’ όλη την υπόλοιπη και μακρυά ζωή του.
Αλλά τον αγαπούσανε πολύ και στα Βουρλά και στη Σμύρνη, όπου είχε εργαστεί πριν η στροφή της Ιστορίας “απελευθερώσει” τις γεννέθλιες πόλεις του στη Μικρά Ασία. Είχε προλάβει να κάνει φίλους καλούς, που τον θυμούνται εκεί που βρίσκεται, “στη ξενητιά”. Κι αυτοί του στέλνουνε αράδα — είναι πάνω από 10 — τα δελτάρια τα εορταστικά, για να του ευχηθούνε για το το νέο Έτος: το 1922 που θα ήτανε ολέθριο.
Μα επίσης δεν το ξέρουνε. Κι αυτή νομίζω ότι είναι η τραγικότητα των καρτ ποστάλ μέσα στο χαρακωτό τετράδιο, που ο φίλος τους ο Νίκος είχε καπλαντίσει, για να επιζήσουνε στη μνήμη του εκείνα τα πεταχτά φιλιά από την πατρίδα. Ο παραλήπτης είχε την τύχη να τον βρει η Καταστροφή στην Αθήνα.
Όσοι του γράφουν τι απόγιναν ;
Δε ξέρω . Θα έπρεπε να έψαχνα προσεχτικά όλα του τα βιβλία , όπου έχει καταγράψει συστηματικά τόσο τις μνήμες του όσο και τις κρίσεις του για τη Μικρασία και τον ελληνισμό της. Πάντως, ο ίδιος δεν προσθέτει κάτι κάτω από τις καρφιτωμένες καρτ ποστάλ. Μήτε και στις δεκάδες καρτ ντε βιζιτ που επίσης του εύχονται ως σήμερα ακόμα, μέσα απ΄’ τις χαρακωτές σελίδες του τετράδιου που Νίκος ονομάζει : “Στο πέρασμα της ζωής μου”
Ωστόσω, οι τρεις κάρτες που συνοδεύουν σήμερα την ανάρτησή μου, νομίζω πως περισσότερο από Χριστουγεννιάτικο στολίδι μνήμης, προσφέρονται ως ηθογραφική κια λαογραφική μαρτυρία. Είναι, όπως και οι υπόλοιπες που δεν χωράνε εδώ, ευχητήριες κάρτες του 1921, που πουλιώνταν στα Βουρλά,ή έστω δίπλα εκεί, στη Σμύρνη, πριν να τις κάψει η φωτιά.
Και συνεχίζει την επομένη η πολυγραφότατη Πόλυ Μηλιώρη.
Η χτεσινή μου ανάρτηση με τις εορταστικές ευχες που ο πεθερός μου είχε λάβει στο τέλος του 1921 από τα Βουρλά και τη Σμύρνη, όταν σπούδαζε στην Αθήνα, μπήκε κάτω από τη στήλη “Χριστουγεννιάτικα στολίδια της μνήμης “ — μια ρουμπρίκα που προσπαθώ να κρατήσω μέχρι την Πρωτοχρονιά. Ωστόσο, θα μπορούσε να είχε καταχωρηθεί και ως συνεισφορά μου στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή.
Πολλά είναι τα εδώ σημειώματά μου για τον αγαπημένο πεθερό μου και λαμπρό Μικρασιάτη Νίκο Μηλιώρη ( 1896-1983)* για την αγάπη του στην γεννέθλια πατρίδα του τα Βουρλά, για τη συνεισφορά του στην ιστορική και λαογραφική καταγραφή των ελλήνων που έζησαν εκεί για αιώνες, για την εδώ πολιτιστική δραστηριότητά του. Αυτό που σήμερα θα αναρτήσω, δεν το έχω βρει σωσμένο σε δικές του γραπτές αναμνήσεις. Έχει δημοσιευτεί, 30 χρόνια μετά τον θάνατό του, στην εφημερίδα “Μικρασιατική Ηχώ” — ο Ν. Μ την διεύθυνε κοντά μισό αιώνα — και περιέχεται μέσα σ΄ένα μεγάλο άρθρο για κείνον της γνωστής επίσης Μικρασιάτισσας συγγραφέα Νίτσας Παραρά- Ευτυχίδου, φίλης του Νίκου και της Ρίτας Μηλιώρη.
Είναι ένα άρθρο αποκάλυψη για μένα. Καθώς, πάντα μ΄εντυπωσίαζε η ευκολία με την οποία ο πεθερός μου διάβαζε γαλλικά βιβλία, χωρίς να έχει διδαχτεί συστηματικά την γλώσσα – μάλιστα δε μπορούσε καν να τη μιλήσει. Μα εντάξει, έλεγα, σπούδασε στη Σμύρνη, ολόληρο βιβλίο του Μέγιερλιγκ βρήκαμε μεταφρασμένο σε χειρόγραφο από εκείνον,ο ανηψιός του ο Βαγγέλης γνωρίζει ότι είχε βαλθεί να μεταφράσει και Μπερξόν, ο άνθρωπος είχε μεγάλη ευφύια και μεγάλο πείσμα, τα κατάφερε, έλεγα.
