Πρωτοχρονιά στα Βουρλά της Ερυθραίας!
Απόσπασμα από το βιβλίο Χριστουγεννόσχολα, της Βουρλιωτίνας συγγραφέα Νίτσας Παραρά – Ευτυχίδου, (Πιτσιλός, Αθήνα, 1989, Α’ έκδοση, σσ. 63-68 και Εν Πλω Β΄ έκδοση.)
… Οι κεντρικές πόρτες των σπιτιών ανοιχτές όλη μέρα του Άη-Βασιλειού για τα βίζιτα. Αντάλλασσαν επισκέψεις, μόνο οι άντρες με τα μεγάλα αγόρια τους. Θα τους καλωσορίσουν οι γυναίκες του κάθε σπιτιού, θα τους τρατάρουν γλυκά, που είναι υποχρεωμένοι να τα φάνε, για να είναι χορτάτοι και γλυκοί όλο το χρόνο και για να μη προσβάλουν τις κυράδες.
Έδιναν ακόμα σημασία, ιδίως οι γυναίκες, ποιος από τους ξένους θα πρωτομπεί στο σπίτι. Αν έκανε καλό ποδαρικό πέρσι, ήταν γουρλής, του μηνούσαν πως τον θέλουνε κι εφέτος.
Εκεί στη Μικρασία οι νοικοκυρές ψήνανε την Πρωτοχρονιά πολλά φαγητά, ιδίως γεμιστά, όπως μπουμπάρι, σουρά, γιαπράκια και ντολμάδες. Στη γέμιση βάζανε ρύζι, πνιγούρι, ροβίθια, κιμά, κουκουνάρια, σταφίδες και κάστανα. Για μυρωδικά πιπέρι, κύμινο, δυόσμο, θρύμπα, σκόρδο ανάλογα με το φαγητό. Μαγείρευαν κρέας με πατάτες, με ρύζι, με μακαρόνια, με κυδώνια και για τσεσίτι στο τραπέζι, σαν μεζέ, τα σουτζουκάκια και οι κιοφτέδες. Ψάρι καθόλου.
Το τραπέζι της Πρωτοχρονιάς μεγαλόπρεπο. Σ’ όλα τα σπίτια άσπρο λινό τραπεζομάντηλο με τα καλύτερα σερβίτσια και γεμάτο από ποικιλία φαγητών. Στρωμένο όλη μέρα, το «σήκωναν», το ξέστρωναν, την άλλη μέρα. Μεσημέρι και βράδυ θα φάνε όλοι μαζί οικογενειακώς και ο καθένας θα διπλώσει το πεσκίρι του, τελειώνοντας το φαΐ του. Ήταν στους καλούς τρόπους, μα ειδικά αυτή τη μέρα, το πεσκίρι έπρεπε να διπλωθεί στην τσάκισή του.
Για τα παιδιά του Άη-Βασιλειού ήταν η καλύτερη τους μέρα του χρόνου. Εκτός από τους μποναμάδες που τους έδιναν οι συγγενείς, φορούσαν κάτι καινούργιο, παπούτσια ή ρούχο, όλη μέρα θα το χαίρονταν. Μια ευχή για το καινούργιο ρούχο «αυτό παλιό κι άλλο καινούργιο». … Ο πατέρας, τονίζον-τας μια μια τις λέξεις, εξηγούσε στο παιδί: «να το παλιώσεις αυτό, να σου πάρω άλλο. Να ‘μαι καλά κι εγώ κι εσύ.»
Η Πρωτοχρονιά για όλους ήταν πραγματική χαρά, ξεχωριστά για τα παιδάκια. Γέλια, παιχνίδια, φασαρία. Κουντουρτίζανε. Σαν δεν μπορούσαν πια οι μεγάλοι να τα κουλαντρίσουνε, τα φοβερίζανε με τους καλικάντζαρους. Αυτό ήταν το «γιατρικό». Περιμαζεύονταν κομμάτι, μέχρι να αρχίσουν τα ίδια.
Αν δεν έβρεχε και ο καιρός ήταν υποφερτός, τα μεγαλύτερα παιδιά θα παίξουν καρύδια στο δρόμο, στην αυλή τους ή στο χαρούμι. Το «μπαίνει-βγαίνει» με τα καρύδια, το παιχνίδι της ημέρας. Το παίζανε και κοπέλες και γυναίκες ακόμα.
