Αγιος Βασίλης έρχεται από τη Καισαρεία……
Μετά τ’ Άη-Στεφάνου ως την παραμονή τ’ Άη-Βασιλειού, είχαμε μικροσυγυρίσματα κι άρχιζαν οι μπελαλίδικες ετοιμασίες των άφθονων αηβασιλιάτικων γλυκών και φαγητών. Οι νοικοκιουράδες αξαμώνανε (υπολόγιζαν) να σάξουν πολλά από ‘φτά, νταβάδες κι αλαμαρίνες αλάκερες, και να τα διαμοιράσουν για το καλό.
Η ερυθραιώτικη Πρωτοχρονιά
Τα αηβασιλιάτικα αντέτια (έθιμα και συνήθειες) του ελληνικού λαού της μικρασιατικής Ερυθραίας, όπως και όλων των Ελλήνων εξάλλου, έχουν στόχο να εξασφαλίσουν μέσα στο νέο χρόνο την καλή τύχη (η βασιλόπιτα, τ’ απλοχερίσματα, η χαρτοπαιξία), την υγεία (η πέτρα, οι ευχές), την ευτυχία και την αφθονία (τα κάλαντρα, το αμίλητο νερό, το ρούδι). Σπουδαία «διαβατήρια» έθιμα – που οδηγούν, δηλαδή, από τη μια κατάσταση στην άλλη – θεωρούνται τα κάλαντρα, η βασιλόπιτα και τελικά ο αγιασμός των υδάτων. Η μέρα της Πρωτοχρονιάς είναι γεμάτη από μαγικές ενέργειες για τον πολλαπλασιασμό των κερδών (χαρτιά, φλουρί) κι από προμαντείες (οιωνούς) του καιρού, γιατί επιθυμούσαν να έχουν ένα πετυχημένο και καλό μαξούλι (σοδειά). Η υγεία, προσωπική και οικογενειακή, κυριαρχεί πάντοτε και πάνω από όλα στις ευχές, ως το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου, σε συνδυασμό με το μπερεκέτι (αφθονία, πλούτος), την ευφορία και την ευκαρπία της γης, μια και η πλειοψηφία των Ερυθραιωτών ήταν αγρότες.
Η Πρωτοχρονιά, εκτός του θρησκευτικού, είχε και εντονότατο κοινωνικό χαρακτήρα, γιατί τότε γίνονταν βίζιτα, γνωριμίες και προξενιές, κλείνονταν επιχειρηματικές δουλειές κλπ. Σημειωτέον ότι η λέξη Πρωτοχρονιά ήταν σχεδόν σε αχρησία πριν από το 1922 στην Ιωνία και ο λαός αποκαλούσε την ημέρα απλώς τ’ Άη-Βασιλειού.
Η παραμονή τ’ Άη-Βασιλειού
Το πρωί της παραμονής, οι Μελιώτες και άλλοι Ερυθραιώτες έστελναν κριάσι, γλυκά, κρασί και διάφορες προμήθειες στις φτωχοί κι αναγκεμένοι, για να μη στερίτζεται άθρωπος μέσ’ στο χωργκιό χρονιάρες μέρες. Πολύ ενδιαφέρον, αρχαίοελληνικής προέλευσης, είναι το μελιώτικο αντέτι να αφήνουν οι κοπέλες στις βρύσες του χωριού ένα πιάτο με γλυκά για τις Καλές Κεράδες, θέλοντας να καλοπιάσουν τις ανεράδες, τα πανάρχαια στοιχειά του νερού.
Νωρίς την Καλή Βραδιά (έτσι ονόμαζαν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς), οι κεράδες ηκουσουμέρνανε (διεύθυναν) με ρέγουλο το σπίτι κι ούλα τα κουλαντρίζανε (χειρίζονταν), άστε νά ‘ρτουνε στο καράρι (θέση) ντως. Αποσπερού (αποβραδίς) οι άντροι στις καφενέδες ηγλέπανε τη σόρτη (τύχη) ντως στο κουμάρι (χαρτιά), στα ζάρια για (ή) στα κότσια. Έπαιζαν για το καλό παιχνίδια, όπως το σκαμπίλι, η τριανταμία, η πάστρα, και πίστευαν ότι ο κερδισμένος θα είναι οληχρονίς τυχερός. Όσους φυσικά ήταν κουμαρτζήδες (χαρτοπαίκτες) εκ πεποιθήσεως, δεν τους είχαν σε καμία υπόληψη, ήταν το νείδιο (όνειδος, ντροπή) του χωριού.
Σε πολλά μέρη της Ερυθραίας, είχαν φροντίσει από νωρίτερα την πληρωμή των χρεών, για να μη χρουστάνε κανενούς και τσ’ εύρει ο καινούργιος χρόνος με βερεσέδια και χρέητα. Δεν αμελούσαν επίσης να επιστρέψουν στον ιδιοκτήτη του κάθε αντικείμενο που είχαν πάρει δανεικό, όπως εργαλεία, σκεύη, αχνάρια (πατρόν, σχέδια) κ.ά.
Στις πόρτες και στα μπαλκόνια των σπιτιών σε πολλά ερυθραιώτικα χωριά κρεμνούσαν κρομμυδασκέλλες (σκιλλοκρεμμύδες) κι ασπερδούκλια (βολβούς ασφοδέλου), που είναι πανάρχαια σύμβολα της «κρυφής» ζωής, της αναγέννησης, της μακροζωίας, επειδή, ακόμη και ξεριζωμένες από τη γη, αναβλαστάνουν κι αναπτύσσονται, κρύβοντας μέσα τους τη ζωή.
ΦΟΙΝΙΚΙΑ
Τ’ αηβασιλιάτικα γλυκά
Ύστερις από το σκολιανό τρίμερο τω Χρουστουγέννω, μετά τ’ Άη-Στεφάνου, άρχιζαν πάλι οι φούριες για τις ετοιμασίες των αηβασιλιάτικων γλυκών και φαγητών. Το γυναικοθέμι ηβρισκούντανε ξανά μανά στην άψη ντου, σε αναβρασμό κι εντατική δουλειά. Τότες ηκάνανε τα περισσότερα γλυκά – επιδίωξη μιας γλυκιάς ζωής – με πλούσα χάρτζα (υλικά), όπως χάσικο αλεύρι, άδολο (παρθένο) λάδι, σαμόλαδο ή τσικουδόλαδο (είδος φιστικέλαιου), μέλι καλό, βούτουρα χελαλίσο (γνήσιο), μυρουδικά, σουσάμι, καρύδια, μύργαλα κλπ.
Ας σημειωθεί ότι τα ερυθραιώτικα φοινίκια (μελομακάρονα) και τα γλυκά με μέλι ή πετιμέζι (αβγοκαλάμαρα, λαλαγγίτες, λουκουμάδες) θυμίζουν τα αρχαία μειλίγματα, που είναι προσφορές και καλοπιάσματα, ένα είδος ιλαστηρίων θυσιών προς τους νεκρούς και ορισμένους θεούς.
