«Επειδή η συγκέντρωσις τόσου πλήθους προσφύγων απειλεί την υγείαν, ειδοποιήθησαν ραδιοτηλεγραφικώς τα ερχόμενα πλήρη προσφύγων ατμόπλοια όπως μη προσεγγίσουν εις τον Πειραιά»εφ. «Εμπρός», 6/9/1922
Της Ελένης Κυραμαργιού (Ιστορικός).
Ο Πειραιάς των προσφύγων.
«Επειδή η συγκέντρωσις τόσου πλήθους προσφύγων απειλεί την υγείαν, ειδοποιήθησαν ραδιοτηλεγραφικώς τα ερχόμενα πλήρη προσφύγων ατμόπλοια όπως μη προσεγγίσουν εις τον Πειραιά»εφ. «Εμπρός», 6/9/1922
Τριάντα πέντε ατμόπλοια και ένα υπερωκεάνιο, με επιβάτες περισσότερους από 40.000 πρόσφυγες από τα μικρασιατικά παράλια, προσέδεσαν στο λιμάνι του Πειραιά και στον γειτονικό όρμο Κερατσινίου από την 1η έως τις 30 Σεπτεμβρίου του 1922.
Χιλιάδες άνθρωποι που εγκατέλειψαν βίαια τα σπίτια τους και ταξίδεψαν έως και 12 ημέρες, στοιβαγμένοι στα αμπάρια πλοίων, έχοντας στη διάθεσή τους ελάχιστη τροφή και νερό, αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και παρέμειναν για μέρες, εβδομάδες ή μήνες προσωρινά φιλοξενούμενοι σε επιταγμένα καταλύματα ή άστεγοι σε πρόχειρα υπόστεγα στο λιμάνι, κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου ή στα προαύλια ναών, ενώ καινούργια πλοία έφταναν καθημερινά.
Στον ατελείωτο καταυλισμό που είχε δημιουργηθεί στο λιμάνι και στην πόλη του Πειραιά, όπως άλλωστε και στα περισσότερα ελληνικά λιμάνια, αποτυπώθηκε το «προσφυγικό σοκ».
Ενα μονόστηλο του «Εμπρός», στις 31 Αυγούστου του 1922, οριοθετούσε τη μετάβαση στη νέα περίοδο:
«Διά των ατμοπλοίων “Γένουα” και “Αμαζονία” αφίχθησαν εις Πειραιά χθες δύο χιλιάδες πρόσφυγες εκ Μικρασίας. Εκ τούτων 1.500 ήσαν εύποροι, οι δε λοιποί άποροι. Τούτους παρέλαβε το υπουργείον Περιθάλψεως και τους διένειμεν εις διάφορα προσφυγικά οικήματα εν Πειραιεί. Διέταξε δε και την υπηρεσίαν Πειραιώς να παράσχη εις αυτούς τροφήν και ιατρικήν περίθαλψιν».
Εκατόν πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονταν ήδη στη Χίο, τη Μυτιλήνη, τη Σάμοκαι τηΡαιδεστό, όταν τα ατμόπλοια με τους πρόσφυγες προσέγγισαν το λιμάνι του Πειραιά.
Παρότι το σύνολο των προσφύγων είχε ζήσει τον αναγκαστικό διωγμό και είχε ταξιδέψει κάτω από τις ίδιες δύσκολες συνθήκες, η άφιξή τους στην Ελλάδα δεν συνεπαγόταν για όλους τις ίδιες δυσκολίες.
Ο διαχωρισμός σε άπορους και εύπορους που γίνεται στο παραπάνω μονόστηλο αυτό ακριβώς μαρτυρούσε.
Οι εύποροι πρόσφυγες ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν αξιοπρεπές κατάλυμα και ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης.
Οι άποροι πρόσφυγες που έφτασαν στις 30 Αυγούστου διέμειναν σε δημόσια κτίρια ή επιταγμένους χώρους, ενώ όσοι έφτασαν τις επόμενες μέρες τοποθετήθηκαν σε πρόχειρα υπόστεγα στην προκυμαία, μια και οι κλειστοί χώροι δεν επαρκούσαν.
