«Στις ακρογιαλιές του Ομήρου υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγαλείο, που έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα…» (Οδ. Ελύτης)
Κάθε Αύγουστο, τα μελτέμια που φυσούν στο Αιγαίο, φθάνουν στα μικρασιατικά ακρογιάλια. Κάποιες αρχαίες θαλασσινές θεότητες και κάποιοι ξεχασμένοι άγιοι, που ζουν στα βάθη του λευκού πελάγους, ξυπνούν τις νύχτες, φθάνουν στις ακτές και ρωτούν τα γέρικα δένδρα: «Γύρισαν;» Τρεμοσαλεύοντας τα φύλλα ψιθυρίζουν «Όχι». Οι πικραμένες θεότητες και οι αλειτούργητοι άγιοι φεύγουν να κοιμηθούν και πάλι στα αθώρητα βάθη του οίνοπος πόντου κρατώντας μέσα τους το χαμόγελο της ιωνικής φύσης.
Έχουν περάσει χρόνια από τον τραγικό Αύγουστο του 1922,όταν ο Ελληνισμός «κατέβαινε στον Άδη», κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Εθνομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης, του ανθρώπου που αναδείχθηκε στον θρησκευτικό και εθνικό ηγέτη των Ελλήνων της Μ. Ασίας με το έργο του αλλά κυρίως με την έλλογη θυσία του, και η Μικρασιατική τραγωδία εξακολουθεί να κυριαρχεί στη συνείδηση του νεοελληνισμού ως το θεμελιώδες γεγονός που μετέβαλε το χαρακτήρα και τη ροή της ιστορίας του έθνους στη σύγχρονη εποχή.
Η αναφορά των ιστορικών γεγονότων είναι συνυφασμένη αναπόφευκτα με το εξής ερώτημα: σύμφωνα με ποια μεθοδολογία κατορθώθηκε να εξαφανισθεί κάθε ίχνος ελληνικής ζωής στη Μ. Ασία, όπου για τρεις χιλιάδες χρόνια ανθούσε και αναπτυσσόταν το ελληνικό στοιχείο; Η μεθοδολογία αυτή δεν είναι άλλη από το βίαιο ξεριζωμό των Ελλήνων κατοίκων από τις πατρογονικές τους εστίες και τη “νομιμοποίηση” του τετελεσμένου γεγονότος, με την επιδίωξη και την επίφαση συμβατικών λύσεων, όπως είναι η μέθοδος της Ανταλλαγής των πληθυσμών.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν προμηνύονταν, όταν τον Ιούλιο του 1914 ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι αντίπαλοι συγκρούσθηκαν στον Πόλεμο αυτό όχι για να ικανοποιήσουν τα εθνικά τους δίκαια, αλλά για να μοιράσουν τον κόσμο και να εξασφαλίσουν την ηγεμονία στην παγκόσμια αγορά. Κλήθηκαν όμως και τα μικρότερα κράτη να πάρουν μέρος στον έναν ή στον άλλο συνασπισμό και ήταν υποχρεωμένα να κάνουν την επιλογή τους ανάλογα με τις υποσχέσεις που έπαιρναν για την επίλυση των εθνικών τους προβλημάτων, στην περίπτωση νίκης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό τοποθετήθηκε ως πρόφαση το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών, στο οποίο πίστεψαν οι απλοί άνθρωποι και ήταν έτοιμοι να διαθέσουν κάθε δύναμη και μέσο για την υπεράσπιση του.
