…….Μικρασιατική καταστροφή……….
Κάποιοι που την έζησαν ,ελάχιστοι,υπάρχουν ακόμα. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους την έχουν κάνει βίωμά τους μέσα από τις αφηγήσεις. Αυτές τις αφηγήσεις συλλέξαμε από παππούδες, γιαγιάδες, βιβλία. Ενώσαμε τα κομμάτια της ζωντανής ιστορίας για να κρατήσομε τη μνήμη ζωντανή. Όπως αναφέρει και στον πρόλογο του βιβλίου της “Ματωμένα χώματα”, η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου: «…με μοναδική έγνοια να συμβάλλω στην ανάπλαση ενός κόσμου που χάθηκε για πάντα, να μην ξεχνούν οι παλιοί, να βγάλουν σωστή κρίση οι νέοι.»
Έτσι, μαθητές και μαθήτριες της Γ΄ γυμνασίου, συνομίλησαν με την Φιλιώ Χαϊδεμένου, πρόσφυγα της Μικράς Ασίας, που δεν έπαψε επί 80 χρόνια να αγωνίζεται για την διατήρηση του Μικρασιατικού Ελληνισμού, διάβασαν ιστορικά και λογοτεχνικά βιβλία που αναφέρονται στον Μικρασιατικό Πολιτισμό, αναζήτησαν κάθε πληροφορία που κράτησε στη μνήμη του ένα παιδί ή ενα εγγόνι από τις αφηγήσεις των Μικρασιατών, συνέλεξαν φωτογραφίες…και μας ταξιδεύουν σ΄εκείνη την εποχή. Ας τους ακολουθήσουμε..
Πολύ συνηθισμένη εικόνα κατά τις μετακινήσεις των προσφύγων ήταν αυτή της γιαγιάς που φρόντιζε τα μωρά.
Οι γονείς τους είχαν πεθάνει είτε στην καταστροφή της Σμύρνης είτε από τις κακουχίες στο μακρύ ταξίδι τους στη Μικρά Ασία.
Κανένας δεν θε να ιστορήσει
τον ανιστόρητο καϋμό
καν με του Νου την πλέρια κρίση
καν με της τέχνης το ρυθμό
Μια μαύρη νύχτα κι ένα μνήμα
και νεκροθάφτης η ντροπή
κι επίγραμμά του κάποιο κρίμα…
κι άγαλμα επάνω του η Σιωπή.
Σκοτάδι στέργε εσύ το μνήμα
Σιωπή, εσυ κρύβε την ντροπή…
Μιχ. Αργυρόπουλος (απότο “Δελτίον Κάτω Παναγιάς” Σεπτέμβριος 1957)
Η πόλη της Σμύρνης
Η Σμύρνη ήταν μία πολυπολιτισμική κοινωνία. Η πλειονότητα των κατοίκων ήταν Έλληνες, υπήρχαν όμως και Τούρκοι, Εβραίοι και Αρμένιοι. Η πόλη αυτή ήταν το πολιτιστικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Από το λιμάνι της ξεκινούσαν τα καράβια με τα προϊόντα της Ανατολής για τις χώρες της Ευρώπης. Στα εμπορικά καταστήματα της πουλούσαν Τούρκοι και Έλληνες αγρότες την σοδειά τους. Η πόλη ήταν καθημερινά γεμάτη κίνηση. Όπως διηγείται και ο αφηγητής, Μανώλης Αξιώτης1: «Όταν βγήκα στην προκυμαία τα ξέχασα όλα. Ήρθαν οι εντυπώσεις και πήραν απαλά και με μερώσανε και δεν ήξερα τι να πρωτοδώ και τι να πρωτοχαρώ. Τη θάλασσα; Τα βαποράκια της Χαμιδιέ που σκίζανε το νερό δίχως να βουλιάζουν; Τα μεγάλα μαρμαρένια σπίτια με τα ξύλινα κλειστά, όλο μυστήριο μπαλκόνια τους; Τις καρότσες με το ρυθμικό χτύπο τους πάνω στο γρανιτένιο πλακόστρωτο; Τα τράμια που τα σέρνανε άλογα; Ή όλον εκείνον το χαρωπό, ξέγνοιαστο κόσμο που μπαινόβγαινε με σαματά στις λέσχες και στα καφενεία κι έμοιαζε να ζεί πανηγύρι, κι όχι μια κοινή, καθημερινή μέρα δουλειάς».
Η νότια πλευρά της πόλης
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 μας λέει “Όταν ήμουν στην Μικρά Ασία σαν παιδί σκεφτόμουνα την Σμύρνη, πώς να σου πω, ήταν μια πολύ μεγάλη πόλη, πολύ εξελιγμένη, αλλά την ζούσαμε κιόλας γιατί δεν ήταν και μακριά από εμάς, ήταν 20χλμ. Όμως και μακριά να ήταν πήγαινε ο κόσμος. “Άντε, ετοιμάζουμε εφέτος την παραγωγή μας και μετά θα πάμε στην Σμύρνη να ψωνίσουμε”, γιατί όταν κάναμε μεγάλα ψώνια, βαριά, δηλαδή χρυσαφικά για παντρειές και τέτοια, πηγαίναμε στη Σμύρνη για πιο φθηνά και πιο καλά δηλαδή. “Ε, άντε και θα σε πάρω στη Σμύρνη εφέτος”. Και πηγαίναμε. Κι από όλη την Ανατολή δεν υπάρχει άνθρωπος που θα πει ότι “εγώ δεν την ήξερα την Σμύρνη”, όλοι πήγαιναν. Και βέβαια, μπορώ να πω, ήταν εξελιγμένη αλλά και το πιο μικρό χωριό της Μικρός Ασίας είχε την εξέλιξή του.”
Στις γειτονιές της Ελληνικής συνοικίας – Οι αποβάθρες του λιμανιού
Και σ’ αυτή την πόλη, όπως και σε όλη την Μικρά Ασία, υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο. Εκτός από την αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων, το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι στη Σμύρνη μιλούσαν ελληνικά έδειχνε την ελληνικότητα της Σμύρνης. Μαζί με τον ελληνισμό, έντονο ήταν και το χριστιανικό στοιχείο. Στην Σμύρνη δέσποζε η εκκλησία της Αγίας- Φωτεινής, με το πανύψηλο καμπαναριό, τις φανταχτερές καμπάνες, τις μεγαλοπρεπείς τοιχογραφίες και το χρυσό σταυρό, που έλαμπε στον ήλιο. Δίπλα στον ναό, υπήρχε η Ευαγγελική Σχολή.
…………………………………..Tα Βουρλά
“Στα Βουρλά ήταν η Αναξαγόρειος Σχολή γιατί εκεί, στα Βούρλα, γεννήθηκε ο Αναξαγόρας. Τα Βουρλά λέγονταν πρώτα, εκείνα τα χρόνια, Κλαζομεναί και τιμής ένεκεν δώσαμε το όνομα του Αναξαγόρα σε μια Σχολή η οποία είχε χτιστεί σε 5 στρέμματα μέσα στο κέντρο της πόλης.
20 χρόνια οι Βουρλιώτες έφερναν τα μάρμαρα στους ώμους από το επίνειο, από την Σκάλα στα Βουρλά που είναι 5 χλμ. για να κάνουν αυτή τη Σχολή. Έγινε το 1680. Λοιπόν, αυτή η Σχολή ήταν η ανώτερη σε πνεύμα και σε επιστήμη, γιατί αυτούς που έπαιρναν για δασκάλους εκεί τους περνούσαν από πολύ μεγάλο έλεγχο, αφού εκεί δεν πληρώνονταν οι δάσκαλοι από το κράτος, αλλά από τις συντεχνίες, από τους Έλληνες και έπρεπε να είναι πάρα πολύ μορφωμένοι άνθρωποι. Γι’ αυτό σε όλη την υφήλιο υπάρχουν πνευματικά κεφάλια που έχουν βγει από την Σχολή των Βουρλών.3
Η Κάτω Παναγιά
Ο Περικλής Παπαχατζηδάκης2 μας περιγράφει το χωριό και την ιστορία του: “Μια φορά κι ένα καιρό, είχαμε κι εμείς πατρίδα την Ιωνία κι ένα χωριό, ένα όμορφο χωριό, που το δρόσιζαν πνοές Μικρασιατικών βουνών και που το χαϊδεύανε τα γαλάζια κύματα του Αιγαίου. Ήταν χτισμένο, στο πιο δυτικό σημείο της Ασίας. Έτσι έγραφε μια μαρμαρένια πλάκα, χτισμένη στο εκκλησάκι του Χριστού στα Γκρεμνά, στον Άσπρο Κάβο:
“Εδώ τελειώνει η Ασία κι απ’ εδώ αρχίζει η Ανατολή”…
Το χωριό αυτό, είχε κάτι το ξεχωριστό: Σ’ όλα τα χρόνια της σκλαβιάς (Φράγκικης και Τούρκικης) έμεινε μόνο του κλεισμένο στον εαυτό του κι έτσι παρέμεινε γνήσιο ελληνικό και χριστιανικό, από τα βάθη των αιώνων. Οι μόνοι δυνάστες που έβλεπε το χωριό, ήταν οι φοροεισπράχτορες, ένας λιμενάρχης, ένας τελώνης, ένας αστυνομικός και καμιά δεκαριά υπάλληλοι. Όμως όλοι τους, κάθε βράδυ έφευγαν και πήγαιναν στη γειτονική παράλια πόλη που είχαν τα σπίτια τους…
Γενική άποψη της Κάτω Παναγιάς από το λόφο Γιάκα.