Οι αφίξεις συνεχίστηκαν τις επόμενες μέρες.
Το Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου έφτασαν στον Πειραιά 8 πλοία με περισσότερους από 5.500 πρόσφυγες, «αλλόφρονες εκ της φρίκης και του τρόμου τον οποίον εδοκίμασαν υπό της εισόδου του Τουρκικού στρατού εις την Σμύρνην και πειναλέοι διότι ήτο αδύνατον να προμηθευθώσι τροφάς από του παρελθόντος Σαββάτου, άυπνοι από επταημέρου» («Ελ. Βήμα», 3/9/1922)· οι φυγάδες αυτοί εγκαταστάθηκαν από επιτροπή του υπουργείου Περιθάλψεως σε υπόστεγα της προκυμαίας, πιθανότατα αποθήκες που είχαν εκκενωθεί.
Ανάμεσά τους βρίσκονταν οι μαθήτριες του αμερικανικού κολεγίου της Σμύρνης,«γυμναί κατά το πλείστον και ανυπόδητοι λόγω της εσπευσμένης φυγής».
Οι μαθήτριες μεταφέρθηκαν σε εκκλησία της πόλης, αγνοώντας την τύχη των οικογενειών τους.
Την επομένη, το ιταλικό ατμόπλοιο «Μπαρλέττα» αποβίβασε 50 Αρμένιους πρόσφυγες και συνέχισε το ταξίδι του για την Ιταλία.
Στις 4 Σεπτεμβρίου, αποβιβάστηκαν περισσότεροι από 8.000 πρόσφυγες που επέβαιναν σε τέσσερα ιταλικά και ένα αγγλικό ατμόπλοιο.
«Κατανεμήθηκαν εις την ακτήν Ξαβερίου, εις την ακτήν Κρεμμυδαρούς και εις τον περίβολον του ναού Αγίου Νικολάου καθώς και εις άλλα σημεία της προκυμαίας».
Επιπλέον, σε δύο ή τρία πλοία που έφτασαν στον γειτονικό όρμο του Κερατσινίου δεν επετράπη να αποβιβάσουν τους πρόσφυγες, έστω και προσωρινά, αλλά αναζητήθηκαν νέα λιμάνια «διότι ο Πειραιεύς υπερεπληρώθη προσφύγων».
Την ίδια ημέρα, κατέπλευσαν στον Πειραιά και τέσσερα πλοία από τη Χίο και τη Μυτιλήνη με 1.670 στρατιώτες και 1.090 χωροφύλακες.
Την επομένη, 5 Σεπτεμβρίου, ενημερώθηκαν τα πλοία «ραδιοτηλεγραφικώς» να μην προσεγγίζουν τον Πειραιά, «επειδή η συγκέντρωσις τόσου πλήθους απειλεί την υγείαν».
Το λιμάνι του Πειραιά αποτέλεσε το κύριο σημείο εισόδου των προσφύγων. Σε αυτό, δεν αποβιβάστηκαν μόνο όσοι εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής, αλλά και πλήθος προσφύγων που μετακινήθηκε προς άλλους προορισμούς.
Στις 10 Σεπτεμβρίου το ιταλικό ατμόπλοιο «Μπάριον» κατέπλευσε στον Πειραιά με 450 πρόσφυγες από τη Σμύρνη, εγκαινιάζοντας ένα νέο κύκλο αφίξεων που έμελλε να κορυφωθεί τις προσεχείς ημέρες.
Στο λιμάνι του Πειραιά αποβιβάστηκαν 1.500 πρόσφυγες από τη Μυτιλήνη και 240 από την Κωνσταντινούπολη στις 12 Σεπτεμβρίου, 5.000 πρόσφυγες από τη Σμύρνη στις 13 Σεπτεμβρίου, 4.000 από τη Χίο και τη Μυτιλήνη και 400 από την Κωνσταντινούπολη στις 16 Σεπτεμβρίου.
Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου στον Πειραιά έφτασαν ακόμη 13.100 πρόσφυγες.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1920, ο πληθυσμός της πόλης του Πειραιά ήταν 131.170 κάτοικοι.
