Αυτές τις μέρες άκουσα πάλι σε μιά παρέα γιά τη τσικουδιά.Το δέντρο απ΄το οποίο γίνεται η τσικουδιά στην Κρήτη.Οταν προσπάθησα να τους πω πως το δέντρο δεν κάνει τσικουδιά(ρακί) αλλά οι καρποί του είναι σαν τα φυστίκια Αιγίνης με αντιμετώπισαν με συμπόνια και προσπάθησαν να με πείσουν ότι κάνω λάθος.
Γιά να τελειώνουμε λοιπόν.Η Τσικουδιά, ένα δένδρο πολύ γνώριμο στους Μικρασιάτες της χερσονήσου της Ερυθραίας και όχι μόνο,γνωστό για τους νόστιμους και πικάντικους καρπούς του.Πόσοι όμως από μας γνωρίζουν την πραγματική του ιστορία? Η τσικουδιά ξεκίνησε το μακρινό της ταξίδι χιλιάδες χρόνια πριν μαζί με άλλα είδη, από την περιοχή της κεντρικής Ασίας, πέρασε στη Συρία κι από εκεί εξαπλώθηκε σε όλη τη Μεσόγειο από την Ισπανία μέχρι το Λίβανο.
Γιά εμάς του Βουρλιώτες είναι ιδαιτέρως γνωστή,ακόμα και σήμερα εκατό χρόνια μετά το ξεριζωμό,η τσικουδιά του Ξύστρη που φαίνεται στις δύο επόμενες φωτογραφίες.
Μαζί με την «κουντουρουδιά», όπως αποκαλούσαν οι Μικρασιάτες και οι Χιώτες τη χαρουπιά, η τσικουδιά αποτελεί το χαρακτηριστικότερο δέντρο της χερσονήσου της Ερυθραίας, στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Από τους νεαρούς βλαστούς της τσικουδιάς έφτιαχναν την άνοιξη ένα εξαιρετικό τουρσί, τα «τσιτσίραβλα».
Σε ολόκληρη τη χερσόνησο της Ερυθραίας, έβγαζαν από τα τσίκουδα ένα πολύ ακριβό, καλής ποιότητας έλαιο, το «τσικουδόλαδο», έναν δυνατό συνδυασμό πρωτεϊνών και τανίνης, το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως στην εκλεκτή κουζίνα και στη ζαχαροπλαστική τους, αλλά και για φαρμακευτικούς σκοπούς.
Με τα τσίκουδα επίσης έβαφαν πολύ ωραία τα κεφαλομάντηλά τους, δίνοντάς τους μια ιδιαίτερη πρασινωπή απόχρωση. Το λάδι που παράγεται από την τσικουδιά το χρησιμοποιούσαν ευρύτατα οι Μικρασιάτες και για να σκουραίνουν και να γυαλίζουν τα δέρματα των ζώων.
Ευρύτατα διαδεδομένη είναι η καλλιέργεια της τσικουδιάς και στη Χίο την οποία άλλωστε χωρίζει από την Ερυθραία μια λωρίδα θάλασσας ελάχιστων ναυτικών μιλίων, διάσπαρτη από μικρά νησάκια, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη πολλών κοινών δραστηριοτήτων ανάμεσα στις δύο περιοχές.
Δεν είναι τίποτα άλλο από ένας πολύ κοντινός εξάδελφος του Αιγινίτικου φυστικιού (Pistacia Vera) αλλά και του Χιώτικου σκίνου της μαστίχας (Pistacia lentiscus) καθώς και του κοινού σκίνου (Schinus terebinthifolius) ενώ είναι μακρινός συγγενής της καρυδιάς και της πιπεριάς. To είδος τσικουδιάς που το επιστημονικό της όνομα είναι Pistacia Terebinthus, ανήκει στο γένος των Πιστακίων, της οικογένειας των Ανακαρδιακών της τάξης των Σαρπινδάλων και της συνομοταξίας των Μανολιόφυτων.
