(Δεν είναι ταξιδιωτικό, είναι ένα βίωμα!)
Μας φέρνει το καραβάκι από την Χιό στην Κρήνη (Τσεσμέ το λένε τώρα, που στα Τούρκικα σημαίνει… κρήνη) και ευθύς κατευθυνόμαστε προς την Σμύρνη.
Η γη και το τοπίο, τα πεύκα και οι ελιές, θυμίζουν έντονα Ελλάδα (για τον απλούστατο λόγο ότι ΕΙΝΑΙ Ελλάδα!).
Η Σμύρνη λοιπόν. Η σημερινή, μοντέρνα, τερατώδικη Σμύρνη! Δεν έχει να μου προσφέρει τίποτε πέρα από την προκυμαία (τόπο θυσίας χιλιάδων αθώων ψυχών, που όσοι έχουν την ψυχή μπορούν ακόμη να τις ακούσουν…), των «καμένων» που στο μεγαλύτερο μέρος τους είναι πάρκο πλέον ( ακόμη και με την απουσία τους οι Έλληνες προσφέρουν την ευκαιρία πολιτισμού) και τέλος …. Το Κονάκι! Το διοικητήριο επί Ελληνικής παρουσίας. Το Κονάκι με το μπαλκόνι του! Δεν με ενδιαφέρει πόσους «ηγέτες», άξιους η ανάξιους, φιλοξένησε αυτό το μπαλκόνι. Το μόνο που του δίνει την αξία που κατέχει στις μνήμες, είναι το ότι εκεί ο Νουρεντίν παρέδωσε στον μαινόμενο όχλο τον Άγιο του Μικρασιατικού Ελληνισμού , τον Χρυσόστομο της Σμύρνης. Τον παπά που έδειξε τα ….. γένια του σε όλον τον κόσμο με την όρθια στάση του σαν Έλληνας (γιατί οι Έλληνες και στους θεούς τους ακόμη, όρθιοι ομιλούν!) και το μαρτύριό του.
Από ολόκληρη την Σμύρνη, αυτά έμειναν να πονάνε! Και αυτά είναι τα σημαντικά, γιατί αν δεν πονάς δεν είσαι ζωντανός! Τα υπόλοιπα, είναι απλά τουρισμός.
Μας ξερίζωσαν και ελάχιστα μένουν πια για να μαρτυρούν τον ξεριζωμό. Μήπως όχι όμως; Η ύλη χάνεται αλλά το πνεύμα και τις μνήμες δεν μπορεί να τις φτάσει και το πιο κοφτερό χατζάρι!
Και από την Σμύρνη μεταφερόμαστε στα Βουρλά. Στην κοιτίδα μας.
Μπαίνοντας στην περιοχή τίποτε δεν άλλαξε. Ο δρόμος εξακολουθούσε να κυλάει κάτω από τις ρόδες μας και οι χαριτωμένες, μοντέρνες μονοκατοικίες συνεχίζουν να ταξιδεύουν δεξιά κι αριστερά μας. Κι όμως, όταν ο ξεναγός ανήγγειλε «και τώρα μπαίνουμε στα Βουρλά», κάθε κουβέντα, κάθε ψίθυρος, κάθε φασαρία, σταμάτησε απότομα μέσα στο πούλμαν. Λες και καθένας κλείστηκε στον εαυτό του ανασκαλεύοντας μνήμες. Δεν το πρόσεξα εγώ, απασχολημένος κι εγώ να ψάχνω συναισθήματα με το μυαλό μου. Ένας συνοδοιπόρος/συμπατριώτης μου το επεσήμανε και το μεταφέρω.
Στα Βουρλά λοιπόν, στην πατρίδα του παππού και του πατέρα (και σπαρακτικά υπερήφανα δική μου!) βίωσα το πραγματικό πένθος και τον ξεριζωμό!
Σχεδόν τίποτε δεν υπάρχει πια από την τρανή πολιτεία. Όλα μοιάζουν όπως σε οποιαδήποτε σημερινή πόλη! Τίποτε (η συντριπτικά ελάχιστα) από τα σπίτια μας, από τα σχολειά μας, από τις εκκλησιές μας! Τίποτε από τις ρίζες μας!
Μας ξερίζωσαν από τις χιλιόχρονες εστίες μας. Με μαχαίρι και με διωγμό! Και με την φωτιά φρόντισαν να σβήσουν και τα ίχνη της παρουσίας μας. Και στην Σμύρνη της γιαγιάς και στα Βουρλά του παππού. Και στις δύο πατρίδες μου!!!!
