……(Η μνήμη του γιορτάζεται στις 11 Ἰουλίου)
Θά μιλήσουμε γιά ἕνα νεομάρτυρα, πού τόν γιορτάζουμε στίς 11 Ἰουλίου. Ὀνομάζεται Νεκτάριος. Τό πρῶτο του ὄνομα ἦταν Νικόλαος. Γεννήθηκε στή Μ. ‘Ασία, στήν πόλη των Βουρλών. Ὁ πατέρας του πέθανε, ὅταν ἀκόμα ἦταν μικρός. Ὀρφανός ὁ Νικόλαος, γιά νά ζήση τόν ἑαυτό του καί τή μητέρα του, πῆγε κι ἔγινε ὑπηρέτης. Ὁ ἀγᾶς τοῦ ἀνέθεσε τήν ὑπηρεσία τῶν καμήλων. Ἔγινε καμηλιέρης. Τά ταξίδια τότε γίνονταν μέ καμῆλες, πού εἶναι ζῶα ἀνθεκτικά στήν πεῖνα, στή δίψα, καί μποροῦν νά βαδίσουν πολλά χιλιόμετρα στήν ἔρημο.
Στά Βουρλά ἔπεσε θανατικό, κι ἔφυγε ὁ ἀγᾶς. Μαζί του κι ὁ καμηλιέρης, ὁ νεαρός Νικόλαος. Ἑπτά χριστιανοί νέοι ὑπηρετοῦσαν στήν περιοχή σάν καμηλιέρηδες στούς ἀγαρηνούς. ‘Απομονωμένοι ὅπως ἦταν ἀπό τούς ἄλλους χριστιανούς, ὑφίσταντο τήν ἐπίδραση τοῦ περιβάλλοντος. Οἱ ἀγαρηνοί κατώρθωσαν μέ διάφορες ὑποσχέσεις νά τούς παρασύρουν, κι ἔτσι οἱ ἑπτά νέοι ἀρνήθηκαν τή χριστιανική πίστη κι ἔγιναν μωαμεθανοί.
Ὅταν σταμάτησε τό θανατικό, οἱ ἀγαρηνοί μαζί μέ τούς ἑπτά νέους γύρισαν στά Βουρλά. Ὁ Νικόλαος νόμιζε πώς ἡ μητέρα του εἶχε πεθάνει, καί γι’ αὐτό, ὅταν ἔμαθε ὅτι ζῆ, χάρηκε καί ἔτρεξε νά τή συναντήση. Ὁ Νικόλαος φοροῦσε τούρκικα φορέματα καί δέν εἶχε συναίσθηση τοῦ τί κακό εἶχε κάνει πού ἀρνήθηκε τήν πίστη του. Ἡ μητέρα του, μόλις τόν εἶδε, ταράχθηκε καί δέν ἄφησε τό Νικόλαο νά τήν πλησίαση. – Μήν ἔρχεσαι κοντά μου, τοῦ εἶπε, δέν μπορῶ νά σέ βλέπω μ’ αὐτή τήν ἐμφάνιση!.. Κι ὅταν ὁ Νικόλαος προσπάθησε νά δικαιολογηθῆ γιά τήν ἐμφάνισή του, ἡ εὐσεβής μητέρα, πού παραπάνω ἀπό τό παιδί της ἀγαποῦσε τό Χριστό, τοῦ εἶπε:
– Φύγε ἀπό κοντά μου, φύγε τό γρηγορώτερο. Ἐγώ δέν γέννησα Τοῦρκο, ἀλλά γέννησα χριστιανό, καί τά μάτια μου δέν μποροῦν νά σέ βλέπουν τώρα Τοῦρκο.
Ὁ Νικόλαος ὕστερα ἀπό τόν ἔλεγχο τῆς μητέρας του δέν γύρισε πιά στό σπίτι τοῦ ἀγᾶ, ἀλλά πῆγε στή Σμύρνη. Ἐκεῖ συνάντησε ἕνα θεῖο του πού ἦταν πλοίαρχος καί σ’ αὐτόν φανέρωσε τήν φρικώδη ἁμαρτία πού διέπραξε. Ὁ θεῖος του, βλέποντας τή μετάνοια του, τόν λυπήθηκε.