…Στο αντίκρυ βουνό, το εκκλησάκι των Ταξιαρχών και παρακάτω το δροσερό νεράκι της πηγής. Πιο πέρα, η αμπέλα και το δασάκι, οι ελιές. Απ΄εδώ ξεκινά το χωριό. Σπίτια με αετώματα, με σταυρούς στις “στεωσιές” και μύτη-μύτη, μπουκάλια στερεωμένα με ασβέστη και γεμάτα αγιασμό. Προς τα ψηλώματα του χωριού ξεχωρίζει ένα μεγάλο κτίριο, η εκκλησία του χωριού, η Παναγία. Μια περίφημη τρίκλιτη βασιλική κι ένα καμπαναριό, από μίμηση του ίδιου της Αγίας Φωτεινής στη Σμύρνη.
Από την άλλη πλευρά, βρίσκουμε τους μύλους. Πέντε μαζεμένοι στη σειρά….”
Η Ειρηνική ζωή
Τα παιδιά του Αντώνη και της Κων/νας Πικριδά4 θυμούνται από τις αφηγήσεις του πατέρα τους: “Είχαμε αμπέλια πολλά γύρω από το σπίτι. Είχαμε και συκιές. Πολλές συκιές. Ο παππούς σας ξέραινε τα σύκα και τα έβαζε σειρές-σειρές μέσα σε ένα βαρέλι. Κι εμείς μικρά, τότε, μπαίναμε μέσα στο βαρέλι και τρώγαμε τα σύκα…Πηδούσε μέσα ο Αλέκος, ο μικρότερος αδελφός μου. Δύο έτρωγε, ένα μου πέταγε έξω κι εμένα.” “Αυτά διηγόταν ο πατέρας μου και τα μάτια του έλαμπαν από νοσταλγία καθώς αναπολούσε εκείνα τα ευτυχισμένα χρόνια.Από την πανήγυρη στην Κάτω Παναγιά. Δεκαπενταύγουστος 1910.
Η Ελληνοτουρκική συνύπαρξη
«Μας είχε γεννήσει και τους δύο λαούς η ίδια γη. Στο βάθος της ψυχής μας ούτε εμείς τους μισούσαμε ούτε αυτοί.» Αυτά διηγείται ο Μανώλης Αξιώτης1. Αν και στο χωριό του αφηγητή δεν υπήρχαν Τούρκοι, πολλές φορές οι Ελληνες δούλευαν μαζί με τους Τούρκους και εμπορεύονταν προϊόντα. Οι Τούρκοι σέβονταν τους Έλληνες και τους θαύμαζαν, επειδή ήταν εργατικοί και έξυπνοι. Οι Έλληνες είχαν γιατρούς και φάρμακα κι αυτό έκανε τους Τούρκους να τους εμπιστεύονται. Μερικοί από τους Τούρκους, μάλιστα, προσκυνούσαν κρυφά τις εικόνες των αγίων της Χριστιανοσύνης κι αφήνανε τάματα.
Ένας δρόμος στην αγορά της Σμύρνης.
Οι Τούρκοι και οι Έλληνες ζούσαν ειρηνικά, έως το 1912. Τότε που “..ανάψανε τα αίματα των Νεότουρκων. Εφέδες, δερβισάδες, μπέηδες, μαζί με μουατζίρηδες που φτάνανε διωγμένοι απ’ την Ελλάδα, πασχίζανε όλοι μαζί να φανατίσουνε τον αγαθό λαό και να τον στρέψουν ενάντια μας.” Οι απλοί άνθρωποι φανατίστηκαν από τους επικεφαλείς τους και από τους συμμάχους τους, τους Γερμανούς. Αυτοί έστρεψαν τον τουρκικό λαό ενάντια στους Ελληνες
Ακόμη, όμως και μέσα στην φρίκη του πολέμου δεν χάθηκε η ανθρωπιά. «Νόμιζα πως τούτη η ζωή θα κατάφερνε να στομώσει την ψυχή ολότελα. Κι όμως! θυμάμαι τη μέρα που τέλειωσε το τουνέλι και τα δυο συνεργεία ανταμώσαμε στη μέση του σκοτεινού βουνού. Τι χαρά ήτανε εκείνη! Τι συγκίνηση! Αχ, καημένε άνθρωπε! Τόνε κουβαλάς λοιπόν μέσα σου το θεό! Τι ‘μαστε μεις κείνη την εποχή; Χτικιάρηδες, πεινασμένοι σκλάβοι που ζούσανε με την ανάμνηση της ζωής. Εφτά μήνες σκαλίζαμε την πέτρα. Της τρώγαμε τα σπλάχνα και μας έτρωγε τα δικά μας. Κι όταν τη νικήσαμε και δώσαμε ένα τελείωμα στο έργο μας, μας πήρε η περηφάνια. Είχαμε το κουράγιο να οραματιστούμε τα ειρηνικά χρόνια, όταν από τούτα τα τουνέλια θα περνούνε τα καλά και τα αγαθά της Ανατολής, τα σύκα, οι σταφίδες, τα καπνά, τα στάρια και τα λάδια μας. Ρωμιοί και Τούρκοι αποξεχαστήκαμε και σφίγγαμε τα χέρια σαν τ’ αγαπημένα αδέρφια.»
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 μας λέει: “ Εμείς στη Μ. Ασία με τους Τούρκους ζούσαμε καλά, πολύ καλά. Αλλά σου φυτεύουν μέσα σου την εθνική σου καταγωγή κι εσύ αυτό το κρατάς, το προσπαθείς, είναι το ζήτημα της πατρίδας. Εγώ γεννήθηκα εκεί, μεγαλώνω εκεί, αγαπώ εκεί. Εμείς γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε με τους Τούρκους, όμως δεν το ξεχάσαμε ποτέ ότι είμαστε Έλληνες και σε κάθε περίπτωση που βρίσκαμε την ευκαιρία το παρουσιάζαμε, το δείχναμε με τον τρόπο μας.
Στην πάνω γειτονιά της Τούρκικης συνοικίας της Σμύρνης.
Ο κ. Λέων Μακάς, σε εργασία του που δημοσιεύτηκε το 1919, δίνει τα παρακάτω νούμερα για όλη τη περιοχή της Σμύρνης:
243.879 Έλληνες, 96.250 Τούρκοι, 7.628 Αρμένιοι, 415 Βούλγαροι, 16.450 Εβραίοι, και 51.872 ξένοι, σύνολο 416.494 κατοίκων.5
Επί παραδείγματι: Όταν ήτανε απόκριες, έναν μήνα νωρίτερα, μαζεύονταν οι άνδρες όλοι. Λοιπόν, γινόταν μια παρέα πέντε – δέκα ατόμων, όσα χρειάζονταν, και οργάνωναν παράσταση, και παρίσταναν το ’21. Με αυτόν τον τρόπο μέσα στο τουρκικό κράτος και με τους Τούρκους δείχναμε ποιοι είμαστε, ποιους πονάμε και ποιες είναι οι ρίζες μας. Λοιπόν, τα παιδιά, ο ένας επί παραδείγματι ήτανε χτίστης, ο άλλος καλλιεργούσε, ο άλλος ήτανε σε γραφείο, έλεγαν αυτά τώρα μεταξύ τους: “Ελάτε να μοιραστούμε τους ρόλους”, επί παραδείγματι τον Μάρκο Μπότσαρη.
Είχαμε και τους Τούρκους να έρχονται κοντά μας, να το παρακολουθούν και να χαίρονται. Κάνανε λοιπόν τα παιδιά θέατρο, μοιράζονταν τους ρόλους ο καθένας, τους μελετούσε όλο αυτό το χρονικό διάστημα που είχε μπροστά του, και έρχονταν οι απόκριες και έλεγαν ότι θα το παραστήσουν στα κεντρικά σημεία της πόλεως.
Οι γυναίκες δεν βγαίνανε και δεν μπορούσανε να πάνε κοντά να δουν, αλλά μόνο από τα μπαλκόνια και από τα παράθυρα. Εκεί, όσες είχαν φίλες, πηγαίνανε στα φιλικά σπίτια. Έβγαινε ένας με μια κουδούνα και τον λέγανε Φεσάρα, μιλάω τώρα για τα Βουρλά της Μ. Ασίας, κι έλεγε ότι στου Ξύστρη το καφενείο επί παραδείγματι θα παραστήσουμε την Γκόλφω ή τον Καραϊσκάκη ή τον Κατσαντώνη. Οι άντρες πήγαιναν έξω, γύρω γύρω και άκουγαν, οι γυναίκες μέσα στα σπίτια, στις φίλες τους, όλες μαζί από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια και στηνόταν εκεί το σκηνικό μιας παράστασης. Και ήταν η Ελλάδα. Στήνονταν γύρω γύρω σημαίες ελληνικές και άρχιζαν να λένε τα ελληνικά τραγούδια και να κάνουν την παράσταση.
Και οι Τούρκοι έρχονταν, οι άντρες, γιατί οι Τουρκάλες γυναίκες δεν βγαίνανε έξω.
