9 Ιουνίου 1920 –
Tην έναρξη των επιθέσεων του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία κηρύσσει ο αντιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος.
Ο πρώτος στόχος ήταν η απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας. Το πρωί της 10ης Ιουνίου οι Ελληνες στρατιώτες με την ξιφολόγχη καί φωνάζοντας “Αέρα”, διέλυσαν τούς Τούρκους καί κατέλαβαν – η 1η Μεραρχία με τους Τσολιάδες του 1/38, – τό όρος Μπαλιάμπολ Νταγ.
Βορειότερα όμως, η 2η Μεραρχία καθηλώθηκε μπροστά στήν τουρκική αντίσταση. Τότε ο αρχηγός του Α’ Σώματος στρατηγός Νίδερ, διέταξε τήν 13η Μεραρχία, να κινηθεί κατά μήκος τού Έρμου ποταμού καί νά διασπάσει τίς τουρκικές γραμμές καταλαμβάνοντας τον τομέα Σαλιχλή – Μπιν Τεπέ. Νότια του ‘Ερμου βρίσκονταν δύο συντάγματα: το 2ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου και το 3ο υπό τον Κονδύλη, καθώς και μία ταξιαρχία ιππικού.
Η 13η Μεραρχία συνέχισε τήν προέλασή της συντρίβοντας τό 7ο Σώμα του τουρκικού Στρατού καί καταλαμβάνοντας τό χωρίο Μοναμάκ. Οι στρατιώτες μας συνέχισαν τήν προέλαση καί σπάζοντας τήν 2η γραμμή άμυνας του εχθρού κατέλαβαν τό χωριό Ντερέκιοϊ. Ο δρόμος ήταν ανοικτός καί τό απόγευμα ο Ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στήν Φιλαδέλφεια. Ηταν τό 1379, όταν η τελευταία από τίς βυζαντινές πόλεις της Μικράς Ασίας, η Φιλαδέλφεια έπεφτε στά χέρια των Οθωμανών καί του σουλτάνου Μουράτ. Περίμενε έξι αιώνες σχεδόν τούς απογόνους των βυζαντινών νά λειτουργήσουν τίς εκκλησίες πού είχαν μετατρέψει σέ τζαμιά οι κατακτητές.
Χιλιάδες ήταν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι καί οι αραμπάδες μέ τα λάφυρα. Το 12ο Σώμα του τουρκικού στρατού ήταν ένας συρφετός αιχμαλώτων και φυγάδων. Οι ξένοι παρατηρητές έμειναν κατάπληκτοι. Η 13η Μεραρχία δέν ξεκουράστηκε ούτε λεπτό. Ελαβε νέες εντολές του αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου να εξορμήσει προς Προύσα. Αλλά ας απολαύσουμε τόν Γιάννη Κάψη στήν μοναδική αφήγησή του:
«Ο ήλιος ανέτειλε πιο φωτεινός, την ημέρα εκείνη – λες κι ήθελε να λαμπρύνει αυτό, που επρόκειτο να συμβεί. Οι χρυσαφένιες ακτίνες του ζωντάνεψαν τον κοιμισμένο κάμπο, τ’ άγρια ρουμάνια. Είχε ανατείλει η 15η Ιουνίου. Κι οι σαλπιγκτές μας την χαιρέτισαν μ’ ενα χαρμόσυνο σάλπισμα:
«Προχωρείτε… εμπρός προχωρείτε». Και τότε, σαν ένας άνθρωπος, σαν μια ψυχή, όρμησαν όλοι προς τα εμπρός – πεζοί, καβαλάρηδες, Τσολιάδες, και πυροβολητές οδηγοί ζώων και γραφειάδες. Δεν περπατούσαν, έτρεχαν και πολεμούσαν. Αχάριστο και δύσκολο το έργο εκείνου, που θέλει να περιγράψει τέτοιες στιγμές. Πώς να δώσει στο άψυχο χαρτί τον παλμό χιλιάδων ψυχών; Πώς να συνθέσουν λίγες γραμμές το μεγαλείο, που σφυρηλατούσαν τα όνειρα της Φυλής για αιώνες; Πρέπει κανείς να κλείσει στη ψυχή του την Ελλάδα για να νιώσει τον ενθουσιασμό, που μετάβαλε τους Ραγιάδες σε λιοντάρια.