Διαβαίνοντας το φαρδύ σοκάκι ανάμεσα στα σημερινά Βουρλά, εκεί που θα έπρεπε να στέκουν οι εστίες μας, ένοιωσα πραγματικά ξεριζωμένος! Και τον βίωσα τούτον τον ξεριζωμό με τον ίδιο τρόπο που βίωσα την απώλεια του πατέρα. Με ψυχική οδύνη δυσβάσταχτη αλλά και σωματικό (ναι σωματικό) πόνο! Να πονάει όλο σου το σώμα, ανίκανο να δώσει στήριγμα στην θύελλα της ψυχής. Πραγματικός, δυνατός σωματικός πόνος!
Έσβησαν τα ίχνη μας!
ΕΣΒΗΣΑΝ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΜΑΣ !!!!!
Αλήθεια όμως, τα έσβησαν ;;;
Τα σπίτια και τις εκκλησιές και τα σχολειά μας τα γκρέμισαν και τα έκαψαν. Οι μνήμες όμως είναι εκεί και δεν σβήνουν ούτε με φωτιά, ούτε με μαχαίρι, ούτε καν με το υπέρτατο όπλο, τον αφέντη χρόνο!
Και δεν θα σβήνουν όσο υπάρχουμε εμείς αλλά και όσο υπάρχει ο Καζίμ των Βουρλών και ο συνονόματός του στα Αλάτσατα. Όσο υπάρχει ο Ιμπραήμ στην Σκάλα των Βουρλών και η γυναικούλα που στο παρελθόν είχε υποδεχτεί με τέτοια θέρμη έναν από τους συντρόφους στου ταξιδιού και που το ξαναντάμωμα έφερε σε τέτοια θέση τον σύντροφο ώστε άνοιξε η μύτη του (ναι , είχαμε και τέτοια!). Τουρκοκρητικοί που με κάθε ευκαιρία μας έδειχναν την συγκίνησή τους με τις κρητικές μαντινάδες τους και τα Ελληνικά που δεν ξεχνούν από την «πατρίδα τους την Κρήτη»!
Δεν θα σβήσουν οι μνήμες όσο υπάρχει ο μπακάλης που η καταγωγή του είναι από την Θεσσαλονίκη και που δεν με άφηνε να φύγω επαναλαμβάνοντάς μου κάτι ακατάληπτο στα Τούρκικα, ξανά και ξανά χτυπώντας με στον ώμο και κοιτάζοντας με κατάματα (μεγάλο πράμα να μπορείς να κοιτάς κατάματα τον απέναντί σου).
Ούτε θα επιτρέψουν λήθη άνθρωποι σαν τον υπέροχο εκείνο Τούρκο που ακούγοντας ότι περνάμε από την γειτονιά του βγήκε έξω και μας έβαλε στο σπίτι του λέγοντας μας «εδώ ζούσαν Έλληνες». Που δεν ήθελε να μας αφήσει να φύγουμε. Που μας περιμένει όταν ξαναπάμε. Που μας χάρισε ένα κατασκουριασμένο καρφί (από κάρο να είναι ; ) και μία παλιά σφαίρα του Ελληνικού Στρατού που βρήκε σκάβοντας τον κήπο του, ανάμεσα στα άλλα πολλά που βρήκε και που διατηρεί ευλαβικά και με μεράκι στον τοίχο του κήπου του.
Και τέλος, δεν θα αφήσουν μαραθούν οι ρίζες, όσοι πάμπολλοι απλοί άνθρωποι ακούγοντας μας να μιλάμε, πλησίαζαν στολίζοντας το θερμό τους καλωσόρισμα με τα όποια, λίγα η περισσότερα, Ελληνικά τους.
Βιώνοντας το προσκύνημα με τον δικό μου τρόπο, σιγά-σιγά σταμάτησε η ψυχική και η σωματική φουρτούνα. Βρήκα το στήριγμα που έψαχνα, πως το λένε !
Οι απλοί άνθρωποι των Βουρλών, οι ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΕΣ ΜΟΥ, έδιωξαν το φορτίο.
Απάλυναν την αίσθηση της απώλειας!
Ξαναφύτεψαν λίγη από την ξεριζωμένη υπόσταση για τα «πιάσει», να ξαναριζώσει, να ξαναφουντώσει.
Μεγάλοι και τρανοί του κόσμου τούτου η δουλειά σας είναι να ξεριζώνετε!
Και η δουλειά των απλών, ταπεινών ανθρώπων είναι να ξαναριζώνουν. Και αυτοί είναι οι περισσότεροι!!!
Ένας ξεριζωμός λοιπόν;
Όχι, σίγουρα όχι !
Μια καινούργια αρχή;
Για μένα σίγουρα!
Μείνε ήσυχος παππού! Το δικό σου βήμα θα το συνεχίσω! Και θα το μεταδώσω στον δισέγγονο που δεν πρόλαβες να γνωρίσεις!
Μάνος Κιλημάντζος
Τρίτης γενιάς Μικρασιάτης ! Βουρλιώτης από τον παππού και Σμυρνιός από την γιαγιά!