Μέρος τρίτο,μαζί με ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Θοδωρή Κοντάρα γιά τη προσπάθεια διάσωσης της ερυθραιώτικης και γενικά της μικρασιάτικης παράδοσης που κάνει,χρόνια τώρα.Συγχαρητήρια Θοδωρή !
Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΟΝΙΚΗΣ ΤΖΟΑΝΑΚΗ…Η φωτογραφία είναι του 1988 και την έστειλε η εικονιζόμενη Erato Poulouki.παλιό μέλος του ΧΟΝΕ.
Σχόλιο του Θοδωρή Κοντάρα:
<ΤΗ ΦΟΡΕΣΙΑ , ΦΟΡΟΥΣΕ Η ΚΛΕΟΝΙΚΗ, ΤΗΣ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΧΑΡΙΣΜΕΝΗ Η ΑΛΑΤΣΑΤΙΑΝΗ ΚΑΤΙΝΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ ΓΙΑ ΝΑ ΧΟΡΕΥΕΙ ΣΤΙΣ «ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ».
ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΑΚΚΟ (ράφτηκε στη δεκαετία του ’50) ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΜΑΘΙΕΣ (ψεύτικα χρυσά), ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ, ΓΝΗΣΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ, ΦΤΙΑΓΜΕΝΑ ΣΤΑ ΑΛΑΤΣΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΥΦΑΝΤΡΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΗ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑ – ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ (ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ)
Α
αγκόρφι, το : εγκόλπιο, μεγάλος πολύτιμος σταυρός
αλά μπατάγια (επίρ.) : ριχτά στον έναν ώμο
αλά φράγκα (επίρ.) : με ευρωπαϊκά ρούχα
αλατζαδάκι, το : φόρεμα από αλατζά
αλατζάς, ο : είδος βαμβακερού υφάσματος, ρούχο από αλατζά
αλιζάρι, το : ριζάρι, ερυθρόδανο
αλιμπαντές, λιμπαντές, ο : πρόχειρο χειμωνιάτικο γιλέκο καπιτονέ
αλιχάνη, η : βαφή για χέρια και νύχια
αλλαμένος, -η : ντυμένος με την καλή φορεσιά
αμαζόνα, η : είδος πολκακιού
αμπάς, ο : χοντρό μάλλινο ύφασμα, ανδρικό πανωφόρι
αμπασουάδικα, τα : παλαιότερη αρχοντική φορεσιά
αμπασουάς, ο : άρχοντας, προύχοντας
αμπατζής, ο : κατασκευαστής ή ράφτης αμπάδων, ελληνορράπτης
αναπεταρίκι, το : σακάκι ριχτό στην πλάτη
αντερί, το : μακριά γυναικεία πουκαμίσα
αντίγαμος, ο : οικογενειακή γιορτή 3 ή 8 μέρες μετά το γάμο
αντρές, ο : είσοδος, χολ
αραδωτός, -η, -ο : ριγωτός
αργαλίσος, -α, -ο : υφασμένος σε αργαλειό
αργαστήρι, το : αργαλειός
αργαστηριώτικο, το : ύφασμα του αργαλειού
αργατίνα, η : εργάτρια
αρέστα, ρέστα, η : επιστήθιο κόσμημα
άρμα μανίκα (επίρ.) : ανδρική φορεσιά με γελέκι, χωρίς άλλο πανωφόρι
αρμάθα, η : βλ. αρέστα
αρρεβώνα, η : γαμήλιο δαχτυλίδι
ασήμωμα, το : προσφορά νομισμάτων ή κοσμημάτων σε αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια
ασικλίκι, το : λεβεντιά
ασπροκέναρο, το : είδος γυναικείας μεταξωτής πουκαμίσας
αφιομαντίλα, η : πρόχειρο γυναικείο κεφαλομάντηλο, μαγουλίκα
αφτί, το : διακοσμητική απόληξη τουζλουκιών
Β
βαλασιές, ο : είδος δαντέλας, βαλανσιέν
βάμμα, το : κοκκινάδι, κραγιόν
βαροπρουκισμένη, η : γυναίκα πολυπροικισμένη, πλούσια
βελιό, το ή βελιός, ο : βελούδο
βέλο, το : πλατιά δαντέλα της κεφαλής
βέργες, οι : τύπος βραχιολιού ή σκουλαρικιών
βεργέτα, η : γαμήλιο δαχτυλίδι
βιδέλα, τα : είδος παπουτσιού
βίτσα, η : αλυσίδα σε μάπες
βλαντένιος, βλατένιος, -η, -ο : βελούδινος
βλαντί, βλατί, το : πολύτιμο βελούδο
βλόγα, η : στέψη
βοσκοβράκια, τα : μάλλινη βράκα
βουάλι, ουάλι, το : νυφικό πέπλο
βουρτσάκι, το : ρέλι ειδικό για την προστασία της μπέρτας
βράκα, η : το κύριο ανδρικό ένδυμα, εσώρουχο
βρακάς, -ού : άνθρωπος ντυμένος με βράκες
βράκες, οι : το σύνολο της ανδρικής φορεσιάς
βρακί, το : εσώρουχο
βρακοζώνα, η : βρακοθελιά, ειδική διακοσμητική ταινία
βρακοθελιά, η : το κορδόνι που συγκρατεί τη βράκα
βραχόλι, το : βραχιόλι
βρουλίδα, η : πλεξουδίτσα
ΝΕΑΝΙΚΟ ΓΕΛΕΚΙ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΕΡΙ ΤΟ 1850-70.
Γ
γαλέντζες, γαλόντζες, οι : πρόχειρα γυναικεία χοντροπάπουτσα
γαμούσης, -αινα : καλεσμένος σε γάμο
γαμπρίκιος, -α, -ο : γαμπριάτικος
γαρούφαλο, το : σχέδιο κεντήματος
γεβεντισμένη, η : άτιμη, πρόστυχη, πόρνη
γελέκι, το : τσόχινο γιλέκο
γεμενετζής, ο : κατασκευαστής γεμενιών, παπουτσής
γεμενιά, τα : είδος ανδρικών παπουτσιών
γερανιός, -ά, -ό : βαθυγάλανος, μπλε
γιανελί, το : βελούδινο ανδρικό γιλέκο
γιαπιτζής, ο : οικοδόμος
γλάστρα με τα πούλουδα, η : σχέδιο κεντήματος
γλητάρι, το : παλαιό νυφικό κόσμημα
γόβες, οι : είδος παπουτσιών
γούνα, η : μακρύ ανδρικό πανωφόρι
Δ
δεκάτο, το : δουκάτο, παλιό χρυσό νόμισμα ισπανικό ή βενετσιάνικο
δεκολτές, ο : ντεκολτέ, καρέ
δεύτερα, τα : νυφική φορεσιά
διαμαντάκια, τα : τύπος σκουλαρικιών
διάργυρος, ο : υδράργυρος
διμισκί, το : δαμασκηνό πολύτιμο ύφασμα
δίχρωμο, το : είδος ζωναριού
Ε
εσλίκι, ισλίκι, το : ανδρικό σακάκι
εφελίκι, το : παλληκαριά, μαγκιά
Ζ
ζαριφλίκι, το : αρχοντιά, κομψότητα
ζαφείρι, ζαφειρί, το : είδος καθημερινού ανδρικού πουκάμισου
ζές, ο (πλ. ζέδες) : επιμήκεις χάντρες, χάντρινα κεντήματα
ζιπούνι, το : είδος ανδρικού γιλέκου
ζουνάρι, το : ανδρικό ζωνάρι
ζυγή, η : ζευγάρι, σύνολο ανδρικής φορεσιάς, σετ βραχιολιών
Θ
θεριανό, το : τύπος καμπανιού
θραμπαλάς, ο : φραμπαλάς, βολάν
Ι
ισλίκι, το : βλ. εσλίκι
ΚΕΝΤΗΜΑ ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΟΥ ΚΑΤΩ ΠΑΝΑΓΙΑ 1900-1910.