Ο ελλαδικός ελληνισμός στην αρχή του Πολέμου δοκιμάστηκε από μια δίχως προηγούμενο πολιτική κρίση με τον εθνικό διχασμό. Στη συνέχεια η ένταξη της Ελλάδας στο πλευρό των Δυνάμεων της Αντάντ, χωρίς προηγούμενη όμως συμφωνία για τα οφέλη που θα αποκόμιζε σε αντάλλαγμα των θυσιών της, καθόρισε τις εξελίξεις. Οι Σύμμαχοι της Αντάντ διακήρυτταν ανάμεσα σε άλλα την οριστική λύση του “Ανατολικού Ζητήματος” και την απελευθέρωση των λαών που ζούσαν κάτω από την εξουσία των Τούρκων, οι οποίοι είχαν ταχθεί στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων και της Γερμανίας. Η πραγματοποίηση αυτών των διακηρύξεων ικανοποιούσε τα ελληνικά εθνικά δίκαια και ανταποκρινόταν στο αίτημα της εθνικής αποκατάστασης. Οι θυσίες στα πεδία των μαχών ήταν μεγάλες. Η μικρή Σάμος που πρόσφατα είχε ενωθεί με τη μητέρα πατρίδα πρόσφερε 324 πολεμιστές στους οποίους είναι αφιερωμένο το απέριττο αυτό μνημείο και τους οποίους τιμάμε σήμερα μαζί με όλα τα άλλα θύματα αυτής της τραγωδίας.
Ο ελληνισμός της Θράκης και Μ. Ασίας, που ζούσε κάτω από την τουρκική κυριαρχία, πέρασε από τη δοκιμασία αδυσώπητων διωγμών. Ο νεοτουρκικός εθνικισμός θεώρησε τον πόλεμο ως την πιο κατάλληλη ευκαιρία να εξαφανίσει κάθε ξένο στοιχείο, και ιδιαίτερα το ελληνικό, για να πραγματοποιήσει το πρόγραμμά του: τον εκτουρκισμό του τουρκικού κράτους. Αλήθεια ποιου κράτους εκείνη την περίοδο; Η Νεοτουρκική Κυβέρνηση είχε αρχίσει την εφαρμογή του προγράμματος από τους πρώτους μήνες του 1914 και πριν ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Στην περίοδο του πολέμου οι διωγμοί παρουσίασαν μεγαλύτερη έξαρση. Η γενοκτονία σε βάρος των Αρμενίων, 1.000.000 σφαγιάστηκαν μέσα σε λίγο διάστημα το 1915, η γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου, που εντάθηκε από το Μάιο του 1919, και γενικότερα τα μέτρα εναντίον των ελληνικών πληθυσμών το αποδεικνύουν.
Αναγκαστικές μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών των παραλίων με ατελεύτητες πορείες στο εσωτερικό της Μ. Ασίας με τελικό στόχο τον αφανισμό, επιστράτευση του ανδρικού πληθυσμού ως την ηλικία των σαράντα χρόνων για να σχηματισθούν τα Τάγματα εργασίας, τάγματα αργού θανάτου είναι η σωστή ονομασία, βαριές φορολογίες , σταδιακός και εξοντωτικός εμπορικός αποκλεισμός σε κάθε δραστηριότητα των Ελλήνων, επιτάξεις, καταδίωξη των φυγόστρατων και κατατρομοκράτηση με λεηλασίες, σφαγές, βιασμούς και εκτοπισμούς ολόκληρων οικογενειών, συνθέτουν την τραγική ιστορία του ελληνισμού που ζούσε στην τουρκική επικράτεια. Και όλα αυτά συνέβαιναν μπροστά στα μάτια των μεγάλων εκπολιτιστών, των μεγάλων ιδεολόγων και οραματιστών της ελευθερίας όλων των σχηματισμών.