Μέσα σε ένα μήνα, λοιπόν, οι κάτοικοι της πόλης αυξήθηκαν –έστω και προσωρινά– κατά το 1/3 τού μέχρι τότε συνολικού πληθυσμού.
Έρανος και Γραφεία Εργασίας
Η στρατιωτική ήττα που οδήγησε στην άφιξη των προσφύγων προκάλεσε πολιτική κρίση και αστραπιαίες αλλαγές στην πολιτική ζωή.
Η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε στις 28 Αυγούστου και η νεοδιορισμένηκυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, σε συνεργασία με το παλάτι, έπρεπε να περιθάλψει άμεσα τους 150.000 πρόσφυγες που βρίσκονταν ήδη στα νησιά του Αιγαίου, καθώς και δεκάδες χιλιάδες άλλους που κατευθύνονταν προς τα ελληνικά λιμάνια.
Την 1η Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα σύσκεψη «υπό την προεδρία της Βασιλίσσης Σοφίας» για την αποτελεσματικότερη αρωγή των προσφύγων, με συμμετοχή των υπουργών Περιθάλψεως Σπυρίδωνος Γιαννόπουλου και Εσωτερικών Γεωργίου Μπούσιου.
Παράλληλη σύσκεψη «επί διαφόρων επειγόντων ζητημάτων» υπό τον πρωθυπουργό Νικόλαο Τριανταφυλλάκο και τους υπουργούς Εξωτερικών Νικόλαο Καλογερόπουλοκαι Εθνικής Οικονομίας Κλέαρχο Μανέα πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών.
Την ίδια στιγμή, στη Σμύρνη η πυρκαγιά στην πόλη συνεχιζόταν και οι Ευρωπαίοι υπουργοί Εξωτερικών αναζητούσαν τρόπους να αντιμετωπίσουν τη διεθνή κρίση που είχε ξεσπάσει.
Στη σύσκεψη «υπό τη Βασίλισσα» αναζητήθηκαν, παρά την πολιτική αστάθεια, λύσεις –προσωρινές ή μη– για τα ζητήματα της στέγασης, της διατροφής και της περίθαλψης των άπορων προσφύγων, αναγνωρίζοντας την αίσθηση του κατεπείγοντος που έπρεπε να έχουν τα μέτρα που θα λαμβάνονταν.
Επικράτησαν οι προτάσεις για τη διενέργεια λαϊκών εράνων, την πραγματοποίηση συσσιτίων και την ίδρυση γραφείων ευρέσεως εργασίας.
Στόχος του πανελλήνιου εράνου ήταν η συγκέντρωση χρημάτων για τη διατροφή και τη στέγαση των άπορων προσφύγων, αλλά και η χορήγηση εφάπαξ επιδόματος 30 δρχ. σε κάθε πρόσφυγα.
Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής -που πρόσφεραν υπερβολική δημοσιότητα στα δύο εγχειρήματα- επιδιώχθηκε η καθολική και ενεργή συμμετοχή ολόκληρης της χώρας στον έρανο.
Εμπορικοί σύλλογοι και επαγγελματικές ενώσεις κλήθηκαν να συνδράμουν την προσπάθεια, ενημερώνοντας και κινητοποιώντας τα μέλη τους.
Στις 9 Σεπτεμβρίου ξεκίνησαν τη λειτουργία τους 10 γραφεία ευρέσεως εργασίας· το παράρτημα του Πειραιά στεγάστηκε στα γραφεία του Πατριωτικού Συνδέσμου.
Σύμφωνα με τον υπουργό Περιθάλψεως Σπ. Γιαννόπουλο, τα γραφεία αυτά θα συνέτασσαν καταλόγους για τους άνδρες και τις γυναίκες πρόσφυγες με το όνομα, την καταγωγή και το επάγγελμά τους.
Με βάση τους καταλόγους αυτούς, θα προχωρούσαν κατόπιν στην αναζήτηση θέσεων εργασίας για τους αιτούντες.
