Ίδρυση Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου.
Στις 10 Μάη του 1921 ο μουχτάρης του Εσκί Σεχίρ ειδοποιήθηκε να ενεργήσει άμεσα ώστε οι Ελληνοοθωμανοί της περιφέρειάς του να υπογράψουν κείμενο στο οποίο να αναφέρουν ότι αποκηρύσσουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης σαν δήθεν συνεργαζόμενο με την εχθρική προς την Τουρκία Ελληνική κυβέρνηση.
Ο μουχτάρης ανάγκασε τους ανάπηρους που είχαν σταλεί πίσω με ιατρικές γνωματεύσεις από τη Χαϊμανά και τους γέρους που είχαν απομείνει στην Εζίνη. Μαζί μ’ αυτούς υπόγραψε και ο αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Άγκυρας Ιωάννης Βουδούρης, ο οποίος εξαγοράστηκε με 5.000 λίρες που χορήγησε γι αυτό το σκοπό η κοινότητα Δορυλαίου, σαν αντιπρόσωποι των εκκλησιαστικών περιοχών Νίκαιας, Νικομήδειας και Άγκυρας.
Αφού συντάχτηκε το έγγραφο της αποκήρυξης του πατριαρχείου, τυπώθηκε σε πολύγραφο και ρίχτηκε στη ζώνη κατοχής των Ελληνικών στρατευμάτων.
Το ίδιο έγγραφο κατατέθηκε στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας και ψηφίστηκε το νομοσχέδιο που είχε ήδη ετοιμαστεί και κατατεθεί για ίδρυση Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου στην Καισαρεία (Kayseri) της Καππαδοκίας. Παράλληλα, εννοείται ότι το νομοσχέδιο καταργούσε όλα τα προνόμια που απολάμβαναν οι Ελληνο-οθωμανοί.
Ο Κεμάλ ειδικάμετά την εκλογή στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης του Μελέτιου Μεταξάκη, στα τέλη του 1921, προχώρησε τάχιστα στην ίδρυση για να εξαπατηθεί η δημόσια Ευρωπαϊκή γνώμη, σχετικά με τις σφαγές και τις εκτοπίσεις των χριστιανών σε όλη την περιφέρεια που έλεγχε η Κεμαλική διοίκηση.
Η χριστιανική κοινότητα του Αράπισον συγκέντρωσε 600 λίρες και τις πρόσφερε για την οργάνωση του πατριαρχείου.
Πατριάρχη διόρισαν τον παπά–Ευθύμιο Καραχισαρίδη (papa-Eftim Α’ 1884-1968), ποντιακής καταγωγής, προσωπικό φίλο του Κεμάλ, εφημέριο της κοινότητας του Κεσκηνμαντέν (Keskinmaden) της υποδιοίκησης Άγκυρας, ο οποίος περιφερόταν στα 6 χωριά που αποτελούσαν τις ενορίες του πατριαρχείου του και καλούσε τους κατοίκους να υπογράψουν κείμενα ότι δε θα δεχτούν να υπογραφή ειρήνη μέχρι να φύγει ο εχθρός (ο Ελληνικός στρατός) από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Τα κείμενα αυτά τα έστελνε στην Ευρώπη λέγοντας ότι δήθεν εκδήλωναν την επιθυμία του χριστιανικού πληθυσμού της Τουρκίας.
Δεδομένου ότι ο παπά-Ευθύμ ήταν τουρκόφωνος, γνωρίζοντας μόνο λίγα Ελληνικά, άλλαξε και το εκκλησιαστικό τελετουργικό στις 6 ενορίες που έλεγχε από τα Ελληνικά στα Τουρκικά.
Με την κατάρρευση του μετώπου το τουρκορθόδοξο κίνημα χάνει τη σημασία του. Αν και στη διάσκεψη της Λοζάνης υπήρξαν σημάδια που έδειχναν ότι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της ενδοχώρας θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή, τελικά συμπεριλήφθηκαν και αυτοί. Με την ανταλλαγή το εγχείρημα της τουρκορθόδοξης Εκκλησίας χάνει ουσιαστικά το δυνάμει ποίμνιό της. Ο παπα-Ευθύμ και κάποιοι στενοί του συνεργάτες εξαιρούνται από την ανταλλαγή με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Μετά την ανταλλαγή ο παπα-Ευθύμ δραστηριοποιείται στην Κωνσταντινούπολη και προσπαθεί να ελέγξει τη ρωμαίικη κοινότητα και το Πατριαρχείο. Η αναστάτωση που επικρατεί στο Φανάρι μετά την ελληνική ήττα ευνοεί αυτή την προσπάθεια.