Κ
καβαρδίνα, η : είδος ανδρικής μπλούζας εργασίας
καβάφικα, τα : πρόχειρα ελαφρά παπούτσια
καβουκτσίδικα, τα : πιλοποιεία
καζάκα, η : γυναικείο πανωφόρι και είδος νυχτικού
καζακί, το : ανδρικό σακάκι, εσλίκι
καλαθάκια, τα : τύπος σκουλαρικιών
κάμα, η : μαχαίρι
καμιζόρα, καμιτζόλα, η : πουκαμίσα, εσώρουχο, νυχτικιά
καμπανί, το ή καμπανιά, καμπανή, η : ανδρικό κεφαλομάντηλο
καμπάνταης, ο : νταής, παλληκαράς
καμπρί, το : χρυσοκέντητο μεταξωτό μαντίλι, τσεβρές
κανάρι, καναρί, το : κοριτσίστικο κεφαλομάντηλο
κανναβίτσα, η : μάλλινη ανδρική φανέλα
καντινέλι, το : κοπέλα, δεσποινίδα
καντρέτο, το : κάδρο
καπακιαστό, το : τύπος μενταγιόν
καπέλος, ο : ψάθινο καπέλο
καράβολας, ο (πλ. καραβόλοι) : σαλιγκάρι, σχέδιο διακόσμησης του γιλέκου
καρδιά, η : είδος μενταγιόν με καπάκι
καρές, ο : ντεκολτέ
καριόλα, η : είδος κεφαλομάντηλου
κάρτσα, η : κάλτσα
καρτσοδέτα, η : καλτσοδέτα
καρυδάκι, το : σχέδιο πλέξης σε κάλτσες
κατσούλα, η : κεφαλοκάλυμμα εργασίας
κατσούνι, το : βελονάκι
καφασάκια, τα : τύπος σκουλαρικιών, υποδοχή πολυτίμων λίθων
κενάρι, κινάρι, το : ρίγα σε υφαντά, ούγια
κεναράτος, κιναρωτός, κεναρωτός, -η, -ο : ριγωτός, με κενάρια
κεπαρίσσι, το : σχέδιο διακόσμησης γιλέκων και μισοφούστανων
κεπενέκι, κιουπενέκι, το ή κιουπενέκα, η : χοντρό καθημερινό ανδρικό πανωφόρι
κεσπέρικο, το : βλ. λεσπέρικο
κιμιτζής, κοϊμτζής, ο : χρυσοχόος, κοσμηματοπώλης
κιμιτζίδικο, κοϊμτζίδικο, το : χρυσοχοείο
κούκος, ο : ανδρικό καλπάκι
κοντό, το : πολκάκι
κοντογούνι, το : κοντό γυναικείο σακάκι
κοντραμπάντα, η : πατατούκα
κοντραμπατζής, ο : λαθρέμπορος
κοπτσές, ο : κόπιτσα
κορδόνι, το : χρυσή χοντρή αλυσίδα
κουκουλάρι, το : ολομέταξο υφαντό
κουκουλήθρα, η : ολομέταξο υφαντό
κουκουνάρα, η : σχέδιο διακόσμησης στα γιλέκα, είδος εσάρπας
κουμιώτικα, τα : η φορεσιά της Κύμης
κουντούρα με το σταφύλι, η : σχέδιο κεντήματος, κλαδί με τσαμπί
κουντουράς, ο : υποδηματοποιός
κουντούρες, κοντούρες, οι : είδος παπουτσιών
κουριούκα, η : ουρά, σέλα βράκας
κουσί, κουσάκι, το : κοπανέλι
κουτελίκι, το : εσωτερικό κεφαλομάντηλο, τσεμπέρι
κοχάκι, το : μπιμπίλα
κρεβατή, η : αργαλειός
κρέπι, το : είδος υφάσματος, μαντίλα πενθουσών
κρινεντίνα, η : λεπτό μεταξωτό ύφασμα από τη Σάμο, σεντόνι
κωλοζωσμένος, ο : χαμηλοζωσμένος
ΚΕΝΤΗΜΑ ΑΡΓΑΛΙΣΟ ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΟΥ ΛΥΘΡΙ 1913
Λ
λάζα, η : κουβάς
