“Ο Άη Τάφος, τα Γεροσόλυμα και οι Μικρασιατες.
Τι σημαίνει Χατζής και γιατί δεν κρατούσαν ζυγαριά στην υπόλοιπη ζωή τους “
Ο όρος Χατζής, αραβικά Χάτζι, απαντάται εθιμικά ως προσωνύμιο μουσουλμάνων και χριστιανών, σημαίνοντας το προσκύνημα που έχει κάνει αυτός που το φέρει, στον ιερό τόπο της θρησκείας του. Η λέξη προέρχεται από το αραβικό «χατζ» (“hajj”)που σημαίνει «στέκομαι μπροστά σε μια θεότητα σε ιερό μέρος» ή «ταξίδι σε ένα ιερό μέρος».
«Χατζής» ,τίτλος επίζηλος, τίτλος που τον αποκτούσαν οι ευγενείς, τίτλος που γοήτευε μικρούς και μεγάλους. Χατζής λεγόταν εκείνος που αξιωνόταν να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο και τους Αγίους Τόπους.
Καππαδοκία η Αγιοτόκος… τα δεύτερα Ιεροσόλυμα. Σαν βρεθείς στα Ιεροσόλυμα, καθώς θα γυρνάς τις Ι. Μονές τους όπως και εκείνες της Παλαιστίνης, θα μάθεις αργά ή γρήγορα πως ουσιαστικά τα έχτισαν Καππαδόκες Άγιοι και Οσιοι.
Στην πλειονότητα τους βρέθηκαν εκεί με αφορμή να γίνουν Χατζήδες. Δηλαδή να προσκυνήσουν τα Άγια Χώματα και να “βαπτιστούν” στον Ιορδάνη Ποταμό όπου ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, με ταυτόχρονη παρουσία της Αγίας Τριάδας, βάπτισε τον Ιησού Χριστό.
Χατζηλίκι στη Μικρά Ασία ονομάζεται το ταξίδι στα Ιεροσόλυμα με σκοπό το προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.Όπως λένε, η ιστορικο-ανθρωπολογική μελέτη του εντός του ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου της Μικράς Ασίας μας επιτρέπει να διερευνήσουμε μια σειρά πρακτικών, στάσεων και αντιλήψεων, οι οποίες δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο θρησκευτικό πεδίο. Το χατζηλίκι ήταν αναμφίβολα στενά συνδεδεμένο με τον επερχόμενο θάνατο και την προετοιμασία για τη μετά θάνατον ζωή και αφορούσε όχι μόνο άνδρες αλλά και γυναίκες σε ολόκληρη την περιοχή της Μικράς Ασίας. Σε επίπεδο οικισμού, όμως, ήταν πάνω απ’ όλα μια περιοδική μετακίνηση πληθυσμών, πλήρως ενταγμένη στη συλλογική εμπειρία των ανθρώπων. Μάλιστα, στην οργάνωση του προσκυνηματικού αυτού ταξιδιού δινόταν ιδιαίτερο βάρος τόσο από τους υποψήφιους προσκυνητές και τον περίγυρό τους, όσο και από την επίσημη εκκλησία. Πρόκειται δηλαδή για μια σύνθετη πρακτική που εκτός των θρησκευτικών είχε και οικονομικές, κοινωνικές, ακόμα και πολιτικές διαστάσεις.