Έκαναν ένα κύκλο καταγής, τον έλεγαν «γύρα» κι έβαζαν όλοι από 3-5 καρύδια. Παίρνανε σημάδι από απόσταση 3 μέτρων. Κυλούσαν τη «μάνα», το βαρύτερο και μεγαλύτερο καρύδι που ξεχώριζε ο καθένας ή η καθεμιά. Με φόρα το κυλούσε, να μπει στον κύκλο, να χτυπήσει τα άλλα καρύδια. Όσα βγαίνανε έξω από τη γύρα τα κέρδιζε…
Αν η κακοκαιρία κρατούσε τον κόσμο μέσα στα σπίτια, είχανε τρόπο να περάσουν τον καιρό τους μικροί-μεγάλοι. Παίζανε το «μπαίνει-βγαίνει» και μέσα στο σπίτι. Τα «μονά-ζυγά» με χάντρες από τα χαϊμαλιά των αλόγων ή με ξηρούς καρπούς. Τις πολύχρωμες χάντρες αγόραζαν όσες θέλανε από τα μπακάλικα. Τα αγόρια ακόμα παίζανε βώλους, πήλινες χρωματιστές μπίλιες. Τις αγόραζαν κι αυτές από το μπακάλη. Για «μάνα» είχανε το «αγκάθι», τη γυάλινη μπίλια από το μπουκάλι της τσιτσιμπίρας (γκαζόζας) όταν έσπαγε.
Τα κοριτσάκια παίζανε με τις ώρες τα μπαλάδια, τις κουμπάρες, τις δασκάλες, τις μαμάδες, με πάνινες κούτσες…
Άκουγαν τα κοριτσάκια με ενδιαφέρον τα παραμύθια της νενές, καθισμένα γύρω στα πόδια της. Τα πιο μεγάλα στην κουζίνα παρακολουθούσαν το μαγείρεμα, να μαθαίνουν.
Το υπερβολικό κρύο της Πρωτοχρονιάς και οι άλλες παγερές ημέρες των Χριστουγεννόσχολων καθήλωναν τους άντρες στα σπίτια. Συνήθιζαν να παίζουν χαρτιά. Μια παρτίδα πάστρα και μυτιές. Παίζανε και άλλα παιχνίδια πιο βαριά, κουμάρι. Αν τους γινόταν όμως συνήθεια, έβγαζαν κακό όνομα. Ήταν υποτιμητικό για έναν άντρα. Και για παλληκάρι ελάττωμα. Τόσο, που χάλαγε το προξενιό, αν μαθευόταν πως ήταν κουμαρτζής.
Για γούστο, πολλοί παίζανε το κότσι. Με λεφτά. Ήταν ένα κόκκαλο από τον αστράγαλο ζώου. Πόνταραν και κέρδιζαν, ανάλογα με το πώς θα καθόταν το κότσι, όταν το έριχναν.
Άλλο τυχερό παιχνίδι απασχόλησης των ανδρών ήτανε τα ζάρια. Δοκίμαζαν για την καλή ζαριά.
Κοινωνική εκδήλωση των ημερών είναι και οι βεγγέρες. Σε βραδινές ώρες, που τα παιδιά έχουν πάει για ύπνο, συγκεντρώνονται συγγενείς και φίλοι ίδιας κοινωνικής σειράς και το γλεντάνε.
Διασκεδάζουν οι μεγάλοι με κέφι, τρώγοντας, πίνοντας και σχολιάζοντας τα τελευταία γεγονότα. Παίζουν κανένα χαρτάκι. Δε λείπουν και τα κοριόζικα από μερικούς αθυρόστομους. Και το κέφι κορυφώνεται.
Ήταν και τα προβέγγερα στο πρόγραμμα, τις απογευματινές ώρες. Σ’ αυτά δε λέγονταν αστεία με υπονοούμενα, γιατί υπήρχαν και αξεσκούφωτοι. Κι εννοούσαν τις λεύτερες, που δε φόρεσαν στεφάνι, σκούφο, ακόμα.
Η πρωτοχρονιάτικη βεγγέρα όμως στο σπίτι του Κωνσταντινίδη στα Βουρλά διαφέρει. Έχει κάτι το μοναδικό. Η κερά του σπιτιού, η πανέξυπνη Στέλλα, στολίζει χριστουγεννιάτικο δέντρο, πέντε χρόνια πριν την Καταστροφή! Την ιδέα ξεσήκωσε από τη Σμύρνη, που σαν κοσμόπολη συγκεντρώνει κάθε νέο έθιμο των Ευρωπαίων. Το 1917 η κυρία Στέλλα Κωνσταντινίδου μήνυσε να της φέρουν από τα χτήματά της ένα πευκάκι. Στα Βουρλά δεν είχαν όλες οι περιοχές πεύκα. Ήταν το πεύκο σπάνιο είδος. Τοποθέτησε ολόκληρο πεύκο μέσα στο σαλόνι του σπιτιού και για στολίδια το γέμισε με πακετάκια, δώρα γι’ αυτούς που είχε καλεσμένους στη βεγγέρα της Πρωτοχρονιάς. Προσωπικό δώρο για τον καθένα, ανάλογα με τα γούστα του καθενός.