Ο στρατηγός Ιωάννου, το φαινόμενο εκείνο του ηρωισμού, ξεχνάει ότι είναι διοικητής Σώματος Στρατού – ζηλεύει τη τύχη των πολεμιστών της πρώτης γραμμής. Και αδιαφορώντας για τα επιτελικά σχέδια, φέρνει τη Μεραρχία Σμύρνης προς τη Μαγνησία. Θέλει να καταλάβει το Αξάρι, να προφθάσει τον Πλαστήρα με τους Τσολιάδες του, που, αν και ανήκε στο νότιο συγκρότημα, διατάχθηκε να προσκολληθεί στον Ιωάννου. Το βράδυ βρίσκει την έδρα της Μεραρχίας και τον σωματάρχη στο Μιχαλήτσι. Η μάχη συνεχίζεται με πείσμα, ο εχθρός αντιστέκεται σκληρά. Αλλ’ ο Ιωάννου ανυπομονεί:
– Κάντε γρήγορα, μωρέ… φωνάζει στους αξιωματικούς του. Θα μας το πάρει ο Πλαστήρας το Αξάρι.
Θα έλεγε κανείς, ότι το 5/42 του Πλαστήρα ανήκε στον …Κεμάλ!
Τόσος ήταν ο συναγωνισμός. Αλλ’ ο Ιωάννου είχε δίκιο. Την επομένη οι Τούρκοι υποχωρούν και το στρατηγείο ξεπερνά τις προφυλακές και… τρέχει να καταλάβει το Αξάρι. Μεγάλη η απογοήτευση. Στην είσοδο της πόλης τους σταματά ένα απόσπασμα. Κι ο επικεφαλής, ταγματάρχης Μπουρδάρας, αναφέρει ότι το Αξάρι κατέχεται από το 5/42.
– Πότε, μωρέ, το πήρατε; ρωτά θυμωμένος ο Ιωάννου.
– Χθες το βράδυ, στρατηγέ μου.
– Το βράδυ!… Πενήντα χιλιόμετρα σε μια μέρα; Πες στον Πλαστήρα, ότι θα μου κουράσει τους Τσολιάδες μου!
Αργότερα, η Μεραρχία Αρχιπελάγους εξορμά από τη Πέργαμο, ανατρέπει την 61η τουρκική μεραρχία, συλλαμβάνει 1.500 αιχμαλώτους και μπαίνει στο Σόμα, τον αντικειμενικό σκοπό, που όφειλε να καταλάβει την επομένη. Στα χέρια της Μεραρχίας περιέρχεται άφθονο πολεμικό υλικό – τουφέκια, χειροβομβίδες, 58 πυροβόλα, 20 πολυβόλα κι αμέτρητα φυσίγγια. Τα λάφυρα πρέπει να μεταφερθούν στα μετόπισθεν ν’ ασφαλιστούν στις αποθήκες. Κι όμως μένουν στο πεδίο της μάχης. Οι μεταγωγικοί αρνούνται να εγκαταλείψουν τα τμήματα των πρόσω.
– Μας έχει χαλάσει η όπισθεν, λένε στους αξιωματικούς τους, που άδικα προσπαθούν να θυμώσουν τα παλικάρια εκείνα.