Εκείνος που επρόκειτο να ταξιδέψει για την Ιερουσαλήμ , άρχιζε τις προετοιμασίες μόλις τελείωναν οι καλοκαιρινές ενασχολήσεις και κυρίως ο τρύγος των αμπελιών , δηλ. μέσα Οκτωβρίου. Κανονιζόταν έτσι το ταξίδι, ώστε να γιορτάσουν Χριστούγεννα και Πάσχα στους Αγ.Τόπους. Όταν πλησίαζε η μέρα της αναχώρησης , η νοικοκυρά ετοίμαζε παξιμάδια, τραχανά, πληγούρι, τυρί, νισαστέ και δώρα για τους καλογήρους (προσόψια, μαντήλια λινά και μεταξωτά της Προύσας) Ο άντρας έβγαζε τους «μερούρ τεσκερέδες» (διαβατήρια), αγόραζε 15 οκάδες ρύζι, για το «πιρίντς πιλάφι», που το θεωρούσαν απαραίτητο σε τέτοιες περιστάσεις, ζάχαρη, μπαχαρικά για τα τσουρέκια και λαμπάδες για την παράκληση .Στα Κουβούκλια της Προύσας , ημέρα αναχώρησης ήταν κατά κανόνα η Δευτέρα.. Το Σάββατο η νοικοκυρά έκανε το «γλυκάδ`» (τσουρέκι από αλεύρι σταρένιο, με διάφορα μπαχαρικά, αλειμμένο με αυγό και σουσάμι ,που μόλις το έβγαζαν από το φούρνο ζεστό-ζεστό το περιέχυναν πετμέζι). Το γλυκάδ` το μοίραζαν σ`όλο το μαχαλά και στους συγγενείς για να τιμήσουν τη διασκέδαση, που θα γινόταν την Κυριακή το βράδυ στο σπίτι τους και ήταν ο «Χατζήδικος γάμος». Τη Δευτέρα το πρωί η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε χαρμόσυνα και οι παπάδες με τα ιερά τους άμφια ,τους ψάλτες και τα εξαπτέρυγα πήγαιναν στο σπίτι του μέλλοντος Χατζή και τον παρελάμβαναν με όλη του την οικογένεια, για να έλθουν στην εκκλησία και να κάνουν την παράκληση. Με πομπή και ψαλμωδίες έβγαιναν από την εκκλησία για να φθάσουν στο προκαθορισμένο μέρος απ` όπου θα έπαιρναν το καράβι.
Έπειτα από πολυήμερο ταξίδι έφθαναν στο λιμάνι της Γιάφφας. Εκεί τους παρελάμβαναν βαρκάρηδες του Αγ. Τάφου και τους οδηγούσαν στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη. Ο ηγούμενος της μονής τηλεγραφούσε στην Αγιοταφική Αδελφότητα ότι ήρθαν Χατζήδες και την επομένη ,με τη φροντίδα του , σιδηροδρομικώς, έφθαναν στην πολυύμνητη Αγ. Πόλη. Στο Αρχονταρλήκι του Ναού ,οι καλόγεροι, τους έπλεναν τα πόδια ,κατά το εθιμοτυπικόν και ο υπεύθυνος Αρχιμανδρίτης τους κατέγραφε στο μητρώο των προσκυνητών .Στη συνέχεια τακτοποιόταν σε δωμάτια των μοναστηριών και έγραφαν γράμμα στο χωριό ότι έφθασαν καλά και αξιώθηκαν να πατήσουν τα «άγια χώματα».
Την παραμονή των Χριστουγέννων, πήγαιναν πεζοί στη Βηθλεέμ, που απέχει μονάχα δύο ώρες από την Ιερουσαλήμ. Στο δρόμο τους προσκυνούσαν το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και έπερναν ,για ενθύμιο ,ρεβύθια πέτρινα από ένα χωράφι.Την παραμονή των Φώτων κατέβαιναν στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτιστούν. Στην επιστροφή ανέβαιναν στο Σαραντάριο όρος, στο μοναστήρι του Χοτζεβά, περνούσαν από το χάνι του Σαμαρείτου, τη βρύση των Αγ. Αποστόλων, τη Βηθανία, τη Γεσθημανή, το Όρος των Ελαιών και τέλος το μοναστήρι του Σταυρού. Πίσω από το Αγ. Βήμα του, υπάρχει το μέρος που ήταν φυτεμένο το δέντρο από το οποίο έκαναν το Σταυρό του Χριστού . Με τα προσκυνήματα και τις προσευχές έφθανε η Μεγ. Εβδομάδα.. Τη Μεγ. Πέμπτη παρακολουθούσαν την τελετή του Νιπτήρος και αγόραζαν τα κεριά που θα άναβαν το Μεγ. Σάββατο κατά την τελετή του Αγ. Φωτός. Την Κυριακή του Πάσχα , μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας , οι Χατζήδες ανέβαιναν στο Πατριαρχείο, φιλούσαν το χέρι του Πατριάρχη και εκείνος τους πρόσφερε ένα κόκκινο αυγό, που δεν το έτρωγαν, αλλά το έφερναν πίσω στο χωριό. Την ίδια μέρα ξεκινούσαν για το ταξίδι της επιστροφής.
