Τα Λόφωτα
Τα Θεοφάνεια είναι για τον Ελληνισμό μια λαμπερή γιορτή, με ελπιδοφόρο κι αισιόδοξο μήνυμα, γεμάτη συμβολισμούς. Είναι μέρα αφιερωμένη στη λατρεία των νερών (που θεωρούνται «αβάφτιστα» και μιαρά ως τις 6 του Γενάρη), μέρα καθαρμών, εξυγίανσης και καθαγιασμού της φύσης.
Σε πολλά ερυθραιώτικα τοπικά ιδιώματα, η παραμονή ονομάζεται Μισόφωτα και ανήμερα η γιορτή Λόφωτα. Τρεις μέρες (5-7 του Γενάρη) κρατούσε αυτή η γιορτή, κατά το λαϊκό ρητό «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξι την Ανάσταση», και παντού την τιμούσαν με ιδιαίτερη θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και με εθνική έξαρση, καθώς έκαναν και στην Ανάσταση.
Μεγάλη, λαμπρή και χαρμόσυνη μέρα, ιδίως σε παραλιακούς τόπους, στα γιαλούσικα τα μέρη, όπως το Εγγλεζονήσι, η Αγιά-Παρασκευή, ο Τσεσμές, η Κάτω Παναγιά, το Λυθρί, το Κερμεάλεσι, οι Σκάλες του Μουρντουβανιού και του Αχιρλιού, το Γενίλιμάνι κ.ά., όπου ο ναυτόκοσμος θεωρούσε κορυφαίο γεγονός της νέας χρονιάς τον αγιασμό των νερών, ένα ορόσημο για τα ταξίδια.
Εκτός απ’ τους παραθαλάσσιους πληθυσμούς, πολλοί κάτοικοι που έμεναν στα μεσόγεια, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, κατέβαιναν για να ρίξουν το σταυρό στο γιαλό: οι Βουρλιώτες στη Σκάλα του Βουρλά, οι Αλατσατιανοί στην Αγριλιά ή στα Λίτζια, οι Ρεϊσντεριανοί στο Κερμεάλεσι, οι Κιλιζμανιώτες στο Τσιφλίκι τ’ Άη-Γιωργιού, οι Μελιώτες στους Μαγατζήδες και στο Μαντράκι, οι Καραμπουρνιώτες στο Γρίλιμάνι, στου Γιαννάκη τα Μαγαζιά και σε άλλα λιμανάκια καρσινά (γειτονικά) στα χωριά τους.
Επειδή στο επίνειο του Σιβρισαριού, το Σιγατζίκι, κατοικούσαν μόνο Τούρκοι, οι Σιβρισαριανοί έφτιαχναν μιαν αυτοσχέδια εξέδρα για να ρίξουν το σταυρό στο νερό μέσα στον Ταξιάρχη, τη μοναδική εκκλησά του χωριού. Έβαζαν ένα μεγάλο τετράγωνο κρεβάτι στη μέση του ναού, με τέσσερα μακριά μπουντάκια (κλαδιά) στις γωνιές, τα ένωναν από πάνω σαν σταυρωτή αψίδα, και κρεμούσαν στο κέντρο ένα βαρακωμένο πορτακάλι (ντυμένο με χρυσόχαρτο). Απάνου από τσι τάβλες του κρεβατιού ήστρωναν ωραία χαλιά κι απέ ήβαζαν την κολυμπήθρα γιομάτη νερό. Αυτού μέσα άγιαζε ο παπάς κι ήριχνε το σταυρό.
