“Αν υπάρχει αυτό που λέμε παράδεισος το χωριό μας ο Κιρκιντζές, ήταν ένα δείγμα του. Κοντά στο Θεό ζούσαμε ψηλά ανάμεσα σε κατάφυτα βουνά και ξαγναντεύαμε ολόκληρο τον καρπερό κάμπο της Εφέσσος που ήτανε δικός μας ίσαμε τη θάλασσα”.
Έτσι περιγράφει τον Κιρκιντζέ στα “Ματωμένα Χώματα” της Διδώς Σωτηρίου ο ήρωας του βιβλίου Μανώλης Αξιώτης.
Ο Κιρκιντζές βρισκόταν 59 χλμ. ΝΑ της Σμύρνη. Στα ελληνικά έγγραφα το όνομα του χωριού αναφερόταν ως «Ορεινή Έφεσος»
Σύμφωνα με τις επικρατέστερες εκδοχές οι πρώτοι κάτοικοι του Κιρκιντζέ ζούσαν στην Έφεσο και εγκατέλειψαν τον τόπο τους λόγω των ενοχλήσεων που δέχονταν από τους γενίτσαρους.
Το 1747 αναφέρεται ότι ο Κιρκιντζές κατοικούνταν από χριστιανούς ορθόδοξους, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται ο αριθμός τους.
Το 1832 στο χωριό υπήρχαν 300 σπίτια όπου κατοικούσαν περίπου 1.500 άτομα, όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι, αλλά τουρκόφωνοι.
Στα τέλη του 19ου αιώνα στο χωριό κατοικούσαν χριστιανοί ορθόδοξοι και λίγοι μουσουλμάνοι, που είχαν αναλάβει κρατικές υπηρεσίες στο χωριό, όπως φοροεισπράκτορες. Την ίδια περίοδο (1892) αναφέρεται ότι στον Κιρκιντζέ κατοικούσαν περισσότερα από 4.000 άτομα
Σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1919 ο αριθμός των κατοίκων ανερχόταν σε 7.000 (όλοι χριστιανοί ορθόδοξοι)
Στον Κιρκιντζέ υπήρχαν τέσσερις συνοικίες: Απάνω Μαχαλάς, Κάτω Μαχαλάς, Γκοζλούκ Μαχαλεσί και Ασακί τσαρσί (Αϊβαλί τσαρσί). Στη συνοικία Απάνω Μαχαλάς, στα βόρεια του χωριού, βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Στη συνοικία Κάτω Μαχαλάς βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου. Οι συνοικίες χωρίζονταν από ένα ρέμα που περνούσε ανάμεσά τους. Στα νότια του χωριού βρισκόταν η συνοικία Γκοζλούκ Μαχαλεσί, δηλαδή ο μαχαλάς (συνοικία) των καρυδιών. Στη συνοικία Ασακί τσαρσί (κάτω αγορά) υπήρχαν κυρίως καφενεία. Στο χωριό υπήρχε μια πλατεία και γύρω από αυτή υπήρχαν καφενεία και σπίτια. Οι δρόμοι του οικισμού ήταν τόσο στενοί, ώστε δε χωρούσε να περάσει ούτε κάρο. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια πριν από την καταστροφή του 1922 τοποθετήθηκαν φανάρια για να φωτίζονται οι δρόμοι τη νύχτα.
Τα περισσότερα σπίτια του χωριού ήταν διώροφα, ενώ υπήρχαν και περίπου 30 μονώροφα. Τα σπίτια είχαν από 2 ως 6 δωμάτια. Όλα τα σπίτια σκεπάζονταν με κεραμίδια και δεν είχαν ταράτσες. Κάθε σπίτι είχε υπόγειο, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη ή στάβλος. Τα οικοδομικά υλικά έρχονταν από τη Σμύρνη, εκτός από τα κεραμίδια και τον ασβέστη τα οποία αγόραζαν οι κάτοικοι από το Αγιασολούκ. Το χτίσιμο των σπιτιών αναλάμβαναν οι Καρπάθιοι τεχνίτες που κατοικούσαν στο χωριό.
Η ύδρευση του χωριού γινόταν από την πηγή Μάγαρα, η οποία βρισκόταν στο βουνό του Προφήτη Ηλία. Το 1892 με τη δωρεά του Χατζηδημητρίου στη συνοικία Γκοζλούκ Μαχαλεσί χτίστηκε κρήνη.
