Χριστούγεννα στα Βουρλά της Ερυθραίας!
Απόσπασμα από το βιβλίο Χριστουγεννόσχολα, της Βουρλιωτίνας συγγραφέα Νίτσας Παραρά – Ευτυχίδου, (Πιτσίλος, Αθήνα, 1989, Α΄ έκδοση και Εν Πλω Β΄ έκδοση.)
Μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, οι μαγαζάτορες ετοίμαζαν τα μαγαζιά τους σ’ όλες τις γειτονιές, ιδίως αυτά που πουλούσαν τρόφιμα, εδώδιμα, αποικιακά, αλλαντικά και κρεατικά. Τα στόλιζαν με πρασινάδες, κλαδιά από μερσίνες, σχίνα, βάγια, δεντρολίβανα και κρομμύδες από τις εξοχές, ζουμπούλια, κατίμαρα μυρωδάτα, ως και μπλίρες. Βάζανε ακόμα και πρόσθετες λάμπες λουξ, με ασετιλίνη. Τις άναβαν και τη μέρα ακόμα, καθώς τέτοια εποχή οι μέρες ήτανε μουντές, χειμωνιάτικες. Να δώσουν φως, χαρά της επικείμενης γιορτής. Σωστό πανηγύρι στη Λότζα και στο Τσαρσί. Χαρακτηριστική είναι η φράση «Του σαρανταμέρου η μέρα καλημέρα – καλησπέρα».
Όμως καμιά γυναίκα δε θα βγει να ψουνίσει από μαγαζί. Θα παραγγείλει ό,τι χρειάζεται στον άντρα της το πρωί, πριν φύγει. Αν είναι από εμπορικό, θα πάει ο μανιφατουριέρης τα είδη στο σπίτι, να διαλέξει αυτή, θα κρατήσει ό,τι της αρέσει, θα τα πληρώσει ο άντρας της. Αν είναι φαγώσιμα (από μπακάλικο ή χασάπικο), θα τα παραγγείλει ο αφέντης στα μαγαζιά και θα του τα πάνε σπίτι του οι παραγιοί ή τα παραγιουδάκια, με τα ζεμπίλια.
Συνορίζονταν να αγοράσουν πράμα στην καλύτερη ποιότητα. Αν ήταν φαγώσιμο, «το ακριβότερο έρχεται φτηνότερο» ή «το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε». Αν ήταν για να φορεθεί και να χαλάσει γρήγορα, λέγανε «Κυριακής χαρά, Δευτέρας λύπη».
Για το ρεσπέρη, που τέτοια εποχή δεν είχε τίποτα να κάνει στα χωράφια του, ψούνιζε μόνος του από τα μαγαζιά. Πηγαινοερχόταν ευχαρίστως για τα χουσμέτια της γυναίκας του. Σε δουλειά να βρίσκεται. Περνούσε καμιά φορά και απ’ τον καφενέ.
Στη βουρλιώτικη φορεσιά του, με τη βράκα και το ζουνάρι, είχε μαγκωμένα από τη μια μεριά τη παραδοσακκούλα του και από την άλλη ένα κόκκινο τετράγωνο μαντήλι με δυο άσπρες αραδίτσες ένα γύρο. Του χρησίμευε για τσάντα στα πρόχειρα ψώνια. Έβαζε ό,τι αγόραζε στο μαντήλι. Έδενε δυο δυο αντικριστά τις άκριες του μαντηλιού κι από ‘κεί το κρατούσε.
Όταν πήγαινε σκόπιμα για ψώνια, έπαιρνε από το σπίτι του πάνινα σακκουλάκια με φακαρόλα στην άκρη, να σουρώνουνε. Ήταν κι αυτά στη νοικοκυροσύνη της γυναίκας. Αν τα ψώνια ήταν πολλά, έπαιρνε κάποιο παιδί του μαζί να τον βοηθήσει.