Όλος ο κλήρος πήγαινε στη μεγάλη γιορτή των ναυτικών και των καραβοκυραίων, σε συγκεκριμένο στολισμένο μέρος στο γιαλό, μέσα σε διπλοκάμπανα (εορταστικές κωδωνοκρουσίες), με τα μπαριάκια (λάβαρα) και τα ξεφτέρια τση εκκλησιάς επικεφαλής. Στην Αγιά-Παρασκευή, που ήταν το μεγαλύτερο ναυτοχώρι της Ερυθραίας με 300 πλεούμενα και βάλε, κάθε ενορία από τις τρεις του χωριού έριχνε ξεχωριστά το σταυρό στη θάλασσα του Ταλιανιού. Εκεί μαζεύονταν ένα γύρο καΐκια ολοστόλιστα, γεμάτα κόσμο. Στην Κάτω Παναγιά κι οι δυο ενορίες (η Παναγιά κι ο Άη-Δημήτρης) εν πομπή κατέφθαναν στο λιμάνι, να ρίξουν το σταυρό κοντά τελωνείο και στο μεγάλο καφενέ του Παπαχατζηδάκη. Στο Λυθρί, όλοι κατεβαίναν στο γιαλό από την αψηλά χτισμένη εκκλησιά της Ζωοδόχου Πηγής. Λεθριανοί σαρβαράδες (βρακάδες) και φραγκοφορεμένοι (κουστουμαρισμένοι), κοκόνες (κυρίες) τυποδεμένες (καλοντυμένες) και σισταρισμένες (περιποιημένες) με τα μάλλινα μισοφούστανα και τσι ρομπίτσες (ευρωπαϊκά φουστάνια) τσι φερμένες αφ’ τη Σμύρνη μας, παιδιά με τα μαρνέλικα (ναυτικά) ξεχείλιζαν ώσαμε τα μπούνια κάθε λογής πλεούμενο. Βάρκες, κουρίτες (είδος λέμβου), σακολέβες, περάματα (ψαροπούλες), ακόμη και τα καΐκια που κουβαλούσαν οικοδομικά υλικά από τα περίφημα τουβλοκάμινα κι ασβεσταριά του Μαυρογιάννη, του Κατσιάνου, του Κώτη, του Μαγγανά, όλα ηβουλούσαν αφ’ τον πολύ κόσμο.
Μόλις ο παπάς έριχνε το σταυρό στο νερό (χωρίς να τον έχει δεμένο με κορδέλα, όπως σήμερα), άξοι κουλουμπητάδες (κολυμβητές) ήπεφταν σαν τα χέλια, σκεδόν αξεβράκωτοι, μέσα στο παωμένο νερό κι ηπαραμπαρίζουντο (συναγωνίζονταν) ποιος θε’ να τόνε πιάσει, να τόνε φέρει στην ασημένια απαλαριά (δίσκο) του παπά. Ο τυχερός θα είχε τη θεία ευλογία και χάρη για κείνη τη χρονιά, γιατί ο σταυρός χαρίζει γεροσύνη (υγεία) και προστασία. Κι απέ, κείνο το σταυρό τα παλικάρια τον εγυρίτζαν σε όλα τα σπίτια μέσα στην απαλαριά που ήτονε στολισμένη με βάγια, αβιουρέτες (ναρκίσσους) και λογιώ λογιώ πούλουδα. Ο κόσμος απλοχερίτζαν (έδιναν χρήματα) κι ετρατέρνανε (κερνούσαν) τον ικανό βουτηχτή και τους φίλους του. Εκείνοι τις παράδες κάθε νταϊφάς (ομάδα) τις έδινε στις εκκλησιές για το καλό και τη γεια του.
Μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό των υδάτων, σε πόλεις και χωριά της Ερυθραίας, οι παπάδες, συνοδευόμενοι συνήθως από ένα παιδάκι που βαστούσε το μπαρκάτσι (μεταλλικό δοχείο με τον αγιασμό) ηπερνούσανε πόρτα πόρτα ούλοι τσι χριστιανικοί μαχαλάδες κι αγιάζανε τα σπίτια με το σταυρό και μια τσούμπα (φούντα) δεντρολιβανιά. Οι νοικοκυραίοι τσι ρίχνανε οχταράκια και μετελλίκια (τούρκικα νομίσματα, ασημένια και χάλκινα, μικρής αξίας), μα και μετζίτια (ασημένια εικοσάρια) οι πιο πλούσοι.