Οι νοικοκιουρές ηκαλατέρνανε (υπολόγιζαν) να φτάσουνε τα γλυκά για ούλοι και μπαραμπαρίζουνταν (συναγωνίζονταν) ποια θε’ να σάξει τα καλλιότερα και τα πιο γευσάτα. Ερκούντασι γιαρτίμι (έρχονταν για βοήθεια) φίλες, εδικές (συγγενείς) και μαχαλιωτίνες κι ησάχνανε μ’ αλεστοσύνη (γρηγοράδα) και ‘πιδεξοσύνη ένα σωρό γλυκά. Ετοίμαζαν ζύμη για τα φοινίκια, τ’ αϊτουδάκια ή βασιλοπιτάκια (ρομβοειδή κουλούρια που τα σφράγιζαν με δικέφαλο αϊτό, με καρεφούλια στα μάτια), τα σεκέρ λουκούμια (κουραμπιέδες), τ’ αβγοκαλάμαρα, τσι αβγουλένιες, τα ψαθούρια και τα φρύανα (όλα είδη δίπλας). Ανοίανε τσι κρούστες (φύλλα) με το βεργί (την οκλαού) κι ανεκατώνανε τη γέμωση για τα πολύσπορα γλυκά που συμβολίζουν την αφθονία. Οι φουρνάρηδοι δεν ηγλυτώνανε (προλάβαιναν) να ψένουνε τσι αλαμαρίνες, τα σινιά και τσι ταβάδες (ταψιά) με τα καντεΐφια, τσι μπακλαβούδες, τσι σαμουσάδες (μπακλαβούδες με μπόλικο σουσάμι, πολλά καρύδια, λίγα μύγδαλα και μυρωδικά), τα σαραγλιά και τα μασουράκια ή μασουριαστά (γλυκά με καρύδια, ζάχαρη και κανέλλα, τυλιγμένα σε λουρίδες φύλλου). Μυρουδιές του λιμπισμάτου ηξεχυνούντανε από τσι φούρνοι που υπήρχανε για στα χαρούμια (αυλές) τω σπιτιώ για σε κάθε καντούνι (γωνία), ημπουλαντίζανε (αρωμάτιζαν) το μαχαλά κι ηνταλώνανε (ζάλιζαν) το ντουνιά! Κι απέ (ύστερα), ούλα τα γλυκά ήντουστε στολισμένα στο σπίτι, καλοθηκιασμένα σε απαλαριές κι απλάδες (δίσκους), λενγκέρες και φαγιάντσες (γαβάθες), κουμνιά (πιθαράκια) και λεγένια (λεκάνες).
Αετουδακια
Τα γλυκά φτιάχνονταν σε τέτοιες ποσότητες, ώστε να τρώνε για πολλές μέρες μετά τις γιορτές. Εξάλλου, πολλά από αυτά όσο μένανε, τόσο καλύτερα γίνονταν, όπως τα σεκέρ λουκούμια και τα φοινίκια, που ήπρεπε να θρούνε, για να ‘ναι πετυχημένα.
Τ’ αηβασιλιάτικα φαγιά
Ο κόσμος παλιά ηζαρντίζανε τα φαγιά (τα στερούνταν και τα πεθυμούσαν), επειδής δεν ηπολλοτρώανε. Γι’ αυτό στις γιορτές προσπαθεί να φάει όχι μόνο πολύ, μα και καλά. Έτσι, με πλούσια γεύματα και δείπνα, καθώς και με πολλά γλυκίσματα, επιδιώκουν όλο το χρόνο την ευφορία και την ευκαρπία (να ‘χουν πλούσια τα ελέη), αλλά και την καλοπέραση (να ‘ναι γλυκαμένοι). Τα πολλά φρούτα που στολίζουν στο αηβασιλιάτικο τραπέζι, φρέσκα (τα λεγόμενα πωρικά στη Δυτ. Ερυθραία) ή ξερά (αυτά τα έλεγαν φρούτα ή τσερέζια ή γεμίσια), φανερώνουν την επιθυμία για παγκαρπία. Ακόμη και τα ζώα την Πρωτοχρονιά τρέφονται πολύ καλά με φαγητά και γλυκά. Στα Βουρλά ήταν συνηθέστατο το τάισμα των ζώων με γλυκά και διπλό γέμι (τροφή), γιατί μπέρκι (αν ίσως) περάσει ο Άης Βασίλης και δεν τά βρει ευκαριστημένα, τότενες δε θα δώσει μπερεκέτια στο σπίτι. Οι Αλατσατιανοί τάιζαν επίσης με λουκουμάδες τα οικόσιτα ζώα, να ‘ναι κι ευτά καλοπερασμένα, σα λάχει ναν τ’ αρωτήσει ο Άη-Βασίλης πώς περνούνε με τις αθρώποι.
Εντυπωσιάζει η κοινωνική φροντίδα για φτωχούς και πενθούντες. Οι κάτοικοι της Μικρασίας πολύ το ηζάρανε (συνήθιζαν) να βοηθούνε τσι εχτιάρηδοι (φτωχοί) και τσι χλιμμένοι (πενθούντες). Μερχαμετλήδες (ελεήμονες), πονεσάρηδοι και συντρέχτηδοι, πολεμούσαν ούλοι ματζί, για να φύει το σεκλέτι (στενοχώρια), η χλίψη, το κασαβέτι (μελαγχολία), το καχίρι (βάσανα) από τσι λυπημένοι αθρώποι. Το ελεϊκό (ελεημοσύνη) στις αναγκεμένοι, για να συχωρεθούνε τ’ απεθαμένα μας, ήταν πολύ έντονο στους Ερυθραιώτες όπου γης, σχεδόν μέχρι τα τέλη του 20ού αι., αφού όλοι φρόντιζαν να στείλουν φαγητά και γλυκά σε όσους δεν γιόρταζαν.
Επίσης απαραίτητη ήταν και η προσφορά φαγητών και γλυκών σε ξένους και περαστικούς. Αδιανόητο να βρεθεί κάποιος σ’ έναν τόπο της Ερυθραίας, μέσα στσι σκολάδες, και να μη τον τραπεζώσουν! Τα φιλέματα, τα τραταμέντα και τα ικραμιάσματα (κεράσματα) για τσι μουσαφιραίοι δεν ήλειπαν ούτε από το πιο φτωχό σπιτάκι, αναλοής με τα έχητα (το έχειν, τις οικονομικές δυνατότητες) του καθαμιανού.
Τις παραμονές τ’ Άη-Βασιλειού, τα μαγαζά των ερυθραιώτικων πόλεων και των χωριών ήταν ολόφωτα με τα βενέτικα φανάρια και καταστόλιστα με λουλούδια της εποχής, όπως ζεμπούλια, αβιορέτες (μανουσάκια), κατίμαρα (νάρκισσους), με μπλίρες (χρυσές κι ασημένιες λεπτές ταινίες) και με αψίδες από βαρακωμένα (επιχρυσωμένα) κλωνιά βάγιας (δάφνης) και μερσινιάς (μυρτιάς). Όλα ετούτα έδιναν πανηγυρικό διάκοσμο, ιδίως στα καταστήματα τροφίμων, που ήταν γεμάτα με κάθε είδους αγαθά. Οι άντροι, καλοψουνιστάδες και κιμπάρηδοι, κουβανούσαν στα σπίτια τους ζεμπίλια με ψούνια και λογιώ λογιώ φαγώσιμα και φρούτα ή τσερέζια (ξηρούς καρπούς): μπαστουρμάδες και σουτζούκια, βουτούρατα, τυριά τουλουμίσα, κεφαλίσα και κασκαβάλια (κασέρια), κάστανα, καρύδια, μύγδαλα και κουκουνάρια, φιστίκια, φουντούκια, τζίτζεφα, λεμπλεμπούδες (αφράτα στραγάλια), τ’ ουρανού το μάννα και κακουλέδες (αρωματικοί σπόροι), μισιριώτικες καρύδες (ινδοκάρυδα), κουντουρούδια (χαρούπια) και μαζί χίλια δυο πωρικά (φρούτα), όπως πορτακάλια και μαντορίνια, μήλα, απίδια κι αρμούτια (αχλάδια), σταφύλια φτακοίλια και μαιλεμενιά (από τη Μαινεμένη) χειμωνικά ποπόνια (κρεμαστάρια). Φυσικά δεν έλειπαν και τα γλεούδια (λιχουδιές) για τα παιδιά.
