Η Παναγία,η επονομαζόμενη Βουρλιώτισσα,της οποίας ο ιερός Ναός βρίσκεται στην συμβολή της ομώνυμης οδού με την οδό Nικ. Τρυπιά είναι η πολιούχος της Νέας Φιλαδέλφειας και τιμάται κάθε χρόνο τη πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου.
Στα Βουρλά στο χώρο που βρέθηκε το εικόνισμα της Παναγίας,το 1689, ανεγέρθη τρίκλιτος ναός που ξεχώριζε διότι το τέμπλο του, ξύλινο και σκαλισμένο, ήταν ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες του ήταν όλες ασημοσκεπασμένες με αργυρόχρυσα καντήλια. Αριστερά της ωραίας πύλης, στο τέμπλο, ήταν θρονισμένη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία την Οδηγήτρια και ήταν πολύ παλιά με φθαρμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων με έντονα τα σημάδια από το διάβα των χρόνων.
Λέγεται ότι η εικόνα είχε ζωγραφιστεί από τον Αγιο Λουκά. Σε Βουρλιώτικη εφημερίδα το 1873, γράφει οτι ήταν βυζαντινών χρόνων και επειδή μόλις διακρινόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν ΚαράΠαναγιά, δηλαδή Μαύρη Παναγιά.
Ολο το εικόνισμα ήταν σκεπασμένο, με ασημένιο κάλυμμα έξοχης τέχνης, ενώ τα χέρια και τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του Χριστού, ήταν σκεπασμένα με φύλλο χρυσού. Είχαν δε πρόσθετα στέφανα, όπου πάνω ήταν πολύτιμα πετράδια. Πάνω στο στέμμα της Παναγίας, υπήρχαν δέκα διαμαντόπετρες, μεγάλης αξίας. Για τη θαυματουργή αυτή εικόνα μιλούσαν όχι μόνο στα Βουρλά και τη Σμύρνη αλλά και σε όλη τη Μικρά Ασία. Μάλιστα και οι Τούρκοι λέγανε πως τους έκανε θαύματα η Παναγία. Το Δεκαπενταύγουστο πλήθος προσκυνητών συνέρρεε στα Βουρλά. Ξεκινούσαν τις παραμονές από τις πόλεις και τα χωριά με αραμπάδες και με καΐκια από τα Καράμπουρνα,τις Φώκεες,τη Σμύρνη και το Αιβαλί
Η ακτοπλοϊκή εταιρεία Σμύρνης, έβαζε έκτακτα δρομολόγια με τα καραβάκια της προς τη Σκάλα των Βουρλών. Το 1853 εφημερίδα της Σμύρνης γράφει: “Το μικρό καραβάκι “Μπουρνόβας” μεταφέρει διαρκώς προσκυνητές προς τα Βουρλά”. Τρεις μέρες κρατούσε το πανηγύρι. Ηταν παρόμοιο με της Παναγίας της Τήνου. Οι πιστοί έπαιρναν βαμβάκι με το οποίο έτριβαν το πρόσωπο τη Παναγίας και σταύρωναν ότι ήθελαν να γίνει καλά. Αλλά το κρατούσαν και πάνω τους σαν φυλακτό.
Το Δεκαπενταύγουστο του 1922, ενώ τελείτο η θεία λειτουργία, ένα νέφος μπήκε στο ναό, σαν μια νεφέλη, και πήγε προς την εικόνα της Παναγίας, όπου είδαν να βγαίνει φωτιά αφού πρώτα ακούστηκε μια φωνή να λέει: “Φωτιά! Φωτιά! και μετά να εξαφανίζεται η νεφέλη. Μετά από λίγες μέρες, κάηκαν τα Βουρλά και μαζί και η εκκλησία της Παναγίας της Βουρλιώτισσας.
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν για την παλικαριά τους. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει: «…Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο… Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι-γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης.. ….
Όταν άρχισαν να περνούν απ’ τα Βουρλά τα διαλυμένα τμήματα της μεγάλης στρατιάς, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι έλληνες στρατιώτες που κατευθύνονταν προς τα παράλια για να καταφύγουν στα πλοία, τα μαύρα σύννεφα της συμφοράς άρχισαν να ζώνουν και τα Βουρλά. Πολλοί Βουρλιώτες με τις οικογένειές τους κατέφυγαν στα απέναντι νησάκια. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος Σμύρνης τους παρότρυνε να φύγουν, γιατί τα Βουρλά «ήσαν κάρφος εις τους οφθαλμούς των Τούρκων». Οι Προεστοί όμως αποφάσισαν να μείνουν και άρχισαν να οργανώνουν ένοπλες ομάδες για να ελέγχουν τις εισόδους και εξόδους της.
Μεταξύ των χριστιανών και των Τούρκων προκρίτων των Βουρλών υπήρξε γραπτή συμφωνία, που προέβλεπε την από κοινού προστασία και των δύο πλευρών σε περίπτωση βιαιοπραγιών από οποιοδήποτε Τούρκο ή Έλληνα. Οργανώθηκαν ένοπλες περιπολίες, οι οποίες ανέλαβαν την προστασία των τούρκικων συνοικιών από τους υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες. Οι Βουρλιώτες,ακόμη και εκείνοι που είχαν καταφύγει στα νησάκια της Ερυθραίας, επέστρεψαν στα σπίτια τους και όπως γράφει ο Ρενέ Πυώ: «επέστρεψαν όμως διά να παραστούν εις την φρικωδεστέραν τραγωδίαν, διά να ίδουν την πόλιν των πυρπολημένην και σφαγμένους και κακοποιημένους τους εαυτούς των,τας γυναίκας των να ρίπτωνται εις τα πηγάδια και διά να χαθούν και οι ίδιοι διά πυρός και σιδήρου» .