Στην πόλη των Βουρλών, οι παπάδες κάθε ενορίας, με την αγιαστούρα, το μπακράτσι του αγιασμού και το παιδί-βοηθό, ηγύριζαν από τα Μισόφωτα κι ηφωτίζανε στην αράδα ούλα τα σπίτια του Βουρλά. Επειδή όμως αυτά ήταν αμέτρητα (εννιά μεγάλοι χριστιανικοί μαχαλάδες με 27-30.000 Έλληνες!), συνέχιζαν το άγιασμα και την επομένη, στα Λόφωτα.
Οι αγιασμοί
Ο αγιασμός είναι ένα πανάρχαιο έθιμο εστίας, ένας ειδωλολατρικός τρόπος εξαγνισμού που πέρασε στο Χριστιανισμό κι απόκτησε νέο νόημα. Μαζί με τα φώτα και την άσβεστη πυρά, που χρησιμοποιούνται πολύ κατά τα Δωδεκάμερα, διώχνει τα ενοχλητικά πνεύματα και κάθε μίασμα και κάνει τα πάντα νέα, ευλογημένα κι καθαγιασμένα από το Θεό.
Στη μικρασιατική Ερυθραία, η πρωτάγιαση, δηλαδή ο πρώτος αγιασμός της νέας χρονιάς, γίνεται στα Μισόφωτα, μέσα σε κλίμα αυστηρότατης νηστείας με ανήλαδα φαγιά. Τότε οι ιερείς ευλογούν τον λεγόμενο μικρό αγιασμό. Ανήμερα τα Λόφωτα, οι Ερυθραιώτες έπαιρναν το μεγάλο αγιασμό και πρόσεχαν να μη χυθεί ούτε σταγόνα, γιατί τον θεωρούσαν μισή κοινωνιά. Τούτος ο αγιασμός μεταφέρεται από την εκκλησιά στο σπίτι μέσα σε πολυτελείς άμουλες (φιάλες), νεμπότες (κανάτια) και κρουσταλλένιες για ασημένιες αγιασμόκουπες. Τα δοχεία αυτά τα είχαν αποκλειστικά γι’ αυτή τη χρήση και δεν έβαζαν ποτέ κανένα άλλο υγρό.
Στο Σιβρισάρι, στο Βουρλά με τα χωριά τους (Αψηλή, Κιλιζμάνι, Ντεμερτζιλιά, Γκιούλμπαξες, Γιατζιλάρι κ.ά.) και σε άλλα ερυθραιώτικα χωριά, με το μικρό αγιασμό άγιαζαν όχι μόνο μαγαζά κι αργαστήρια, μα και τ’ αμπέλια, τα ζώα, τσι κουλάδες (αγροικίες), τα ντάμια (αποθήκες) και τα χτήματα, για να ‘χουν οληχρονίς μπερεκέτι και μαξούλια πολλά, ενώ ανήμερα των Φώτων, με το μεγάλο αγιασμό, άγιαζαν τα σπίτια και τον ξόδευαν γρήγορα, γιατί τον έπιναν όσοι δεν είχαν κοινωνήσει, αφού ήταν μισή κοινωνιά.
Οι ναυτικοί στην περιφέρεια του Τσεσμέ έβαζαν αμουλάκια (φιαλίδια) με το μεάλο αγιασμό στα καράβια τους, να τον έχουν σε περίπτωση τρικυμίας. Τότε τον έριχναν στην αγριεμένη θάλασσα, κι ευτή, ηλέανε, ώχονους (αμέσως) ηκάλμερνε κι ημπονάτσαρε (ησύχαζε και γαλήνευε).
Οι Αλατσατιανοί, οι πιο θεοσεβούμενοι απ’ όλους τους Ερυθραιώτες, έπιναν αγιασμό συστηματικά, ν’ αγιάσουν σώμα και ψυχή. Τον φυλούσαν στις παναγιές (‘κονίσματα), δεν ημούχλιαζε ποτές, τον είχαν για φάρμακο και βασικό αγιωτικό για θεραπείες ασθενειών, γητειές, ξόρκια, αμασκάματα (βασκανίες), λουχουνιές (λοχείες) κλπ.