Όλη αυτή η τεράστια ποικιλία τροφίμων, μαζί με τα γεμεκλίκια που ανοίγονταν εκείνες τις μέρες, δηλαδή τα αποθέματα φαγητών, γλυκών ή καρπών που διατηρούσαν σε ειδικά δοχεία, για να περάσουν το χειμώνα, όπως μισόκοφτες (μουστόπιτες), παστελαριές (ξερά σύκα παραγεμωστά με σουσάμι, καρύδια και μύγδαλα), μουστοσούτζουκα, κουραντί (μαύρες σταφίδες), καβρουμάδες κ.ά, προσέδιδε στο αηβασιλιάτικο τραπέζι ιδιαίτερο πλούτο και λαμπρότητα και συμβόλιζε το πλήθος των αγαθών και των καλών που περίμεναν να έχουν οι νοικοκυραίοι σ’ όλη τη διάρκεια του νέου χρόνου.
Τα κύρια φαγητά τ’ Αη-Βασιλειού είναι πολλά και πάντα γιομιστά, για να ‘ναι γιομάτος από καλά ο νέος χρόνος. Σουράς (πλευρά αρνίσια, χωρίς πολύ κρέας, παραγιομιστά με κιγμά, ρύζι, κρομμύδια, κουκουνάρια, κάστανα, βούτυρο, πιπέρι και κουραντί), μπουμπάρι (έντερα γιομισμένα με ρύζι ή μπλιγούρι, τζιεράκια, κιιμά και μυρουδικά), τζιγεροσαρμάδες και ντάρμπια (ντολμάδες με μπόλια αρνιού, συκωτάκια, τυρί, αβγό, μυρουδικά), γιουβαρλάκια και λαχανοντολμάδες (όλα σύμβολα αφθονίας), ρόστο κριάσι (ψητό) και κυδωνάτο κριάσι, ιδίως με το κρέας του ντομουζού (αγριογούρουνου), ήταν τα πιο επίσημα φαγητά. Έφτιαχναν επίσης κατιμέρια (γλυκά ή αρμυρά), μπουρέκια και τσαρκαμάδες (λογιώ λογιώ χορτόπιτες). Ευρεία ήταν η χρήση μπαχαρικών (πιπέρι, κύμινο, μοσκοκάρυδο) και μυρουδικών (αθυμάρι, αρί’ανη, σκόρδο, άνηθο, δυόσμο, μαντανό, δεντρολίβανο), που έδιναν μια ιδιαίτερη νοστιμάδα στα φαγητά. Ο διάνος (γαλοπούλα) με τη γέμωση ήντανε σμυρναίικο αντέτι και λίγες τόνε ψένανε.
Το αηβασιλιάτικο τραπέζι το στρώνουν με μεγαλοπρέπεια, με ούλα τα καλά του και τα πρεπά του (απαραίτητα). Σε όλα τα μέρη της Ερυθραίας το ετοίμαζαν πολυτελώς από το πρωί της Πρωτοχρονιάς και το σηκώνανε πάντοτε το βράδυ της 2ας Ιανουαρίου. Στο Ρεΐσντερέ έβαζαν πάμπολλα πιάτα στο τραπέζι (ως 40, ίσως για να εκπληρωθεί το παλιό ρητό «σάραντα φά’, σαράντα πιε, σαράντα κρούψε να ‘χεις»!) γιομάτα με κάθε λοής φαγιά, γλυκά, γκλεούδια και πωρικά. Στο Μελί έβαζαν πιοτά, γλυκά, φαγιά, φρούτα, πιάτα με στάρι και κριθάρι κι ένα ρούδι (ως σύμβολα πανσπερμίας). Το τραπέτζι το εφήνασιν γεμάτο για τον Άη-Βασίλη, νά ‘ρκει να φά’ και να πιει. Στα μέρη του Τσεσμέ έστρωναν αρκοντικό τραπέζι την Καλή Βραδιά με πλούσια τα ελέη του Θεού, ιδίως γλυκά, νερό, σερμπέτια, και παντέχαν του Άη, να κατηβεί τη νύχτα, να φά’ και να πιει. Στα Βουρλά άφηναν δυο μερόνυχτα καθαρό σερβίτσιο για τον Άη στο γιορτινό τραπέζι.
Η βασιλόπιτα.
Το έθιμο παρασκευής της βασιλόπιτας, για το οποίο πολλά μυθώδη κι ανυπόστατα διαδίδονται και αναμασώνται διαρκώς τα τελευταία χρόνια (τάχα περί φορολογίας Ιουλιανού, επέμβασης του Αγ. Βασιλείου με το τέχνασμα της πίτας κλπ.), είναι πανάρχαιο και προχριστιανικό. Θυμίζει κάπως τις προσφορές προς τους νεκρούς, αλλά έχει κύριο σκοπό την καλοτυχία και την επιθυμία για πλουτισμό μέσα στο χρόνο. Έτσι, σε πολλά αγροτικά χωριά (Μελί, Λυθρί, καραμπουρνιώτικα χωριά κ.ά), σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αγροτική παράδοση, η βασιλόπιτα φτιαχνόταν ή σαν ψωμί (βασιλόψωμο) ή σαν πίτα-φαΐ (χορτοτυρόπιτα ή κρεατόπιτα), που περιέχει πάντα το πολυπόθητο νόμισμα για τον καλότυχο της χρονιάς, αλλά είναι και θρεπτική.
Η βασιλόπιτα ετοιμάζεται με πλούσια χάρτζα (υλικά) κι αλλού γίνεται σαν γλυκό, ενώ αλλού σαν ψωμί. Τη στόλιζαν με σφραγίδες δικέφαλων αϊτών ή σταυρών, με ξηρούς καρπούς (μύγδαλα ξέξασπρα και καρύδια ατόφια), την κούκκιζαν με σουσάμι ή ζάχαρη, της κάρφωναν καρεφούλια (ινδικά γαρίφαλα) κι έβαζαν απαραιτήτως μέσα χρυσό ή ασημένιο νόμισμα: μετζίτι (τούρκικο αργυρό νόμισμα), λουίζι ή ντούμπλα (γαλλικά κι αυστριακά νομίσματα), τουρνέσι ή δεκάτο (μεσαιωνικά ιταλογαλλικά νομίσματα), ακόμη και λίρα τούρκικια χρουσή ή φλουρί βυζαντινό κωσταντινάτο, που ήταν πολύ μεγάλης αξίας και το είχαν σαν οικογενειακό κειμήλιο.
