Ο ΠΡΩΤΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ (1913-1918)
Το κίνημα των Νεοτούρκων μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους
– Το κομιτάτο «Ένωσις και Πρόοδος» (Ittihat ve Terakki Cemiyeti) ήταν μια παράνομη οργάνωση που ιδρύθηκε από μορφωμένους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη το 1887, με στόχο την επαναφορά του συντάγματος του Μιδάτ πασά (1876), το οποίο είχε καταργήσει ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ το 1877, και την επιβολή του Οθωμανισμού σε όλους τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας. Από το 1897, οι οπαδοί του κομιτάτου αναγκάστηκαν να δράσουν στην Ευρώπη, όπου και ονομάστηκαν Νεότουρκοι από το δημοσιογραφικό όργανό τους, την εφημερίδα «Νέα Τουρκία», που εκδιδόταν στο Παρίσι.
– Η επανάσταση των Νεοτούρκων, που ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1908, είχε ως αποτέλεσμα την εκθρόνιση του αιμοσταγούς Αβδούλ Χαμίτ και τη συνταγματική μεταπολίτευση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τότε, για να έχουν την υποστήριξη των πολλών και διαφόρων εθνοτήτων, που ζούσαν στην Αυτοκρατορία, υποσχέθηκαν ισονομία και ισοπολιτεία σε όλους τους υπηκόους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Το κυρίαρχο σύνθημα της επανάστασης ήταν «Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Ισότητα» (Adalet, Hurriyet, Musavat). Ετσι, όλοι τότε πίστεψαν πως η Τουρκία μπήκε στην πορεία του εκδημοκρατισμού, πως οι καταπιέσεις των Χριστιανών θα πάψουν και πως όλοι αδελφωμένοι, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί κι Εβραίοι, θα ζήσουν ειρηνικά και ισότιμα στην κοινή τους πατρίδα. Όλα αυτά απέβησαν πολύ σύντομα φρούδες ελπίδες και οι Νεότουρκοι έδειξαν το αληθινό τους πρόσωπο, αυτό που εν πολλοίς ισχύει μέχρι σήμερα. Στόχος τους δεν ήταν η ευημερία των πολιτών μέσα σε ένα πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό κράτος δικαίου, αλλά η πολιτική αφομοίωσης ή εξόντωσης όσων δεν υποστήριζαν τις αρχές του Τουρκισμού. Οι Νεότουρκοι αναρριχήθηκαν στην εξουσία με μηχανορραφίες, δολοφονίες και τεράστιας έκτασης τρομοκρατία. Ανέλπιστα πέτυχε η επανάστασή τους το 1908. Το ίδιο ανέλπιστα η τριανδρία Εμβέρ, Ταλαάτ και Τζεμάλ συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στα 1913 και εγκαθίδρυσε στυγνή δικτατορία, παραμερίζοντας τον σουλτάνο. Το κράτος κατάντησε ιδιοκτησία μιας ομάδας. Η τριανδρία μετέβαλε το κομιτάτο, από φορέα ανανέωσης κι εκδημοκρατισμού, σε δύναμη τρομοκρατίας για την απόκτηση προσωπικής ισχύος και γοήτρου.
Μετά την ήττα της στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913), η Οθωμανική Αυτοκρατορία απώλεσε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας, στη Θράκη. Τον Ιούλιο του 1913 όμως οι Τούρκοι ανακατέλαβαν από τους Βούλγαρους όλη την Ανατολική Θράκη, έως την Αδριανούπολη και το Διδυμότειχο. Ακριβώς αυτή την εποχή, η Τουρκία συνδέθηκε ακόμη πιο στενά με την πολιτική της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
– Οι Γερμανοί, για να εξασφαλίσουν τη σύμπραξη των Τούρκων σε μια μελλοντική σύρραξη – που δεν άργησε άλλωστε να εκδηλωθεί – υπόσχονταν στους Τούρκους επιστροφή των χαμένων βαλκανικών επαρχιών. Οι Νεότουρκοι πάλι, παίρνοντας σαν πρόσχημα την ήττα των Βαλκανικών Πολέμων και την αθρόα εκούσια έξοδο Μουσουλμάνων προσφύγων από τα βαλκανικά εδάφη, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εφαρμόσουν τα εθνικιστικά σχέδιά τους εις βάρος των εθνοτήτων που είχαν απομείνει στην ακρωτηριασμένη πια Αυτοκρατορία τους. Το σύνθημα «η Τουρκία στους Τούρκους» βρήκε θερμότατη υποστήριξη από τη γερμανική πολιτική. Οι Έλληνες υπήρξαν τα πρώτα θύματα και οι Αρμένιοι τα τραγικότερα θύματα αυτής της πολιτικής και του τουρκικού εθνικισμού.
