Τα παιδικά χρόνια παίζουν, όπως γνωρίζουμε, μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου και πολύ περισσότερο ενός μεγάλου δημιουργού. Και ό,τι κι αν λένε για την ανεξαρτησία του καλλιτεχνικού έργου, πιστεύω πως πηγή έμπνευσης και βασική μέθοδος για την ερμηνεία του αποτελεί η ίδια η ζωή του δημιουργού και ιδιαίτερα η παιδική του ηλικία. Φέτος κλείνουν 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Καταστροφή της Σμύρνης, γεγονός που στιγμάτισε την ποίηση του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη. Γεγονότα άλλωστε σαν την Μικρασιατική Καταστροφή σημάδεψαν ανεξίτηλα τους Έλληνες που ήλθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και οι «χαμένες πατρίδες» στοίχειωσαν την ελληνική ιστορία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερμηνεία του έργου του παρουσιάζει η παιδική του ηλικία και η αίσθηση που έχει για τη χαμένη του πατρίδα. Σ’ αυτά τα δύο θα αναφερθώ εν ολίγοις στα παρακάτω. Θα δώσω δηλαδή κάποιες πληροφορίες για τη ζωή του στη Σμύρνη και κυρίως για τη ζωή του στη Σκάλα των Βουρλών (1900-1912), που στάθηκε η πηγή που ανέβρυσε το έργο του.
Ο Γιώργος Σεφέρης γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 (13 Μαρτίου, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) και ήταν γιος του Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσπως Τενεκίδου.
Παππούς από την πλευρά της μητέρας του είναι ο Γιωργάκης Τενεκές ή Τενεκίδης με καταγωγή από την Νάξο, το όνομα του οποίου πήρε ο ποιητής. Το πότε ακριβώς ήλθε από την Νάξο και εγκαταστάθηκε στα Βουρλά δεν είναι γνωστό. Γνωρίζουμε όμως ότι απέκτησε εκεί μεγάλη περιουσία. Μετά τον θάνατο του Γεωργάκη το 1886 όλη η περιουσία πέρασε στη χήρα του Ευανθία Μιχαλάκη Τενεκίδου, μητέρα της Δέσπως, που γεννήθηκε στα 1874.
Παππούς από την πλευρά του πατέρα του ήταν ο Πρόδρομος Σεφεριάδης με οικογενειακές ρίζες από τα βάθη της Μ. Ασίας. Το όνομα του πατέρα του Προδρόμου ήταν Σεφέρης Α(γ)ιναμπέιογλου και το βαπτιστικό όνομά του, Σεφέρης, θα το κληροδοτήσει στα έξι του παιδιά ως επίθετο,Σεφεριάδης. Στα 1931, όταν ο ποιητής εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή του, θα υιοθετήσει ως καλλιτεχνικό του όνομα το: Σεφέρης.
Το σπίτι που γεννήθηκε ο ποιητής ήταν «τριώροφο, με εσωτερική αυλή, πηγάδι, κλειστή βεράντα προς τον δρόμο, με θέα στη θάλασσα και με δικές του υπόγειες αποθήκες»[4]. Ήταν κτισμένο σ’ ένα γωνιακό οικόπεδο πολύ κοντά στην παραλία, στο λεγόμενο Κε (Quai)∙ τη φαρδιά προκυμαία, όπου ζούσαν οι Έλληνες. Πολύ κοντά στο σπίτι του βρισκόταν η «Αθλητική Λέσχη» και το Γαλλικό Προξενείο. Εκτός από το Προξενείο τίποτε άλλο δεν σώζεται σήμερα.
Ο Σεφέρης πήγε για πρώτη φορά σχολείο το 1906 στη «Σχολή Αρώνη», στην οποία και παρέμεινε σπουδάζοντας μέχρι το 1914, οπότε η οικογένεια Στυλιανού Σεφεριάδη μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η «Σχολή Αρώνη» ιδρύθηκε το 1852 και έκλεισε το 1922 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ιδρυτής της υπήρξε ο Νικόλαος Αρώνης από το Φιλώτι Νάξου και στη συνέχεια διευθυντής της ο γιος του Χρήστος Αρώνης. Σ’ αυτή τη Σχολή , η οποία βρισκόταν πολύ κοντά στο σπίτι των Σεφεριάδηδων, σπούδασαν αρχικά ο Στυλιανός Σεφεριάδης και η Δέσπω Τενεκίδου. Εκεί γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν. Σ’ αυτή τη Σχολή σπούδασαν ακόμη τα δύο αδέλφια του ποιητή, Ιωάννα και Άγγελος. Στην ίδια Σχολή, παρεπιπτόντως αναφέρω ότι σπούδασαν πολλοί επώνυμοι στη συνέχεια Έλληνες, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος, οι Μυράτ (πατέρας και γιος), Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Ιωάννης Πεσματζόγλου και πολλοί άλλοι επιχειρηματίες, εφοπλιστές και επιστήμονες.
