Διαρκώς ασχολούμενος με τή γη, πού άπό χέρσα και άγονη τη μετέβαλε σέ πλουσιοπάροχη καί χαρωπή άμπελοφυτεία, πήρε ό Βουρλιώτης και στό χαρακτήρα και στη συμπεριφορά του γενικά, κάτι άπό την τραχύτητα και τή σκληραδα τής γής αυτής· στην ιδιαν όμως αιτία χρεωστούσε καί μια χαρούμενη,μιαν αισιόδοξη ψυχική διάθεση που εφτανε κατά τις περιστάσεις ώς τόν απόλυτον ένθουσιασμό. ‘Ιλαρή, όλη γαλήνη καί γεμάτη υποσχέσεις, ανοιγόταν ολόγυρα απο την πολιτεία, ή θέα τών κάμπων καί τών βουνών, σέ μιαν αρμονική εναλλαγή τών τόνων τού πρασίνου άπό τό Μάρτη ώς τό Νοέμβριο.
Μέ συνεχές καί πυκνό τό παλαιοελλαδίτικο μπόλιασμα — μωραίτικο καί νησιωτικό προ πάντων — στην άρχική μικρή καί άξεδιάλιτη φύτρα τών παλαιών βυζαντινών ‘Ελλήνων του 13ου ή 14ου αιώνα, κράτησε ό Βσυρλιώτης σ’ ενα ωφέλιμο καί ιδιότροπο κράμμα, μαζύ μέ τή φιλόδοξη τάση, τό αίσθημα τής τιμής καί τής άξιοπρέπειας καί τόν πόθο τής επιβολής του Μανιάτη καί του Τριπολιτσιωτη, άπό τό ένα μέρος καί την ευλύγιστη πονηριά άπό τό άλλο καί την έπίμονη εργατικότητα καί την άντοχή στους κόπους καί στις στερήσεις του Κυκλαδίτη(ιδιαίτερα Ναξιώτη),νεώτερου προγόνου του.
Οί παλιοί προύχοντες καί κοτζαμπάσηδες τών Βουρλών, άπό τά ίχνη μάλιστα που ανακαλύπτομε κατά τά μέσα του 18ου ώς τις άρχές του 19ου αιώνα,ήσαν γενικώς Μωραΐτες και ντόπιοι Ερυθραιώτες. Σ ’ αυτούς πρέπει νά αποδοθή τό άρχικό νοικοκύρεμμα, ή ίδρυση καί ή όργάνωση του πρώτου σχολείου, τό χτίσιμο τών παλαιοτέρων εκκλησιών καί πρό πάντων ή φρόνιμη, άλλα καί άνδρική διεξαγωγή τών άγώνων, τών αιματηρών συχνά, γιά τή σωτηρία τής ελληνικής εκείνης γωνιάς,όταν μανιασμένα καί φανατισμένα περνούσαν τά στίφη τών άτάκτων μέ τά μπαργιάκια τους κατά τό 1821.
Ο Κυκλαδίτης καί πιο συγκεκριμένα ό Ναξιώτης ήλθε μέ μοναδικό εφόδιο, τό άλύγιστο πραγματικά κουράγιο στή ψυχή, γιά μιάν καινούργια τύχη στη θρυλική, όπως ίσως νά του την είχαν παραστήση, χώρα. Πήγε απλός εργάτης στα τουρκοχώρια καί στ’ άλλα κτήματα τών τούρκων άγάδων γύρω στή πολιτεία. “Ετσι ξεκίνησε καί σιγά – σιγά, άλλά μέ σύστημα καί έπιμονή, πότε παίρνοντας «μισάρικα» τά χωράφια τών άγάδων καί πότε άγοράζοντάς τα μέ τις οικονομίες τής λιτής, άλλα και οργανωμένης ζωής του μέσα στους « ό ν τ ά δ ε ς» κι’ άλλοτε εκχερσώνοντας, σκλημά δουλεύοντας ό ίδιος, κτήματα του τουρκικού δημοσίου
εδημιούργησε αμπέλια, απόκτησε ελιόδενδρα, έχτισε σπίτια καί κουλάδες. Γίνηκε νοικοκύρης και νοικοκύρηδες γίνηκαν καί τά παιδιά του, όσα προ πάντων κληρονομήσανε μαζύ μέ τήν υλική του περιουσία καί τήν εργατικότητά του καί τό πνεύμα τής οικονομίας καί τής λιτότητας.
