“…Άμα ήρχαμε, είπανε πως θα μας δώκουνε από μια κουβέρτα στα παλιά ανάκτορα. Την πρώτη μέρα που ηπήγαμε και ηγραφτήκαμε, δεν είδαμε σημαία πουθενά. Σκάσαμε… στεναχωρηθήκαμε… Καλά… κι εδώναι τα πράματα προδομένα; Τι να συμβαίνει… Πού είναι οι σημαίες;… Πού είναι η Ελλάδα;… Πού είναι που τραγουδάγαμε “Αθήνα και Περαία μου και γαλανή σημαία μου” και ηπρηζούντουστε τα μάτια μας απ” το δάκρυο… Αυτήναι το λοιπόν η Αθήνα, που ηβλέπαμε στα ονείρατά μας; Αυτήναι η Αθήνα που νομίζαμε πως η Σμύρνη είναι χωριό μπροστά της; …Πού είναι μωρέ οι σημαίες; …μονάχα στα καπέλλα των χωροφυλάκων; Ε… Απ” τα πολλά πια, κι αφού έγινε μαύρο το μάτι μας να ψάχνουμε για σημαίες, είδαμε αψηλά σ” ένα μεγάλο κοντάρι στον ουρανό κοντά -στην Ακρόπολη μου φαίνεται ήτανε- μια σημαιίτσα μικρίτσα-μικρίτσα… καϊμίρικια… τσιγκούνικια… σα παντιερίτσα, σα λαβαράκι ήτανε… Και σκεφθήκαμε: “Δε θάχουν άλλη φαίνεται, και τήνε βάλανε ψηλά για να τη βλέπουνε όλοι, να πορεύονται, και νάναι ήσυχοι με το φιλότιμό τους… Και άνοιξε το πικραμένο της στοματάκι η μανούλα μου και είπε: “Κόρη μουουου… κακά πέσαμε… Από δω και ομπρός, …αυτά θάναι τα χαΐρια μας εδωπέρα… Εκείνη έλεγε και μένα το μυαλό μου πετάρισε στη Σμύρνη. Θυμήθηκα το σοκάκι μας πούχε σταυρωτά τις σημαίες και γινότανε στοά άμα πέρναγες από κάτω…”.
“…λευτερωθήκαμε και γέμισε η Σμύρνη σημαίες… Χιλιάδες πολλές σημαίες… Εμείς μόνο υψώσαμε πόσες… δύο που είχαμε απ” τη γιαγιά μου, και μια προίκα τση μάνας μου, τρεις… Όλες είχανε μαλαματένιες κλωστές στα κρόσσια… νάναι βαριά, να μην την παίρνει και τη διπλώνει ο αέρας τη σημαία μόνο να τη φουσκώνει… να σιδερώνεται ο σταυρός… να φαίνεται από μακριά… σα καλοτάξιδο καράβι ν” αρμενίζει στο γιαλό… Τ” ήτανε κείνο το πράμα… Πολλές σημαίες… Θάλασσα κανονικιά… Βάλε με το νου σου πόσα σπίτια ήτανε… Κάθε σπίτι και δυό-τρεις. Οι Τούρκοι τρίβανε τα μάτια τους. Πού στο διάολο βρεθήκανε τόσες χιλιάδες σημαίες… Σατανάδες μας ανεβάζανε, διαολάνθρωποι μας κατεβάζανε…”
“…Πήγαμε με τη μαμά μου και ηπήραμε κοντάρι… Το υψώσαμε μαζί με τη μαμά μου και καμαρώναμε. Καμαρώναμε γιατί εγώ ήμουνα ορφανό και η μαμά μου έραβε παντελόνια. Τραγουδούσα κιόλας, κι ήτανε και τα πράματα φτηνά… Ζούσαμε… Δεν περιμέναμε από κανέναν… με τα χεράκια μας τα κάναμε όλα… Καμαρώναμε με το κοντάρι… Τόχαμε αγοράσει με τα χέρια μας… τόχαμε κουβαλήσει με τα χέρια μας… τόχαμε βάψει με τα χέρια μας… και το καμαρώναμε με την καρδιά μας… Τι άλλο θέλαμε; Ήμαστε ευτυχισμένες… και τι ξύλο… Νάναι από δαδί ν” αρπά. Να μην προλαβαίνει ο εχθρός να την πατήσει… Να καεί περήφανα …υψωμένη… όπως το αξίζει… Άμα καεί η σημαία διπλωμένη, είναι προδοσία στη μέση…”
“…Άμα λευτερωθήκαμε σκεπάζαμε το νεκρό με τη σημαία… Εδώ, μόνο άμα είσαι κάτι, άμα έχεις μεγάλη θέση και πεθάνεις, βάζουν σημαία. Λες και οι άλλοι δεν είμαστε Ρωμιοί. Εμείς άμα βλέπαμε καμμιά κηδεία ξένη, μονάχα με στεφάνια, τήνε λέγαμε ορφανή…”.
“…Οι αρχαίοι Έλληνες βάλανε στο τείχος της Ακρόπολης τα κομμάτια απ” τους κατεστραμμένους ναούς που είχανε κάψει οι βάρβαροι, να τα βλέπουνε οι νέοι και να μην ξεχνάνε… Σηκώστε τα μάτια σας να δείτε εκεί στην Ακρόπολη αυτά τα κομμάτια τα μάρμαρα… Εκεί στο τείχος τα χτισμένα… Στην ξερολιθιά βαλμένα… Είναι οι πιο αρχαίες σημαίες του κόσμου… Οι σημαίες αυτή τη δουλειά κάνουνε. Δε μας αφήνουνε να ξεχνάμε… Άμα ξεχάσεις αυτά που “παθες, θα στα ξανακάνουνε χειρότερα… Να σηκώνεις τα μάτια σου και να βλέπεις τσι σημαίες και να μην ξεχνάς… να μην ξεχνάς…”.
(Από το βιβλίο του Γιώργη Παπάζογλου “Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης. Αγγέλα Παπάζογλου. Τα χαΐρια μας εδώ”.)