Οι άντρες έρχονταν και μάλιστα πολλούς επίσημους Τούρκους τους καλούσαμε, τους κάναμε προσκλήσεις και αυτοί όχι μόνο χαίρονταν, αλλά όταν οι Έλληνες αρχίζανε τα χειροκροτήματα και τα ζήτω, οι Τούρκοι ταυτόχρονα μαζί μας και αυτοί φώναζαν “Γιασασίν Ελλάς”, όπως λέγαμε εμείς “ζήτω η Ελλάδα”, έλεγαν κι αυτοί. Ήτανε σε τέτοιο σημείο η αγάπη και δεν υπήρχε πονηρό σημείο, γιατί πρώτα πρώτα είχαν το δικαίωμα να μας το απαγορεύσουν αυτό. Να μας πουν: “εδώ είναι άλλο κράτος είναι Τουρκία, όταν θέλετε να απλώσετε τις ελληνικές σημαίες να πάτε στην Ελλάδα”. Ποτέ δεν το έκαναν.
Όλοι μπορούσαν να δένονται και να μαθαίνουν τα πάντα και να είναι και με τους Τούρκους φίλοι. Όμως δεν υπήρχανε και πονηρίες. Αν συνέβαιναν τέτοια, υπήρχανε οι μεγάλοι – μεγάλοι λέγονταν στην ηλικία – τους οποίους σέβονταν οι άλλοι οι νέοι και του ‘λεγε του νέου “άκουσε εδώ, έμαθα ότι πέρασες και κοίταξες του Αλή την κόρη, πρόσεξε καλά! δεν είναι της θρησκείας μας, το κατάλαβες;”, κι εκείνος το σκεφτόταν.”
“Η Τουρκία χωριζόταν σε τρία σημεία, η ανατολή, όλη η ανατολή. Ήταν τα μικρασιάτικα παράλια που ήταν η Ερυθραία, η Ιωνία. Έπειτα, άρχιζε ένα άλλο σημείο από το Αϊδίνι και απάνω και έφτανε μέχρι την Άγκυρα. Ύστερα ήταν ένα άλλο σημείο στο οποίο ζούσαν και ζούνε σήμερα Έλληνες που έχουν εξισλαμιστεί: είναι οι κρυπτοχριστιανοί και εδώ στη Φιλαδέλφεια έχουμε δυο οικογένειες από αυτούς.
Αυτοί λοιπόν ζούσαν στα βάθη της ανατολής, εκεί όπου όχι μόνο δεν πήγε ο στρατός, δεν έγινε πόλεμος, αλλά δεν πήραν και είδηση αυτοί ότι στην Τουρκία ήρθανε Έλληνες. Από το Αϊδίνι όμως και απάνω ζούσαν Έλληνες και Τούρκοι μαζί στην ίδια συνοικία, ένα σπίτι ελληνικό και ένα τουρκικό, και όλοι ακολουθούσαν ήθη και έθιμα με αλληλοεκτίμηση. Για παράδειγμα, έχουν οι Τούρκοι το ραμαζάνι, που είναι η Σαρακοστή τους: την ημέρα νηστεύουν και κάνουνε προσευχή και τη νύχτα τρώνε και κάνουνε σα γλέντι. Όταν λοιπόν είχανε την σαρακοστή τους, τους σέβονταν απόλυτα οι χριστιανοί που ήταν δίπλα τους και πρόσεχαν τα παιδιά τους την ημέρα να μην κλάψουν, να μην τα δείρουν, να μην φωνάξουν, γιατί ο Αλής κοιμόταν, η Χανούμ κοιμόταν δίπλα. Τέτοια ήταν η εκτίμηση μεταξύ των δυο λαών και ήτανε με ειλικρίνεια, δεν ήτανε κατασκευασμένη.
Με ειλικρίνεια πίστευε και ο ένας τον άλλο. Εμείς στο δικό μου το μέρος δεν ζούσαμε μαζί με τους Τούρκους. Στα μικρασιάτικα παράλια, έως το Αϊδίνι ήταν χωριστά. Είχαμε και Τούρκους και Εβραίους και Αρμένιους, όμως ήτανε χωριστά. Να σου πω εκεί στα μικρασιατικά παράλια το πάνω χέρι το είχανε οι Έλληνες.
Όμως εγώ θέλω να σας πω για τα χρόνια αυτά που ζούσαμε με την ελληνική διοίκηση. Με τους Έλληνες δεν προλάβαμε να ζήσουμε, δηλαδή να την αναλάβουν οι Έλληνες την πολιτεία και να έχουν το βέτο αυτοί, δεν πρόλαβαν να πάρουν τους νόμους από τους Τούρκους. Αυτό το λίγο όμως που πρόλαβαν ήταν ολωσδιόλου αντίθετο από το τουρκικό. Θέλανε άλλους νόμους, θέλανε άλλους τρόπους ζωής, δηλαδή δεν μας θέλανε να είμαστε έτσι όπως ήμαστε αφελείς, αγαπημένοι με τους Τούρκους, αγαπημένοι μεταξύ μας. Για παράδειγμα, στο ζήτημα των φόρων του δημοσίου. Τις ντομάτες που φυτεύαμε στα κτήματα μας μάς τη μετρούσαν και τη φορολογούσαν, ενώ τι συνέβαινε με τους Τούρκους: Αλωνίζαμε το αλεύρι, το σιτάρι και αφού το τελειώναμε έπρεπε να πάρουν οι Τούρκοι – αφού ήμαστε στο τουρκικό κράτος – τους φόρους γιατί φυσικά οι Τούρκοι από τους φόρους ζούσαν, δεν δούλευαν. Και αφού τελειώναμε το σιτάρι, επί παραδείγματι τον αλωνισμό και κάναμε τις σωρούς, φωνάζαμε τον Οσουρτζή, οσούρι το λέγανε αυτό. Παίρναμε όσο παίρναμε, όσο μας άρεσε και το βάζαμε σε μια άκρη με τα τσουβάλια.
Μετά ερχόταν ο Οσουρτζής εκεί πέρα, ευχότανε να είμαστε καλά, με το καλό να το φάμε, το μετρούσε εκείνο που έβλεπε το σωρό. Και χώριζε το δικό του εκείνη την ώρα, αυτό που θα’ παιρνε το κράτος το’ βανε σε ένα τσουβάλι και το άφηνε εκεί και το πηγαίναμε εμείς, ο κάθε ένας με το ζώο του. Εκείνο που του έδειχνες, εκείνο μετρούσε. Ποτέ δε ρώτησε, ακόμη κι αν έβλεπε κι άλλα τσουβάλια ποιανού ήταν αυτά. Αντίθετα, οι Έλληνες ήθελαν να μας πάρουν φόρο από τις ντομάτες . Εν πάση περιπτώσει. Αυτός ήταν ο τρόπος που προχωρούσε η ζωή των χριστιανών.”
Πολιτιστικά στοιχεία
Όλες τις χριστιανικές γιορτές, τις γιόρταζαν με μουσική, χορό και τραγούδι: τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, την Καθαρή Δευτέρα, την Ανάσταση. Άλλωστε το τραγούδι και η μουσική ήταν συνυφασμένα με την ζωή των ανθρώπων: με τη δουλειά, τις χαρές, τις λύπες…
Στην γιορτή του Αγίου Δημητρίου όλα τα σπίτια και οι δρόμοι ασβεστώνονταν και τα μαγαζιά, οι εκκλησίες και τα σχολεία στολίζονταν με μυρτιές και δάφνες. Μιας που η σοδειά είχε ήδη πουληθεί, όλες οι οικογένειες πήγαιναν στην Σμύρνη για τις αγορές τους. Εξάλλου, στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου γίνονταν όλοι οι γάμοι.
Άλλη γιορτή, ήταν του Αι- Γιάννη του θεολόγου. «Τούτη ήτανε γιορτή της αντρείας. Λεβεντόκορμα παλικάρια, ζωσμένα πιστόλες και κάμες καβαλικεύανε τα καλογυμνασμένα άτια τους και παραβγαίνανε στ’ αλάνια. Μα όταν έφτανε το πανηγύρι της Αγια- Τριάδας και γούρμαζε το τραγανό κεράσι, ε, τότες, πάνω στ’ άτια δεν έβλεπες μοναχόν άντρα. Στα καπούλια καβαλίκευαν οι νιόνυμφες ζωηρές περήφανες, στολισμένες όλο φλουρί και γιορτάνι.» 1.
“Τα κορίτσια του χωριού ανοίγουνε τον κλείδωνα, σήμερα τ’ Αι Γιάννη… Να το από του αρχινά το τραγούδι της: Ανοίξετε την κλείδωνα στ΄Αϊ Γιαννιού τη χάρη, κι όποια είναι καλλορίζικια ας πάρει παλληκάρι..”