Άλλα είδη της οικογένειας πολύ κοντά στην δική μας Τσικουδιά είναι Πιστακιά του Άτλαντα στο Λίβανο και η Πιστακιά της Κίνας , ένα δένδρο λιγότερο φουντωτό.
Η Τσικουδιά γνωστή ως κοκκορεβιθιά για την υπόλοιπη Ελλάδα και την Κύπρο έχει όλα τα χαρακτηριστικά των φυτών της ίδιας οικογένειας. Τα αρχαία χρόνια μέχρι και τον μεσαίωνα, κύριος σκοπός της καλλιέργειάς της δεν είναι τα νόστιμα και μυρωδάτα τσίκουδα αλλά η κρεμεντίνα ή τρεμεντίνα. Αυτή η ρητίνη που αποτελεί το χυμό του δένδρου και τρέχει από τις πληγές του. Απ’ αυτήν, μετά από ειδική επεξεργασία (βρασμός, έχει χαμηλό βαθμό ζέσης 155ο C), παράγεται η Τερεβινθίνη, το γνωστό νέφτι. Το νέφτι είναι παγκοσμίως γνωστό με την ονομασία Chian or Scio Turpentine δηλ. Χιώτικο νέφτι. Χρησιμοποιείται ως καθαριστικό, διαλυτικό αλλά και βασικό συστατικό σε βερνίκια και λαδομπογιές. Στερεό κατάλοιπο από την επεξεργασία είναι το Κολοφώνιο ένα σκούρο κρύσταλλο που έχει πολλαπλές χρήσεις. Μια απ’ αυτές είναι η στεγανοποίηση σε ξύλινα πλοία αλλά και πάνω σ’ αυτό τρίβουν οι βιολιτζήδες το δοξάρι τους πριν αρχίσουν να παίξουν. Η διαφορά της κρεμεντίνας από άλλες ρητίνες είναι ότι περιέχει μεγάλες ποσότητες Τανίνης. Έτσι παράγεται ένα λάδι, το τερεβινθέλαιο που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία για να σκουραίνει και να γυαλίζει δέρματα. Το μαστιχαδιενολικό οξύ που παράγεται από την κρεμεντίνα, χρησιμοποιείται ως αντιφλεγμονώδες φάρμακο, όπως απέδειξε ομάδα καθηγητών στο τμήμα φαρμακολογίας Πανεπιστημίου Βαλένθια Ισπανίας με πειράματα σε ποντίκια το 2002, αλλά και για πολλές άλλες φαρμακευτικές χρήσεις όπως τα αντηλιακά λάδια για το δικό μας μαύρισμα στην πλαζ.
Η Πιστακιά η Τερέβινθος είναι γνωστή από αρχαιοτάτων χρόνων καθώς αναφέρεται σαφώς στην Αινειάδα του Βιργιλίου (βιβλίο10 γραμμή 136) όπου ο Ασκάνιος γιος του Αινεία έμοιαζε στη μάχη ως η Ορίσια Τερέβινθος) αλλά ακόμα και σε κείμενα το Προφήτη Ησαϊα κεφ.1 εδαφ. 29 όπου ένα δένδρο των Εβραιών μεταφράζεται ως Τερέβινθος. Η ίδια είναι γνωστή από την περίοδο της κλασσικής Ελλάδας για την αρωματική και Ιατρική χρήση των προϊόντων της.
Η Τσικουδιά είναι δένδρο που φτάνει μέχρι και τα 10 μέτρα Πολλαπλασιάζεται με σπόρο ή με εμβολιασμό όταν πρόκειται για αλλαγή ποικιλίας. Με κατάλληλο κλάδεμα μπορεί να παραμείνει σε χαμηλό ύψος ή να αποκτήσει κατάλληλο σχήμα, προκειμένου να είναι ευκολότερη η συγκομιδή των καρπών της. Πρέπει να φτάσει στην ηλικία των 7 έως 10 ετών για να κάνει καρπό και κάνει Αρσενικά και θηλυκά άνθη που ανθίζουν μεταξύ Μάρτη και Απρίλη κάθε χρόνο.
