Το Δωδεκάμερο περιέχει τρεις από τις κορυφαίες γιορτές της Χριστιανοσύνης: τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Ορόσημα της κοινωνικής ζωής, οι μέρες αυτές είναι γεμάτες δοξασίες, συμβολισμούς, παραδόσεις, έθιμα και συνήθειες αιώνων ή και χιλιετιών ακόμη, που οι απαρχές τους χάνονται μέσα στη βαθειά αρχαιότητα.
Οι συνεχόμενες γιορτές – σε συνδυασμό με τη βαρυχειμωνιά που συνήθως επικρατεί – επιτρέπουν τη διακοπή εργασιών και χαρακτηρίζονται από έντονη κοινωνική επικοινωνία. Τονώνουν το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα, με τις πολλές τελετές που γίνονται στην εκκλησιά ή στο σπίτι. Στις 24 του Δεκέβρη σταματά ο ρυθμός της κανονικής ζωής και ξαναρχίζει στις 7 του Γεναριού. Οι άνθρωποι παραδίνονται σε κάθε είδους εκεχειρία, στη γαλήνη του σπιτιού, στις επισκέψεις, στη θρησκευτική λατρεία. Νιώθουν τη χαρά της συγκέντρωσης της οικογένειας, την αρχοντιά των γιορτών, τη ζεστασιά, την αγάπη και τη θαλπωρή.
Ο ελληνικός λαός παλιότερα τηρούσε πληθώρα εθίμων και τελετών, που ήταν εντελώς έξω από τις σημερινές ευρωπαϊκές κι αμερικάνικες επιρροές, τις ξένες μιμήσεις και την εμπορική διαφήμιση ή προβολή. Σήμερα όλα αυτά έχουν σαρώσει καθετί το ελληνικό και μας γέμισαν με ξενόφερτες συνήθειες, συχνά ακατανόητες και σαχλές, με μόνο στόχο την κατανάλωση.
Οι πυκνοί ελληνικοί πληθυσμοί των 60 πόλεων, χωριών και οικισμών της Ερυθραίας (περιφέρειες του Τσεσμέ, των Καράμπουρνων, των Βουρλών και του Σιβρισαριού, με περίπου 80.000 Έλληνες κατοίκους το 1921) γιόρταζαν τσι Μεάλες Σκόλες γενικά όπως και οι άλλοι Έλληνες. Υπήρχαν όμως και πολλά αντέτια (έθιμα) που έδιναν το τοπικό χρώμα στις γιορτές του Δωδεκάμερου και πρόσθεταν μια ιδιαιτερότητα, την ερυθραιώτικη, που ίσως δεν συναντάμε σε άλλα ελληνικά μέρη. Βασικό ρόλο στα Δωδεκάμερα κατέχει το παιδιολάσι (παιδομάνι), που η συμμετοχή του είναι μεγάλη και καθοριστική σε πολλά έθιμα και δοξασίες (κάλαντρα, στρενιάσματα, καρκάντζαροι, ποδαρικά κλπ.).
Δυστυχώς πολλά από τ’ αντέτια αυτά χάθηκαν και χάνονται με ταχύτατο ρυθμό, αφού οι φυσικοί φορείς τους, δηλαδή όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ερυθραία της Ιωνίας, πέθαναν και πήραν για πάντα μαζί τους τις παλιές μικρασιάτικες συνήθειες. Αλλά και η πρώτη γενιά των προσφύγων, που τηρούσε ευλαβικά τα πατροπαράδοτα χωρίς ξένες προσμίξεις, εκλείπει σταδιακά. Σήμερα οι απόγονοι των προσφύγων ελάχιστα τηρούν από τα ερυθραιώτικα χρουστουεννιάτικα κι αηβασιλειάτικα έθιμα και γνωρίζουν ακόμη λιγότερα από τα προγονικά μας αντέτια. «Άλλοι καιροί, άλλα ήθη» κι ο ελληνικός κόσμος είναι χαμένος πια μέσα στην παγκοσμιοποίηση.
Στα γλωσσικά ιδιώματα των Ερυθραιωτών ο Δεκέβρης ή Δικέβρης λέγεται επίσης Χρουστουεννάρης, Χρουστουεννάς και Χριστουγεννάς, ενώ οι γιορτές καλούνται γενικώς Καλές Μέρες, Μεάλες Σκολάδες ή Μεάλες Γορτάδες και θεωρούνται μέρες πίσηνες (επίσημες).
Στα ερυθραιώτικα Δωδεκάμερα συνταιριάζονται έθιμα ειδωλολατρικά (παγανιστικά) και χριστιανικά, που συμβιώνουν αρμονικά μέσα στους αιώνες. Έθιμα πανάρχαια (όπως π.χ. το σπάσιμο του ρουδιού, τα κάλαντρα, τα στερνιάσματα κι οι μπολιστρίνες των παιδιών, τα γλυκά που αφήνουν στις πηγές, τα συμβολικά φυτά) συνδυάζονται με δημοφιλέστατες αιωνόβιες βυζαντινές συνήθειες (όπως π.χ. το σφράγισμα γλυκών και ψωμιών με δικέφαλους αϊτούς, τα χάρτινα ομοιώματα ναών, τα χαιρέτια κι οι βίζιτες, η ωραία εκκλησιαστική παράδοση με τους εξαίσιους ύμνους, οι κλάδοι ελαίας). Οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, με τα πολλά φαγητά και τις τελετές εστίας, είναι επίσης παράδοση πολλών αιώνων. Ελάχιστες ή ανύπαρκτες ήταν οι νεότερες επιρροές από την Ευρώπη, αν αναλογιστούμε ότι μόλις το 1917 στα Βουρλά (τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των μικρασιατικών παραλίων, μετά τη Σμύρνη, με 35.000 κατοίκους), σε ένα και μόνο σπίτι, της μεγαλοαστής Στέλλας Κωνσταντινίδου, στόλισαν χριστουγεννιάτικο δέντρο!
Τα χαζιρέματα (προετοιμασίες) για τις γιορτές ξεκινούν από την επομένη του Άη-Φιλίππου (15 Νοε.), με πνευματικοσωματική προπαρασκευή, τη νηστεία του σαραντάμερου, που δεν είναι τόσο αυστηρή, όσο η πασχαλινή Σαρακοστή, αφού διακόπτεται συχνά από ψαροφαγία στα Εισόδια της Παναγίας (21 Νοε.) και σε γιορτές σπουδαίων αγίων (Αικατερίνης, Ανδρέα, Νικολάου κ.ά).
Μέρες πριχού τα Χρουστούεννα, τα σπίτια ηβουλούσαν από τη λάτρα κι από τσι πολλές δουλειές. Ηγενούτανε μεγάλο πατιρντί με την πάστρα: γαλαχτίσματα (ασπρίσματα), μπουγάδες, κολλαρίσματα εργοχείρων, τριψίματα στα μπακιρικά (χάλκινα σκεύη), φροκαλίσματα, συγυρίσματα και διαρμίσματα (τακτοποιήσεις). Οι δουλειές ήτανε στην άψα ντως (στην κορύφωσή τους) και δεν εμπιτίζανε (τελείωναν) ποτές. Τρίβονται τα ξυλένια πατώματα με το κουρασάνι (κοπανισμένο κεραμίδι) και πλένονται με πράσινο σαπούνι. Περνούσαν τα χαρκώματα με αχιλιά (στάχτη) και λεμόνι, να γυαλίσουν. Ασημικά λοής λοής, ντεντζερέδια και χαρανιά (κατσαρόλες), σαχάνια (βαθιοί δίσκοι σερβιρίσματος με καπάκι), νταβάδες και σινιά (ταψιά), μανγκάλια, σαμουντάνια (κηροπήγια), νύχλοι (λύχνοι) και θυμιατά ήπρεπε να γυαλοκοπούνε σαν κατρέφτης.
Οξόν (εκτός) αφ’ το σπίτι, ηπαστρεύγανε ντάμια (αποθήκες), κουμάσια (κοτέτσια) και χαρούμια (αυλές). Ούλα ήπρεπε να ’ναι παστρικά και καθετί στο σπίτι νά ‘ρκει στο καράρι του (να γίνει όπως πρέπει). Μα ο χρόνος δεν επαρκεί, γιατί «του σαραντάμερου η μέρα, καλημέρα-καλησπέρα!» (είναι πολύ σύντομη). Βαντές (περιθώριο) για αραλίκι (απραξία) και γι’ αλικούντιση (καθυστέρηση) δεν υπήρχε. Το γυναικοθέμι (γυναικομάνι) είχενε ανεσκουμπώματα με τσι δουλειές και τα τζυμώματα. Νοικοκιουράδες, παρακόρες και δούλες ανεμπουγκώνουνταν (προετοιμάζονταν) κι ήντουστε στσι φούριες τως. Δεν ηγλυτώνανε (προλάβαιναν) ν’ απορηχάνουν (ξεκουραστούν) μήτε να ριποζάρουνε (αναπαυθούν) ούτε στο μινούτο. Άσε πια τσι τιτίζες (σχολαστικές) γυναίκες, που τσ’ ήπιανε ατσέσο (έξαψη) να τα γλυτώσουνε ούλα! Ηβρουλίζουνταν (στριφογύριζαν) μ’ αβαρεσά αφ’ το λιόβγαρμα (αυγή) κι απέ αφ’ την αποκάμωση (κούραση) κοψομεσιάζουνταν, ηντουσντίζανε (ισοπεδώνονταν), ηγενούντανε δυο κάτια (κομμάτια), για να παστρέψουν και να σιλντίσουν (καθαρίσουν) τα πάντα, να διαρμίσουν (ετοιμάσουν) μπίνμπατι (ολότελα) το σπίτι.
Τα τσαρσιά (αγορές) είχαν κι αυτά φούριες πολλές, για να γιομίσει η αγορά με ούλα τα καλά και να μη λείψει ιτς τίποτας (τίποτε απολύτως) κανενούς, χρονιάρες μέρες.
Το σπίτι ηστολιζούτανε μ’ ούλα του τα πρεπούμενα, μπακίρια, φαντά, σερβίτσα, κάντρα και πολιτρέδες (φωτογραφίες), πανά (πανό, κεντητούς πίνακες), εργόχερα, κι ηγενούτανε αρματωμένο του θαμασμάτου! Στρώνονται χαλιά και σιτζαντέδες (μικρά πολυτελή χαλιά) στις καλές κάμερες και τσούλια ή κουρελούδες στους χώρους τση λάτρας. Έτσι, μαζί με τη ζέστη του τζακιού, το σπίτι γένεται κουκούμι (αποκτά θαλπωρή).
Στο Ρεΐσντερε στόλιζαν τα σπίτια με κλωνάρια ελιάς, απ’ όπου κρέμονταν καρύδια, φουντούκια και μύγδαλα, ενώ στην Αγιά Παρασκευή (Κιόστε) του Τσεσμέ διακοσμούσαν σπίτια και μαγαζιά με πρασινάδες (μερσινιές, κουμαριές, ζανταλιές, δάφνες, σκίνα κι ελιές). Σμυρτιές, σκίνα και κουμαριές στόλιζαν επίσης ούλες τσι πουλουδιέρες (ανθοδοχεία) των Ερυθραιωτών. Η πρασινάδα, ιδίως η άγρια, του βουνού, συμβολίζει την υγεία, τη θαλερότητα, την ευεξία και τη δύναμη.
Τις παραμονές οι πιότερες δουλειές ήτονε μπιτισμένες. Ο Ρωμιόκοσμος της Ερυθραίας ήταν πια έτοιμος για τη μεγάλη γιορτή. Τα μέλη της φαμελιάς λούζονταν, άλλαζαν κι έκαναν μετάνοιες μεταξύ τους, για να συχωρέσει ο ένας τον άλλον και να κοινωνήσουν. Κανείς δεν ήπρεπε να μείνει αματάλαβος. Το πρωί της παραμονής, οι Αλατσατιανοί κι οι Βουρλιώτες έστελναν ως πεσκέσι λίγα γλυκά, κρασί και χριστόψωμα σε δασκάλους, συγγενείς και φίλους. Τα ‘ποδοσίδια (ανταπόδοση) ήταν πάντα πωρικά (φρούτα) και φρούτα (ξηροί καρποί). Τα χωριά με ξενιτεμένους και ναυτικούς, όπως το Κιόστε, ο Τσεσμές, το Γενίλιμάνι κ.ά, είχαν μεγάλα ξεφαντώματα το Δωδεκάμερο, επειδής όλοι οι ταξιδιάρηδοι ερκούντασι στο χωριό. Τότες εματζεύουντο ούλο το δικολόι (συγγενολόι).
Η ξενόφερτη συνήθεια της ανταλλαγής δώρων τα Χριστούγεννα δεν υπήρχε. Στη Δυτική Ερυθραία, μόνον οι γονείς και οι στενοί συγγενείς έδιναν στα παιδιά της οικογένειας τα χρουστουεννιάτικα, ένα μπαξίσι ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητές τους.
Τα χριστόψωμα
Οι νοικοκυρές σε όλη την Ερυθραία ετοίμαζαν χριστόψωμα με πολλά χάρτζα (υλικά), στολισμένα με ξηρούς καρπούς.
Το χριστόψωμο είναι η ευλογημένη βασική τροφή της οικογένειας, ένα ειδικά ζυμωμένο ιερό ψωμί, όπως ο άρτος στους αρχαίους Έλληνες. Το τζύμωμα γίνεται τις παραμονές με εξαιρετικά και πλούσια υλικά, ασυνήθιστα τον άλλο καιρό στην παρασκευή των καθημερινών ψωμιών. Ο στολισμός είναι καλλιτεχνικός, ξεχωριστός, υστερεί μόνο από τα γαμήλια ψωμιά σε πλούτο σχεδίων.
Τα υλικά για το ειδικό αυτό ψωμί διαφέρουν ελαφρώς από τόπο σε τόπο. Στα Βουρλά είναι φτάζυμο, ζυμωμένο εφτά φορές, με μαγιά του ροβιθιού, αλεύρι, λάδι, ζάχαρη, κανέλα και μοσκοκάρυδο. Μόλις βγει απ’ το φούρνο, το μπουσκιουρντίζουν (ψεκάζουν) με ροδόνερο και το κουκκίζουν (πασπαλίζουν) με ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στα Αλάτσατα τα χριστόψωμα τα ζύμωναν με γλυκάνισο και μαστίχι και τα κούκκιζαν με μπόλικο σουσάμι, για να ‘ναι μπόλικα και χαϊρλούδικα τα μαξούλια (σοδειές). Οι Σιβρισαριανές έφτιαχναν πολλά χριστόψωμα με πλούσια χάρτζα, μικρά για τα παιδιά και μεγαλύτερα για τ’ απλοχερίσματα συγγενών, γειτόνων και φίλων.