λαλές, ο ή λαλεδάκι, το : τουλίπα, ανεμώνα, σχέδιο κεντήματος
λαπτσίνια, τα : γυναικεία μποτίνια
λαχΡΙ 1913ούρι, λαχουρί, το : είδος μάλλινου υφάσματος, είδος μποξά
λεγένι, το : λεκάνη
λεσπέρης, κεσπέρης, νεσπέρης, ρεσπέρης, ο : αμπελουργός
λεσπέρικο, το : τύπος ανδρικού κεφαλομάντηλου
λιόμαυρος, -η, -ο : ολόμαυρος
λοϊζι, το : γαλλικό χρυσό νόμισμα
λουστρινάκια, τα : είδος παπουτσιού
λουτρός, ο : λουτρό, χαμάμ
λουτρουμάς, ο : λουτρό της νύφης, γαμήλια γιορτή γενικώς
Μ
μαγναδένιος, -α, -ο : αραχνοΰφαντος
μαγνάδι, το : ολομέταξο λεπτό ύφασμα, νυφικό πέπλο
μαλιφατουριέρικο, το : υφασματοπωλείο
μανσό, το : γούνινη περιχειρίδα
μαντίλα, η : καθημερινό κεφαλομάντηλο, ανδρικό ή γυναικείο
μαντίλι, το : καλό γυναικείο κεφαλομάντηλο, σταμπωτό ή μονόχρωμο
μαντιλού, η : κατασκευάστρια και πωλήτρια δαντελών σε μαντήλια
μαντιλωσά, η : κεφαλόδεσμος
μαντύα, μαντή, η : είδος ανδρικού πανωφοριού
μαουλίκα, μαγουλίκα, η : είδος πρόχειρου γυναικείου μαντηλιού
μάπα, η : τύπος πολύτιμου βραχιολιού
μαρνέλικα, μαρνέρικα, τα : ναυτικά, παιδική φορεσιά
μαρχαμάς, μαχραμάς, ο : είδος εσάρπας
ματζάρικο, το : χρυσό ουγγρικό νόμισμα
ματοστάτης, ο : ματόχαντρο
μαχμουντιές, ο : τουρκικό νόμισμα του Μαχμούτ Β’ (1808-1839)
μεζάς, ο : υφασματοπωλείο
μενταλιό, το : μενταγιόν
μερσινάκια, τα : μυρτιές, σχέδιο κεντήματος
μέσα ποκάμισο, το : γυναικείο εσωτερικό πουκάμισο, καμιτζόλα
μεσάλι, το : τραπεζομάντηλο
μετζίτι, το : ασημένιο νόμισμα του Αβδούλ Μετζίτ (1839-1861), το 1/5 της λίρας
μηλόγουνα, η : γυναικείο πανωφόρι, κοντογούνι
μιλιρές, ο : είδος μεταξωτού υφάσματος
μισοφόρι, μεσοφόρι, το : εσωτερική φούστα, πουκαμίσα
μισοφούστανο, μεσοφούστανο, το : φούστα
μίτος, ο : βαμβακερό νήμα, είδος σπάγκου
μιτένιος, -α, -ο : βαμβακερός, σπάγκινος
μονοκόμματη, η : ρόμπα
μόρικο, το : το μοβ χρώμα
μουτάφης, ο (πλ. μουτάφηδοι) : σακοποιός, τσουβαλάς
μουχτάρης, ο (πλ. μουχτάρηδοι) : πρόεδρος, κοινοτάρχης
μπαγιασόνι, το : είδος ανδρικού καπέλου
μπαμπούλωμα, το : τρόπος δεσίματος μαντήλας
μπαρμπάσικα, τα : τύπος ανδρικών παπουτσιών
μπασμάς, ο : σταμπωτό βαμβακερό ύφασμα
μπατάλικος, -ια, -ο : φαρδύς
μπατζακλίκι, το : βρακοπόδι, μπατζάκι
μπεζεστένι, το : κλειστή αγορά πολυτίμων ειδών
μπελερίνι, το : είδος γυναικείου πανωφοριού
μπιλετζίκι, το : είδος βραχιολιού
μπλέτα, η : πιέτα
μπλεχτό, το : τύπος χρυσού κορδονιού
μπλεχτός, -ή, -ό : πλεκτός
μπλίρα, μπρίλα, η : χρυσό ή ασημένιο έλασμα