Το πεύκο φορτωμένο με πολύχρωμα πακέτα μέσα στο σαλόνι του σπιτιού του Κωνσταντινίδη είναι φαινόμενο! Πέρασε όλος ο Βουρλάς να το θαυμάσει! Και συνέχισε το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου η κυρία Στέλλα και να χαρίζει δώρα στους φίλους και συγγενείς, μέχρι την Πρωτοχρονιά του 1922, στην Πατρίδα, στα Βουρλά.
Την Πρωτοχρονιά ο χαιρετισμός ως το βράδυ ήταν «καλημέρα!» κι ας είχε ήδη νυχτώσει. Οι ευχές ήταν: «Αίσιον και ευτυχές το νέον έτος!», «Εις έτη πολλά!» Για τους ρεσπέρηδες «Καλή χρονιά και καλά μπερικέτια!» Για τους εμπόρους και σιναφλήδες «Καλά διάφορα!» Για τους πολύ ηλικιωμένους «Καλά στερνά!» Θα ήταν ειρωνεία γι’ αυτούς να τους πούνε «και εις έτη πολλά!» Για τις λεύτερες κοπέλες «στσι σουμάδες σου!»
Καλημέρα, όλη μέρα! Καλές ημέρες όλες οι μέρες του χρόνου!
Μπουμπάρι: έντερο παραγεμιστό με ρύζι, συκωτάκια, μυρωδικά κλπ. Σουράς: αρνί γεμιστό. Θρύμπα: θρούμπι, θυμάρι. Τσεσίτι: είδος. Πεσκίρι: πετσέτα. Κουντουρτίζω: αποχαλινώνομαι, φρενιάζω, κάνω φασαρία, ενοχλώ. Κουλαντρίζω: δαμάζω,
διαχειρίζομαι, τα φέρνω βόλτα. Κομμάτι: λίγο. Χαρούμι: αυλή στο πίσω μέρος των σπιτιών. Χαϊμαλιά: χάντρινα και άλλα πολύχρωμα φυλαχτά των υποζυγίων. Μπαλάδια: τα κουκλόπανα. Κούτσα, η: κούκλα. Πάστρα, μυτιές, κουμάρι: είδη χαρτοπαιγνίων. Κοριόζικα: αστεία, χωρατά.
Στέλλα Χατζηδιαμαντή – Κωνσταντινίδου: Γεννήθηκε στον Γκιούλμπαξε το 1878 από εύπορους γονείς. Κοινωνική και πανέξυπνη, προηγείτο της εποχής της κατά πενήντα χρόνια. Μαθήτρια στο σχολείο με δασκάλα τη θεία της Αμαλία Χατζηδιαμαντή, ήταν ανικανοποίητη από τις γνώσεις της θείας της που έφταναν ως το «Περί του ενυπνίου» του Λουκιανού. Πήγε «υπάλληλος» δεκατριών χρονών κορίτσι στο γραφείο των επιχειρήσεων του πατέρα της. Έκανε χρέη γραμματέα και ταμία. Δραστήρια και σύγχρονη, πέθανε «εδώ» το 1954. Το σπίτι της οικογένειας Κωνσταντινίδη, όπου στολίστηκε το πρώτο δέντρο, σώζεται ακόμη και δεσπόζει στο Φαρδύ Σοκάκι του Βουρλά, στον Γενή Μαχαλά.
Ρεσπέρηδες: αμπελουργοί, γεωργοί. Σιναφλής: επαγγελματίας. Διάφορα, ντιάφορα: τα κέρδη. Σουμάδα: δροσιστικό ποτό με βάση τη ζάχαρη και τα μύγδαλα. Το πρόσφεραν κατ’ εξοχήν σε αρρεβώνες και γάμους, επειδή είναι άσπρο. Η ευχή, μ’ άλλα λόγια, σημαίνει «και στο γάμο σου!»
Μεταγραφή και μέρος των σχολίων: Θοδωρής Κοντάρας,30 Δεκεμβρίου 2019.
ΕΒΜΑ:Μαζί μ΄ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κα Παραρά-Ευτυχίδου που τα έσωσε και τον Θοδωρή Κοντάρα που μας τα θυμίζει!