ΣΟΚ ΚΑΙ ΔΕΟΣ!
Το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024 γύρω στις 13.00,μετά τη Θεία Λειτουργία στη Μητρόπολη της Σμύρνης,
η Ενωση Βουρλιωτών Μ.Ασίας επισκέφθηκε τη Σκάλα των Βουρλών και στη συνέχεια το νησί της Καραντίνας,επίσκεψη που γίνεται οργανωμένα ίσως γιά πρώτη φορά μετά το 1922.
Στην επίσκεψη μας συνόδευαν ο Δήμαρχος των Βουρλών με τη σύζυγο και τα παιδιά τους,όπως επίσης και πολλά μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου των Βουρλών.
Μας ξενάγησαν στις εγκαταστάσεις της καραντίνας,μας έδειξαν τα ίχνη από το δρόμο του Μ.Αλεξάνδρου
και τέλος επισκεφθήκαμε το Αγίασμα του Αη-Γιάννη….
Σοκ.
Τα πόδια βαραίνουν,η καρδιά κτυπά δυνατά και η ανάσα κόβεται!
Γινόμαστε μερικοί από τους ελάχιστους Χριστιανούς που πάτησαν το πόδι εδώ μετά το ΄22.Μετά τη Καταστροφή.
Γράφει στη σελίδα 248 του Α΄τόμου γιά τα Βουρλά ο Ν.Μηλιώρης:
”Αγιος Ιωάννης: Κατακόμβη στο νησί των Κλαζομενών.Εθεωρείτο η αρχαιότερη χριστιανική κατακόμβη της Μικράς Ασίας,ήταν λαξευμένη σε υπόγειο βράχο με υπόγεια στοά,η οποία καθώς είπαμε και σύμφωνα με μιά βουρλιώτικη παράδοση,έφτανε ως την άλλη κατακόμβη των Βουρλών,του Αη- Γιάννη του Μουσελέ.”
Κάποτε,λέγαν,βάλανε ένα κόκορα στο Αγίασμα του Αη-Γιάννη του Μουσελέ στα Βουρλά και το βρήκαν την άλλη μέρα στη Καραντίνα.
Γράφει,μεταξύ των άλλων,ο Γ.Σεφέρης στα ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΑ….ΜΕΡΕΣ 1948-1950 στις σελίδες 119-129,γιά το Αγίασμα της Καραντίνας κατά την επίσκεψη του,
την μία και μοναδική,που έκανε την Κυριακή 2 Ιουλίου του 1950 στα Βουρλά.
…………………………………………………………………………………………………………..
”Τραβήξαμε στα Βουρλά.Τον έκανα άλλοτε συχνά αυτό τον ίδιο δρόμο με το ποδήλατο.Ο μακρύς αψηλός τοίχος που έφραζε τ΄αμπέλια,η βίγλα,ο σιδερένιος ανεμόμυλος,δεν υπάρχουν.Οι λόφοι δεξιά γυμνωμένοι.Από τους δέκα μύλους,λίγα χαλάσματα.
Πήραμε καφέ στην πλατεία.Δεν αναγνώρισα απολύτως τίποτε.Ρωτήσαμε αν μπορούσαμε να μπούμε στο νησί τ΄Αι-Γιάννη.Είχα τύχη.Βρέθηκε μπροστά μας ένας φύλακας του λοιμοκαθαρτηρίου και τηλεφώνησε κάτω στο γιατρό.Μας δέχτηκε.Περάσαμε με το τζίπ το χτιστό λαιμό ως μέσα στο νησί.Μαζί με το γιατρό,παραθέριζε και ο γαμπρός του,βυρσοδέψης από τη Σμύρνη.Μιλούσε γαλλικά και γερμανικά.Είχε σπουδάσει στη Γερμανία τον καιρό του Πρώτου Πολέμου,θυμόταν Ελληνες συμφοιτητές: ”Πεινάσαμε πολύ τα χρόνια εκείνα.” είπε.Κάναμε μπάνιο μαζί.Μας σύστησε να μην κολυμπήσουμε μακριά,γιατί έρχουνται άγρια ψάρια.
Μας έδειξαν και λίγα παλαιά σημάδια,ψηφιδωτά.Μάζεψα λίγα ψηφία.Ο φύλακας κρατούσε δυο τρία χάλκινα ρωμα’ι’κά νομίσματα πολύ φθαρμένα που είχε βρεί εκεί. ”Υπάρχει κι ένα αγίασμα” (τη λέξη τη χρησιμοποιούν στα τούρκικα),πρόσθεσε,”έχει ένα μακρλυ λαγούμι που βγαίνει στη στεριά,λένε,πέρα στο βουνό.Ηξερα πως μιλούσε γιά την υπόγεια σπηλιά,το ξωκλήσι του Αγίου των ”Παραξυμών”.
Στον καιρό μου έλεγαν πως το λαγούμι οδηγούσε στη θαματουργή Παναγία,στα Βουρλά.Μπορείς να διώξεις τους θεούς κάποτε,όμως οι χειρονομίες της λατρείας δε φεύγουν τόσο εύκολα.Κάτι μένει από τη συκιά όπου έδεναν τ΄αναθηματικά κουρελάκια.
Κατέβηκα.
Οι μικρές καμάρες λαξεμένες στο βράχο και οι πλάτες του βωμού μαυρισμένες ακόμη από τα κεριά του άλλου κόσμου.
Σαν βγήκα είχα νιώσει πως έγινε στήλη άλατος η γυναίκα του Λωτ όταν κοίταξε πίσω.”
130