Αξίζει να σας πω ότι τα βιβλία που έχουμε μέχρι σήμερα και γράφτηκαν από Μικρασιάτες που έφυγαν από εκεί σε μεγάλη ηλικία, αναφέρουν πως το ταξίδι Σμύρνη-Τζάφα Γκέιτ (έτσι το αναφέρουν) ήταν πάνω από 4 μήνες, ενώ όταν επέστρεφαν από τον Πανάγιο Τάφο ή Άη Τάφο όπως τον αποκαλούσαν , κουβαλούσαν στα κάρα Άγιο Φως και όταν έφταναν πίσω στο χωριό οι προσκυνητές, τους ετοίμαζαν υποδοχή όλοι οι κάτοικοι με πανηγύρια, θυμιατά, εικόνες και αλαλαγμούς ,με πρώτο τον ιερέα του χωριού.Επισης οι κάτοικοι προσπαθούσαν να ακουμπήσουν τους χατζήδες-προσκυνητές επειδή είχαν ακουμπήσει τον Πανάγιο Τάφο “τα Αγια Μάρμαρα” και το είχαν ως τεράστια ευλογία.Οι Μικρασιάτες από όλη την Μίκρα Ασία ήταν οι πρώτοι που οργάνωσαν αυτές τις εκδρομές στα Ιεροσόλυμα.Ειναι μια κληρονομιά που φτάνει μέχρι τις μέρες μας και γίνεται πλέον από όλους τους Έλληνες.
Το ταξίδι λοιπόν αυτό, ήταν τόσο σημαντικό στη ζωή τους, που σημάδευαν το ίδιο το όνομά τους, τη γενιά τους, την οικογένειά τους με το να. Προσθέτουν στο επίθετό τους τη λέξη Χατζής.Για παράδειγμα ο Νίκος που γυρνούσε από τα Ιεροσόλυμα, λεγόταν “Χατζηνικολής” ή ο γιος του, “Χατζηνικολάου”.Άφηναν το όνομα ως κληρονομιά στους επόμενους, στις επόμενες γενιές.
Το συγκεκριμένο πιστοποιητικό που βλέπετε στη φωτογραφία είναι από αυτά που έπαιρναν ως πιστοποίηση από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και βρίσκεται στη συλλογή του Συνδέσμου Μικρασιατών Κωνσταντινουπολιτών Χαλανδρίου Ρίζες.
Για να βρεθούν εκεί πουλούσαν περιουσίες, σπίτια, οικόπεδα και πολλές φορές δούλευαν χρόνια και χρόνια ώστε να έχουν τα χρήματα να βρεθούν από την Μικρασιατική γη στην Αγία Γη.Μαλιστα στο σπάνιο βιβλίο με τίτλο “Η Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων”, αναφέρει πως κάποτε, όταν τα προσκυνηματα κινδύνευσαν από τους Άραβες, τα είχαν υπερασπιστεί Μικρασιάτες οι οποίοι έφυγαν με κάρα από την Μικρά Ασια και έφτασαν στην Αγιά Γη μετά από πολλές θυσίες.
Στη Μικρά Ασια πρέπει να ξέρετε ότι μεγαλωναν και τα παιδιά με αυτό τον πόθο, αφού υπήρχε και παραμύθι με τίτλο “Ταξίδι στον Άη Τάφο”
Δύο από τους σπουδαιότερους Μικρασιάτες Αγίους των Ιεροσολύμων, είναι ο Άγιος Σάββας ο Ηγιασμένος και ο Αββάς Γεράσιμος ο Ιορανίτης. Η Ι. Μονή του Αγίου Σάββα βρίσκεται στην Έρημο της Παλαιστίνης, ενώ του Αββά Γερασίμου του Ιορανίτου βρίσκεται στο Έρημο της Ιεριχούς.
Δύο Ι. Μονές που είναι εμβληματικές στο προσκυνηματικό ταξίδι του κάθε επισκέπτη.
