ΟΙ ΦΟΡΕΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΙΑΣ Μ. ΑΣΙΑΣ.
Θοδωρής Κοντάρας,φιλόλογος,ερευνητής μικρασιατικών θεμάτων.
(Πρώτο μέρος).
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Ενδυματολογικά 1 (έκδοση του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος, Ναύπλιο 2000), συνοδευμένο από πολλές φωτογραφίες, παλιές και νεότερες. Επίσης αναρτήθηκε στο Δίκτυο Μικρασιάτης και στην ιστοσελίδα του ΚΕΜΜΕ (Κέντρου Έρευνας και Μελέτης της Μικρασιατικής Ερυθραίας) και στις 13/5/19 στη σελίδα του Χορευτικού Ομίλου Ν.Ερυθραίας.
Οι φορεσιές των Ελλήνων της Ιωνικής Ερυθραίας είναι σχεδόν άγνωστες στο ευρύ κοινό, αλλά και στους μελετητές της ελληνικής φορεσιάς. Σ’ αυτό συνετέλεσαν η έλλειψη παλαιοτέρων γραπτών πηγών και κυρίως η Καταστροφή του 1922, που είχε ως συνέπεια την εξαφάνιση των ερυθραϊκών κοινοτήτων, τη διασπορά των Ερυθραιωτών στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό και την ολοκληρωτική ένταξή τους σε διαφορετικές κοινωνίες. Είναι επίσης και παρεξηγημένες, διότι από μια μεμονωμένη περίπτωση, την τελευταία τριακονταετία καθιερώθηκε ως ενδυμασία της ερυθραιώτικης Κάτω Παναγιάς η φορεσιά της ευβοϊκής Κύμης. Το λάθος διαιωνίζεται μέχρι τώρα, με αποτέλεσμα διάφοροι χορευτικοί σύλλογοι να χρησιμοποιούν κατά κόρον τα κουμιώτικα ως μικρασιάτικη φορεσιά της Ερυθραίας, ενώ από την έρευνά μας διαπιστώθηκε πως ουδέποτε αυτή η φορεσιά φορέθηκε, συστηματικά τουλάχιστον, από τις Κατωπαναγούσαινες. Αντιθέτως μάλιστα, γριές του χωριού αυτού διαμαρτυρήθηκαν έντονα, βλέποντας χορευτικά με κουμιώτικα και είπαν πως «οι μανάδες ντως δεν ηφορούσανε πλισεδένια λιόμαυρα μήτε αρβανίτικα μαντήλια.»
Οι ερυθραιώτικες φορεσιές κατατάσσονται στους τύπους ενδυμασίας του ευρύτερου αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Οι μεν αντρικές ανήκουν στον τύπο της φορεσιάς με νησιώτικη βράκα, οι δε γυναικείες στο νεότερο αστικό τύπο της φούστας με το πολκάκι.
Οποιεσδήποτε μαρτυρίες και πληροφορίες έχουμε – γραπτές, προφορικές και φωτογραφικές – αναφέρονται στα τέλη του περασμένου και στις αρχές του αιώνα μας (1880-1922). Αρκετές αποσπασματικές πληροφορίες παρέχουν ορισμένες μονογραφίες που γράφτηκαν μεταπολεμικά για τα Βουρλά, τα Αλάτσατα, τον Τσεσμέ και την Κάτω Παναγιά, αλλά αυτά τα έργα είναι κατά βάση ιστορικά και τοπογραφικά. Άπτονται διαφόρων θεμάτων του Ελληνισμού της Ερυθραίας και παρεμπιπτόντως η αναφορά τους στη φορεσιά είναι πολύ γενική, οι συγγραφείς δεν υπεισέρχονται σε λεπτομέρειες και δεν εξαντλούν το θέμα. Σημαντικότατες πάντως παραμένουν οι μαρτυρίες των προσφύγων από διάφορα μέρη της χερσονήσου της Ερυθραίας. Σύμφωνα με αυτές, οι Ερυθραιώτες ντύνονταν κατά δύο τρόπους: οι μεν αστοί και κυρίως οι γυναίκες φορούσαν ρούχα