Μα η έκπληξή μου για την ανάγνωση και αγγλικών κειμένων ήταν πολύ μεγάλη όταν, επιστρέφωντας από ένα ταξίδι στο Λονδίνο το 1972, φέραμε σπίτι τους δίσκους βινυλίου που είχαμε αγοράσει στο φουαγιέ του θέατρου όπου παρακολουθήσαμε το τολμηρό για τότε μα υπέροχο από τότε μούζικαλ Hair.
Τον θυμάμαι καθισμένο δίπλα στο τζάκι μας, κοντά στο φορητό πικ-απ όπου είχαμε βάλει το διπλό δίσκο , να ενδιαφέρεται τα μάλλα — όπως πάντα για κάθε νέο κίνημα — για την πρωτάκουστη μουσική. Η συγκέντρωσή του όμως μας φαινόταν υπερβολική. Σα νά’θελε να καταλάβει και τους στίχους.
Μέχρι που είδε το κουτί των δίσκων κι ανακάλυψε πως μέσα υπήρχε το λιμπρέττο.
— Βάλτο μου πάλι, απ’ την αρχή , είπε στον Άγγελο.
Και πέρασε την υπολοιπη βραδυά του δίχως να μας ξαναμιλήσει, μόνο σηκώνοντας όλη την ώρα τη βελόνα απ’ το πικ-απ και ξανακατεβάζοντάς την όπου είχε χάσει τη συνέχεια της ροκ ‘οπερας.
Αυτά που γράφει η Παραρά στη “Μικρασιατική Ηχώ” μας έλυσαν την απορία—εκείνος θεωρούσε αυτονόητη την αυτομόρφωσή του και ποτέ δε μας καυχήθηκε γι’ αυτήν. Δημοσιεύω όμως το μικρό απόσπασμα απ’ το άρθρο της, γιατί πιστευω πως ενδιαφέρει γενικότερα για τη ζωή στην “αμπελοπολιτεία ” , όπως λέει η συγγραφέας , τα Βουρλά:
“ Η γνωριμία του Νίκου Μηλιώρη με την οικογένειά μου υπήρχε από τα Βουρλά. Το 1914 σταμάτησαν να λειτουργούν τα μεταλλεία Βίτελ στο Καράπουρνο, και ο διευθυντής του μεταλλειολόγος σερ Μπαξτέρ με την Πολίτισσα σύζυγό του Μαρί Μπαξτέρ, βρέθηκαν στην κυριολεξία στο δρόμο.
Περιπλανώμενοι έφτασαν στα Βουρλά και ζητούσαν ξενοδοχείο να μείνουν. Πού ξενοδοχείο στα Βουρλά, μόνο φιλοξενία ανιδιοτελής! Όλα τα μεγάλα σπίτια είχαν το ξενώνα τους. Τους υπέδειξαν το σπίτι του Ανδρέα Παραρά που είχε πεθάνει στις 3-1-1900, 52 χρονών. Οι δυο κόρες καλωσόρισαν τους ξένους.
Τους φρόντισαν. Μα επειδή αργούσε η αναχώρησή τους, έφεραν μια γυναίκα να τους ψωνίζει, να συγυρίζει το δωμάτιό τους και να τους μαγειρεύει.
Είμαστε στο 1915. Ξαφνικά ο σερ Μπαξτέρ αρρώστησε από καρκίνο και πέθανε στο Ολλανδικό νοσοκομείο της Σμύρνης. Η μαντάμ Μαρί περνούσε στερημένη ζωή ( δεν είχε σύνταξη από τους Βίτελ), οπότε σκέφτηκε,έως να έρθει βοήθεια από τον αδελφό της Βαλσαμάκη απ’ την Θεσσαλονίκη, να παραδίδει αγγλικά μαθήματα.
Κρέμασε ενα χαρτόνι στο χτυπητήρι της κεντρικής Πόρτας στο Φαρδύ Σοκάκι, που έγραφε: “ΠΑΡΑΔΙΔΟΝΤΑΙ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΓΓΛΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ” .
Μόνο δυο μαθητές εμφανίστηκαν. Ο Κώστας Χριστοφίδης και ο Νίκος Μηλιώρης. Ενθουσιασαμένη η θεία μου Ελένη με την γνωριμία των δύο νεαρών– ήταν μεγαλύτερή τους κατά 10 χρόνια. Καλά διαβασμένη κι ενημερωμένη πάνω σε οποιοδήποτε θέμα — ζωντανή εγκυκλοπαίδεια — συζητούσε μετά το μάθημα με το Νίκο και τον Κώστα φιλοσοφικά θέματα. Η γνωριμία μετά επεκτάθηκε με τα άλλα αδελφια της, μερισσότερο με το Λάμπρο.
Νίκος- Κώστας- Λάμπρος ενωμένοι με μια φιλία που κράτησε μέχρι το θάνατό τους.”Προσωπικά, συναναστράφηκα εκείνο το νεαρό, το Νίκο, μετά τα 70 του χρόνια — η φωτογραφία του με τον γιό του που δημοσιεύω, είναι πολύ παλαιότερη από τότε .
Τον άκουγα να τηλεφωνιέται με τον Κώστα Χριστοφίδη. Το Λάμπρο ή την Ελένη Παραρά δεν τους θυμάμαι, ίσως δεν έτυχε, ίσως είχαν ήδη φύγει απ’ τη ζωή. Όμως με την ανηψιά , τη Νίτσα, τον θυμάμαι ενθαρρυντικό και προστατευτικό.”