Με τον όρο βορειοηπειρωτικό ζήτημα εννοούμε το εθνικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων 1912-13 και συγκεκριμένα με τη διάσκεψη του Λονδίνου (Σεπτέμβριο 1913) και το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (Δεκέμβριος 1913) επί τη βάσει των οποίων αποσπάσθηκε το βόρειο τμήμα της Ηπείρου από τον ελληνικό κορμό και προσαρτήθηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Επρόκειτο για μια πράξη άδικη, αφού η Ήπειρος ιστορικά και γεωγραφικά είναι μία και αδιαίρετη. Τον ελληνικό χαρακτήρα της Βορείου Ηπείρου μαρτυρούν τόσο τα αρχαία μνημεία και ευρήματα των αρχαίων πόλεων (Επιδάμνου, Απολλωνίας, Βουθρωτού κ.τ.λ.) που έφερε σε φως η αρχαιολογική σκαπάνη, όσο και τα τοπωνύμια και ανθρωπονύμια, τα οποία κατά τον Georgiev είναι πολύ αρχαία και μόνο ελληνικής προέλευσης.
ΒΟΡΕΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ.
Το Ηπειρωτικό ζήτημα υφίσταται από συστάσεως του ελληνικού κράτους, τότε που ο Καποδίστριας ζητούσε χάραξη συνόρων στον ποταμό Γενούσο (Skubi), στηριζόμενος σε όλους τους αρχαίους, Βυζαντινούς και νεότερους ιστορικούς που οριοθετούσαν εκεί την κυριαρχία των ελληνικών φύλων.
Η ενιαία Ήπειρος.
Με τη μαύρη γραμμή δηλώνονται τα σημερινά σύνορα Ελλάδας- Αλβανίας. Με τη μπλε δηλώνονται τα σύνορα της αυτόνομης περιοχής που όριζε το Πρωτόκολλο της Κέκρκυρας τον Μάιο του 1914. Η κόκκινη γραμμή δείχνει τα όρια των ελληνικών φύλων σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς.
Η ιστορία της Βόρειας Ηπείρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία του αρχαίου και μεσαιωνικού Ελληνισμού και τους αγώνες του για ανεξαρτησία από τον 15ο αιώνα.
Η διχοτόμηση της ενιαίας Ηπείρου το 1913 υποκινήθηκε από την Τουρκία και ήταν συνέπεια συμφωνίας εταίρων προς εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών συμφερόντων τους στη Βαλκανική και στην Αδριατική θάλασσα. Καθώς η Ελλάδα διεκδικούσε τις πανάρχαιες εστίες του Ελληνισμού στην περιοχή μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο ελληνικός στρατός απελευθέρωνε πόλεις με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο και έντονη την ελληνική συνείδηση. Πρώτη απελευθερώθηκε η Χιμάρα το Νοέμβρη του 1912, από διακόσιους Χιμαριώτες και Κρητικούς, με αρχηγό τον μακεδονομάχο Σπύρο Σπυρομήλιο, γνωστό ως «Καπετάν Μπούα». Ακολούθησαν οι Άγιοι Σαράντα, η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, η Κλεισούρα, η Πρεμετή και ο Αυλώνας. Ο πάνδημος ενθουσιασμός των Βορειοηπειρωτών, η καταφανής πρόθεσή τους για απελευθερωτικό αγώνα μέχρις εσχάτων και οι συγκινητικές εκδηλώσεις προς τον ελληνικό στρατό, αλλά και τα ψηφίσματα και τα υπομνήματα που ακολούθησαν, αποτέλεσαν αδιάψευστα ντοκουμέντα ελληνικής συνείδησης στη Βόρεια Ήπειρο.
Δυστυχώς όμως, μετά τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου και κατά την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου, στις 17 Μαΐου 1913, οι ιστορικές συγκυρίες συνάρτησαν την τύχη της Βόρειας Ηπείρου με αυτήν των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, όπου η επικυριαρχία θα αναγνωριζόταν στην Ελλάδα μόνο αν συναινούσε στην προσάρτηση των βoρειοηπειρωτικών εδαφών από το νεοσύστατο τότε αλβανικό κράτος. Διότι, στο διπλωματικό παρασκήνιο, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των Αυστριακών και των Ιταλών, που δεν επιθυμούσαν να εξελιχθεί η χώρα μας σε ισχυρή δύναμη της Αδριατικής, η εδαφική αύξηση της Ελλάδας θεωρήθηκε υπερβολική. Έτσι, παρόλο που οι ελληνικές διεκδικήσεις στηρίζονταν σε αδιάσειστα ιστορικά, δημογραφικά, πολιτισμικά και στρατιωτικά στοιχεία, το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις στις 17 Δεκεμβρίου 1913, επεδίκασε τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία, ενώ η Ελλάδα όφειλε να εκκενώσει τα εδάφη που είχε καταλάβει ο ελληνικός στρατός μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913).
Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΣΤΣ 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1914
Οι Βορειοηπειρώτες αντέδρασαν τότε δυναμικά. Η «Οργανωτική Επιτροπή της Πανηπειρωτικής Συνέλευσης», με πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο, ανακήρυξε πανηγυρικά στις 17 Φεβρουαρίου του 1914 την ανεξαρτησία των ελληνικών επαρχιών και τη Βόρεια Ήπειρο «Αυτόνομη Πολιτεία» με προοπτική την ένωσή της με το ελληνικό κράτος. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν λίγους μήνες αργότερα στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας, όπου αναγνωρίστηκε ο ελληνικός χαρακτήρας των βορειοηπειρωτικών εδαφών και δόθηκαν διοικητικά, εκκλησιαστικά, εκπαιδευτικά και γλωσσικά προνόμια στους κατοίκους των επαρχιών Κορυτσάς και Αργυροκάστρου, ισοδύναμα ουσιαστικά με αυτονομία.
Τα γεγονότα όμως και οι επόμενες συγκρούσεις, η αδυναμία των ελληνικών κυβερνήσεων να υποστηρίξουν σθεναρά το ζήτημα, ο πολιτικός διχασμός και οι μικροκομματικοί ανταγωνισμοί έδωσαν την ευκαιρία στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις να επιδικάσουν οριστικά τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία με το Β΄ Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας το 1925.
Αργότερα, κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις του 1940-41, ο ελληνικός στρατός εισήλθε και πάλι ελευθερωτής στη Βόρειο Ήπειρο. Μετά τη γερμανική επίθεση και την κατάρρευση του μετώπου, το δίλημμα της ελληνικής μειονότητας ήταν αν θα συντασσόταν με τις δυνάμεις των Αλβανών εθνικιστών (Balli Kombëtar) ή αν θα στηριζόταν στους Αλβανούς παρτιζάνους και το Front Nacional-Çlirimtare. Η απόφαση για συνεργασία ήταν άμεσα εξαρτημένη από τη δυνατότητα και τις υποσχέσεις των αντιστασιακών ομάδων σχετικά με τα αιτήματα της μειονότητας. Έτσι, η αντίσταση των Βορειοηπειρωτών στον Άξονα συνδέθηκε με την ανεξαρτησία τους και την ένωση με την Ελλάδα και εκφράστηκε με τη συγκρότηση της οργάνωσης Μ.Α.Β.Η. το 1942.
Η επαναστατική σημαία που υψώθηκε στη Μητρόπολη Κορυτσάς. Σήμερα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα (αρ. ταυτ. 3960).
Ο δικέφαλος αετός σε πορφυρό φόντο αποτελούσε την πολεμική σημαία της υστεροβυζαντικής περιόδου αλλά και το επαναστατικό λάβαρο του πρίγκιπα των Ηπειρωτών Γεώργιου Καστριώτη, καθώς και του Χειμαριώτη πολέμαρχου της Μάνης Κροκόδειλου Κλαδά.(Ήταν στα 1481 όταν ο Κορκόδειλος Κλαδάς και οι Μανιάτες αγωνιστές επαναστάτησαν. Έφτασαν ως την Ήπειρο κι απελευθέρωσαν την περιοχή της Χιμάρας.Αβοήθητος από τη Δύση, που τον είχε ενθαρρύνει, ο Κλαδάς αιχμαλωτίστηκε, εννέα χρόνια αργότερα, και γδάρθηκε ζωντανός.)
Οι Βορειοηπειρώτες έβαλαν τον δικέφαλο αετό στην Ελληνική Σημαία για να δείξουν τη διάθεση για ένωση με την Ελλάδα.Η αλβανική σημαία αποτέλεσε οικειοποίηση και απομίμηση αυτού του πολεμικού εμβλήματος .
Μετά τη λήξη του πολέμου όμως, όταν το 1945 η Συμφωνία της Γιάλτας όρισε ζώνες επιρροής, οι Βορειοηπειρώτες βρέθηκαν υπό το σταλινικού τύπου καθεστώς του Ενβέρ Χότζα. Καθώς είχαν στόχο την αυτονομία, ήρθαν σε σύγκρουση με τη Sigurimi, τη Μυστική Αστυνομία, που συνέλαβε και εκτέλεσε τους επικεφαλής ξεκινώντας τρομοκρατική πολιτική εναντίον της ελληνικής μειονότητας. Για 40 χρόνια η Βόρεια Ήπειρος, δοσμένη de facto και όχι de jure στην Αλβανία, γνώριζε διώξεις, εγκλήματα, απομόνωση και οργανωμένο αφελληνισμό.
Συμπερασματικά η Βόρειος Ήπειρος απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό το 1913, μαζί με την υπόλοιπη Ήπειρο.