Αλλ’ ο κύριος όγκος του τουρκικού Στρατού δεν έχει συντριβεί ακόμη – έχει οχυρωθεί στη γραμμή Μπαλουκεσέρ – Αδραμυτίου. Είναι οι επίλεκτες μονάδες του Κεμάλ κι ο Παρασκευόπουλος ανυπομονεί να τις τσακίσει. Μήνες περίμενε τη στιγμή αυτή και δεν θέλει να τη χάσει. Διατάζει τον Ιωάννου να μη σταματήσει ούτε στιγμή. Περιττό. Μετά την κατάληψη του Αξαρίου ο Ιωάννου στρέφει όλο τον όγκο των δυνάμεων του προς Βορρά. Ολόκληρο το Σώμα Στρατού Σμύρνης βρίσκεται σε προέλαση, η ημέρα είναι αποπνικτικά ζεστή κι ο κουρνιαχτός σκιάζει τον ήλιο. Και τότε δίνεται μια διαταγή μοναδική στα στρατιωτικά χρονικά. Ο Ιωάννου φωνάζει τον επιτελάρχη του και του λέγει:
– Θα μας φάει η σκόνη, κ. συνταγματάρχα… Το στρατηγείο να τεθεί επικεφαλής των προφυλακών.
Ο Σπυρόπουλος, ένας εκλεκτός αξιωματικός, μένει κατάπληκτος. Και τολμά ν’ αντιμιλήσει:
– Μα, στρατηγέ μου, πώς είναι δυνατό;… Αυτό που ζητάτε είναι πολύ επικίνδυνο.
– Αυτό που σου λέω, Σπυρόπουλε, επιμένει ο Ιωάννου.
Και σπηρουνίζοντας το άλογο του προχωρεί προς τα εμπρός, ακολουθούμενος από τους επιτελείς του και τους ξένους στρατιωτικούς παρατηρητές, που δεν αισθάνονται καθόλου καλά. Είχε μια δραματική μεγαλοπρέπεια η προέλαση εκείνη. Χιλιάδες στρατιώτες, πεζοί και καβαλάρηδες, έτρεχαν ακάθεκτοι μέσα στον κάμπο. Τα σύννεφα της σκόνης τους προστάτευαν από το φλογερό ήλιο κι η τόλμη τους από τα τουρκικά βόλια. Σαν θύελλα έπεφταν πάνω στον εχθρό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν να κρυφτούν και να κρεμάσουν στα καφασωτά τους λευκά σεντόνια…
Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Το στρατηγείο έχει κυκλωθεί για καλά, η εξόντωση του είναι σχεδόν σίγουρη. Οι Τούρκοι έχουν αντιληφθεί, ότι δεν παγίδεψαν ένα τμήμα της προφυλακής μόνο, αλλά τον σωματάρχη με το επιτελείο του και εντείνουν τα πυρά τους. Η τύχη της επίθεσης κρίνεται στο πυρακτωμένο κάμπο της Χάρτας.
Οι αξιωματικοί του στρατηγείου δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Ένας μόνο παραμένει τελείως ατάραχος – περήφανος πάνω στ’ άλογό του αναζητεί με τα κυάλια τις θέσεις του εχθρού. Είναι ο Ιωάννου, που θέλει ν’ απολαύσει μ’ όλες τις αισθήσεις του μια πραγματική μάχη – είχε βαρεθεί τους χάρτες και τις διαταγές. Αλλά τις στιγμές εκείνης της τέλειας απόλαυσης έρχεται να τις διαταράξει ένας νεαρός ταγματάρχης, που φτάνει καλπάζοντας:
– Στρατηγέ μου, ζητώ να μου διατεθούν 20 ιππείς, λέει ενώ με κόπο συγκρατεί το ατίθασο άλογο του.
– Τι θα τους κάνεις, μωρέ Ναπολέων;
– Θέλω να καταλάβω το χωριό, εκείνο, στ’ αριστερά μας…
– Θα σκοτωθείς, βρε παιδί μου…
– Πρέπει να διώξουμε τους Τούρκους, γιατί μας κτυπούν με πολυβόλα.
– Πήγαινε κι ο Θεός μαζί σου.