“Οι ΧΑΤΖΗΔΕΣ προσκυνητές του ΠΑΝΑΓΊΟΥ ΤΑΦΟΥ δεν έπιαναν ζυγαριά… “
Είναι πανάρχαια ευλαβική συνήθεια των Ορθοδόξων χριστιανών η προσκύνηση του Παναγίου Τάφου του Χριστού και των Αγίων Τόπων.
Από πόθο και ευλάβεια με κόπους, θυσίες και κινδύνους, πήγαιναν πολλοί έστω και μία φορά στην ζωή τους να προσκυνήσουν τα μέρη που έζησε και περπάτησε ο Χριστός.
Πήγαιναν προετοιμασμένοι όσο το δυνατόν, καθαροί και εξομολογημένοι.
Άλλοι έκαναν την θυσία να πηγαίνουν με τα πόδια.
Άλλοι μετέφεραν χρήματα και ευλογιές στα προσκυνήματα ως κτίστες και εργάτες. Προσκυνούσαν σ’ όλα τα πανάγια προσκυνήματα, βαφτίζονταν στον Ιορδάνη ποταμό και έπαιρναν μαζί τους το Άγιο φως και διάφορες ευλογίες όπως σταυρουδάκια, σάβανα, κεριά κ.α.
Όταν επέστρεφαν στο χωριό όλοι οι κάτοικοι με τον ιερέα τους υποδέχονταν έξω από το χωριό, χτυπούσαν την καμπάνα και με πομπή τους συνόδευαν μέχρι την Εκκλησιά.
Η γυναίκα του Χατζή ήταν «Χατζέσκα» ή «Χατζίνα» ή «Χατζάνα» (οι ηλικιωμένες ) και τα παιδιά και τα εγγόνια του ήταν «Χατζούδες». Ο ιερέας, όταν μνημόνευε τα ονόματα των Χατζήδων, πρόσθετε και το προσκυνητής ή προσκυνήτρια. Π.χ. Ερμιόνης προσκυνήτριας.
Οι Χατζήδες με το προσκύνημα τους δεν άλλαζαν μόνο το όνομά τους αλλά και την ζωή τους.
Αφιερώνονταν περισσότερο στην Εκκλησία με πιο τακτικό εκκλησιασμό, νηστείες, προσευχές, εξομολόγηση και θεία Κοινωνία αλλά περισσότερο απ’ όλα πρόσεχαν να είναι δίκαιοι.
Απέφευγαν πάρα πολύ τη αδικία.
Το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι σ’ όλη τους την ζωή δεν έπιαναν ζυγαριά να ζυγίσουν για να μην αδικήσουν στο ζύγι. Ακόμη και τα παιδιά τους δεν ζύγιζαν. Ζύγιζαν οι άλλοι και αυτοί γύριζαν το κεφάλι τους να μην βλέπουν αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο να αδικηθούν. Μάλιστα στο ζυγισμένο σιτάρι άνοιγαν το τσουβάλι και έβαζαν και δυο χούφτες επιπλέον.
Ή όταν κάτι αγόραζαν πάντα πλήρωναν κάτι παραπάνω από το κανονικό.
Κάποτε, σ’ ένα χωριό ένας καρβουνιάρης περνούσε με το κάρο του πουλώντας κάρβουνα. Πήγε ένας να αγοράσει. Λέγει ο καρβουνιάρης.
-«Τα κάρβουνα εσύ θα τα ζυγίσης, επειδή εγώ είμαι Χατζής και δεν ζυγίζω».
Του απαντά και ο άλλος:
-« Και εγώ δεν ζυγίζω.Και εγώ είμαι χατζής».
Έτσι περίμεναν στον δρόμο μέχρι που πέρασε ο πρώτος περαστικός και ζύγισε εκείνος τα κάρβουνα.
Οι Χατζηδες έφευγαν από τη Μικρά Ασία προς Παλαιστίνη με καμήλες μέσω Συρίας όταν τελείωνε ο τρύγος του σταφυλιού και αφού είχαν ξεχρεώσει όσους χρωστούσαν, αφού είχαν γράψει τη διαθήκη τους και είχαν πάρει συγχώρεση από φίλους και γείτονες διότι υπήρχε περίπτωση πάνω στο ταξίδι να πεθάνουν.
Οι Καππαδόκες ξεκινούσαν την Καθαρά Δευτέρα.