Από το 1913 έως το 1924, με την ένοχη ανοχή των ευρωπαϊκών κρατών και των Η.Π.Α., περίπου 2.500.000 Έλληνες και Αρμένιοι εξοντώθηκαν και άλλα 2.000.000 εκδιώχθηκαν από τις προαιώνιες πατρογονικές εστίες τους, για να γίνει η Τουρκία εθνικό κράτος.
– Στα 1913-1914 η Γερμανία ετοιμαζόταν για την τελική αναμέτρησή της με την Αντάντ. Η γερμανική πολιτική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε θριαμβεύσει. Οι Γερμανοί, στο πλαίσιο της «πολιτικής προς ανατολάς» (Drang nach Osten), είχαν διεισδύσει τόσο πολύ στην Τουρκία, ώστε την είχαν μεταβάλει σε προτεκτοράτο τους. Οι Νεότουρκοι είχαν σχεδόν παραχωρήσει τη διοίκηση στους Γερμανούς και ο σουλτάνος είχε υποκύψει στην πολιτική βούληση του κάιζερ Γουλιέλμου, ο οποίος, μέσω του Γερμανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Βανγκενχάιμ, προωθούσε την πλήρη υποταγή της Τουρκίας και την εξυπηρέτηση των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών βλέψεων της Γερμανίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή. Έτσι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταντήσει λεία της γερμανικής πολιτικής και δέσμια των κοσμοκρατορικών απόψεων του Παγγερμανισμού.
Ο Διωγμός του 1913-1918 και η Γενοκτονία των Χριστιανών της Αυτοκρατορίας
– Τον Δεκέμβριο του 1913, έφτασε στην Πόλη μια γερμανική αποστολή υψηλού επιπέδου, με επικεφαλής τον Λίμαν φον Ζάντερς και στόχο την αναδιοργάνωση του τουρκικού στρατού. Απώτερος σκόπος ήταν στην πραγματικότητα ο πλήρης στρατιωτικός έλεγχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενόψει του Μεγάλου Πολέμου, που δεν θα αργούσε να ξεσπάσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που καλούνταν Γερμανοί στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες από την Υψηλή Πύλη. Και παλαιότερα οι Γερμανοί υπήρξαν οργανωτές και σύμβουλοι του τουρκικού στρατού. Όμως τον Ιανουάριο του 1914 συνέβαινε το εξής παράδοξο: αρχηγός του τουρκικού επιτελείου στρατού ήταν ο στρατηγός Ζέλεντορφ, γενικός επιθεωρητής του στρατού ο Λίμαν φον Ζάντερς και άλλοι είκοσι ανώτατοι Γερμανοί αξιωματούχοι κατείχαν καίριες θέσεις στο στράτευμα! Αυτοί οι στρατιωτικοί, επιθεωρώντας διάφορα στρατηγικά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολική Θράκη, στην Προποντίδα και στη Δυτική Μικρασία, διαπίστωσαν την ύπαρξη εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, που διέθεταν εντυπωσιακή οικονομική και πνευματική υπεροχή έναντι των συνοίκων Μουσουλμάνων. Ο Λίμαν φον Ζάντερς εισηγήθηκε την εκδίωξη των Ελλήνων από τις περιοχές του 2ου και 3ου Σώματος Στρατού της Τουρκίας (Θράκη, Βιθυνία, Μυσία, Τρωάδα, Ιωνία), γιατί η ύπαρξη τόσου πλήθους Ελλήνων στις επαρχίες αυτές ήταν σοβαρό μειονέκτημα σε περίπτωση πολέμου. Εξάλλου αργότερα, κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Γερμανός ναύαρχος Ούζεντομ δήλωνε απερίφραστα ότι «οι Γερμανοί υπέδειξαν στους Τούρκους την απομάκρυνση των Ελλήνων για στρατηγικούς λόγους». Γενικώς οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Έλληνες και τους Αρμένιους της Τουρκίας ως σοβαρό εμπόδιο στις βλέψεις τους και φραγμό στην πολιτική του Drang nach Osten. Γι’ αυτό πρότειναν πιεστικά την απομάκρυνση των συμπαγών ελληνικών και αρμενικών πληθυσμών από τις εστίες τους. Ο πρέσβης Βανγκενχάιμ, που αντιπαθούσε τρομερά τους Έλληνες, και ο φον Ζάντερς πασάς ζητούσαν επιμόνως από τους Νεότουρκους εκτοπισμό των Χριστιανών, γιατί τούς θεωρούσαν υποστηριχτές της αγγλικής πολιτικής στην περιοχή, προωθητές των συμφερόντων της Εγκάρδιας Συνεννόησης και κατά συνέπεια εχθρούς της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.