Η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν είχε αναγνωρίσει την εκλογή του Μελετίου στον πατριαρχικό θρόνο. Έτσι αμέσως μετά την ελληνική ήττα τίθεται το θέμα της παραίτησής του. Εναντίον του Μελετίου τάσσονται και μέλη της Ελληνικής κοινότητας, με κύριο το Δαμιανό Δαμιανίδη, επίτροπο στην κοινότητα του Γαλατά. Ο Δαμιανίδης ήταν βασιλικός, δηλαδή τασσόταν κατά της βενιζελικής παράταξης, της οποίας βασικός εκπρόσωπος στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Πατριάρχης Μελέτιος. Στις 1 Ιανουαρίου 1923 πρωτοστάτησε σε μια διαδήλωση κατά του Πατριάρχη. Το πλήθος ζήτησε την άμεση εκθρόνιση του Μελετίου και ξυλοκόπησε τον Πατριάρχη. Φαίνεται ότι ο παπά-Ευθύμ ήταν σε επαφή με το Δαμιανίδη και η όλη υπόθεση αποτελούσε μια προσπάθεια εξάπλωσης του εγχειρήματος του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη.
Ο παπά-Ευθύμ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 21 Σεπτεμβρίου. Συναντήθηκε με τον τοποτηρητή του πατριαρχικού θρόνου στις 26 του ίδιου μήνα και ζήτησε την απόσυρση του Μελετίου και την εκλογή ενός νέου πατριάρχη αρεστού στην Άγκυρα.
Φαίνεται πως ο Ευθύμ προσπαθούσε να συγκροτήσει επαφές με τις καραμανλίδικες κοινότητες στην Κωνσταντινούπολη, όπως στα Ψαμαθιά και στο Κουμκαπί. Η τουρκική εφημερίδα Akşam στις 18 Σεπτεμβρίου ανακοίνωσε ότι πολλοί Ρωμιοί της πόλης έστειλαν μια επιστολή στον παπα-Ευθύμ με την οποία εξέφραζαν την αντίθεσή τους στο Μελέτιο και ότι ήθελαν στη θέση του να έχουν πατριάρχη τον Ευθύμ. Βλ. “İstanbul Rumları”, Akşam, 18 Σεπτέμβρη 1338/1922.
Ενώ στην αρχή το Πατριαρχείο δέχτηκε να συνδιαλλαγεί με τον Ευθύμ, άλλαξε στάση υποστηρίζοντας ότι αυτός δεν έχει καμία επίσημη αποστολή και στις 28 Σεπτεμβρίου διάκοψε κάθε επαφή μαζί του. Στις 2 Οκτωβρίου ο Ευθύμ συνοδευόμενος από τους υποστηρικτές του, αλλά και από την τουρκική αστυνομία, κατέλαβε το Πατριαρχείο και διάταξε την Ιερά Σύνοδο να εκθρονίσει το Μελέτιο. Αυτή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του και 6 μέλη της, των οποίων οι μητροπόλεις βρίσκονται εκτός των συνόρων της Τουρκίας, διαγράφτηκαν. Ο Ευθύμ διορίζει νέα μέλη στην Ιερά Σύνοδο και επέστρεψε στην Άγκυρα σαν εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όμως η κυβέρνηση δε δέχτηκε τον Ευθύμ ως αντιπρόσωπο του Φαναρίου με το σκεπτικό ότι αφού το Πατριαρχείο είναι θρησκευτικός θεσμός δεν υπήρχε λόγος να έχει επίσημο αντιπρόσωπο στην Άγκυρα. Στις 6 Δεκεμβρίου 1923 ο μητροπολίτης Χαλκηδόνος Γρηγόριος εκλέχτηκε Πατριάρχης, παρά την αντίθεση του πάπα-Ευθύμ που υποστήριξε πως ο Γρηγόριος είναι όργανο του ελληνικού κράτους. Έτσι ο Ευθύμ στις 7 Δεκεμβρίου καταλαμβάνει ακόμα μία φορά το Πατριαρχείο και ανακοινώνει ότι θα παραμείνει στο Φανάρι έως ότου διεξαχθούν νέες εκλογές. Όμως δύο ημέρες αργότερα η αστυνομία εκκενώνει το Φανάρι από τους ευθυμικούς. Φαίνεται ότι οι κινήσεις του θεωρήθηκαν επικίνδυνες από την κυβέρνηση. Αμέσως μετά η Άγκυρα αναγνωρίζει την εκλογή του Γρηγορίου.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1924, ο Ευθύμ καταλαμβάνει την εκκλησία της Παναγίας της Καφατιανής στο Γαλατά και εκεί μεταφέρει το Τουρκορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις 19 Φλεβάρη καθαιρέθηκε από την Εκκλησία. Ο Ευθύμ κατέλαβε επίσης και την εκκλησία Σωτήρος Χριστού στο Γαλατά, το 1926, και αμέσως μετά αφορίστηκε. Τον Απρίλιο 1928 στις κοινοτικές εκλογές της εφορείας του Πέραν, ο παπα-Ευθύμ πέτυχε να εκλεγούν και δύο δικοί του με την εμπλοκή και των τουρκικών Αρχών.