Κι ο ταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας μετατίθεται προσωρινά στο ιππικό κι ορμά με γυμνό το ξίφος. Ο Ιωάννου παρακολουθεί με θαυμασμό τη μικρογραφία εκείνη της επέλασης – τους ιππείς μας να ορμούν, κραυγάζοντας, μέσα στη κόλαση της φωτιάς. Αλλά δεν ήταν γραφτό ν’ απολαύσει την μάχη, που ο ίδιος επεδίωξε. Ένας άλλος ταγματάρχης σκαρφαλώνει, έφιππος κι αυτός, στο λόφο κι αναφέρει:
– Στρατηγέ μου, ζητώ την άδεια να καταλάβω το χωριό εκείνο προς Ανατολάς.
Μιλά βιαστικά, σαν να φοβάται μήπως χάσει την ευκαιρία ν’ αναμετρηθεί με τον κίνδυνο. Ο Ιωάννου ξαφνιάζεται. Κι ο πολεμικός ανταποκριτής της «Πατρίδος» της Σμύρνης, που ήταν παρών, γράφει:
Τ’ αυλακωμένο άπ τις κακουχίες του πολέμου πρόσωπό του έχασε ξάφνου την σκληράδα του. Τ’ άετήσιο βλέμμα του θόλωσε άπ’ τήν συγκίνηση. Κι’ οι αξιωματικοί του τόν άκουσαν νά ψιθυρίζει:
«Που πάτε, βρέ παιδιά μου;… “Αμιλλα θανάτου αρχίσατε;»
Δέν είναι ό στρατηγός, πού μιλά τήν στιγμή εκείνη – είναι ένας πατέρας, πού βλέπει μέ στοργή καί περηφάνεια τούς ήρωες, πού έφτιαξε. Ανησυχεί γι’ αυτούς. Αλλά δέν μπορεί ν’ άρνηθή στόν ταγματάρχη Λεωνίδα Σπαή τήν εύνοια, πού έδειξε πρός τόν Ζέρβα. Είναι κι’ οι δυό γενναίοι τών γενναίων».
Οι δύο ταυτόχρονες αντεπιθέσεις, του Ζέρβα προς τ’ αριστερά, του Σπαή προς τα δεξιά, αποτρέπουν τον άμεσο κίνδυνο. Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή – όσοι προφταίνουν να ξεφύγουν από τις σπάθες των ιππέων μας. ‘Αλλ’ η κατάσταση παραμένει σοβαρή – οι Τούρκοι στέλνουν ενισχύσεις. Και τότε ακούγεται ένας τρομερός θόρυβος. Στα μετόπισθεν έχουν πληροφορηθεί, ότι το στρατηγείο έπεσε σ’ ενέδρα και τρέχουν, όσο μπορούν πιο γρήγορα. Το πεζικό, όμως αργεί. Κι ο ταγματάρχης Μάρκος Δράκος διατάζει τους πυροβολητές του να προχωρήσουν με ταχύτητα επέλασης – τα πυροβόλα τα έσερναν άλογα – την εποχή εκείνη. Και, ξεπερνώντας τους πεζούς, φθάνει πρώτος στο πεδίο της μάχης. Ο Σπυρόπουλος αναπνέει μ’ ανακούφιση, αλλ’ ο Ιωάννου γίνεται έξω φρενών:
– Πέστε σ’ αυτόν τον τρελό να μη ρίξει, ορύεται. Θα μου τους διώξει τους Τούρκους… Τους θέλω ζωντανούς, μωρέ.
Αλλ’ ο Δράκος κάνει πως δεν ακούει. Οι άνδρες του, πριν ακόμη ξεζέψουν τα πυροβόλα τους, αρχίζουν ομαδικά πυρά. Οι Τούρκοι συντρίβονται κι υποχωρούν, καταδιωκόμενοι από τους εξαγριωμένους ιππείς μας, που θερίζουν κεφάλια σαν στάχια. Η προέλαση συνεχίζεται με καινούργια ορμή κι ο Στρατός μας μπαίνει στο Κιρκ Αγάτς.