Από τις 27 Σεπτεμβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου του 1922, τα γραφεία συνέβαλαν στην απασχόληση 1.028 ανδρών και 1.095 γυναικών που απευθύνθηκαν σε αυτά.
Η άμεση ίδρυση των γραφείων συνδέθηκε στον Τύπο της εποχής με τη μέριμνα για την αποφυγή φαινομένων εκμετάλλευσης των προσφύγων –κυρίως των νεαρών αγοριών και κοριτσιών– από επιτήδειους.
«Εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Λαρίσης και εις το Βασιλικόν περίπτερον εγκατεστημένοι προσωρινώς πρόσφυγες παραπονούνται ότι πολιορκούνται την μεν ημέρα από διαφόρους σωματεμπόρους και θρασείς ερωτάκηδες, την δε νύκτα από λωποδύτας» («Εμπρός» 5/9/1922).
Ο αριθμός των παιδιών και των εφήβων που είχαν φτάσει χωρίς τις οικογένειές τους, αλλά και των ορφανών, ήταν μεγάλος.
Τα γραφεία ευρέσεως εργασίας παρουσιάστηκαν ως μεσολαβητές προκειμένου ν’ αποφευχθεί η εκμετάλλευση των νεαρών κοριτσιών, ενώ παράλληλα όλοι οι αρμόδιοι φορείς θα λάμβαναν αυστηρά μέτρα για την προστασία τους, διασφαλίζοντας ότι δεν θα κατέληγαν σε οίκους ανοχής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διευθυντής της Αστυνομίας Πειραιώς απαγόρευσε στους πολίτες να πλησιάζουν τις «εγκαταστάσεις των προσφύγων», ενώ για να δοθεί υπηρέτρια σε μία οικογένεια ο υποψήφιος εργοδότης έπρεπε να επισκεφθεί την Αστυνομική Διεύθυνση έχοντας πιστοποιητικό από το υπουργείο Περιθάλψεως που θα ανέφερε την «ηθικήν κατάστασιν» της οικογένειάς του και θα προέκρινε την πρόσληψη.
Τα γραφεία ευρέσεως εργασίας χορηγούσαν το συγκεκριμένο πιστοποιητικό.
Η άμεση σύνδεση της παρουσίας των ανήλικων προσφύγων με την πιθανότατα εκμετάλλευσης και εκπόρνευσής τους, χωρίς να δημοσιεύονται ανάλογα περιστατικά, φανερώνει περισσότερο τους φόβους και τον «ηθικό πανικό» που συνόδευσε τη μαζική εγκατάσταση των προσφύγων.
Παράλληλα το παλάτι έκανε έκκληση για αρωγή σε φιλανθρωπικές οργανώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
Οι πρόσφυγες χρειάζονταν τα στοιχειώδη: τρόφιμα, ρούχα, κλινοσκεπάσματα, φάρμακα.
Ο «έρανος της Βασίλισσας» δεν επαρκούσε, ενώ οι δυνατότητες του υπουργείου Περιθάλψεως ήταν περιορισμένες.
Παρότι αρκετοί Ευρωπαίοι πρεσβευτές ανακοίνωναν την αποστολή βοήθειας και οΔιεθνής Ερυθρός Σταυρός κινητοποιήθηκε άμεσα, η έλευση χρημάτων, φαρμάκων και ενδυμάτων από το εξωτερικό ήταν χρονοβόρα διαδικασία.
Η αρωγή του πρώτου διαστήματος στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου σε εσωτερικούς πόρους, δημόσιους και ιδιωτικούς, αδυνατώντας να καλύψει το σύνολο των αναγκών.
Στις 8 Σεπτεμβρίου άρχισε να προσφέρεται μαγειρεμένο φαγητό στον χώρο φιλοξενίας παιδιών στον Πειραιά, με σκεύη που απέστειλε το Λύκειο Ελληνίδων, ενώ οι υπόλοιποι πρόσφυγες της πόλης εξακολούθησαν να λαμβάνουν ξηρά τροφή, μια και η έλλειψη σκευών εμπόδιζε τη λειτουργία κανονικού συσσιτίου.