Ή λαχτάρα του Βουρλιώτη νά ξεχωρίζη πάντα και μέσα στόν τόπο του καί εξω, ενα ισχυρότατο ένστικτο έπιβολής, γεμίζει τή ζωή του καί πριν έκεϊ καί κατόπιν εδώ. Θέλει καί επιδιώκει νά εχη σάν άτομο αν όχι τό μεγαλείτερο,πάντως τό καλλίτερο, τό πιό φημισμένο αμπέλι στήν περιοχή του, τό πιό νοικοκυρεμμένο σπίτι στή γειτονιά του. Ή αμιλλα αυτή, εφτανε δυστυχώς καμμιά φορά ώς τήν υπερβολή, τήν κακία, τό φθόνο, τή «ζουλοφτόνια». Ανεπτυγμένο μάλιστα καί σέ τέτοιο βαθμό τό ένστικτο τής έπιβολής καί ή τάση τής διακρίσεως του μείωνε ακόμα τό αίσθημα τής συνεργασίας καί τόν ζημίωνε συχνά.
Χτίζει, ώς σύνολο, καί οργανώνει ένα άπό τά διασημότερα καί επιβλητικότερα σχολειά τής ’Ανατολής. Κατορθώνει ν’ άποκτήση μέσα στόν Ελληνισμόν τής ’Ανατολής τή φήμη το«παλληκαριού».
Καί τή φήμη αυτή τήν επικυρώνει μέ τήν επίμονη, αλλά καί άπειρες φορές αιματηρή του. αντίδραση κατά τά χρόνια τής σκλαβιάς του, μέ τήν ήρωϊκή γενικά διαγωγή του πλήθους τών έθελοντών καί στρατιωτών βουρλιωτών στους πολέμους τοΰ 1912— 1913, στήν Μακεδονική Εθνική Άμυνα, στή Μικρασιατική ’Εκστρατεία.
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν για την παλικαριά τους. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει: «…Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο… Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι-γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης.. ….
Στά ειρηνικά έργα, μετά τήν Καταστροφή, στό Ηράκλειο Κρήτης ο Βουρλιώτης, πρόσφυγας, άναπλάσσει κυριολεκτικά τήν άμπελοκαλλιέργεια καί τό έξαγωγικό εμπόριο τής σταφίδας. Γύρω άπό τό Βαρβάκειο, στήν Κεντρική Αγορά, στήν ’Αθήνα, οί Βουρλιώτες παίρνουν στά χέρια των τό μεγαλείτερο μέρος του χονδρικού έμπορίου τροφίμων και αποικιακών. Κατά τήν περίοδο τών αγώνων γιά τή διεκδίκηση τών λεγομένων προσφυγικών συμφερόντων, μέ τήν όργάνωσή του, τήν περιώνυμη, δίπλα στήν Π.Ο.Α.Δ.Α., «Παμβουρλιωτική Ένωσιν», ό Βουρλιώτης γίνεται πάλιν ό ριψοκίνδυνος πρωτοπόρος καί μ’ έναν τρόπο μάλιστα καί στήν περίπτωση εκείνην μέχρις υπερβολής έντονο. Καί εκτός τούτου όμως, σέ κάθε κίνηση, όποιασδήποτε φύσεως στους προσφυγικοΰς συνοικισμούς γύρω στήν ’Αθήνα καί στόν Πειραιά καί στό Ηράκλειο τής Κρήτης, ό Βουρλιώτης καί πάλιν στά πρώτα πόστα, ενας άπό τούς σημαντικότερους παράγοντες καί στά μεγάλα καί στά μικρά
Στά Βουρλά, τή Μεγάλη Παρασκευή τή νύχτα γινόταν μεταξύ διαφόρων ομάδων πλειοδοσία υπέρ τών εκκλησιών καί τών σκοπών των γιά τή τιμή νά σηκώσουν τόν ’Επιτάφιο κατά τήν περιφορά του·καί ας σημειωθή μάλιστα ότι,ένα σοβαρότατο κονδύλιο τών εκκλησιαστικών προϋπολογισμών στή μερίδα τών εσόδων, ήταν καί τό προϊόν άπό τις πλειοδοσίες αύτές τοΰ ’Επιταφίου καί τής Αναστασεως. Οί Βουρλιώτες τό έθιμο αυτό θελήσανε νά τό εφαρμόσουν και στις νεες πατρίδες τους. Οί άλλοι, οί σύνοικοί τους, όταν τό άκουσαν, στάθηκαν έκπληκτοι σ αυτο το περίεργο ή καί παράλογο ακόμα όπως τό θεωρήσανε έθιμο- στήν αρχή προσπαθήσανε νά άντιδράσουν μέ λόγια· στό τέλος όμως τραβηχτήκανε και τους έγκαταλείψανε χωρίς αντιπάλους στον αγώνα της ιερής πλειοδοσίας. ’Από τότε και γιά καιρό, οσο ιδίως βαστούσε ή πρώτη, ή παλαιότερη καί πιο άδιάλλαχτη γενιά των Βουρλιωτών,αυτοί σηκώνανε τόν ’Επιτάφιο τής ενορίας των.