της ευρωπαϊκής μόδας της εποχής, οι δε λαϊκότερες τάξεις και κυρίως οι άντρες ντύνονταν με τον ελληνικό τρόπο. Η κοσμοπολίτικη Σμύρνη, η «καλλίστη των εν τη Ασία πόλεων» ασκεί τεράστια επιρροή στον τρόπο ντυσίματος, όπως άλλωστε και σε κάθε εκδήλωση της ζωής των κατοίκων της Ερυθραίας. Οι πλούσιες Ερυθραιωτίνες αστές παράγγελναν τα φορέματά τους στο Παρίσι, στη Ρωσία, στην Πόλη και στη Σμύρνη και οι άντρες τους φορούσαν εγγλέζικα ή πολίτικα κουστούμια. Οι λιγότερο εύποροι αστοί ράβονταν με τα φιγουρίνια στους φραγκοραφτάδες και στις μοδίστρες της Σμύρνης, των Βουρλών, των Αλατσάτων, του Τσεσμέ και της Χίου. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής ήταν αμπελουργοί, ναυτικοί και επαγγελματίες. Οι μεν άντρες φορούσαν τις βράκες ή σαρβάρια, οι δε γυναίκες το μισοφούστανο με το πορκάκι. Αυτές τις τοπικές φορεσιές άρχισαν να τις εγκαταλείπουν από τις αρχές του αιώνα μας, ακόμη και στα χωριά, όπου οι νέοι φόρεσαν τα φράγκικα. Ο Πρώτος Διωγμός (1914-1918), κατά τον οποίο οι Ερυθραιώτες, πλην της περιοχής Βουρλών, διώχτηκαν στην Ελλάδα ή εξορίστηκαν στην Ανατολή με ελάχιστα υπάρχοντα, συνετέλεσε ουσιαστικά στην πλήρη υποχώρηση της τοπικής φορεσιάς. Οι περισσότεροι πρόσφυγες νεαρής ηλικίας που σκορπίστηκαν στην Ελλάδα, προσαρμόστηκαν στην ευρωπαϊκή μόδα της εποχής και όταν επέστρεψαν το ’19 στην Πατρίδα, δεν ξαναφόρεσαν πια βράκες ή μισοφούστανα.
ΑΣΤΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΚΑΙ ΒΡΑΚΑΣ ΑΡΧΕΣ 20ου ΑΙΩΝΑ-ΑΛΑΤΣΑΤΑ
Παρόμοιες φορεσιές συναντάμε σε ολόκληρη την ευρύτερη περιφέρεια της Σμύρνης, όπου οι Ρωμιοί ξεπερνούσαν τις 650.000. Βράκες και μισοφούστανα φορούσαν γύρω στα 1900, εκτός από την Ερυθραία, οι ελληνικοί αγροτικοί πληθυσμοί στους καζάδες (υποδιοικήσεις) Αδραμυττίου, Αϊβαλιού, Περγάμου, Αξαρίου, Φωκαίας, Μαινεμένης, Μαγνησίας, Νυμφαίου, Κασαμπά, Φιλαδελφείας, Μπαϊντιρίου, Θείρων, Οδεμισίου, Εφέσου, Αϊδινίου, Σωκίων και Αλικαρνασσού, καθώς και στα ελληνικά χωριά της Σμύρνης Σεβντίκιοϊ, Μπουτζά, Κουκλουτζά, Μπουρνόβα, Παπά Σκάλα, Μπουνάρμπασι, Χαλκαμπουνάρι, Τριάντα, Ναρλίντερε, Ναρλίκιοϊ, Τσιφλίκι τ’ Άη Γιώργη κ.ά.
Ως προς την ονοματολογία, συναντάμε ορισμένα προβλήματα που προκαλούν σύγχυση στον μελετητή. Συχνά βρίσκουμε το ίδιο ρούχο με δύο ή περισσότερα ονόματα (π.χ. τουζλούκι, τσαρντίνι, τσερδίνι, τζεσμέδι). Άλλοτε πάλι η ίδια ονομασία δηλώνει διαφορετικά πράγματα (π.χ. το σουρέλο είναι σώβρακο στο Σιβρισάρι της Ανατολικής Ερυθραίας και παντελόνι στην Αγιά Παρασκευή της Δυτικής Ερυθραίας). Συχνό επίσης είναι το φαινόμενο, κατά το οποίο ένα αντικείμενο καλείται με το όνομα κάποιου άλλου παρεμφερούς, από συμφυρμό, όπως π.χ. η μαντήλα και το καμπανί, που σε πολλά χωριά ονομάζονται αξεχώριστα και με τα δύο ονόματα.