Τόν ἔντυσε μέ ροῦχα πού φοροῦσαν τότε οἱ χριστιανοί καί τόν συμβούλεψε νά φύγη στήν Κωνσταντινούπολη. Ἔφτασε στήν Πόλη. Ἔμεινε ἐκεῖ ἕνα μικρό διάστημα. Ἀπό ἐκεῖ πῆγε στή Βλαχία, τή σημερινή Ρουμανία. Ἀλλ’ ὅπου καί ἄν πήγαινε, δέν εὕρισκε ἡσυχία. Μέσα του ἡ συνείδησις σάν σκορπιός τόν κεντοῦσε γιά τήν ἁμαρτία πού εἶχε κάνει.
Ὁ Νικόλαος ἔφυγε ἀπό τή Βλαχία καί γύρισε στή Σμύρνη. Συναντήθηκε πάλι μέ τόν θεῖο του, ἀλλά έκεῖνος τόν μάλωσε γιατί δέν ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε.
‘Απελπισμένος ἀπό τούς ἀνθρώπους ἄρχισε νά κλαίη καί νά ζητάη τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσευχή του ἦταν: «Θεέ μου πολυεύσπλαγχνε, παντοκράτορα καί ἐλεήμονα, φώτισέ με τί δρόμο νά ἀκολουθήσω. Μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ καί ἄς μή νικήση τό μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων μου τήν ἄμετρη εὐσπλαγχνία σου». Καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ φάνηκε. Χριστιανοί τῆς πόλεως ὡδήγησαν τόν Νικόλαο σέ κάποιον Ἁγιορείτη πνευματικό πατέρα. Ὁ πνευματικός τόν παρηγόρησε καί τοῦ συνέστησε νά πάη στό Ἅγιο Ὄρος γιά νά ἡρεμήση ψυχικά.
Στό Ἅγιο Ὄρος συνάντησε πολλούς πνευματικούς πατέρας καί ἀδελφούς. Ἐξομολογούμενος συχνά ἀπέκτησε τόν θεῖο φωτισμό καί εἶχε πιά ζωηρή ἐπιθυμία νά πάη στόν κόσμο, νά ὁμολογήση τόν Χριστό καί νά μαρτυρήση. Ἀλλά οἱ πνευματικοί πατέρες καί ἀδελφοί, προβάλλοντας τούς πολλούς κινδύνους καί τίς δυσκολίες πού ἔχει τό μαρτύριο, τοῦ ἔλεγαν ὅτι «Καί ἐδῶ ἄν μείνης καί ζήσης ὅπως θέλει ὁ Θεός, θά σωθῆς». Στά μοναστήρια ὅπου πήγαινε ὁ Νικόλαος δέν εὕρισκε κατανόηση. Πολλά ὑπέφερε. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ὅλα τά ὑπέμενε, λέγοντας ὅτι ὅλα ὅσα τοῦ συμβαίνουν, συμβαίνουν γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων καί τή σωτηρία του.
Τέλος ὁ Νικόλαος κατέφυγε στή σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἀσκήτευε ἕνας συμπατριώτης του ὀνομαζόμενος Χατζηστέφανος. Ἀλλά καί στή σκήτη οἱ μοναχοί δέν συμπεριφέρονταν καλά στόν Νικόλαο καί ὁ Νικόλαος ὑπέφερε πολύ. Ἡ ὑπομονή του ὅμως στό τέλος νίκησε. Ὅλοι πείσθηκαν ὅτι ὁ Νικόλαος εἶναι μία εὐγενής ὕπαρξις, πού παρασύρθηκε μέν στήν ἄρνησι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τώρα μετανοεῖ εἰλικρινῶς καί φλέγεται ἀπό τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου. Σέ λίγο οἱ μοναχοί δέχτηκαν, ὁ Νικόλαος νά γίνη δεκτός στήν ἀδελφότητα καί νά γίνη μοναχός. Ἔγινε μοναχός καί ἀπό Νικόλαος ὀνομάστηκε Νεκτάριος. Ἄν καί ἦταν ἀκόμη νέος εἴκοσι ἐτῶν, ὅμως ἡ προθυμία του γιά τήν ἄσκηση ἦταν μεγάλη. Νήστευε, προσευχόταν, ἀγρυπνοῦσε, σκληραγωγοῦσε τόν ἑαυτό του καί ὅλοι θαύμαζαν γιά τήν πρόοδο του.