Η κύρια απασχόληση των κατοίκων ήταν η γεωργία και το βασικό προϊόν του χωριού ήταν τα σύκα. Εκτός από τα σύκα παράγονταν ελιές, βαμβάκι, όσπρια και μετάξι. Οι ντόπιοι είχαν συκοπερίβολα και αρκετοί από αυτούς διέθεταν χωράφια, τσιφλίκια, ή και καταστήματα στο Αγιασολούκ, όπου παρέμεναν από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο. Μερικοί κάτοικοι ήταν έμποροι σύκων και κάποιοι από αυτούς χρηματοδοτούσαν τους καλλιεργητές. Για τη συγκομιδή των σύκων ή των ελιών έρχονταν στο χωριό εποχιακοί εργάτες από διάφορα μέρη, όπως η Κως, η Μυτιλήνη, τα Σώκια, το Κουσάντασι και το Αϊδίνι. Μερικοί κάτοικοι ασχολούνταν με άλλες εργασίες, όπως οι Καρπάθιοι και Μυτιληνιοί που ήταν χτίστες. Οι γυναίκες ασχολούνταν με την παραγωγή μεταξιού. Από το μετάξι ύφαιναν πουκάμισα, μαντίλια, τραπεζομάντιλα και σεντόνια.
Στο χωριό λειτουργούσε ένα μεγάλο κοινοτικό ελαιοτριβείο που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι έναντι αντιτίμου. Υπήρχαν πολλοί νερόμυλοι ανάμεσα στον Κιρκιντζέ και το Αγιασολούκ, και παραδίδεται ότι τους δούλευαν οι κάτοικοι του Κιρκιντζέ. Τα περισσότερα καταστήματα του Κιρκιντζέ βρίσκονταν στη συνοικία Γκοζλούκ Μαχαλασί, από όπου αγόραζαν είδη και οι κάτοικοι γειτονικών μουσουλμανικών χωριών. Στον Κιρκιντζέ δεν υπήρχε παζάρι και οι κάτοικοι πήγαιναν στα κοντινά χωριά, όπως το Γκερμεντζίκ σε απόσταση 17 χλμ. και το Τεπίκιοϊ σε απόσταση 24 χλμ. Για μεγάλες αγορές, όπως η αγορά ρούχων, πήγαιναν στη Σμύρνη. Για να αλέσουν πήγαιναν στο χωριό Μπελεβί, επειδή εκεί υπήρχε αλευρόμυλος.10 Οι κάτοικοι του Κιρκιντζέ είχαν επίσης σημαντικές σχέσεις με το Αγιασολούκ, τόσο λόγω των χωραφιών και των τσιφλικιών που είχαν εκεί όσο και λόγω του σιδηροδρομικού σταθμού.
Το μεγαλύτερο πανηγύρι του Κιρκιντζέ ήταν του Αγίου Δημητρίου. Εκείνη την ημέρα ήταν ανοιχτά όλα τα καφενεία του οικισμού.
(Οι πληροφοριες απο Εγκυκλοπαιδεια Μειζονος Ελληνισμου.)
Δεν είναι απαραίτητο να έχεις ξεναγό μαζί σου για να καταλάβεις ποιο ήταν το ελληνικό σχολείο. Τι κι αν η πινακίδα του σήμερα γράφει «ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ», τι κι αν στην αυλή που άλλοτε αντιλαλούσαν χαρούμενες παιδικές φωνές τώρα υπάρχουν τραπέζια με κεντητά τραπεζομάντηλα. Το κτίριο του σχολείου κτίσθηκε τον 20ο αι. και αποκαλούνταν «μεγάλο σχολείο» λόγω του μεγέθους του.
Σχολείο στον Κιρκιντζέ υπήρχε από το 1832 με ένα δάσκαλο και δέκα μαθητές. Το 1855 ιδρύθηκε σχολείο στο χωριό από τη φιλεκπαιδευτική εταιρία «Όμηρος» της Σμύρνης. Στις αρχές του 20ου αι. τα σχολεία έγιναν τρία, αρρένων, θηλέων και νηπιαγωγείο. Σε κάθε τάξη δίδασκε διαφορετικός δάσκαλος. Οι μαθητές μιλούσαν υποχρεωτικά ελληνικά και στο σχολείο δεν χρησιμοποιούσαν τουρκικά. Υπήρχε παιδονόμος που πρόσεχε να μη μιλάνε οι μαθητές τουρκικά. Γύριζε ώσπου να σκοτεινιάσει κι αν πάνω στο παιγνίδι ξεχνιόταν και μιλούσαν τουρκικά πήγαινε και έκανε παράπονα στους γονείς. Την περίοδο 1912-1922 στο σχολείο θηλέων δίδασκαν πέντε δασκάλες και σπούδαζαν 250 μαθήτριες. Στο σχολείο αρρένων τρεις δάσκαλοι δίδασκαν 370 μαθητές, ενώ το νηπιαγωγείο παρακολουθούσαν 260 νήπια. Το αρρεναγωγείο μαζί με το νηπιαγωγείο βρίσκονταν στον αυλόγυρο του Αγίου Ιωάννου. Στο αρρεναγωγείο δίδασκαν δυο δάσκαλοι. Το παρθεναγωγείο βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.