Η Ελλάδα στα χρόνια της ουδετερότητας δεν μπόρεσε να εμποδίσει τους διωγμούς των Ελλήνων της Θράκης και της Μ. Ασίας. Ως Σύμμαχος όμως στη συνέχεια των αντιπάλων της Τουρκίας αξίωσε την εφαρμογή των επίσημων διακηρύξεων της Αντάντ. Ο Ελ. Βενιζέλος με βάση το αξίωμα “η Ελλάς δεν πηγαίνει εκεί όπου της λείπει η εθνολογική βάσις” υπέγραψε τη συνθήκη των Σεβρών, η οποία διέλυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και περιέλαβε παραχωρήσεις προς την Ελλάδα. Η ελληνική ωστόσο παρουσία στη Μ. Ασία ικανοποιούσε στην πραγματικότητα τα μεγάλα συμφέροντα των Συμμάχων στην Εγγύς Ανατολή, όταν την άνοιξη του 1919 η Ελλάδα ανέλαβε χωρίς όρους να επιβάλει την τάξη στη ζώνη της Σμύρνης κι όταν βασικοί συντελεστές της Συνθήκης των Σεβρών, όπως οι Γάλλοι και οι Ιταλοί που θεώρησαν τη συνθήκη αυτή επιτυχία της αγγλικής πολιτικής , αμέσως μετά την υπογραφή της εργάζονταν για την αναθεώρησή της.
Ο σημερινός ερευνητής των γεγονότων με βάση την ψυχρή λογική και τα στοιχεία που έχει φέρει στο φως η ιστορική έρευνα, μακριά από θρύλους θέτει ένα βασανιστικό ερώτημα: ήταν λανθασμένη επιλογή η αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στη Μ. Ασία; Η απάντηση είναι αρνητική γιατί πρώτον, η επιλογή αυτή ήταν η τελική φάση ενός μεγάλου ονείρου, μιας ιδέας που δεν επιβλήθηκε, που δεν ήταν ανεδαφική ή ξενοκίνητη αλλά από τα χρόνια της μεγάλης δουλείας ήδη έφλεγε το νου και την καρδιά κάθε Έλληνα, με στόχο την πολιτική ενότητα του ελληνικού λαού σε ένα ενιαίο κράτος. Και δεύτερον, η στρατιωτική αναμέτρηση με τις κεμαλικές δυνάμεις δεν υπήρξε , όπως επικράτησε να πιστεύεται, καταδικασμένη από την αρχή. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις δυνάμεις του αντιπάλου. Το τραγικό λάθος βρίσκεται στις πολιτικές επιλογές και στο άνοιγμα του μετώπου με την πορεία προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας χωρίς καμιά πρόβλεψη για δημιουργία ζώνης άμυνας στην περιοχή της Σμύρνης. Το Σύνταγμα Πλαστήρα για παράδειγμα θα μείνει στην ιστορία για πάντα για το αξιόμαχο που διατήρησε ως την τελευταία στιγμή. Επομένως δεν ήταν λανθασμένη η παρουσία των Ελλήνων στη Μ. Ασία αλλά απόλυτα δίκαιη.
Όμως η σύγκρουση των συμφερόντων ανάμεσα στους μεγάλους της Αντάντ για τη διανομή της περιοχής στην Εγγύς Ανατολή με τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου από τη μια μεριά και η ανάπτυξη του εθνικού τουρκικού κινήματος που γρήγορα ενισχύθηκε από τη Σοβιετική Ένωση με το σύμφωνο φιλίας, (σημαντικό για διπλωματικούς λόγους και την προμήθεια στρατιωτικού υλικού) από την άλλη, διέψευσαν τις προσδοκίες του ελληνισμού. Την όλη ρευστή κατάσταση από την άποψη των Συμμάχων επιδείνωσαν τα γεγονότα της εσωτερικής ελληνικής πολιτικής.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια παγιδεύτηκε ο μικρασιατικός ελληνισμός και τα δυτικά παράλια περάσανε από τη δοκιμασία του τουρκικού φανατισμού, που μεταφράστηκε με τους πιο βίαιους διωγμούς σε όλη την κλίμακα των εκδηλώσεών τους. Τον Αύγουστο-Σεπτέμβρη του 1922 συντρίβονται με αδιανόητη τραγικότητα και για πάντα τα όνειρα του ελληνισμού στη γη της Μ. Ασίας. Στις φλόγες παραδίδονται πολλά χωριά στα δυτικά παράλια, όπως και η όμορφη ελληνική Σμύρνη. Κι αυτά μπροστά στα μάτια των Συμμάχων που έμειναν απλοί θεατές των τραγικών σκηνών των σφαγών, των βιασμών και των εκτελέσεων. Το αίμα και το μαρτυρικό βασανιστήριο των Ελλήνων της Αιολικής και Ιωνικής γης σφράγισαν την τελευταία σελίδα της τρισχιλιόχρονης ιστορικής παρουσίας τους.