Ἀλλά ὁ Νεκτάριος, ταπεινή καί συντετριμμένη καρδιά, δέν ἔμενε εὐχαριστημένος ψυχικῶς, παρ’ ὅλη τήν ἄσκησή του. Ἡ ψυχή του ζητοῦσε κάτι πολύ ἀνώτερο. Ζητοῦσε τό μαρτύριο. Προσευχή του ἦταν: «Θεέ μου, οἰκτίρμον καί ἐλεῆμον, σπλαχνίσου με. Πλάσμα σου εἶμαι καί δοῦλος σου. Μόλυνα τό σῶμα μου μέ τήν ἄρνησί μου καί θέλω νά καθαριστῆ τώρα μέ τό αἷμα μου. Καί ὅπως, Χριστέ, σέ ἀρνήθηκα, ἔτσι θέλω νά σέ κηρύξω καί νά σέ ὁμολογήσω λαμπρά σάν ἀληθινό Θεό μπροστά στούς ἄπστους καί ἄθεους ἀγαρηνούς. Χριστέ, ἐλέησόν με διά πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου».
Ὁ συμπατριώτης του Χατζηστέφανος, βλέποντας ὅτι ὁ Νεκτάριος μένει ἀπαρηγόρητος, τόν ὡδήγησε καί σέ ἄλλους πνευματικούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού καί αὐτοί ὅμως τόν ἐμπόδισαν ἀπό τό μαρτύριο. Ἀλλά ἦταν τόσο θερμή ἡ παράκλησις τοῦ Νεκταρίου γιά νά μαρτυρήση, ὥστε κι οἱ ἄλλοι πνευματικοί πατέρες πείσθηκαν πώς δέν πρέπει νά τόν ἐμποδίσουν, ἀλλά νά τόν ἀφήσουν νά πάη στόν κόσμο καί νά δώση τή μαρτυρία του γιά τό Χριστό.
Μέ τίς εὐχές τῶν πατέρων ὁ Νεκτάριος ἔφυγε ἀπ’ τό Ἅγιον Ὄρος. Συνωδευόταν κι ἀπ’ τόν Χατζηστέφανο, πού δέν ἤθελε νά τόν ἀποχωρισθῆ. Ἦρθαν σέ διάφορα μέρη. Ἔφτασαν μέχρι τήν Πόλη. Τούς βρῆκαν πολλοί διωγμοί καί πολλές περιπέτειες, ἀλλ’ ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου δέν εἶχε ἀκόμα φτάσει.
Τέλος ἀποφάσισαν ὁ μέν Χατζηστέφανος νά πάη καί νά παραμείνη στή Σμύρνη καί ἀπ’ ἐκεῖ νά παρακολουθῆ καί νά ἐνισχύη τό Νεκτάριο, ὁ δέ Νεκτάριος νά πάη στά Βουρλά κι ἐκεῖ νά ὁμολογήση καί νά μαρτυρήση. Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ μέν πῆγε στή Σμύρνη, ὁ δέ στήν πατρίδα του, τά Βουρλά. Ἐκεῖ στά Βουρλά στήν ἀρχή παρουσιάστηκε. μέ τούρκικη ἐνδυμασία καί γιώρτασε μαζί μέ τούς ἀγαρηνούς τό μπαϊράμι. Ἀλλ’ ὅταν τελείωσε τό μπαϊράμι, παρουσιάστηκε στόν κριτή, ἐξιστόρησε τή ζωή του, ὡμολόγησε τήν πίστη του καί μέ μεγάλη φωνή κήρυξε ὅτι εἶναι καί πάλι χριστιανός, ἕτοιμος γιά κάθε μαρτύριο. Ἔρριξε κάτω τό σαρίκι καί τό φέσι καί εἶπε με τόλμη και παρρησία: – Με γελάσατε. Μου πήρατε το μάλαμα που είχα και μου δώσατε μπακίρι. Με γελάσατε και με τουρκέψατε. Είμαι χριστιανός και θέλω να πεθάνω χριστιανός.Πάρε τά σημάδια τῆς ψεύτικης πίστεώς σας. Ἐγώ χριστιανός γεννήθηκα, Νικόλαος βαφτίστηκα, καί χριστιανός θέλω νά πεθάνω καί μέ τό αἷμα μου νά ξεπλύνω τή μεγάλη μου ἁμαρτία.