Σε όλα τα μέρη βάζουν στη μέση του χριστόψωμου ένα μεγάλο ζυμαρένιο σταυρό και πέντε καρύδια ή μύγδαλα ολόκληρα καρφώνονται στις κεραίες του, ως συμβολική προσφορά καρπών. Άλλοι με εκκλησιαστικές σφραΐδες σφραγίζουν ή τα τέταρτα ή το κέντρο του σταυρού. Κεντούν τα χάρτζα (αυτοσχέδια ζυμαρένια πλουμιά) στην υπόλοιπη επιφάνεια με ψαλίδι, πιρούνι, καινούργιο διαλυστήρι (χτένα), ειδικό τσιμπιδάκι, αλλά και με του πριναριού τη δαχτυλήθρα (την κάψα του βελανιδιού). Αλλού (Μελί, Λεθρί) κάρφωναν στο κέντρο του σταυρού ελιάς κλωνάρι.
Ο κύρης (αφέντης) κάθε σπιτιού ευλογεί το χριστόψωμο, σταυρώνοντάς το τρεις φορές, όπως την αηβασιλιάτικη πίτα, και το κόβει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Στο Μελί των Καράμπουρνων έφτιαχναν τα κολλίκια, ένα είδος κουλουριών σε σχήμα σπείρας (λαβυρίνθου), στολισμένα με καρύδια, μύγδαλα και σουσάμι. Μικρά κολλίκια έδιναν στα παιδιά που συχνά τραγουδούσαν:
Βρέχει, βρέχει και χιονίτζει
κι η μανή μου κοσκινίτζει
και μου κάμει μια κολλίκα
σαν του πάππου τη σαρίκα.
(Μανή: γιαγιά, σαρίκα: αντρικό κεφαλόδεμα σαν σαρίκι, που δένεται κουλουριαστά στο κεφάλι).
Μια μεάλη κολλίκα λειτρηγιόταν στην εκκλησιά και τη φυλούσαν στα ‘κονίσματα, τρώγοντας μια μπουκιά κάθε πρωί. Γνωστή είναι, εξάλλου, και η φράση «ούτ’ αντίντερο δεν ήβαλα σήμερα στο στόμα μου» που πολλοί Ερυθραιώτες λένε ακόμη.
Τω Χριστουγέννω τα φαγιά
Τα βασικά χριστουγεννιάτικα φαγητά είναι κυρίως ο πετεινός κι η όρνιθα (γιομιστά και πιο συχνά σούπα) και πολύ λιγότερο το αρνίσιο ή βοδινό κρέας. Το ψήσιμο του διάνου (γαλοπούλας), ως ευρωπαϊκό έθιμο, ήταν ξένο κι άγνωστο στους Ερυθραιώτες, παρόλο που το γνώριζαν πολλοί δυτικομαθημένοι Σμυρνιοί.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν πλούσιο, αλλά υστερούσε από το αηβασιλειάτικο. Σε ολόκληρες περιφέρειες (Τσεσμές, Βουρλά κ.ά.), το κύριο φαγητό ήταν αβγοκομμένη σούπα για (ή) με όρνιθα για με κριάσι. Στο Ρεΐσντερε έφτιαχναν επίσης λαχανοντορμάδες με κατσικερνό κιγμά (τα φύλλα του λάχανου συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού) και μπουρέκια με λογιώ λογιώ χόρτα. Αλλού, έτρωγαν ρύζι ή μπλιγούρι πιλάβι με το κριγιάσι. Στο Σιβρισάρι, που ‘χε ολόγυρα πολλά βουνά, παγανιές από αβτζήδες (ομάδες κυνηγών), μέρες πριν από τις σκόλες, κυνηγούσαν τα ντομούζια (αγριογούρουνα). Το κρέας τους είναι ιδιαιτέρως νόστιμο και για το αντέτι ήταν απαραίτητη η κατανάλωσή του στις γιορτές, όχι όμως ανήμερα Χριστούγεννα. Λόγω της συμβίωσης με τους Μουσουλμάνους που αποφεύγουν το χοιρινό κρέας, γουρούνια έσφαζαν μόνο σε λίγα μέρη, αμιγώς ελληνικά (Αλάτσατα, Κάτω Παναγιά κ. ά), και περνούσαν με το κρέας τους, τσιγαριστό ή φρέσκο, από το Δωδεκάμερο ως τις Απόκριες.
Στα Βουρλά, μέρες πριν από τα Χριστούγεννα έφτιαχναν τσι καβουρμάδες. Τσιγάριζαν αρνίσο για νταναδίσο (μοσχαρίσιο) κριάσι με κρομμύδια και μυρουδικά και το διατηρούσαν σε κουμνιά (πιθαράκια) καλυμμένο μέσα στη γλίνα του (λίπος). Σ’ άλλα μέρη έκαναν καβρουμά με τηγανητό χοιρινό, κρομμύδια και σάλτσα. Κεσκέκι (κεσκέσι ή κιοσκέκι, πολύ νόστιμο κι εύπεπτο φαΐ με μπλιγούρι και γλινερό κρέας) ή πιλάβι ή ροβίθια με τον καβρουμά έφτιαχναν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες για συχώριο των απεθαμένωνε και το έστελναν στους φτωχούς για ψυχικό.
Οι χλιμμένοι (πενθούντες) επίσης δεν γιόρταζαν ούτε έκαναν καμιά γιορτινή προετοιμασία, όπως τα άλλα σπίτια. Γι’ αυτούς φρόντιζαν οι συγγενείς, οι γείτονες κι οι φίλοι να μη τους λείψει τίποτε χρονιάρες μέρες.
Γλυκά πολλά δεν έχει το ερυθραιώτικο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Στη Δυτική Ερυθραία (Αλάτσατα, Λεθρί, Τσεσμέ κ.ά.) έφτιαχναν για το καλό λίγα αβγουλένια ή αβγοκαλάμαρα ή ψαθούρια (δίπλες). Αν κάποιος γιόρταζε το όνομά του (Χριστάκης, Χρουσώ, Μανόλης, Στεφανής), τότε έφτιαχναν και κάποιο γλυκό του ταψού, συνήθως καρυδόπιτα ή μπακλαβού. Στα χαιρέτια (ονομαστικές γιορτές) τω Δωδεκάμερω, οι Βουρλιωτίνες ητρατέρνανε επίσης αμυγδαλωτά σε σχήμα αχλαδάτο.
Τα Χρουστούεννα ήταν μεγάλη γιορτή με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Ο κόσμος ηνυχτερεύγανε (αγρυπνούσαν) και πήγαιναν στη θεία λειτουργία γύρω στις 2 τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα της παραμονής σε μερικά μέρη (Βουρλά, Σιβρισάρι) ηπερνούσε για ο καντηλάφτης για ο πασβάντης κι ηχτύπαε με τη νταγιάκα του τσι πόρτες σε ούλα τα σπίτια τω Χριστιανώνε, για να τσι αβιζάρει (ειδοποιήσει) για τη λουτουργιά. Σποραδικά, παράλληλα με τις καμπάνες, ακούγονταν και κουρσουμιές (πυροβολισμοί). Στην εκκλησιά πήγαιναν κυρίως οι άντροι κι όσοι θε’ να ματαλάβουνε, καλοφορεμένοι, αλλαμμένοι, τυποδεμένοι και σισταρισμένοι (καλοντυμένοι, περιποιημένοι), γαρμπόζοι (κομψοί) με τα καλά σαρβάρια τως, ντιλικάτοι και ζαρίφηδοι (αρχοντικοί). ‘Πολούτουργα ηπαίρνανε αντίντερο κι ηγιαγέρνανε στο σπίτι, όπου τους περίμεναν οι γυναίκες, ετοιμάζοντας τα σκολιανά φαγιά.
Η γιορτή των Χριστουγέννων ήταν τριήμερη και οικογενειακή, καταπώς το λέει κι η παροιμία «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξι την Ανάσταση», που δηλώνει χαρακτηριστικά πόσο διαρκεί η κάθε γιορτή. Τα Γέννα, λοιπόν, περιλαμβάνουν και τσι γιορτές τ’ Άη-Μανολιού και τ’ Άη-Στεφάνου, που θεωρούνται μεάλες σκόλες.
Χαρακτηριστικά ερυθραιώτικο αντέτι είναι και το ότι ανήμερα Χρουστούεννα, τ’ Άη-Βασιλειού και τω Λόφωτω παντού ήκουες να χαιρετούνε ούλη τη μέρα ώσαμε τα μεσάνυχτα, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!». Η καλησπέρα κι η καληνύχτα δεν είχαν θέση σε τούτες τις Καλές Μέρες.
Τα κάλαντρα
Με τα κάλαντρα, το παιδιοθέμι, θυμίζοντάς μας τους υμνωδούς αγγέλους στη φάτνη, αναγγέλλει μελωδικά το χαρμόσυνο γεγονός της Γέννας και δίνει ωραίες ευχές σε όλα τα μέλη της οικογένειας και στο σπίτι ακόμη, με τρόπο πλουσιοπάροχο, κιμπάρικο και βασιλικό. Αφθονία, πλούτος, επιτυχία, υγεία κυριαρχούν μέσω των καλάντων ακόμη και στο πιο φτωχό σπιτάκι, που φαντάζει παλάτι. Είναι ευλογία για το σπίτι ή το μαγαζί η παρουσία των παιδιών που καλαντρίζουν και «πάνδημη τραγουδιστική ευχή για το καλό και την ευτυχία του συνόλου», όπως αναφέρει ο κορυφαίος λαογράφος Δημ. Λουκάτος.
Στην ιωνική Ερυθραία τα χρουστουεννιάτικα κάλαντρα τα έψελναν όχι την πρωινιά, μα αποβραδίς τση γιορτής οι μικροί καλαντράδες, που ήταν πάντα αγόρια. Τότε, το θεωρούσαν ντροπή να γυρίζουνε τα κορίτσα όξω στσι δρόμοι τη νύχτα. Αυτά δεν έβγαιναν έξω σε τέτοιες περιπτώσεις, όχι μόνο για λόγους κοινωνικής ηθικής, μα και για το φόβο των Τουρκώνε, που αρπούσανε τα όμορφα κοριτσάκια τω Χριστιανώ, σε παλιότερες εποχές.
Οι μπατούλιες (παρέες) των παιδακιών αζντίζανε (φρένιαζαν) στα κάλαντρα. Επαίρνανε βότα βότα (βόλτα) το χωριό κι εκαλαντρίτζανε στο μαχαλά ντως και στα συγγενικά σπίτια. Πάντοτες ήσανε καλομπεγέντιστα (ευπρόσδεκτα) τα παιδάκια και κανείς δεν τολμούσε να τα διώξει με την κυνική ρήση «μας τα ‘παν άλλοι». Βαστούσαν βενέτικα (χαρτοφάναρα) για να βλέπουν, καλαθάκια για να βάλουν τ’ απλοχερίσματα (προσφορές), το κουτί της κάσας («ταμείο») και κυρίως την αυτοσχέδια χάρτινη εκκλησίτσα με το κερί στο εσωτερικό της, που συμβόλιζε το Βυζάντιο και την Αγιά-Σοφιά, την πίστη που καίει σαν την άσβεστη φλόγα. Το φως του κεριού έφεγγε από τα χρωματιστά παραθύρια της εκκλησιάς και την έκανε να σφαντά (φαντάζει) σαν παραμυθένια. Σε ελάχιστα χωριά (π. χ. Μελί) κρατούσαν και ντενεκεδένιο ή ξύλινο καΐκι. Τα παιδιά χτυπούσαν ρυθμικά τα σημαντράκια (τριγωνάκια) ή τα τουμπελεκάκια τους σε σκοπούς παρόμοιους με τα σημερινά αστικά δασκαλίστικα κάλαντα (Καλήν εσπέραν άρχοντες…). Κάθε περιοχή της Ερυθραίας είχε τη δική της ποιητική και μουσική παραλλαγή καλάντων, που ήταν γνήσιο λαϊκό δημιούργημα. Υπήρχαν ακόμη και τρεις παραλλαγές μέσα στο ίδιο χωριό, όπως στην Αγιά Παρασκευή ή στο Μελί!
Οι νοικοκιουρούδες τ’ απλοχέριζαν (φίλευαν) κυρίως με γλυκά, κολλίκια, πωρικά, γεμίσια (ξηρούς καρπούς) ή γλεουδάκια (λιχουδιές, καραμέλες, ζαχαρώτα, σύκα, σταφίδες κλπ.) και λιγότερο με παράδες και μετελλίκια (κέρματα). Το βράδυ τα πιτσιρίκια πέφτανε για ύπνο ξερά απ’ την κούραση, βαριοστόμαχα αφ’ τα μπόλικα γλυκομπουκουνάκια που ‘χανε φαωμένα, μα λωλαγγρισμένα (ξετρελαμένα) και χαρούμενα αφ’ το κουτουρντητιό (αποχαλίνωση) της μέρας.
Η σύναξη τση κάσας (οι εισπράξεις) μοιραζόταν εξίσου, με τρόπο δίκαιο, σε όλα τα μέλη της παρέας. Αν υπήρχε κάνας αγλατζινιάρης (ζαβολιάρης) που ήκανε τον κουρνάζο (πονηρό) στα μικρότερα, για να τως φά’ το μερτικό, δεν τόνε ξαναπαίρνανε στην μπατούλια τους και τον απέφευγαν όλοι.
Οι καρκάντζαροι
Παλιά, τις μέρες του Δωδεκάμερου τις ζούσαν με το φόβο των κακών πνευμάτων που ενσαρκώνονται κυρίως στη μορφή των καλκαντζάρων, οι οποίοι από τους Ερυθραιώτες ονομάζονται επίσης κάρκοι, κωλοβελόνηδοι, νυχοπόδαροι, καταχανάδες, οξαποδίτες, ξωτάρια ή τσιλικροτά. Ήταν πολύ ισχυρή η πίστη στην ύπαρξή τους και άφθονες οι δοξασίες γύρω απ’ αυτά τα δαιμονικά όντα, που τα φαντάζονταν κοντά, μαύρα, βρομερά και κακοβέσουλα (δύστροπα), κακομούτσουνα κι αξελέστατα (ακατάστατα), με άγρια νύχια, ουρά και γατίσια μάτια. Αυτά τα μικρά, κατσιποδιάρικα, αχαμνά και γουρσούζικα πλάσματα της λαϊκής φαντασίας εμφανίζονταν τη νύχτα των Χριστουγέννων και τυραγνούν κάθε βράδυ τους ανθρώπους ως την παραμονή των Φώτων, οπότε ηγενούσανε ανέφαντα (άφαντα) με τσι αγιασμοί.