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 λέει για την οργάνωση των Ελλήνων στη Μικρασία “Δεν είχαμε εμείς από το τουρκικό κράτος απαίτηση για την εκπαίδευση των σχολείων μας και τη μάθηση. Τίποτα. Ούτε και το θέλαμε ποτέ. Πλην των χρηματικών δωρεών που μας έκαναν, όταν ήτανε γιορτές στα ελληνικά σχολεία. Ήτανε οι ελληνικές συντεχνίες που χρηματοδοτούσαν τα σχολεία. Οι συντεχνίες λοιπόν κάνανε μεταξύ τους εράνους. Η μητρόπολις ήτανε όπως είναι το δικαστήριο. Δεν πηγαίναμε στα τουρκικά δικαστήρια, πηγαίναμε στο δεσπότη. Αυτό το λέγανε “κοινότητα”. Και πήγαινες εκεί και έλεγες το παράπονο σου. Προσπαθούσαμε δηλαδή, χωρίς να ανακατευόμαστε με τους Τούρκους, να λύνουμε τις διαφορές μας μεταξύ μας. Και αν ήτανε δύσκολο και δεν γινόταν, τότε πήγαιναν στα τουρκικά δικαστήρια. Τότε αυτούς τους κατηγορούσαν ότι δε στάθηκαν εδώ στον ελληνισμό παρά πήγαν στους Τούρκους να τους λύσουν τη διαφορά τους. Αλλά συνέβαινε. “
Για την ενδυμασία η Φιλιώ Χαϊδεμένου μας λέει: “ Μην κοιτάτε αυτά που παρουσιάζουν στους χορούς που κάνουν εδώ. Γίνεται ένας χορός των Αλατσατιανών, και οι κοπέλες που φοράνε την στολή την Αλατσατιανή φοράνε σολέι, ένα είδος πλισέ, ο οποίος βγήκε από τότε που ήρθα εγώ εδώ στην Ελλάδα και ήρθε από το Παρίσι. Και ένα μαντήλι κίτρινο στο κεφάλι τους όλες από μια στολή κι αυτό είναι όλο. Δεν ήταν έτσι. Ήταν στολισμένες. Οι στολές ήταν βαριές, κεντημένες με χρυσό καθάριο από τα βάθη της Ανατολής. Όταν θα γίνει το Μουσείο μου θα τις δείτε. Στα βάθη της Ανατολής είχαν τοπικές στολές, αλλά μπορώ να σου πω ότι αυτές στοίχιζαν τρεις φορές περισσότερο απ’ ό,τι είχε η δική μας στολή.
Στην Ερυθραία και την Ιωνία ήταν ευρωπαϊκά ντυμένοι. Προχθές μια κυρία από την Μυτιλήνη μου έστειλε μια φωτογραφία της γιαγιάς της που παντρεύτηκαν με τα δεύτερα, όχι με το πέπλο, με τα άλλα ρούχα. Κι όταν θα δεις πώς είναι ντυμένη αυτή και πώς είναι ντυμένος αυτός! Με το παπιόν του, με το μαντηλάκι του το άσπρο, με το μαύρο του το σμόκιν, με τα γάντια του τα άσπρα στο χέρι. Τα λέγαμε Ζουρνάγια, τα φιγουρίνια, και πήγαιναν στο Παρίσι, δυο φορές τον χρόνο που αλλάζαμε καλοκαιρινά και χειμωνιάτικα για να ραφτούνε.”
“Όλοι γνώριζαν την ελληνική ιστορία από τα βιβλία, γιατί περνούσαν από εκεί με τις βαλίτσες γυρολόγοι και πουλάγανε τα ελληνικά βιβλία και τα έπαιρναν στο σπίτι τους ο καθένας, η κάθε γυναίκα το αγόραζε. Και τα βράδια που κάνανε τις βεγκέρες, γιατί ποτέ δεν τρώγανε και να κοιμηθούνε μετά από τις δουλειές τους, μαζεύονταν στα γειτονικά σπίτια και πρώτα και κύρια θα μιλούσανε για τα πολιτικά. Δεύτερον, θα φώναζαν ένα από τα παιδιά, γιατί εμάς μας είχανε χωριστά. Αφού τελείωναν αυτά που θέλανε να συζητήσουν μόνοι τους οι μεγάλοι, μας φώναζαν “έλα Ελένη, Ειρήνη, Φιλιώ”, όποιος είχε σειρά, “να μας διαβάσεις”, γιατί ήταν αγράμματοι οι άνθρωποι, “να μας διαβάσεις τη συνέχεια που είχαμε από την προηγούμενη βραδιά στο βιβλίο”. Όποιον άκουγες αγράμματο Μικρασιάτη, θρησκευτικά και πατριωτικά ήξερε να σου πει και την ελάχιστη λεπτομέρεια, ό,τι θα σου’ λεγε ένας καθηγητής.”
Το δράμα της καταστροφής
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 που έχει ζήσει έναν ολόκληρο αιώνα υποστηρίζει οτι: “ Η Μικρασιατική καταστροφή δεν είναι η μεγαλύτερη του αιώνα μας, αλλά η μεγαλύτερη των αιώνων, διότι τέτοια καταστροφή, μαζική σφαγή, φωτιά και καταστροφή, εγώ τουλάχιστον που διάβαζα από παιδί και παρακολουθούσα, δεν έχει γίνει. Έχουν γίνει πολλές καταστροφές στους αιώνες, όμως τόσο μαζική καταστροφή, πολλών ατόμων μαζί, δεν έχει γίνει, ούτε και με τέτοιο τρόπο που έγινε η καταστροφή αυτή η δική μας, η μικρασιατική καταστροφή.“
Σμύρνη, λίγες ώρες πριν την καταστροφή1. «Τώρα τι ‘τανε αυτό π’ αντίκριζα; Μια νεκρή πολιτεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ’ το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί με τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ’ αρρώστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησίες, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες, βελόνι να ‘ριχνες δε θα ‘πεφτε.»1
Σμύρνη: Ξεχωρίζοντας άντρες για εκτόπιση
Ολοι οι Έλληνες πέρασαν τη νύχτα σε μαούνες κοντά στο λιμάνι. «Το άλλο πρωί μας ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς ορθοί κι ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τουρκικό ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
-Τι θα μας κάνουνε οι Τούρκοι;
Τ ι. θα μας κάνουνε: Αυτή ‘ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν την ξεστόμιζε. […] Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
-Μπρε σεις τι λέει;
-Λέει, να βγει ο κόσμος και να πάει στις δουλειές του δίχως να φοβάται, κανένας δε θα κακοπάθει…
Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
-Φωτιά!
-Φωτιά!
-Βαλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.[…] Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το ‘να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
-Σφαγή! Σφαγή!-Παναγιά, βοήθα!-Προφτάστε-Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε· να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
-Τούρκοι!
-Τσέτες!
-Μας σφάζουνε!
-Έλεος!
Βάρκες καθώς μεταφέρουν άστεγους από καμένες περιοχές της Σμύρνης στα
πλοία διάσωσης που είναι αγκυροβολημένα στ’ ανοιχτά του λιμανιού.
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να ‘ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ζαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων’.[…]
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές […]
Η φωτιά όλη τη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά. νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας!»
Έτσι, η Σμύρνη καταστράφηκε και οι Έλληνες σφάχτηκαν από τους Τούρκους με την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αντάντ, των συμμάχων της Ελλάδας… «Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!»1
Την επόμενη μέρα τις μαούνες επισκέφθηκε ένας Άγγλος αξιωματικός. Υποσχέθηκε στους Έλληνες ότι θα τους βοηθήσει να φύγουν μακριά από τον τόπο της καταστροφής, να σωθούν… Παρά τις υποσχέσεις του, όμως το άλλο πρωί τούρκικα ρυμουλκά τράβηξαν τις μαούνες στη στεριά. Οι Έλληνες, οι οποίοι ακόμη περίμεναν τη βοήθεια των συμμάχων τους, φοβήθηκαν, τρομοκρατήθηκαν, πανικοβλήθηκαν… «Οι μάνες ψάχνανε για τα παιδιά τους, τ’ αγκαλιάζανε και σπαράζανε. Τα παιδιά λες και τα ‘πιασε παροξυσμός. Τρέμανε, τσιρίζανε. Οι άντρες τρέχανε άσκοπα εδώ κι εκεί. Λύνανε και δένανε μπόγους, πασχίζανε να σκεφτούνε.
Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας φτάνουν στη Μυτιλήνη.
-Μας προδώσανε!
-Μας ξεπουλήσανε!
-Π’ ανάθεμα τους!
-Ναύαρχε! Τι κάνεις;
-Ναύαρχε! Σώσε μας!
-Για όνομα του Χριστού! Μη μας αφήστε! Έχουμε μωρά μαζί μας! Έχουμε γερόντους, κορίτσια!
-Είστε υπεύθυνοι!
-Ναύαρχε! Ναύαρχεεεε!
Τα τούρκικα ρυμουλκά συνεχίζανε το δρόμο τους. Τότε, μέσα στον πανικό που ξέσπασε, χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό. […]
Τρία μερόνυχτα μας κρατήσανε οι Τούρκοι στις μαούνες και τα τρία μερόνυχτα δε σταματήσαμε να παίζουμε με το θάνατο ένα φοβερό κρυφτούλι. […]
Την τέταρτη ήρθε ένας αξιωματικός και είπε:
-Ν’ αδειάστε τις μαούνες. Τραβάτε στη στεριά!
Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα.
-Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!
Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. […]
-Δεν είναι τόπος να σταθούμε, έκανε η αδερφή μου κι όλοι συμφωνήσαμε.[···] Φύγαμε. Ψάχναμε σ’ όλη την Πούντα να βρούμε μια γωνιά να σταθούμε.