Στο καραμπουρνιώτικο κεφαλοχώρι Μελί, με το μεάλο αγιασμό άγιαζαν σπίτι, αυλή, στάβλους, στάνες, δέντρα και χωράφια, για να ‘χουν την ευλογία και την προστασία του Θεού. Τον κρατούσαν επίσης όλο το χρόνο στο ‘κονοστάσι ως αντίδοτο κατά της βασκανίας κι ως φάρμακο για κάθε κακό.
Μετά τον αγιασμό του σύμπαντος κόσμου, ο φόβος των ανθρώπων για το κακό συναπάντημα (που φορείς του είναι οι κάρκοι ή καρκάντζαροι στην Ερυθραία), εξαφανίζεται και τα πάντα, με του Θεού τη Χάρη, εξομαλύνονται, γλυκαίνουν, μερώνουν κι αθρωπεύουνε.
Αντέτια και δοξασίες
Σε κάθε ερυθραιώτικο σπίτι, κυρίως η μάνα και η γιαγιά (η καλομάνα, η νενέ, η μανή) ήταν οι φορείς μιας τεράστιας παράδοσης χιλιετιών. Αυτές επιβλέπουν την τήρηση των αντετιώνε (εθίμων), οι ίδιες πρωτοστατούν στη λειτουργία τους και συντηρούν κάθε τοπική παράδοση, «επειδής έτσιδα το ηύρανε απ’ τσι παλιοί κι έτσιδα θε’ ναν τ’ αφήκουνε». Έτσι λοιπόν, μέσα από τις γυναίκες του οίκου, επιτυγχάνονται η σπιτική συνοχή, η δύναμη, η υγεία κι η χαρά που συντηρούσαν αιωνίως την παραδοσιακή ελληνική οικογένεια.
Σε όλες της περιοχές της ιωνικής Ερυθραίας, ευρύτατη ήταν η πίστη ότι το μεσονύχτι τω Μισοφώτω, ξημερώνοντας τα Λόφωτα, είναι τα ουράνια ανοιχτά κι ό,τι να περικαλέσεις για (ή) να ευκηθείς, θε’ να γενεί. Γι’ αυτό αμέτρητοι άνθρωποι (οι Μικρασιάτες ήταν βαθύτατα θρησκευάμενοι και ευσεβείς) μαζεύονταν γύρω από το τζάκι – τη στια, παραστιά ή γωνοτζακιά των Ερυθραιωτών – και περίμεναν εκείνη την ώρα, για να προσευχηθούν και να πετύχουν ό,τι καλό επιθυμούσαν, μέσα από την παράκληση προς το Θεό.
Με βενέτικα (χαρτοφάναρα) οι γυναίκες μεταφέρανε το φως από τσι λαμπάδες της εξέδρας του αγιασμού, όπου λουτουργούσε το παπαδολόι, κι ανάβανε τα καντήλια των σπιτιών, που τα κρατούσαν ακοίμητα (άσβηστα) για σαράντα μέρες ή και για ένα χρόνο ακόμη!
Την ημέρα των Φώτων δεν ανοίγουν μόνο οι ουρανοί κι εισακούονται οι προσευχές, αλλά επίσης γλυκαίνουν τα νερά κι η θάλασσα ευγιάζει (καλοσυνεύει). Στα Βουρλά, ψαράδες και ναυτικοί στου Γιαλού τα χωριά, στα Γκλεζονήσια και στη Σκάλα δεν ημπαίνανε στη θάλασσα πριν απ’ τα Λόφωτα.
Οι πόρτες ανήμερα τα Λόφωτα ήταν ανοιχτές ολημερνίς για τα βίζιτα, όπως και τ’ Άη-Βασιλειού. Τα σπίτια με εορταζούμενους (τα ονόματα Φώτης, Φωτώ, Φωτεινιώ, Φωτούλα και Ουρανιώ, Ουρανίτσα συνηθίζονταν πάρα πολύ στα Βουρλά, στο Σιβρισάρι και στην ευρύτερη περιοχή τους) είχαν τη μεγαλύτερη κίνηση, όπως είναι φυσικό, και τα μουσαφιριά ηπλακώνανε σουρουσούιλα (οικογενειακώς).