Ὁ κριτής ἐξεπλάγη. Διατάχθηκε ἡ φυλάκισίς του. Στίς ἀνακρίσεις πού ἔγιναν ὁ Νεκτάριος ὡμολογοῦσε τήν πίστι του καί ἐξέφρασε σταθερά τήν ἀπόφασί του νά μαρτυρήση γιά τό Χριστό. Καμμιά ἀπειλή, κανένα βασανιστήριο, κανένα φόβητρο δέν μπόρεσε νά τόν κλονίση.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, τον επισκέφθηκαν πολλοί προύχοντες και πλούσιοι Μουσουλμάνοι προσπαθώντας να τον μεταπείσουν για τη δόξα της πίστης του, τάζοντάς του πλούτη και τιμές, αλλά αυτός δεν άλλαξε γνώμη. Όταν έφθασε ο ηγεμόνας, ημέρα Παρασκευή, διέταξε να φέρουν μπροστά του τον Άγιο και τον ερώτησε: “Συ είσαι εκείνος που έχουν στη φυλακή, διότι είχες δεχθεί την πίστη μας και την αρνείσαι τώρα;”. “Ναι”, του απάντησε με θάρρος ο Άγιος και τίποτα δεν στάθηκε δυνατό να του αλλάξει γνώμη, παρά τις παροτρύνσεις και τις κολακείες του ηγεμόνα, ο οποίος τον παρακαλούσε να έλθει στον εαυτό του και να λυπηθεί τα νιάτα του και την ομορφιά του. Ο Άγιος απαντούσε: “Εγώ κρατώ τη χριστιανική μου πίστη, και το γλυκύτατο όνομα του Χριστού μου κηρύττω και μεγαλύνω δια παντός, προσκυνών Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα. Επικαλούμαι πάντοτε την Κυρίαν μου Θεοτόκον εις βοήθειάν μου και αψηφώ και τας παιδείας σας και τα βάσανα και αυτόν τον θάνατον!”. Ο ηγεμόνας διέταξε πάλι να τον ρίξουν στη φυλακή και στον ποδοκάκη χειρότερα από την πρώτη φορά. Εκείνη, λοιπόν, την νύκτα της Παρασκευής, ξημερώματα προς το Σάββατο, ζήτησε ο μακάριος να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και την δια της προσευχής βοήθεια των ιερέων. Το Σάββατο το πρωί, αφού με άπειρη συγκίνηση μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων ήταν έτοιμος για τον αγώνα του. Εκείνη την ίδια ημέρα ο ηγεμόνας προσπάθησε ξανά να τον μεταπείσει, αλλά και πάλι μάταια. Στο τέλος, ο ηγεμόνας απελπισμένος πρόσταξε τους δήμιους να τον βασανίσουν ανηλεώς, εκείνοι δε τον έδερναν άγρια και του έβαζαν τάσια χάλκινα πυρακτωμένα στο κεφάλι και άλλα διάφορα, μέχρι που ο Άγιος έμεινε ημιθανής. Έπειτα τον έριξαν ως νεκρό πάλι στη φυλακή, αλλά η Θεία Δύναμις πρόφθασε και για την καταισχύνη των Αγαρηνών και για στήριγμα της σωτηρίας των Χριστιανών, ο Μάρτυρας φάνηκε υγιής και ωραίος σαν πρώτα, ψάλλοντας το “Εξομολογήσομαί σοι Κύριε, εν όλη τη καρδία μου, διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσιά σου, ευφρανθήσομαι και αγγαλιάσομαι εν σοι, και σώσον τον δούλο σου ο Θεός μου, τον ελπίζοντα επί σε, … το έλεος σου το μέγα επ’ εμέ, … Συ Κύριος ο Θεός οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και πολυέλεος, επίβλεψον επ’ εμέ, ιδέτωσαν οι μισούντες με και αισχυνθήτωσαν, …” και άλλους ψαλμούς και ευχές μέχρι την τρίτη ώρα της Κυριακής εκείνης, κατά την οποία εορταζόταν η μνήμη της Αγίας ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, στις 11 Ιουλίου του 1820.
