Επειδή κατα καιρούς σε συζητήσεις ακούγεται η λανθασμένη άποψη πως τα Καμένα Βούρλα,η παραθαλάσσια αυτή κωμόπολη της Στερεάς Ελλάδας, πήραν το όνομά τους από τα Βουρλά της Μ.Ασίας,γεγονός που υποστηρίζουν ανεύθυνα καί διάφορες σελίδες αλλά και κάποιοι ”ιστορικοί ερευνητές”.
Η Ενωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας γνωστοποιεί και ξεκαθαρίζει πως τα Καμένα Βούρλα ΟΥΔΕΜΙΑ σχέση έχουν με τα ηρωικά Βουρλά της Μ.Ασίας.
Η αρχική ονομασία των σημερινών Καμένων Βούρλων ήταν «Παλιοχώρι».Φαίνεται πως η προέλευση του ονόματος της παραλιακής κωμόπολης είναι ένα μυστήριο.Από μια έρευνα προκύπτει και η εκδοχή πως κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι, για να γλιτώσουν από μια επιδρομή Τούρκων στο χωριό τους, κρύφτηκαν μέσα στα βούρλα, στα υδροχαρή φυτά που περιέβαλλαν τον οικισμό, κι έτσι σώθηκαν. Μόλις πέρασε ο κίνδυνος, και καθώς οι Παλιοχωρίτες σχολίαζαν τη σωτηρία τους, ένας απ’ αυτούς είπε «ας είναι καλά τα καημένα τα βούρλα!» κι από αυτή τη φράση πήρε το νέο όνομά της η κοινότητα.
Γεγονός πάντως είναι πως αυτό το όνομα επισημοποιήθηκε ως «Καϋμένα Βούρλα» τον Αύγουστο του 1912 στο διάταγμα του Γεωργίου Α’ «περί αναγνωρίσεως Κοινοτήτων εν τω νομώ Φθιώτιδος και Φωκίδος». Συγκεκριμένα, αναφέρεται πως «οι συνοικισμοί Θρόνιον και Καϋμένα Βούρλα της κοινότητος Καινούργιον» αναγνωρίζονται ως κοινότητες, καθώς έχουν, «ολιγωτέρους των 300 κατοίκων, αλλ’ έχοντες σχολείον». Το διάταγμα φέρει ημερομηνία 29 Αυγούστου 1912 και υπογράφεται, εν ονόματι του βασιλέως, από τον αντιβασιλέα Κωνσταντίνο διάδοχο και τον υπουργό των Εσωτερικών Εμμανουήλ Ρέπουλη, ενώ δημοσιεύτηκε στο φύλλο 261 της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
Από αυτό βέβαια προκύπτει πως δεν είναι δυνατόν να έχουν πάρει το όνομά τους τα Καμένα Βούρλα από τα καμένα Βουρλά, μια και η καταστροφή της μικρασιατικής πόλης έγινε το 1922, δέκα χρόνια μετά τη δημοσίευση του διατάγματος που τεκμηριώνει το όνομα «Καμένα Βούρλα». Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, «η ονομασία της κωμόπολης οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο έγινε η αποστράγγιση και η αποξήρανση της ελώδους περιοχής που κάλυπτε παλιότερα τον χώρο».
33