Όπου κι αν μπαίναμε, σε σκολειά, εκκλησιές, εργοστάσια, αποθήκες, όξω στους ανοιχτούς ταρλάδες, παντού, χιλιάδες πρόσφυγες περιμένανε να δούνε τι θ’ απογίνουνε. […]
Σ’ ένα εργοστάσιο ανταμώσαμε πατριώτες και φίλους και μας κάνανε λίγη θέση ν’ ακουμπήσουμε. Ήμασταν ψόφιοι. Είπαμε πως θα κοιμηθούμε και δε θα ξυπνήσουμε. Όμως μόλις ξαπλώσαμε το ‘μάτι στυλώθηκε. Τα ντουβάρια των καμένων σπιτιών κατρακυλούσανε μέσα στη νύχτα. Τουφεκιές κι ομοβροντίες κάθε λίγο και λιγάκι γαζώνανε τη σιωπή…
-Αυτές εδώ είναι εκτελέσεις! Μας εξηγούσανε οι παλιοί και τρέμανε. […]
Το πρωί μπήκανε στρατιώτες στο εργοστάσιο. Πιάσανε τους άντρες. Διαταγή, λέει, του Νουρεντίν πασά: Όλοι οι άντρες από 18χρονώ μέχρι 45, θα μείνουνε αιχμάλωτοι, να ξαναχτίσουνε ό,τι χαλάσανε! Οι άλλες ηλικίες καθώς και τα γυναικόπαιδα θα φύγουνε με τα βαπόρια.»
Ο αφηγητής έμεινε αιχμάλωτος μόνο για λίγες ημέρες. Στάθηκε τυχερός και κατάφερε να αποδράσει. Για τους περισσότερους όμως αιχμαλώτους τότε ξεκινούσε μία μακριά, βασανιστική πορεία στα βάθη της Ασίας.
Στο βαπόρι, που τον οδηγούσε προς την σωτηρία, ο αφηγητής σκέφτεται ακόμη την πατρίδα του. «Καρσί, στα μικρασιάτικα παράλια, αναβοσβήνουνε φωτάκια, αναβοσβήνουνε μάτια. Καρσί, αφήσαμε συγυρισμένα σπίτια, κλειδωμένες σερμαγιές, στεφάνια στο κονοστάσι. προγόνους στα κοιμητήρια. Αφήσαμε παιδιά και γονιούς κι αδέρφια. Νεκροί άταφοι. Ζωντανοί δίχως σπίτια. Βρικολακιασμένα όνειρα. Εκεί. Καρσί ήταν ίσαμε χθες η πατρίδα μας![… ]
Μακάβριο ψάρεμα μετά την καταστροφή της Σμύρνης.
Νεαροί Τούρκοι προσπαθούν να βγάλουν τα πτώματα στην ξηρά χρησιμοποιώντας κομμάτια σύρμα, για να πάρουν ότι πολύτιμο.
Τι με κοιτάς έτσι άγρια αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ; Εγώ σε σκότωσα και κλαίω γι αυτό. Λογάριασε τι μου ‘φαγες εσύ! Αδέρφια, φίλους, πατριώτες, τα Αμελέ Ταμπούρια, ολόκληρη σφαγμένη γενιά!
Τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε, και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργες και τα πετροκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες…
Αντάρτη του Κιόρ Μεμέτ, χαιρέτα μου τη γη όπου μας γέννησε, Σελαμ σοϊλέ… Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε μ’ αίμα. Καχρ ολσούν σεμπέπ ολανλάρ! Ανάθεμα στους αίτιους!»
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 θυμάται το διωγμό: “… να έρθεις κυνηγημένος, να σου λείπει ο πατέρας σου, να δεις του αδερφού σου το σφάξιμο, να δεις της κόρης σου, εμπρός στα μάτια σου, να βιάζουν το παιδί σου. Όλα αυτά είναι πράγματα που δεν φεύγουν ποτέ απ’ το μυαλό σου. Να δεις να πνίγουν παιδί για να μην κλάψει και μαρτυρήσει αυτούς που ήταν κλεισμένοι, κάπου 2000 άνθρωποι μέσα σε ένα σπίτι. Και να δεις την μάνα του την άλλη μέρα το πρωί να το κρατά στο χέρι πεθαμένο και να της λες: “πάμε”, αυτή να κρατά το παιδί. Και να της λένε ότι βάλανε φωτιά από τη μια και από την άλλη οι Τούρκοι και ότι πρέπει να φύγουμε. Και φεύγαμε. Και αυτή να κρατά το παιδί της και να κλαίει. Και της λέει μια άλλη όπως φεύγαμε και έσπρωχνε ο ένας τον άλλο: “Άντε, πάμε, πάμε”. “Τι να την κάνω τη ζωή”; λέει αυτή. “Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Ένα χρόνο είχα παντρεμένη. Τον άντρα μου τον σκοτώσανε. Το παιδί μου το πνίξανε. Εγώ τι θα κάνω μόνη μου στη ζωή; Όχι, θα μείνω εδώ”.Και βέβαια την πήρανε οι άλλες, την τραβήξανε έξω.
Έπειτα όταν έγινε η καταστροφή όλα τα γυναικόπαιδα από την Ανατολή κατέβηκαν στα Μικρασιατικά παράλια, και ιδίως στην Σμύρνη. Κατέβαιναν, γιατί ήλπιζαν ότι οι ξένοι που είχαν τα Προξενεία τους θα τους προστάτευαν και η Σμύρνη είχε γεμίσει γυναικόπαιδα. Διοικητής στην Σμύρνη – Αρμοστής – ήταν ο Στεργιάδης, ένα κτήνος όχι άνθρωπος, ο οποίος ήταν και επί Βενιζέλου και επί Γούναρη. Όταν λοιπόν γίνηκε η καταστροφή κι άρχισε η υποχώρηση από πάνω και η σφαγή, τότε σηκώθηκε ο Μητροπολίτης με τους προύχοντες και πήγανε στον Στεργιάδη και τον ρώτησαν γιατί δεν επέτρεπαν να φύγει κανένας Μικρασιάτης. Έπρεπε να έχεις διαβατήριο για να έρθεις στην Ελλάδα. Όσοι είχαν καΐκια και έβλεπαν την ανακατωσούρα, όσοι μπορούσαν φεύγανε κρυφά όπου μπορούσαν. Αλλά επίσημα απαγορευόταν. Πήγε στο Στεργιάδη ο Δεσπότης και του είπε: “Δώσε μια διαταγή, άφησε ελεύθερα να διώξουμε τα γυναικόπαιδα γιατί οι Τσέτες θα τα κατασφάξουν εδώ, θα κατασφαγούν”. Και λέει ο Στεργιάδης: “θα τηλεγραφήσω στην κυβέρνηση μου και θα σας δώσω την απάντηση”. Και έγραψε στο Γούναρη και απαντάει ο Γούναρης: “Προτιμώ να πέσει και το τελευταίο κεφάλι των Μικρασιατών στη Μικρά Ασία και όχι να μου στείλεις την αναρχία”. Λοιπόν, κι έγινε η σφαγή, κοίτα να δεις κι εκεί το λάθος. Πλην της αναρχίας δηλαδή. Κοίτα όμως να δεις το λάθος. Εδώ στην Ελλάδα ήρθαν μόνο γυναικόπαιδα, εκατό φορές ψαγμένα, στα ποδογύρια τους, τους κότσους τους, από τους Τούρκους για λεφτά. Οι Τσέτες γύρευαν χρήματα για να τα πάρουν. Με όλα αυτά, ό,τι γλιτώσανε, με εκείνα δημιουργήθηκε εκείνη η πρώτη κατάσταση κι έγινε ύστερα η Ελλάδα και πήρε γραμμή. Σκέψου εάν έφερναν την κινητή περιουσία που κρατούσαν επάνω τους στην Ελλάδα, τι θα δημιουργούσαν ακόμη! “
Τα παιδιά του Αντώνη και της Κων/νας Πικριδά4 θυμούνται: “Κι ήρθε εκείνη η μαύρη μέρα, του ξεριζωμού. Ήταν όλοι μαζεμένοι στην εκκλησιά της Κάτω Παναγιάς. Οι Τούρκοι φώναξαν να βγούν τα γυναικόπαιδα. Βγήκε και η γιαγιά με οκτώ παιδιά. Ο παππούς έμεινε πίσω με τους άλλους άνδρες. Φτάσαμε στο λιμάνι. Έτρεχαν όλοι στα καίκια. Μπήκε και η μάνα ψάχνοντας τα παιδιά της, τη Γαρουφαλίτσα, τη Μαρία, τη Σταματία, το Γιώργο, τον Αλέκο. Ήμουν τότε 15 χρονών, μα ήμουν μικροκαμωμένος. Με σήκωσε ο Τούρκος ψηλά, με κοίταξε καλά κι ύστερα μου ‘δωσε μία και με πέταξε δίπλα στη μάνα, στο καίκι. Δεν του γέμισα το μάτι για 15άρης αλλιώς θα με κράταγε και μένα με τους “άντρες”. Εκείνους δεν τους είδε ποτέ κανείς πια. Μόνο τη φωτιά είδαν και τους καπνούς από την εκκλησία που καιγόταν. Έτσι, βρέθηκα στην Αθήνα 15 χρονών προστάτης μιας ολόκληρης οικογένειας.” Αναθυμάται ο πατέρας και ένα δάκρυ κυλά.”