Μετά το φαγητό, που συνήθως ήταν χοιρινό με τα χόρτα (αντίδια, σέλινα, πράσα κλπ.), κριάσι κατσικερνό με πιλάβι, όρνιθα ή πετεινός παραγιομιστός κ.ά., σε πολλά μέρη έκοβαν πίτα, παρόμοια μ’ εκείνη τ’ Άη-Βασιλειού. Οι Καραμπουρνιώτες τσομπάνηδες έκοβαν την πίτα στο μαντρί και τάιζαν με λίγη απ’ αυτήν τα ζώα τους, για το καλό. Οι Βουρλιώτες ή έφτιαχναν μια νέα πίτα με τη ζύμη για τ’ αϊτάκια, δίχως παρά (νόμισμα), ή φύλαγαν τη μισή αηβασιλιάτικη και την έκοβαν πάλι σε μερτικά. Αυτή η κοπή γινόταν με κάποιο ιεροτελεστικό τρόπο, μα δεν είχε τον πανηγυρικό χαρακτήρα τ’ Άη-Βασιλειού.
Στα Αλάτσατα κι αλλού, από τον καιρό που έκανε τη μέρα τω Φωτώ προμάντευαν τον καιρό για τη Λαμπρή, γιατί
Σαν είν’ τα Φώτα φωτερά,
θα ‘ν’ η Λαμπρή με τα νερά,
χαρά σε κείνη τη χρονιά!
Όπως προαναφέρθηκε ήδη στα δυο προηγούμενα φύλλα της εφημερίδας, χαρακτηριστικά ερυθραιώτικο αντέτι είναι και το ότι ανήμερα τω Λόφωτω, όπως τα Χρουστούεννα και τ’ Άη-Βασιλειού, χαιρετούνε ούλη τη μέρα ώσαμε τα μεσάνυχτα, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!». Η καλησπέρα κι η καληνύχτα δεν είναι οι πρέπουσες ευχές σε μια τόσο λαμπρή, χαρμόσυνη και φωτερή μέρα, σαν τα Λόφωτα!
Τα κάλαντρα τω Λόφωτω
Παιδικές κομπανίες με σημαντράκια, βενέτικα, φωτισμένα αυτοσχέδια καραβάκια από τενεκέ ή χαρτί έπαιρναν αποσπερού τω Φωτώ (την παραμονή) με τη σειρά τα γνωστά σπίτια στη γειτονιά τους και τραγουδούσαν το Λιουρδάνη ή Γιουρδάνη. Οι νοικοκυραίοι τα φίλευαν με καρπούς, γλυκά και παράδες και αντάλλασσαν ευχές.
Τα κάλαντρα τω Φωτώ έχουν πιο συγκεκριμένο θρησκευτικό χαρακτήρα, σε σχέση με τα χριστουγεννιάτικα και τ’ αηβασιλιάτικα. Σχεδόν όλες οι ερυθραιώτικες παραλλαγές τους αναφέρονται στους αγιασμούς των νερών και στο διάλογο Παναγίας και Προδρόμου, με θέμα τη βάφτιση του Ιησού. Το ποιητικό κείμενο είναι παρόμοιο στα περισσότερα μέρη, όπως στα παρακάτω βουρλιώτικα κάλαντρα:
Σήμερα είν’ τα Φώτα κι οι φωτισμοί
και χαρά μεγάλη κι οι αγιασμοί.
Κάτου στο Λιουρδάνη τον ποταμό
κάθετ’ η Κερά μας η Παναγιά,
λίβανο βαστάει, κερί κρατεί
και τον Άη-Γιάννη παρακαλεί.
– Άη-Γιάννη, αφέντη και Πρόδρομε,
δύνασαι βαφτίσεις Θεού παιδί;
– Δύναμαι βαφτίσω κι αποθυμώ.
Για καρτέρεψέ με ως το πρωί,
να κατέβω κάτου στον ποταμό,
να ματζέψω ρόδα και αγιασμό,
να ανεβώ απάνου στον Κύριο,
να ματζέψω δρόσο και λίβανο,
ν’ αγιαστούν οι κάμποι και τα βουνά,
ν’ αγιαστεί κι ο αφέντης με την κερά.