Τότε μαζεύθηκαν οι προύχοντες των Οθωμανών και είπαν στον ηγεμόνα ότι δε συμφέρει να ζει πια αυτός ο νέος, ο οποίος φάνηκε απειθής και ντρόπιαζε τη θρησκεία τους. Ο ηγεμόνας τότε τον έστειλε ανυπόδητο, ασκεπή και σχεδόν γυμνό, ντυμένο μόνο με ένα πουκάμισο και ένα σώβρακο στον Κριτή, μπροστά στον οποίο απήγγειλε όλο το “Πιστεύω” χωρίς να δειλιάσει, εκείνος δε τον καταδίκασε στην κεφαλική τιμωρία. Σπρώχνοντας, λοιπόν οι δήμιοι, τον έφεραν στην τούρκικη αγορά, το λεγόμενο Μπάλκατζα παζάρι, κοντά στο σημερινό Εσκί Τζαμισί και το παλαιό Μεχκεμέ, για τον αποκεφαλισμό του. Εκεί, ήταν ένας Άραβας δήμιος έτοιμος να τον αποκεφαλίσει. Ο Άγιος γονάτισε μόνος του, ενώ ο δήμιος για να τον εκφοβίσει τον μετατόπισε τρεις φορές και τέλος παρόλο που τον κτύπησε με όλη του τη δύναμη, έκοψε μόνο κατά δύο δάκτυλα τον μακάριο λαιμό του! Κλήθηκε άλλος δήμιος αγριότερος του πρώτου, ένας αιμοβόρος Ζεϊμπέκης, ο οποίος τον έριξε πρηνή και κρατώντας την κεφαλή του από τα μαλλιά τον αποκεφάλισε, και έτσι ετελειώθη ο Μάρτυς.
Μετά από αυτό, το ιερό σώμα του έμεινε άταφο, επί τρεις ημέρες προς περιφρόνηση, ενώ στη συνέχεια έριξαν το Άγιο Λείψανό του σε ένα ξεροπήγαδο μεγάλου βάθους ρίχνοντας πάνω του πέτρες και ξύλα, παραχώνοντάς το. Η ανακομιδή του Αγίου Λειψάνου έγινε από τον ιεροδιάκονο Καλλίνικο Τζανετολιάρη, ο οποίος μόλις έμαθε ότι το Άγιο Λείψανο βρισκόταν όχι κάτω από τις πέτρες και τα ξύλα, αλλά θαυματουργικά πάνω από αυτά, πήγε τη νύκτα και κατεβαίνοντας μέσα στο πηγάδι, πήρε το Άγιο Λείψανο το οποίο έθαψε σε ένα μέρος της οικίας του. Μετά από ένα έτος έγινε η ανακομιδή των Λειψάνων του, τα οποία φύλαξε από μισά με τον Χατζή Στέφανο για είκοσι χρόνια, οπότε και εν τέλει μεταφέρθηκαν από τον Χατζή Στέφανο στο Άγιον Όρος, στη Σκήτη της Αγίας Θεοπρομήτορος Άννης, όπου και εναποτέθηκαν. Η μητέρα του Αγίου έλαβε μέρος από τον λαιμό του, το οποίο πολλές θεραπείες παρείχε στους ασθενείς μέχρι το 1836, οπότε απέθανε η μητέρα του Αγίου. Μέχρι τότε, εξάλλου, η καταραμένη ασθένεια, το θανατικό, δεν παρουσιάσθηκε στα Βρύουλλα, σύμφωνα και με την παράκληση της μητέρας του προς τον Άγιο, παρά μόνο μετά τον θάνατό της. Το σπίτι, πάντως, του Αγίου στα Βουρλά, ήταν τόπος προσκυνήματος, όπως αποδεικνύει και η επίσκεψη του Γέροντος της “Αναλήψεως”, Ιερωνύμου Σιμωνοπετρίτη (1871-1957), όταν με το χέρι της Αγίας Μαγδαληνής επισκέφθηκε τα Βουρλά γιατί είχαν πέσει ακρίδες, οι οποίες μετά τη λιτανεία έπεσαν στη θάλασσα.