Η ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ.
ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΝΤΙΚΙΟΪ ΠΕΡΙ ΤΟ 1910-14
Η αντρική φορεσιά της Ερυθραίας ανήκει στον τύπο φορεσιάς με βράκα. Φορέθηκε σε όλους ανεξαιρέτως τους οικισμούς της περιοχής (70 οικισμοί με αποκλειστικά ελληνικούς ή και μικτούς πληθυσμούς, με σύνολο 102.000 Ελλήνων περίπου), με μικροδιαφορές στα επί μέρους στοιχεία που την αποτελούν. Την ίδια φορεσιά με τοπικές φυσικά παραλλαγές φορούσαν χιλιάδες Ελλήνων στα μικρασιατικά παράλια, από τα Μούγλα και τα Μύλασα της Καρίας ίσαμε την περιοχή της Αιολίδας. Η φορεσιά ονομάζεται γενικά βράκες, σαρβάρια ή σαλβάρια και τα στοιχεία που την αποτελούν είναι τα εσώρουχα, η βράκα, το ποκάμισο, το γελέκι, το εσλίκι, τα τουζλούκια, το ζουνάρι, οι κάρτσες, οι καρτσοδέτες, τα παπούτσια και το κεφαλοκάλυμμα. Ο άντρας που φορούσε τις βράκες αποκαλείται βρακάς ή σαρβαράς και φρόντιζε πάντα να είναι αλλαμένος και τυποδεμένος (καλοντυμένος) για το ζαριφλίκι, την άψογη εμφάνιση. Όσους εγκατέλειπαν τις βράκες και ντύνονταν αλά φράγκα, δηλαδή φορούσαν τα στενά ή φράγκικα, συχνά τους ηκογιονάρανε (τους κορόιδευαν).
Οι απλές αντρικές καθημερινές φορεσιές, οι βράκες, δεν διαφέρουν από τις καλές παρά στα υφάσματα, στη διακόσμηση και στα επιπλέον εξαρτήματα. Συνήθως τις έραβαν οι ίδιες οι γυναίκες με αργαλίσα (αλατζάδες, δίμιτα) ή με φτηνά αγοραστά υφάσματα (χασέδες). Μόνο ορισμένα εξαρτήματα (τουζλούκια, γελέκια, πατατούκες) τα έραβαν οι ρωμιοράφτες ή αμπατζήδες ή απλώς ραφτάδες, που έραβαν και την επίσημη φορεσιά, τα τσοχένια σαρβάρια, στις πόλεις της Ερυθραίας (Βουρλά, Τσεσμέ κι Αλάτσατα) ή στη Σμύρνη. Τα καλά σαλβάρια κόστιζαν πολλά, 20-30 χρυσές λίρες στα 1920, και κάθε παλληκάρι στα 18-20 χρόνια του, «αξεσκούφωτο(ανύπαντρο) ή στην αρρεβώνα ντου ήπρεπε να ράψει τη φορεσά ντου, μια ζυγή, μιαν αλλαξά σαρβάρια», δηλαδή μια πλήρη καλή φορεσιά, που θα τη φορούσε για μια ολόκληρη ζωή.
Εσώρουχα.
Τα εσώρουχα της φορεσιάς είναι η φανέλα και το βρακί που φοριούνται κατάσαρκα χειμώνα καλοκαίρι. Η μάλλινη φανέλα λέγεται κανναβίτσα, είναι χειροποίητη, πλεγμένη με καλό μαλλί σε υπόλευκο φυσικό χρώμα και έχει στρογγυλή λαιμόκοψη. Η βαμβακερή φανέλα, η σαλαμπάρκα ή σαλαμπράκα (Δυτ. Ερυθραία), έχει άνοιγμα στο κέντρο της λαιμόκοψης ή στο ένα πλάι με 3-4 κουμπάκια. Το χειμώνα σε πολλά μέρη φορούσαν πουκαμίσες με κοντά μανίκια, μακριές ως τους γοφούς, που τις έλεγαν κι αυτές σαλαμπράκες ή καμιτζόλες. Το σώβρακο ονομάζεται επίσης βρακί ή βράκα, όπως το εξωτερικό βασικό ένδυμα. Ήταν άσπρο χασεδένιο και σπανιότερα από κάμποτο, πανομοιότυπο σε κοπή με την εξωτερική βράκα. Σε νεότερες εποχές φορέθηκε ένα είδος σκελέας μακριάς ως το γόνατο, που λεγόταν σώβρακο ή σουρέλο (Σιβρισάρι), ραμμένο από βαμβακερό ύφασμα.