Μαθητής στην πρώτη τάξη του Δημοτικού πρωτοπήγε ο Σεφέρης το 1906-1907. Ο Γιώργος Ανωμερίτης, γνωστός από την ανάμιξή του στην πολιτική και τη συγγραφική του δραστηριότητα (ιστορία, λογοτεχνία), μας πληροφορεί ότι ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ένας καλός αλλά όχι άριστος μαθητής. Βρισκόταν πάντα μεταξύ των 13 πρώτων μαθητών επί συνόλου 30 της τάξης του μ’ ένα μέσο συνολικό βαθμό περίπου 7/10, «πάνυ καλώς ή καλώς». Η διαγωγή του υπήρξε «άριστη», εκτός από το έτος 1912-1913 (Ζ’ τάξη) που υπήρξε «κοσμία», όπως αναγράφεται στα αντίστοιχα ενδεικτικά (Αρχείο Σεφέρη, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη). Ανέβασε την μαθητική του επίδοση στις χρονιές 1909 έως 1912. Καλύτερες βαθμολογίες έχει στα μαθηματικά, θρησκευτικά, στη ιστορία και τη φυσική. Αρίστευε στα Γαλλικά ενώ στα προαιρετικά Αγγλικά οι βαθμοί του ήταν κάτω από τη βάση[5]. Ο Νίκος Αρώνης (γιος του Χρήστου Αρώνη), εγγονός του ιδρυτή της Σχολής και ο πιο αγαπητός φίλος του ποιητή στα μαθητικά χρόνια, σημειώνει ότι «ο Γιώργος ήταν ένα καλό, ευάγωγο και ευαίσθητο αγόρι, που σαν μαθητής δεν ξεπερνούσε το μέσο όρο προκοπής και διάκρισης….Από παιδί δεν συμβιβάστηκε με το θρανίο, σ’ όλες τις βαθμίδες της τυποποιημένης μάθησης. Αντίθετα, αγαπούσε πολύ το εξωσχολικό βιβλίο, περισσότερο τους ποιητές. Το καλοκαίρι του 1914 μετά τις εξετάσεις του έβαλε φωτιά κι’ έκαψε όλα τα σχολικά βιβλία της περασμένης χρονιάς»[6]. Τέτοια ήταν η αγανάκτησή του από την τυπική γνώση. Στην αρνητική στάση προς το σχολείο τον εξώθησε και ο πατέρας του, γιατί τον καταπίεζε πολύ να είναι άριστος μαθητής. Αυτή η καταπίεση θα διαρκέσει για πολλά χρόνια, μέχρι ακόμη και τις σπουδές του αργότερα στο Παρίσι. Αυτό στάθηκε κιόλας η αιτία της σταδιακής απομάκρυνσης πατέρα και γιου.
Ο Στυλιανός Σεφεριάδης ήταν διακεκριμένος νομικός και είχε αναπτύξει εθνική δράση και γι’ αυτό τον παρακολουθούσε η τουρκική Ασφάλεια. Γι’ αυτό το 1914 πήρε την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Εκεί, ο Σεφέρης συνέχισε τις σπουδές του και αποφοίτησε από το Πρότυπο Γυμνάσιο Αθηνών, για να γίνει στη συνέχεια φοιτητής στη Νομική Σχολή της Σορβόνης. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να εγκαταλείψει τη νομική για να αφιερωθεί στην ποίηση, αλλά για χάρη ή από καταπίεση του πατέρα του τελείωσε τις σπουδές του και το 1925 αναγορεύτηκε στη Σορβόνη διδάκτωρ Νομικών Επιστημών.
