Χριστούγεννα στη μικρασιάτικη Ερυθραία!
Οι πυκνοί ελληνικοί πληθυσμοί των 60 πόλεων, χωριών και οικισμών της Ερυθραίας (περιφέρειες του Τσεσμέ, των Καράμπουρνων, των Βουρλών και του Σιβρισαριού, με περίπου 80.000 Έλληνες κατοίκους το 1921) γιόρταζαν τσι Μεάλες Σκόλες γενικά όπως και οι άλλοι Έλληνες. Υπήρχαν όμως και πολλά αντέτια (έθιμα) που έδιναν το τοπικό χρώμα στις γιορτές του Δωδεκάμερου και πρόσθεταν μια ιδιαιτερότητα, την ερυθραιώτικη, που ίσως δεν συναντάμε σε άλλα ελληνικά μέρη. Βασικό ρόλο στα Δωδεκάμερα κατέχει το παιδιολάσι (παιδομάνι), που η συμμετοχή του είναι μεγάλη και καθοριστική σε πολλά έθιμα και δοξασίες (κάλαντρα, στρενιάσματα, καρκάντζαροι, ποδαρικά κλπ.).
Δυστυχώς πολλά από τ’ αντέτια αυτά χάθηκαν και χάνονται με ταχύτατο ρυθμό, αφού οι φυσικοί φορείς τους, δηλαδή όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Ερυθραία της Ιωνίας, πέθαναν και πήραν για πάντα μαζί τους τις παλιές μικρασιάτικες συνήθειες. Αλλά και η πρώτη γενιά των προσφύγων, που τηρούσε ευλαβικά τα πατροπαράδοτα χωρίς ξένες προσμίξεις, εκλείπει σταδιακά. Σήμερα οι απόγονοι των προσφύγων ελάχιστα τηρούν από τα ερυθραιώτικα χρουστουεννιάτικα κι αηβασιλειάτικα έθιμα και γνωρίζουν ακόμη λιγότερα από τα προγονικά μας αντέτια. «Άλλοι καιροί, άλλα ήθη» κι ο ελληνικός κόσμος είναι χαμένος πια μέσα στην παγκοσμιοποίηση.
Στα γλωσσικά ιδιώματα των Ερυθραιωτών ο Δεκέβρης ή Δικέβρης λέγεται επίσης Χρουστουεννάρης, Χρουστουεννάς και Χριστουγεννάς, ενώ οι γιορτές καλούνται γενικώς Καλές Μέρες, Μεάλες Σκολάδες ή Μεάλες Γορτάδες και θεωρούνται μέρες πίσηνες (επίσημες).
Στα ερυθραιώτικα Δωδεκάμερα συνταιριάζονται έθιμα ειδωλολατρικά (παγανιστικά) και χριστιανικά, που συμβιώνουν αρμονικά μέσα στους αιώνες. Έθιμα πανάρχαια (όπως π.χ. το σπάσιμο του ρουδιού, τα κάλαντρα, τα στερνιάσματα κι οι μπολιστρίνες των παιδιών, τα γλυκά που αφήνουν στις πηγές, τα συμβολικά φυτά) συνδυάζονται με δημοφιλέστατες αιωνόβιες βυζαντινές συνήθειες (όπως π.χ. το σφράγισμα γλυκών και ψωμιών με δικέφαλους αϊτούς, τα χάρτινα ομοιώματα ναών, τα χαιρέτια κι οι βίζιτες, η ωραία εκκλησιαστική παράδοση με τους εξαίσιους ύμνους, οι κλάδοι ελαίας). Οι οικογενειακές συγκεντρώσεις, με τα πολλά φαγητά και τις τελετές εστίας, είναι επίσης παράδοση πολλών αιώνων. Ελάχιστες ή ανύπαρκτες ήταν οι νεότερες επιρροές από την Ευρώπη, αν αναλογιστούμε ότι μόλις το 1917 στα Βουρλά (τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των μικρασιατικών παραλίων, μετά τη Σμύρνη, με 35.000 κατοίκους), σε ένα και μόνο σπίτι, της μεγαλοαστής Στέλλας Κωνσταντινίδου, στόλισαν χριστουγεννιάτικο δέντρο!