– Από τη δική τους πλευρά πάλι, στα μέσα του 1913, οι Νεότουρκοι επεδίωκαν με κάθε τρόπο την απαλλαγή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την οικονομική επιρροή των Χριστιανών υπηκόων. Ζητούσαν την ανάκτηση των νησιών του Αιγαίου από την Ελλάδα και της Θράκης από τη Βουλγαρία. Μεθόδευαν τον πλήρη εκτουρκισμό των δυτικών και βορείων παραλίων της Μικρασίας, καθώς και των αρμενικών βιλαετίων της Ανατολής. Για την εξασφάλιση της ακεραιότητας και της ενότητας του τουρκικού κράτους, οι Νεότουρκοι έπρεπε να φερθούν χωρίς κανένα συναισθηματισμό προς τους ετερόδοξους ή αλλόφυλους συμπολίτες τους.
Μεσαιωνικές ιδέες περί σκλάβων και κυριάρχων τέθηκαν σε εφαρμογή. Ισλαμικές αντιλήψεις για το διάπλατο άνοιγμα του παραδείσου στους «πιστούς» που θα σκοτώσουν Χριστιανούς επανεμφανίστηκαν ύστερα από αιώνες. Βασικό επιχείρημα των Νεοτούρκων υπήρξε η πρόφαση ότι οι άλλες εθνότητες, Έλληνες, Αρμένιοι, Συροχαλδαίοι, Βούλγαροι, ακόμη και οι ομόδοξοί τους Άραβες πάντοτε συνωμοτούν κατά του κράτους, με σκοπό τη διάλυσή του.
-Το νεοτουρκικό πάθος για εκτουρκισμό της χώρας το πλήρωσαν οι Χριστιανοί. Οι Έλληνες κατηγορήθηκαν συλλήβδην ως άπιστοι στην κυβέρνηση και ως κατάσκοποι, που εργάζονταν μυστικά για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Οι Αρμένιοι, οι πιστότεροι ανάμεσα στους Χριστιανούς Οθωμανούς υπηκόους, θεωρήθηκαν ύποπτοι συνωμοσίας, επαναστάσεως και ανατρεπτικών ενεργειών. Με τέτοιου είδους επιχειρήματα οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να απαλλαγούν από πολυάνθρωπα έθνη, που διατελούσαν υπήκοοι της αυτοκρατορίας τους επί πέντε ή και έξι αιώνες.
-Τελικά συνέβη κάτι πρωτοφανές. Το ίδιο το κράτος οργάνωσε και κατηύθυνε λεηλασίες, εκτοπίσεις, διώξεις, αρπαγές, βιασμούς, επιτάξεις, αποκλεισμούς, δολοφονίες, σφαγές και γενοκτονία εκατομμυρίων υπηκόων του. Αυτός ήταν άλλωστε και ο μόνος τρόπος για να πετύχει το κύριο σύνθημα των Νεοτούρκων «η Τουρκία στους Τούρκους».
