Μικρασιατικές αναμνήσεις……
Η ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΞΑΓΟΡΕΙΟ.
Εδημοσιεύθη εις την εφημερίδα Προσφυγικός Κόσμος την 1ην Ιανουαρίου 1954.
Είναι κι αυτή μια ιστορία του περασμένου καιρού,μα νομίζω πως έχει και πολύ τη θέση της τέτοιες μέρες. Τα παιδιά σήμερα όσο μπορούν, άλλα στα σπίτια τους και άλλα σε κάποια ιδιωτικά προ πάντων σχολεία, μαζεύονται συντροφιές με τους δασκάλους και τους γονιούς τους, γύρω από ένα στημένο κλωνάρι έλατο για άλλο παρόμοιο δέντρο, αληθινό ή ψεύτικο, φωτισμένο και στολισμένο με χρυσάφια ψεύτικα πια αυτά και μερικά ανάλογα φανταχτερά αντικείμενα. Χορεύουν, τραγουδούν, απαγγέλουν ποιήματα και κάποτε ένας από τους μεγαλείτερους κόβει την πίτα. Ένας συνδυασμός, ίσως ακόμη όχι τόσο επιτυχημένος, εθίμων παλαιών του τόπου μας και εθίμων που μας ήλθαν από κάποιες μακρυνές χώρες,μια ανάγκη κι αυτό ή καλλίτερα λογική εξέλιξη του κοινωνικού μας βίου, σύμφωνα με τις συνθήκες της εποχής μας·η επιβαλλόμενη προσαρμογή της ζωής μας προς το εκάστοτε τοπικό ή χρονικό περιβάλλον μας. Μερικοί από μας τους παλιούς αγανακτούν,αλλά πιστεύω να μην έχουν δίκιο.Γιατί δηλ. να αγανακτούν για το χριστουγεννιάτικο δέντρο που μας ήλθε από τις βορεινές, αγγλοσαξωνικές χώρες και δεν αγανακτούν διόλου που φοράμε σήμερα αντί για φουστανέλλα (!) φράγκικα;
Ένα ίσως θα πρέπει να προσέξουμε:
Αν στο βάθος και των σημερινών και των παλαιοτέρων υπάρχει πραγματική συγκίνηση·και αν αυτή η συγκίνηση, που υπάρχει βέβαια, γιατί θάταν παραλογισμός να υποστηρίξουμε το αντίθετο, διαφέρει σήμερα, ας πούμε, σε ποιότητα ή σε ένταση. Ίσως να μη διαφέρει ούτε στο ένα ούτε στο άλλο·κι αυτό πιστεύω περισσότερο. Ωραία είναι η ψυχή του παιδιού και αξιοσέβαστο ό,τι τονώνει την ομορφιά αυτή.
Έτσι θυμήθηκα αυτές τις χρονιάρες μέρες τον παλιό μου δάσκαλο, το Φώτη Τσακίρη, στο σχολειό της χαμένης πατρίδας μου, την Αναξαγόρειο Σχολή των Βουρλών, το πρώτο σχολειό της ζωής μου. Μας ανέπτυξε το σχέδιό του και έδωσε έγκαιρα και τις παραγγελίες του, ευθύς μετά τα Χριστούγεννα σαν γυρίσαμε στο σχολειό. Εκεί δε βαστούσανε δυο βδομάδες οι διακοπές των ημερών αυτών:
”Τρεις τα Γέννα·τρεις τα Φώτα κι έξη στην Ανάσταση.”
ήταν το λόγιο που καθόριζε την έκταση των μεγάλων εορταστικών σχολικών μας παύσεων, έτσι όπως τώχαμε ακούσει κι από τους γονιούς μας.