Στο Μελί, πιθανόν και σε άλλα χωριαδάκια της Δυτ. Ερυθραίας, τα παιδιά τραγουδούσαν ασυνήθιστα κάλαντρα, πολλοί στίχοι των οποίων αποτελούν συμφυρμούς κι αποσπάσματα από άλλα τραγούδια του ελληνικού λαού. Στο τέλος βέβαια, ως συνήθως, δίνουν ευχές κι απαιτούν το μπαξίσι τους:
Σήµερα είναι τω Φωτώ π’ αγιάτζουν οι παπάδες
και µέσ’ στα σπίτια ψάλλουνε και λέν’ τον Ιορδάνη.
Ο Ιωάννης Βαφτιστής εγύρισε και είπε:
– Χαρίσετέ µου τα κλειδγκιά τα µαργκαριταρένια,
ν’ ανοίξω τον παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,
να πέσω ν’ αποκοιμηθώ σε µια µηλιά απέ κάτω,
να πέσουν τ’ άνθη απάνω µου, τα µήλα στην ποδγκιά µου
και τα χρουσά τριαντάφυλλα τριγύρω στα µαλλιά µου.
Ανήφορος, κατήφορος σε τρία πηγαδάκια,
ήτανε τρεις μελαχρινές, µε τα σγκουρά µαλλάκια.
Η µια κεντά τον ουρανό, η άλλη το φεγγάρι,
η τρίτη η µικρότερη κεντά τον Άη-Γιάννη.
– Κέντα το, κόρη, κέντα το του Γιάννη το µαντίλι
και γέµισέ το τζάχαρη κι άµε το στο πλαστήρι
κι αφ’ το πλαστήρι στο σκολειό κι αφ’ το σκολειό στο σπίτι.
Και του χρόνου καλά Φώτα
κι ο παπάς µε τη νεµπότα
και δώστε µας τον κόπο µας,
να πάµε σ’ άλλη πόρτα!
Παρόμοια στο ποιητικό κείμενο είναι και τα κάλαντρα της Αγιά-Παρασκευής (Κιόστε). Έχουν ίδια αρχή με τα αηβασιλιάτικα κάλαντρα της περιοχής του Τσεσμέ, έπειτα όμως αναφέρονται στη σωτηρία του ανθρώπου με τη μεσολάβηση του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το γεγονός της Βαπτίσεως είναι εντελώς απόν. Ακολούθως, παινεύουν το γιο της οικογένειας:
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά κι αρκή του Γεναρίου
κι αρκή που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,
ούλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι.
Κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε
και μέσ’ στα φύλλα τση μηλιάς αγγέλοι κι αρχαγγέλοι
κι ο Μιχαήλ Αρχάγγελος του βοηθά και λέγει:
– Χαρίσετέ μου το κλειδί το μαργαριταρένιο,
ν’ ανοίξω την παράδεισο, να πιω νερό δροσάτο,
να πέσω να ‘ποκοιμηθώ σε μια μηλιά ‘ποκάτω…
Έχεις και γιο και μονογιό, το γιο τον κανακάρη,
λούζεται και χτενίζεται και στο σκολειό του πάει…
Την ημέρα του αγιασμού των υδάτων έκλεινε ουσιαστικά ο κύκλος των εορτών του Δωδεκάμερου στην ιωνική Ερυθραία, όπως άλλωστε σε όλο τον Ελληνισμό. Η επομένη, που ήταν η γιορτή του Προδρόμου, δεν είχε ιδιαίτερους εορτασμούς, μια κι οι περισσότεροι Ερυθραιώτες Γιάννηδες γιόρταζαν στις καλοκαιριανοί Α-Γιάννηδες (24 Ιουνίου και 29 Αυγούστου) ή τ’ Άη-Γιάννη του Θεολόγου (8 Μαΐου και 26 Σεπτεμβρίου) – τον οποίο τιμούσαν κατεξοχήν αμέτρητες πόλεις και χωριά που υπάγονταν στις ιερές μητροπόλεις Εφέσου και Σμύρνης – ή, πολύ λιγότερο, τ’ Άη-Γιάννη του Χρυσοστόμου (13 Νοεμβρίου).