Η γλυκιά πίτα είναι νεότερη αστική συνήθεια (της Πόλης, της Σμύρνης, της Αθήνας), που επικράτησε σήμερα σχεδόν παντού. Από επίδραση κωσταντινουπολίτικη, σε μερικά μέρη έφτιαχναν την πίτα-τσουρέκι, αλλά η γνήσια σμυρναίικια βασιλιόπιτα ή βασιγιόπιτα στο σμυρναίικο ιδίωμα είναι σκληρή σαν μπισκότο και φτιάχνεται όπως ακριβώς τα αϊτουδάκια ή βασιλοπιτάκια.
Η τελετή του κοψίματος της πίτας είναι μια σπουδαία συμβολική πράξη για το νέο χρόνο. Συνήθως η βασιλόπιτα κόβεται ανήμερα, πριν ή μετά το φαγητό, απ’ τον αρχηγό της οικογένειας, τον κιούρη του σπιτιού. Στην Αγιά-Παρασκευή όμως την έκοβαν μετά τα μεσάνυχτα της Καλής Βραδιάς, τόμου (μόλις) ήμπαινε ο χρόνος. Τη σταύρωναν τρεις φορές με το μαχαίρι ή με σταυρό καμωμένο από κλαδάκια ελιάς. Τα κομμάτια κόβονται εξίσου, λέγονται μοίρες ή μερτικά και είναι, κατά σειρά, του Χριστού, του Άη-Βασίλη και του ξένου ή του φτωχού, του σπιτιού, των μελών της οικογένειας κατά ηλικία, των ζώων και των κτημάτων ακόμη, επειδή πρόκειται κυρίως για αγροτικούς πληθυσμούς που ζουν από την παραγωγή της γης. Όποιος έβρισκε το νόμισμα θεωρούνταν ο γουρλής της χρονιάς και το φυλούσε στο ‘κονοστάσι, στο κεμέρι ή στον πορτομονέ του (πορτοφόλι). Φυσικά, όπως σε όλο τον ελληνικό κόσμο, η μοίρα είναι αυστηρά προσωπική και κανείς δεν αφιέρωνε ούτε πρόσφερε το κομμάτι του σε άλλον, όπως με απερίσκεπτο τρόπο κάνουν πρόσφατα διάφοροι όψιμοι θιασώτες της παράδοσης σε δήμους, σωματεία κλπ.
Στο Μελί η βασιλόπιτα είναι ψωμί στολισμένο με μύγδαλα και καρύδια, καθώς και με πολλά ανάγλυφα σκέδια καμωμένα με μιαν άπιαστη διαλυστήρα (καινούργια χτένα). Μέσα βάζουν το χρυσό τουρνέσι, ένα παμπάλαιο πατροπαράδοτο φλουρί. Ο κύρης του σπιτιού κόβει την πίτα με μαχαίρι, πάνω στο οποίο έχει δέσει με κόκκινη κλωστή σταυρό από κλωνάρια ελιάς, λέγοντας «Άγιε μου Βασίλη και Πρωτοβασίλη, στου καλόμοιρου την τύχη να βρεθεί και το τουρνέσι!» Οι Καραμπουρνιώτες τσομπάνηδες έκοβαν δυο πίτες, μια την ημέρα τ’ Άη-Βασιλειού στο σπίτι τους και μια την ημέρα τω Φωτώ στο μαντρί.
Η αλατσατιανή κι η τσεσμελίδικη βασιλόπιτα ζυμώνεται βασικά με αλεύρι, λάδι, ζάχαρη και κανέλα, και σφραγίζεται κι αυτή με δικέφαλο αετό, κατά την παλαιότατη βυζαντινή συνήθεια.
Στα Βουρλά και στο Σιβρισάρι η βασιλόπιτα είναι σμυρναίικια, σφραγισμένη σταυρωτά με αϊτούς που φέρουν καρεφούλια στα μάτια. Με ξέξασπρα μύγδαλα αναγράφεται το νέο έτος. Μέσα μπαίνει φλουρί αληθινό, μαλαματένιο ή ασημένιο, όχι ψευτόλιρα ή κάλπικος παράς, όπως σήμερα. Ο νοικοκύρης, μετά το σπάσιμο του ρουδιού, κόβει την πίτα, λέγοντας πρώτα «έλα, Χριστέ και Παναγιά!». Μετά τη μοιρασιά εύχεται «χρόνια πολλά, μπερεκέτια και καλά μαξούλια!». Τα κορίτσα του Βουρλά έβαζαν ένα κομματάκι της βασιλόπιτας στο προσκέφαλό τους, να δουν ποιόνανε θε’ να πάρουν. Οι Βουρλιώτες έκαναν πολύ μεγάλη πίτα και φυλούσαν τη μισή να την κόψουν τα Φώτα.
Το ποδαρικό
Μεγάλη έγνοια είχαν οι παλιοί αθρώποι για το καλό ποδαρικό. Πίστευαν πως είναι το συναπάντημα της τύχης, ένα ραντεβού με την συνολική ευτυχία της οικογένειας, γι’ αυτό και πολλοί το σκηνοθετούν επίτηδες. Ποδαρικό συνήθως έκανε ένα αγόρι αμφιθαλές, καλοπόδαρο και γουρλής, αλλά και συγγενείς, φίλοι ή χωριανάκια (συγχωριανοί) που θεωρούνταν γουρλήδες, για να πάει με γούρι η χρονιά. Γνωστές εξάλλου είναι οι φράσεις «νά ‘ρτεις να μου σπάσεις το ρούδι!» ή «να μού ‘ρκεις για ποδαρικό!», που πήραν και έντονα ειρωνικό χαρακτήρα. Στα περισσότερα μέρη όμως, ποδαρικό ουσιαστικά κάνει ο νοικοκιούρης που έρκεται σύναυγα, πριχού για μετά τη λουτουργιά, φέρνοντας ένα μπαρδάκι (σταμνάκι) με το αμίλητο νερό, μια βαριά πέτρα (συμβολίζει την υγεία και τον πλούτο) και το ρούδι, λειτουργημένο ή όχι.
Παντού, με τα αγόρια που έκαναν ποδαρικό, οι οικογένειες αντάλλασσαν γλυκά και καρπούς μέσα σε πιάτα, γαβάθες ή ταβαδάκια τυλιγμένα μ’ άσπρα κοφτά ή ξομπλιαστά πεσκίρια (κεντητές πετσέτες).
Στο ποδαρικό οι Μελιώτες, οι Λεθριανοί, οι Αγιαπαρασκευούσοι στερνιάτζαν τα παιδιά με κέρματα, πολλά ή λίγα, αναλοής με το πουγγί ντως. Το στέρνιασμα (στρένιασμα) ή μπολιστρίνα είναι έθιμο πανάρχαιο, από τον καιρό της Ρωμαιοκρατίας, και συνηθίζεται πολύ στην Κύπρο, σε πολλά νησιά του Αιγαίου και στους Κατωιταλιώτες Έλληνες. Στο Μελί ο κύρης στέρνιατζε επίσης όλα τα μέλη τση φαμελιάς του για το καλό, αφού πρώτα ερχόταν στο σπίτι φέρνοντας το αμίλητο νερό, την πέτρα και το λουτουργημένο ρούδι. Αφήνοντας τη βαριά πέτρα στο κατέφλιο ή πίσω από την πόρτα του σπιτιού, ευχόταν «σαν που βαρώ εγώ, να βαρεί και το πουγγί μου!» ή «γεροσύνη και το βάρος της μάλαμα!»