Η Ανακωχή των Μουδανιών (11 Οκτωβρίου 1922) έθεσε τέρμα στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο και ανέστειλε κάπως το κύμα της βίας και της σφαγής, αναγνωρίζοντας παράλληλα ως θέμα σοβαρό την τύχη του Μικρασιατικού ελληνισμού. Αυτή καθορίστηκε στις συζητήσεις για τη συνθήκη ειρήνης, που άρχισε τις εργασίες της στη Λωζάννη (21 Νοεμβρίου 1922). Στις 30 Ιανουαρίου 1923 υπογράφτηκε ειδική Σύμβαση για ανταλλαγή πληθυσμών.
Η έντονη αντίθεση κατά της υποχρεωτικής Ανταλλαγής, δηλαδή του οριστικού εκπατρισμού της μικρασιατικής και θρακικής ομογένειας, εκφράστηκε σε ψήφισμα που εγκρίθηκε από τον προσφυγικό λαό των Αθηνών σε πάνδημο συλλαλητήριο τον Ιανουάριο του 1923, στο οποίο οι άνθρωποι ζήτησαν τα αυτονόητα δίκαιά τους ,της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, επισημαίνοντας το δικαίωμα να κατοικούν στη γη των προγόνων τους και καταδικάζοντας την άδικη στάση των Συμμάχων, τους οποίους εμπιστεύτηκαν και βοήθησαν. Ψήφισαν ομόφωνα τη δυνατότητα παλιννόστησης, που έπεσε τελικά στο κενό. Απέναντι στο δίκαιο και στον ανθρωπισμό υπερίσχυσε σε όλες τις πλευρές η πολιτική σκοπιμότητα.
Βέβαια η ανταλλαγή των πληθυσμών στη δεδομένη χρονική στιγμή και με τις συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στα Βαλκάνια εξασφάλισε την ελληνική δημογραφική ομοιογένεια των πολύπαθων περιοχών της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης. Απομένει όμως το γεγονός ότι ουδέποτε ενημερώθηκαν οι ξεριζωμένοι Έλληνες πάνω στους πραγματικούς λόγους ή στα ανομολόγητα ελατήρια της οριστικής συντριβής του ονείρου του επαναπατρισμού, ούτε τους κάλεσε ποτέ κανείς να διατυπώσουν γνώμη πάνω στη μοίρα που τους επιβλήθηκε. Η ξεριζωμένη γενιά έμεινε με την πικρή αίσθηση ότι περιφρονήθηκε ως σύνολο ανθρώπινο με βούληση και αξιοπρέπεια. Ελάχιστη δικαίωση των προσφύγων μπορεί να θεωρηθεί η εκ των υστέρων σφοδρή αντίθεση της Επιστήμης στο σύστημα της Ανταλλαγής των πληθυσμών που κρίθηκε ως παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου: του δικαιώματος στη ριζωμένη στο πάτριο έδαφος οικογενειακή εστία και στο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον του.
Τα πρώτα χρόνια της προσφυγιάς στάθηκαν χρόνια δύσκολα. Την εξαθλίωση και τον πόνο για τις χαμένες πατρίδες συμπλήρωνε η δυσπιστία και κάποια αντίθεση του γηγενούς στοιχείου. Η στάση αυτή φανέρωνε έναν συνειδητό ή υποσυνείδητο φόβο μήπως η μάζα του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων ξεριζωμένων και εξαθλιωμένων Μικρασιατών που εισέρρευσε απότομα σε μια χώρα έξι μόλις εκατομμυρίων κατοίκων δημιουργήσει προβλήματα κοινωνικά, καταλυτικά της εύθραυστης κοινωνικής ισορροπίας που είχε εξασφαλίσει με τις αναπόφευκτες παλινδρομήσεις ένας σχεδόν αιώνας ελεύθερου κρατικού βίου.