Μετά τ’ Α-Γιαννιού, ξέσκολα πια (μετά τις γιορτές), γύριζαν στην πεζή καθημερινότητα, με τσι έγνοιες και τα κασαβέτια τσης (βάσανα).
Οι καρκάντζαροι.
Παλιά, τις μέρες του Δωδεκάμερου τις ζούσαν με το φόβο των κακών πνευμάτων που ενσαρκώνονται κυρίως στη μορφή των καλκαντζάρων, οι οποίοι από τους Ερυθραιώτες ονομάζονται επίσης κάρκοι, κωλοβελόνηδοι, νυχοπόδαροι, καταχανάδες, οξαποδίτες, ξωτάρια ή τσιλικροτά. Ήταν πολύ ισχυρή η πίστη στην ύπαρξή τους και άφθονες οι δοξασίες γύρω απ’ αυτά τα δαιμονικά όντα, που τα φαντάζονταν κοντά, μαύρα, βρομερά και κακοβέσουλα (δύστροπα), κακομούτσουνα κι αξελέστατα (ακατάστατα), με άγρια νύχια, ουρά και γατίσια μάτια. Αυτά τα μικρά, κατσιποδιάρικα, αχαμνά και γουρσούζικα πλάσματα της λαϊκής φαντασίας εμφανίζονταν τη νύχτα των Χριστουγέννων και τυραγνούν κάθε βράδυ τους ανθρώπους ως την παραμονή των Φώτων, οπότε ηγενούσανε ανέφαντα (άφαντα) με τσι αγιασμοί.
Επί δώδεκα νύχτες, ανεσκαρδώνουν (αναρριχώνται) τσι τσιμινιέρες και τσι φλουγάροι (καμινάδες) και μπαίνουν κάρπα κάρπα (λαθραία) στα σπίτια, κατουρούν και μαγαρίζουν όπου βρουν, μολεύγουν στο μομέντο (λεπτό) τα τρόφιμα, προκαλώντας ανεπανόρθωτα ζαράρια (ζημιές) και χαταλίκια (βλάβες). Άμα τως έρκει το ράστι (σύμπτωση), κάθουνται ακόμας και στα λίγκια (ώμους) των αθρώπω και τσι σκεντζεύουνε (τυραννούν)!
Για την απομάκρυνση του φόβου και την αποτροπή του κακού γενικώς, ο λαός διαθέτει σωρεία εθιμικών συμβολικών πράξεων και συνηθειών. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, αγιασμοί, πρασινάδες, σκόρδα και κρομμύδες, φώτα και τζάκια ξορκίζουν το κακό, αναγεννούν συμβολικά, φέρνουν γεροσύνη (υγεία) και χαρά, οδηγούν από το σκότος του χειμώνα στο φως της άνοιξης, στη ζωή.
Οι Ερυθραιώτες, για ν’ αποφύγουν τα τσιλικροτά και να ‘πομείνει το σπίτι αμουρντάρευτο κι αμούρκιστο (χαρούμενο), έβαζαν πίσω από τις πόρτες ή στις παραστιές (τζάκια) παλιά δίχτυα και μαβιές κλωστές με κόμπους και σταυρώματα, όπου οι οξαποδίτες, καθώς μετρούσαν τους κόμπους, μπερδεύονταν κι έτσιδα τσ’ ήβρισκε η ταχινή (αυγή), οπότε, με του πετεινού το λάλημα, ηγιαγέρνανε (ξαναγύριζαν) στα καταχώνια (κρυψώνες) και στα γιατάκια (κλίνες) ντως, χωρίς να βλάψουν το σπίτι.
Στα Βουρλά άφηναν έξω από το σπίτι ένα πιάτο με λουκουμάδες του πετιμεζού, για να τσι φάνε οι καρκάντζαροι και να μη μαγαρίσουνε τα άλλα γλυκά του σπιτιού.
