Tα Βουρλά (ή ο Βουρλάς και όχι Βρίουλλα ή Βρύουλλα όπως λανθασμένα πιστευόταν παλιότερα),αυτά που σήμερα αποκαλούνται Ούρλα (Urla) από τους Τούρκους.Γιά εμάς βέβαια ήταν και θα είναι πάντα τα Βουρλά των παππούδων μας.Τα δικά μας Βουρλά.Τα Βουρλά της καρδιάς μας!
Μετά τη Σμύρνη ήταν η ισχυρότερη πόλη στη Χερσόνησο της Ερυθραίας στη Μικρά Ασία και άρρηκτα συνδεδεμένη με τις αρχαίες Κλαζομενές που προϋπήρχαν στην ίδια περιοχή.
Διακρίθηκε για την αντίστασή της στους κατά καιρούς διωγμούς και παρουσίασε μεγάλη οικονομική και πνευματική ανάπτυξη. Πληθυσμιακά, ήταν η δεύτερη πόλη της Μικράς Ασίας.
Ετυμολογικά, η ονομασία της πόλης δεν έχει σχέση με τα βρύα (βούρλα) όπως πολλοί μελετητές του παρελθόντος λανθασμένα πίστεψαν -ο τονισμός της λέξης άλλωστε είναι η πρώτη ισχυρή απόδειξη για το άτοπο της άποψης.
Επίσης, δεν σχετίζεται με τα Βρίουλα του Στράβωνα και των Βυζαντινών Επισκοπών, αφού εκείνα βρίσκονταν σε άλλη περιοχή.
Τα Βουρλά, σύμφωνα με εμπεριστατωμένες μελέτες, το όνομά τους το οφείλουν σε μια σημαντική Βυζαντινή οικογένεια, τους Βρουλλάδες ή Βουρλάδες. Επομένως, είτε αποτελούσαν “πρόνοια”, τιμάριο, της αρχοντικής αυτής οικογένειας, είτε υπήρχε πιθανώς εκεί κάποιο μεγάλο κτήμα τους.
Τα ανήκοντα στον Βουρλά λοιπόν οδήγησαν στην ονομασία “ο Βουρλάς” και από την έκφραση “τα του Βουρλά” έδωσαν το καθιερωμένο πλέον “τα Βουρλά”.
Γεωγραφικά, βρίσκονται στο κέντρο της Ερυθραίας Χερσονήσου, σε απόσταση 40 περίπου χιλιομέτρων από τη Σμύρνη και 50 από τον Τσεσμέ, στο δυτικό άκρο της χερσονήσου, απέναντι από τη Χίο.
Το 1894 ολοκληρώθηκε ο μεγάλος αμαξιτός δρόμος Σμύρνης-Τσεσμέ, ο οποίος προχωρούσε παραλιακά ώσπου έστριβε κάθετα, ανηφόριζε ως τα Βουρλά κι από εκεί συνέχιζε δυτικά προς τον Τσεσμέ.
Όλη η περιοχή κάτω από τα Βουρλά μέχρι τη θάλασσα και δεξιά κι αριστερά, φιλοξενούσε τότε την περίφημη, πολύ εύφορη πεδιάδα των Βουρλών. Τη διέκοπτε περήφανα και σαν ζωγραφιά, χαμηλά προς τη Σκάλα, ο λόφος του Προφήτη Ηλία με το ομώνυμο εκκλησάκι στην κορφή του.
Σ’αυτήν την τοποθεσία φαίνεται πως βρισκόταν το νεκροταφείο των Κλαζομενών από τα αρχαιολογικά ευρήματα -και τις θαυμαστές Σαρκοφάγους- που έφεραν στο φως οι καλλιέργειες των αμπελιών!
Ένας άλλος λόφος δεξιά, “οι Εφτά Μύλοι”, έκρυβε τα Βουρλά από το οπτικό πεδίο. Μα μόλις τον προσπερνούσες, ανοιγόταν εμπρός σου μια πανοραμική θέα! Σα μια ζωγραφιά δουλεμένη πάνω σε δυο λόφους ακουμπούσε αρχοντικά η πόλη στεφανωμένη στην κορυφογραμμή με τ’ανοιγμένα λευκά πανιά Δέκα Μύλων που περιστρέφονταν στο φως του ήλιου και την αγκαλιά των ανέμων.