Στο Βουρλά μας, χαράματα, πριχού την άρμπα (αυγή), ηξύπναε ο άντρας του σπιτιού (πατέρας για γιος), ηπήαινε σε τσεσμέδες (βρύσες), μπουνάρια (πηγές) και πηάδια και ήφερνε κρουφά (να μην απαντήξει κανενούς στο δρόμο), την ώρα που ροδιάζει η μέρα, τ’ αμίλητο νερό (για να τσουλήσει ανεμπόδιστος σαν το νερό ο χρόνος) και μια βαριά πέτρα, για να βαραίνει από τσι πολλοί παράδες η μπουζού του (τσέπη). Ήμπαινε με το δεξί στο σπίτι, για να πάνε ούλα δεξιά με το νέο χρόνο. Όσοι είχαν βρύση στο σπίτι, την ανοίανε να τρέξει μπόλικο νερό και να πάρει ματζί του τα κακά του παλιού χρόνου.
Στο Σιβρισάρι, ο κύρης του σπιτιού ηπήαινε στην εκκλησά με το ρούδι στην πουζού, για να βλοηθεί κι αυτό μαθές. Απέ, το σπα μέσα στο σπίτι, να σκροπίσουνε παντού τα κουκκούδια του, για νά ‘ρτει το μπερεκέτι. Εύκεται σε ούλοι τσι εδικοί του «καλή χρονιά και καλά καντέρια (τύχη)! Ούλα χαϊρλίδικα και πλούσα να ‘ναι!»
Στα Αλάτσατα και τα τιμάρια τους (δηλαδή τα χωριά της περιοχής, Πυργί, Ζίγκουι, Σεούτι, Αγριλιά, Νεουνταλάνι, Τσικούρια κ.ά.), το αμίλητο νερό το έφερναν για να ‘ναι δροσισμένο το σπίτι οληχρονίς. Το ρούδι πίστευαν ότι έφερνε μπερεκέτι και πολλά μαξούλια. Οι Αλατσατιανοί εύχονταν επίσης με το ποδαρικό «καλοχρονιά και μαξούλια καλά!», ενώ οι Κατωπαναούσηδοι «καλοχρονιά και να ‘στε εφτάμοιροι κι εφτάπλουτοι!»
Στην Αγιά-Παρασκευή (Κιόστε) σπούσαν το ρούδι οπωσδήποτε σε καΐκια, μαγαζιά κι αργαστήρια, όπου άφηναν και πιάτα με γλυκά, για να ‘ναι ολουχρονίς γλυκαμένοι και μπερεκετλήδες και στους χώρους εργασίας.
Του ρουδιού τα κουκκούδια σε όλη σχεδόν την Ερυθραία, κατεξοχήν αμπελουργική περιφέρεια ως το 1922, από τις μεγαλύτερες του Ελληνισμού, τα μάζευαν μετά τα Φώτα και τα έριχναν στα αμπέλια ή στους ασμάδες (κληματαριές) των σπιτιών, για να κάνουν πολλά σταφύλια.
Τα βίζιτα τ’ Άη-Βασιλειού
Ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού, το πρωί, οι άντροι κι οι γριές ηπηαίνανε στην εκκλησά. Τότε, οι Βουρλιώτες έκρυβαν στην πουζού τους ένα κλειδί ή ένα καρφί ή ένα μικρό πέταλο, για να ‘ναι σιδερένιοι κι αυτή τη χρονιά. Οι γυναίκες ηπομένανε στο σπίτι, γιατίς ηστένανε τσουκάλι (μαγείρευαν). Τα παιδιά, μόλις ξεμπέρδευαν από τα ποδαρικά, έπαιζαν μανιωδώς διάφορα παιχνίδια με τους άφθονους ξηρούς καρπούς. Με τα καρύδια έπαιζαν το μπαίνει-βγαίνει, παρόμοιο με τους βώλους, ενώ με φουντούκια και τζεβλεπούδες (στραγάλια) έπαιζαν τον κατρακυλιστή. Τα κερδισμένα είχανε τσι μπουζούδες τως ξεχείλα αφ’ τα καρύδια και τ’ άλλα φρούτα.
Τούτη τη μέρα οι Ερυθραιώτες φορούσαν οπωσδήποτε κάτι καινούργιο – κάρτσες, ρομπίτσες (φουστάνια), ποκάμισα, μαντίλια – για να’ ναι πλούσιος και διαρκώς με νέα αγαθά ο νέος χρόνος. Απόφευγαν τσι καβγάδες, τα ζαράρια (ζημιές), τσι γρίνες, τα κλιάματα, τα σουράτια (μούτρα) και τσι βρισές, τις κακές αναμνήσεις, τη δυσαρέσκεια, τους δανεισμούς, για να μην κυλήσει γεμάτη με τούτα τ’ ανεπιθύμητα στοιχεία η νέα χρονιά. Τέτοια χρονιάρα μέρα, κανείς δεν ήπρεπε να ‘ναι ακαγιάρωτος (ανάγωγος), μιζμίζης (κλαψιάρης), τζαναμπέτης, εντεψίζης (αναιδής), τζεριασμένος (μουτρωμένος), κακόκαρδος για μανισάρης (θυμωμένος), μόνε ούλοι ήπρεπε να μένουν άχολοι (πράοι), καλοβέσουλοι (καλοπροαίρετοι), γελαστοί, να ‘χουνε ντερπιέ (καλή συμπεριφορά) και καλή διάθεση.
Οι πόρτες των σπιτιών έμεναν ανοιχτές όλη τη μέρα, για να δεχτούν τσι βίζιτες εδικών και φίλων. Στη θαλπωρή του σπιτιού, πέρα από το στολισμό του, συντελούσε πάντα και το γεγονός ότι στη στια ή γωνοτζακιά μέρα νύχτα ηκαύγανε (έκαιγαν) ‘λίτικοι γιογκάδες (ελιοκούτσουρα) και πριναρόξυλα για το φόβο των καλκαντζάρω. Τ’ απόγευμα τ’ Άη-Βασιλειού, υπήρχε έντονη εορταστική κίνηση στους δρόμους. Οι Ερυθραιώτες με πίσηνα (επίσημα) ρούχα, είτε με τα ντόπια αμπασουάδικα σαρβάρια (την παλιά αρχοντική αντρική φορεσιά) και με τα σκολιανά πορκάκια (μεταξωτή ή μάλλινη γυναικεία φορεσιά) είτε με τα φράγκικα (ρούχα ευρωπαϊκής μόδας της εποχής 1900), αρκινούσανε τα βίζιτα και τα χαιρέτια σε συγγενικά και φιλικά σπίτια. Οι αθρώποι δε γιορτάζαν μόνε συνατοί τους (συναμεταξύ τους), σαν τα Χρουστούγεννα, μα ηγοντίρανε (χαίρονταν) τσι γιορτάδες μ’ ούλο το χωριό, ημπεγιντούσανε (καλοδέχονταν) τσι μουσαφίρηδοι και τσι τρατέρνανε για (ή) ρακί με μεζελίκια για (ή) σερμπέτια (ηδύποτα) με γλυκά, ό,τι είχενε το τραπέζι τως. Τότες ηδιαλέανε τα τζοβενάκια (παλικαράκια) κι οι γαμπροί τσι φαντίνες (κόρες της παντρειάς) που τσ’ ησφαντούσανε (τους εντυπωσίαζαν). Μοναχά οι χλιμμένοι είχανε κατάκλειστα –σκοτίδι και πισσίδι το σπίτι ντως!– και δεν ηδεχούντανε βίζιτες.