Γύρω από το χωριό υπήρχαν πολλά ξωκλήσια, όπως του Προφήτη Ηλία, της Αγίας Τριάδας, του Αρχάγγελου, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Νικολάου του Ορφανού, της Αγίας Κυριακής, του Αγίου Κωνσταντίνου και του Αγίου Αθανασίου. Έξω από το χωριό βρισκόταν η τοποθεσία της Παναγίας Γαλατερής (Sutlu Panagia), η οποία ήταν ιερή και για τους μουσουλμάνους. Ονομάστηκε έτσι γιατί από ένα βράχο έτρεχε νερό (κάποιες φορές και γάλα, σύμφωνα με την παράδοση), που θεωρούνταν θαυματουργό.
Το 1919 το όνειρο έγινε πραγματικότητα και η Μικρά Ασία έγινε πάλι Ελληνική. Γρήγορα όμως, το όνειρο έγινε εφιάλτης και οι κάτοικοι του Κιρκιντζέ άφησαν το φαγητό στη φωτιά, τα πιάτα στο τραπέζι, το βασιλικό απότιστο στη γλάστρα και έτρεξαν να σωθούν. Από τον Κιρκιντζέ πήγαν στη Σμύρνη όπου έζησαν την καταστροφή της, τη σφαγή του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Κάποιοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες του μαρτυρικού θανάτου του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου.
Από τη Σμύρνη , όσοι σώθηκαν, πέρασαν στη Χίο, στη Μυτιλήνη , την Τήνο. Από αυτούς άλλοι κατέληξαν στον Πειραιά και άλλοι στη Θεσσαλονίκη.
Από αυτούς που ήταν στον Πειραιά 63 οικογένειες πήγαν τον Οκτώβριο του 1923 στην Πιερία, στη σημερινή Νέα Εφεσο. Άλλες οικογένειες ήρθαν από τον Πειραιά το 1924. Οι οικογένειες που ήταν αρχικά στη Θεσσαλονίκη, έμειναν ένα χειμώνα σε στρατώνες,κατόπιν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Κοζάνης(Σπάρτο-Αμυγδαλιά). Το 1927 27 οικογένειες από την Κοζάνη και άλλες από τον Τρίλοφο πήγαν κι αυτές στη Νέα Έφεσο στην Πιερία.
Στον Πειραιά έμειναν 400 οικογένειες. Από αυτές 70 πήγαν στη Γαστούνη, άλλες στο Αγρίνιο και λίγες στην Πάτρα. Από τη Θεσσαλονίκη κάποιες οικογένειες πήγαν στον Τρίλοφο Πιερίας
Το 1924 ήρθαν από την Τουρκία στη Νέα Έφεσο όσοι από τους αιχμαλώτους επέζησαν. Για ορισμένους από αυτούς είχαν γίνει και μνημόσυνα. Στην αρχή έμεναν σε αντίσκηνα στο χώρο της σημερινής πλατείας των Μικρασιατών. Έκτισαν τα πρώτα σπίτια με καλάμια η βέργες και λάσπη, άνοιξαν χωράφια , καλλιέργησαν τη γη με κύριο προϊόν τον καπνό, τον οποίο διέδωσαν σε όλη την περιοχή. Το 1927 έκτισαν το Δημοτικό Σχολείο και η ζωή άρχισε να παίρνει τον κανονικό της ρυθμό.
Ήρθε η ώρα που και οι πιο αισιόδοξοι κατάλαβαν ότι ο ξεριζωμός δεν ήταν προσωρινός και δε θα ξαναγύριζαν στην πατρίδα. Ξεκρέμασαν τα κλειδιά που είχαν κρεμασμένα σαν φυλαχτό στο λαιμό τους και ρίζωσαν στη νέα πατρίδα.