Το κρέας όμως, στο χαρτί τυλιγμένο, πήγαινε επιδεικτικά στο ένα χέρι με τη χούφτα προς τα πάνω, με το πακέτο. Έλεγε από την πόρτα: «Γυναίκα σ’ ήφερα μια παρτιά κριάσι» κι εκείνη του απαντούσε: «Καλώς τον κουβαλητή μου!»
Τα μαγαζιά δεν είχαν ωράριο. Άνοιγαν με την ανατολή του ήλιου και σφαλούσαν με το λιοβασίλεμα. Για μεσημεριανό φαγητό, τους πήγαιναν από τα σπίτια τους φαΐ, με την καστανιά, κάποιο παιδί ή ο παραγιός. Τις Κυριακές επίσης όλα ανοιχτά. Σπάνια να δεις μαγαζί κλειστό. Κακό σημάδι. Κρέας δεν αγόραζε ο κόσμος σε μεγάλη ποσότητα, αφού όποτε ήθελε, έβρισκε. Δεν υπήρχαν ψυγεία να το διατηρήσουν. Αν ήτανε μεγάλη κακοκαιρία, είχανε τον καβουρμά και τις άλλες σοδειές. Γιομάτο το κατώγι.
Στην Πατρίδα, τη Μικρασία, δε συνηθιζόταν τα Χριστούγεννα να ψήνουν γαλοπούλα. Τότε την έλεγαν διάνο, ινδιάνο. Σ’ άλλα μέρη λένε τη γαλοπούλα γάλο, τούρκο ή κούρκο.
Να έρθει ξαφνικά μουσαφίρης, θε’ να σφάξουνε μιαν όρνιθα, μια κότα.
Χριστούγεννα πασχάζανε με βοδινό ή μοσχαρίσιο κρέας που το μαγείρευαν βραστό. Με το ζουμί κάνανε σούπα από ρύζι και αβγολέμονο, «να μαλακώσουν κομμάτι τα μέσα τους», ύστερα από την τρομερή νηστεία.
Οι μανάδες τα μωρά τους και τα μικρά παιδιά, που δεν πολυκαταλάβαιναν, τα κοινωνούσαν την παραμονή των Χριστουγέννων, για να μη τα ταλαιπωρήσουν με το νυχτιάτικο ξύπνημα, ανήμερα. Μα και για να μπιτίσουν από μια έγνοια. Σ’ αυτή τη λειτουργιά, να δείτε παιδιομάνι!
Το Χριστόψωμο, το ψωμί του Χριστού, ήταν ‘φτάζυμο. Η μαγιά του πιασμένη καιρό πριν, από ροβιθόζουμο και βασιλικό. Μουσκεύανε τα ροβίθια με αγιασμό, ρίχνανε και βασιλικό, τ’ αφήνανε για εφτά μέρες κοντά στα ‘κονίσματα. Μετά τα σουρώνανε σε τουλπάνι. Σε μια σουπιέρα με λίγο αλεύρι χάσικο, ρίχνανε το ζουμί αυτό και το ζυμώνανε καλά να γίνει στρωτή, μαλακιά ζύμη. Στη ζύμη κάνανε με την άκρια της χούφτας ή ζουλώντας με τα δάχτυλα, το σχήμα του Σταυρού. Το σκέπαζαν με πανιά. Σε ζεστό μέρος το αφήνανε, στο παραγώνι, ν’ ανέβει. Κάθε που φούσκωνε, έξι φορές, το μεταπιάνανε. Κάθε φορά με περισσότερο νερό κι αλεύρι. Την έβδομη φορά, βάζανε λίγο λάδι, λίγη ζάχαρη και μυρωδικά (μοσχοκάρυδο, κανέλα) στο ζυμάρι.
Στη μέση του χριστόψωμου χάραζαν ένα σταυρό και το γάρνιραν με καρύδια, ολόκληρα, με τα φλούδια τους. Όταν η ζύμη ανέβαινε καλά, το φούρνιζαν σαν το ψωμί. Έτοιμο πια, ζεστό από το φούρνο, το μπουσκιουρτίζανε στην πάνω μεριά του με ανθόνερο και κούκκιζαν άχνη ζάχαρη, ανακατωμένη με κοπανισμένη κανέλα. Γινόταν μια λεπτή κρούστα. Τρώγανε το χριστόψωμο αντί ψωμιού, τα Χριστούγεννα.