Μεταξύ του 1923 και 1924 το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρέμενε αβέβαιο, ενώ υπήρχαν πιθανότητες να πάρει μορφή παρόμοια με του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου. Η αλλαγή όμως πλεύσης της Άγκυρας στο θέμα αυτό απέκλεισε τελικά το συγκεκριμένο ενδεχόμενο. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας, και ειδικά με την υπογραφή των ελληνοτουρκικών συμφωνιών το 1930, οι σχέσεις των δύο χωρών μπαίνουν σε μια σχετικά καλύτερη πορεία. Η νέα κατάσταση βοηθά το Πατριαρχείο να λειτουργήσει κάτω από πιο ευνοϊκές συνθήκες. Στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης ο Ευθύμ χάνει σιγά σιγά την ελευθερία δράσης που είχε αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μπορούμε να πούμε ότι ξεκινώντας από αυτή την περίοδο η δράση του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η «τουρκορθόδοξη Εκκλησία» θα αποτελεί πια ένα όργανο της επίσημης τουρκικής πολιτικής που θα χρησιμοποιείται ενίοτε κατά του Πατριαρχείου.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, παρά τις καλές ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Ευθύμ συνεχίζει τη δράση του. Πρωτοστατεί στην ίδρυση του «Κοσμικού Οργανισμού των Χριστιανών Τούρκων». Ο οργανισμός αυτός ιδρύεται το 1935 από Αρμένιους και Ρωμιούς (κυρίως Ευθυμικούς), με σκοπό τον εκτουρκισμό και την πλήρη ενσωμάτωση των μειονοτικών κοινοτήτων στην τουρκική κοινωνία.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 γίνεται μια προσπάθεια ανανέωσης του Τουρκορθόδοξου Πατριαρχείου με «εξαγωγή» ποιμνίου. Ένας από τους πατέρες του τουρκικού εθνικισμού, ο Hamdullah Suphi, όταν γίνεται πρέσβης στο Βουκουρέστι το 1931, προσπαθεί να πείσει τους τουρκόφωνους ορθόδοξους της Βεσσαραβίας, τους Γκαγκαούζους, να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Ο γιος του Ευθύμ Τουργκούτ (Γεώργιος) Ερενέρολ ισχυρίζεται ότι ο Σουπχί (Suphi) είχε υποσχεθεί στον πατέρα του να του φέρει ένα ποίμνιο 250.000 ατόμων από τους Γκαγκαούζους. Όμως η έναρξη του πολέμου δεν επέτρεψε την υλοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου σχεδίου και η πλειονότητα των 70 χριστιανών Γκαγκαούζων φοιτητών που μετανάστευσαν στην Τουρκία το 1935, ασπάστηκαν το Ισλάμ.