Ο τουρκικός λαός φανατίστηκε στο έπακρο. Οι Νεότουρκοι απέδωσαν τις ήττες και τις απώλειες των βαλκανικών εδαφών, τη φτώχεια και την κακοδαιμονία των αγροτικών μαζών, την εξαθλίωση των Μουσουλμάνων στους Έλληνες και στους Αρμένιους. Χιλιάδες Μουσουλμάνοι, μουχατζίρηδες (ή ματζούρηδοι, δηλ. πρόσφυγες) από τα ευρωπαϊκά εδάφη, τα οποία κατέλαβαν οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι, κατέφυγαν στην Ανατολική Θράκη και τη Δυτική Μικρασία. Εξαθλιωμένοι καθώς ήταν, έγιναν υποχείριοι των Νεοτούρκων και ξέσπασαν πάνω στους ελληνικούς πληθυσμούς, διαπράττοντας κάθε είδους βιαιότητες, αρπαγές και λεηλασίες. Συγχρόνως φούντωσαν τον φανατισμό των ντόπιων Μουσουλμάνων, οι οποίοι θεώρησαν τους Ρωμιούς γείτονές τους καθ’ όλα υπαίτιους των δεινών που υπέστησαν οι Τούρκοι στα Βαλκάνια.
– Οι διωγμοί ξεκίνησαν από την Ανατολική Θράκη στα τέλη του 1913. Από τον Ιανουάριο του ’14 η ελληνική κυβέρνηση είχε προειδοποιηθεί από τον πρεσβευτή της στην Πόλη Δημήτριο Πανά για τις προθέσεις των Τούρκων να εκτοπίσουν και να διώξουν τους Έλληνες των μικρασιατικών παραλίων. Ασκώντας παρελκυστική πολιτική, στις 6 Απριλίου 1914 οι Τούρκοι πρότειναν στον Βενιζέλο ανταλλαγή των Ελλήνων του βιλαετίου Αϊδινίου (ή Σμύρνης) με τους Μουσουλμάνους της Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος δέχθηκε αρχικά την εθελούσια και όχι την εξαναγκαστική μετανάστευση, αλλά οι Νεότουρκοι είχαν ήδη εξαπολύσει συστηματικούς διωγμούς. Τότε ο Βενιζέλος τους κατήγγειλε από το βήμα της Βουλής και απείλησε την Τουρκία με πόλεμο, διότι στη διάρκεια αυτών των συνεννοήσεων, οι Τούρκοι προέβαιναν σε απηνείς διώξεις Ελλήνων. Ήταν τόσο τεταμένο το κλίμα, λόγω των διωγμών, ώστε τον Ιούνιο παραλίγο να διακοπούν οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών.
Ήδη μέχρι τον Μάιο του ’14 η τουρκική κυβέρνηση είχε στείλει σε όλους τους διοικητές, ακόμη και στους μουχτάρηδες των χωριών, διαταγές να ετοιμάσουν διωγμό των Ελλήνων στις αγροτικές περιφέρειες Θράκης και Δυτικής Μικρασίας.
Σε τηλεγράφημα του υπουργού Εσωτερικών Ταλαάτ προς τον βαλή της Σμύρνης Ραχμή μπέη αναφέρεται ρητά ότι «οι Έλληνες Οθωμανοί…εργάζονται νυχθημερόν προς πραγματοποίησιν της Μεγάλης Ιδέας. Συνεπώς η…ύπαρξις των Ελληνοθωμανών είναι ολεθρία δια το κράτος… Να δώσητε προφορικάς οδηγίας εις τους αδελφούς μας Μουσουλμάνους όπως δια παντός είδους εκτρόπων αναγκάσουν τους Έλληνας να εκπατριστούν οικεία βουλήσει…» Δυο μέρες αργότερα, ο Ταλαάτ έστειλε νέα διαταγή στον Ραχμή να εκτοπίσει τους Έλληνες του βιλαετίου Σμύρνης στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) της οθωμανικής Αρμενίας. Ευτυχώς, στην πορεία των πραγμάτων, η διαταγή αυτή άλλαξε και θεωρήθηκε πιο συμφέρον να απελαθούν οι Ρωμιοί της Ιωνίας.
Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία υπό διωγμό (Μάιος 1914)
-Στις 25 Μαΐου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε την Εκκλησία υπό διωγμό. Οι εκκλησίες και τα σχολεία έκλεισαν και τελούνταν μόνο κηδείες με συνοπτική διαδικασία. Οι μητροπολίτες της Ιωνίας, μεταξύ αυτών ο Εφέσου Ιωακείμ και ο Κρήνης Θεόκλητος, που εποίμαιναν τους Ερυθραιώτες, διαμαρτυρήθηκαν έντονα στους ξένους πρεσβευτές για την απελπιστική κατάσταση του ποιμνίου τους και ζήτησαν διεθνή μεσολάβηση για την κατάπαυση των διωγμών και την επιστροφή των προσφύγων. Αλλά, ως συνήθως, οι ξένοι εκώφευσαν. Ακόμη και οι Γερμανοί προτέκτορες, ενώ μπορούσαν να επέμβουν και να αποτρέψουν πολλές από τις απάνθρωπες τουρκικές ενέργειες, θεώρησαν τους διωγμούς, τις σφαγές και τις κάθε είδους βιαιότητες «εσωτερικό» θέμα της Τουρκίας: ένα απλό συμβάν στην προσπάθεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να επιβιώσει.
Ερυθραία, 12 Μαΐου 1914
– Οι διωγμοί στην Ερυθραία άρχισαν στις 12 Μαΐου. Λίγο καιρό πριν, Νεότουρκοι και Γερμανοί στρατιωτικοί είχαν επισκεφθεί την περιοχή. Στο ξενοδοχείο του φανατικού Αλή Ζαντέ Καραμπίνα, στα Λίτζια του Τσεσμέ, πάρθηκε η απόφαση να διωχθούν όλοι οι Έλληνες της Ερυθραίας. Αυτός οργάνωσε και συμμορίες που κατατρομοκρατούσαν και λήστευαν τους Ερυθραιώτες. Τούρκοι στρατιωτικοί και πολίτες ορμούσαν στις πόλεις και στα χωριά με σαφέστατες διαταγές: μέσα σε λίγες μέρες ή και ώρες ακόμη οι κάτοικοι έπρεπε να εγκαταλείψουν, δήθεν για λόγους ασφαλείας, την πατρίδα τους και να καταφύγουν στην Ελλάδα. Δεν επιτρεπόταν να πάρουν τίποτε μαζί τους, εκτός από ό,τι μπορούσαν να κρατήσουν στα χέρια. Οι τουρκικές αρχές διαβεβαίωναν τους Ρωμιούς ότι «η απομάκρυνση είναι προσωρινή και οι περιουσίες τους θα προστατευθούν από το κράτος».
– Σκηνές αλλοφροσύνης εκτυλίχθηκαν παντού. Στην Αγιά Παρασκευή, όπου ο ανδρικός πληθυσμός έλειπε στα καράβια, δεκάδες πανικόβλητα γυναικόπαιδα και γέροι πνίγηκαν, ενώ προσπαθούσαν να φτάσουν στη Χίο. Στις 27 Ιουνίου, τουρκικός στρατός εκτέλεσε δεκαπέντε Έλληνες και βίασε δυο κορίτσια στο Εγγλεζονήσι. Οι υπόλοιποι κάτοικοι κατέφυγαν έντρομοι στη Χίο. Στην Κάτω Παναγιά, στα Αλάτσατα, στο Βατζίκι, στο Σιβρισάρι, στον Ρεΐσντερε και αλλού Τούρκοι πρόσφυγες από τα Βαλκάνια λεηλάτησαν τα καλύτερα σπίτια και πέταξαν έξω τους ιδιοκτήτες τους. Στα μικρά χωριά (Καράμπουρνα, Γιατζιλάρι, Πυργί, Ζίγκουι, Γκιουνέψι), οι Ρωμιοί κατατρομοκρατήθηκαν και αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στις πόλεις, για περισσότερη, υποτίθεται, ασφάλεια. Σχεδόν όλοι οι Έλληνες των καζάδων Σιβρισαρίου, Τσεσμέ και Καραμπουρνού, περίπου 70.000 ψυχές, απελάθηκαν στην Ελλάδα. Ήταν τέτοιο το θράσος των Νεοτούρκων, ώστε οι εφημερίδες τους στη Σμύρνη έγραφαν κυνικά: «Οι Τσεσμελήδες μεταναστεύουν. Οι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη. Τα κλειδιά, στα χέρια των αρχών, είναι στη διάθεση των ιδιοκτητών.»
