Το παρακάτω άρθρο μου το έστειλε ο φίλος,βουρλιώτης στη καταγωγή,Δημήτρης Ταμπάογλου.
”Φίλη δημιουργός, πού γνωρίζει τήν προσφυγική καταγωγή τῆς οἰκογένειάς μας, 2ης γενιᾶς, μᾶς ἔστειλε τά δύο ἐδῶ ἔνθετα, ὡς καί “προσφυγικά ἐνθύμια”, ὅπως εἶπε!
~~~☆~~~
Παρουσιάζοντάς-τα πιο κάτω, ἄς εἶναι στήν μνήμη προσφύγων ἀπό τα Βουρλά Ἐρυθραίας πού δέν εἶναι πιά στή ζωή , ὅπως τοῦ πατέρα μας Σταύρου Γεωργίου Ταμπάογλου ἀλλά, τολμῶ νά πῶ, και τοῦ συνομήλικού του (1900) Γιώργου Σεφέρη ὁ οποῖος παρότι γεννήθηκε στήν Σμύρνη ἡ ψυχή του ἔμεινε γιά πάντα δεμένη μέ τά Βουρλά! – μέ τήν Σκάλα Βουρλῶν ὅπου πέρασε τά παιδικά του χρόνια, ὅπως ἀναφέρεται ἐκτενῶς στό πιό κάτω ἄρθρο, στό “Link 1” .
Ἡ Μικρασιατική Καταστροφή τό 1922 βρίσκει τήν οἰκογένειά τού Γ.Σεφέρη εγκαταστημένη στήν Ἀθήνα καί τόν ίδιο φοιτητή στό Παρίσι – ὄμως ἡ προσφυγιά τῶν συμπατριωτῶν του ἄφησε ἀνεξίτηλα τά σημάδια της στήν ψυχή τοῦ ποιητή ὁπότε καί στό ἔργο του! Κάποια χρονιά ἀργότερα ὁ Σεφέρης γράφει τό ἐδῶ ποίημα «Τό φύλλο τῆς λεύκας», ἄγνωστο σέ ἐμᾶς ὥς χθές! – διεκτραγωδώντας τήν πορεία ἐνός τότε πρόσφυγα ἀπό τήν γῆ της Ἰωνίας, “ὡς φύλλο λεύκας” πού τό πῆρε ὁ ἄνεμος….”
.
Α΄.Τά δύο ἔνθετα:
1. Τό πιό κάτω ποίημα.
Β΄.Τό ὡς ἄνω ἀναφερόμενο Link:
~~~*~~~
Θέλησα νά τά μοιραστῶ μαζί σας!
~~~☆~~~
Τὸ φύλλο τῆς λεύκας.
☆
Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.
Γιώργος Σεφέρης
ΥΓ…..Δυό λόγια για τον Γ.Σεφέρη(από τον διαχειριστή της σελίδος).
Τα παιδικά χρόνια.
Ο Γιώργος Σεφέρης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σεφεριάδη) γεννήθηκε στη Σμύρνη, γιος του δικηγόρου και διδάκτορα της Νομικής Σχολής του Παρισιού Στέλιου Σεφεριάδη και της Δέσπως το γένος Γιωργάκη Τενεκίδη. Είχε δύο μικρότερα αδέρφια την Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου) και τον Άγγελο.Ο Γ.Σεφέρης λάτρεψε τη Σκάλα των Βουρλών όπου περνούσε μέχρι το 1914 όλες τις διακοπές του.Η πανεπιστημιακή καριέρα του πατέρα του υπήρξε λαμπρή και κατέληξε το 1933 στην αναγόρευσή του ως Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού. Μετά το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1914 η οικογένεια Σεφεριάδη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στην Αθήνα ο Σεφέρης τέλειωσε το Πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο.
Η επαγγελματική σταδιοδρομία.