Η αντιμετώπιση όμως αυτή ήταν μικρόνους γιατί η βαθμιαία άνοδος του προσφυγογενούς κόσμου, κι ακόμη περισσότερο η συμβολή του σε μιαν ανορθωτική διαδικασία που σημειώθηκε στην Ελλάδα σε χρόνια μεταγενέστερα, είναι φαινόμενα που κανείς δεν αμφισβητεί σήμερα. Μικρασιάτες, Πόντιοι, Κωνσταντινοπολίτες και Θράκες δεν περιορίσθηκαν απλώς σε μια οικονομική ή πολιτιστική εισφορά στο εθνικό σύνολο αλλά στάθηκαν αυτόχρημα συνδημιουργοί στη διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού.
Ημέρα μνήμης λοιπόν η σημερινή. Μνήμης των ιστορικών γεγονότων και των ανθρώπων που έμειναν πίσω και χάθηκαν αναίτια. Οι νεκροί περιμένουν τη δικαίωση η οποία επέρχεται μόνο μέσα από την ανάμνηση και ανάκληση του παρελθόντος, γιατί όσο κι αν οι σημερινές διεθνείς και ευρωπαϊκές συνθήκες στοχεύουν με ισότιμους και δίκαιους όρους στη συνεργασία και την ειρήνη μεταξύ των λαών, επιθυμητό και ευκταίο από όλους, το αγκάθι της Μ. Ασίας πληγώνει κάθε ελληνική ψυχή. Σίγουρα προχωρήσαμε και θα προχωρήσουμε αλλά ποτέ δεν θα ξεχάσουμε.
Η μνήμη προς το παρελθόν και η προοπτική προς το μέλλον συνιστούν τους δυο άξονες της ανθρώπινης ζωής, των ατόμων και των Εθνών, με την έννοια ότι η πρώτη επιδρά στη δεύτερη καθορίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις επιλογές του παρόντος, ιδιαίτερα σε εποχές κατά τις οποίες οι προκλήσεις είναι μεγάλες.
Οι γενιές που έζησαν τους Βαλκανικούς πολέμους, το Μεγάλο Πόλεμο, τη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή και φυσικά τα όσα ακολούθησαν αντιμετώπισαν αυτές τις προκλήσεις, πολέμησαν και θυσιάστηκαν για τα ιδανικά τους, επιδιώκοντας ίσως το ακατόρθωτο, γιατί δεν είναι το ασφαλές της νίκης που σφυρηλατεί τους λαούς.
Οι προκλήσεις στην εποχή μας είναι πολλές και δοκιμάζουν τις αντοχές μας ως έθνος και ως κράτος. Όμως η ιστορία μας έχει να επιδείξει ότι ακόμα και στις πιο τραγικές στιγμές βρίσκουμε τον τρόπο να ορθοποδήσουμε, αρκεί να είναι ζωντανή η ιστορική μνήμη και αυτοσυνειδησία.
Μια πατρίδα, όπως και να την ονομάσουμε- αλύτρωτη, χαμένη, αλησμόνητη- ζει πάντοτε στα απαραβίαστα πνευματικά σύνορα της εθνικής μας συνείδησης και από τα ορεινά της τοπία σιωπηλά, αλλά επίμονα, προστάζει να μην τη λησμονήσουμε ποτέ.
“Οι ματωμένες μνήμες μας, οι Ιωνικές μας νύχτες, οι ελληνικές μας αντοχές θα νικούν το χρόνο.”
Ελπίδα Κατσικογιάννη….Σάμος.