Η πραγματικότητα είναι άλλη. «Αι αρχαί…έχουσαι ωπλισμένους χωροφύλακας, ως και πλείστους εκ των αγριωτέρων Μωαμεθανών προσφύγων… εισερχόμεναι εις τε τα διάφορα εμπορικά καταστήματα και τας χριστιανικάς οικίας, με πολύκροτα και ξιφολόγχας εις χείρας, προσεκάλουν αμέσως τους ιδιοκτήτας να παραδώσωσιν αυτοίς παν το παρ’ αυτοίς χρήμα, και αφού εξεγύμνουν αυτούς, διέτασσον επί απειλή θανάτου να εγκαταλείψωσιν το κατάστημα ή την οικίαν των και να αναχωρήσωσιν…εις Θεσσαλονίκην. Διηρπάγη παν το περιεχόμενον των οικιών…Χρήματα, κοσμήματα, έπιπλα, χαλκώματα, υφάσματα και παντοειδή χρειώδη και εμπορεύσιμα, ως και αυταί αι εσοδείαι των κατοίκων, ακορέστω λύσση συνελέγησαν και σωρηδόν εις την διάθεσιν των δραστών περιήλθον.» (Οικουμενικόν Πατριαρχείον, Μαύρη Βίβλος Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού, 1919).
Η Ερυθραία και πάμπολλα μέρη της Μικρασίας από το Αδραμύττι μέχρι τα Μύρα και τον Αντίφελλο νεκρώθηκαν. Κάθε εργασία σταμάτησε. Ακόμη και σε μέρη, όπου οι κάτοικοι δεν είχαν διωχθεί (καζάς Βουρλών, περίχωρα Σμύρνης κ.ά.), κανείς δεν τολμούσε να βγει στα χωράφια. Σκοτωμοί, λεηλασίες, βασανισμοί και τρομοκρατικές πράξεις ήταν συνηθισμένο καθημερινό φαινόμενο. Σημειώθηκαν ακόμη και κλοπές γυναικών και παιδιών.
Μέχρι τα μέσα Ιουλίου 1914, 300.000 Έλληνες της Μικρασίας κι άλλοι τόσοι της Θράκης είχαν εγκαταλείψει τις πατρίδες τους. Οι εκτοπίσεις και οι απελάσεις έγιναν χωρίς γενική σφαγή, καθώς συνέβη αργότερα με τους Αρμένιους. Οι Νεότουρκοι δίστασαν να προβούν σε γενοκτονία των Ελλήνων, από φόβο μήπως η Ελλάδα βγει στον πόλεμο με την πλευρά της Αντάντ. Σε περίπτωση γενοκτονίας, η ελληνική ουδετερότητα, την οποία επιθυμούσαν οι Κεντρικές Δυνάμεις και ο γερμανόφιλος βασιλιάς Κωνσταντίνος, θα ήταν αδύνατο να τηρηθεί. Υπήρξαν όμως και κρούσματα τοπικών σφαγών, όπως στις μαρτυρικές Φώκιες (Παλαιά και Νέα Φώκαια), που αντιστάθηκαν στον εκπατρισμό και πολλοί από τους 15.000 Φωκιανούς δολοφονήθηκαν.
Η δεύτερη φάση του Διωγμού: η γενοκτονία του 1914 – 1918
– Μετά την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1η Αυγούστου 1914), εξαπολύθηκε η δεύτερη φάση των διωγμών, αγριότερη και συστηματικότερη. Ο Ταλαάτ, δήμιος των Ελλήνων και των Αρμενίων, αποθρασύνθηκε εντελώς και δρούσε χωρίς να κρατά ούτε τα προσχήματα. Στις 24 Απριλίου 1915 συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν στην Πόλη 235 Αρμένιοι ηγέτες. Ήταν η πρώτη πράξη της γενοκτονίας του αρμενικού λαού, που θα τυραννά στους αιώνες ως φοβερή ερινύα τους Τούρκους.