Το 1938 η διεύθυνση των μειονοτικών βακουφίων ανατίθεται σε ειδικούς επιτρόπους που τους διορίζει η ίδια η Γενική Διεύθυνση Βακουφιών, καταστρατηγώντας έτσι τα περιθώρια αυτοδιαχείρισης των κοινοτήτων. Έτσι ο συνεργάτης του παπα-Ευθύμ, ο Ισταμάτ (Σταμάτης) Ζιχνί Οζνταμάρ (Istamat Zihni Ozdamar), έγινε διοικητής στα Ρωμαίϊκα ιδρύματα στο Βαλουκλή (Balıklı) όπου και παρέμεινε σ’ αυτό το πόστο μέχρι το 1946.
Το 1949 μετά την εκλογή του Αθηναγόρα σαν Οικουμενικού Πατριάρχη και την άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη, ο παπά-Ευθύμ στέλνει στο νέο Πατριάρχη συγχαρητήριο μήνυμα και ανακοινώνει ότι θα τον αναγνωρίζει ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή.
Το τηλεγράφημα αυτό δείχνει πως στο πλαίσιο των βελτιωμένων ελληνοτουρκικών σχέσεων των απαρχών του Ψυχρού Πολέμου ο παπα-Ευθύμ έχει χάσει κάθε ελπίδα για διεκδικήσεις σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο παπά- Ευθύμ Καραχισαρίσης πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1968. Στην αρχή το Πατριαρχείο αρνήθηκε να ενταφιαστεί ο παπά-Ευθύμ στο ορθόδοξο νεκροταφείο της Θείας Μεταμόρφωσης, στο Σισλί της Κωνσταντινούπολης, αλλά έπειτα από πολλές πιέσεις ανώτατων πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών, τόσο από την Κωνσταντινούπολη όσο και από την Άγκυρα, συναίνεσε.
Στο μνήμα του αποσχηματισμένου «παπά-Ευθύμ» έχει λαξευτεί μια φράση του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ: «Ο πάτερ Ευθύμ έχει προσφέρει στη χώρα μας όσο ένας στρατός». «Baba Eftim bu memlekete bir ordu kadar hizmet etmiştir».
* * * * * * * * *
Κλείνοντας την αναφορά στις εκτοπίσεις των χριστιανικών πληθυσμών της καθ’ ημάς Ανατολής, νομίζω ότι είναι απαραίτητο, και για την πλήρη κατανόηση των όσων προηγήθηκαν, για να μη θεωρήσει κάποιος ότι έτσι απλά, ένα πρωϊ, οι άτακτοι ληστοσυμμορίτες (çete=ληστοσυμμορίτης), συνεπικουρούμενοι και βοηθούμενοι, διότι έτσι τους βόλευε, από τον τακτικό στρατό του Κεμάλ, έμπαιναν στα Ελληνικά χωριά και στις πόλεις και κατέσφαζαν τον κόσμο. Τούτο άλλωστε προσπάθησαν να ισχυριστούν αργότερα οι Τούρκοι, μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Όμως από τη σειρά των γεγονότων, πανομοιότυπη σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο όπως περιγράφτηκε στις προηγούμενες αναφορές ήταν: Πρώτα μπαίνουν οι Τσέτες, κατασφάζουν και λεηλατούν τα “χοντρά”, μετά οι φτωχοί Τούρκοι και λεηλατούν “τα απομεινάρια” από τα σπίτια και κατόπιν ο τακτικός στρατός. Οι άτακτοι, σαν ομάδες ληστρικού χαρακτήρα προϋπήρχαν του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ και δρούσαν αυτόνομα απέναντι στην κυβέρνηση της Κων/πολης. Μετά την δημιουργία και την επικράτηση του εθνικιστικού κινήματος του Κεμάλ, μεγάλη επιτυχία του ήταν η συνένωση και επικράτησή του στις διάφορες αυτές ομάδες οι οποίες ωστόσοήταν πολύ ισχυρές. Δεν τις δημιούργησε ο ίδιος. Όμως, λατρευόταν από τον στρατό εκείνο των τακτικών και των ατάκτων τσετών και ο λόγος του ήταν γι αυτούς νόμος.
Μερικά χρόνια πριν από τη Μικρασιατική εκστρατεία, στις 12 Ιούνη 1914 και πάντως πριν από τη γενοκτονία των Αρμενίων η οποία ξεκίνησε στις 24 Απρίλη 1915, με βάση παλαιότερο σχέδιο του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμήτ (1894-1896) για την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής επικράτειας (Αρμένιων, Ελλήνων και Ασσυρίων Νεστοριανών, οι ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινούπολης από την περιοχή της Μικράς Ασίας, απάντησαν σε σχετικό αίτημα των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη για να τους ενημερώσουν σχετικά με την κατάσταση των Χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής τους.