Τα βαθύτερα αίτια της καταστροφής
Η καταστροφή ήρθε ως αποτέλεσμα όλων των γεγονότων που είχαν προηγηθεί: των Βαλκανικών πολέμων, της συμμετοχής της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, των «Ταγμάτων Εργασίας», της εισχώρησης του ελληνικού στρατού στα βάθη της Μ. Ασίας. Τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων κατέστρεψαν την Μικρά Ασία. «Ήμασταν ένας δημιουργικός κεφάτος λαός και γινήκαμε ξαφνικά ένα παθητικό στα τεφτέρια των ξένων, που έπρεπε μονοκοντυλιάς να σβηστεί. Και το σβήσιμο μας δεν έγινε μ’ αθώα μολυβδοκόντυλα και γομολάστιχες, έγινε μ’ αναρίθμητα εγκλήματα. Τ’ αρχίσανε οι Λίμαν φον Στάντερς και τα ξεκεφάλωσαν οι φίλοι και προστάτες μας της Αντάντ.»1
“Ο Βενιζέλος ξεκινούσε από μια μικρή Ελλάδα να πάει σε μια απέραντη Ανατολή και να γίνει κάτοχος, να την κάνει Ελλάδα.
Ναι, το παραδέχομαι από την αγάπη της ψυχής του, όμως δεν ήταν δυνατόν ένα κουνούπι να βρεθεί αντιμέτωπο μ’ έναν ελέφαντα. Γινότανε; Όχι. Πού είχε βασισθεί; Στους φίλους του τους Ευρωπαίους έτσι; Εντάξει; Στους Άγγλους, στους Γάλλους, στους Ιταλούς. Αυτά τα κράτη στην Τουρκία, το εμπόριο το είχαν οι Έλληνες στα Μικρασιατικά παράλια, γιατί από εκεί κατέβαιναν από την Ανατολή, το εμπόρευμα, και διοχετευόταν στην Ευρώπη. Όμως την κίνηση την είχαν οι ξένοι, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι δηλαδή τι κίνηση εννοώ; Εννοώ τα πλοία, εννοώ μέσα στην Τουρκία τα μεταφορικά μέσα, τα τραίνα, τα πάντα. Και εκτός απ’ αυτά είχαν και το μικρασιατικό έδαφος και το υπέδαφος της Τουρκίας που ήταν χρυσάφι, ιδίως πετρέλαια, το χρυσό, τα πάντα τα είχανε οι ξένοι, και τα ορυχεία. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν να κάνουν ένα τέτοιο χάρισμα στην Ελλάδα; Γιατί βέβαια αφού του λέγανε να πάει να πάρει τη Μικρασία, αυτό θα πει ότι του την χαρίζανε, του λέγανε ότι η Τουρκία θα γίνει Ελλάδα, θα λέγεται Ελλάδα. Αφού θα λεγότανε Ελλάδα θα αφήναμε εμείς τους ξένους να εκμεταλλεύονται αυτά; Όχι. Πώς λοιπόν ο Βενιζέλος αυτό δεν το είχε σκεφτεί, ότι δηλαδή ένα τόσο μεγάλο χάρισμα, μια τέτοια δηλαδή ευεργεσία και απλοχεριά οι ξένοι θα κάνανε στην Ελλάδα και έκανε τον πόλεμο αυτό; Από την άλλη, οι Έλληνες, οι κάτοικοι εδώ της Ελλάδος, και δικαιωμένα δηλαδή, από τους Βαλκανικούς πολέμους και μετά δεν είχαν ακόμη τελειώσει με τις πολεμικές επιχειρίσεις, ήταν φτωχοί, ρημαγμένοι, αγανακτισμένοι και τους μάζεψαν και τα παιδιά τους 19 χρόνων και τα στράτευαν δέκα χρόνια συνέχεια. Αυτό το ξέρω κι από τον άντρα μου, γιατί πήρα άντρα Αθηναίο εκ των υστέρων.
Πρόσφυγες της Μικράς Ασίας μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα, Αθήνα.
Όμως εγώ θα σας πω ένα άλλο πράγμα. Εάν έγινε αυτή η καταστροφή δεν φταίνε μόνο οι Τούρκοι. Φταίμε κι εμείς. Φταίνε οι δικοί μας διευθύνοντες, γιατί εμείς είμαστε ένας λαός που πονάει, που σέβεται, που εκτιμά ο ένας τον άλλο, είμαστε οι καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου. Όταν πιάσουμε όμως έστω και την παραμικρή θέση, εκεί αμέσως αλλάζουμε. Δεν ξέρω αυτός ο εγωισμός από που είναι γεννημένος και γίνεται και δεν έχουμε διευθύνοντες και δεν έχουμε ανθρώπους σωστούς να μας υπερασπίσουν σε κάθε κατάσταση.”3
Πρόσφυγες
“ Ξέρεις ποιο είναι εκείνο που θυμάμαι και μου σκίζει τα φυλλοκάρδια; Ο τρόπος της υποδοχής που μας έκαναν εδώ.Όμως, αυτό που είδα εδώ, να είμαστε στην αποβάθρα, να είναι γεμάτη από κόσμο και να βλέπεις γυναίκα, μάνα, να έχει ένα σκοινί με πέντε παιδιά δεμένα ένα ένα για να τα’ χει δίπλα της να μην τα χάσει, και να είναι γυμνή και αυτή και τα παιδιά να κλαίνε, να μην λένε “μαμά ψωμί”. Που θα το’ βρισκε; Αλλά να κλαίνε τα μωρά και αυτή να τα αγκαλιάζει και να περνάει ένας με το ψαθάκι του και να λέει:
“Ααα, κοίτα χάλια, κοίτα χάλια! Μωρέ καλά σας κάνανε οι Τούρκοι”. Φυσικά τον σκοτώσανε από το ξύλο. Πέσανε γυναίκες πάνω του γιατί ήταν όλο γυναικόπαιδα, επειδή τους άντρες τους κράτησαν στη Μικρασία. Και να σε βλέπει κάποιος να περνάς και να λέει:
“Α! Ποιος είναι; Πρόσφυγες. Πω, πω, πω, πω, πω! Πρόσφυγες”.Ψάχνοντας για τα ονόματα των αγαπημένων που έχασε.
Και όμως, εάν βλέπεις σήμερα την Ελλάδα μεγάλη και αν βλέπεις σήμερα αυτοί που την κυβερνούν που έχουν τόσο εγωισμό γιατί την βάλανε τώρα στην Ευρώπη, γιατί αναγνωρίστηκαν οι Έλληνες, είναι οι Μικρασιάτες αιτία. Οι μικρασιάτες την κάνανε. Με την εργατικότητα τους.
Γιατί τότε αμέσως κοίταξαν πώς ο καθένας θα βολευτεί. Καταρχάς οι γυναίκες, γιατί ήρθαν κυρίως γυναικόπαιδα. Και οι γυναίκες δεν κλαίγανε και μοιρολογούσαν λέγοντας: “αχ, τι πάθαμε, αχ τι κάναμε”. Αλλά λέγανε: “Τι κάθεσαι; Σήκω. Θα δουλέψουμε. Παιδιά έχουμε, οικογένεια”. Και φτιάχτηκαν και φτιάξανε και την Ελλάδα και εγίνηκαν εργοστάσια, εγίνηκαν μαγαζιά, εγίνηκαν…. διότι άρχισε ο κόσμος, να εργάζεται και επειδή είχε ανάγκη από παπούτσι, από ρούχο, απ’ το πιρούνι, απ’ το κουτάλι, απ’ τα πάντα αφού δεν είχε τίποτα. Όλα αυτά έπρεπε να κατασκευαστούν, να τα αγοράσει ο άλλος. Και τα χρήματα να οικονομηθούν, όταν εργάζεσαι, και η κατανάλωση αυτή να γίνει. Όλο αυτό το πράγμα έφερε μια αλλαγή στην Ελλάδα. Και θα σου πω για το χρηματιστήριο. Είναι τώρα το χρηματιστήριο στην Σοφοκλέους. Αυτός ο δρόμος που κατεβαίνει κάτω και πάει για να βγει στους Αγίους Θεοδώρους. Και εκεί ήτανε μικρομαγαζάκια και πουλούσανε διάφορα πραγματάκια. Πήγανε λοιπόν αυτοί που ήρθανε και μερικοί Μικρασιάτες που κατάφεραν και φέρανε λεφτά, κρύβοντας τα δηλαδή, και ήτανε της δουλειάς. Πήγανε και έλεγαν εσένα που πουλούσες χτενάκια και φουρκέτες, κρατούσες ένα πράγμα σαν το τραπέζι.
“Το πουλάς το μαγαζί σου;” και εσένα αυτό το πράγμα σου φαινόταν αστείο, τρελό. “τι είναι αυτό που μου λέει”, σκεφτόσουν. “Μη με κοιτάς. Το πουλάς;” σου έλεγε. Λες εσύ τώρα:”Ε, αφού είναι τρελός, θα του μιλήσω κι εγώ τρελά”.
“Το πουλάω, ναι”.
“Πόσες λίρες το δίνεις;”
“Πέντε λίρες”.