Στα σπίτια των θλιμμένων δεν γινόταν καμιά ετοιμασία. Συγγενείς, γειτόνοι και κουμπάροι φρόντιζαν γι’ αυτούς να μη λείψει τίποτα. Εκτός της λύπης τους, να μην είναι παραπονούμενοι, ιδίως τα ορφανά. Οι οικογένειες που είχανε πρόσφατο πένθος δε μαγείρευαν, δεν έστεναν τσουκάλι. Προπάντων δεν ψήνανε κρέας. Φρόντιζαν να έχουνε πάρει ψάρι. Με ψάρι θα την περάσουν τη γιορτινή μέρα.
Στα Βουρλά δεν υπήρχε ψαράδικο. Γύριζε ο ψαράς με τα πανέρια, άλλες μέρες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κάποιος από το σπίτι των θλιμμένων πήγαινε στη Σκάλα κι έπαιρνε ένα ψάρι πολλών οκάδων, το κάνανε βραστό.
«Όλα τα τζάκια που καπνίζουν, δε μαγειρεύουν». Το τζάκι στο θλιμμένο σπίτι άναβε μόνο για ζέστη. Ο λυπημένος κρυώνει πιο πολύ. Το Δωδεκάμερο έκανε, στην Πατρίδα, τη Μικρασία, τόσο κρύο, που αν στην άλλη κάμαρη δεν είχε θέρμανση, πάγωνε το νερό στην κούπα! Τα παλιά σπίτια διώροφα (με κατώγι) είχαν μεγάλες κάμαρες κι όλες είχαν τζάκια. Τα πιο καινούργια είχαν ένα μεγάλο τζάκι στο καθιστικό, στον μεγάλον οντά, που συγκεντρώνονταν όλη η οικογένεια. Εκεί και τρώγανε. Στις άλλες κάμαρες παίρνανε με τη σιράνα τ’ αναμμένα κάρβουνα από το τζάκι στα μαγκάλια. Και μαλάκωνε κάπως η ψύχρα της κάμαρης.
Παραμονή Χριστουγέννων πλέον, όλες οι δουλειές μπιτισμένες. Κι ως το λιοβασίλεμα όλα διαρμισμένα, στη θέση τους. Λουσμένα τα παιδιά, με κομμένα σύρριζα τα νύχια τους, ξεδιαλυσμένα τα μαλλιά των κοριτσιών, πλεγμένα σε μπουρμάδες και των αγοριών τα μαλλιά κομμένα κοντά κοντά στον μπαρμπέρη. Αλλαγμένα, με πεντακάθαρα ρούχα και παπούτσια, έτοι-μα για να μεταλάβουν κατά τη νυχτερινή λειτουργία, θα φιλήσουν με μετάνοια το χέρι των γονιών, των παππούδων και θα πάνε στης νονάς ή στου νονού, όσο μακριά κι αν έμενε. Η μητέρα του βαφτισιμιού θα στείλει της νονάς, πιάτο με τα πιο εκλεκτά γλυκά που έχει φτιάξει, θα φιλήσουν το χέρι τους και θα ψιθυρίσουν: «να με συχωρέσετε», κι αυτοί θα απλοχερίσουν, θα βάλουν χρήματα στην τσέπη των παιδιών (ποτέ στο χέρι), «για ν’ άψουν ένα κερί» τάχα, για να τα γλυκάνουν.
Εκείνοι που θα κοινωνήσουν, μικροί μεγάλοι, θα νήστευαν τρεις μέρες το λάδι. Το τελευταίο βράδυ δεν θα φάνε ελιές, καρύδια, σουσάμι, ό,τι έχει λάδι. Αν πεινάνε, θα φάνε νερόσουπα με ψωμί.