Επίσης τους κάρκους αποτρέπουν τα πέταλα και τα σκόρδα στις εξώπορτες και κυρίως η φωτιά που άφτει στη στια (εστία) ουλημερνίς κι ουλονυχτίς, απαραιτήτως με πριναρόξυλα και λίτικα κουτούκια (κούτσουρα ελιάς), βαλμένα μάξους (επίτηδες) σταυρωτά. Επειδή το σβησμένο τζάκι πίστευαν ότι το κατούρησαν οι νυχοπόδαροι, η άσβηστη φλόγα, που καύει κι αλαμπουρίζει (λαμπυρίζει) στη στια μέρα νύχτα, έχει αρχαιότατους συμβολισμούς. Εκτός της προστασίας κατά των ξωτικών, ενισχύει την οικογενειακή ασφάλεια και τη θαλπωρή μέσα στο καταχείμωνο, δίνει διαρκώς το φως στο σπίτι (ας μην ξεχνούμε πως τότε είναι οι πιο βαθιές νύχτες του χειμώνα) και συμβολίζει τη λάμψη του Χριστιανισμού.
Στη διάρκεια του Δωδεκάμερου, Σιβρισαριανοί και Βουρλιώτες, όπως και στα δρίματα τ’ Αγούστου (τις έξι πρώτες μέρες), δεν ήστεναν μπουγάδα, για να μην τρυπήσουν τα ρούχα, κι απέφευγαν το λούσιμο, μη λάχει και ψειριάσει η κεφαλή τους. Αν ήταν ανάγκη να λουστούν, τότε έβαζαν στο νερό ένα καρφί, για να καρφώσουν το κακό. Επίσης όλοι οι Ερυθραιώτες θεωρούσαν καταραμένα, επαρμένα (προσβεβλημένα) αφ’ τα ξωτάρια, άβια (άτυχα) ή ότι θε’ να γενούνε για βουρβουλάκοι (βρυκόλακες) για καρκάντζαροι όσα παιδιά γεννιούνται τη νύχτα των Χριστουγέννων, γιατίς ηπιάστηκε το γκάστρι τους τη νύχτα του Βγαγγελισμού, δηλαδή η σύλληψή τους ήταν αμαρτωλή, επειδή έγινε σε γιορτινή μέρα, που οι γονείς δεν επιτρέπεται να έρθουν σε ερωτική συνεύρεση. Οι άνθρωποι πρόσεχαν πολύ τα παιδιά που γεννιούνταν κατά τις γιορτάδες, δένοντάς τους στο χέρι μια μαβιά κλωστή, να μην τα κουσουρέψουν (βλάψουν) οι κωλοβελόνηδοι και έκρυβαν ρούχα, φαγιά ή εργόχειρα, μην τα κατουρήσουν τα ξωτάρια και τα γουρσουζέψουν.
Σε παλιότερες εποχές, τότε που ήταν συνήθεις οι επιδημίες, όπως η σκουρδούλα (πανούκλα), η χολέρα, οι ζαχαρένιες ή γλυκές (ευλογιά), η ψειραρρώστια (εξανθηματικός τύφος), ο δευτερίτης (διφθερίτιδα) κ.ά., οι νοικοκεράδες έφτιαχναν την παραμονή των Χριστουγέννων λαλαγγίτες (τηγανίτες) και λουκουμάδες και τις άφηναν στα κατέφλια τω σπιτιώ ή στα τρίστρατα, στα ντουρσέκια και στα καντούνια (γωνίες) των καλντεριμιών, για να καλοπιάσουν και να ξορκίσουν κάθε κακό. Γενική ήταν στους Ερυθραιώτες η λαϊκή πίστη ότι οι ατσιγγάνες και οι κατσιβέλες είναι η προσωποποίηση των ασθενειών αυτών, γι’ αυτό και οι Τουρκογύφτισσες φρόντιζαν να εμφανίζονται τότε κατά κόρον στους ρωμιομαχαλάδες και στα χριστιανικά χωριά και να… εξαφανίζουν τα γλυκά καλοπιάσματα.
Στη μνήμη της Λεθριανής Δήμητρας Μιχάλα – Πετρίδου που πέρασε άξαφνα στην αιωνιότητα.Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη – Γενάρη του 2011-12 στην εφημερίδα «Η Ν. Ερυθραία»,από τον Θοδωρή Κοντάρα, φιλόλογο.