’Αγάπησε όμως τη γή του προ πάντων ό Βουρλιώτης. Πάνω σ’ αυτή στηρίχτηκε καί πανω σ’ αυτή θεμελίωσε την επιβολή του. Δέν την άρνήθηκε ποτέ.
Δέ γύρεψε εξω στην ξενητειά καινούργια τύχη. Λίγοι Βουρλιώτες σημειώνονται άλλωστε μετανάστες στην ’Αμερική· κι’ αυτοί υστέρα από τό 1909,όταν μέ τή συνταγματική μεταπολίτευση στην Τουρκία άρχισε ή στρατολογία των Χριστιανών οι Βουρλιώτες από την πρώτην έφαριιογή της ακόμα, τήν αίσθάνθηκαν
έτσι πού γινόταν άπό τότε, σαν έξευτελισμό τής εθνικής τους τιμής καί τής ατομικής τους αξιοπρέπειας.
Στην προσφυγιά έζησε όσα χρόνια κι’ αν πέρασαν μέ τή λαχτάρα τού χαμένου κόσμου του· νοσταλγός τής γης του, πού τή ζύμωσε μέ τόν ίδρωτα καί μέ τό αίμα του ακόμα συχνά. Πέθαινε καί τό όνειρο τής παλιάς του ζωής, τό όνειρο του γυρισμού σάν νά τόν νανούριζε καί στον αιώνιον ύπνο του.
Βρήκε παρηγοριά καί ανακούφιση στά κλήματα τής Κρήτης· τά περιποιήθηκε σάν τή μάνα πού ρίχνει τήν αγάπη του χαμένου της παιδιού στό καινούργιο της, τό υιοθετημένο. Στην ’Αττική επίσης, όποιο κι’ αν είναι τό σημερινό τους έπάγγελμα, ενα μικρό άμπελάκι ξεκουράζει πολλών,άπό τούς παλαιότερου Βουρλιώτες, τή ψυχή. Ή δουλειά δέν ύπήρξεν ποτέ γιά τό Βουρλιώτη ή κατάρα τού προπατορικού αμαρτήματος. Τραγουδούσε κυριολεκτικά οταν κάτω άπό τόν καυτερόν ήλιο του θέρους, έσκαβε τό κύλισμά του κι’ ας τόν περιέλουε ό ίδρωτας. ’Ονειρευότανε κι’ όλας μέ κρυφό καμάρι τό καινούριο του αμπέλι, πυκνό καί θαλερό- καί καθώς αναποδογύριζε καί σώριαζε πίσω του τά τεζέκια(τά βαριά κομμάτια σκαμμένου χώματος)προεξοφλούσε τήν ευφρόσυνη ικανοποίηση πού θα΄νιωθε, όταν υστέρα από δυό – τρία χρόνια θα’χε τό πρώτο μαξούλι του.
Σωστό πανηγύρι, νυχτοήμερο, συναρπαστικά ενθουσιαστικό, μέσα στ’ αμπέλια καί στά «σεριά», στους βουρλιώτικους κάμπους, γινότανε τό απλωμα καί τό μάτζεμμα τής σταφίδας τόν Αύγουστο.
Αυστηρός στά ήθη, φερνόταν κάπως πρωτόγονα μάλιστα ή οπωσδήποτε ρομαντικά στις περιπτώσεις τών σχέσεων τών δύο φύλων. Καί τό οτι πέρασε μονάχα ενα παλληκάρι άπό μιά γειτονιά μερικές φορές καί έδωσε τήν έντύπωση, πώς πρόσεξε μέ κάποιο ενδιαφέρον μιά κοπέλλα,δημιουργούσε τήν υποχρέωση, μ’ όλες τις βαριές συνέπειες αν τήν άθετοΰσε, νά αποκαταστήση μέ τό γάμο τήν τιμή τής κοπέλλας αυτής· τό πίστευε πώς κι’ ετσι μπορούσε νά τήν είχεν προσβάλη. “Εφτανε κατά κανόνα σχεδόν αγνός στό γάμο, τό ίδιο,όπως καί ή γυναίκα του. Σέ μιά πόλη 30 –35.000 κατοίκων δέ γίνηκαν ποτέ ανεκτές
γυναίκες έλευθεριάζουσες,ουτε λειτούργησαν «καφέ σαντάν» ή άλλα ανάλογα κέντρα ύποπτης γυναικείας συμπεριφοράς.
Στοργικός, φιλότιμος, ευαίσθητος στό χρέος του απέναντι όχι μονάχα τής ιδιαίτερης, τής ατομικής του οικογένειας, αλλά απέναντι καί τής οικογένειας τής πατρικής του- θαπρεπε πρώτα νά προίκιση καί νά άποκαταστήση τις ανύπαντρες άδελφές του καί κατόπιν νά άποφασίση νά παντρευτή ό ίδιος· πολλοί άπ’ αύτήν τήν αιτία μείναμε στό τέλος λεύτεροι, άνύπαντροι.