Ο ΒΟΥΡΛΙΩΤΗΣ ΓΙΩΡΓΑΡΟΣ ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ ΒΟΥΡΛΑ ΠΕΡΙ ΤΟ 1920
Ποκάμισο
Πάνω από τα εσώρουχα φοριούνται το ποκάμισο και η βράκα ή σαλβάρι. Τα καθημερινά ποκάμισα, χρωματιστά κατά κύριο λόγο, γίνονταν από αργαλίσους αλατζάδες και άλλα βαμβακερά τσατμαλίδικα (καρό) ή αραδωτά υφάσματα. Τα μπλε ριγωτά ποκάμισα στα Βουρλά τα έλεγαν ζαφείρια. Τα σκολιανά ποκάμισα είναι λευκά χασεδένια ή υπόλευκα λινά και σπάνια μεταξωτά, τα οποία ονομάζονται κουκουλάρια (Αλάτσατα, Τσεσμές) ή κουκουληθρένια (Βουρλά), ενώ τα γαμπρίκια είναι πάντα μαγναδένια, από λεπτό άσπρο μετάξι. Σε ορισμένα χωριά, κεντούσαν ψηλά στην πατιλέτα του στήθους μικρά λουλούδια και στόλιζαν με λεπτούς ατραντέδες κατακόρυφα στο στήθος τα μεταξωτά και τα λινά πουκάμισα. Όλα έχουν παπαδίστικο όρθιο γιακά, φαρδύ ως δυο δάχτυλα. Όσες έραβαν τα ποκάμισα των αντρών τους θεωρούσαν το γιακά ως το δυσκολότερο τμήμα του ποκάμισου, γιατί το ύφασμα έπρεπε να μπει λοξά, ιδίως όταν ήταν κεναρωτό ή αραδωτό. Το ίδιο συνέβαινε και στις μανσέτες. Τα μανίκια ήταν φουσκωτά στους ώμους και πολύ στενά στον καρπό, με πιέτες στη μανσέτα. Κάθετα στο στήθος τα ποκάμισα έχουν μια σειρά κουμπιών μέχρι τη βάση του στέρνου. Εκεί ακριβώς ράβεται το φυλαχτό, ένα μικρό τριγωνικό κομμάτι υφάσματος λοξά τοποθετημένου. Από την κάτω γωνία του φυλαχτού ξεκινούσε μια μεγάλη μπλέτα. Τα ποκάμισα σπάνια φέρουν πιετάκια παράλληλα με τα κουμπιά του στήθους.
Βράκα
Η εξωτερική βράκα δίνει το όνομά της στην όλη φορεσιά. Αυτήν φορούσε η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών, των ναυτικών και των μικροεπαγγελματιών που αποτελούσαν τη μεγάλη μάζα των Ερυθραιωτών. Γίνεται με 5 ή 6 φύλλα υφάσματος και είναι πάντοτε γερανιά (μπλε σκούρα) ή μαύρη. Η καθημερινή, η βράκα, ράβεται με δίμιτο, ενώ η σκολιανή, το σαρβάρι, με τσόχα και ονομάζεται συχνά μπουρσουβάνικια ή μπουρσεβάνικια, προφανώς από την τσόχα που κατασκευάζονταν στην Προύσα. Είναι μέτρια σε μήκος, πιο μακριά από την κρητική και πιο κοντή από ορισμένες νησιώτικες ή άλλες μικρασιάτικες βράκες. Όμως σε παλαιότερες εποχές η βράκα ήταν πολύ μακρύτερη, γιατί οι αμπασουάδες, οι ηλικιωμένοι νοικοκυραίοι και προύχοντες των αρχών του αιώνα μας, φορούσαν βράκα με σέλα ως τον αστράγαλο. Εξάλλου, μέχρι το 1922, οι βράκες των γερόντων σε πολλά μέρη της Ερυθραίας ήταν μακρύτερες από τις νεανικές. Τα βρακοπόδια φτάνουν έως κάτω από το γόνατο και η σέλα, η κουριούκα τση βράκας, πέφτει ακριβώς ανάμεσα στα γόνατα. Τα δύο ανοίγματα, απ’ όπου περνά το πόδι, λέγονται μπατζακλίκια ή μπουτσουνάρια. Έχουν διπλό φοδράρισμα, για να αντέχουν, και εξωτερικά φέρουν από μία έως τρεις σειρές μαύρο τριχίλι ή μπιρσίμι, για περισσότερη σταθερότητα. Φρόντιζαν ιδιαίτερα τη διευθέτηση των πτυχών της βράκας σε επίσημες εμφανίσεις. Στις