Ο άλλος τις λίρες ούτε τις ήξερε ο φουκαράς, ούτε ήξερε τι θα πει λίρα. Και του αγόραζε το μαγαζί….”3
Επίσκεψη στη χαμένη αλλά αλησμόνητη πατρίδα
Φιλιώ Χαϊδεμένου3: “Τι θα αισθανθώ εάν ξαναδώ την πατρίδα μου; Τι αισθάνθηκα πες. Διότι πήγα έξι φορές. Άκουσε να σου πω. Εκείνο που αισθάνθηκα ήταν, πώς να στο πω, δεν μπορώ να το περιγράψω… Πρώτα πρώτα νόμισα ότι δεν πήγα στην πατρίδα μου. Αυτό που είδα ήταν διαφορετικό, γιατί μέχρι σήμερα είναι ρημαγμένα, πολύ λίγα έχουν τώρα φτιάξει για τον τουρισμό, επίτηδες, για το χρήμα δηλαδή. Κι έχουν φτιάξει ορισμένα πράγματα. Πήγα για να δω και την Αναξαγόρειο Σχολή. Είναι στο κέντρο. Την πρώτη φορά που πήγα ήταν το 1965. Τι να δω! μια ερημιά, ένα κακό, Τουρκάκια να κάθονται και μίγες επάνω τους και εκεί ήταν ένα χωράφι, όχι πλατεία δηλαδή, έτσι ένα χωράφι, ρημαδιό, και λέω σ’ έναν: “Πού είναι η Σχολή;” “Δες την” μου είπε. Έφυγα…
Το δεύτερο χρόνο που πήγα, το 1972, είχαν πάει, γιατί είχε γίνει η ανταλλαγή με τους εδώ Τούρκους κι είχαν πάει εκεί και Τούρκοι που μιλούσανε ελληνικά. Εμείς δεν ξέραμε Τούρκικα και μιλούσανε Ελληνικά και μ’ αυτούς συνεννοούμασταν. Κι αυτοί ήταν παραπονούμενοι με τους Τούρκους, γιατί δεν τους δίνανε σημασία. Τους λέγανε πρόσφυγες, γιατί φεύγοντας από την Ελλάδα πήραν τα ήθη και τα έθιμα και κοίταξαν να κάνουν ένα μαγαζάκι, να κάνουν ένα σπιτάκι κανονικό, δηλαδή να βάλουν την οικογένεια τους, όπως ήταν εδώ στην Ελλάδα συνηθισμένοι, γιατί ζούσαν κι αυτοί την δική μας ζωή. Εκείνοι δεν τους χώνευαν, δεν τους ήθελαν και μέχρι σήμερα τους λένε “πρόσφυγες” αυτούς. Πέρασαν όλα αυτά. Λοιπόν, ο αδελφός μου είχε φούρνο. Στους φούρνους κάνανε μόνο γλυκά και τέτοια πράγματα, ψωμί πουλούσαν λίγο. Πήγα κι ήταν ακριβώς στο σημείο που χωρίζει το Ελληνικό από το Τούρκικο κι όταν πήγα, έτρεξα στην πόρτα και στα μάρμαρα επάνω ακούμπησα το κεφάλι μου κι όπως ήταν τότε ο φούρνος με καμιά παραλλαγή δεν τον είχαν, γύρισα και είδα κι ακούμπησα το κεφάλι μου και έκλαιγα. Βγήκε ένας έξω Τούρκος και μου λέει: “Κοπιάστε, κοπιάστε” και μ’ αγκάλιασε και με έβαλε στο φούρνο. Έτρεξε και φώναξε ένα γέρο από μέσα. Έρχεται ένας γέρος και με ρωτάει, ήταν κάποιοι που ήξεραν ελληνικά, αλλά ήταν αυτοί οι Τσερκέζοι. Και μου μίλησε Ελληνικά, ας πούμε έκανε τον διερμηνέα. Μου λέει ο Τούρκος: “Ποια είσαι; Φιλιώ; Φιλιώ;” Ο Τούρκος ήτανε γέρος. Λέω “ναι”. “Πού είναι ο Αντρέας;” Λέω, “τον κρεμάσανε στην Μαγνησία”. Ω! έκλαιγε ο γέρος. Ήρθε μ’ αγκάλιασε, με φίλαγε. Πήγε στο σπίτι του, ειδοποίησε και ήρθε η γυναίκα του, ήρθαν τα παιδιά του. Με θυμήθηκε. “Μείνε, μου είπε, απόψε, μείνε στο σπίτι μου”. “Δεν μπορώ, είπα, γιατί φεύγουμε”. Τέλος πάντων…
Τελευταία φορά που πήγα, το 1992.”
Κι ο Αντώνης (Πικριδάς)4, όταν έγινε 80 χρονών και κάτι, ξαναπήγε στη Κάτω Παναγιά! Βρήκε το σπίτι τους. Όπως το άφησε, γερασμένο όμως κι αυτό από το χρόνο. Από το πλούσιο αμπέλι είχαν μείνει κάτι κούρβουλα εδώ κι εκεί. Από τη Χίο είχε πάρει δώρα: μαστίχα και χιώτικο γλυκό. Τα έκανε δώρο στην Τούρκισσα που είδε στο παράθυρο και τον άφησε να μπεί, να δεί…το σπίτι του…που δεν ήταν πια δικό του…από το 1922…
Αντίσκηνα προσφύγων στο καταυλισμό του Θησείου, Αθήνα. Υπάρχουν ελπίδες για τους εκδιωχθέντες Έλληνες;
Φ.Χ.3:.”Η Μικρά Ασία θα επανέλθει στους Έλληνες, όχι στα χέρια των Ελλήνων, σαν Ελλάδα με κατάκτηση. Θα έρθουν τα πράγματα έτσι, γιατί άκουσε, 80 χρόνια γιορτάζουμε που φύγαμε από εκεί. Πήγαινε στην Τουρκία να δεις… Οι Τούρκοι, τα δάχτυλα των ποδιών τους είναι έξω από τα παπούτσια, έχει φτώχεια, ρημαδιό, δεν δουλεύουν οι Τούρκοι. Αυτό εκεί όλο, ό,τι είναι στη Μικρά Ασία, μένει εκεί ακατέργαστο… Ο Κεμάλ βασίστηκε στους Τούρκους γιατί κι αυτός δεν θα έκανε αυτό που έκανε. Αλλά οι Τούρκοι το έχουν στο αίμα τους, δεν δούλευαν και ο Κεμάλ φαντάστηκε ότι “τόσος κόσμος είναι εκεί, θα φύγουν οι Έλληνες στην καταστροφή, θα κυριαρχήσω και θα δουλέψουν οι Τούρκοι. Όπως δουλεύουν οι Έλληνες θα δουλέψουν κι οι Τούρκοι, θα γίνεται η παραγωγή και αυτά που κερδίζουν οι Χριστιανοί θα τα κερδίσουν οι Τούρκοι και η Τουρκία θα γίνει άλλη τόση”. Όμως οι Τούρκοι το έχουν στο αίμα τους, δε δουλεύουν. Στην αρχή ο Κεμάλ πήγαινε στα καφενεία, έβαζε τους χωροφύλακες και πήγαιναν στα καφενεία που κάθονταν οι Τούρκοι κουρελιασμένοι και ρημαγμένοι. Τους έλεγε “πρέπει να δουλέψετε”. Αυτοί όλο στα καφενεία. Έβαζε τους χωροφύλακες και πήγαιναν στα καφενεία… Αυτά μου τα έχουν πει οι ίδιοι οι Τούρκοι, γιατί εγώ πηγαίνοντας εκεί συζητούσα μαζί τους. Να, τώρα, με έχει καλέσει ο Δήμαρχος των Βουρλών και του έστειλα ένα ποίημα προχθές. Πήγαιναν λοιπόν μέσα στα μαγαζιά και κλωτσούσαν τους αργιλέδες οι Τούρκοι χωροφύλακες και βγάζανε τους Τούρκους έξω και έλεγαν στον καφετζή να κλείσει για να πάνε να δουλέψουν. Και δεν πήγαιναν. Αναγκάστηκε – αυτό μου το είπε Τούρκος χότζας – αναγκάστηκε να κρεμάσει στην πλατεία του χωριού έναν Τούρκο για παραδειγματισμό, για να δουλέψουν οι άλλοι… Και δεν το πέτυχε. Πήγα στο κτήμα μας και είδα πόσο ήταν το χορταράκι.”
Μνημεία-Μουσεία
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου3 αναφέρει .”Όλα τα χρόνια αγωνιζόμουνα στα κοινά, ώστε να μην χαθεί ο Μικρασιατικός Ελληνισμός και προσπαθούσα να γίνει ένα μνημείο, το οποίο κατάφερα να το κάνω το 1992 με τον Δήμαρχο μας, τον κύριο Γρετζελιά.
Σ΄όλους τους προηγούμενους δημάρχους πήγαινα και τους έλεγα, “ελάτε να κάνουμε ένα Μουσείο, ένα Μνημείο. Εγώ, εγώ θα τα μαζέψω τα λεφτά, εγώ θα κάνω τους εράνους. Θέλω όμως την σφραγίδα του Δήμου, θέλω να κάνετε μια Ερανική Επιτροπή κι από εκεί κι έπειτα ας μην δουλέψει κανείς, μόνη μου”… Αυτοί μου έλεγαν “ωχ κάτι πράγματα που σκέφτεσαι τώρα, τα παλιά”.