Από το 1918 ως το 1924 ο Γιώργος Σεφέρης έζησε στο Παρίσι όπου σπούδασε νομικά. Το καλοκαίρι του 1924 μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο έφυγε για το Λονδίνο, όπου έμεινε ως το χειμώνα του επόμενου χρόνου. Στις 29 Δεκεμβρίου του 1926 ο Σεφέρης διορίστηκε ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών. Το 1931 διορίστηκε υποπρόξενος και στη συνέχεια πρόξενος στο Γενικό Προξενείο του Λονδίνου, όπου παρέμεινε ως το 1934. Το 1936 διορίστηκε Πρόξενος στην Κορυτσά, όπου έμεινε ως το 1937, οπότε ταξίδεψε στο Βουκουρέστι για το Συνέδριο Διαβαλκανικού Τύπου. Το 1938 διορίστηκε προϊστάμενος της Διευθύνσεως Εξωτερικού Τύπου στην Αθήνα. Το 1941 ταξίδεψε με την ελληνική κυβέρνηση στη Σούδα, την Αίγυπτο και τη Νότιο Αφρική. Το 1942 ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ και μετατέθηκε στο Κάιρο (Διεύθυνση Τύπου και Πληροφοριών της Ελληνικής Κυβέρνησης). Το 1944 ταξίδεψε με την κυβέρνηση στην Ιταλία και τον Οκτώβρη επέστρεψε στην Ελλάδα. Το 1945 διετέλεσε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Το 1947 διορίστηκε σύμβουλος πρεσβείας στην Άγκυρα. Το 1950 ο Σεφέρης ταξίδεψε στη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε σύμβουλος στην πρεσβεία του Λονδίνου. Το 1952 μετατέθηκε στη Βηρυτό. Το 1956 έγινε διευθυντής στην Β’ Πολιτική Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών και το 1957 συμμετείχε στη συζήτηση για το Κυπριακό στη Νέα Υόρκη. Τότε διορίστηκε πρεσβευτής στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε ως το 1962. Το 1960 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των γραμμάτων από το πανεπιστήμιο του Cambridge, το 1961 τιμήθηκε με το βραβείο «Foyle» και το 1963 με το βραβείο «Νόμπελ λογοτεχνίας». Ένα χρόνο αργότερα αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Οξφόρδης και ταξίδεψε στην Ισπανία. Το 1969 δημοσιεύτηκε η δήλωσή του κατά της χούντας του Παπαδόπουλου και ο Σεφέρης παύτηκε από πρέσβης επί τιμή, ενώ του απαγορεύτηκε και να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου.
Η Σκάλα των Βουρλών.
Η ζωή του Σεφέρη στη Σμύρνη δεν ήταν ευχάριστη εξαιτίας της καταπίεσης του πατέρα του για άριστες μαθητικές επιδόσεις και του απαιτητικού και συνάμα τυπικού σχολείου. Η Σμύρνη δεν είναι ο τόπος που αγαπά ο Σεφέρης και οι μνήμες του δεν την αγκαλιάζουν με στοργή. Αντίθετα κιόλας, του προξενεί απέχθεια και ίσως μίσος. Μια και μόνη φορά αναφέρεται το όνομά της στην ποίησή του (Κίχλη, Το σπίτι κοντά στη θάλασσα, στ 35). Η βαθιά του αγάπη και το έντονο αίσθημα πίστης και αφοσίωσης τα κερδίζει όχι η Σμύρνη, αλλά ένα ψαροχώρι, όπου περνούσε τα καλοκαίρια του μέχρι τα δώδεκά του χρόνια, η Σκάλα των Βουρλών. Βρισκόταν τριάντα περίπου χιλιόμετρα στα δυτικά της Σμύρνης, κατά μήκος της ακτής. Εκεί, ο Γεωργάκης Τενεκίδης, ο παππούς του Γιώργου από την πλευρά της μάνας του, είχε δημιουργήσει περιουσία. Το σπίτι