Τα άνθη της εμφανίζονται την άνοιξη μαζί με τα πρώτα φύλλα. Είναι μικρά καστανοκόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθία σύνθετου βότρυος (τσαμπιά). Οι καρποί της τσικουδιάς είναι μικροί κοκκινωποί στην αρχή, με σκούρα βιολετί απόχρωση κατά τη φάση της ωρίμανσής τους το φθινόπωρο.
Οι μικροί φυστικοειδής καρποί ξεκινούν να μεγαλώνουν αμέσως μετά σε σχηματισμό κοντούρας (βότρυς). Αλλάζουν πολλά χρώματα και στο τέλος του καλοκαιριού από κόκκινοι μετατρέπονται σε σκούρο μελανό ενώ το επόμενο σκούρο γαλαζοπράσινο χρώμα δείχνει και την ωριμότητα τους. Τα φύλλα της Τσικουδιάς είναι ατρακτοειδή, πράσινα, γυαλιστερά και σχηματίζουν συστάδες των 9 (4 και 4 αντικριστά και ένα στην άκρη) σε σχήμα ψαροκόκκαλου..
Οι καρποί της, τα τσίκουδα είναι δικοτυλήδονα. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες. Τα πρώιμα αρχίζοντας περίπου από τα τέλη Ιουλίου, τα Χατζημηνάτα, τα Ρεβυθάτα που είναι χοντρά και σαρκώδη, τα Ψιλάντικα για την παραγωγή λαδιού και τα σέρτικα. Όλα εκτός από τα σέρτικα μπορούν με κατάλληλη πίεση να ανοίξουν το κέλυφός τους σε δύο ίσα μέρη – γαβαθάκια και να ελευθερώσουν το νόστιμο και θρεπτικό περιεχόμενο τους που αρέσει σε όλους.
Οι νόστιμοι και πικάντικοι καρποί της τσικουδιάς, όταν ωριμάζουν το φθινόπωρο, συλλέγονται και καταναλώνονται συνήθως καβουρντισμένοι ως ξηροί καρποί. Από το φυτό, που έχει έντονη ρητινούχα οσμή, παίρνουμε την τερεβινθίνη, μία ρητίνη με θερμαντικές και άλλες σημαντικές ιδιότητες.
Η τεχνική της συγκομιδής των τσίκουδων για παραγωγή λαδιού γίνεται στα τέλη του καλοκαιριού μόλις ωριμάσει ο καρπός, με το στρώσιμο λευκών υφασμάτων –τσόλες – κάτω από το δένδρο όπου πέφτει ο καρπός, καθώς κάποιος δαυρίζει τα ψηλότερα σημεία του δένδρου σε ψιλή ανεμόσκαλα. Τα τσίκουδα στη συνέχεια τρίβονται για να πέσουν από τις κουντούρες και τοποθετούνται σε σκάφες με νερό για να ξεχωρίσουν των κούφια που επιπλέουν, από τα γεμάτα. Στεγνά πλέον μεταφέρονται στο λουτρουβιό για να μετατραπούν σε λάδι. Αφού κοπανιστούν αλέθονται και μπαίνουν στο στειράκι όπου με πίεση βγαίνει όλος ο χυμός τους που συγκεντρώνεται σε δεξαμενή. Το λάδι που επιπλέει, μαζεύεται συνήθως με μια κομμένη κολοκύθα που χρησιμοποιείται σαν κουτάλα και τοποθετείται σε μπουκάλια ή νταμιτζάνες για οικιακή χρήση. Το λάδι που προκύπτει από τους καρπούς περιέχει ένα δυνατό συνδυασμό πρωτεϊνών και τανίνης και είναι νόστιμο, παχύ και μυρωδάτο, κατάλληλο για την ζαχαροπλαστική αλλά και ως καρύκευμα φαγητών.