Επί δώδεκα νύχτες, ανεσκαρδώνουν (αναρριχώνται) τσι τσιμινιέρες και τσι φλουγάροι (καμινάδες) και μπαίνουν κάρπα κάρπα (λαθραία) στα σπίτια, κατουρούν και μαγαρίζουν όπου βρουν, μολεύγουν στο μομέντο (λεπτό) τα τρόφιμα, προκαλώντας ανεπανόρθωτα ζαράρια (ζημιές) και χαταλίκια (βλάβες). Άμα τως έρκει το ράστι (σύμπτωση), κάθουνται ακόμας και στα λίγκια (ώμους) των αθρώπω και τσι σκεντζεύουνε (τυραννούν)!
Για την απομάκρυνση του φόβου και την αποτροπή του κακού γενικώς, ο λαός διαθέτει σωρεία εθιμικών συμβολικών πράξεων και συνηθειών. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, αγιασμοί, πρασινάδες, σκόρδα και κρομμύδες, φώτα και τζάκια ξορκίζουν το κακό, αναγεννούν συμβολικά, φέρνουν γεροσύνη (υγεία) και χαρά, οδηγούν από το σκότος του χειμώνα στο φως της άνοιξης, στη ζωή.
Οι Ερυθραιώτες, για ν’ αποφύγουν τα τσιλικροτά και να ‘πομείνει το σπίτι αμουρντάρευτο κι αμούρκιστο (χαρούμενο), έβαζαν πίσω από τις πόρτες ή στις παραστιές (τζάκια) παλιά δίχτυα και μαβιές κλωστές με κόμπους και σταυρώματα, όπου οι οξαποδίτες, καθώς μετρούσαν τους κόμπους, μπερδεύονταν κι έτσιδα τσ’ ήβρισκε η ταχινή (αυγή), οπότε, με του πετεινού το λάλημα, ηγιαγέρνανε (ξαναγύριζαν) στα καταχώνια (κρυψώνες) και στα γιατάκια (κλίνες) ντως, χωρίς να βλάψουν το σπίτι.
Στα Βουρλά άφηναν έξω από το σπίτι ένα πιάτο με λουκουμάδες του πετιμεζού, για να τσι φάνε οι καρκάντζαροι και να μη μαγαρίσουνε τα άλλα γλυκά του σπιτιού.
Επίσης τους κάρκους αποτρέπουν τα πέταλα και τα σκόρδα στις εξώπορτες και κυρίως η φωτιά που άφτει στη στια (εστία) ουλημερνίς κι ουλονυχτίς, απαραιτήτως με πριναρόξυλα και λίτικα κουτούκια (κούτσουρα ελιάς), βαλμένα μάξους (επίτηδες) σταυρωτά. Επειδή το σβησμένο τζάκι πίστευαν ότι το κατούρησαν οι νυχοπόδαροι, η άσβηστη φλόγα, που καύει κι αλαμπουρίζει (λαμπυρίζει) στη στια μέρα νύχτα, έχει αρχαιότατους συμβολισμούς. Εκτός της προστασίας κατά των ξωτικών, ενισχύει την οικογενειακή ασφάλεια και τη θαλπωρή μέσα στο καταχείμωνο, δίνει διαρκώς το φως στο σπίτι (ας μην ξεχνούμε πως τότε είναι οι πιο βαθιές νύχτες του χειμώνα) και συμβολίζει τη λάμψη του Χριστιανισμού.
Στη διάρκεια του Δωδεκάμερου, Σιβρισαριανοί και Βουρλιώτες, όπως και στα δρίματα τ’ Αγούστου (τις έξι πρώτες μέρες), δεν ήστεναν μπουγάδα, για να μην τρυπήσουν τα ρούχα, κι απέφευγαν το λούσιμο, μη λάχει και ψειριάσει η κεφαλή τους. Αν ήταν ανάγκη να λουστούν, τότε έβαζαν στο νερό ένα καρφί, για να καρφώσουν το κακό. Επίσης όλοι οι Ερυθραιώτες θεωρούσαν καταραμένα, επαρμένα (προσβεβλημένα) αφ’ τα ξωτάρια, άβια (άτυχα) ή ότι θε’ να γενούνε για βουρβουλάκοι (βρυκόλακες) για καρκάντζαροι όσα παιδιά γεννιούνται τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατίς ηπιάστηκε το γκάστρι τους τη νύχτα του Βγαγγελισμού, δηλαδή η σύλληψή τους ήταν αμαρτωλή, επειδή έγινε σε γιορτινή μέρα, που οι γονείς δεν επιτρέπεται να έρθουν σε ερωτική συνεύρεση. Οι άνθρωποι πρόσεχαν πολύ τα παιδιά που γεννιούνταν κατά τις γιορτάδες, δένοντάς τους στο χέρι μια μαβιά κλωστή, να μην τα κουσουρέψουν (βλάψουν) οι κωλοβελόνηδοι και έκρυβαν ρούχα, φαγιά ή εργόχειρα, μην τα κατουρήσουν τα ξωτάρια και τα γουρσουζέψουν.
Σε παλιότερες εποχές, τότε που ήταν συνήθεις οι επιδημίες, όπως η σκουρδούλα (πανούκλα), η χολέρα, οι ζαχαρένιες ή γλυκές (ευλογιά), η ψειραρρώστια (εξανθηματικός τύφος), ο δευτερίτης (διφθερίτιδα) κ.ά., οι νοικοκεράδες έφτιαχναν την παραμονή των Χριστουγέννων λαλαγγίτες (τηγανίτες) και λουκουμάδες και τις άφηναν στα κατέφλια τω σπιτιώ ή στα τρίστρατα, στα ντουρσέκια και στα καντούνια (γωνίες) των καλντεριμιών, για να καλοπιάσουν και να ξορκίσουν κάθε κακό. Γενική ήταν στους Ερυθραιώτες η λαϊκή πίστη ότι οι ατσιγγάνες και οι κατσιβέλες είναι η προσωποποίηση των ασθενειών αυτών, γι’ αυτό και οι Τουρκογύφτισσες φρόντιζαν να εμφανίζονται τότε κατά κόρον στους ρωμιομαχαλάδες και στα χριστιανικά χωριά και να… εξαφανίζουν τα γλυκά καλοπιάσματα.
Μετά τ’ Άη-Στεφάνου ως την παραμονή τ’ Άη-Βασιλειού, είχαμε μικροσυγυρίσματα κι άρχιζαν οι μπελαλίδικες ετοιμασίες των άφθονων αηβασιλιάτικων γλυκών και φαγητών. Οι νοικοκιουράδες αξαμώνανε (υπολόγιζαν) να σάξουν πολλά από ‘φτά, νταβάδες κι αλαμαρίνες αλάκερες, και να τα διαμοιράσουν για το καλό.
Η ερυθραιώτικη Πρωτοχρονιά
Τα αηβασιλιάτικα αντέτια (έθιμα και συνήθειες) του ελληνικού λαού της μικρασιατικής Ερυθραίας, όπως και όλων των Ελλήνων εξάλλου, έχουν στόχο να εξασφαλίσουν μέσα στο νέο χρόνο την καλή τύχη (η βασιλόπιτα, τ’ απλοχερίσματα, η χαρτοπαιξία), την υγεία (η πέτρα, οι ευχές), την ευτυχία και την αφθονία (τα κάλαντρα, το αμίλητο νερό, το ρούδι). Σπουδαία «διαβατήρια» έθιμα – που οδηγούν, δηλαδή, από τη μια κατάσταση στην άλλη – θεωρούνται τα κάλαντρα, η βασιλόπιτα και τελικά ο αγιασμός των υδάτων. Η μέρα της Πρωτοχρονιάς είναι γεμάτη από μαγικές ενέργειες για τον πολλαπλασιασμό των κερδών (χαρτιά, φλουρί) κι από προμαντείες (οιωνούς) του καιρού, γιατί επιθυμούσαν να έχουν ένα πετυχημένο και καλό μαξούλι (σοδειά). Η υγεία, προσωπική και οικογενειακή, κυριαρχεί πάντοτε και πάνω από όλα στις ευχές, ως το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου, σε συνδυασμό με το μπερεκέτι (αφθονία, πλούτος), την ευφορία και την ευκαρπία της γης, μια και η πλειοψηφία των Ερυθραιωτών ήταν αγρότες.
Η Πρωτοχρονιά, εκτός του θρησκευτικού, είχε και εντονότατο κοινωνικό χαρακτήρα, γιατί τότε γίνονταν βίζιτα, γνωριμίες και προξενιές, κλείνονταν επιχειρηματικές δουλειές κλπ. Σημειωτέον ότι η λέξη Πρωτοχρονιά ήταν σχεδόν σε αχρησία πριν από το 1922 στην Ιωνία και ο λαός αποκαλούσε την ημέρα απλώς τ’ Άη-Βασιλειού.
Η παραμονή τ’ Άη-Βασιλειού
Το πρωί της παραμονής, οι Μελιώτες και άλλοι Ερυθραιώτες έστελναν κριάσι, γλυκά, κρασί και διάφορες προμήθειες στις φτωχοί κι αναγκεμένοι, για να μη στερίτζεται άθρωπος μέσ’ στο χωργκιό χρονιάρες μέρες. Πολύ ενδιαφέρον, αρχαίοελληνικής προέλευσης, είναι το μελιώτικο αντέτι να αφήνουν οι κοπέλες στις βρύσες του χωριού ένα πιάτο με γλυκά για τις Καλές Κεράδες, θέλοντας να καλοπιάσουν τις ανεράδες, τα πανάρχαια στοιχειά του νερού.
Νωρίς την Καλή Βραδιά (έτσι ονόμαζαν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς), οι κεράδες ηκουσουμέρνανε (διεύθυναν) με ρέγουλο το σπίτι κι ούλα τα κουλαντρίζανε (χειρίζονταν), άστε νά ‘ρτουνε στο καράρι (θέση) ντως. Αποσπερού (αποβραδίς) οι άντροι στις καφενέδες ηγλέπανε τη σόρτη (τύχη) ντως στο κουμάρι (χαρτιά), στα ζάρια για (ή) στα κότσια. Έπαιζαν για το καλό παιχνίδια, όπως το σκαμπίλι, η τριανταμία, η πάστρα, και πίστευαν ότι ο κερδισμένος θα είναι οληχρονίς τυχερός. Όσους φυσικά ήταν κουμαρτζήδες (χαρτοπαίκτες) εκ πεποιθήσεως, δεν τους είχαν σε καμία υπόληψη, ήταν το νείδιο (όνειδος, ντροπή) του χωριού.
Σε πολλά μέρη της Ερυθραίας, είχαν φροντίσει από νωρίτερα την πληρωμή των χρεών, για να μη χρουστάνε κανενούς και τσ’ εύρει ο καινούργιος χρόνος με βερεσέδια και χρέητα. Δεν αμελούσαν επίσης να επιστρέψουν στον ιδιοκτήτη του κάθε αντικείμενο που είχαν πάρει δανεικό, όπως εργαλεία, σκεύη, αχνάρια (πατρόν, σχέδια) κ.ά.
Στις πόρτες και στα μπαλκόνια των σπιτιών σε πολλά ερυθραιώτικα χωριά κρεμνούσαν κρομμυδασκέλλες (σκιλλοκρεμμύδες) κι ασπερδούκλια (βολβούς ασφοδέλου), που είναι πανάρχαια σύμβολα της «κρυφής» ζωής, της αναγέννησης, της μακροζωίας, επειδή, ακόμη και ξεριζωμένες από τη γη, αναβλαστάνουν κι αναπτύσσονται, κρύβοντας μέσα τους τη ζωή.
Τ’ αηβασιλιάτικα γλυκά
Ύστερις από το σκολιανό τρίμερο τω Χρουστουγέννω, μετά τ’ Άη-Στεφάνου, άρχιζαν πάλι οι φούριες για τις ετοιμασίες των αηβασιλιάτικων γλυκών και φαγητών. Το γυναικοθέμι ηβρισκούντανε ξανά μανά στην άψη ντου, σε αναβρασμό κι εντατική δουλειά. Τότες ηκάνανε τα περισσότερα γλυκά – επιδίωξη μιας γλυκιάς ζωής – με πλούσα χάρτζα (υλικά), όπως χάσικο αλεύρι, άδολο (παρθένο) λάδι, σαμόλαδο ή τσικουδόλαδο (είδος φιστικέλαιου), μέλι καλό, βούτουρα χελαλίσο (γνήσιο), μυρουδικά, σουσάμι, καρύδια, μύργαλα κλπ.
Ας σημειωθεί ότι τα ερυθραιώτικα φοινίκια (μελομακάρονα) και τα γλυκά με μέλι ή πετιμέζι (αβγοκαλάμαρα, λαλαγγίτες, λουκουμάδες) θυμίζουν τα αρχαία μειλίγματα, που είναι προσφορές και καλοπιάσματα, ένα είδος ιλαστηρίων θυσιών προς τους νεκρούς και ορισμένους θεούς.
Οι νοικοκιουρές ηκαλατέρνανε (υπολόγιζαν) να φτάσουνε τα γλυκά για ούλοι και μπαραμπαρίζουνταν (συναγωνίζονταν) ποια θε’ να σάξει τα καλλιότερα και τα πιο γευσάτα. Ερκούντασι γιαρτίμι (έρχονταν για βοήθεια) φίλες, εδικές (συγγενείς) και μαχαλιωτίνες κι ησάχνανε μ’ αλεστοσύνη (γρηγοράδα) και ‘πιδεξοσύνη ένα σωρό γλυκά. Ετοίμαζαν ζύμη για τα φοινίκια, τ’ αϊτουδάκια ή βασιλοπιτάκια (ρομβοειδή κουλούρια που τα σφράγιζαν με δικέφαλο αϊτό, με καρεφούλια στα μάτια), τα σεκέρ λουκούμια (κουραμπιέδες), τ’ αβγοκαλάμαρα, τσι αβγουλένιες, τα ψαθούρια και τα φρύανα (όλα είδη δίπλας). Ανοίανε τσι κρούστες (φύλλα) με το βεργί (την οκλαού) κι ανεκατώνανε τη γέμωση για τα πολύσπορα γλυκά που συμβολίζουν την αφθονία. Οι φουρνάρηδοι δεν ηγλυτώνανε (προλάβαιναν) να ψένουνε τσι αλαμαρίνες, τα σινιά και τσι ταβάδες (ταψιά) με τα καντεΐφια, τσι μπακλαβούδες, τσι σαμουσάδες (μπακλαβούδες με μπόλικο σουσάμι, πολλά καρύδια, λίγα μύγδαλα και μυρωδικά), τα σαραγλιά και τα μασουράκια ή μασουριαστά (γλυκά με καρύδια, ζάχαρη και κανέλλα, τυλιγμένα σε λουρίδες φύλλου). Μυρουδιές του λιμπισμάτου ηξεχυνούντανε από τσι φούρνοι που υπήρχανε για στα χαρούμια (αυλές) τω σπιτιώ για σε κάθε καντούνι (γωνία), ημπουλαντίζανε (αρωμάτιζαν) το μαχαλά κι ηνταλώνανε (ζάλιζαν) το ντουνιά! Κι απέ (ύστερα), ούλα τα γλυκά ήντουστε στολισμένα στο σπίτι, καλοθηκιασμένα σε απαλαριές κι απλάδες (δίσκους), λενγκέρες και φαγιάντσες (γαβάθες), κουμνιά (πιθαράκια) και λεγένια (λεκάνες).