Πολλοί από τους συμπατριώτες του Αγίου ζωγράφισαν την εικόνα του και την τοποθέτησαν στο εικονοστάσι του σπιτιού τους, ενώ η συντεχνία των αρτοποιών τον ανακήρυξε σε ιδιαίτερο προστάτη της και αφού ζωγράφισαν σε μεγάλο σχήμα τον Άγιο μαζί με την Αγία Ευφημία, κατέθεσαν την εικόνα αυτή στον Ιερό Ναό της Παναγίας των Βρυούλλων.
Η Τίμια Κάρα του Αγίου ενδόξου Νέου Οσιομάρτυρος Νεκταρίου, του εκ Βρυούλλων, φυλάσσεται μαζί με άλλα πολύτιμα Λείψανα Αγίων στο Καθολικό της Σκήτης, ενώ τμήματα του Αγίου Λειψάνου του βρίσκονται και τιμώνται και στα ναΐδρια των Καλυβών της Σκήτης. Οι Πατέρες της Σκήτης αρχικά και οι συμπολίτες του Αγίου αργότερα, το 1866, φρόντισαν να συνταχθεί ο βίος και ακολουθία του Αγίου, η οποία υπεβλήθη στην Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και έτυχε της εγκρίσεως αυτής. Έπρεπε, λοιπόν, να αναφέρεται με το όνομα Νεκτάριος στην βιογραφία του και στην ακολουθία του, επειδή όμως οι πατριώτες του τον γνώριζαν με το όνομα Νικόλαος προτιμήθηκε, τουλάχιστον σε εκείνες τις παλαιότερες βιογραφίες και ακολουθίες το όνομα αυτό. Σε επόμενες ακολουθίες, όπως π.χ. σε εκείνη που συνέγραψε ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης, αποκαταστάθηκε αυτή η ανακολουθία. Όμως και αυτό το γεγονός πέραν των άλλων, μάλλον προβλήματα πρόσθεσε σε ότι αφορούσε την γνώση του κόσμου σχετικά με τον Άγιο. Από την Καλύβη της Αποτομής της Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου, όπου κατοικούσαν μονάζοντες ασκώντας το διακόνημα της αγιογραφίας, οι Βουρλιώτες μοναχοί Νεκτάριος Σιδέρης και οι ανιψιοί του Αβέρκιος και Ιωάννης Σιδέρης, όλοι σήμερον εν Κυρίω τελειωθέντες, προέρχονται (1968) τα Άγια Λείψανα του Αγίου Νεκταρίου του εκ Βρυούλλων, τα οποία κατατέθηκαν κατά τη διάρκεια των εγκαινίων στην Αγία Τράπεζα του Ιερού Ναού του Αγίου στα Μέσα Μουλιανά Σητείας, στις 3 Οκτωβρίου 1993.
Ο αγιος Νεκτάριος ο Βουρλιώτης,ήταν στα Βουρλά ο προστάτης των ”ψωμάδων”.Των φουρνάρηδων δηλαδή που έβγαζαν μόνο ψωμί,όπως αναφέρει ο Ν.Μηλιώρης στα ΙΣΤΟΡΙΚΑ,σελίδα 302.
Σήμερα στη Σκάλα των Βουρλών, ένας ναός στέκει εκεί και μας περιμένει….
Ο ναός του Αγ.Νεκταρίου……
Το ΄22,μετά τη καταστροφή,λειτούργησε σαν Δημοτικό Σχολείο,μετά και γιά πολλά χρόνια,αποθήκη….
Σήμερα στέκει εκεί,ορθός,εγκαταλελειμμένος,σαν κάτι να περιμένει………