μπλούζα, η : είδος γυναικείου πουκάμισου
μποξαδάκι, το : είδος εσάρπας
μποξαλίκι, το : μπόγος, περιτύλιγμα, δώρο
μποξάς, ο : είδος εσάρπας
μπουάς, ο : γούνινος γυναικείος γιακάς
μπουλαζές, ο : τρόπος κόμμωσης
μπουμπάρι, το : τρόπος κόμμωσης
μπουρμαλίδικο, το : είδος κορδονιού
μπουρμάς, ο ή μπουρμάδα, η : πλεξούδα, τύπος βραχιολιού
μπουρουντζούκι, το : είδος μεταξωτού υφάσματος
μπουρσεβάνικος, μπουρσουβάνικος, -ια, -ο : ραμμένος από καλή τσόχα
μπουζού, πουζού, η : τσέπη
μπουστάκι, το ή μπούστος, ο : γυναικείο εσώρουχο
μπουτσουνάρι, το : μπατζάκι, βρακοπόδι
μπρουστοποδιά, μπροστοποδιά, η : ποδιά εργασίας
μυτιληνιό, το : γούνινο καλπάκι
ΚΟΚΚΙΝΟΜΠΑΜΠΑΚΟ ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΟ ΚΑΤΩ ΠΑΝΑΓΙΑ 1900-1910
Ν
ναλίνια, τα : ξύλινα τσόκαρα
ναπολεόνι, το : χρυσό γαλλικό νόμισμα
νεσπέρης, ο : βλ. λεσπέρης
νταλαμπουρί, νταλαμπουρίσιο, το : πολύχρωμο ολομέταξο ζωνάρι
ντούμπλα, η : χρυσό αυστριακό νόμισμα
ντράς, ο : είδος βαμβακερού υφάσματος
ντρίλι, το : χοντρό βαμβακερό ύφασμα
Ξ
ξαντό, το : γάζα, τουλπάνι
ξερό, το : υφαντό από ακατέργαστο μετάξι
ξεσκούφωτος, -η : ανύπαντρος
ξόμπλι, το : κέντημα, σχέδιο
ξομπλιάζω : κεντώ, διακοσμώ με κέντημα
ξουρίστρα, η : «αισθητικός»
Ο
ογιάς, ο : κοχάκι, μπιμπίλα
ολαμάς, ο : ούγια, κενάρι
όργα, η : είδος κόμμωσης
οτρά, η : ίνα, χρυσοκλωστή
ουάλι, το : βλ. βουάλι
ΠΟΔΟΓΥΡΟΙ ΜΙΣΟΦΟΥΣΤΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΛΥΘΡΙ (ΑΡ.) ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΑΛΑΤΣΑΤΑ (ΔΕ) 1910-1922.
Π
παερής, παϊρής, ο : νονός
παν-τό, το : γυναικείο παλτό
πανωμάντιλο, το : είδος εσάρπας
παπαδίστικα, τα : είδος ανδρικών παπουτσιών
πάπιες, οι : τύπος αντρικών γεμενιών με γυριστή μύτη
παρασόλι, το : ομπρέλα
παρντεσού, η : είδος γυναικείου πανωφοριού
πασματζίδικο, το : σταμπωτήριο μαντηλιών
πατατούκα, η : ανδρικό χοντρό πανωφόρι
πελεκανιά, η : λατομείο
περκάλι, το : φίνο βαμβακερό ύφασμα
πεσκίρι, το : υφαντή πετσέτα
πηλός, ο : ειδικό χώμα για λούσιμο
πιρλάν-τι, το : διαμάντι, μπριγιάν
πιτσίλι, το : δαντέλα
πλουμιά, τα : ξόμπλια, κεντήματα, στολίδια κάθε είδους
ποδήματα, τα : ψηλές μπότες
ποδοπάνια, τα : μάλλινες ταινίες για τις γάμπες
ποκάμισο, το : ανδρικό ή γυναικείο πουκάμισο
πολίτικα, τα : είδη κοσμημάτων
πολιτρές, ο : πορτρέτο, φωτογραφία
πολκάκι, πορκάκι, προκάκι, το : είδος γυναικείου ζακέτου