Ή ρ α γ κ ι ώ ν α, τό πατροπαράδοτο ελληνικό φιλότιμο κι’ όπως χαρακτηριστικά τό άποκαλούσαν εκεί, ξεσπούσε οχι σπάνια σέ ρήξεις και διενέξεις καί άπό άσήμαντες ακόμα άφορμές, τέτοιες όμως πού στήν άντίληψή του καί στήν εύερέθιστη ψυχοσύνθεσή του, πείραζαν τήν τιμή του- καί καταλήγανε συχνότατα σέ οδυνηρά καί τραγικά αποτελέσματα.
Φιλελεύθερος, τέλος καί αυθόρμητος, ό Βουρλιώτης, ντόμπρος,τίμιος,στις σχέσεις του, κράτησε πάντοτε υψηλό τό φρόνημά του καί διατήρησε αμείωτο τό συναίσθημα τής ατομικής του αξιοπρέπειας, σέ κάθε περίσταση απέναντι τών ομοεθνών του τοπικών αρχόντων τών «φ α τ ό ρ ω ν» καί τών κοτζαμπάσηδων.
Απέναντι του αλλόφυλου κατακτητή έδειξε τήν έντονώτερη δυνατή αντίδραση. Ή εθνική «βεντέττα» ύπήοξε μιά παλιά παράδοση στά Βουρλά.
Πράξη. όποιαδήποτε ενέργεια, που νόμιζε πώς θίγει τήν εθνική του τιμή, δέν τήν ανέχονταν χωρίς διαμαρτυρία καί διαμαρτυρία πολλές φορές εξαιρετικά επικίνδυνη.
Κάποτε καί πιό συγκεκριμένα στήν περίοδο τήν πριν τό 1910 ειχεν άπαγορευθή τό έθιμο τών πασχαλινών πυροβολισμών τών Χριστιανών. Ο τότε Καϊμακάμης,Τούρκος διοικητής,άπεφάσισε μέ πείσμα νά έπιδιώξη οπωσδήποτε τήν έκτέλεση αυτής τής διαταγής. Πλήθος λοιπόν «τζανταρμάδων» μέ επί κεφαλής τόν ίδιον τόν Καϊμακάμη,ήλθαν έκείνο τό πρωί τής Λαμπρής καί κυκλώσανε τήν έκκλησία τής Παναγίας λίγο πριν άρχίση ή Δεύτερη ’Ανάσταση. Τό πράγμα μαθεύτηκε. Οί Βουρλιώτες πεισμώσανε κι’ αυτοί καί απτόητοι κατεβήκανε άπό τούς Δέκα – Μύλους καί τό Σειρά – Μαχαλά σέ πυκνές ομάδες, οπλισμένοι όλοι τους, ενας – δυό μπροστά κρατούσανε καί τρομπόνια.
Καί όταν φτάσανε στήν Άπάνου – Λότζα έκκωφαντικές ομοβροντίες τουφεκιών καί τρομπονιών,μέ ανάλογη ανταπόκριση σ’ άλλα σημεία τής πόλεως,δονήσανε κυριολεκτικά τά πάντα. ‘Ο Καϊμακάμης μπροστά στόν κίνδυνο τώρα νά ξεσπάση εκτεταμένη άναταραχή μέ άγνωστες συνέπειες, άν έπέμενε στήν έκτέλεση τής διαταγής του, αναγκάστηκε νά υποχωρήση.Οι πασχαλινοί πυροβολισμοί, πυροβολισμοί πραγματικοί άπό λογιών – λογιών τουφέκια καί πιστόλια, καί οχι βαρελότα, σ τ ρ ά κ ε ς καί τρακατρούκες, πανηγυρικοί τής μεγάλης χριστιανικής γιορτής, αλλά κι’ ενα ξέσπασμα επί πλέον τού εσωτερικού άναβρασμού τής εθνικής ψυχής τών Βουρλιωτών,ουδέποτε είχαν παύση ώς τά τελευταία κρίσιμα χρόνια.
Αύτή ή ίδια άποφασιστικότητα τών Βουρλιωτών νά άγωνιστούνε,άδίστακτοί καί άδιαφορώντας γιά κάθε θυσία, παρά νά έγκαταλείψουν τήν πατρίδα τους, έσωσε τά Βουρλά κατά τους διωγμούς του 1914.
‘Ο Βουρλιώτης άποτελούσε πραγματικά εναν ξεχωριστό τύπο μικρασιάτη Έλληνα καί σάν κοινωνικό στοιχείο καί σάν ατομική ιδιοσυγκρασία.
(Ο χαρακτηρισμός είναι από τον Β΄τόμο,τα ”ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ”,του Ν.Μηλιώρη.)