Το προσκύνημα στους αγίους τόπούς είναι πανάρχαια ευλαβική συνήθεια των χριστιανών. Από πόθο και ευλάβεια με κόπους, θυσίες και κινδύνους, πήγαιναν πολλοί έστω και μία φορά στην ζωή τους να προσκυνήσουν τα μέρη που έζησε και περπάτησε ο Χριστός.
Πρώτη μεγάλη χριστιανή προσκυνήτρια είναι η Αγία Ελένη, η οποία πήγε στους Αγίους Τόπους για να βρει και να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Καππαδοκίας διασώζουν μια παράδοση που λέει πως όταν η Αγία Ελένη πήγαινε στην Παλαιστίνη πέρασε από την Καππαδοκία και διανυκτέρευσε στο χωριό Ταρσιάχ (Ταξιάρχης) της Καισαρείας. Εκεί παρουσιάστηκε στον ύπνο της άγγελος Κυρίου και της αποκάλυψε πώς θα βρει τον Τίμιο Σταυρό. Το όραμα αυτό επαληθεύτηκε αργότερα και η αγία δεν λησμόνησε τον τόπο όπου είχε πάρει την χαρμόσυνη αγγελία. Για να δείξει τη χαρά και την ευγνωμοσύνη της, έχτισε κατά την επιστροφή της στο χωριό Ταξιάρχης μία εκκλησία, την οποία αφιέρωσε στο όνομα των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Από αυτό πήρε και το χωριό το όνομα Ταξιάρχης.
Επειδή από την πολυκαιρία η παλιά εκκλησία είχε ερειπωθεί, οι χριστιανοί του Ταξιάρχη έχτισαν στη θέση της παλιάς μια καινούργια μεγαλόπρεπη εκκλησία στα τέλη του περασμένου αιώνα με την ίδια ονομασία. Η εκκλησία αυτή σώζεται μέχρι σήμερα και ο τρούλλος της είναι γκρεμισμένος. Δεν έχει πόρτες και παράθυρα και σκιάζει την διάρκεια του καλοκαιριού (1982) διάφορα οικόσιτα ζώα. Στους εσωτερικούς τοίχους της διακρίνονται θαμπά αρκετές αγιογραφίες. Από τους κατοίκους της περιοχής η εκκλησία αυτή ονομάζεται «Γιανάρ τάς κιλισεσί», που σημαίνει «Εκκλησία του λάμποντος λίθου». Η ονομασία αυτή έχει δοθεί στην εκκλησία, επειδή κατά την οικοδόμηση της στο ανατολικό στρογγυλό παράθυρο, πάνω από το ιερό, είχε τοποθετηθεί μια πέτρα που έλαμπε τη νύχτα και φαινόταν από απόσταση δέκα χιλιομέτρων. Οι Τούρκοι της περιοχής λένε σήμερα, ότι κάποιος τοπάρχης διέταξε το γκρέμισμα του τρούλλου ψάχνοντας τη λαμπερή αυτή πέτρα, η οποία όμως είχε κλαπεί πριν από το γκρέμισμα.
Η Αγία Ελένη και ο Άγιος Κωνσταντίνος θεωρούνται από τους χριστιανούς της Καππαδοκίας σαν προστάτες και βοηθοί εκείνων που πηγαίνουν προσκυνητές στους Αγίους Τόπους. Οι ευχές που δίνονται στους αναχωρητές έχουν πάντα την αναφορά τους στους δύο αγίους:
“Με τη βοήθεια της αγίας Ελένης να πάτε και μη τη βοήθεια του αγίου Κωνσταντίνου να γυρίσετε”. “Οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη να σας έχουν στη σκέπη τους”.
Τους παλιούς καιρούς τα μεγάλα ταξίδια είχαν και μεγάλους κινδύνους. Για τον λόγο αυτόν το χατζηλίκι δικαιολογημένα θεωρούνταν πράξη αφιερωτική, που προϋποθέτει θερμή πίστη, ισχυρή θέληση, αυταπάρνηση, θάρρος και οικονομική θυσία.
ΥΓ….Το έναυσμα για το παραπάνω άρθρο δόθηκε από ανάρτηση του Ν..Καραμπουρνιώτη και οι λοιπές πληροφορίες συνελέγησαν από το internet.
937