Η ΣΚΑΛΑ ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ
Η ζωή του Σεφέρη στη Σμύρνη δεν ήταν ευχάριστη εξαιτίας της καταπίεσης του πατέρα του για άριστες μαθητικές επιδόσεις και του απαιτητικού και συνάμα τυπικού σχολείου. Η Σμύρνη δεν είναι ο τόπος που αγαπά ο Σεφέρης και οι μνήμες του δεν την αγκαλιάζουν με στοργή. Αντίθετα κιόλας, του προξενεί απέχθεια και ίσως μίσος. Μια και μόνη φορά αναφέρεται το όνομά της στην ποίησή του (Κίχλη, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα, στ 35). Η βαθιά του αγάπη και το έντονο αίσθημα πίστης και αφοσίωσης τα κερδίζει όχι η Σμύρνη, αλλά ένα ψαροχώρι, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του μέχρι τα δώδεκά του χρόνια, η Σκάλα των Βουρλών. Βρισκόταν τριάντα περίπου χιλιόμετρα στα δυτικά της Σμύρνης, κατά μήκος της ακτής. Εκεί, ο Γεωργάκης Τενεκίδης, ο παππούς του Γιώργου από την πλευρά της μάνας του, είχε δημιουργήσει περιουσία. Το σπίτι που έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη ήταν ένα σπίτι δίπλα στο λιμανάκι. Σ’ αυτό Το σπίτι κοντά στη θάλασσα πέρασε ο Γιώργος και τα αδέλφια του καλοκαίρια ξέγνοιαστα, αλησμόνητα. Εκεί, το παιχνίδι κι η παιδική αγνότητα θεμελίωσαν την προσωπικότητά τους, ανέπτυξαν τη δημιουργική φαντασία τους. Η Σκάλα, όπως γράφει η Ιωάννα Τσάτσου, «δεν ήταν για μας μια απλή εξοχή. Ήταν ένα είδος μαγικού χώρου, όπου ταιριάζαμε τις φαντασίες μας, όπου καταφεύγαμε στις δύσκολες στιγμές του καταπιεσμένου από το σκολειό καιρού μας….Η πλήξη διαλύονταν. Είμαστε ελεύθεροι, ελεύθεροι με την πιο σπάνια ποιότητα της λευτεριάς»[7]
Αυτά έγραψε στις 5/2/2022 ο Χρ. Δ. Αντωνίου στο άρθρο του:
Η Σκάλα του Βουρλά.Η χαμένη πατρίδα του Γ. Σεφέρη.
[4] Ρ. Μπήτον, ό.π. σ. 28.
[5] Γ. Ανωμερίτης, Ο μαθητής της Σχολής Αρώνη Σμύρνης Γεώργιος Σεφεριάδης. Εισήγηση το 4ο Συμπόσιο Σεφέρη, Αγία Νάπα, Κύπρος, 2019. [αδημοσίευτο]
[6] Γ. Ανωμερίτης, ό.π. ………..[7] Ι. Τσάτσου, ό.π. σ.25.
Και συμπληρώνω εγώ τα παρακάτω λεχθέντα από τον Γ.Σεφέρη.:
α)για τη Σμύρνη:
«Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι, η φυλακή. Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα του Βουρλά ήταν ό,τι αγαπούσα. Ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια. Αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δυο παράλληλους δρόμους ένα δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου είναι γιατί γνώρισα κι έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυο κόσμους ξεχωρισμένους καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής».
Έτσι περιγράφει ο Γιώργος Σεφέρης τη σχέση με τη γενέθλια πόλη του,τη Σμύρνη και την αγαπημένη του,τη Σκάλα των Βουρλών.
β)γιά την Σκάλα των Βουρλών:
‘Ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ, τον Αύγουστο του 1914 όταν έφυγα από τη Σμύρνη. Είχα πολύ ζωντανά μέσα μου το συναίσθημα του τι θα πει σκλαβιά. Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στην Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια’’.