Τα γλυκά φτιάχνονταν σε τέτοιες ποσότητες, ώστε να τρώνε για πολλές μέρες μετά τις γιορτές. Εξάλλου, πολλά από αυτά όσο μένανε, τόσο καλύτερα γίνονταν, όπως τα σεκέρ λουκούμια και τα φοινίκια, που ήπρεπε να θρούνε, για να ‘ναι πετυχημένα.
Τ’ αηβασιλιάτικα φαγιά
Ο κόσμος παλιά ηζαρντίζανε τα φαγιά (τα στερούνταν και τα πεθυμούσαν), επειδής δεν ηπολλοτρώανε. Γι’ αυτό στις γιορτές προσπαθεί να φάει όχι μόνο πολύ, μα και καλά. Έτσι, με πλούσια γεύματα και δείπνα, καθώς και με πολλά γλυκίσματα, επιδιώκουν όλο το χρόνο την ευφορία και την ευκαρπία (να ‘χουν πλούσια τα ελέη), αλλά και την καλοπέραση (να ‘ναι γλυκαμένοι). Τα πολλά φρούτα που στολίζουν στο αηβασιλιάτικο τραπέζι, φρέσκα (τα λεγόμενα πωρικά στη Δυτ. Ερυθραία) ή ξερά (αυτά τα έλεγαν φρούτα ή τσερέζια ή γεμίσια), φανερώνουν την επιθυμία για παγκαρπία. Ακόμη και τα ζώα την Πρωτοχρονιά τρέφονται πολύ καλά με φαγητά και γλυκά. Στα Βουρλά ήταν συνηθέστατο το τάισμα των ζώων με γλυκά και διπλό γέμι (τροφή), γιατί μπέρκι (αν ίσως) περάσει ο Άης Βασίλης και δεν τά βρει ευκαριστημένα, τότενες δε θα δώσει μπερεκέτια στο σπίτι. Οι Αλατσατιανοί τάιζαν επίσης με λουκουμάδες τα οικόσιτα ζώα, να ‘ναι κι ευτά καλοπερασμένα, σα λάχει ναν τ’ αρωτήσει ο Άη-Βασίλης πώς περνούνε με τις αθρώποι.
Εντυπωσιάζει η κοινωνική φροντίδα για φτωχούς και πενθούντες. Οι κάτοικοι της Μικρασίας πολύ το ηζάρανε (συνήθιζαν) να βοηθούνε τσι εχτιάρηδοι (φτωχοί) και τσι χλιμμένοι (πενθούντες). Μερχαμετλήδες (ελεήμονες), πονεσάρηδοι και συντρέχτηδοι, πολεμούσαν ούλοι ματζί, για να φύει το σεκλέτι (στενοχώρια), η χλίψη, το κασαβέτι (μελαγχολία), το καχίρι (βάσανα) από τσι λυπημένοι αθρώποι. Το ελεϊκό (ελεημοσύνη) στις αναγκεμένοι, για να συχωρεθούνε τ’ απεθαμένα μας, ήταν πολύ έντονο στους Ερυθραιώτες όπου γης, σχεδόν μέχρι τα τέλη του 20ού αι., αφού όλοι φρόντιζαν να στείλουν φαγητά και γλυκά σε όσους δεν γιόρταζαν.
Επίσης απαραίτητη ήταν και η προσφορά φαγητών και γλυκών σε ξένους και περαστικούς. Αδιανόητο να βρεθεί κάποιος σ’ έναν τόπο της Ερυθραίας, μέσα στσι σκολάδες, και να μη τον τραπεζώσουν! Τα φιλέματα, τα τραταμέντα και τα ικραμιάσματα (κεράσματα) για τσι μουσαφιραίοι δεν ήλειπαν ούτε από το πιο φτωχό σπιτάκι, αναλοής με τα έχητα (το έχειν, τις οικονομικές δυνατότητες) του καθαμιανού.
Τις παραμονές τ’ Άη-Βασιλειού, τα μαγαζά των ερυθραιώτικων πόλεων και των χωριών ήταν ολόφωτα με τα βενέτικα φανάρια και καταστόλιστα με λουλούδια της εποχής, όπως ζεμπούλια, αβιορέτες (μανουσάκια), κατίμαρα (νάρκισσους), με μπλίρες (χρυσές κι ασημένιες λεπτές ταινίες) και με αψίδες από βαρακωμένα (επιχρυσωμένα) κλωνιά βάγιας (δάφνης) και μερσινιάς (μυρτιάς). Όλα ετούτα έδιναν πανηγυρικό διάκοσμο, ιδίως στα καταστήματα τροφίμων, που ήταν γεμάτα με κάθε είδους αγαθά. Οι άντροι, καλοψουνιστάδες και κιμπάρηδοι, κουβανούσαν στα σπίτια τους ζεμπίλια με ψούνια και λογιώ λογιώ φαγώσιμα και φρούτα ή τσερέζια (ξηρούς καρπούς): μπαστουρμάδες και σουτζούκια, βουτούρατα, τυριά τουλουμίσα, κεφαλίσα και κασκαβάλια (κασέρια), κάστανα, καρύδια, μύγδαλα και κουκουνάρια, φιστίκια, φουντούκια, τζίτζεφα, λεμπλεμπούδες (αφράτα στραγάλια), τ’ ουρανού το μάννα και κακουλέδες (αρωματικοί σπόροι), μισιριώτικες καρύδες (ινδοκάρυδα), κουντουρούδια (χαρούπια) και μαζί χίλια δυο πωρικά (φρούτα), όπως πορτακάλια και μαντορίνια, μήλα, απίδια κι αρμούτια (αχλάδια), σταφύλια φτακοίλια και μαιλεμενιά (από τη Μαινεμένη) χειμωνικά ποπόνια (κρεμαστάρια). Φυσικά δεν έλειπαν και τα γλεούδια (λιχουδιές) για τα παιδιά.
Όλη αυτή η τεράστια ποικιλία τροφίμων, μαζί με τα γεμεκλίκια που ανοίγονταν εκείνες τις μέρες, δηλαδή τα αποθέματα φαγητών, γλυκών ή καρπών που διατηρούσαν σε ειδικά δοχεία, για να περάσουν το χειμώνα, όπως μισόκοφτες (μουστόπιτες), παστελαριές (ξερά σύκα παραγεμωστά με σουσάμι, καρύδια και μύγδαλα), μουστοσούτζουκα, κουραντί (μαύρες σταφίδες), καβρουμάδες κ.ά, προσέδιδε στο αηβασιλιάτικο τραπέζι ιδιαίτερο πλούτο και λαμπρότητα και συμβόλιζε το πλήθος των αγαθών και των καλών που περίμεναν να έχουν οι νοικοκυραίοι σ’ όλη τη διάρκεια του νέου χρόνου.
Τα κύρια φαγητά τ’ Αη-Βασιλειού είναι πολλά και πάντα γιομιστά, για να ‘ναι γιομάτος από καλά ο νέος χρόνος. Σουράς (πλευρά αρνίσια, χωρίς πολύ κρέας, παραγιομιστά με κιγμά, ρύζι, κρομμύδια, κουκουνάρια, κάστανα, βούτυρο, πιπέρι και κουραντί), μπουμπάρι (έντερα γιομισμένα με ρύζι ή μπλιγούρι, τζιεράκια, κιιμά και μυρουδικά), τζιγεροσαρμάδες και ντάρμπια (ντολμάδες με μπόλια αρνιού, συκωτάκια, τυρί, αβγό, μυρουδικά), γιουβαρλάκια και λαχανοντολμάδες (όλα σύμβολα αφθονίας), ρόστο κριάσι (ψητό) και κυδωνάτο κριάσι, ιδίως με το κρέας του ντομουζού (αγριογούρουνου), ήταν τα πιο επίσημα φαγητά. Έφτιαχναν επίσης κατιμέρια (γλυκά ή αρμυρά), μπουρέκια και τσαρκαμάδες (λογιώ λογιώ χορτόπιτες). Ευρεία ήταν η χρήση μπαχαρικών (πιπέρι, κύμινο, μοσκοκάρυδο) και μυρουδικών (αθυμάρι, αρί’ανη, σκόρδο, άνηθο, δυόσμο, μαντανό, δεντρολίβανο), που έδιναν μια ιδιαίτερη νοστιμάδα στα φαγητά. Ο διάνος (γαλοπούλα) με τη γέμωση ήντανε σμυρναίικο αντέτι και λίγες τόνε ψένανε.
Το αηβασιλιάτικο τραπέζι το στρώνουν με μεγαλοπρέπεια, με ούλα τα καλά του και τα πρεπά του (απαραίτητα). Σε όλα τα μέρη της Ερυθραίας το ετοίμαζαν πολυτελώς από το πρωί της Πρωτοχρονιάς και το σηκώνανε πάντοτε το βράδυ της 2ας Ιανουαρίου. Στο Ρεΐσντερέ έβαζαν πάμπολλα πιάτα στο τραπέζι (ως 40, ίσως για να εκπληρωθεί το παλιό ρητό «σάραντα φά’, σαράντα πιε, σαράντα κρούψε να ‘χεις»!) γιομάτα με κάθε λοής φαγιά, γλυκά, γκλεούδια και πωρικά. Στο Μελί έβαζαν πιοτά, γλυκά, φαγιά, φρούτα, πιάτα με στάρι και κριθάρι κι ένα ρούδι (ως σύμβολα πανσπερμίας). Το τραπέτζι το εφήνασιν γεμάτο για τον Άη-Βασίλη, νά ‘ρκει να φά’ και να πιει. Στα μέρη του Τσεσμέ έστρωναν αρκοντικό τραπέζι την Καλή Βραδιά με πλούσια τα ελέη του Θεού, ιδίως γλυκά, νερό, σερμπέτια, και παντέχαν του Άη, να κατηβεί τη νύχτα, να φά’ και να πιει. Στα Βουρλά άφηναν δυο μερόνυχτα καθαρό σερβίτσιο για τον Άη στο γιορτινό τραπέζι.
Η βασιλόπιτα
Το έθιμο παρασκευής της βασιλόπιτας, για το οποίο πολλά μυθώδη κι ανυπόστατα διαδίδονται και αναμασώνται διαρκώς τα τελευταία χρόνια (τάχα περί φορολογίας Ιουλιανού, επέμβασης του Αγ. Βασιλείου με το τέχνασμα της πίτας κλπ.), είναι πανάρχαιο και προχριστιανικό. Θυμίζει κάπως τις προσφορές προς τους νεκρούς, αλλά έχει κύριο σκοπό την καλοτυχία και την επιθυμία για πλουτισμό μέσα στο χρόνο. Έτσι, σε πολλά αγροτικά χωριά (Μελί, Λυθρί, καραμπουρνιώτικα χωριά κ.ά), σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αγροτική παράδοση, η βασιλόπιτα φτιαχνόταν ή σαν ψωμί (βασιλόψωμο) ή σαν πίτα-φαΐ (χορτοτυρόπιτα ή κρεατόπιτα), που περιέχει πάντα το πολυπόθητο νόμισμα για τον καλότυχο της χρονιάς, αλλά είναι και θρεπτική.
Η βασιλόπιτα ετοιμάζεται με πλούσια χάρτζα (υλικά) κι αλλού γίνεται σαν γλυκό, ενώ αλλού σαν ψωμί. Τη στόλιζαν με σφραγίδες δικέφαλων αϊτών ή σταυρών, με ξηρούς καρπούς (μύγδαλα ξέξασπρα και καρύδια ατόφια), την κούκκιζαν με σουσάμι ή ζάχαρη, της κάρφωναν καρεφούλια (ινδικά γαρίφαλα) κι έβαζαν απαραιτήτως μέσα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα: μετζίτι (τούρκικο αργυρό νόμισμα), λουίζι ή ντούμπλα (γαλλικά κι αυστριακά νομίσματα), τουρνέσι ή δεκάτο (μεσαιωνικά ιταλογαλλικά νομίσματα), ακόμη και λίρα τούρκικια χρουσή ή φλουρί βυζαντινό κωσταντινάτο, που ήταν πολύ μεγάλης αξίας και το είχαν σαν οικογενειακό κειμήλιο.
Η γλυκιά πίτα είναι νεότερη αστική συνήθεια (της Πόλης, της Σμύρνης, της Αθήνας), που επικράτησε σήμερα σχεδόν παντού. Από επίδραση κωσταντινουπολίτικη, σε μερικά μέρη έφτιαχναν την πίτα-τσουρέκι, αλλά η γνήσια σμυρναίικια βασιλιόπιτα ή βασιγιόπιτα στο σμυρναίικο ιδίωμα είναι σκληρή σαν μπισκότο και φτιάχνεται όπως ακριβώς τα αϊτουδάκια ή βασιλοπιτάκια.