Το κάθε σπιτικό πεντακάθαρο, έλαμπε! Λέγανε με καμάρι: «βιτσά να του δώσεις, θα πετάξει» κι εννοούσαν το στολισμένο άλογο. Αποβραδίς η νοικοκυρά θα βάλει το κριάσι να σιγοβράσει, σε κλειστό τσουκάλι, στο τζάκι ή στη φουφού του φτωχικού, χωριάτικου σπιτιού της.
Τα κάλαντα, τα λέγανε οι παλιοί κάλαντρα. Ακουγόταν πιο ηχηρή η λέξη, όπως σήμαντρο. Έπρεπε να πέσει ο ήλιος, για να βγούνε τα παιδιά να ψάλλουνε τα κάλαντρα την παραμονή των Χριστουγέννων, αφού και ως την παραμονή πήγαιναν σχολείο. Τα παιδιά κάθονταν «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα και έξι την Ανάσταση».
Ποτέ αρχοντόπαιδα δε θα γυρίσουν από πόρτα σε πόρτα ή από μαγαζί σε μαγαζί για κάλαντρα, να πάρουνε μπαξίσι. Όπως ποτέ κορίτσι δεν θα είναι στην παρέα τους. Ήτανε ντροπή. Τα παιδιά -χαρά τους!- με φαναράκια, ένα ‘κόνισμα, σήμαντρα (τα τρίγωνα) κι ένα καλαθάκι για ό,τι τα δώσουν, θα ξεχυθούν στα σοκάκια να πουν τα κάλαντρα:
– Να τα πούμε;
– Αμέ, αμέ, πείτε τα!
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη.
Εν τω σπηλαίω τίκτεται, εν φάτνη των αλόγων,
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων.
Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το «Δόξα εν υψίστοις»
και τούτο άξιον εστίν, η των ποιμένων πίστις.
Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι με τα δώρα,
άστρο λαμπρό τους οδηγεί χωρίς να λείψει ώρα.
Εμπήκαν εις την Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι
πού εγεννήθη ο Χριστός, να πά’ να Τον ευρώσι.
Διά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης,
αμέσως εταράχθηκεν κι έγινε θηριώδης.
Κράζει τους μάγους κι ερωτά πού ο Χριστός γεννάται.
Εν Βηθλεέμ ηξέρομεν, ως η γραφή λογάται…
Και του χρόνου!
ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ.
Βάγια, τα: δάφνες. Κατίμαρα, τα: ζαμπάκια, νάρκισσοι. Μπλίρες, οι: ασημένια ή χρυσά λεπτά ελάσματα σαν κορδέλες. Στόλιζαν μ’ αυτές τις νύφες, αλλά και τα μαγαζιά, ως ένδειξη γιορτής. Λότζα, η: η αγορά στην ελληνική περιοχή του Βουρλά. Τσαρσί, το: η αγορά στην τούρκικη περιοχή, αλλά με μαγαζιά Ελλήνων. Μαλιφατουριέρης, μανιφατουριέρης, ο: υφασματέμπορος. Ρεσπέρης, ο: αμπελουργός, γεωργός. Χουσμέτι, το: θέλημα. Καβουρμάς, ο: τσιγαρισμένο κρέας που φύλαγαν σε κουμνιά για σοδειά το χειμώνα. Μπιτίζω: τελειώνω. Πασχάζανε: έτρωγαν μετά από νηστεία, πρωτοδοκίμαζαν. Μεταπιάνανε: ξαναζύμωναν. Μπουσκιουρντίζω: ψεκάζω, ραντίζω. Κουκκίζουν: πασπαλίζουν. Σιράνα, η: φαράσι. Μπιτισμένες: τελειωμένες. Διαρμισμένα: τακτοποιημένα. Ξεδιαλυσμένα: καλοχτενισμένα. Μπουρμάδες, οι: κοτσίδες κοριτσιών. Μετάνοια, η: γονυκλισία. Αμέ: ναι, βέβαια.
Μαζί μ΄ένα μεγάλο ευχαριστώ στην κα Παραρά-Ευτυχίδου που τα έσωσε και τον Θοδωρή Κοντάρα που μας τα θυμίζει!