Πηγαίναμε τότε στην Πέμπτη ή στην Έκτη Αστικής. Ο Τσακίρης ήταν ο δάσκαλός μας·μας είχε παραλάβει από την πρώτη του Δημοτικού και μας ανέβαζε ως τις γυμνασιακές τάξεις. Δι’ αυτό, αλλά και για την ουσία της ανθρωπιάς του, εκείνο που μας έδενε μαζύ του, δεν ήταν, δεν μπορούσε φυσικά νάταν, ό,τι χαρακτηρίζει τις κατά κανόνα σχέσεις μαθητών και δασκάλου. Πέρασαν χρόνια τόσα από τότε, μια ολόκληρη ζωή χωρίς υπερβολή κι όμως η επίδρασή του στις ψυχές και στο πνεύμα μας διατηρείται πάντα και σε πολλά ακόμη μας στηρίζει. Η μορφή του, η έκφρασή του, έκφραση του ενάρετου, του αγαθού, του μεγαλόψυχου και μεγαλόκαρδου δασκάλου, χωρίς καθόλου να σκιαστή από του χρόνου το πέρασμα στη μνήμη και στη φαντασία μας, πήρε απ’ εναντίας σήμερα μια φωτεινότητα υπερβατική, τη γοητεία του απόμακρου.
Μας είπε, λοιπόν, πως την παραμονή τ’ Άη – Βασιλιού το απόγευμα θα κόβαμε και μείς, στην τάξη μας, τη βασιλόπιτα. Ο καθένας μας, αν ήθελε, θα έφερνε ό,τι γλυκά αϊβασιλιάτικα θα του δίνανε από το σπίτι του.
Η βασιλόπιτα θάταν το δικό του, του δασκάλου μας, το μερδικό. Το είπαμε κι εμείς στις μανάδες μας που πολύ ξαφνιαστήκανε·δεν θυμούνταν να ξανάγινε κάτι τέτοιο. Μα όλες το χάρηκαν γιατί είδανε τη δική μας χαρά και γιατί τον αγαπούσανε κι αυτές σαν κι εμάς, το δάσκαλό μας. Μας ντύσανε στα καλά μας, καθαρά και φρεσκοσιδερωμένα, μας γιαλίσανε τα παπούτσια μας, μας λούσανε από το πρωΐ και μας ξαποστείλανε, γελαζούμενες και με καμάρι, στην ώρα μας, με τα γλυκά μας. Ένα πιάτο μεγάλο, βαθύ, γεμάτο, μέσα σε μιαν άσπρη πετσέτα που μ’ ανάλογο καμάρι κι εμείς κρατούσαμε με προσοχή, κρεμασμένο από τις τέσσερες άκρες της πετσέτας.
Κι ο δάσκαλός μας με τα γιορτινά του, τα μαύρα του ρούχα, άσπρο σκληρό κολλάρο, έλαμπε. Μας υποδεχότανε έναν – έναν με τ’ όνομά του από την πόρτα της τάξης. Το Μεγάλο Σχολείο ήταν ήσυχο·κανείς άλλος δεν είχε πάγει εκείνο το απόγευμα εκτός από μας. Ένα γεγονός που φαίνονταν να φαντάζει·που έδινε ακόμα μεγαλείτερη σημασία στην τελετή μας. Μπροστά στην έδρα υπήρχαν τρία – τέσσερα τραπέζια κολλημένα στο μάκρος και σκεπασμένα με καθαρά τραπεζομάντηλα. Επάνω εκεί αφήναμε τα πιάτα, παίρναμε τις πετσέτες και καθόμαστουν στη θέση μας. Φοινίκια, σεκερλοχούμια, μπακλαβάδες, καταΐφια, σαραγλιά, βασιλοπιτάκια, αετουδάκια κι άλλα τέτοια σκεπάσανε σε λίγο όλη την επιφάνεια του τραπεζιού. Ο δάσκαλος μ’ ένα – δυο από μας τα ανακάτωσε και τα στόλισε με γούστο·και δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει κανείς τα δικά του από των αλλονών·γιατί κοντά σε γλυκά με πλούσια χάρτζια, ήσαν κι άλλα με κάπως ευτελέστερα υλικά. Μα όλα γίνηκαν ένα, γιατί μια ήθελε και την ψυχή μας, στις μεταξύ μας σχέσεις, ο δάσκαλός μας. Και στη μέση του τραπεζιού, μέσα σε μια μεγάλη φαγιάντσα, η βασιλόπιτα με το έτος επάνω 1908 ή 1909·την είχε παραγγείλει στου Ζαρμπώνη, το καλλίτερο ζαχαροπλαστείο του τόπου.