καί γ)γιά τη Ελλάδα:
“Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα”
Στη φωτογραφία η Σκάλα του Βουρλά πριν το 1922. (Κάνοντας κλικ στις φωτογραφίες,μεγενθύνονται). Αφορμή γι’ αυτή την ανάρτηση στάθηκε η συνεχιζόμενη και πολυδιαφημιζόμενη τουριστική ατραξιόν γύρω από το σπίτι του Σεφέρη στη Σκάλα των Βουρλών και η συνεχώς προβαλλόμενη πλάνη . Το περιβόητο Hotel Seferis,το οποίο βέβαια δεν έχει καμμία σχέση με το σπίτι του παππού του Σεφέρη,του Γ.Τενεκίδη το οποίο ήταν δίπλα στον καφενέ του Μπατή. Η συγκεκριμένη κατασκευή ήταν οι αποθήκες της οικογένειας Τενεκίδη. Εψαξα στις «Μέρες Ε΄» και βρήκα τις εντυπώσεις όπως τις κατέγραψε ο ποιητής το 1950 επιστρέφοντας στα χώματα της παιδικής του ηλικίας. “1 Ιουλίου 1950” Έπειτα,κατά τη Σμύρνη:γνώριμος αέρας, γνώριμο ύφος της εξοχής, και τ’ άρωμα των βοτάνων.Έπειτα,σιγά σιγά από μέσα, σου ανεβαίνει στο μυαλό η γνωστή στη μνήμη,και τόσο άγνωστη τώρα,πολιτεία-Θεέ μου,τι πάω να κάνω… Όπως, αν τύχει και μπεις μια νύχτα στην πολιτεία που σ’ ανάθρεψε κι έπειτα συθέμελη τη χάλασαν και την ξαναχτίσαν και παλεύεις να μετακινήσεις άλλους καιρούς για να ξαναβρεθείς… “2 Ιουλίου 1950” Βγήκαμε στον καροτσόδρομο των Βουρλών (τώρα ονομάζονται Urla)…Οι αλλαγές δε με πειράζουν σήμερα, όπως χτες στην παραμορφωμένη Σμύρνη. Είμαι δεμένος ολόκληρος με το πρόσωπο της Σκάλας. Αυτό βαραίνει περισσότερο…είμαι ο προσηλωμένος συνεργός σε μια μαγική τελετή που δεν καταλαβαίνω.Ξέρω πως θα συμβεί μια κρίση και δεν μπορώ να υπολογίσω τις συνέπειές της…πως την ετοίμασα εγώ αστόχαστα,πως έκανα ίσως κάτι σαν πρόσκληση στους νεκρούς,ένα βιασμό της φύσης των πραγμάτων…μια αδιάντροπη πράξη. Είναι αργά να γυρίσω πίσω-το μηχάνημα έχει ξεκινήσει:είμαι δεμένος στο νήμα αυτής της ακρογιαλιάς , που κάποιος τυλίγει από την άλλη άκρη, συστηματικά,αναπότρεπτα.Όμως αγέρας,χρώμα, ουρανός,άφθαρτα,νικηφόρα-δεν ξέρεις αν το μάτι σου βλέπει ή ψηλαφεί… Στρίψαμε προς τη θάλασσα:όχι γαλήνη αλλά μια εφιαλτική ακινησία.Το τοπίο ήταν το εσωτερικό μιας σφαίρας,και τα πράγματα,κλεισμένα μέσα σ’ αυτη τη σφαίρα,κι εγώ μαζί τους,μίκραιναν ολοένα και στένευαν και χαλνούσαν,όσο να γίνουν μια τσακισμένη μακέτα των περασμένων, ξεχασμένη σ’ ένα ράφι… Η δυτική παραλία της Σκάλας με το σπίτι του Γ.Σεφέρη στο κέντρο(1) και το σπίτι της γιαγιάς του(2).Ιούλιος 1950 (ΑρχείοΜΙΕΤ/Αννα Λόντου). Η ξύλινη ΄΄βαπορόσκαλα” δεν υπάρχει αλλά παραξενεύτηκα που έμεναν ακόμη 5-6 από τα χοντρά δοκάρια της.Οι κάμαρες του καφενέ του Μπατή στέκουνται με τα πάνω χτίσματα. Έπειτα,λίγα πράγματα που δεν αναγνωρίζω-έπειτα, το «σπιτάκι» μας. Τα τζάμια του κάτω παραθύρου σπασμένα, η σιδερένια πόρτα φριχτά σκουριασμένη-δε θα την ξανάβαψαν από τα δικά μας τα χρόνια.Έχω ακόμη το κλειδί της στην Αθήνα….Τα παραθυρόφυλλα στο απάνω πάτωμα σάπια-έμοιαζαν να μην κλείνουν ποτέ.Οι τοίχοι λεπροί.Προσπάθησα να κοιτάξω το εσωτερικό του σπιτιού…ξεχώρισα το τζαμωτό χώρισμα της τραπεζαρίας…δεν έφεγγε αρκετά παρακάτω.