Οι Κεμαλικοί ήταν τόσο βέβαιοι, ότι θα εξόντωναν το στρατηγείο του Ιωάννου, ώστε έτρεξαν ν’ αναγγείλουν το… χαρμόσυνο γεγονός, ενώ η μάχη συνεχίζεται ακόμη. Και θρασύδειλοι, όπως ήταν πάντοτε, εκείνοι, που δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ξεχύθηκαν στους δρόμους του Κιρκ Αγάτς, τράβηξαν τα μαχαίρια τους κι άρχισαν να απειλούν θεούς και δαίμονες, ενώ οι Χριστιανοί έτρεχαν να διπλομανταλωθούν και να θρηνήσουν τη συμφορά. Κι όταν οι στρατιώτες μας μπήκαν στο χωριό, το βρήκαν τελείως έρημο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει αλλ’ οι Χριστιανοί παρέμεναν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι, τα ποδοβολητά, που ακούγονταν στο καλντερίμι, ήταν Τσέτες.
Έξαφνα, μια καμπάνα κτύπησε κι ο ήχος της ακούστηκε σαν χαρούμενο λαχτάρισμα – μια φωνή βροντερή αντήχησε: «Ήρθαν οι Έλληνες, μωρέ χωριανοί…» Για πότε το έρημο χωριό μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι; Για πότε οι τρομοκρατημένοι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους; Οι παπάδες έτρεξαν να φορέσουν τ’ αμφιά τους και βγήκαν ψάλλοντας «Τη Υπερμάχω». Οι γυναίκες άρπαξαν την Παναγία απ’ τα εικονοστάσια και βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Στρατό μας. Μια καινούργια πατρίδα είχε ξεπεταχθεί ξαφνικά μέσα στα βάθη της Ανατολής, μπρος στους κατάπληκτους Τσολιάδες μας, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους – αυτός ήταν ο «αποικιακός πόλεμος», όπως βρέθηκαν χείλη ελληνικά να χαρακτηρίσουν τη μικρασιατική εκστρατεία.
Αλλ’ η προέλαση συνεχίζεται. Και στις 19 Ιουνίου, τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη της επίθεσης, ένα απόσπασμα ιππικού, εκτελώντας επιθετική αναγνώριση, φθάνει στα υψώματα του Ομέρκιοϊ – σε βάθος 150 χιλιομέτρων – όταν στον ορίζοντα φαίνεται μια ίλη ιππικού. Ασφαλώς θα είναι Τσέτες. Και τα δύο τμήματα αναπτύσσονται, έτοιμα να κτυπηθούν. Αλλ’ όταν οι σαλπιγκτές σαλπίζουν έφοδο, οι πολεμικές κραυγές μεταβάλλονται σε κραυγές θριάμβου, σ’ αλαλαγμούς χαράς. Και τα δύο τμήματα είναι ελληνικά – κι εκείνοι, που ήταν έτοιμοι ν’ αλληλοσφαγούν, αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Τι είχε συμβεί;
Την προηγούμενη μια ταξιαρχία της Μεραρχίας Ξάνθης είχε αποβιβασθεί, υπό την προστασία του Στόλου, στην Πάνορμο. Η επιχείρηση διεξήχθη υπό την διεύθυνση του συνταγματάρχη Πρωτοσύγγελου – ενός αξιωματικού, που αποδείχθηκε, ότι ήταν από τη πάστα εκείνη των μεγάλων στρατιωτικών. Εξαίρετος επιτελικός, ήταν και ορμητικός πολεμιστής. Κι όταν συμπληρώθηκε η απόβαση πήρε ένα απόσπασμα και ξεκίνησε προς αναζήτηση πολεμικών περιπετειών.