Το στολισμό της πόλης συμπλήρωναν στη δεξιά της πλευρά οι Τρεις Μύλοι και στο αριστερό άκρο της, τα Δυο Μυλαράκια.
Στο κέντρο των Βουρλών υψωνόταν αγέρωχη, η μορφή του μαρμάρινου καμπαναριού του Αγίου Γεωργίου και δίπλα του δέσποζε επιβλητικά με την κλασσική αρχιτεκτονική του οντότητα, το εξαίσιο κτίριο της Αναξαγορείου Σχολής των Βουρλών.
Η Αναξαγόρειος Σχολή των Βουρλών.
Δυο σύμβολα του πνεύματος και του πολιτισμού, δυο σύμβολα της Ελλάδας στην καρδιά της πόλης, αναδείκνυαν τα Βουρλά ως σπουδαίο κέντρο του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας.
Στην Αναξαγόρειο Σχολή τα τελευταία χρόνια φοιτούσαν 2000 παιδιά, 1200-1300 αγόρια και 600-700 κορίτσια.
Σύμφωνα με τον Ελληνικό Οδηγό της Σμύρνης του 1900 (*) τα Βουρλά κατοικούνταν από 35.00 Χριστιανούς, 4.000 Τούρκους, 800 Ιουδαίους και λίγους Αρμένιους.
Και στα Βουρλά (όπως και στη Χαλκίδα) συνυπήρχαν αρμονικά σε γενικές γραμμές, τρεις διαφορετικές θρησκείες στην ίδια πόλη…
Κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η αμπελουργία – σταφιδοπαραγωγή (σουλτανίνα και ροζακιά). Όλοι οι κάτοικοι ασχέτως επαγγελματικής δραστηριότητας είχαν και μερικά στρέμματα με αμπέλια για σταφίδα.
Η ελαιοπαραγωγή ήταν αρκετά σημαντική και είχε αναπτυχθεί και μια μικρή καπνοκαλλιέργεια. Η κτηνοτροφία ήταν μάλλον περιορισμένη, αρκετή όμως για να καλύπτει τις ανάγκες της περιοχής. Κάθε οικογένεια είχε δυο κατσίκες, μερικές όρνιθες (οι Βουρλιώτες δεν χρησιμοποιούσαν τη λέξη “κότες”), μπαξέδες (λαχανόκηπους) και μποστάνια.
Και φυσικά, το χονδρικό εμπόριο και μάλιστα το εξαγωγικό (κυρίως της σταφίδας) ήταν σε μεγάλη ακμή στα Βουρλά.
Επίνειο και λιμάνι τους, η Σκάλα, σε απόσταση μόλις 4 χιλιομέτρων, με 500 περίπου μόνιμους κατοίκους στα χρόνια μέχρι το Σεπτέμβρη του ’22, ως επί το πλείστον Έλληνες.
Η Σκάλα των Βουρλών.
Στη θάλασσα του Σμυρναϊκού κόλπου, απέναντι από τη Σκάλα βρίσκονται αραδιασμένα έξι μικρά νησάκια κι ένα μεγαλύτερο, τα “Nησιά των Βουρλών”, Isles of Vourla όπως τα αναφέρει ο Pitton de Tournefort στο βιβλίο του “Relation” και στο χάρτη που συνέταξε κατά την επίσκεψή του στη Μικρά Ασία το 1700-1702.
Στο μεγαλύτερο από αυτά τα νησιά αναφέρει ένας άλλος περιηγητής, ο Richard Chandler στο βιβλίο του “Τravels” πως υπήρχαν οι αρχαίες Κλαζομενές από ευρήματά του. Ο ίδιος ήταν εντεταλμένος να ερευνήσει τα ερείπια και τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και την Ανατολή, και κατά την επίσκεψή του στην περιοχή το 1764-1765 ανακάλυψε το “δρόμο” που ένωνε το νησί με τη στεριά και είχε κατασκευάσει ο Μ. Αλέξανδρος. Αργότερα, προφανώς λόγω επιδρομών Τήνιων και άλλων πειρατών, η αρχαία πόλη μεταφέρθηκε στη στεριά στην ευρύτερη περιοχή των Βουρλών.