Η τελετή του κοψίματος της πίτας είναι μια σπουδαία συμβολική πράξη για το νέο χρόνο. Συνήθως η βασιλόπιτα κόβεται ανήμερα, πριν ή μετά το φαγητό, απ’ τον αρχηγό της οικογένειας, τον κιούρη του σπιτιού. Στην Αγιά-Παρασκευή όμως την έκοβαν μετά τα μεσάνυχτα της Καλής Βραδιάς, τόμου (μόλις) ήμπαινε ο χρόνος. Τη σταύρωναν τρεις φορές με το μαχαίρι ή με σταυρό καμωμένο από κλαδάκια ελιάς. Τα κομμάτια κόβονται εξίσου, λέγονται μοίρες ή μερτικά και είναι, κατά σειρά, του Χριστού, του Άη-Βασίλη και του ξένου ή του φτωχού, του σπιτιού, των μελών της οικογένειας κατά ηλικία, των ζώων και των κτημάτων ακόμη, επειδή πρόκειται κυρίως για αγροτικούς πληθυσμούς που ζουν από την παραγωγή της γης. Όποιος έβρισκε το νόμισμα θεωρούνταν ο γουρλής της χρονιάς και το φυλούσε στο ‘κονοστάσι, στο κεμέρι ή στον πορτομονέ του (πορτοφόλι). Φυσικά, όπως σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η μοίρα είναι αυστηρά προσωπική και κανείς δεν αφιέρωνε ούτε πρόσφερε το κομμάτι του σε άλλον, όπως με απερίσκεπτο τρόπο κάνουν πρόσφατα διάφοροι όψιμοι θιασώτες της παράδοσης σε δήμους, σωματεία κλπ.
Στο Μελί η βασιλόπιτα είναι ψωμί στολισμένο με μύγδαλα και καρύδια, καθώς και με πολλά ανάγλυφα σκέδια καμωμένα με μιαν άπιαστη διαλυστήρα (καινούργια χτένα). Μέσα βάζουν το χρυσό τουρνέσι, ένα παμπάλαιο πατροπαράδοτο φλουρί. Ο κύρης του σπιτιού κόβει την πίτα με μαχαίρι, πάνω στο οποίο έχει δέσει με κόκκινη κλωστή σταυρό από κλωνάρια ελιάς, λέγοντας «Άγιε μου Βασίλη και Πρωτοβασίλη, στου καλόμοιρου την τύχη να βρεθεί και το τουρνέσι!» Οι Καραμπουρνιώτες τσομπάνηδες έκοβαν δυο πίτες, μια την ημέρα τ’ Άη-Βασιλειού στο σπίτι τους και μια την ημέρα τω Φωτώ στο μαντρί.
Η αλατσατιανή κι η τσεσμελίδικη βασιλόπιτα ζυμώνεται βασικά με αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και κανέλα, και σφραγίζεται κι αυτή με δικέφαλο αετό, κατά την παλαιότατη βυζαντινή συνήθεια.
Στα Βουρλά και στο Σιβρισάρι η βασιλόπιτα είναι σμυρναίικια, σφραγισμένη σταυρωτά με αϊτούς που φέρουν καρεφούλια στα μάτια. Με ξέξασπρα μύγδαλα αναγράφεται το νέο έτος. Μέσα μπαίνει φλουρί αληθινό, μαλαματένιο ή ασημένιο, όχι ψευτόλιρα ή κάλπικος παράς, όπως σήμερα. Ο νοικοκύρης, μετά το σπάσιμο του ρουδιού, κόβει την πίτα, λέγοντας πρώτα «έλα, Χριστέ και Παναγιά!». Μετά τη μοιρασιά εύχεται «χρόνια πολλά, μπερεκέτια και καλά μαξούλια!». Τα κορίτσα του Βουρλά έβαζαν ένα κομματάκι της βασιλόπιτας στο προσκέφαλό τους, να δουν ποιόνανε θε’ να πάρουν. Οι Βουρλιώτες έκαναν πολύ μεγάλη πίτα και φυλούσαν τη μισή να την κόψουν τα Φώτα.
Το ποδαρικό
Μεγάλη έγνοια είχαν οι παλιοί αθρώποι για το καλό ποδαρικό. Πίστευαν πως είναι το συναπάντημα της τύχης, ένα ραντεβού με την συνολική ευτυχία της οικογένειας, γι’ αυτό και πολλοί το σκηνοθετούν επίτηδες. Ποδαρικό συνήθως έκανε ένα αγόρι αμφιθαλές, καλοπόδαρο και γουρλής, αλλά και συγγενείς, φίλοι ή χωριανάκια (συγχωριανοί) που θεωρούνταν γουρλήδες, για να πάει με γούρι η χρονιά. Γνωστές εξάλλου είναι οι φράσεις «νά ‘ρτεις να μου σπάσεις το ρούδι!» ή «να μού ‘ρκεις για ποδαρικό!», που πήραν και έντονα ειρωνικό χαρακτήρα. Στα περισσότερα μέρη όμως, ποδαρικό ουσιαστικά κάνει ο νοικοκιούρης που έρκεται σύναυγα, πριχού για μετά τη λουτουργιά, φέρνοντας ένα μπαρδάκι (σταμνάκι) με το αμίλητο νερό, μια βαριά πέτρα (συμβολίζει την υγεία και τον πλούτο) και το ρούδι, λειτουργημένο ή όχι.
Παντού, με τα αγόρια που έκαναν ποδαρικό, οι οικογένειες αντάλλασσαν γλυκά και καρπούς μέσα σε πιάτα, γαβάθες ή ταβαδάκια τυλιγμένα μ’ άσπρα κοφτά ή ξομπλιαστά πεσκίρια (κεντητές πετσέτες).
Στο ποδαρικό οι Μελιώτες, οι Λεθριανοί, οι Αγιαπαρασκευούσοι στερνιάτζαν τα παιδιά με κέρματα, πολλά ή λίγα, αναλοής με το πουγγί ντως. Το στέρνιασμα (στρένιασμα) ή μπολιστρίνα είναι έθιμο πανάρχαιο, από τον καιρό της Ρωμαιοκρατίας, και συνηθίζεται πολύ στην Κύπρο, σε πολλά νησιά του Αιγαίου και στους Κατωιταλιώτες Έλληνες. Στο Μελί ο κύρης στέρνιατζε επίσης όλα τα μέλη τση φαμελιάς του για το καλό, αφού πρώτα ερχόταν στο σπίτι φέρνοντας το αμίλητο νερό, την πέτρα και το λουτουργημένο ρούδι. Αφήνοντας τη βαριά πέτρα στο κατέφλιο ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού, ευχόταν «σαν που βαρώ εγώ, να βαρεί και το πουγγί μου!» ή «γεροσύνη και το βάρος της μάλαμα!»
Στο Βουρλά μας, χαράματα, πριχού την άρμπα (αυγή), ηξύπναε ο άντρας του σπιτιού (πατέρας για γιος), ηπήαινε σε τσεσμέδες (βρύσες), μπουνάρια (πηγές) και πηάδια και ήφερνε κρουφά (να μην απαντήξει κανενούς στο δρόμο), την ώρα που ροδιάζει η μέρα, τ’ αμίλητο νερό (για να τσουλήσει ανεμπόδιστος σαν το νερό ο χρόνος) και μια βαριά πέτρα, για να βαραίνει από τσι πολλοί παράδες η μπουζού του (τσέπη). Ήμπαινε με το δεξί στο σπίτι, για να πάνε ούλα δεξιά με το νέο χρόνο. Όσοι είχαν βρύση στο σπίτι, την ανοίανε να τρέξει μπόλικο νερό και να πάρει ματζί του τα κακά του παλιού χρόνου.
Στο Σιβρισάρι, ο κύρης του σπιτιού ηπήαινε στην εκκλησά με το ρούδι στην πουζού, για να βλοηθεί κι αυτό μαθές. Απέ, το σπα μέσα στο σπίτι, να σκροπίσουνε παντού τα κουκκούδια του, για νά ‘ρτει το μπερεκέτι. Εύκεται σε ούλοι τσι εδικοί του «καλή χρονιά και καλά καντέρια (τύχη)! Ούλα χαϊρλίδικα και πλούσα να ‘ναι!»
Στα Αλάτσατα και τα τιμάρια τους (δηλαδή τα χωριά της περιοχής, Πυργί, Ζίγκουι, Σεούτι, Αγριλιά, Νεουνταλάνι, Τσικούρια κ.ά.), το αμίλητο νερό το έφερναν για να ‘ναι δροσισμένο το σπίτι οληχρονίς. Το ρούδι πίστευαν ότι έφερνε μπερεκέτι και πολλά μαξούλια. Οι Αλατσατιανοί εύχονταν επίσης με το ποδαρικό «καλοχρονιά και μαξούλια καλά!», ενώ οι Κατωπαναούσηδοι «καλοχρονιά και να ‘στε εφτάμοιροι κι εφτάπλουτοι!»
Στην Αγιά-Παρασκευή (Κιόστε) σπούσαν το ρούδι οπωσδήποτε σε καΐκια, μαγαζιά κι αργαστήρια, όπου άφηναν και πιάτα με γλυκά, για να ‘ναι ολουχρονίς γλυκαμένοι και μπερεκετλήδες και στους χώρους εργασίας.
Του ρουδιού τα κουκκούδια σε όλη σχεδόν την Ερυθραία, κατεξοχήν αμπελουργική περιφέρεια ως το 1922, από τις μεγαλύτερες του Ελληνισμού, τα μάζευαν μετά τα Φώτα και τα έριχναν στα αμπέλια ή στους ασμάδες (κληματαριές) των σπιτιών, για να κάνουν πολλά σταφύλια.
Τα βίζιτα τ’ Άη-Βασιλειού
Ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού, το πρωί, οι άντροι κι οι γριές ηπηαίνανε στην εκκλησά. Τότε, οι Βουρλιώτες έκρυβαν στην πουζού τους ένα κλειδί ή ένα καρφί ή ένα μικρό πέταλο, για να ‘ναι σιδερένιοι κι αυτή τη χρονιά. Οι γυναίκες ηπομένανε στο σπίτι, γιατίς ηστένανε τσουκάλι (μαγείρευαν). Τα παιδιά, μόλις ξεμπέρδευαν από τα ποδαρικά, έπαιζαν μανιωδώς διάφορα παιχνίδια με τους άφθονους ξηρούς καρπούς. Με τα καρύδια έπαιζαν το μπαίνει-βγαίνει, παρόμοιο με τους βώλους, ενώ με φουντούκια και τζεβλεπούδες (στραγάλια) έπαιζαν τον κατρακυλιστή. Τα κερδισμένα είχανε τσι μπουζούδες τως ξεχείλα αφ’ τα καρύδια και τ’ άλλα φρούτα.
Τούτη τη μέρα οι Ερυθραιώτες φορούσαν οπωσδήποτε κάτι καινούργιο – κάρτσες, ρομπίτσες (φουστάνια), ποκάμισα, μαντίλια – για να’ ναι πλούσιος και διαρκώς με νέα αγαθά ο νέος χρόνος. Απόφευγαν τσι καβγάδες, τα ζαράρια (ζημιές), τσι γρίνες, τα κλιάματα, τα σουράτια (μούτρα) και τσι βρισές, τις κακές αναμνήσεις, τη δυσαρέσκεια, τους δανεισμούς, για να μην κυλήσει γεμάτη με τούτα τ’ ανεπιθύμητα στοιχεία η νέα χρονιά. Τέτοια χρονιάρα μέρα, κανείς δεν ήπρεπε να ‘ναι ακαγιάρωτος (ανάγωγος), μιζμίζης (κλαψιάρης), τζαναμπέτης, εντεψίζης (αναιδής), τζεριασμένος (μουτρωμένος), κακόκαρδος για μανισάρης (θυμωμένος), μόνε ούλοι ήπρεπε να μένουν άχολοι (πράοι), καλοβέσουλοι (καλοπροαίρετοι), γελαστοί, να ‘χουνε ντερπιέ (καλή συμπεριφορά) και καλή διάθεση.
Οι πόρτες των σπιτιών έμεναν ανοιχτές όλη τη μέρα, για να δεχτούν τσι βίζιτες εδικών και φίλων. Στη θαλπωρή του σπιτιού, πέρα από το στολισμό του, συντελούσε πάντα και το γεγονός ότι στη στια ή γωνοτζακιά μέρα νύχτα ηκαύγανε (έκαιγαν) ‘λίτικοι γιογκάδες (ελιοκούτσουρα) και πριναρόξυλα για το φόβο των καλκαντζάρω. Τ’ απόγευμα τ’ Άη-Βασιλειού, υπήρχε έντονη εορταστική κίνηση στους δρόμους. Οι Ερυθραιώτες με πίσηνα (επίσημα) ρούχα, είτε με τα ντόπια αμπασουάδικα σαρβάρια (την παλιά αρχοντική αντρική φορεσιά) και με τα σκολιανά πορκάκια (μεταξωτή ή μάλλινη γυναικεία φορεσιά) είτε με τα φράγκικα (ρούχα ευρωπαϊκής μόδας της εποχής 1900), αρκινούσανε τα βίζιτα και τα χαιρέτια σε συγγενικά και φιλικά σπίτια. Οι αθρώποι δε γιορτάζαν μόνε συνατοί τους (συναμεταξύ τους), σαν τα Χρουστούγεννα, μα ηγοντίρανε (χαίρονταν) τσι γιορτάδες μ’ ούλο το χωριό, ημπεγιντούσανε (καλοδέχονταν) τσι μουσαφίρηδοι και τσι τρατέρνανε για (ή) ρακί με μεζελίκια για (ή) σερμπέτια (ηδύποτα) με γλυκά, ό,τι είχενε το τραπέζι τως. Τότες ηδιαλέανε τα τζοβενάκια (παλικαράκια) κι οι γαμπροί τσι φαντίνες (κόρες της παντρειάς) που τσ’ ησφαντούσανε (τους εντυπωσίαζαν). Μοναχά οι χλιμμένοι είχανε κατάκλειστα –σκοτίδι και πισσίδι το σπίτι ντως!– και δεν ηδεχούντανε βίζιτες.
Πολύ χαρακτηριστικό και… μελωδικό είναι το αντέτι της Δυτ. Ερυθραίας να καλαντρίζουν τον Άη-Βασίλη με ούλα του τα παίνια (παινέματα) στα σπίτια, όπου έκαναν βίζιτα, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, ανήμερα την Πρωτοχρονιά και την επόμενη μέρα. Τον ήλεαν αλάκερο, δηλαδή τραγουδούσαν χωρίς περικοπές όλους τους στίχους των καλάντων (από 50 ως 70 στίχοι στις διάφορες παραλλαγές), και πολύ το στιμάρανε (εκτιμούσαν) ετούτοδάκι.
Τη δεύτερη μέρα τ’ Άη-Βασιλειού είχαν την τιμητική τους οι γυναίκες. Ξαγκουσεμένες (απαλλαγμένες) αφ’ τσι πολλές δουλειές, αρκινεύγανε τσι βίζιτες αφ’ το πρωί κι ητελεύγανε το βράδυ. Στο Ρεΐσντερέ οι γυναίκες φορτώνονταν όσο πιο βαριές πέτρες μπορούσαν κι επισκέπτονταν τα σπίτια με την ευχή «χρόνια πολλά και το βάρος μου μάλαμα!».