Τα χαζιρέματα (προετοιμασίες) για τις γιορτές ξεκινούν από την επομένη του Άη-Φιλίππου (15 Νοε.), με πνευματικοσωματική προπαρασκευή, τη νηστεία του σαραντάμερου, που δεν είναι τόσο αυστηρή, όσο η πασχαλινή Σαρακοστή, αφού διακόπτεται συχνά από ψαροφαγία στα Εισόδια της Παναγίας (21 Νοε.) και σε γιορτές σπουδαίων αγίων (Αικατερίνης, Ανδρέα, Νικολάου κ.ά).
Μέρες πριχού τα Χρουστούεννα, τα σπίτια ηβουλούσαν από τη λάτρα κι από τσι πολλές δουλειές. Ηγενούτανε μεγάλο πατιρντί με την πάστρα: γαλαχτίσματα (ασπρίσματα), μπουγάδες, κολλαρίσματα εργοχείρων, τριψίματα στα μπακιρικά (χάλκινα σκεύη), φροκαλίσματα, συγυρίσματα και διαρμίσματα (τακτοποιήσεις). Οι δουλειές ήτανε στην άψα ντως (στην κορύφωσή τους) και δεν εμπιτίζανε (τελείωναν) ποτές. Τρίβονται τα ξυλένια πατώματα με το κουρασάνι (κοπανισμένο κεραμίδι) και πλένονται με πράσινο σαπούνι. Περνούσαν τα χαρκώματα με αχιλιά (στάχτη) και λεμόνι, να γυαλίσουν. Ασημικά λοής λοής, ντεντζερέδια και χαρανιά (κατσαρόλες), σαχάνια (βαθιοί δίσκοι σερβιρίσματος με καπάκι), νταβάδες και σινιά (ταψιά), μανγκάλια, σαμουντάνια (κηροπήγια), νύχλοι (λύχνοι) και θυμιατά ήπρεπε να γυαλοκοπούνε σαν κατρέφτης.
Οξόν (εκτός) αφ’ το σπίτι, ηπαστρεύγανε ντάμια (αποθήκες), κουμάσια (κοτέτσια) και χαρούμια (αυλές). Ούλα ήπρεπε να ’ναι παστρικά και καθετί στο σπίτι νά ‘ρκει στο καράρι του (να γίνει όπως πρέπει). Μα ο χρόνος δεν επαρκεί, γιατί «του σαραντάμερου η μέρα, καλημέρα-καλησπέρα!» (είναι πολύ σύντομη). Βαντές (περιθώριο) για αραλίκι (απραξία) και γι’ αλικούντιση (καθυστέρηση) δεν υπήρχε. Το γυναικοθέμι (γυναικομάνι) είχενε ανεσκουμπώματα με τσι δουλειές και τα τζυμώματα. Νοικοκιουράδες, παρακόρες και δούλες ανεμπουγκώνουνταν (προετοιμάζονταν) κι ήντουστε στσι φούριες τως. Δεν ηγλυτώνανε (προλάβαιναν) ν’ απορηχάνουν (ξεκουραστούν) μήτε να ριποζάρουνε (αναπαυθούν) ούτε στο μινούτο. Άσε πια τσι τιτίζες (σχολαστικές) γυναίκες, που τσ’ ήπιανε ατσέσο (έξαψη) να τα γλυτώσουνε ούλα! Ηβρουλίζουνταν (στριφογύριζαν) μ’ αβαρεσά αφ’ το λιόβγαρμα (αυγή) κι απέ αφ’ την αποκάμωση (κούραση) κοψομεσιάζουνταν, ηντουσντίζανε (ισοπεδώνονταν), ηγενούντανε δυο κάτια (κομμάτια), για να παστρέψουν και να σιλντίσουν (καθαρίσουν) τα πάντα, να διαρμίσουν (ετοιμάσουν) μπίνμπατι (ολότελα) το σπίτι.