ποσάκι, ποσί, πόσι, το : είδος μεταξωτού κεφαλομάντηλου ή μποξά
πουζού, η : βλ. μπουζού
πουλάκια, τα : τύπος σκουλαρικιών
πουλουδάτος, -η, -ο : λουλουδάτος
πουρκιά, προυκιά, τα : προικιά
πουρμάς, ο : βλ. μπουρμάς
πουτούρια, τα : είδος ανδρικού παντελονιού
Ρ
ρασοβράκια, τα : μάλλινη βράκα
ρεμπούμπλικο, το : είδος ανδρικού καπέλου
ρεπαντί, το : τρόπος δεσίματος του κεφαλομάντηλου
ρεπίδι, το : ριπίδι, βεντάλια
ρεσπέρης : βλ. λεσπέρης
ρέστα, η : βλ. αρέστα
ρετσινάδα, η : χοντρό καθημερινό ανδρικό πανωφόρι
ρίξιμο, το : γαμήλιο δώρο
ρόμπα, η : φουστάνι
ρούδι, το : ρόδι
ρουδί, το : το ρόδινο χρώμα
ρουμπιές, ο : χρυσό ινδικό ή αραβικό νόμισμα
ρουσικάκι, το : είδος πουκάμισου
ρωμιοράφτης, ο : ελληνοράπτης, ράφτης ελληνικών ενδυμασιών
Σ
σάζι, το : ψάθα
σαϊτα, η : διακοσμητικό σχέδιο σε γιλέκα
σάκος, ο : γυναικείος επενδύτης
σαλαμπάρκα, σαλαμπράκα, η : βαμβακερή φανέλα, ανδρική ή γυναικεία πουκαμίσα
σαλμάς, ο : κόκκινο μεταξωτό κεφαλομάντηλο
σάλπα, σάρπα, η : εσάρπα
σαραντακουμπίτης, ο : κομψοντυμένος, αρχοντικός
σαρβαράς, ο : βρακάς
σαρβάρι, το : τσόχινη βράκα
σαρβάρια, τα : η όλη ανδρική φορεσιά
σαρταμάκα, σαλταμάκα, η : είδος ανδρικού σακακιού
σατζάκι, το : είδος τρέσας με χάντρες
σιβρικαγιάς, ο : αμπαδένιο πρόχειρο τουζλούκι
σιναχλίκι, το : σελαχλίκι, σελάχι, δερμάτινη οπλοθήκη
σκαρπίνια, τα : είδος παπουτσιού
σκάρτσα, η : κάλτσα
σκαρτσοβελόνα, η : καλτσοβελόνα
σκαρτσοδέτα, η : καλτσοδέτα
σκιάθι, το : ψάθινο καπέλο
σκλαβουνικά, τα : παλιόρουχα, εργατική φορεσιά
σκολιανά, τα : η γιορτινή φορεσιά
σκουλαρίγκι, το : σκουλαρίκι
σκουλλί, το : τσουλούφι
σκούφια, η : γυναικείο καπέλο της δουλειάς
σμυρναίικα, τα : είδη κοσμημάτων
σου, το : φιόγκος κοτσίδας
σουλμαδού, σουρμαδού, η : γυναίκα φιλόκαλος, εξεζητημένη
σουλμάς, σουρμάς, σουλουμάς, ο : είδος καλλυντικού
σουρέλο, το : σώβρακο, είδος παντελονιού
σουρμές, ο : είδος μαύρης μπογιάς για τα μάτια
σούφρα, η : βολάν, φραμπαλάς
σόφι, το : είδος γυαλιστερού υφάσματος
σταμπάτο, το : ύφασμα με ενυφασμένα σχέδια
σταυρουδάκια, τα : σχέδιο κεντήματος
σταυρωτή, η : εσλίκι
στενά, τα : φράγκικα, κουστούμι
στιβανάκια, τα : μποτάκια
στόφα, η : πολύτιμο ύφασμα με σχέδια
στριφτάρι, το : τύπος βραχιολιού
συντρόφι, το : σώβρακο, κιλότα
σώβρακο, το : ανδρικό εσώρουχο
Τ
τακίμι, το : σετ, σειρά
τάλιρο, το : αυστριακό νόμισμα
ταμπάκης, ο (πλ. ταμπάκηδοι) : βυρσοδέψης
ταν-τέλα, η : δαντέλα