Όπως ανήμερα τα Χρουστούεννα, έτσιδα κι ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού παντού ήκουες να χαιρετούνε αφ’ την πρωινιά ίσαμε το μεσονύχτι, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!».
Απλοχερίσματα και στερνιάσματα
Τα δώρα δεν συνηθίζονταν στην Ερυθραία τα Χριστούγεννα, αλλά μόνο την Πρωτοχρονιά, φυσικά όχι στο σημερινό βαθμό. Κάλυπταν κυρίως τις βιοτικές ανάγκες παλιότερα, γι’ αυτό και ήταν φαγητά, κρασί, ρούχα, παπούτσια, που πολύ φελούσανε τότες. Πιο συνήθη από τα δώρα ήταν επίσης τα απλοχερίσματα και τα στερνιάσματα, δηλαδή η προσφορά χρημάτων, οι μπουναμάδες. Σε κάθε σπίτι, ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού ο κύρης απλοχερίζει όλα τα μέλη της φαμελιάς του, αναλοής με την παραδοσακκούλα του. Οι γαλαντόμοι κι οι τζουμέρτηδοι παερήδες (ανοιχτοχέρηδες νονοί) εδώνανε στις φιλιότσοι (βαφτιστήρια) ντως ένα χρηματικό ποσό, τη λεγόμενη μπολεστρίνα (μπολιστρίνα) ή στρένιασμα (στέρνιασμα). Σαν ανοίανε το παραδοπούγγι ντως, δεν ηλυπούσανε τσι παράδες. Οι τεβεκέλες και κιμπάρισσες παγιρίνες (γενναιόδωρες νονές) εφιλεύγανε τα μικρά με γλιγουδάκια (λιχουδιές), τσικουλάτες και νουγκάδες αφ’ τη Σμύρνη, αλλά και τσι βαφτισιμιές τως με κάνα μαλαματικό (κόσμημα).
Δώρα αντάλλασσαν μόνο οι σαστικοί (αρρεβωνιασμένοι): χρουσαφικά, μεταξωτά μαντίλια, παπούτσια, φλουριά κλπ. Τα κοσμήματα και τα ρούχα για τις γυναίκες ή τα παιχνίδια για τα παιδιά θεωρούνταν ως δώρα περιττά από τους περισσότερους Ερυθραιώτες και συνηθίζονταν μόνο από τους πλούσιους αστούς των ερυθραϊκών πόλεων (Βουρλά, Αλάτσατα, Τσεσμές), και σπανίως τους προύχοντες των χωριών, σύμφωνα με σμυρναίικη επιρροή.
Ο Άη-Βασίλης (τα κάλαντρα)
Στην Ερυθραία τον Άη-Βασίλη τον έψαλλαν τα παιδιά αποσπερίς, δηλαδή το βράδυ της παραμονής. Τα ίδια κάλαντα τραγουδούσαν, όπως είπαμε, τις δυο επόμενες ημέρες και οι μεγάλοι στα βίζιτα. Παντού εκαλάντριζαν χτυπώντας ρυθμικά τα σημαντράκια (τρίγωνα) ή τα τουμπελεκάκια τους και βαστούσαν βενέτικα (χαρτοφάναρα) και καλαθάκια για τ’ απλοχερίσματα. Αυτή τη μέρα όμως κρατούσαν όχι πια τις χαρτένιες εκκλησίτσες των Χριστουγέννων, αλλά αυτοσχέδια παποράκια, χάρτινα ή ντενεκεδένια, αρματωμένα με τα ούλα ντως (στολισμένα με πολύχρωμα φουντάκια, μικρά φαναράκια, παντιερίτσες). Στα Βουρλά, εκτός των καραβιών, κρατούσαν και αριστοτεχνικά τρυπημένες αλαούτες (νεροκολοκύθες) με περίτεχνα σχέδια, που φωτίζονταν εσωτερικώς με κεράκι.
Η προσμονή των μικρών καλαντράδων ήταν έντονη σε κάθε σπίτι. Όλοι το ‘χαν για καλό να τους λένε τα κάλαντρα έναν γκερεμέ (συνεχώς). Το σημερινό απαράδεκτο κι αντιπαιδαγωγικό «μας τά ‘παν άλλοι» δεν ακουγόταν ποτέ παλιότερα, όσο κουραστική κι αν ήταν η επανάληψη. Τ’ απλοχερίσματα για τα παιδιά περιλάμβαναν, όπως πάντα, καρπούς, γλυκά, λιγούδια (λιχουδιές) και μετελλίκια (κέρματα), καθώς και πληθώρα ευχών, που έβγαιναν μέσα από την καρδιά των λαϊκών ανθρώπων.
Ο δικός μας Άη-Βασίλης είναι ένας μελαχρινός σαραντάρης Μικρασιάτης, ντυμένος με το τριμμένο μαύρο ράσο του ασκητή, λιπόσαρκος από τη νηστεία, μια τέλεια πνευματική μορφή γεμάτη ύψιστη φιλανθρωπία, που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το χοντρομπαλούδικο κοκκινοφορεμένο γεροντάκι της κατανάλωσης και του εμπορίου, τον καρναβαλικό Σάντα Κλάους της Βόρειας Ευρώπης. Ο δικός μας δεν μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες, σαν το ξωτικό, ούτε τρέχει στους πάγους της Αρκτικής, σαν Λάπωνας με τους ταράνδους του, ούτε δέχεται, σαν πλούσιος Αμερικάνος θείος, τα γράμματα των παιδιών κι αφήνει δώρα σε κάλτσες κι έλατα.
Είναι ο κορυφαίος πνευματικός αστέρας της Ανατολής, ο μέγας Έλληνας από την Καππαδοκία, που εισακούει τις παρακλήσεις μικρών και μεγάλων και φέρνει την ευτυχία και την αφθονία στον απλό άνθρωπο, τον αληθινά πιστό. «Το της Καισαρείας ιερόν βλάστημα» είναι ο κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος άγιος της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό ο ελληνικός λαός τον λάτρεψε όσο λίγους αγίους, πίστεψε πως ο Άης Βασίλης γυρνά ουλοτρόυρα τη γης, νιώθει τις ανάγκες κάθε ανθρώπου και ευλογεί κάθε σπιτικό. Τον ύμνησε με τρόπο εξόχως ποιητικό, όπως στα ακόλουθα ερυθραιώτικα κάλαντα, όπου αναφέρεται η ενασχόληση του Αγίου με τα γράμματα. Ας μη λησμονούμε ότι ο Μ. Βασίλειος ήταν από τους μεγίστους Πατέρες της Εκκλησίας, λάτρης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Μέσα από ωραίους συμβολισμούς, παραβολές κι αλληγορίες, έρχεται η αναγέννηση. Ο αμόρφωτος άνθρωπος (κούτσουρο, ξύλο απελέκητο, ξερό δεντρί) γίνεται ξαφνικά, με την ευλογία του Αγίου, πηγή ζωής και πνεύματος, μεταμορφώνεται σε βρύση της γνώσης και «περιστερά σοφίας».
– Βασίλη, πούθεν έρκεσαι… και πούθε κατεβαίνεις;
– Από της μάνας μ ’ έρκομαι…και στου κιουρού μου πάω.
– Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις…κάτσε να τραγουδήσεις.
– Εγώ γράμματα μάθαινα… τραγούδια δεν ηξέρω.
– Και σαν ηξέρεις γράμματα…‘πέ μας την αρφαβήτα.
Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε…κι είπε την αρφαβήτα.
Και το ραβδί ‘τανε ξερό, αμέσως ήτρεξε νερό,
χλωρά βλαστάρια ‘πέτα – ροδοκόκκινη βιολέτα.
Κι απάνω στα βλαστάρια του και στα περικλωνάρια του
πέρδικες κελαηδούσαν…
Δεν ήσαν μόνο πέρδικες… μόν’ και περιστεράκια…
και λούζαν τον αφέντη ντως, το ρήγα, το λεβέντη ντως,
τον πολυχρονισμένο και στον κόσμο φουμισμένο. (Αλάτσατα)
Ο Άη-Βασίλης της Ερυθραίας, ως γνήσιο στιχούργημα του λαού, έχει πολλές παραλλαγές, συχνά δυο, τρεις και τέσσερις στον ίδιο τόπο. Οι περισσότερες μοιάζουν μεταξύ τους τόσο στην εξέλιξη του θέματος (στα λόγια), όσο και στη μουσική (στις μελωδίες), αφού η περιοχή έχει ενιαία λαϊκή παράδοση. Φυσικά, αυτά τα κάλαντρα δεν έχουν καμιά σχέση με τα γνωστά μας λόγια και πλαστά αστικά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.
Τα ερυθραιώτικα αηβασιλιάτικα κάλαντρα προβάλλουν αρχικά τα θρησκευτικά γεγονότα της ερημίας του Χριστού (που, ως γνωστόν, «έκανε 40 μέρες» στην έρημο), αλλά και την αλληγορία με το δέντρο της ζωής:
Κι εκεί που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,
ούλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι
κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε
και μέσ’ στα φύλλα τση μηλιάς κοιμάτ’ ο Άη-Βασίλης. (Αγ. Παρασκευή)
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά κι αρκικαλός ο χρόνος
κι αρκή γεννήθη ο Χριστός, στη γης να περπατήσει
κι εκεί που ηπερπάτησε, χρουσά δέντρα φυτρώσαν,
χρουσά ‘ταν τα κλωνάρια ντως, χρουσές και οι κορφές τως. (Τσεσμές)
Εκτός από το θρησκευτικό περιεχόμενο, όλα ανεξαιρέτως έχουν ολοφάνερο ευχετικό και επαινετικό χαρακτήρα. Έτσι, στο μεγαλύτερο μέρος του Άη-Βασίλη πολυοφουμίζανε (διαφήμιζαν) τον κιούρη με την κιουρά του και τα παιδιά ντως μ’ έμορφα παίνια (επαίνους) και φουμιές (επευφημίες). Λυρικά, εκφραστικά και παραστατικά, σαν όμορφοι ζωγραφικοί πίνακες, είναι τα μπόλικα παίνια κι οι ωραίες ευχές, για τον αφέντη:
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καρέγλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβια ν’ αρματώσεις
και τα σκοινιά και τα πανιά ναν τα μαλαματώσεις.
Και πάλι ξαναπρέπει σου – βάλε στραβά το φέσι σου –
φλουριά να κοσκινίζεις και τη φτώχεια να δανείζεις.
Και πάλι ξαναπρέπει σου – γαρίφαλο στο φέσι σου –
δαμασκηνό τραπέζι,
όταν αθεί η δαμασκηνιά, ν’ αθεί και το τραπέζι. (Αλάτσατα)
Και πάλι ξαναπρέπει σου στ’ αλόγου καβαλάρης,
γιατί έχεις μπράτσα σίδερα, είσαι και παλικάρι. (Σιβρισάρι)
Και πάλι ξαναπρέπει σου κορώνα στο κεφάλι,
για να σε προσκυνήσουνε όλοι, μικροί μεάλοι.
Εσέ, σου πρέπει ν’ ανεβείς στ’ άλογο να καθίσεις,
και στο Λιουρδάνη ποταμό να πα’ να προσκυνήσεις. (Αγ. Παρασκευή)
Για την κερά:
Κιουρά ψηλή, κιουρά γλινή και λιανοκοκαλάτη,
οπού ‘χουνε το κάντρο σου σε γυάλινο παλάτι,
έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό το ‘χεις καμαροφρύδι. (Λυθρί)
Κερά μαρμαροτράχηλη, κολώνα τορνεμένη,
στου βασιλέ την τράπετζα σ’ έχουν τζουγραφισμένη.
Όταν σειστείς και λυιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
άσπρα λουλούδια πέφτουσιν αφ’ την περπατησιά σου! (Μελί)
Κερά μαρμαροτράχηλη και γαϊτανοφρυδούσα
όντας σ’ εγέννα η μάνα σου, όλα τα δέντρα αθούσα
και τα πουλάκια αφ’ τσι φωλιές και κείνα κελαηδούσα. (Τσεσμές)
Κερά ψηλή, κερά γλινή, τη σκόλη σα θα στολιστείς
και βάλεις τα καλά σου, για να πας στη λουτουργιά σου,
τρίζει το παπουτσάκι σου, κόκκινο τ’ αχειλάκι σου
από την ομορφιά σου κι από την πορπατησιά σου. (Αλάτσατα)
Για την κόρη:
Έχεις και κόρην όμορφη που δεν έχει ψωρία,
μήτε στην Πόλη βρίσκεται μήτε στη Βενετία.
Γραμματικός τη γύρεψε, γραμματικός τση πρέπει,
μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά γρόσια γυρεύγει.
Γυρεύγει αμπέλια ατρύ’ητα, αμπέλια τρυ’ημένα,
γυρεύ’ χωράφια αθέριστα, χωράφια θερισμένα,
γυρεύγει μύλοι δώδεκα και με τις μυλωνάδες,
γυρεύγει και τη θάλασσα μ’ όλα της τα καράβια,
γυρεύγει και τον κυρ-Βοριά να τα γλυκαρμενίζει. (Λυθρί)
Γυρεύει και τον κυρ-Νοτιά να τα καλοπρεπίζει,
τα χοχλαδάκια του γιαλού τα θέλει δαχτυλίδια. (Σιβρισάρι)
Για το γιο:
Έχετε γιο και μονογιό, το γιο τον κανακάρη,
λούζεται και διαλύζεται και στο σκολειό του πάει.
Του φώναξε ο δάσκαλος να πά’ ‘α καλοναρκίσει
και του ξεφεύγει το κερί και καύγει το ψαλτήρι
κι ηλέρωσε τα ρούχα ντου τα χρουσοπλουμισμένα,
όπου του τα πλουμίσανε οι τρεις βασιλοπούλες. (Αγ. Παρασκευή)
Έχεις και γιο στα γράμματα και γιον εις το ψαλτήρι,
να τον αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι! (σε όλη την Ερυθραία)
Για το σπίτι:
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρταμε με πόρτες ασημένιες,
του χρόνου σαν ξανάρτομε, να ‘ναι μαλαματένιες. (Βουρλά)
Σ’ ευτό το σπίτι που ‘ρκαμε, τα ράφια ‘ναι ξυλένια,
του χρόνου σαν ξανάρκομε να ‘ναι μαλαματένια. (Δυτ. Ερυθραία)
Στην περιοχή του Τσεσμέ (Αγιά-Παρασκευή, Κάτω Παναγιά, Βατζίκι, Λίτζια κ.ά.) έλεγαν παίνια ακόμη και για τους Έλληνες βασιλείς:
Ζήτω του βασιλέα μας, της Όργας της ωραίας μας,
ζήτω και του διαδόχου, του μεάλου μας αθρώπου!