Καθώς παίρναμε φωτογραφίες, δυο τρία παιδάκια ξετρύπωσαν από τη σκουριασμένη πόρτα σαν μεγάλοι αρουραίοι… Έκανα το γύρο περπατώντας στο βραχίονα του λιμανιού ως το φανάρι-ασβεστωμένο τώρα,μοιάζει από αλάτι… Εκεί,στην άκρη,πλάι στο φανάρι, γύρισα απότομα τη ράχη στα σπίτια που με κοίταζαν σαν άρρωστα ζώα.Έτσι,που θα ‘λεγες πως μόνο από μένα κρατιούνταν η λίγη ζωή που τους έμενε ακόμη. Κοίταξα τα νησιά μου: η θάλασσα τρομερά ζωντανή κι ο αγέρας που γύρευε να τη συναρμολογήσει με το νεκρό πρόσωπο μιας νέας κοπέλας-καημένη Σκάλα… Στο δικό μας σπίτι μένουν τα πίσω χτίσματα-κι εδώ όλα κλειστά…δεν μπόρεσα να βρω τ’ αρχικά μου που είχα χαράξει με το μυστρί σ’ ένα τοίχο όταν ήμουν δέκα χρονώ… Πέρα από το περιβόλι,ξαφνίστηκα που το μαγκανοπήγαδο βγάζει ακόμη νερό-το γύριζε ένας μικροσκοπικός γάιδαρος.Ζει και η μουριά που το ίσκιαζε,αλλά παρακάτω χάος:ούτε αμπέλια,ούτε λιόδεντρα,ούτε ροδιές,ούτε συκιές:ένας χέρσος τόπος.Από το άλλο μέρος,δεξιά, η πιο μεγάλη απουσία:ο γερο-πλάτανος μάς άφησε χρόνους…εκείνο το τεράστιο δέντρο που χαλνούσε τον κόσμο τ’ απογεύματα με τα σπουργίτια του. Η εκκλησιά μας, του Αγίου Νεκταρίου του Βουρλιώτη,(ο Άης Νικόλας ο μάρτυρας γιά τους Βουρλιώτες),έχει γίνει σχολείο. (Βλέπω τη μάνα μου, με το ασημωμένο εικόνισμα της Παναγιάς στην αγκαλιά της πηγαίνοντας εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο)…” Μα θα ήθελα να κλείσω μ’ ένα απόσπασμα από την “Κίχλη”. Το σπίτι κοντά στη θάλασσα. «…..Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα πολέμοι, χαλασμοί, ξενιτεμοί κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει…το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου,πήραν πολλούς τα σκάγια οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνουνται στα καταφύγια. Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της δεν ξερω πολλά πράγματα από σπίτια ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο. Καινούργια στην αρχή, σαν τα μωρά που παίζουν στα περβόλια με τα κρόσσια του ήλιου, κεντούν παραθυρόφυλλα χρωματιστά και πόρτες γυαλιστερές πάνω στη μέρα Όταν τελειώσει ο αρχιτέκτονας αλλάζουν, ζαρώνουν ή χαμογελούν ή ακόμη πεισμώνουν μ’ εκείνους που έμειναν, μ’ εκείνους που έφυγαν μ’ άλλους που θα γυρίζανε αν μπορούσαν ή που χαθήκαν, τώρα που έγινε ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο. Δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια, θυμάμαι τη χαρά τους και τα λύπη τους καμιά φορά, σα σταματήσω… ακόμη καμιά φορά,κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι πως κάποιος ετοιμάζεται να ‘ρθεί,πως τον στολίζουν μ’ άσπρα και μαύρα ρούχα με πολύχρωμα κοσμήματα και γύρω του μιλούν σιγά σεβάσμιες δέσποινες γκρίζα μαλλιά και σκοτεινές δαντέλες, πως ετοιμάζεται να ‘ρθεί,να μ’ αποχαιρετήσει ή,μια γυναίκα ελικοβλέφαρη,βαθύζωνη γυρίζοντας από λιμάνια μεσημβρινά, Σμύρνη Ρόδο Συρακούσες Αλεξάντρεια, από κλειστές πολιτείες σαν τα ζεστά παραθυρόφυλλα, με αρώματα χρυσών καρπών και βότανα, πως ανεβαίνει τα σκαλιά χωρίς να βλέπει εκείνους που κοιμήθηκαν κάτω απ’ τη σκάλα. Ξέρεις τα σπίτια πεισμώνουν εύκολα σαν τα γυμνώσεις…»
613