– Στα μέσα του 1915 «σηκώθηκαν» όλοι οι Ρωμιοί από τα θρακικά και ασιατικά παράλια του Μαρμαρά, καθώς και από τα Μαρμαρονήσια. Εντελώς απογυμνώθηκαν επίσης από τους ελληνικούς πληθυσμούς τους η Αιολίδα και η αιγαιακή Καρία. Εκείνη την εποχή άρχισαν τρομερές εκτοπίσεις και σφαγές στον Πόντο, που κορυφώθηκαν μετά τη συνθηκολόγηση της Ρωσίας (1917).
Στην Ερυθραία, οι 753 Έλληνες των χωριών Πάνου και Κάτου Ντεμερτζιλί εξορίστηκαν στα Κούλα, στο Σαλιχλί και στη Φιλαδέλφεια (24 Ιουνίου 1915), αφού πρώτα οι Τούρκοι έδειραν τους μουχτάρηδες και τους ιερείς και απογύμνωσαν τους Ντεμερζιλιώτες από τα υπάρχοντά τους. Μέχρι τώρα σώζεται η ρίμα της εξορίας στα χείλη των Ντεμερτζιλιωτών:
”Ανήμερα τ’ Αη-Γιαννιού, πριχού τη μεσηβρία,
σηκώσαν τα Ντεμερτζιλιά, τα στείλαν εξορία.”
– Την ίδια μέρα οι Ρωμιοί από το Γιατζιλάρι, τον Γκιούλμπαξε και άλλα μικρά χωριά του Καπλάντερε, περίπου 3.500 ψυχές, διατάχθηκαν να πάνε στα Βουρλά. Από εκεί εκτοπίστηκαν στην περιοχή Φιλαδελφείας. Διώχτηκαν επίσης και οι 2.500 Ελληνες από το Τσιφλίκι τ’ Άη-Γιωργιού. Πολλοί αγρότες των Βουρλών εκπατρίστηκαν στο Χαμιντιέ (Μουραντιέ) της μικρασιατικής Μαγνησίας. Η μεγάλη μάζα των Βουρλιωτών όμως παρέμεινε στην πρωτεύουσα της Ερυθραίας. Ο ανδρικός πληθυσμός επιστρατεύτηκε από την αρχή του πολέμου. Από τους 7.302 στρατεύσιμους Έλληνες του καζά Βουρλών 3.760 λιποτάκτησαν και 2.344 εξοντώθηκαν από τους Τούρκους. Στα Βουρλά παρέμειναν γέροι, γυναικόπαιδα και κατσάκηδοι (λιποτάκτες), οι οποίοι ονομάστηκαν ταβάν ταμπουρούδες, δηλαδή στρατιώτες των ταβανιών, επειδή κρύβονταν στα ταβάνια. Δεν είναι εξακριβωμένο αν οι Τούρκοι δεν σκόπευαν να διώξουν τους Βουρλιώτες ή αν ματαιώθηκαν τα σχέδιά τους από την πανθομολογουμένη διάθεση αντίστασης των Βουρλιωτών σε μια απόφαση εκπατρισμού. Η πόλη πέρασε στιγμές τρομερής αγωνίας. Πάντως, το 1916 η διαταγή εκτοπισμού, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Λίμαν φον Ζάντερς, ανεστάλη, αλλά τα Βουρλά αποκλείστηκαν από τον τουρκικό στρατό και λιμοκτόνησαν. Επί πλέον η ψειραρρώστια (τύφος) κι ο αγγλικός βομβαρδισμός (29 Ιανουαρίου – 2 Φεβρουαρίου 1916) προκάλεσαν πολλούς θανάτους και τρομερές υλικές ζημιές στην πόλη.