Να μεαλώσει με χαρά, να μπει μέσ’ στην Αγιά-Σοφιά
και ‘κεί να ματαλάβει και τσι Τούρκοι να κατσάρει (κυνηγήσει).
Όλα τα ερυθραιώτικα κάλαντρα κλείνουν με τη γενική απαίτηση των καλαντράδων για φιλοδώρημα (μεζέ, πιοτί ή παράδες):
Έχεις και κόρην όμορφη, να βγει να μας κεράσει,
να ντην αξιώσει ο Θεός να ζήσει, να γεράσει! (Βουρλά)
Ηφάαμε τον πετεινό, δότε μας και την κότα,
δότε και το μπαξίσι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα. (Δυτ. Ερυθραία)
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά, βγάρ’ το γουρούνι αφ’ τη μπουρνιά
και βάρτε μας να φάμε κι έχομε κι αλλού να πάμε.
Πολλά ‘παμε, πολλά ‘παμε και δε μας ηκεράσανε
κι ακόμα θε ’ να πούμε και κανένα δε θα πιούμε!
Ανοίξτε το χρυσόμπουγκο και βγάρτε το δεκάτο,
δώσετε το μπαξίσι μας, να πάμε παρακάτω. (Αλάτσατα)
ή με τις γενικές ευχές:
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρταμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης κι η κερά χρόνους πολλούς να ζήσει! (σε όλη την Ερυθραία)
Απάνου στο παράθυρο – κόκκινο τριαντάφυλλο –
κάθεται μια περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα! (Σιβρισάρι)
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρταμε έχει ένα περιστέρι,
του χρόνου σαν ξανάρτομε, να τό βρουμε με ταίρι. (Γκιούλμπαξες)
Σε περιοχές κτηνοτροφικές, όπως τα Καράμπουρνα, συναντάμε έναν ιδιαίτερο τύπο καλάντων, δημιούργημα των βοσκών, όπου ο Άης Βασίλης παρουσιάζεται ως κεχαγιάς (μεγαλοκτηνοτρόφος) και σωτήρας των κοπαδιών. Εξάλλου, σε διάφορα ελληνικά μέρη ο Άγιος θεωρείται προστάτης της αγροτικής ζωής και της παραγωγής.
Βασίλης βόσκει πρόβατα, Βασίλης βόσκει γίδγκια.
Στο ‘να μαντρί τυροκομά, στ’ άλλο στερφοχωρίτζει,
στ’ άλλο χύνει τον τσίρο του, να μην πνι’ούν τ’ αρνιά του… (Μελί)
Σπάνια περίπτωση, ίσως μοναδική στην Ερυθραία, είναι η ακόλουθη παραλλαγή από το ελληνικό χωριό Κάτου Ντεμερτζιλί των Βουρλών. Εδώ ο Άης Βασίλης είναι ζευγάς που οργώνει, κατά παλαιά βυζαντινή παράδοση, η οποία διατηρείται ως σήμερα στα κάλαντα πολλών αγροτικών περιφερειών και νησιών:
Άγιο-Βασίλης κίνησε να πά’ να πρωτοζέψει.
Τ’ αλέτρι ήταν σίδερο, τα βόδια ασημένια
κι η όχερη (λαβή) τ’ αλέτρου του ήταν κυπαρισσένια
και τα σκοινιά του ζευγαριού ήταν μαλαματένια
και το σταράκι που ‘σπερνε σκέτο μαργαριτάρι.
Οι Τούρκοι το θερίζανε κι οι Φράγκοι κουβανούσαν
κι ο βασιλιάς τ’ αλώνιζε μ’ ολόχρουσες φοράδες…
Στη δεκαετία 1912-1922, πολλοί Ερυθραιώτες, καμένοι απ’ τον πόθο της λευτεριάς κι από τις ωμότητες των Τούρκων κατά τους δύο διωγμούς, δημιούργησαν, προσαρμόζοντας στις γνωστές τους μελωδίες, στίχους καλάντων με ιστορικό, πολιτικό και εθνικό περιεχόμενο, όπως τα ακόλουθα από το Μελί:
Αρκή που βγήκε ο Χριστός, ο Βενιτζέλος ο χρυσός
εις την γης να περπατήσει, την Τουρκία να νικήσει.
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά – ψηλή μου δεντρολιβανιά –
κι αρκικαλός μας χρόνος – της πατρίδας μας ο πόνος.
Όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς άφτει γιανγκίνι και φωτιά
και ποιος ήταν η αιτία; Η Τουρκιά κι η Γερμανία…
(άφτει γιανγκίνι: ανάβει πυρκαγιά).
Τα Λόφωτα
Τα Θεοφάνεια είναι για τον Ελληνισμό μια λαμπερή γιορτή, με ελπιδοφόρο κι αισιόδοξο μήνυμα, γεμάτη συμβολισμούς. Είναι μέρα αφιερωμένη στη λατρεία των νερών (που θεωρούνται «αβάφτιστα» και μιαρά ως τις 6 του Γενάρη), μέρα καθαρμών, εξυγίανσης και καθαγιασμού της φύσης.
Σε πολλά ερυθραιώτικα τοπικά ιδιώματα, η παραμονή ονομάζεται Μισόφωτα και ανήμερα η γιορτή Λόφωτα. Τρεις μέρες (5-7 του Γενάρη) κρατούσε αυτή η γιορτή, κατά το λαϊκό ρητό «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξι την Ανάσταση», και παντού την τιμούσαν με ιδιαίτερη θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και με εθνική έξαρση, καθώς έκαναν και στην Ανάσταση.
Μεγάλη, λαμπρή και χαρμόσυνη μέρα, ιδίως σε παραλιακούς τόπους, στα γιαλούσικα τα μέρη, όπως το Εγγλεζονήσι, η Αγιά-Παρασκευή, ο Τσεσμές, η Κάτω Παναγιά, το Λυθρί, το Κερμεάλεσι, οι Σκάλες του Μουρντουβανιού και του Αχιρλιού, το Γενίλιμάνι κ.ά., όπου ο ναυτόκοσμος θεωρούσε κορυφαίο γεγονός της νέας χρονιάς τον αγιασμό των νερών, ένα ορόσημο για τα ταξίδια.
Εκτός απ’ τους παραθαλάσσιους πληθυσμούς, πολλοί κάτοικοι που έμεναν στα μεσόγεια, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, κατέβαιναν για να ρίξουν το σταυρό στο γιαλό: οι Βουρλιώτες στη Σκάλα του Βουρλά, οι Αλατσατιανοί στην Αγριλιά ή στα Λίτζια, οι Ρεϊσντεριανοί στο Κερμεάλεσι, οι Κιλιζμανιώτες στο Τσιφλίκι τ’ Άη-Γιωργιού, οι Μελιώτες στους Μαγατζήδες και στο Μαντράκι, οι Καραμπουρνιώτες στο Γρίλιμάνι, στου Γιαννάκη τα Μαγαζιά και σε άλλα λιμανάκια καρσινά (γειτονικά) στα χωριά τους.
Επειδή στο επίνειο του Σιβρισαριού, το Σιγατζίκι, κατοικούσαν μόνο Τούρκοι, οι Σιβρισαριανοί έφτιαχναν μιαν αυτοσχέδια εξέδρα για να ρίξουν το σταυρό στο νερό μέσα στον Ταξιάρχη, τη μοναδική εκκλησά του χωριού. Έβαζαν ένα μεγάλο τετράγωνο κρεβάτι στη μέση του ναού, με τέσσερα μακριά μπουντάκια (κλαδιά) στις γωνιές, τα ένωναν από πάνω σαν σταυρωτή αψίδα, και κρεμούσαν στο κέντρο ένα βαρακωμένο πορτακάλι (ντυμένο με χρυσόχαρτο). Απάνου από τσι τάβλες του κρεβατιού ήστρωναν ωραία χαλιά κι απέ ήβαζαν την κολυμπήθρα γιομάτη νερό. Αυτού μέσα άγιαζε ο παπάς κι ήριχνε το σταυρό.
Όλος ο κλήρος πήγαινε στη μεγάλη γιορτή των ναυτικών και των καραβοκυραίων, σε συγκεκριμένο στολισμένο μέρος στο γιαλό, μέσα σε διπλοκάμπανα (εορταστικές κωδωνοκρουσίες), με τα μπαριάκια (λάβαρα) και τα ξεφτέρια τση εκκλησιάς επικεφαλής. Στην Αγιά-Παρασκευή, που ήταν το μεγαλύτερο ναυτοχώρι της Ερυθραίας με 300 πλεούμενα και βάλε, κάθε ενορία από τις τρεις του χωριού έριχνε ξεχωριστά το σταυρό στη θάλασσα του Ταλιανιού. Εκεί μαζεύονταν ένα γύρο καΐκια ολοστόλιστα, γεμάτα κόσμο. Στην Κάτω Παναγιά κι οι δυο ενορίες (η Παναγιά κι ο Άη-Δημήτρης) εν πομπή κατέφθαναν στο λιμάνι, να ρίξουν το σταυρό κοντά τελωνείο και στο μεγάλο καφενέ του Παπαχατζηδάκη. Στο Λυθρί, όλοι κατεβαίναν στο γιαλό από την αψηλά χτισμένη εκκλησιά της Ζωοδόχου Πηγής. Λεθριανοί σαρβαράδες (βρακάδες) και φραγκοφορεμένοι (κουστουμαρισμένοι), κοκόνες (κυρίες) τυποδεμένες (καλοντυμένες) και σισταρισμένες (περιποιημένες) με τα μάλλινα μισοφούστανα και τσι ρομπίτσες (ευρωπαϊκά φουστάνια) τσι φερμένες αφ’ τη Σμύρνη μας, παιδιά με τα μαρνέλικα (ναυτικά) ξεχείλιζαν ώσαμε τα μπούνια κάθε λογής πλεούμενο. Βάρκες, κουρίτες (είδος λέμβου), σακολέβες, περάματα (ψαροπούλες), ακόμη και τα καΐκια που κουβαλούσαν οικοδομικά υλικά από τα περίφημα τουβλοκάμινα κι ασβεσταριά του Μαυρογιάννη, του Κατσιάνου, του Κώτη, του Μαγγανά, όλα ηβουλούσαν αφ’ τον πολύ κόσμο.
Μόλις ο παπάς έριχνε το σταυρό στο νερό (χωρίς να τον έχει δεμένο με κορδέλα, όπως σήμερα), άξοι κουλουμπητάδες (κολυμβητές) ήπεφταν σαν τα χέλια, σκεδόν αξεβράκωτοι, μέσα στο παωμένο νερό κι ηπαραμπαρίζουντο (συναγωνίζονταν) ποιος θε’ να τόνε πιάσει, να τόνε φέρει στην ασημένια απαλαριά (δίσκο) του παπά. Ο τυχερός θα είχε τη θεία ευλογία και χάρη για κείνη τη χρονιά, γιατί ο σταυρός χαρίζει γεροσύνη (υγεία) και προστασία. Κι απέ, κείνο το σταυρό τα παλικάρια τον εγυρίτζαν σε όλα τα σπίτια μέσα στην απαλαριά που ήτονε στολισμένη με βάγια, αβιουρέτες (ναρκίσσους) και λογιώ λογιώ πούλουδα. Ο κόσμος απλοχερίτζαν (έδιναν χρήματα) κι ετρατέρνανε (κερνούσαν) τον ικανό βουτηχτή και τους φίλους του. Εκείνοι τις παράδες κάθε νταϊφάς (ομάδα) τις έδινε στις εκκλησιές για το καλό και τη γεια του.
Μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό των υδάτων, σε πόλεις και χωριά της Ερυθραίας, οι παπάδες, συνοδευόμενοι συνήθως από ένα παιδάκι που βαστούσε το μπαρκάτσι (μεταλλικό δοχείο με τον αγιασμό) ηπερνούσανε πόρτα πόρτα ούλοι τσι χριστιανικοί μαχαλάδες κι αγιάζανε τα σπίτια με το σταυρό και μια τσούμπα (φούντα) δεντρολιβανιά. Οι νοικοκυραίοι τσι ρίχνανε οχταράκια και μετελλίκια (τούρκικα νομίσματα, ασημένια και χάλκινα, μικρής αξίας), μα και μετζίτια (ασημένια εικοσάρια) οι πιο πλούσοι.
Στην πόλη των Βουρλών, οι παπάδες κάθε ενορίας, με την αγιαστούρα, το μπακράτσι του αγιασμού και το παιδί-βοηθό, ηγύριζαν από τα Μισόφωτα κι ηφωτίζανε στην αράδα ούλα τα σπίτια του Βουρλά. Επειδή όμως αυτά ήταν αμέτρητα (εννιά μεγάλοι χριστιανικοί μαχαλάδες με 27-30.000 Έλληνες!), συνέχιζαν το άγιασμα και την επομένη, στα Λόφωτα.
Οι αγιασμοί
Ο αγιασμός είναι ένα πανάρχαιο έθιμο εστίας, ένας ειδωλολατρικός τρόπος εξαγνισμού που πέρασε στο Χριστιανισμό κι απόκτησε νέο νόημα. Μαζί με τα φώτα και την άσβεστη πυρά, που χρησιμοποιούνται πολύ κατά τα Δωδεκάμερα, διώχνει τα ενοχλητικά πνεύματα και κάθε μίασμα και κάνει τα πάντα νέα, ευλογημένα κι καθαγιασμένα από το Θεό.
Στη μικρασιατική Ερυθραία, η πρωτάγιαση, δηλαδή ο πρώτος αγιασμός της νέας χρονιάς, γίνεται στα Μισόφωτα, μέσα σε κλίμα αυστηρότατης νηστείας με ανήλαδα φαγιά. Τότε οι ιερείς ευλογούν τον λεγόμενο μικρό αγιασμό. Ανήμερα τα Λόφωτα, οι Ερυθραιώτες έπαιρναν το μεγάλο αγιασμό και πρόσεχαν να μη χυθεί ούτε σταγόνα, γιατί τον θεωρούσαν μισή κοινωνιά. Τούτος ο αγιασμός μεταφέρεται από την εκκλησιά στο σπίτι μέσα σε πολυτελείς άμουλες (φιάλες), νεμπότες (κανάτια) και κρουσταλλένιες για ασημένιες αγιασμόκουπες. Τα δοχεία αυτά τα είχαν αποκλειστικά γι’ αυτή τη χρήση και δεν έβαζαν ποτέ κανένα άλλο υγρό.