Απόπειρες (προσωρινής) στέγασης
Επιβαρημένη ήδη από παλιότερες προσφυγικές αφίξεις, η πόλη του Πειραιά είχε μετατραπεί σ’ έναν απέραντο καταυλισμό.
Ο χώρος γύρω από το λιμάνι του Πειραιά, από την Ηετιώνεια Ακτή έως το Βασιλικό Περίπτερο –κυρίως ο Σταθμός Λαρίσης (απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου), η πλατεία Καραϊσκάκη, με τα υπόστεγα των αποθηκών, η ακτή Τζελέπη– τα προαύλια ναών και σχολείων, οι πλατείες και οι ελεύθεροι χώροι (όπως ο Τινάνειος κήπος απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Τριάδος) φιλοξενούσαν μεγάλους αριθμούς προσφύγων.
Οι συνθήκες της στέγασης και της υγιεινής χειροτέρευαν καθώς ο αριθμός τους αυξανόταν.
Η Δημοτική Αρχή του Πειραιά αδυνατούσε να διαχειριστεί την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην πόλη.
Πειραιάς 1922. Μικρασιάτες πρόσφυγες γύρω από το ξενοδοχείο «Η Ανατολή».ΑΡΧΕΙΟ ΕΡΤ / Π. ΠΟΥΛΙΔΗΣ
Σε μια απόπειρα αντιμετώπισης του προβλήματος της στέγασης και λήψης άμεσων αποφάσεων, οι υπουργοί Οικονομικών Αθανάσιος Ευταξίας, Εσωτερικών Γεώργιος Μπούσιος και Περιθάλψεως Σπυρίδων Γιαννόπουλος επισκέφτηκαν στις 5 Σεπτεμβρίου την πόλη, «καθ’ όλην την κυκλοτερή αιμασιάν του Πειραϊκού λιμένος, από της ακτής της Ηετιώνειας άκρας μέχρι του Βασιλικού περιπτέρου» και τους χώρους όπου είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο οι πρόσφυγες.
Διέταξαν την εκκένωση των υπόστεγων της πλατείας Καραϊσκάκη από τα εμπορεύματα, καθώς και μιας μεγάλης αποθήκης δίπλα στο Τελωνείο, όπου εγκαταστάθηκαν 1.000 πρόσφυγες.
Με τον πληθυσμό της πόλης να έχει αυξηθεί κατά 30% μέσα σε λίγες μέρες, το πρόβλημα της στέγασης των προσφύγων ήταν ιδιαίτερα οξύ ⟱
Αποφάσισαν να διατεθεί το Δημοτικό Θέατρο, να επιταχθούν οικήματα στην πόλη αυθημερόν και, αν παραστεί ανάγκη, να επεκταθεί το μέτρο της επίταξης στην Αθήνα και τα προάστια.
Παράλληλα, προχώρησαν στη σύσταση τριμελούς τοπικής επιτροπής υπό τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου της πόλης Γ. Ηλιόπουλο, η οποία θ’ αναλάμβανε να μεριμνήσει για τους πρόσφυγες που θα εγκαθίσταντο τελικά στο Πειραιά.
Η συνεχής προσφυγική εισροή είχε αποτέλεσμα τη διαρκή ανατροφοδότηση των υπαίθριων καταυλισμών, όποτε οι αρχικοί ένοικοί τους μεταφέρονταν σε στεγασμένους χώρους ή σε προσωρινά καταλύματα, αλλά και την επέκτασή τους, όταν οι νεοαφιχθέντες συνωστίζονταν δίπλα στους υπόλοιπους.
Οποιαδήποτε προσπάθεια μετακίνησης προσφύγων συνοδευόταν από την άφιξη ακόμη περισσότερων.
Στις 12 Σεπτεμβρίου διαμορφώθηκε ειδικός χώρος στη λαχαναγορά του Πειραιά για τη φιλοξενία 1.000 προσφύγων από την πλατεία Καραϊσκάκη κι επιτάχθηκαν τα υπόστεγα του Λαρισαϊκού σιδηροδρόμου από την «υπηρεσία προσφύγων δια την εγκατάστασιν».