Πολύ χαρακτηριστικό και… μελωδικό είναι το αντέτι της Δυτ. Ερυθραίας να καλαντρίζουν τον Άη-Βασίλη με ούλα του τα παίνια (παινέματα) στα σπίτια, όπου έκαναν βίζιτα, άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, ανήμερα την Πρωτοχρονιά και την επόμενη μέρα. Τον ήλεαν αλάκερο, δηλαδή τραγουδούσαν χωρίς περικοπές όλους τους στίχους των καλάντων (από 50 ως 70 στίχοι στις διάφορες παραλλαγές), και πολύ το στιμάρανε (εκτιμούσαν) ετούτοδάκι.
Τη δεύτερη μέρα τ’ Άη-Βασιλειού είχαν την τιμητική τους οι γυναίκες. Ξαγκουσεμένες (απαλλαγμένες) αφ’ τσι πολλές δουλειές, αρκινεύγανε τσι βίζιτες αφ’ το πρωί κι ητελεύγανε το βράδυ. Στο Ρεΐσντερέ οι γυναίκες φορτώνονταν όσο πιο βαριές πέτρες μπορούσαν κι επισκέπτονταν τα σπίτια με την ευχή «χρόνια πολλά και το βάρος μου μάλαμα!».
Όπως ανήμερα τα Χρουστούεννα, έτσιδα κι ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού παντού ήκουες να χαιρετούνε αφ’ την πρωινιά ίσαμε το μεσονύχτι, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!».
Απλοχερίσματα και στερνιάσματα
Τα δώρα δεν συνηθίζονταν στην Ερυθραία τα Χριστούγεννα, αλλά μόνο την Πρωτοχρονιά, φυσικά όχι στο σημερινό βαθμό. Κάλυπταν κυρίως τις βιοτικές ανάγκες παλιότερα, γι’ αυτό και ήταν φαγητά, κρασί, ρούχα, παπούτσια, που πολύ φελούσανε τότες. Πιο συνήθη από τα δώρα ήταν επίσης τα απλοχερίσματα και τα στερνιάσματα, δηλαδή η προσφορά χρημάτων, οι μπουναμάδες. Σε κάθε σπίτι, ανήμερα τ’ Άη-Βασιλειού ο κύρης απλοχερίζει όλα τα μέλη της φαμελιάς του, αναλοής με την παραδοσακκούλα του. Οι γαλαντόμοι κι οι τζουμέρτηδοι παερήδες (ανοιχτοχέρηδες νονοί) εδώνανε στις φιλιότσοι (βαφτιστήρια) ντως ένα χρηματικό ποσό, τη λεγόμενη μπολεστρίνα (μπολιστρίνα) ή στρένιασμα (στέρνιασμα). Σαν ανοίανε το παραδοπούγγι ντως, δεν ηλυπούσανε τσι παράδες. Οι τεβεκέλες και κιμπάρισσες παγιρίνες (γενναιόδωρες νονές) εφιλεύγανε τα μικρά με γλιγουδάκια (λιχουδιές), τσικουλάτες και νουγκάδες αφ’ τη Σμύρνη, αλλά και τσι βαφτισιμιές τως με κάνα μαλαματικό (κόσμημα).
Δώρα αντάλλασσαν μόνο οι σαστικοί (αρρεβωνιασμένοι): χρουσαφικά, μεταξωτά μαντίλια, παπούτσια, φλουριά κλπ. Τα κοσμήματα και τα ρούχα για τις γυναίκες ή τα παιχνίδια για τα παιδιά θεωρούνταν ως δώρα περιττά από τους περισσότερους Ερυθραιώτες και συνηθίζονταν μόνο από τους πλούσιους αστούς των ερυθραϊκών πόλεων (Βουρλά, Αλάτσατα, Τσεσμές), και σπανίως τους προύχοντες των χωριών, σύμφωνα με σμυρναίικη επιρροή.
Ο Άη-Βασίλης (τα κάλαντρα).
Στην Ερυθραία τον Άη-Βασίλη τον έψαλλαν τα παιδιά αποσπερίς, δηλαδή το βράδυ της παραμονής. Τα ίδια κάλαντα τραγουδούσαν, όπως είπαμε, τις δυο επόμενες ημέρες και οι μεγάλοι στα βίζιτα. Παντού εκαλάντριζαν χτυπώντας ρυθμικά τα σημαντράκια (τρίγωνα) ή τα τουμπελεκάκια τους και βαστούσαν βενέτικα (χαρτοφάναρα) και καλαθάκια για τ’ απλοχερίσματα. Αυτή τη μέρα όμως κρατούσαν όχι πια τις χαρτένιες εκκλησίτσες των Χριστουγέννων, αλλά αυτοσχέδια παποράκια, χάρτινα ή ντενεκεδένια, αρματωμένα με τα ούλα ντως (στολισμένα με πολύχρωμα φουντάκια, μικρά φαναράκια, παντιερίτσες). Στα Βουρλά, εκτός των καραβιών, κρατούσαν και αριστοτεχνικά τρυπημένες αλαούτες (νεροκολοκύθες) με περίτεχνα σχέδια, που φωτίζονταν εσωτερικώς με κεράκι.
Η προσμονή των μικρών καλαντράδων ήταν έντονη σε κάθε σπίτι. Όλοι το ‘χαν για καλό να τους λένε τα κάλαντρα έναν γκερεμέ (συνεχώς). Το σημερινό απαράδεκτο κι αντιπαιδαγωγικό «μας τά ‘παν άλλοι» δεν ακουγόταν ποτέ παλιότερα, όσο κουραστική κι αν ήταν η επανάληψη. Τ’ απλοχερίσματα για τα παιδιά περιλάμβαναν, όπως πάντα, καρπούς, γλυκά, λιγούδια (λιχουδιές) και μετελλίκια (κέρματα), καθώς και πληθώρα ευχών, που έβγαιναν μέσα από την καρδιά των λαϊκών ανθρώπων.
Ο δικός μας Άη-Βασίλης είναι ένας μελαχρινός σαραντάρης Μικρασιάτης, ντυμένος με το τριμμένο μαύρο ράσο του ασκητή, λιπόσαρκος από τη νηστεία, μια τέλεια πνευματική μορφή γεμάτη ύψιστη φιλανθρωπία, που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το χοντρομπαλούδικο κοκκινοφορεμένο γεροντάκι της κατανάλωσης και του εμπορίου, τον καρναβαλικό Σάντα Κλάους της Βόρειας Ευρώπης. Ο δικός μας δεν μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες, σαν το ξωτικό, ούτε τρέχει στους πάγους της Αρκτικής, σαν Λάπωνας με τους ταράνδους του, ούτε δέχεται, σαν πλούσιος Αμερικάνος θείος, τα γράμματα των παιδιών κι αφήνει δώρα σε κάλτσες κι έλατα.