δίμιτες βράκες, έριχναν εσωτερικά στη σέλα ένα πεσκίρι ή ένα μικρό ειδικό μαξιλαράκι, για να κάνει πιο στητή και πεταχτή την κουριούκα, την ουρά της σέλας. Με τη βρακοζώνα ή βρακοθελιά, που την έφτιαχναν παιδάκια στο καρούλι, ή με τη νεότερη αγοραστή φακαρόνα, η βράκα περισφίγγεται στη μέση και στο κάτω μπροστινό μέρος έχει μια σχισμή, όπως και το εσωτερικό βρακί, για τις φυσικές ανάγκες. Οι λεσπέρηδοι (αγρότες) το καλοκαίρι στις δουλειές συχνά φορούσαν άσπρες δίμιτες βράκες ή τα σκλαβουνικά, παλιά φθαρμένα ρούχα κάθε λογής. Οι βοσκοί, κυρίως στα Καράμπουρνα, φορούσαν μάλλινες βράκες, τα βοσκοβράκια ή ρασοβράκια, ή πουτούρια από χοντρό ύφασμα. Μαύρα πουτούρια φορούσαν και ορισμένες κατηγορίες τεχνιτών (σιδεράδες, μουτάφηδοι, σαμαράδες, ταμπάκηδοι κ.ά.), ενώ οι ναυτικοί από τα τέλη του περασμένου αιώνα συνήθιζαν να φορούν στη δουλειά ένα ντρίλινο φαρδύ παντελόνι, το σουρέλο, και την καβαρδίνα, σκουρόχρωμη μπλούζα (Τσεσμές, Αγ. Παρασκευή, Κερμεάλεσι, Κάτω Παναγιά).
Ο ΣΕΒΝΤΙΚΙΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΣ ΚΑΜΠΑΚΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗ 1923
Γελέκι
Το γελέκι ή γιανελί, που φοριέται πάνω από το ποκάμισο, είναι αμάνικο τσόχινο ή βλατένιο, μπουρσεβάνικο. Κουμπώνει σταυρωτά και σπάνια φοριέται ξεκούμπωτο τις απλές μέρες. Το καθημερινό είναι σκέτο ή έχει λίγα στολίδια από μάλλινα γαϊτάνια, ενώ το καλό έχει πλούσια χάρτζα ή χάρτσα, διακόσμηση με μαύρα μεταξωτά μπιρσίμια και τριχίλια. Τα χάρτζα κεντούσαν ειδικοί ραφτάδες, οι ρωμιοράφτες και οι φερμελετζήδες, και όσο πιο πολλά ήταν, τόσο πιο ακριβά κόστιζαν τα σαλβάρια. Συνήθη σχέδια για χάρτζα ήταν το κεπαρίσσι με τσι δυο σαΐτες ή με τσι δυο κουκουνάρες, που στόλιζε πίσω τη μέση, οι καραβόλοι, που στόλιζαν τις κουμπότρυπες και την περιφέρεια, και το ψαθί, που διακοσμούσε το σβέρκο και τα πέτα στο στήθος. Τα γελέκια φέρουν αριστερά και δεξιά στο στήθος λοξή σειρά από πολλά στρογγυλά κουμπιά, ντυμένα με μαύρο μπιρσίμι, που στην άκρη καταλήγουν σε φουντίτσα. Τα κουμπιά ξεκινούσαν από τη μασχάλη κι έφταναν ως τη μέση. Ο αριθμός τους κυμαίνεται από 12 έως 20. Σε παλαιότερου τύπου γελέκια, που λέγονταν και ζιπούνια, τα κουμπιά έφταναν τα 40, γι’ αυτό και οι αμπασουάδες που τα φορούσαν, ονομάζονταν σαραντακουμπίτες. Κάθε πλευρά του γελεκιού φέρει τις αντίστοιχες κουμπότρυπες, στολισμένες ολόγυρα με καραβόλους. Στα πλάγια πίσω, λίγο πιο πάνω από τη μέση, τα γελέκια είχαν δυο μικρές τσέπες, τις μπουζούδες (πουζούδες), όπου συνήθως έκρυβαν το ρολόι ή το τσακουμάκι. Στις μπουζούδες κεντούσαν καμιά φορά και τα αρχικά του φέροντος ή τη χρονολογία ραφής. Τα τζόβενα και οι νιόπαντροι, όταν πρωτοφόραγαν σκολιανά σαλβάρια, έβαζαν γιανελάκι ραμμένο με γερανιό, μαύρο και σπανιότερα βυσσινί, λαδί ή κανελί βλαντί (σιφόν βελούδο).