Τα τσαρσιά (αγορές) είχαν κι αυτά φούριες πολλές, για να γιομίσει η αγορά με ούλα τα καλά και να μη λείψει ιτς τίποτας (τίποτε απολύτως) κανενούς, χρονιάρες μέρες.
Το σπίτι ηστολιζούτανε μ’ ούλα του τα πρεπούμενα, μπακίρια, φαντά, σερβίτσα, κάντρα και πολιτρέδες (φωτογραφίες), πανά (πανό, κεντητούς πίνακες), εργόχερα, κι ηγενούτανε αρματωμένο του θαμασμάτου! Στρώνονται χαλιά και σιτζαντέδες (μικρά πολυτελή χαλιά) στις καλές κάμερες και τσούλια ή κουρελούδες στους χώρους τση λάτρας. Έτσι, μαζί με τη ζέστη του τζακιού, το σπίτι γένεται κουκούμι (αποκτά θαλπωρή).
Στο Ρεΐσντερε στόλιζαν τα σπίτια με κλωνάρια ελιάς, απ’ όπου κρέμονταν καρύδια, φουντούκια και μύγδαλα, ενώ στην Αγιά Παρασκευή (Κιόστε) του Τσεσμέ διακοσμούσαν σπίτια και μαγαζιά με πρασινάδες (μερσινιές, κουμαριές, ζανταλιές, δάφνες, σκίνα κι ελιές). Σμυρτιές, σκίνα και κουμαριές στόλιζαν επίσης ούλες τσι πουλουδιέρες (ανθοδοχεία) των Ερυθραιωτών. Η πρασινάδα, ιδίως η άγρια, του βουνού, συμβολίζει την υγεία, τη θαλερότητα, την ευεξία και τη δύναμη.
Τις παραμονές οι πιότερες δουλειές ήτονε μπιτισμένες. Ο Ρωμιόκοσμος της Ερυθραίας ήταν πια έτοιμος για τη μεγάλη γιορτή. Τα μέλη της φαμελιάς λούζονταν, άλλαζαν κι έκαναν μετάνοιες μεταξύ τους, για να συχωρέσει ο ένας τον άλλον και να κοινωνήσουν. Κανείς δεν ήπρεπε να μείνει αματάλαβος. Το πρωί της παραμονής, οι Αλατσατιανοί κι οι Βουρλιώτες έστελναν ως πεσκέσι λίγα γλυκά, κρασί και χριστόψωμα σε δασκάλους, συγγενείς και φίλους. Τα ‘ποδοσίδια (ανταπόδοση) ήταν πάντα πωρικά (φρούτα) και φρούτα (ξηροί καρποί). Τα χωριά με ξενιτεμένους και ναυτικούς, όπως το Κιόστε, ο Τσεσμές, το Γενίλιμάνι κ.ά, είχαν μεγάλα ξεφαντώματα το Δωδεκάμερο, επειδής όλοι οι ταξιδιάρηδοι ερκούντασι στο χωριό. Τότες εματζεύουντο ούλο το δικολόι (συγγενολόι).
Η ξενόφερτη συνήθεια της ανταλλαγής δώρων τα Χριστούγεννα δεν υπήρχε. Στη Δυτική Ερυθραία, μόνον οι γονείς και οι στενοί συγγενείς έδιναν στα παιδιά της οικογένειας τα χρουστουεννιάτικα, ένα μπαξίσι ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητές τους.
Τα χριστόψωμα.
Οι νοικοκυρές σε όλη την Ερυθραία ετοίμαζαν χριστόψωμα με πολλά χάρτζα (υλικά), στολισμένα με ξηρούς καρπούς.