Είναι ο κορυφαίος πνευματικός αστέρας της Ανατολής, ο μέγας Έλληνας από την Καππαδοκία, που εισακούει τις παρακλήσεις μικρών και μεγάλων και φέρνει την ευτυχία και την αφθονία στον απλό άνθρωπο, τον αληθινά πιστό. «Το της Καισαρείας ιερόν βλάστημα» είναι ο κατ’ εξοχήν φιλάνθρωπος άγιος της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό ο ελληνικός λαός τον λάτρεψε όσο λίγους αγίους, πίστεψε πως ο Άης Βασίλης γυρνά ουλοτρόυρα τη γης, νιώθει τις ανάγκες κάθε ανθρώπου και ευλογεί κάθε σπιτικό. Τον ύμνησε με τρόπο εξόχως ποιητικό, όπως στα ακόλουθα ερυθραιώτικα κάλαντα, όπου αναφέρεται η ενασχόληση του Αγίου με τα γράμματα. Ας μη λησμονούμε ότι ο Μ. Βασίλειος ήταν από τους μεγίστους Πατέρες της Εκκλησίας, λάτρης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Μέσα από ωραίους συμβολισμούς, παραβολές κι αλληγορίες, έρχεται η αναγέννηση. Ο αμόρφωτος άνθρωπος (κούτσουρο, ξύλο απελέκητο, ξερό δεντρί) γίνεται ξαφνικά, με την ευλογία του Αγίου, πηγή ζωής και πνεύματος, μεταμορφώνεται σε βρύση της γνώσης και «περιστερά σοφίας».
– Βασίλη, πούθεν έρκεσαι… και πούθε κατεβαίνεις;
– Από της μάνας μ ’ έρκομαι…και στου κιουρού μου πάω.
– Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις…κάτσε να τραγουδήσεις.
– Εγώ γράμματα μάθαινα… τραγούδια δεν ηξέρω.
– Και σαν ηξέρεις γράμματα…‘πέ μας την αρφαβήτα.
Και στο ραβδί τ’ ακούμπησε…κι είπε την αρφαβήτα.
Και το ραβδί ‘τανε ξερό, αμέσως ήτρεξε νερό,
χλωρά βλαστάρια ‘πέτα – ροδοκόκκινη βιολέτα.
Κι απάνω στα βλαστάρια του και στα περικλωνάρια του
πέρδικες κελαηδούσαν…
Δεν ήσαν μόνο πέρδικες… μόν’ και περιστεράκια…
και λούζαν τον αφέντη ντως, το ρήγα, το λεβέντη ντως,
τον πολυχρονισμένο και στον κόσμο φουμισμένο. (Αλάτσατα)
Ο Άη-Βασίλης της Ερυθραίας, ως γνήσιο στιχούργημα του λαού, έχει πολλές παραλλαγές, συχνά δυο, τρεις και τέσσερις στον ίδιο τόπο. Οι περισσότερες μοιάζουν μεταξύ τους τόσο στην εξέλιξη του θέματος (στα λόγια), όσο και στη μουσική (στις μελωδίες), αφού η περιοχή έχει ενιαία λαϊκή παράδοση. Φυσικά, αυτά τα κάλαντρα δεν έχουν καμιά σχέση με τα γνωστά μας λόγια και πλαστά αστικά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς.
Τα ερυθραιώτικα αηβασιλιάτικα κάλαντρα προβάλλουν αρχικά τα θρησκευτικά γεγονότα της ερημίας του Χριστού (που, ως γνωστόν, «έκανε 40 μέρες» στην έρημο), αλλά και την αλληγορία με το δέντρο της ζωής:
Κι εκεί που βγήκε ο Χριστός, τριώ χρονώ παιδάκι,
ούλο τον κόσμο γύρισε σαν το καλογεράκι
κι εκεί που περιπάτησε, χρυσή μηλίτσα βγήκε
και μέσ’ στα φύλλα τση μηλιάς κοιμάτ’ ο Άη-Βασίλης. (Αγ. Παρασκευή)
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά κι αρκικαλός ο χρόνος
κι αρκή γεννήθη ο Χριστός, στη γης να περπατήσει
κι εκεί που ηπερπάτησε, χρουσά δέντρα φυτρώσαν,
χρουσά ‘ταν τα κλωνάρια ντως, χρουσές και οι κορφές τως. (Τσεσμές)
Εκτός από το θρησκευτικό περιεχόμενο, όλα ανεξαιρέτως έχουν ολοφάνερο ευχετικό και επαινετικό χαρακτήρα. Έτσι, στο μεγαλύτερο μέρος του Άη-Βασίλη πολυοφουμίζανε (διαφήμιζαν) τον κιούρη με την κιουρά του και τα παιδιά ντως μ’ έμορφα παίνια (επαίνους) και φουμιές (επευφημίες). Λυρικά, εκφραστικά και παραστατικά, σαν όμορφοι ζωγραφικοί πίνακες, είναι τα μπόλικα παίνια κι οι ωραίες ευχές, για τον αφέντη:
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, καρέγλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου καράβια ν’ αρματώσεις
και τα σκοινιά και τα πανιά ναν τα μαλαματώσεις.
Και πάλι ξαναπρέπει σου – βάλε στραβά το φέσι σου –
φλουριά να κοσκινίζεις και τη φτώχεια να δανείζεις.
Και πάλι ξαναπρέπει σου – γαρίφαλο στο φέσι σου –
δαμασκηνό τραπέζι,
όταν αθεί η δαμασκηνιά, ν’ αθεί και το τραπέζι. (Αλάτσατα)
Και πάλι ξαναπρέπει σου στ’ αλόγου καβαλάρης,
γιατί έχεις μπράτσα σίδερα, είσαι και παλικάρι. (Σιβρισάρι)
Και πάλι ξαναπρέπει σου κορώνα στο κεφάλι,
για να σε προσκυνήσουνε όλοι, μικροί μεάλοι.
Εσέ, σου πρέπει ν’ ανεβείς στ’ άλογο να καθίσεις,
και στο Λιουρδάνη ποταμό να πα’ να προσκυνήσεις. (Αγ. Παρασκευή)
Για την κερά:
Κιουρά ψηλή, κιουρά γλινή και λιανοκοκαλάτη,
οπού ‘χουνε το κάντρο σου σε γυάλινο παλάτι,
έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι
και του κοράκου το φτερό το ‘χεις καμαροφρύδι. (Λυθρί)
Κερά μαρμαροτράχηλη, κολώνα τορνεμένη,
στου βασιλέ την τράπετζα σ’ έχουν τζουγραφισμένη.
Όταν σειστείς και λυιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
άσπρα λουλούδια πέφτουσιν αφ’ την περπατησιά σου! (Μελί)
Κερά μαρμαροτράχηλη και γαϊτανοφρυδούσα
όντας σ’ εγέννα η μάνα σου, όλα τα δέντρα αθούσα
και τα πουλάκια αφ’ τσι φωλιές και κείνα κελαηδούσα. (Τσεσμές)
Κερά ψηλή, κερά γλινή, τη σκόλη σα θα στολιστείς
και βάλεις τα καλά σου, για να πας στη λουτουργιά σου,
τρίζει το παπουτσάκι σου, κόκκινο τ’ αχειλάκι σου
από την ομορφιά σου κι από την πορπατησιά σου. (Αλάτσατα)
Για την κόρη:
Έχεις και κόρην όμορφη που δεν έχει ψωρία,
μήτε στην Πόλη βρίσκεται μήτε στη Βενετία.
Γραμματικός τη γύρεψε, γραμματικός τση πρέπει,
μ’ αν είναι και γραμματικός, πολλά γρόσια γυρεύγει.