Την ίδια μέρα έφτασαν στο λιμάνι 1.740 νέοι πρόσφυγες και την επομένη 5.000.
Στην Ηετιώνεια Ακτή, τα υπόστεγα δίπλα στις γραμμές του τρένου, τα άδεια βαγόνια, ο γειτονικός αρχαιολογικός χώρος (τμήμα των μακρών τειχών), το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου, οι κενές αποθήκες και τα υπόστεγα του λιμανιού φέρονται να φιλοξένησαν χιλιάδες πρόσφυγες που έφτασαν στο λιμάνι του Πειραιά μετά τον Αύγουστο του 1922.
«Ο σταθμός Λαρίσης έχει μεταβληθή εις βρόμικον στρατόπεδον. Κατασκηνώσεις παντού και τα κενά βαγόνια πλημμυρισμένα. Πόσους πρόσφυγας είναι δυνατόν να χωρέση ένα παλαιόν βαγόνιον; Πόσας δηλ. γυναίκας και παιδία που έχουν ανάγκη να κοιμηθούν, να καθαρισθούν, να κατοικήσουν; Είκοσι μέχρι είκοσι πέντε. Και όμως ο νόμος του αδιαχώρητου κατεστρατηγήθη. Εις κάθε παλαιόν βαγόνιον έχουν εγκατασταθή εβδομήντα έως ογδόντα γυναίκες, παιδία, γέροντες. […] Ο συνωστισμός τα προστατεύει ευτυχώς από το νυκτερινό κρύο, αλλά ο συνωστισμός εκείνος δημιουργεί μίαν ατμόσφαιραν αφόρητον, ανθυγιεινήν, επικίνδυνον. Καθαριότης δεν είνε δυνατόν να υπάρξη. Κάθε οικογένεια έχει περιτριγυρίσει ένα χώρον ενός ή δύο τετραγωνικών μέτρων με τας αποσκευάς της, με τους μπόγους, με τα χράμια και τα χαλιά» («Εμπρός», 8/9/1922).
Οι πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο στα βαγόνια και τα υπόστεγα του σταθμού στάθηκαν περισσότερο «τυχεροί» από εκείνους που αναγκάστηκαν να μείνουν για μέρες ή βδομάδες σε υπαίθριους χώρους, σε σκηνές ή πρόχειρα καταλύματα που δημιούργησαν μόνοι τους για να προφυλαχθούν από τις φθινοπωρινές βροχές και το κρύο.
Ο γενικός διοικητής του υπουργείου Περιθάλψεως, μαζί με κλιμάκιο υπαλλήλων, επόπτευαν την προσωρινή εγκατάσταση των προσφύγων στον Πειραιά και τη μεταφορά των ασθενών στα νοσοκομεία.
Ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων και οι συνεχείς αφίξεις δεν επέτρεπαν τη διαμονή στο λοιμοκαθαρτήριο.
Οι πρόσφυγες αποβιβάζονταν στο λιμάνι, εγκαθίσταντο προσωρινά στον χώρο που τους υποδεικνυόταν και στη συνέχεια εξετάζονταν από γιατρό.
Κατά πάσα πιθανότητα, το διάστημα που περνούσε μέχρι την ιατρική εξέτασή τους ήταν μεγάλο.
«Επειτα επεμβαίνει η γραφειοκρατία. Υπάρχουν άρρωστες γυναίκες, χλωμές, παιδάκια καχεκτικά, γέροι και γερόντισσες τρεμουλιασμένες. Αυταί πρέπει να μεταφερθούν κάπου αλλού. Η γραφειοκρατία όμως θα καταρτίση στατιστικήν. Εως ότου η στατιστική καταρτισθή ημπορούν να αποθάνουν οι ετοιμοθάνατοι. Αι επιδημιτικαί νόσοι έκαμαν άλλως τε την εμφάνισιν των. Η ευλογία θερίζει τα παιδιά, ο πυρετός τας γυναίκας» («Εμπρός» 8/9/1922).