Το χριστόψωμο είναι η ευλογημένη βασική τροφή της οικογένειας, ένα ειδικά ζυμωμένο ιερό ψωμί, όπως ο άρτος στους αρχαίους Έλληνες. Το τζύμωμα γίνεται τις παραμονές με εξαιρετικά και πλούσια υλικά, ασυνήθιστα τον άλλο καιρό στην παρασκευή των καθημερινών ψωμιών. Ο στολισμός είναι καλλιτεχνικός, ξεχωριστός, υστερεί μόνο από τα γαμήλια ψωμιά σε πλούτο σχεδίων.
Τα υλικά για το ειδικό αυτό ψωμί διαφέρουν ελαφρώς από τόπο σε τόπο. Στα Βουρλά είναι φτάζυμο, ζυμωμένο εφτά φορές, με μαγιά του ροβιθιού, αλεύρι, λάδι, ζάχαρη, κανέλα και μοσκοκάρυδο. Μόλις βγει απ’ το φούρνο, το μπουσκιουρντίζουν (ψεκάζουν) με ροδόνερο και το κουκκίζουν (πασπαλίζουν) με ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στα Αλάτσατα τα χριστόψωμα τα ζύμωναν με γλυκάνισο και μαστίχι και τα κούκκιζαν με μπόλικο σουσάμι, για να ‘ναι μπόλικα και χαϊρλούδικα τα μαξούλια (σοδειές). Οι Σιβρισαριανές έφτιαχναν πολλά χριστόψωμα με πλούσια χάρτζα, μικρά για τα παιδιά και μεγαλύτερα για τ’ απλοχερίσματα συγγενών, γειτόνων και φίλων.
Σε όλα τα μέρη βάζουν στη μέση του χριστόψωμου ένα μεγάλο ζυμαρένιο σταυρό και πέντε καρύδια ή μύγδαλα ολόκληρα καρφώνονται στις κεραίες του, ως συμβολική προσφορά καρπών. Άλλοι με εκκλησιαστικές σφραΐδες σφραγίζουν ή τα τέταρτα ή το κέντρο του σταυρού. Κεντούν τα χάρτζα (αυτοσχέδια ζυμαρένια πλουμιά) στην υπόλοιπη επιφάνεια με ψαλίδι, πιρούνι, καινούργιο διαλυστήρι (χτένα), ειδικό τσιμπιδάκι, αλλά και με του πριναριού τη δαχτυλήθρα (την κάψα του βελανιδιού). Αλλού (Μελί, Λεθρί) κάρφωναν στο κέντρο του σταυρού ελιάς κλωνάρι.
Ο κύρης (αφέντης) κάθε σπιτιού ευλογεί το χριστόψωμο, σταυρώνοντάς το τρεις φορές, όπως την αηβασιλιάτικη πίτα, και το κόβει στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Στο Μελί των Καράμπουρνων έφτιαχναν τα κολλίκια, ένα είδος κουλουριών σε σχήμα σπείρας (λαβυρίνθου), στολισμένα με καρύδια, μύγδαλα και σουσάμι. Μικρά κολλίκια έδιναν στα παιδιά που συχνά τραγουδούσαν:
Βρέχει, βρέχει και χιονίτζει
κι η μανή μου κοσκινίτζει
και μου κάμει μια κολλίκα
σαν του πάππου τη σαρίκα.
(Μανή: γιαγιά, σαρίκα: αντρικό κεφαλόδεμα σαν σαρίκι, που δένεται κουλουριαστά στο κεφάλι).
Μια μεάλη κολλίκα λειτρηγιόταν στην εκκλησιά και τη φυλούσαν στα ‘κονίσματα, τρώγοντας μια μπουκιά κάθε πρωί. Γνωστή είναι, εξάλλου, και η φράση «ούτ’ αντίντερο δεν ήβαλα σήμερα στο στόμα μου» που πολλοί Ερυθραιώτες λένε ακόμη.