-Στον Πρώτο Διωγμό, μεγάλα και μικρά αστικά κέντρα της Μικρασίας, που ήταν υπό τον οικονομικό έλεγχο των Ρωμιών, αποκλείστηκαν πλήρως. Οι ξένοι εμπορικοί οίκοι, οι τράπεζες, οι αντιπροσωπείες διατάχθηκαν να απολύσουν τους Ρωμιούς υπαλλήλους και να προσλάβουν Μουσουλμάνους. Το ίδιο συνέβη και με πολλές κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων. Επίσημος οικονομικός αποκλεισμός των Ελλήνων κηρύχθηκε σε όλη τη χώρα. Ακόμη και το πιο μικρό ελληνικό χωριουδάκι της Πισιδίας, της Καππαδοκίας ή της Κιλικίας υπέφερε και δεινοπάθησε, αποκλεισμένο και τρομοκρατημένο από τους Τούρκους. Απαγορεύτηκε στους Μωαμεθανούς να έχουν οικονομικές συναλλαγές με Χριστιανούς και καλλιεργήθηκε άσβεστο μίσος κατά των Ρωμιών.
-Οι Έλληνες στρατεύσιμοι στον τουρκικό στρατό (από 20 έως 45 ετών) εντάχθηκαν στα περιβόητα τάγματα εργασίας (amele taburu), όπου πέθαιναν κατά χιλιάδες από τις στερήσεις, τις κακουχίες, τον τύφο και τα βασανιστήρια. Τα ζώα, η παραγωγή, τα εμπορεύματα, τα εργοστάσια, τα μέσα επικοινωνίας, τα μεγαλύτερα ιδιωτικά ή δημόσια κτίρια επιτάχθηκαν. Εκκλησίες και σχολεία μεταβλήθηκαν σε στρατώνες κι αποθήκες. Οι τουρκικές αρχές είχαν το θράσος να δίνουν και αποδείξεις των επιταγμένων, δήθεν για την αποζημίωση, μετά τον πόλεμο!
Όμως από έλλειψη σύνεσης των Τούρκων και των Γερμανών δεσποτών τους, οι διωγμοί, οι σφαγές και οι επιτάξεις οδήγησαν στην ολοκληρωτική παρακμή της οικονομίας. Λιμός και παντελής ένδεια μάστιζαν για τέσσερα χρόνια την πλειονότητα των Οθωμανών υπηκόων. Υποσιτισμός και μαύρη αγορά κυριαρχούσαν παντού. Η πολιτική εκτουρκισμού έπληξε ανεπανόρθωτα τον ίδιο τον τουρκικό λαό. Η Τουρκία ηττήθηκε και συνθηκολόγησε στον Μούδρο της Λήμνου (30 Οκτωβρίου 1918). Τότε έληξε και ο Πρώτος Διωγμός.
-Είναι δύσκολο να υπολογιστούν με ακρίβεια οι αριθμοί των διωγμένων Ελλήνων, καθώς και οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους Τούρκους στις κάθε λογής ελληνικές περιουσίες. Με το τέλος του πολέμου αποδείχτηκε ότι λεηλατήθηκαν πάντα τα κινητά και καταστράφηκε μερικώς ή ολικώς το 90% των εκκλησιαστικών, κοινοτικών και ιδιωτικών περιουσιών. Σύμφωνα με τη Μαύρη Βίβλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Διωγμών και Μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918), οι διωγμένοι Έλληνες από τη Θράκη και τη Μικρασία ανήλθαν στις 776.000. Από αυτούς περίπου το ένα τρίτο χάθηκε κατά τους εκτοπισμούς και οι υπόλοιποι επέστρεψαν στις ρημαγμένες πατρίδες τους μετά τη συνθηκολόγηση. Οι περισσότεροι αποφάσισαν να γυρίσουν μετά τον Μάιο του 1919, όταν πια ο ελληνικός στρατός είχε ελευθερώσει τη Σμύρνη. Τριάντα οκτώ μήνες αργότερα έμελλε να υποστούν νέα, φρικτότερα βάσανα.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΚΟΡΟΜΗΛΑ – ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΝΤΑΡΑ «ΕΡΥΘΡΑΙΑ, ΕΝΑΣ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ» ΑΘΗΝΑ 1997, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΝΟΡΑΜΑ (εξαντλημένο σήμερα, 2014)
Θοδωρής Κοντάρας φιλόλογος Καλοκαίρι του 1997