Οσοι χρειάζονταν νοσηλεία ή ειδική φροντίδα μεταφέρονταν στα υπάρχοντα νοσοκομεία, που σύντομα δεν επαρκούσαν. Για να καλυφθούν έστω και προσωρινά οι ανάγκες, δημιουργήθηκαν αυτοσχέδια ιατρεία, που ήταν όμως επίσης ανεπαρκή.
Προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1922 η Επαναστατική Επιτροπή ανακοίνωσε την απόφασή της«περί επιτάξεως ακινήτων δι’ εγκατάστασιν προσφύγων».
Σύμφωνα με αυτή, επιτρεπόταν «η επίταξις εν όλω ή εν μέρει οικημάτων επιπλωμένων και μη, αγροικιών, κτισμάτων, αποθηκών νοσοκομείων, μοναστηριακών οικημάτων και παντός είδους ακινήτων κατάλληλων προς προσωρινήν στέγασιν ή νοσηλείαν προσφύγων».
Είναι προφανές ότι η απόφαση της επίταξης δεν φιλοδοξούσε να απαντήσει στο στεγαστικό πρόβλημα παρά μόνο εντελώς προσωρινά.
Η συνεχιζόμενη προσφυγική εισροή, σε συνδυασμό με την αδυναμία των υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως να αντεπεξέλθουν στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της ανθρωπιστικής κρίσης που είχε ξεσπάσει και τη διατήρηση της αστάθειας και της έντασης στην πολιτική ζωή, οδήγησαν λίγες μέρες αργότερα την Επαναστατική Επιτροπή στην απόφαση παραχώρησης απόλυτης ελευθερίας δράσης στον υπουργό Περιθάλψεως.
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1922 ο Απόστολος Δοξιάδης «ενετάλη να προβή δικτατορικώ δικαιώματι εις την εντός οκτώ ημερών στέγασιν των προσφύγων».
Σχολικά κτίρια επιτάχθηκαν, τα θέατρα Ολύμπια και Εθνικό προστέθηκαν στα ήδη επιταγμένα Δημοτικό και Βασιλικό, ενώ ακόμη και οι χαρτοπαικτικές λέσχεςχρησιμοποιήθηκαν για να στεγάσουν όσους πρόσφυγες δεν είχαν τη δυνατότητα να φροντίσουν μόνοι τους τις οικογένειές τους.
Η απόφαση της επίταξης μετατράπηκε σε νόμο στα τέλη Νοεμβρίου δίνοντας στον υπουργό Περιθάλψεως τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την προσπάθεια που είχε ξεκινήσει (ΦΕΚ 1922/Α/243 της 23/11/1922).
Σύμφωνα με τον Απ. Δοξιάδη, ο νόμος του ήταν «εφαρμόσιμος, διότι είναι συνεταγμένος κατά τρόπον, ώστε και τους πρόσφυγας να ανακουφίση, και τους εντοπίους να μη ενοχλήση».
Ο Αμερικανός διπλωμάτης (και μετέπειτα πρόεδρος της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων) Χένρι Μοργκεντάου δεν συμμεριζόταν αυτή την ικανοποίηση του υπουργού Περιθάλψεως:
«Στον Πειραιά η ακτή είχε καταληφθεί από το άθλιο στρατόπεδο χιλιάδων άλλων προσφύγων. […] Η αθλιότητα είναι πάντα γραφική κι αυτή είναι η μόνη θλιβερή αρετή της ανθρώπινης δυστυχίας. Παπούτσια φτιαγμένα από πεταμένα λάστιχα αυτοκινήτων ήταν το μοναδικό υπόδημα των προσφύγων. Τα φτιαγμένα από αλευρόσακκους ρούχα ήταν μια μόδα γεννημένη απ’ την ανάγκη που διεκδικούσε άγρια τα πρωτεία από τα φτιαγμένα από λινάτσα ή από συρραμμένα κουρέλια ρούχα. Ηταν δύσκολο να εξασφαλίσει κανείς ακόμα και τα πιο απλά σκεύη. Οι τενεκέδες χρησίμευαν ως κατσαρόλες και σκουριασμένα καρφιά ως βελόνες, ενώ μια πραγματική βελόνα ήταν μια τόσο σπάνια πολυτέλεια για τους πρόσφυγες όσο είναι και για τους Εσκιμώους»(«Η αποστολή μου στην Αθήνα», Αθήνα 1994 [π.έ. 1929], σ.92).