που έμενε η οικογένεια Σεφεριάδη ήταν ένα σπίτι δίπλα στο λιμανάκι. Σ’ αυτό Το σπίτι κοντά στη θάλασσα πέρασε ο Γιώργος και τα αδέλφια του καλοκαίρια ξέγνοιαστα, αλησμόνητα. Εκεί, το παιχνίδι κι η παιδική αγνότητα θεμελίωσαν την προσωπικότητά τους, ανέπτυξαν τη δημιουργική φαντασία τους. Η Σκάλα, όπως γράφει η Ιωάννα Τσάτσου, «δεν ήταν για μας μια απλή εξοχή. Ήταν ένα είδος μαγικού χώρου, όπου ταιριάζαμε τις φαντασίες μας, όπου καταφεύγαμε στις δύσκολες στιγμές του καταπιεσμένου από το σκολειό καιρού μας….Η πλήξη διαλύονταν. Είμαστε ελεύθεροι, ελεύθεροι με την πιο σπάνια ποιότητα της λευτεριάς»
Η Σκάλα ήταν ο παράδεισος για τα τρία αδέλφια. Ο χώρος που άνθισαν τα παιδικά τους χρόνια, που αργότερα για τον ποιητή Σεφέρη θα αποτελέσουν τις καταποντισμένες μνήμες από τις οποίες θα αντλεί αισθήματα που θα τροφοδοτούν την ποίησή του. Στο Χειρόγραφο Σεπ. ’41, που έγραψε στην Πρετόρια όπου τον έριξε ο πόλεμος, σαν αντίβαρο στα δεινά που περνούσε, επιστράτευσε τις μνήμες του από την αγαπημένη του Σκάλα: «Τα δύο τελευταία καλοκαίρια δεν είχαμε πάει στην εξοχή, στη Σκάλα του Βουρλά, που ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια. Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογέματα πίσω από το τζάμι∙ φυλακή. Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα. Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να μπορώ να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση. Όπως στη σκηνή των μυστηρίων του Μεσαίωνα η γης είναι οριζόντια χωρισμένη από τον ουρανό, η Σκάλα ήταν μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σε περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί, οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι….Θα μπορούσα να πω την έκφραση του προσώπου και την κουβέντα του τάδε θαλασσινού, τη στιγμή που πήδηξε στο μόλο, βρεμένος από το κύμα, και δένει το καΐκι του….Ποιος ξέρει, αν η ζωή μου έγινε όπως έγινε και ξετυλίχτηκε πάνω σε δύο παράλληλους δρόμους—ένα δρόμο υποχρεώσεων, υπομονής και συμβιβασμών, κι έναν άλλον όπου περπάτησε χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερο, το βαθύτερο εγώ μου—είναι γιατί γνώρισα κι έζησα, τα χρόνια εκείνα, δυο κόσμους ξεχωριστούς καθαρά: τον κόσμο του σπιτιού της πολιτείας και τον κόσμο του σπιτιού της εξοχής».
Είκοσι χρόνια αργότερα θα γράψει στον Ρεξ Γουόρνερ, τον Άγγλο μεταφραστή του:
«Το μέρος όπου περνούσε η οικογένειά μου τις καλοκαιρινές διακοπές τις χαρούμενες εκείνες μέρες (ένα πολύ μικρό χωριό, γύρω στις 100 ψυχές) ονομαζόταν Σκάλα∙ το σπίτι μας βρισκόταν μπροστά στην παραλία. Από τα παράθυρα μπορούσα να δω τα νησιά….και τη θάλασσα, πράγμα υπέροχο…. Από το πίσω παράθυρο του σπιτιού μας είχες καλή θέα των αμπελώνων που έφταναν μέχρι τους λόφους του Βουρλά, την κωμόπολη της περιοχής (είχε στα χρόνια μου 30.000 ψυχές πληθυσμό)∙ λαμπρά παλικάρια…που μιλούσαν σε υπέροχη δημοτική».
~~~☆~~~
166