Το Σάββατο 27 Αυγούστου 1922 στις 10. 30 το πρωί οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη. Εκείνο το πρωινό περνούσαν από τα Βουρλά τα τελευταία τμήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού με κατεύθυνση τις ακτές. Οι Βουρλιώτες κοίταζαν τους εξαθλιωμένους και ρακένδυτος στρατιώτες περίεργα και το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να τους δώσουν τα όπλα τους: «…Τα θέλουμε. Εσείς φεύγετε και μας αφήνετε. Μα εμείς θα μείνουμε. Έχουμε τα σπίτια μας εδώ και δεν θ’ αφήσουμε να τα πατήσουν οι Τούρκοι. Θα πολεμήσουμε, θα πεθάνουμε, μα οι Τούρκοι δεν θα περάσουν. Τελευταίο πέρασε από τα Βουρλά το ηρωικό και αήττητο 5/42 Σύνταγμα του Ν. Πλαστήρα το απόγευμα της Κυριακής 28 Αυγούστου. Αντί για τρομοκρατημένους χωριάτες οι εύζωνοι αντίκρισαν πάνοπλα παλικάρια να τους χειροκροτούν. Ο Ν. Πλαστήρας, που κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί, προσπάθησε κι αυτός να τους αποτρέψει. Τους παρότρυνε να φύγουν για να μη σφαγούν απ’ τους Τσέτες: «Ο πόλεμος δεν τελείωσε, τους είπε, η πατρίδα σας χρειάζεται. Δεν έχετε το δικαίωμα να πεθάνετε άσκοπα». Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν, έμειναν αποφασισμένοι για όλα. Και ο Πλαστήρας έφυγε κρύβοντας ένα δάκρυ συγκίνησης, θαυμασμού και πόνου.
Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά κι άρχισαν τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες. Οι Βουρλιώτες υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την πόλη τους μέχρι που έπεσε και το τελευταίο παλικάρι.Οι απώλειες κι απ’ τις δυο πλευρές ήταν τρομακτικές, όπως τρομακτικά και δραματικά ήταν κι όσα ακολούθησαν. ‘Όταν τέλειωσε η μάχη έπεσαν στα χέρια των Τούρκων αβοήθητοι κι άοπλοι οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα των Βουρλών, για να βιώσουν τον τρόμο, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, τον όλεθρο και την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ξημερώματα του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες.
Γύρω στις 03.00,ξημερώματα Σαββάτου,μπήκε φωτιά στα σπίτια των χριστιανών.
Φωτιά ! Καιγόμαστε !
Το πρωί του Σαββάτου,Τούρκοι έβαλαν φωτιά,ρίχνοντας πολλούς τενεκέδες πετρέλαιο στην Αναξαγόρειο Σχολή και στην εκκλησία της Παναγιάς.
Η φωτιά όλο και δυνάμωνε.Οι κεντρικές χριστιανικές συνοικίες,γύρω στην Παναγία,στον Αη-Γιώργη και πιό μέσα καήκανε εντελώς.
Η μαύρη νύχτα ξεκίνησε.Ηταν η αρχή του τέλους των ελληνικών Βουρλών .
Με την επέκταση της πυρκαγιάς οι Βουρλιώτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους, που τα είχαν μετατρέψει σε φρούρια, για να μην καούν και έτσι έγιναν εύκολη βορά στα χέρια των βαρβάρων. Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν κατευθύνονται προς την Σμύρνη. Την Τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ» όλους τους άντρες από 18-60 ετών. Άφησαν ελεύθερους μόνο τους πιο γέρους και τα παιδιά κάτω των 14 ετών.
Στα «τέλια του Μουσελέ» στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, σ’ ένα τεράστιο χωράφι, το οποίο ο τουρκικός στρατός μετέτρεψε σε πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκέντρωσαν τον χριστιανικό ανδρικό πληθυσμό των Βουρλών με στόχο την εξόντωσή του. Ήταν περίπου 11.000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν. Ο ακριβής αριθμός όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς στο εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες.
Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1.000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (10.000) σώθηκαν περίπου 2.000 που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα.
Η οδός του Μαρτυρίου!
Αφού Τσέτες και Τούρκοι στρατιώτες χόρτασαν τη μανία τους με λεηλασίες, βιασμούς, άγριες δολοφονίες γυναικών, παιδιών, νηπίων, γερόντων, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο δημόσιο δρόμο των Βουρλών, για να τα οδηγήσουν υποτίθεται στην παραλία, προκειμένου να μπουν στα πλοία για την Ελλάδα. Οι ληστείες και οι βιασμοί όμως συνεχίζονταν έστω και σποραδικά, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Άρπαζαν τις νεαρές κοπέλες και τις βίαζαν μπροστά στις μανάδες τους, πολλές απ’ τις οποίες παραφρόνησαν, όντας ανήμπορες να σώσουν τα κορίτσια τους. Οι γέροι, οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, όσοι σώθηκαν από το μαρτύριο αυτό βρέθηκαν κάτω από δραματικές συνθήκες στα πλοία και εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι έφθασαν στην Ελλάδα.
«…Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια τρανή πολιτεία που είχε στείλει 3.000 στρατεύσιμους στο μέτωπο του Σαγγάριου. Κανείς τους δεν εγύρισε. Ο υπόλοιπος αντρικός πληθυσμός πέρασε απ’ τα «τέλια» του Μουσελέ. Ήταν 11.000 ψυχές. Τα κόκκαλά τους είναι σπαρμένα στη γη της Μικρασίας, από τα πυρπολημένα Βουρλά ως τις όχθες του Ευφράτη» .