Τα βασικά χριστουγεννιάτικα φαγητά είναι κυρίως ο πετεινός κι η όρνιθα (γιομιστά και πιο συχνά σούπα) και πολύ λιγότερο το αρνίσιο ή βοδινό κρέας. Το ψήσιμο του διάνου (γαλοπούλας), ως ευρωπαϊκό έθιμο, ήταν ξένο κι άγνωστο στους Ερυθραιώτες, παρόλο που το γνώριζαν πολλοί δυτικομαθημένοι Σμυρνιοί.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν πλούσιο, αλλά υστερούσε από το αηβασιλειάτικο. Σε ολόκληρες περιφέρειες (Τσεσμές, Βουρλά κ.ά.), το κύριο φαγητό ήταν αβγοκομμένη σούπα για (ή) με όρνιθα για με κριάσι. Στο Ρεΐσντερε έφτιαχναν επίσης λαχανοντορμάδες με κατσικερνό κιγμά (τα φύλλα του λάχανου συμβολίζουν τα σπάργανα του Χριστού) και μπουρέκια με λογιώ λογιώ χόρτα. Αλλού, έτρωγαν ρύζι ή μπλιγούρι πιλάβι με το κριγιάσι. Στο Σιβρισάρι, που ‘χε ολόγυρα πολλά βουνά, παγανιές από αβτζήδες (ομάδες κυνηγών), μέρες πριν από τις σκόλες, κυνηγούσαν τα ντομούζια (αγριογούρουνα). Το κρέας τους είναι ιδιαιτέρως νόστιμο και για το αντέτι ήταν απαραίτητη η κατανάλωσή του στις γιορτές, όχι όμως ανήμερα Χριστούγεννα. Λόγω της συμβίωσης με τους Μουσουλμάνους που αποφεύγουν το χοιρινό κρέας, γουρούνια έσφαζαν μόνο σε λίγα μέρη, αμιγώς ελληνικά (Αλάτσατα, Κάτω Παναγιά κ. ά), και περνούσαν με το κρέας τους, τσιγαριστό ή φρέσκο, από το Δωδεκάμερο ως τις Απόκριες.
Στα Βουρλά, μέρες πριν από τα Χριστούγεννα έφτιαχναν τσι καβουρμάδες. Τσιγάριζαν αρνίσο για νταναδίσο (μοσχαρίσιο) κριάσι με κρομμύδια και μυρουδικά και το διατηρούσαν σε κουμνιά (πιθαράκια) καλυμμένο μέσα στη γλίνα του (λίπος). Σ’ άλλα μέρη έκαναν καβρουμά με τηγανητό χοιρινό, κρομμύδια και σάλτσα. Κεσκέκι (κεσκέσι ή κιοσκέκι, πολύ νόστιμο κι εύπεπτο φαΐ με μπλιγούρι και γλινερό κρέας) ή πιλάβι ή ροβίθια με τον καβρουμά έφτιαχναν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες για συχώριο των απεθαμένωνε και το έστελναν στους φτωχούς για ψυχικό.
Οι χλιμμένοι (πενθούντες) επίσης δεν γιόρταζαν ούτε έκαναν καμιά γιορτινή προετοιμασία, όπως τα άλλα σπίτια. Γι’ αυτούς φρόντιζαν οι συγγενείς, οι γείτονες κι οι φίλοι να μη τους λείψει τίποτε χρονιάρες μέρες.
Γλυκά πολλά δεν έχει το ερυθραιώτικο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Στη Δυτική Ερυθραία (Αλάτσατα, Λεθρί, Τσεσμέ κ.ά.) έφτιαχναν για το καλό λίγα αβγουλένια ή αβγοκαλάμαρα ή ψαθούρια (δίπλες). Αν κάποιος γιόρταζε το όνομά του (Χριστάκης, Χρουσώ, Μανόλης, Στεφανής), τότε έφτιαχναν και κάποιο γλυκό του ταψού, συνήθως καρυδόπιτα ή μπακλαβού. Στα χαιρέτια (ονομαστικές γιορτές) τω Δωδεκάμερω, οι Βουρλιωτίνες ητρατέρνανε επίσης αμυγδαλωτά σε σχήμα αχλαδάτο.