Κι άμα αποτέλειωσε η διακόσμηση του τραπεζιού, σηκωθήκανε οι καλλίφωνοι και σταθήκανε στη μια του άκρη και ας είπανε τον Άη – Βασίλη, τα κάλαντα όπως τα λέγανε στα Βουρλά. Ύστερα σηκωθήκαμε, κάναμε το σταυρό μας, είπαμε την προσευχή μας και τότε ο δάσκαλος πήρε τη βασιλόπιτα επάνω στην έδρα, έκανε με το μαχαίρι, χαράζοντάς την, το σημάδι του σταυρού, μας ευχήθηκε:
-Αγάπη, υγεία, ευτυχία και καλή πρόοδο.
Κι άρχισε να την κόβει. Έκοψε πρώτα ο κομμάτι τ’ Άη – Βασίλη, ύστερα το κομμάτι της τάξης, το δικό του και κατόπιν πια με τη σειρά, ένα – ένα τα δικά μας.
Τα μάτια μας σπίθιζαν·η ψυχή μας φτερούγιζε σ’ όλο αυτό το διάστημα. Ο καθένας μας σηκωνότανε, πήγαινε στην έδρα, του φιλούσε το χέρι, έτσι όπως φιλούσαμε εκείνες τις μέρες το χέρι των γονιών μας και όλων των μεγαλειτέρων μας, έπαιρνε το κομμάτι του και πήγαινε και στεκότανε γύρω από το στρωμένο τραπέζι. Κι όταν τελείωσε το κόψιμο και το μοίρασμα, κατέβηκε κι εκείνος και στάθηκε ανάμεσά μας ·κι αρχίσαμε να τρώμε όλοι μαζύ πρώτα την πίτα. Είχε βάλει μέσα κι ένα φλουράκι·μα δεν θυμάμαι σε ποιον έπεσε·ποιος ήτανε ο μεγάλος τυχερός που όλοι τον μακαρίσαμε. Ξανατραγουδίσαμε κατόπιν·κι εκείνος γύριζε ανάμεσά μας·κι άλλον τον πείραζε με το λόγο·σ’ άλλον έπαιρνε ένα φοινίκι και του το έχωνε στο στόμα·κι άλλου του χάϊδευε τα μαλλιά. Ήταν κι αυτός τότε ένα παιδί ανάμεσά μας.
Είχε σκοτεινιάσει κι άρχισαν ν’ ανάβουν τα φανάρια στους δρόμους κι οι λάμπες στα γειτονικά σπίτια όταν φύγαμε, με τα άδεια πιάτα τυλιγμένα τώρα στις άσπρες πετσέτες.
Έξω τα παιδιά είχανε βγη πια και λέγανε στα σπίτια και στα μαγαζιά τον Άη – Βασίλη. Οι δρόμοι είχαν γεμίσει από τον κόσμο που πήγαινε για τα ψουνητά. Στάθηκα στην εξωτερική πόρτα του περιβόλου και γύρισα πίσω και κοίταξα, δεν θυμούμαι για ποιο λόγο. Η μεγάλη αυλή του σχολείου ήταν έρημη τώρα·και πέρα, στο βάθος της, ανάμεσα στις δωρικές κολόνες των προπυλαίων στέκονταν εκείνος, αχνός στο λυκόφως, σιωπηλός και μας παρακολουθούσε.
Σημείωση:Εχει διατηρηθεί η σύνταξη και η ορθογραφία του πρωτοτύπου.
77