Επανερχόμενοι στην εποχή πριν την καταστροφή, στην αποβάθρα της Σκάλας, εκτός από τα πέντε-έξι ψαράδικα καϊκια και φορτηγά, καθημερινά πλεύριζε και ένα καραβάκι που εκτελούσε τα δρομολόγια Βουρλά-Σμύρνη και Βουρλά-Καράμπουρνα.
Αυτό το μικρό λιμάνι μεταμορφωνόταν σε σπουδαίο “πόρτο” από τον Αύγουστο έως και το Γενάρη, την εποχή δηλαδή της εξαγωγής των σταφίδων. Δυο φορές την εβδομάδα αγκυροβολούσαν στ’ανοιχτά ένα-δυο μεγάλα φορτηγά ολλανδικά, γερμανικά ή αγγλικά και τη φόρτωσή τους αναλάμβαναν μαούνες (φορτηγίδες) ή καϊκια.
Σακιά, “κασάκια” (μικρά ξύλινα κιβώτια) που μεταφέρονταν από τα πέντε ή έξι εργοστάσια επεξεργασίας και τυποποίησης της σταφίδας, στοιβάζονταν στην προκυμαία και οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή, από πρόσχαρους εργάτες ντόπιους και από τα γύρω χωριά που έρχονταν για να καλύψουν τις ανάγκες των εξαγωγών, επιστάτες και παιδιά που παρακολουθούσαν τις φορτώσεις και άφηναν τη φαντασία τους να ταξιδέψει μ’αυτά τα μεγάλα πλοία σε χώρες μακρινές, άγνωστες και θελκτικές…
Σημείωση:
Ο αξιόλογος Βουρλιώτης λόγιος Νίκος Μηλιώρης (1896-1983) στο βιβλίο του “Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας” το οποίο επανεκδόθηκε από την Ένωση Βουρλιωτών Μικράς Ασίας (Εκδόσεις ΜΠΑΛΤΑ) στον πρώτο του τόμο “Ιστορικά” χωρίζει σε περιόδους την πορεία του Ελληνισμού των Βουρλών ως εξής:
Α’ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (Αρχή των Βουρλών,ως κοινότητα ή ενορία της επισκοπής των Κλαζομενών, κέντρο των Γενοβέζων -και ελλείψει πηγών- πιθανώς γύρω στο 1200)
Β’ – ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ, 1400 – 1600 (Εξισλαμίσεις και μερική έξοδος των χριστιανών προς τη Σάμο, την Ύδρα κ.α.)
Γ’ – ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ, 1600 – 1821 (Προσέλευση μεταναστών από την κυρίως Ελλάδα: Πελοπονήσιοι, Νάξιοι, Τσιριγώτες, Αθηναίοι. Η πρώτη ακμή των ελληνικών Βουρλών. Ίδρυση Αναξαγορείου Σχολής και ανακαίνιση της εκκλησίας της Παναγίας.)
Δ’ – ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, 1821-1830 (Τα “Φόβια”. Βιαιοπραγίες των Τούρκων και δράση ελληνικών ανταρτικών ομάδων.)
Ε’ – ΤΕΤΑΡΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ, 1830-1897 (Εκτεταμένη και συνεχής εγκατάσταση Ναξίων. Μεγάλη ανάπτυξη αμπελουργίας. Δεύτερη ακμή του Ελληνισμού στα Βουρλά.)
ΣΤ’ – ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1897 – 1922 (Κρίσεις, αγώνες, διωγμοί. Η απελευθέρωση. Το τραγικό τέλος και η προσφυγιά.)
(*) “Ελληνικός Οδηγός 1900 των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επαγγελμάτων της Σμύρνης και των περιχώρων εκδιδόμενος υπό Παν. Φαρδούλη και Σία. Έτος Πρώτον. Εκ του Τυπογραφείου “Αμαλθείας”, σελ. 135-138.”
Πηγή στοιχείων για το παρόν κείμενο είναι το βιβλίο “Τα Βουρλά της Μικράς Ασίας” του Νίκου Μηλιώρη ………………………………………Μίνα Βαμβάκου