Τα Χρουστούεννα ήταν μεγάλη γιορτή με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Ο κόσμος ηνυχτερεύγανε (αγρυπνούσαν) και πήγαιναν στη θεία λειτουργία γύρω στις 2 τη νύχτα. Τα μεσάνυχτα της παραμονής σε μερικά μέρη (Βουρλά, Σιβρισάρι) ηπερνούσε για ο καντηλάφτης για ο πασβάντης κι ηχτύπαε με τη νταγιάκα του τσι πόρτες σε ούλα τα σπίτια τω Χριστιανώνε, για να τσι αβιζάρει (ειδοποιήσει) για τη λουτουργιά. Σποραδικά, παράλληλα με τις καμπάνες, ακούγονταν και κουρσουμιές (πυροβολισμοί). Στην εκκλησιά πήγαιναν κυρίως οι άντροι κι όσοι θε’ να ματαλάβουνε, καλοφορεμένοι, αλλαμμένοι, τυποδεμένοι και σισταρισμένοι (καλοντυμένοι, περιποιημένοι), γαρμπόζοι (κομψοί) με τα καλά σαρβάρια τως, ντιλικάτοι και ζαρίφηδοι (αρχοντικοί). ‘Πολούτουργα ηπαίρνανε αντίντερο κι ηγιαγέρνανε στο σπίτι, όπου τους περίμεναν οι γυναίκες, ετοιμάζοντας τα σκολιανά φαγιά.
Η γιορτή των Χριστουγέννων ήταν τριήμερη και οικογενειακή, καταπώς το λέει κι η παροιμία «τρεις τα Γέννα, τρεις τα Φώτα κι έξι την Ανάσταση», που δηλώνει χαρακτηριστικά πόσο διαρκεί η κάθε γιορτή. Τα Γέννα, λοιπόν, περιλαμβάνουν και τσι γιορτές τ’ Άη-Μανολιού και τ’ Άη-Στεφάνου, που θεωρούνται μεάλες σκόλες.
Χαρακτηριστικά ερυθραιώτικο αντέτι είναι και το ότι ανήμερα Χρουστούεννα, τ’ Άη-Βασιλειού και τω Λόφωτω παντού ήκουες να χαιρετούνε ούλη τη μέρα ώσαμε τα μεσάνυχτα, λέοντας μόνε «καλημέρα ούλη μέρα!» για «καλημέρα και του χρόνου!». Η καλησπέρα κι η καληνύχτα δεν είχαν θέση σε τούτες τις Καλές Μέρες.
Με τα κάλαντρα, το παιδιοθέμι, θυμίζοντάς μας τους υμνωδούς αγγέλους στη φάτνη, αναγγέλλει μελωδικά το χαρμόσυνο γεγονός της Γέννας και δίνει ωραίες ευχές σε όλα τα μέλη της οικογένειας και στο σπίτι ακόμη, με τρόπο πλουσιοπάροχο, κιμπάρικο και βασιλικό. Αφθονία, πλούτος, επιτυχία, υγεία κυριαρχούν μέσω των καλάντων ακόμη και στο πιο φτωχό σπιτάκι, που φαντάζει παλάτι. Είναι ευλογία για το σπίτι ή το μαγαζί η παρουσία των παιδιών που καλαντρίζουν και «πάνδημη τραγουδιστική ευχή για το καλό και την ευτυχία του συνόλου», όπως αναφέρει ο κορυφαίος λαογράφος Δημ. Λουκάτος.