Ο αριθμός των προσφύγων υπερέβαινε τις διαθεσιμότητες στέγης, ακόμη και στις περιπτώσεις που οι αφιχθέντες είχαν την δυνατότητα να καλύψουν τα έξοδα της διαμονής τους.
Η μετακίνηση των προσφύγων φάνταζε έτσι ως η μόνη αποτελεσματική λύση για την αποσυμφόρηση και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και υγιεινής.
«Διετάχθη η αραίωσις των εν Πειραιεί συγκεντρωμένων προσφύγων. Εξ αυτών 8.000 θα μεταφερθούν εις Πάτρας», πληροφορούσε το κοινό του την 1η Οκτωβρίου το«Ελεύθερον Βήμα».
Οι επιτάξεις σπιτιών και η αναγκαστική συνύπαρξη γηγενών και προσφύγων αποτελούσαν τη μεγαλύτερη και πιο άμεση ανατροπή της καθημερινότητας των πρώτων.
Παράλληλα ξεκίνησαν οι πρώτες απόπειρες επαγγελματικής αποκατάστασης των δεύτερων.
Επαγγελματικά σωματεία όπως η Ενωση Συντακτών, το Σωματείον Εργατών Βιβλιοδετών και ο Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος, καλούσαν τους πρόσφυγες συναδέλφους τους σε συνελεύσεις, ώστε να τους συνδράμουν στην προσπάθεια να βρουν εργασία.
Οι περισσότερες εφημερίδες της Αθήνας και του Πειραιά εγκαινίασαν το δεύτερο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη τη «Στήλη των Προσφύγων», όπου οι ίδιοι οι πρόσφυγες δημοσίευαν αγγελίες αναζητώντας δουλειά.
Εργάτες και τεχνίτες, δάσκαλοι και γνώστες ξένων γλωσσών, δακτυλογράφοι και λογιστές αναζήτησαν προσωρινή ή μονιμότερη εργασία προκειμένου να εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη για τη διαβίωσή τους.
Αλλοι πρόσφυγες κατέφυγαν σε περισσότερο ατομικές κι αυτοσχέδιες λύσεις:
«Οι δρόμοι της Αθήνας», σημειώνει ο Μοργκεντάου, «γέμισαν με τα καροτσάκια των μικροπωλητών προσφύγων που προσπαθούσαν να κερδίσουν το ψωμί τους πουλώντας μικροπράγματα. Μπαλωματάδες έστησαν τα σκαμνιά και τους πάγκους τους στους πιο αριστοκρατικούς δρόμους» (όπ.π., σ.91).
Από την άλλη, το ξεφύλλισμα των αθηναϊκών εφημερίδων της εποχής μαρτυρά πως η καθημερινή ζωή στην Αθήνα και τον Πειραιά δεν ανατράπηκε ολοκληρωτικά.
Οι κοινωνικές εκδηλώσεις, οι θεατρικές παραστάσεις και οι αθλητικοί αγώνες συνεχίστηκαν, προσφέροντας ένα μέρος των εσόδων τους υπέρ των προσφύγων.
Πιθανότατα, το μεγάλο χρονικό εύρος της προσφυγικής εισροής και η διαφορετικότητα των αναγκών των προσφύγων συνέβαλαν στη συνύπαρξη του προσφυγικού δράματος με τη σχεδόν απρόσκοπτη ζωή των Αθηναίων.
Στη νέα πραγματικότητα, υπήρχαν πρόσφυγες που αναζητούσαν απελπισμένα τις οικογένειές τους και πρόσφυγες που συνέχιζαν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο, Αθηναίοι που πρόσφεραν σε 10 προσφυγοπούλες τη δυνατότητα να μάθουν γραφομηχανή και να εργαστούν και καταστηματάρχες που παρείχαν έκπτωση 10%«επί των ορισμένων τιμών των καπέλων» στους πρόσφυγες.
Αναδημοσίευση.