Ο τελευταίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν πέθανε. Κανένας δεν τον αναγνώρισε νεκρό. Κανένας δεν ξέρει που είναι ο τάφος του. Ζει στα όνειρα του Έθνους. Η λειτουργία δεν τελείωσε. Η εκκλησία δεν τον ανακήρυξε Άγιο. Το Έθνος δεν τον τίμησε, όπως θα τον τιμούσε αν είχε πεθάνει….
«Άγγελοι τον παρέλαβαν, τον έλουσαν και τις πληγές του έπλυναν με μόσχο και με μύρο του έστρωσαν να κοιμηθεί σε κλίνη από βύσο κι’ Αρχάγγελοι με πύρινες ρομφαίες τον φυλάνε μέχρι νάρθει η ώρα του για να τόνε ξυπνήσουν.»
Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η’, στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στη εξουσία τού φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β’ (1451) έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση στον Βόσπορο τού υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων, συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση τής πρωτεύουσας τής αυτοκρατορίας.
Οι εκκλήσεις τού Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με περίεργη αδιαφορία. Ο Πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με ελάχιστες δυνάμεις, δεν μπορούσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κερατίου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά σημαντικού αριθμού Τούρκων στο λιμάνι τής Κωνσταντινούπολης κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική (Απρίλιος 1453).
“Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν αυτή, κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”.
“Το να σου παραδώσουμε την πόλη, δεν είναι δικαίωμα ούτε δικό μου ούτε άλλου από τους κατοικούντες σε αυτή. Γιατί απόφαση όλων μας είναι να πέσουμε, αμυνόμενοι, με τη θέλησή μας και δεν θα λυπηθούμε τη ζωή μας”.
Η Άλωση της Πόλης.
Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας, ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη από την αφύλακτη Κερκόπορτα το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στον αλλόθρησκο κατακτητή και έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο αυλικός του Γεώργιος Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα: «Ο βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον “ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ΄ εμού;” ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο’ των όπισθεν δ΄ετέρος καιρίαν δους πληγήν, έπεσε κατά γης’ ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν, αλλ΄ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα: «πλείονας κεφάλας των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την βασιλικήν γνωρίσωσι, και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη το τεθνεώς πτώμα τού Βασιλέως ευρόντες ο εγνώρισαν εκ των βασιλικών περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις βασιλεύσι». Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β’ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο “Μαρμαρωμένος Βασιλιάς” να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, “το πλήρωμα του χρόνου”, και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει του Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Άλλοι θρύλοι και προφητείες αναφέρουν οτι θα τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και “θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους”, Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδο της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του θεού για να τον ξυπνήσει.
Μπορεί την μαύρη εκείνη Τρίτη της 29 Μαΐου 1453 να έπεσε η προδωμένη Πόλη, αλλά ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ ΤΟ ΕΘΝΟΣ! Μπορεί να βεβηλώθηκε η Μεγάλη Εκκλησία, αλλά ΕΖΗΣΕ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ! Μπορεί να λαβώθηκε ο αυτοκράτορας αλλά ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ ! Ατρόμητος στάθηκε ως την τελευταία στιγμή στις επάλξεις και όταν έπαψε το σωμα να παλεύη από λαβωματιά άπιστου, ο Λαός ο Ελληνικός που ΔΕΝ ΤΟΝ ΝΤΡΟΠΙΑΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΓΗ Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΟΥ, τον ανέστησε στους θρύλους και τα όνειρα του, τις προσδοκίες και στους ξεσηκωμούς του. ΚΑΝΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΛΑΟΣ ΣΤΗ ΓΗ ΔΕΝ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΤΟΝ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΟΥ που τον φρουρούν Αρχάγγελοι ώσπου «..με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι..».
Οι τελευταίες στιγμές του Αυτοκράτορα που μετουσιώθηκε στην λειτουργία που δεν τέλειωσε ποτέ, έγιναν παρακαταθήκη ιερή για κάθε Έλληνα. Κι απ’ άκρο σ’ άκρο της σκλαβωμένης Ελλάδας ακουγόταν το παραπονεμένο τραγούδι,
«Τον είδες με τα μάτια σου γιαγιά τον Βασιλέα; Τον πρόμαχο του Λαού, τον στρατιώτη κι Αυτοκράτορα του Γένους;
-Άγγελοι τον παρέλαβαν,τον έλουσαν και τις πληγές του έπλυναν με μόσχο και με μύρο, του έστρωσαν να κοιμηθεί σε κλίνη από βύσο, κι Αρχάγγελοι με πύρινες ρομφαίες τον φυλάνε μέχρι ναρθή η ώρα του για να τονε ξυπνήσουν..»
.””Κωνσταντίνος ο εν Χριστώ τω Θεώ πιστός βασιλεύς και αυτοκράτωρ Ρωμαίων ο Παλαιολόγος” – ”’..Σπανιο Χειρογραφο, με την μοναδικη σωζομενη υπογραφη και σφραγιδα του τελευταιου Αυτοκρατορα Κωνσταντινου ΙΑ’ Παλαιολογου!..Βρισκεται στην Βιβλιοθηκη της Βιεννης.
Στο χειρογραφο του 15ου αι. ,του Βυζαντινου Χρονικου του Ζωναρα που βρισκεται στην Biblioteca Estense στην Μοντενα, απεικονιζεται σε μινιατουρα ο θρυλικος Αυτοκρατορας..
Και μη ξεχνάται η πόλη δε παραδόθηκε ποτε.
To ξεκαθάρισε άλλως τε ο Γέρος του Μωριά:
«Μίαν φοράν όταν επήραμεν το Ναύπλιον , ήλθε ο Άμιλτον να με ιδή».
Μου είπε ότι: «Πρέπει οι έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσιτεύσει».
Εγώ του αποκρίθηκα ότι: « Αυτό δε γίνεται ποτέ , ελευθερία ή θάνατος.
Εμείς Καπετάν Άμιλτον ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τον Τούρκο. Άλλους έκοψε , άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι , καθώς εμείς , εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά σε γενεά.
Ο Βασιλεύς μας εσκοτώθη , καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούριά του ήταν πάντοτε ανυπότακτα.»
Με είπε : «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια»;
«Η φρουρά του είναι οι λεγόμενοι κλέφτες , τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά» .
‘Ετσι δεν με ομίλησε πλέον.