Πήγα λοιπόν κοντά στο Δήμαρχο και του λέω “μπορώ να σας βοηθήσω”. Τέλος πάντων, υπήρχαν κι άνθρωποι που γέλασαν με την τρέλα μου. Όμως αυτός που ήταν έξυπνος άνθρωπος με κατάλαβε και μου λέει “έλα κοντά μου γιαγιά”. Και κάναμε αυτό το μεγάλο Μνημείο. Τρία δικαστήρια κάναμε για να γίνει αυτό που βλέπεις. Τρία δικαστήρια, αλλά εμείς εκεί,… Πηγαίναμε στη Μερκούρη… η γιαγιά, πηγαίναμε στον Μικρούτσικο… η γιαγιά, παντού τροχάδην να προσπαθήσουμε… Μέχρι σήμερα αυτό είναι στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αυτό το Μνημείο που βλέπετε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Τι ήταν εκεί; Ένα χωράφι ήταν. Μεταξύ των άλλων που έκαναν τις μηνύσεις ήταν και οι γείτονες, γιατί τους ενοχλούσε αυτό που είδατε σήμερα… για φανταστείτε!
Λέω επίσης στον δήμαρχο “εγώ θέλω να κάνω κι ένα Μουσείο”. “Γιαγιά μου λέει, έχεις μεγάλη λαχτάρα για τη Μικρά Ασία όμως έχουν περάσει, από το ’22 μέχρι το ’92 τόσα χρόνια, ποιος έχει Μικρασιάτικα για να σου δώσει;”. Του λέω “εγώ θα βρω. θέλω όμως από σένα κάτι”. “Τι θες από μένα; Από μένα ό,τι θες θα το έχεις”. “θέλω την σφραγίδα του Δήμου και μια Ερανική Επιτροπή για να γίνει έγκυρο, γιατί δεν μπορώ να ζητώ αντικείμενα χωρίς επισημότητα”. “Το έχεις” μου λέει. Έχω μέχρι τώρα 880 τεμάχια, παίρνω ακόμα και τώρα. Προηγουμένως σας είπα ότι πήρα μια φωτογραφία και την Κυριακή θα πάρω και μια ασημένια εικόνα, θα πάω σε ένα σπίτι… Τώρα πια δεν πηγαίνω. Όλη την Ελλάδα την γύρισα με το πενιχρό μου βαλάντιο. Δεν θέλησα να μου δώσουν… “Βρε γιαγιά”, μου λέγανε, “πας στη Σάμο, πας στην Κρήτη, πας στη Πελοπόννησο, πας… πας…”, γιατί όπου ήταν συνοικισμοί πήγαινα. “Πού τα βρίσκεις τα λεφτά; Έλα να πάρεις απ’ τα έξοδα, μην φοβάσαι δεν θα δώσουμε από την τσέπη μας…”. “Όχι”, έλεγα, “αυτό θέλω να το κάνω μόνη μου, όσο μπορώ. Όταν δεν μπορέσω θα σας ζητήσω”. Κι όμως μέχρι τώρα από το σόι μου κανένας μα κανένας δεν μου έδωσε ένα φράγκο, μόνη μου τα κατάφερα. Ο κόσμος με αγάπησε, γιατί εγώ, μόλις το άρχισα, έπιασα τα ενημερωτικά μέσα, τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις και έλεγα ότι κάνω αυτό. Έδειχνα αυτό που είχα πάρει. Ζητούσα τηλέφωνα από όποιον μπορούσε να μου δώσει κάτι.
Οι εξώστες του Βασιλικού θεάτρου της Αθήνας. Κάθε θεωρείο φιλοξενούσε και μια οικογένεια.
“Όποιος θέλει θα έρθω να το πάρω”. Τώρα ετοιμάζεται το Μουσείο, δουλεύουνε μέσα, σε ένα μεγάλο κτίριο όπου εκεί ήταν πρόσκοποι, ήταν νηπιαγωγείο, ήταν το Υδραγωγείο της Φιλαδέλφειας και μετά το πήρε ο Δήμος κι αυτό τώρα γίνεται το Παγκόσμιο Ίδρυμα του Ελληνισμού της Διασποράς “Ανδρέας Παπανδρέου”. Πέρυσι ήρθε ο Πατριάρχης και το εγκαινίασε και με γύρεψε, είπε ότι θέλει τη Φιλιώ και μου έδωσε ένα χρυσό σταυρό. “Είσαι η πρώτη Ελληνίδα”, μου λέει, “η πρώτη Μικρασιάτισσα μ’ αυτά που έχεις κάνει”. Τα παρακολουθούσε από τις τηλεοράσεις κ.λπ. Εκεί μέσα τώρα θα μπει το Μουσείο και θα γίνουν και αίθουσες που θα είναι για παγκόσμια συνέδρια και τέτοια παρόμοια και θα γίνει ένα πολύ ωραίο έργο. Τον Σεπτέμβριο θα είναι έτοιμο.
Η Φιλιώ Χαϊδεμένου μας είπε: “Εγώ, νομίζω, και το πιστεύω ακράδαντα από τον τρόπο που μου φέρεται ο κόσμος, ότι πρόσφερα κάτι, που ίσως να γίνει κάποιο μάθημα, έστω και μικρό, μελλοντικά: Όταν υπάρχουν άνθρωποι που δεν τα ξεχνούν και με τον τρόπο τους τα διδάσκουν, υπάρχουν ταυτόχρονα και άλλοι άνθρωποι που τα αντιλαμβάνονται και τα κρατούν, και σκεπτόμενοι αυτά τα παρελθόντα και τα αποτελέσματά τους, προσπαθούν να τα αποφύγουν και μερικοί το καταφέρνουν. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι ένα τόσο δα μικρό, μικρούλι λιθαράκι έριξα κι εγώ απάνω σε αυτήν την περίπτωση”
Κι εμεις, της απαντάμε: “ Η νέα γενιά θεωρεί την ιστορική μνήμη χρέος και ευθύνη.”
Η προσπάθεια αυτή είναι ένα “ευχαριστώ” στη κ. Φιλιώ Χαϊδεμένου και σε ολους όσοι πολέμησαν και πολεμούν για να κρατήσουν την μνήμη της “Ελληνικής”
Μικράς Ασίας ζωντανή…
Τους υποσχόμαστε: δεν λησμονούμε!
Πηγές
1. “Ματωμένα χώματα” της Διδώς Σωτηρίου
2. “Του χωριού μας” του Περικλή Παπαχατζιδάκη , Αθήνα 1958, (Ένωση των απανταχού εκ Κάτω Παναγιάς Μ. Ασίας.)
3. Συνέντευξη που πήραν οι μαθητές από την Φιλιώ Χαϊδεμένου.
(Γεννήθηκε το 1899 στα Βουρλά Μ.Ασίας. Ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1922 με το μεγάλο κύμα της προσφυγιάς. Εδώ και αρκετά χρόνια ζει στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ακούραστη εργάτρια του μικρασιατικού ελληνισμού συνέβαλε και συμβάλλει στη διατήρηση της μικρασιατικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Διετέλεσε ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος του Συνδέσμου Μικρασιατών του Δήμου της Ν. Φιλαδέλφειας και πρωτοστάτησε στην ανέγερση του Μνημείου των Μικρασιατών στον ίδιο δήμο. Οραματίστηκε την ίδρυση μικρασιατικού μουσείου και εργάστηκε επίπονα – αλλά και εργάζεται – γι’ αυτό, ένα μουσείο που τελικά θα λειτουργήσει μέσα στο 2002. Έχει τιμηθεί με 38 βραβεία συνολικά από δήμους, συλλόγους, σχολεία, πανεπιστήμια με πιο χαρακτηριστικά απ’ αυτά της Ακαδημίας Αθηνών, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, των Πολιτών του Κόσμου και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως).
Η κ. Φιλιώ μας καλοδέχτηκε.
-Θέλαμε να μιλήσουμε μαζί σας, γιατί πιστεύουμε ότι θα είναι μια από τις πιο ωραίες εμπειρίες που μπορούμε να έχουμε.
-“Με πολύ μεγάλη μου ευχαρίστηση και με πολύ χαρά και σας εύχομαι να είστε καλά, σας δίνω την ευχή μου να προχωρήσετε στα σχολεία σας, να αγαπάτε τα σχολεία, τα γράμματα, να εκτιμάτε τους άλλους ανθρώπους, να κοιτάξετε να δημιουργήσετε και να δημιουργηθείτε και τα κοινά να μην τα αφήσετε ποτέ.” μας είπε και οι ευχές της θα μας συντροφεύουν πάντα.
4. Αφηγήσεις του Πικριδά Αντώνη στα παιδιά του (Πρόσφυγας από τη Μ. Ασία και Μέλος του συλλόγου ΚατωΠαναγιωτών)
5. “Σμύρνη, Η πόλη της Σμύρνης πριν από την καταστροφή” (Εκδ. Νέα Σύνορα)
6. “Δελτίον Κάτω Παναγιάς,” Τόμος Α΄, από 1956-1965.
7. “The National Geografic Magazine”, συλλεκτικό τεύχος, Νοέμβριος 1925