Στο Σιβρισάρι, στο Βουρλά με τα χωριά τους (Αψηλή, Κιλιζμάνι, Ντεμερτζιλιά, Γκιούλμπαξες, Γιατζιλάρι κ.ά.) και σε άλλα ερυθραιώτικα χωριά, με το μικρό αγιασμό άγιαζαν όχι μόνο μαγαζά κι αργαστήρια, μα και τ’ αμπέλια, τα ζώα, τσι κουλάδες (αγροικίες), τα ντάμια (αποθήκες) και τα χτήματα, για να ‘χουν οληχρονίς μπερεκέτι και μαξούλια πολλά, ενώ ανήμερα των Φώτων, με το μεγάλο αγιασμό, άγιαζαν τα σπίτια και τον ξόδευαν γρήγορα, γιατί τον έπιναν όσοι δεν είχαν κοινωνήσει, αφού ήταν μισή κοινωνιά.
Οι ναυτικοί στην περιφέρεια του Τσεσμέ έβαζαν αμουλάκια (φιαλίδια) με το μεάλο αγιασμό στα καράβια τους, να τον έχουν σε περίπτωση τρικυμίας. Τότε τον έριχναν στην αγριεμένη θάλασσα, κι ευτή, ηλέανε, ώχονους (αμέσως) ηκάλμερνε κι ημπονάτσαρε (ησύχαζε και γαλήνευε).
Οι Αλατσατιανοί, οι πιο θεοσεβούμενοι απ’ όλους τους Ερυθραιώτες, έπιναν αγιασμό συστηματικά, ν’ αγιάσουν σώμα και ψυχή. Τον φυλούσαν στις παναγιές (‘κονίσματα), δεν ημούχλιαζε ποτές, τον είχαν για φάρμακο και βασικό αγιωτικό για θεραπείες ασθενειών, γητειές, ξόρκια, αμασκάματα (βασκανίες), λουχουνιές (λοχείες) κλπ.
Στο καραμπουρνιώτικο κεφαλοχώρι Μελί, με το μεάλο αγιασμό άγιαζαν σπίτι, αυλή, στάβλους, στάνες, δέντρα και χωράφια, για να ‘χουν την ευλογία και την προστασία του Θεού. Τον κρατούσαν επίσης όλο το χρόνο στο ‘κονοστάσι ως αντίδοτο κατά της βασκανίας κι ως φάρμακο για κάθε κακό.
Μετά τον αγιασμό του σύμπαντος κόσμου, ο φόβος των ανθρώπων για το κακό συναπάντημα (που φορείς του είναι οι κάρκοι ή καρκάντζαροι στην Ερυθραία), εξαφανίζεται και τα πάντα, με του Θεού τη Χάρη, εξομαλύνονται, γλυκαίνουν, μερώνουν κι αθρωπεύουνε.
Αντέτια και δοξασίες
Σε κάθε ερυθραιώτικο σπίτι, κυρίως η μάνα και η γιαγιά (η καλομάνα, η νενέ, η μανή) ήταν οι φορείς μιας τεράστιας παράδοσης χιλιετιών. Αυτές επιβλέπουν την τήρηση των αντετιώνε (εθίμων), οι ίδιες πρωτοστατούν στη λειτουργία τους και συντηρούν κάθε τοπική παράδοση, «επειδής έτσιδα το ηύρανε απ’ τσι παλιοί κι έτσιδα θε’ ναν τ’ αφήκουνε». Έτσι λοιπόν, μέσα από τις γυναίκες του οίκου, επιτυγχάνονται η σπιτική συνοχή, η δύναμη, η υγεία κι η χαρά που συντηρούσαν αιωνίως την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια.
Σε όλες της περιοχές της ιωνικής Ερυθραίας, ευρύτατη ήταν η πίστη ότι το μεσονύχτι τω Μισοφώτω, ξημερώνοντας τα Λόφωτα, είναι τα ουράνια ανοιχτά κι ό,τι να περικαλέσεις για (ή) να ευκηθείς, θε’ να γενεί. Γι’ αυτό αμέτρητοι άνθρωποι (οι Μικρασιάτες ήταν βαθύτατα θρησκευάμενοι και ευσεβείς) μαζεύονταν γύρω από το τζάκι – τη στια, παραστιά ή γωνοτζακιά των Ερυθραιωτών – και περίμεναν εκείνη την ώρα, για να προσευχηθούν και να πετύχουν ό,τι καλό επιθυμούσαν, μέσα από την παράκληση προς το Θεό.
Με βενέτικα (χαρτοφάναρα) οι γυναίκες μεταφέρανε το φως από τσι λαμπάδες της εξέδρας του αγιασμού, όπου λουτουργούσε το παπαδολόι, κι ανάβανε τα καντήλια των σπιτιών, που τα κρατούσαν ακοίμητα (άσβηστα) για σαράντα μέρες ή και για ένα χρόνο ακόμη!
Την ημέρα των Φώτων δεν ανοίγουν μόνο οι ουρανοί κι εισακούονται οι προσευχές, αλλά επίσης γλυκαίνουν τα νερά κι η θάλασσα ευγιάζει (καλοσυνεύει). Στα Βουρλά, ψαράδες και ναυτικοί στου Γιαλού τα χωριά, στα Γκλεζονήσια και στη Σκάλα δεν ημπαίνανε στη θάλασσα πριν απ’ τα Λόφωτα.
Οι πόρτες ανήμερα τα Λόφωτα ήταν ανοιχτές ολημερνίς για τα βίζιτα, όπως και τ’ Άη-Βασιλειού. Τα σπίτια με εορταζούμενους (τα ονόματα Φώτης, Φωτώ, Φωτεινιώ, Φωτούλα και Ουρανιώ, Ουρανίτσα συνηθίζονταν πάρα πολύ στα Βουρλά, στο Σιβρισάρι και στην ευρύτερη περιοχή τους) είχαν τη μεγαλύτερη κίνηση, όπως είναι φυσικό, και τα μουσαφιριά ηπλακώνανε σουρουσούιλα (οικογενειακώς).
Μετά το φαγητό, που συνήθως ήταν χοιρινό με τα χόρτα (αντίδια, σέλινα, πράσα κλπ.), κριάσι κατσικερνό με πιλάβι, όρνιθα ή πετεινός παραγιομιστός κ.ά., σε πολλά μέρη έκοβαν πίτα, παρόμοια μ’ εκείνη τ’ Άη-Βασιλειού. Οι Καραμπουρνιώτες τσομπάνηδες έκοβαν την πίτα στο μαντρί και τάιζαν με λίγη απ’ αυτήν τα ζώα τους, για το καλό. Οι Βουρλιώτες ή έφτιαχναν μια νέα πίτα με τη ζύμη για τ’ αϊτάκια, δίχως παρά (νόμισμα), ή φύλαγαν τη μισή αηβασιλιάτικη και την έκοβαν πάλι σε μερτικά. Αυτή η κοπή γινόταν με κάποιο ιεροτελεστικό τρόπο, μα δεν είχε τον πανηγυρικό χαρακτήρα τ’ Άη-Βασιλειού.
Στα Αλάτσατα κι αλλού, από τον καιρό που έκανε τη μέρα τω Φωτώ προμάντευαν τον καιρό για τη Λαμπρή, γιατί
Σαν είν’ τα Φώτα φωτερά,
θα ‘ν’ η Λαμπρή με τα νερά,
χαρά σε κείνη τη χρονιά!
Όπως προαναφέρθηκε ήδη στα δυο προηγούμενα φύλλα της εφημερίδας, χαρακτηριστικά ερυθραιώτικο αντέτι είναι και το ότι ανήμερα τω Λόφωτω, όπως τα Χρουστούεννα και τ’ Άη-Βασιλειού, χαιρετούνε ούλη τη μέρα ώσαμε τα μεσάνυχτα, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!». Η καλησπέρα κι η καληνύχτα δεν είναι οι πρέπουσες ευχές σε μια τόσο λαμπρή, χαρμόσυνη και φωτερή μέρα, σαν τα Λόφωτα!
Τα κάλαντρα τω Λόφωτω
Παιδικές κομπανίες με σημαντράκια, βενέτικα, φωτισμένα αυτοσχέδια καραβάκια από τενεκέ ή χαρτί έπαιρναν αποσπερού τω Φωτώ (την παραμονή) με τη σειρά τα γνωστά σπίτια στη γειτονιά τους και τραγουδούσαν το Λιουρδάνη ή Γιουρδάνη. Οι νοικοκυραίοι τα φίλευαν με καρπούς, γλυκά και παράδες και αντάλλασσαν ευχές.
Τα κάλαντρα τω Φωτώ έχουν πιο συγκεκριμένο θρησκευτικό χαρακτήρα, σε σχέση με τα χριστουγεννιάτικα και τ’ αηβασιλιάτικα. Σχεδόν όλες οι ερυθραιώτικες παραλλαγές τους αναφέρονται στους αγιασμούς των νερών και στο διάλογο Παναγίας και Προδρόμου, με θέμα τη βάφτιση του Ιησού. Το ποιητικό κείμενο είναι παρόμοιο στα περισσότερα μέρη, όπως στα παρακάτω βουρλιώτικα κάλαντρα:
Σήμερα είν’ τα Φώτα κι οι φωτισμοί
και χαρά μεγάλη κι οι αγιασμοί.
Κάτου στο Λιουρδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η Κερά μας η Παναγιά,
λίβανο βαστάει, κερί κρατεί
και τον Άη-Γιάννη παρακαλεί.
– Άη-Γιάννη, αφέντη και Πρόδρομε,
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
– Δύναμαι βαφτίσω κι αποθυμώ.
Για καρτέρεψέ με ως το πρωί,
να κατέβω κάτου στον ποταμό,
να ματζέψω ρόδα και αγιασμό,
να ανεβώ απάνου στον Κύριο,
να ματζέψω δρόσο και λίβανο,
ν’ αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά,
ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κερά.
Στο Μελί, πιθανόν και σε άλλα χωριαδάκια της Δυτ. Ερυθραίας, τα παιδιά τραγουδούσαν ασυνήθιστα κάλαντρα, πολλοί στίχοι των οποίων αποτελούν συμφυρμούς κι αποσπάσματα από άλλα τραγούδια του ελληνικού λαού. Στο τέλος βέβαια, ως συνήθως, δίνουν ευχές κι απαιτούν το μπαξίσι τους:
Σήµερα είναι τω Φωτώ π’ αγιάτζουν οι παπάδες
και µέσ’ στα σπίτια ψάλλουνε και λέν’ τον Ιορδάνη.
Ο Ιωάννης Βαφτιστής εγύρισε και είπε:
– Χαρίσετέ µου τα κλειδγκιά τα µαργκαριταρένια,
ν’ ανοίξω τον παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,
να πέσω ν’ αποκοιμηθώ σε µια µηλιά απέ κάτω,
να πέσουν τ’ άνθη απάνω µου, τα µήλα στην ποδγκιά µου
και τα χρουσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα µαλλιά µου.
Ανήφορος, κατήφορος σε τρία πηγαδάκια,
ήτανε τρεις μελαχρινές, µε τα σγκουρά µαλλάκια.
Η µια κεντά τον ουρανό, η άλλη το φεγγάρι,
η τρίτη η µικρότερη κεντά τον Άη-Γιάννη.
– Κέντα το, κόρη, κέντα το του Γιάννη το µαντίλι
και γέµισέ το τζάχαρη κι άµε το στο πλαστήρι
κι αφ’ το πλαστήρι στο σκολειό κι αφ’ το σκολειό στο σπίτι.
Και του χρόνου καλά Φώτα
κι ο παπάς µε τη νεµπότα
και δώστε µας τον κόπο µας,
να πάµε σ’ άλλη πόρτα!
Παρόμοια στο ποιητικό κείμενο είναι και τα κάλαντρα της Αγιά-Παρασκευής (Κιόστε). Έχουν ίδια αρχή με τα αηβασιλιάτικα κάλαντρα της περιοχής του Τσεσμέ, έπειτα όμως αναφέρονται στη σωτηρία του ανθρώπου με τη μεσολάβηση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το γεγονός της Βαπτίσεως είναι εντελώς απόν. Ακολούθως, παινεύουν το γιο της οικογένειας:
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά κι αρκή του Γεναρίου
κι αρκή που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,
ούλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι.
Κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε
και μέσ’ στα φύλλα τση μηλιάς αγγέλοι κι αρχαγγέλοι
κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος του βοηθά και λέγει:
– Χαρίσετέ μου το κλειδί το μαργαριταρένιο,
ν’ ανοίξω την παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,
να πέσω να ‘ποκοιμηθώ σε μια μηλιά ‘ποκάτω…
Έχεις και γιο και μονογιό, το γιο τον κανακάρη,
λούζεται και χτενίζεται και στο σκολειό του πάει…
Την ημέρα του αγιασμού των υδάτων έκλεινε ουσιαστικά ο κύκλος των εορτών του Δωδεκάμερου στην ιωνική Ερυθραία, όπως άλλωστε σε όλο τον Ελληνισμό. Η επομένη, που ήταν η γιορτή του Προδρόμου, δεν είχε ιδιαίτερους εορτασμούς, μια κι οι περισσότεροι Ερυθραιώτες Γιάννηδες γιόρταζαν στις καλοκαιριανοί Α-Γιάννηδες (24 Ιουνίου και 29 Αυγούστου) ή τ’ Άη-Γιάννη του Θεολόγου (8 Μαΐου και 26 Σεπτεμβρίου) – τον οποίο τιμούσαν κατεξοχήν αμέτρητες πόλεις και χωριά που υπάγονταν στις ιερές μητροπόλεις Εφέσου και Σμύρνης – ή, πολύ λιγότερο, τ’ Άη-Γιάννη του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου).
Μετά τ’ Α-Γιαννιού, ξέσκολα πια (μετά τις γιορτές), γύριζαν στην πεζή καθημερινότητα, με τσι έγνοιες και τα κασαβέτια τσης (βάσανα).
Στη μνήμη
της Λεθριανής Δήμητρας Μιχάλα – Πετρίδου που πέρασε άξαφνα στην αιωνιότητα
Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη – Γενάρη του 2011-12 στην εφημερίδα «Η Ν. Ερυθραία»
Θοδωρής Κοντάρας, φιλόλογος