Δυστυχώς, όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής αυτής παρασύρθηκαν από την Ιταλία και Αυστροουγγαρία και ίδρυσαν το ανύπαρκτο μέχρι τότε άλβανικό κράτος, το οποίο προσαρτήθηκε με το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (13 Δεκ. 1913) ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος.
Οι κάτοικοι όμως της Βορείου Ηπείρου ποτέ δεν αποδέχθηκαν το επαίσχυντο αυτό πρωτόκολλο. Έτσι την 17 Φεβρουαρίου 1914 ανακηρύχθηκε η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και σχηματίσθηκε η πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο.
Ταυτόχρονα σχηματίσθηκαν «ιεροί λόχοι». Σε τρεις μήνες οι αλβανικές δυνάμεις νικήθηκαν κατά κράτος και απομακρύνθηκαν από τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου.
Την 17η Μαΐου 1914, υπογράφεται το πρωτόκολλο της Κέρκυρας με το οποίο αναγνωρίστηκε η ελληνικότητα και η αυτονομία της Βορείου Ηπείρου και παραχωρούνται στους βορειοηπειρώτες συγκεκριμένα διοικητικά, θρησκευτικά και εκπαιδευτικά δικαιώματα.
Τον Οκτώβριο του 1914 οι δυνάμεις Εγκάρδιας Συννενοήσεως έδωσαν εντολή στην Ελλάδα να ανακαταλάβει στρατιωτικά τη Βόρειο Ήπειρο.
Έτσι το Δεκέμβριο του 1914 τα ελληνικά στρατεύματα επανήλθαν στη Βόρειο Ήπειρο και έμειναν εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1916.
Δυστυχώς, οι διαρκείς παρεμβάσεις της Ιταλίας και ο διχασμός του Έθνους συνέβαλαν στο να παραδοθεί και πάλι η Βόρειος Ήπειρος στην Αλβανία με την πρεσβευτική διάσκεψη των Παρισίων (9 Νοεμβρίου 1921).
Το 1940 ο ελληνικός στρατός ανακατέλαβε την Βόρειο Ήπειρο, την οποία απελευθέρωσε για τρίτη φορά.
Μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί και σημαία κυματίζει τώρα ελληνική
και χωρίς πολλές κουβέντες μπήκαν Έλληνες λεβέντες μες στην Κορυτσά.
Δυστυχώς, το μαρτυρικό αυτό τμήμα ατύχησε και αυτή τη φορά. Ο ελληνικός στρατός απεχώρησε από τη Βόρειο Ήπειρο, ύστερα από την πλευροκόπηση της στρατιάς της Ηπείρου από τις γερμανικές μεραρχίες.
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα σύνορα της Αλβανίας τέθηκαν υπό διεθνή αναθεώρηση, ύστερα από αίτηση της ελληνικής κυβερνήσεως.
Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε η διάσκεψη των 21 εθνών που έγινε στο Παρίσι. Στη συνεδρία της 30ής Αυγούστου 1946 ο Υπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ενώσεως Μολότωφ πέτυχε την παραπομπή του ζητήματος στο συμβούλιο των τεσσάρων υπουργών Εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στη διάσκεψη των τεσσάρων Υπουργών των Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη συμφωνήθηκε ότι η απόφαση για τη Βόρειο Ήπειρο θα ληφθεί μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης με την Αυστρία και Γερμανία. Η συνθήκη με την Αυστρία υπογράφηκε την 15η Μαΐου 1955.
Η συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία υπογράφηκε στη Μόσχα στις 12 Σεπτεμβρίου 1990. Υπολείπεται ακόμη το βορειοηπειρωτικό. Δυστυχώς, οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, επικαλούμενες την τελική πράξη του Ελσίνκι περί του απαραβιάστου των συνόρων πάγωσαν το βορειοηπειρωτικό ζήτημα όσον αφορά το εδαφικό του μέρος.
Όπως, όμως, παρατηρεί ο καθηγητής Νικ. Αντωνόπουλος «… αι εδαφικαί διεκδικήσεις επί της Βορείου Ηπείρου δεν αντίκεινται εις την τελικήν πράξιν του Ελσίνκι της 1.8.1975, διότι αύτη απαγορεύει την βιαίαν κατάληψιν εδαφών και όχι την ρύθμισιν εκκρεμοτήτων βάσει συνθηκών…».
Το 1987 έγινε η άρση της εμπολέμου καταστάσεως μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Η ενέργεια αυτή υπήρξε μονομερής, αφού δεν υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης, που να διασφαλίζει τα εθνικά δίκαια και τα ανθρώπινα δικαιώματα των Βορειοηπειρωτών. Η ενέργεια αυτή φανερώνει το μειωμένο ενδιαφέρον του επισήμου κράτους στο εθνικό αυτό θέμα.