τερλίκια, τα : πρόχειρα πλεκτά παπούτσια
τερτίρι, τιρτίρι, το : μεταξωτό γαϊτάνι, χρυσόνημα
τζανφές, ο : είδος μεταξωτού υφάσματος
τζεσμέδια, τα : μπότες, τουζλούκια
τζιβαΐρια, τζιβαϊρικά, τα : κοσμήματα
τζιπούνι, το : πλεχτό γυναικείο γιλέκο
τζόβενο, το : νεαρός
τζόγια, η : κόσμημα, χρυσαφικό
τζουλούφι, το : τσουλούφι, σκουλλί
τοκμάς, τοκμές, ο : χρυσό επίρραπτο κέντημα
τορσόνι, το : κέντημα του κουσού
τουζλούκι, το : περικνημίδα από ύφασμα ή δέρμα
τουλουπάνι, τουρπάνι, το : πρόχειρο γυναικείο κεφαλομάντηλο
τουνέζικο, τουνεζλίδικο, το : είδος ανδρικού φεσιού
τρακοσάρα, η : χρυσό νόμισμα
τρεμεντίνα, τραμουντίνα, η : καλλυντικό προσώπου
τριζάτος, ο : καλοντυμένος, κομψός
τριχίλι, τεχρίλι, το :
τσακί, το : σουγιάς
τσακουμάκι, το : αναπτήρας
τσάντρα, τσαντρίτσα, η : βοηθητικό αντρικό κεφαλομάντηλο
τσαρντίνι, τσερδίνι, το : τουζλούκι
τσατμαλίδικος, -ια, -ο : καρό
τσελεμπής, τζελεπής, ο : αριστοκράτης
τσεμπέρι, το : βοηθητικό ή πρόχειρο μαντήλι
τσεμπερωσά, η : κεφαλόδεσμος με τσεμπέρι
τσερβές, τσεβρές, ο : χρυσοκέντητο μαντήλι
τσικουδί, το : ανοιχτό πράσινο χρώμα
τσίλι, το : ματόχαντρο
τσουράπια, τα : πρόχειρες μάλλινες κάλτσες
τυποδεμένος, -η : καλοντυμένος, κομψός
Υ
υδραίικο, το : τύπος μεταξωτού ζωναριού
Φ
φακαρόνα, η : φακαρόλα
φακή, η : τύπος χρυσού κορδονιού
φακιόλι, το : καθημερινό κεφαλομάντηλο
φανέλα, η : ανδρικό εσώρουχο
φαντίνα, φαντινίτσα, η : κοπέλα, δεσποινίδα
φελπάτος, -η, -ο : ραμμένος από φτηνό βελούδο
φερμελετζής, ο : ράφτης γιλέκων, τουζλουκιών, εσλικιών
φεσού, η : γυναίκα που φορεί φέσι
φεστονάκι, το : είδος κεντήματος
φιδάκι, το : τύπος βραχιολιού
φιτίλι, το : τύπος χρυσού κορδονιού
φουσκάκια, τα : μαργαριτάρια, τύπος σκουλαρικιών, μαργαριταρένιο περιδέραιο
φράγκικα, τα : ευρωπαϊκής μόδας ρούχα
φράτσα, η : φράντζα, μπορντούρα
φριζές, ο : είδος κόμμωσης
φυλαχτό, το : τριγωνάκι σε ανδρικά πουκάμισα
φωτάς, ο : είδος μεταξωτού μαντηλιού
Χ
χαιρέτια, τα : ονομαστική εορτή
χαϊμαλί, το : φυλαχτό
χαλκάδες, χαρκάδες, οι : τύπος σκουλαρικιών
χάρτζα, χάρτσα, τα : μάλλινα ή μπιρσιμένια στολίδια σε ανδρικά ρούχα
χαρχάλι, το : γυάλινο βραχιόλι
χατζηλίδικια, η : τύπος ζώνης
χέρες, οι : γάντια της δουλειάς
χουρσά, τα : κοσμήματα
χούφτα, η : τύπος βραχιολιού
χρουσαφικά, τα : χρυσαφικά, κοσμήματα
χτενισά, η : κόμμωση
Ψ
ψαθί, το : σχέδιο διακόσμησης γιλέκων
Θοδωρής Κοντάρας
Ν. Ερυθραία, 1999