Η απαντητική επιστολή των πέντε μητροπιλιτών της Μικράς Ασίας:Εφέσου, Σμύρνης, Φιλαδελφείας, Κρήτης και Ηλιούπολης ήταν η παρακάτω:
«Οι υπογεγραμμένοι Μητροπολίται Εφέσου, Σμύρνης, Φιλαδελφείας, Κρήνης, Ηλιουπόλεως, συμμορφούμενοι προς εκφρασθείσαν επιθυμίαν των κυρίων αντιπροσώπων των εν Κωνσταντινουπόλει Πρεσβειών των Μεγάλων Δυνάμεων, λαμβάνουν την τιμήν να εκθέσουν τας σκέψεις αυτών επί της σημερινής καταστάσεως, ήτις προυκάλεσε την αποστολήν αυτών εις το βιλαέτιόν μας.
Το έργον της εξοντώσεως του Χριστιανικού στοιχείου δεν είναι νέον και δεν αποτελέι γεγονός μεμονωμένον και τυχαίον.
Φαίνεται ότι είναι η προτελευταία φάσις, (η τελευταία ίσως μας επιφυλάσσεται υπό τον τύπον γενικής σφαγής ως η των Αρμενίων), του μίσους και του φανατισμού των Μουσουλμάνων μέχρι παροξυσμού, εξαρθέντος παρά του σωβινιστικού Τουρκικού τύπου, συμβουλεύοντος συνεχώς δια φλογερών άρθρων την εξόντωσιν των Χριστιανών, και της οποίας η πρώτη των εκδήλωσις είναι το μποϊκοτάζ, καθιστάμενον από ημέρας εις ημέραν σφοδρώτερον και οι μεμονωμένοι φόνοι, οίτινες ενσπείρουν τον πανικόν.
Του μεγάλου έργου της εξοντώσεως των Χριστιανών προηγήθη η απόλυσις των παρά τη Οθωμανική Κυβερνήσει, ή εις τας διαφόρους Οθωμανικάς υπηρεσίας Ελλήνων υπαλλήλων, ο εξοπλισμός των Τούρκων χωρικών ιδίως των κατοικούντων εις τα παράλια, ο αφοπλισμός εξ άλλου όλων των Χριστιανών των οποίων αφηρέθηκαι το κυνηγετικόν όπλον ακόμη, η καταπίεσις των προυχόντων του βιλαετίου Προύσης και Αϊδινίου, η απέλασις των Ελλήνων προυχόντων Σμύρνης, ο διορισμός εις θέσεις εμπιστευτικάς φανατικών πρακτόρων επί των οποίων υπάρχει απόλυτος εμπιστοσύνη δια την εκτέλεσιν του καταστρωθέντος σχεδίου.
Προς πραγματοποίησιν του σχεδίου τούτου μυστικαί οργανώσεις ειργάσθησαν υπό την επαγρύπνησιν, την διεύθυνσιν και την προστασίαν των κυβερνητικών οργάνων αποτελεσματικώτατα.
Όλα τα γεγονότα, τα οποία λεπτομερώς θα εκθέσωμεν και τα οποία συνίστανται εις διωγμούς μετά κλοπών, φόνων και λεηλασιών, δεν πρέπει να θεωρηθούν ως γεγονότα μεμονωμένα και τυχαία. Απ” εναντίας αποτελούσι σειράν γεγονότων, εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένων και μετά ταχύτητος εκτελεσθέντων προς πραγματοποίησιν προγράμματος ωρισμένου και εκ των προτέρων συνταχθέντος. Παντού πράγματι τα μέσα και ο τρόπος της εκτελέσεως ομοιάζουν. Πας όστις παρέστη εις μίαν των τρομερών αυτών σκηνών, αίτινες εξετυλίχθησαν εις τα φιλήσυχα μέρη όπου το Ελληνικόν στοιχείον υπερείχε, δύναται να σχηματίση ιδέαν ακριβή των διαπραχθέντων και εις τας άλλας πόλεις και τα χωρία της Ανατολής. Εξαίρεσιν απετέλεσαν αι πόλεις και τα χωρία άτινα αμυνόμενα υπέρ βωμών και εστιών αντετάχθησαν κατά των επιδρομέων. Τα χωρία ταύτα ως το Σερέ-κιοϊ, Γκερέ-κιοϊ, Σουλουτζούν και ολόκληρος η περιφέρεια της αρχαίας και νέας Φωκαίας κατεστράφησαν τελείως και επυρπολήθησαν.