Η Πάνορμος ήταν και πάλι ελληνική…
Οι στρατιώτες μας ξεκουράζονται μετά τη νίκη, αλλ’ όχι για πολύ. Ο Παρασκευόπουλος θέλει να φτάσει στη Προύσα. Ο Αγγλος αρχιστράτηγος Μιλν αρνείται αρχικά να επιτρέψει τη προέλαση, λέγοντας ότι η απόφαση θα έπρεπε να ληφθεί από τη Διάσκεψη των Παρισίων. Αλλ’ οι Τούρκοι κάνουν ένα σφάλμα: Κτυπούν τους Αγγλους στην Προποντίδα. Κι ο Μιλν, διαπιστώνοντας ότι τα στρατεύματα του κινδυνεύουν, αποφασίζει ν’ αποβιβάσει αγήματα πεζοναυτών στα Μουδανιά, συνιστώντας στο ελληνικό στρατηγείο να διατάξει και νέα προέλαση και να καταλάβει τη Προύσα. Η βρετανική Αυτοκρατορία ζητούσε τη βοήθεια της Ελλάδας. Αλλο που δεν ήθελε ο Παρασκευόπουλος.
Και το γνώριμο πια σάλπισμα αντηχεί και πάλι: «Προχωρείτε… Προχωρείτε…».
Η κατάληψη της Προύσας ανατέθηκε στη θρυλική πλέον Μεραρχία Αρχιπελάγους. Επικεφαλής, μαζί με τον μέραρχο, κι ο Ιωάννου. Τις παραμονές της νέας επίθεσης ο Πάγκαλος φαίνεται αποφασισμένος να του αφαιρέσει τη διοίκηση, αγανακτισμένος με τις τρέλες του. Αλλ’ ο Πλαστήρας και ο Κονδύλης επεμβαίνουν. Θέλουν σωματάρχη τους τον Ιωάννου. Είναι θαυμάσιος επιτελικός, καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων, άλλοτε, και γενναίο π α λ ι κ ά ρ ι . Όσο για τις τρέλες του… χαλάλι. Και ο Πάγκαλος υποχωρεί. Η Μεραρχία προετοιμάζεται πυρετωδώς. Ένας νεαρός ταγματάρχης, εξαίρετος επιτελικός, ζητεί ν’ απαλλαγεί των καθηκόντων του, να του ανατεθεί η διοίκηση τμήματος. Ο Ιωάννου δυσανασχετεί, τελικά όμως συμφωνεί. Και ο Κωνσταντίνος Βεντήρης ορμά μεταξύ των πρώτων προς την Προύσα και αναδεικνύεται ένας από τους γενναιότερους πολεμιστές.
Η προέλαση είναι και πάλι ακάθεκτη. Μπροστά από την Μεραρχία Αρχιπελάγους υπάρχουν δύο τουρκικές Μεραρχίες, η 56 και η 61. Προσπαθούν ν’ αναχαιτίσουν την επίθεση, αλλ’ είναι αδύνατο. Και τρέπονται σε φυγή αφήνοντας νεκρούς και αιχμαλώτους. Σε κάποια στιγμή, ο Ιωάννου, που ακολουθούσε τις προφυλακές, βλέπει μια μοίρα πυροβολητών να προσπερνά το στρατηγείο.
– Ποιος είναι αυτός. Σπυρόπουλε; φωνάζει στον επιτελάρχητου.-
– Τα κανόνια του Βενιζέλου, στρατηγέ. Είναι κι ο ίδιος μαζί.
– Πώς βρέθηκε εδώ, μωρέ; Να τον τιμωρήσεις.
Ο ταγματάρχης Σοφοκλής Βενιζέλος νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Σμύρνης, υποφέροντας από τ’ αυτιά του, όταν πληροφορήθηκε, ότι θ’ άρχιζε η επίθεση στην Προύσα. Χωρίς να διστάσει, δραπετεύει από το νοσοκομείο και τρέχει στη μονάδα του. Υποφέρει πολύ και ταξιδεύει ξαπλωμένος μέσα σε μια άμαξα. Όταν πλησιάζει, όμως, η ώρα της μάχης, πηδά και πάλι πάνω στ ‘ άλογό του. Τώρα έτρεχε προς τη Προύσα θέλοντας να μπει πρώτος στην ιερή πόλη των Τούρκων. Και σχεδόν τα κατάφερε. Ο γιος του Πρωθυπουργού της Μεγάλης Ελλάδας δεν μπορούσε να λείψει από την πορεία προς τη Νίκη.