Στην ιωνική Ερυθραία τα χρουστουεννιάτικα κάλαντρα τα έψελναν όχι την πρωινιά, μα αποβραδίς τση γιορτής οι μικροί καλαντράδες, που ήταν πάντα αγόρια. Τότε, το θεωρούσαν ντροπή να γυρίζουνε τα κορίτσα όξω στσι δρόμοι τη νύχτα. Αυτά δεν έβγαιναν έξω σε τέτοιες περιπτώσεις, όχι μόνο για λόγους κοινωνικής ηθικής, μα και για το φόβο των Τουρκώνε, που αρπούσανε τα όμορφα κοριτσάκια τω Χριστιανώ, σε παλιότερες εποχές.
Οι μπατούλιες (παρέες) των παιδακιών αζντίζανε (φρένιαζαν) στα κάλαντρα. Επαίρνανε βότα βότα (βόλτα) το χωριό κι εκαλαντρίτζανε στο μαχαλά ντως και στα συγγενικά σπίτια. Πάντοτες ήσανε καλομπεγέντιστα (ευπρόσδεκτα) τα παιδάκια και κανείς δεν τολμούσε να τα διώξει με την κυνική ρήση «μας τα ‘παν άλλοι». Βαστούσαν βενέτικα (χαρτοφάναρα) για να βλέπουν, καλαθάκια για να βάλουν τ’ απλοχερίσματα (προσφορές), το κουτί της κάσας («ταμείο») και κυρίως την αυτοσχέδια χάρτινη εκκλησίτσα με το κερί στο εσωτερικό της, που συμβόλιζε το Βυζάντιο και την Αγιά-Σοφιά, την πίστη που καίει σαν την άσβεστη φλόγα. Το φως του κεριού έφεγγε από τα χρωματιστά παραθύρια της εκκλησιάς και την έκανε να σφαντά (φαντάζει) σαν παραμυθένια. Σε ελάχιστα χωριά (π. χ. Μελί) κρατούσαν και ντενεκεδένιο ή ξύλινο καΐκι. Τα παιδιά χτυπούσαν ρυθμικά τα σημαντράκια (τριγωνάκια) ή τα τουμπελεκάκια τους σε σκοπούς παρόμοιους με τα σημερινά αστικά δασκαλίστικα κάλαντα (Καλήν εσπέραν άρχοντες…). Κάθε περιοχή της Ερυθραίας είχε τη δική της ποιητική και μουσική παραλλαγή καλάντων, που ήταν γνήσιο λαϊκό δημιούργημα. Υπήρχαν ακόμη και τρεις παραλλαγές μέσα στο ίδιο χωριό, όπως στην Αγιά Παρασκευή ή στο Μελί!
Οι νοικοκιουρούδες τ’ απλοχέριζαν (φίλευαν) κυρίως με γλυκά, κολλίκια, πωρικά, γεμίσια (ξηρούς καρπούς) ή γλεουδάκια (λιχουδιές, καραμέλες, ζαχαρώτα, σύκα, σταφίδες κλπ.) και λιγότερο με παράδες και μετελλίκια (κέρματα). Το βράδυ τα πιτσιρίκια πέφτανε για ύπνο ξερά απ’ την κούραση, βαριοστόμαχα αφ’ τα μπόλικα γλυκομπουκουνάκια που ‘χανε φαωμένα, μα λωλαγγρισμένα (ξετρελαμένα) και χαρούμενα αφ’ το κουτουρντητιό (αποχαλίνωση) της μέρας.
Η σύναξη τση κάσας (οι εισπράξεις) μοιραζόταν εξίσου, με τρόπο δίκαιο, σε όλα τα μέλη της παρέας. Αν υπήρχε κάνας αγλατζινιάρης (ζαβολιάρης) που ήκανε τον κουρνάζο (πονηρό) στα μικρότερα, για να τως φά’ το μερτικό, δεν τόνε ξαναπαίρνανε στην μπατούλια τους και τον απέφευγαν όλοι.
Απόσπασμα από δημοσιευθέν άρθρο του Θοδωρή Κοντάρα, στην εφημερίδα «Η Ν. Ερυθραία» το Γενάρη του 2012.
59