Ιδού άλλως τε το σύστημα της δράσεως των Μουσουλμάνων. Ο Καϊμακάμης και ο Αρχηγός της Χωροφυλακής καλούν τους Δημογέροντας και τους προύχοντας του τόπου και τους συνιστούν ν” αναχωρήσουν διότι δεν είναι πλέον ανεκτοί. Ούτως ενήργησεν ο Καϊμακάμης Περγάμου Αρήφ Χιαμπή Βέης, ο Καϊμακάμης Αδραμυττίου, ο Καϊμακάμης Καράβουρνου, ο Μουδίρης του Μοντόβου, ο Αρχηγός της μυστικής οργανώσεως του Τσεσμέ Καραμπίνας Ζαδέ Αλή Βέης, ο Αρχηγός της Χωροφυλακής και ο Λιμενάρχης, ο Δήμαρχος, ο Δημοτικός Ιατρός Σαΐμ Βέης και ο άλλοτε Μουφτής Σερί Βέης της αρχαίας Φώκαιας, ο Διοικητής της Χωροφυλακής Μαινεμένης Ταλάτ Βέης και όλοι οι κυβερνητικοί υπάλληλοι των ανωτέρω Διαμερισμάτων. Μετά ταύτα άοπλοι ορδαί βασιβουζούκων και βαρβάρων ζεϊμπέκηδων ώρμησαν κατά των Χριστιανικών χωρίων, ελκυόμενοι εκ της ελπίδας πλουσίας λείας και διήρπασαν τας περιουσίας των Χριστιανών, τας οποίας θεωρούν ως εθνικήν περιουσίαν, διότι οι διοργανωταί των διωγμών έχουν από πολλού διδάξη τους επιδρομείς αυτούς ότι αι περιουσίαι των Χριστιανών ήσαν ιδία αυτών κληρονομία, οίτινες δεν έπρεπε πλέον να είναι ανεκτοί παρά των Μουσουλμάνων.
Δύναται πας τις να φαντασθή κατόπιν των ανωτέρω πώς το σχέδιον αυτό από πολλού ωρίμασεν, καταχθονίως εξετελέσθη και ο μόνος σκοπός ήτο η εξόντωσις των Χριστιανών.
Ουαί εις τους Χριστιανούς, οίτινες δεν υπεχώρουν αμέσως εις τα τρομακτικά μέτρα της Χωροφυλακής και των κυβερνητικών υπαλλήλων.
Την ιδίαν νύκτα αρχίζουν πέριξ του χωρίου οι πυροβολισμοί, κλοπαί, απαγωγαί χωρικών, φόνοι μεμονωμένοι, καταστροφαί δια πυρός των αγροτικών οικιών. Εάν οι Έλληνες χωρικοί, οι δια τοιούτων μεθόδων τρομοκρατούμενοι, εκδηλώσουν την επιθυμίαν όπως μεταναστεύσωσι, τους ληστεύουν και τους αφαιρούν παν ό,τι έχουν, κατόπιν δε τους εκδιώκουν στερουμένους των πάντων. Εάν επιμείνουν υπερασπίζοντες τας εστίας των, τας πόλεις των, τους βωμούς των, αι ένοπλοι ορδαί κατέρχονται εκ των πέριξ ορέων εις ωρισμένην ημέραν και ώραν υπακούοντες εις δοθείσας διαταγάς, εισβάλουν εις την πόλιν ή το χωρίον, το οποίον έχει προγραφή και το πολιορκούν. Εάν τα χωρία απαντήσουν εις τους πυροβολισμούς αι αυταί ορδαί οδηγούμεναι παρ” αξιωματικών, χωροφυλάκων ή αγροφυλάκων και αποστράτων αξιωματικών ορμούν ως τακτικός στρατός προς καταστροφήν των χωρίων. Και τότε θρηνούμεν θύματα μεγάλων σφαγών και τρομερών καταστροφών, ως ήδη εγένετο εν Σερέ-κιοϊ και Γκερέ-κιοϊ και εις όλην την περιφέρειαν Φωκαίας. Δι” όλους αυτούς τους λόγους η ανωφελής παρουσία αυτών υπήρξεν απεναντίας αφορμή επιδεινώσεως της καταστάσεως.