Γυρεύγει αμπέλια ατρύ’ητα, αμπέλια τρυ’ημένα,
γυρεύ’ χωράφια αθέριστα, χωράφια θερισμένα,
γυρεύγει μύλοι δώδεκα και με τις μυλωνάδες,
γυρεύγει και τη θάλασσα μ’ όλα της τα καράβια,
γυρεύγει και τον κυρ-Βοριά να τα γλυκαρμενίζει. (Λυθρί)
Γυρεύει και τον κυρ-Νοτιά να τα καλοπρεπίζει,
τα χοχλαδάκια του γιαλού τα θέλει δαχτυλίδια. (Σιβρισάρι)
Για το γιο:
Έχετε γιο και μονογιό, το γιο τον κανακάρη,
λούζεται και διαλύζεται και στο σκολειό του πάει.
Του φώναξε ο δάσκαλος να πά’ ‘α καλοναρκίσει
και του ξεφεύγει το κερί και καύγει το ψαλτήρι
κι ηλέρωσε τα ρούχα ντου τα χρουσοπλουμισμένα,
όπου του τα πλουμίσανε οι τρεις βασιλοπούλες. (Αγ. Παρασκευή)
Έχεις και γιο στα γράμματα και γιον εις το ψαλτήρι,
να τον αξιώσει ο Θεός να βάλει πετραχήλι! (σε όλη την Ερυθραία)
Για το σπίτι:
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρταμε με πόρτες ασημένιες,
του χρόνου σαν ξανάρτομε, να ‘ναι μαλαματένιες. (Βουρλά)
Σ’ ευτό το σπίτι που ‘ρκαμε, τα ράφια ‘ναι ξυλένια,
του χρόνου σαν ξανάρκομε να ‘ναι μαλαματένια. (Δυτ. Ερυθραία)
Στην περιοχή του Τσεσμέ (Αγιά-Παρασκευή, Κάτω Παναγιά, Βατζίκι, Λίτζια κ.ά.) έλεγαν παίνια ακόμη και για τους Έλληνες βασιλείς:
Ζήτω του βασιλέα μας, της Όργας της ωραίας μας,
ζήτω και του διαδόχου, του μεάλου μας αθρώπου!
Να μεαλώσει με χαρά, να μπει μέσ’ στην Αγιά-Σοφιά
και ‘κεί να ματαλάβει και τσι Τούρκοι να κατσάρει (κυνηγήσει).
Όλα τα ερυθραιώτικα κάλαντρα κλείνουν με τη γενική απαίτηση των καλαντράδων για φιλοδώρημα (μεζέ, πιοτί ή παράδες):
Έχεις και κόρην όμορφη, να βγει να μας κεράσει,
να ντην αξιώσει ο Θεός να ζήσει, να γεράσει! (Βουρλά)
Ηφάαμε τον πετεινό, δότε μας και την κότα,
δότε και το μπαξίσι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα. (Δυτ. Ερυθραία)
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά, βγάρ’ το γουρούνι αφ’ τη μπουρνιά
και βάρτε μας να φάμε κι έχομε κι αλλού να πάμε.
Πολλά ‘παμε, πολλά ‘παμε και δε μας ηκεράσανε
κι ακόμα θε ’ να πούμε και κανένα δε θα πιούμε!
Ανοίξτε το χρυσόμπουγκο και βγάρτε το δεκάτο,
δώσετε το μπαξίσι μας, να πάμε παρακάτω. (Αλάτσατα)
ή με τις γενικές ευχές:
Σ’ αυτό το σπίτι που ’ρταμε πέτρα να μη ραΐσει
κι ο νοικοκύρης κι η κερά χρόνους πολλούς να ζήσει! (σε όλη την Ερυθραία)
Απάνου στο παράθυρο – κόκκινο τριαντάφυλλο –
κάθεται μια περιστέρα και του χρόνου τέτοια μέρα! (Σιβρισάρι)
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρταμε έχει ένα περιστέρι,
του χρόνου σαν ξανάρτομε, να τό βρουμε με ταίρι. (Γκιούλμπαξες)
Σε περιοχές κτηνοτροφικές, όπως τα Καράμπουρνα, συναντάμε έναν ιδιαίτερο τύπο καλάντων, δημιούργημα των βοσκών, όπου ο Άης Βασίλης παρουσιάζεται ως κεχαγιάς (μεγαλοκτηνοτρόφος) και σωτήρας των κοπαδιών. Εξάλλου, σε διάφορα ελληνικά μέρη ο Άγιος θεωρείται προστάτης της αγροτικής ζωής και της παραγωγής.
Βασίλης βόσκει πρόβατα, Βασίλης βόσκει γίδγκια.
Στο ‘να μαντρί τυροκομά, στ’ άλλο στερφοχωρίτζει,
στ’ άλλο χύνει τον τσίρο του, να μην πνι’ούν τ’ αρνιά του… (Μελί)
Σπάνια περίπτωση, ίσως μοναδική στην Ερυθραία, είναι η ακόλουθη παραλλαγή από το ελληνικό χωριό Κάτου Ντεμερτζιλί των Βουρλών. Εδώ ο Άης Βασίλης είναι ζευγάς που οργώνει, κατά παλαιά βυζαντινή παράδοση, η οποία διατηρείται ως σήμερα στα κάλαντα πολλών αγροτικών περιφερειών και νησιών:
Άγιο-Βασίλης κίνησε να πά’ να πρωτοζέψει.
Τ’ αλέτρι ήταν σίδερο, τα βόδια ασημένια
κι η όχερη (λαβή) τ’ αλέτρου του ήταν κυπαρισσένια
και τα σκοινιά του ζευγαριού ήταν μαλαματένια
και το σταράκι που ‘σπερνε σκέτο μαργαριτάρι.
Οι Τούρκοι το θερίζανε κι οι Φράγκοι κουβανούσαν
κι ο βασιλιάς τ’ αλώνιζε μ’ ολόχρουσες φοράδες…
Στη δεκαετία 1912-1922, πολλοί Ερυθραιώτες, καμένοι απ’ τον πόθο της λευτεριάς κι από τις ωμότητες των Τούρκων κατά τους δύο διωγμούς, δημιούργησαν, προσαρμόζοντας στις γνωστές τους μελωδίες, στίχους καλάντων με ιστορικό, πολιτικό και εθνικό περιεχόμενο, όπως τα ακόλουθα από το Μελί:
Αρκή που βγήκε ο Χριστός, ο Βενιτζέλος ο χρυσός
εις την γης να περπατήσει, την Τουρκία να νικήσει.
Αρκιμηνιά κι αρκιχρονιά – ψηλή μου δεντρολιβανιά –
κι αρκικαλός μας χρόνος – της πατρίδας μας ο πόνος.
Όλος ο κόσμος κι ο ντουνιάς άφτει γιανγκίνι και φωτιά
και ποιος ήταν η αιτία; Η Τουρκιά κι η Γερμανία…
(άφτει γιανγκίνι: ανάβει πυρκαγιά).
Απόσπασμα από άρθρο που δημοσιεύτηκε το Δεκέμβρη – Γενάρη του 2011-12 στην εφημερίδα «Η Ν. Ερυθραία» από τον Θοδωρή Κοντάρας,διανθισμένο με φωτογραφίες από τον Φώτη Καραλή.