Πράγματι, εάν οι υπάλληλοι αυτοί μεταβάντες εις τας ερημωθείσας χώρας, ως η πόλις του Αδραμυττίου και αι επαρχίαι της Περγάμου, Φωκαίας, Τσεσμέ και Καραμπουρνού, ετηλεγράφησαν εκείθεν, ότι αποκατέστη πλήρης τάξις, αλλά τούτο διότι Χριστιανικοί πληθυσμοί δεν υπάρχουν εις τα μέρη ταύτα προς εξόντωσιν, καθ” ότι οι τελευταίοι ούτοι εξεδιώχθησαν ή απεγυμνώθησαν.
Προς συμπλήρωσιν της καταστροφής αποστέλλουν οι ίδιοι εις τας εκκενωθείσας πόλεις και χώρας μουατζήριδες (μετανάστας) εκ του εσωτερικού προς εποικισμόν.
Πράγμα το οποίον αποδεικνύει ότι εννοούν να επωφεληθούν των καρπών της λεηλασίας και καταστροφής, ην προυκάλεσαν. Η επίσκεψίς των εις μέρη μη καταστραφέντα ως το Τζιρίχ, Μπαϊνδίρ, κλπ. έσχεν ως αποτέλεσμα, ως αγγέλουν αι εκείθεν ειδήσεις, την απότομον επιδείνωσιν της καταστάσεως.
Δια να μην αναφέρωμεν άλλα γεγονότα παραθέτομεν το εξής επίσημον τηλεγράφημα της Κοινότητος των Θείρων , ληφθέν σήμερον:
«Από της αφίξεως του Γενικού Διοικητού το μποϊκοτάζ κατέστη σφοδρότερον. Η αγορά έκλεισεν. Αι καπνοφυτείαι και οι αγροί εγκατελείφθησαν. Οι καλλιεργηταί φοβούνται να μεταβούν εις τας εργασίας των. Οι πληθυσμοί ζητούν να μεταναστεύσουν. Η Κυβέρνησις εμποδίζει. Ενεργήσατε το ταχύτερον, όπως μεταβώμεν εις Σμύρνην και διαφύγωμεν την ανυπόφορον κατάστασιν».
Και ήδη, κύριοι, δύνασθε να εννοήσητε ποία είναι τα εσωτερικά ελατήρια του καταχθονίου αυτού μηχανισμού, τα οποία κατά τον εικοστόν αιώνα και εν καιρώ ειρήνης υπό τα όμματα της Ευρώπης της χριστιανικής και πεπολιτισμένης οργανώνουν και κατεργάζονται κατά των Χριστιανών αμείλικτον διωγμόν, καταδίωξιν απαραδειγμάτιστον εν τη ιστορία, δια της οποίας επιδιώκεται η εξόντωσις του Χριστανικού πληθυσμού και ο εξισλαμισμός των μερών αυτών.
Φρονούμεν ότι η μόνη αποτελεσματική θεραπεία προς εξασφάλισιν ζωής ανεκτής των Χριστιανών εν Τουρκία είναι η πιστή εφαρμογή των εξής αξιώσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
1) Επιστροφή των προσφύγων εις τας εστίας των.
2) Απόδοσις των περιουσιών των.
3) Αποζημίωσις.
4) Κατάπαυσις του μποϊκοτάζ.
5) Εγγυήσεις.
6) Σχηματισμός Μικτής Επιτροπής προς διενέργειαν της εκ νέου αποκαταστάσεως των προσφύγων εις τας εστίας των.
Οι υπογεγραμμένοι δράττονται της ευκαιρίας όπως διαβεβαιώσουν υμάς, κύριοι, περί της απολύτου εκτιμήσεώς των, και επικαλούνται την ευλογίαν του Θεού επί του ευεργετικού υμών έργου.
Εν Σμύρνη τη 12 Ιουνίου 1914″.
…………… Ευθύμης Λεκάκης.Νομικός, Ιστορικός ερευνητής.