Εσλίκι, σαρταμάκα
Πάνω από το γελέκι, έβαζαν το νεότερο εσλίκι (ισλίκι) ή καζακί ή την παλαιότερη σαρταμάκα (σαλταμάκα), κυρίως κατά το χειμώνα και τις επίσημες μέρες. Το εσλίκι είναι ένα είδος κοντού ως τη μέση σακακιού, από τσόχα ή βελούδο, που κλείνει σταυρωτά εμπρός και γι’ αυτό στα Καράμπουρνα το έλεγαν και σταυρωτή. Είναι δηλαδή πανομοιότυπο με το γελέκι, αλλά έχει μακριά εφαρμοστά μανίκια, με τριγωνική απόληξη πάνω από την παλάμη, την οποία γύριζαν συχνά προς τα πάνω. Διακοσμείται με πλούσια χάρτζα, όπως ακριβώς το γελέκι. Τα πιο καλά εσλίκια είχαν εσωτερική επένδυση με γούνα. Στα Βουρλά οι μερακλήδες πάνω από το ισλίκι έδεναν για το ζαριφλίκι στο λαιμό ένα ποσάκι, μεταξωτό μαντίλι, που έπεφτε στην πλάτη.
Η σαρταμάκα φοριόταν τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αι. με τη μακρύτερη βράκα, αλλά φορέθηκε έως και την Καταστροφή με την κανονική, σαν εσλίκι των μεγαλυτέρων αντρών. Είναι σακάκι ανοιχτό και ίσιο στο στήθος, άνετο και με μανίκια φαρδύτερα, χωρίς μυτερή απόληξη. Καθώς είναι μακρύτερη από το εσλίκι, καλύπτει το ζουνάρι. Ράβεται με χοντρό μάλλινο ύφασμα ή με τσόχα και συχνά φέρει καπλάντισμα από γούνα. Ολόγυρα τα ανοίγματα και οι ραφές διακοσμούνται με 3-4 σειρές από μάλλινα ή μεταξωτά μπιρσίμια και στους αγκώνες εξωτερικά σχηματίζεται ένα ρομβοειδές σχέδιο. Οι κομψευόμενοι και οι παλληκαράδες έριχναν καμιά φορά το εσλίκι και τη σαρταμάκα «αλά μπατάγια (στον έναν ώμο) ή αναπεταρίκι (ριχτό στην πλάτη), για το ασικλίκι». Η εμφάνιση με σκέτο γελέκι, χωρίς εσλίκι ή σαρταμάκα, λεγόταν άρμα μανίκα.
Ο ΑΛΑΤΣΑΤΙΑΝΟΣ ΜΙΚΕΣ ΔΡΟΥΓΚΑΣ-ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1914-18
Πανωφόρια
Όταν ο καιρός ήταν πολύ κρύος, χρησιμοποιούσαν διαφόρων ειδών πανωφόρια. Με τα αμπασουάδικα φορέθηκε η γούνα, ένα μακρύ ως τον αστράγαλο τσοχένιο πανωφόρι, στολισμένο στο λαιμό και στο κατακόρυφο μπροστινό άνοιγμα με γούνα αλεπούς. Μακριές τσοχένιες γούνες με εσωτερική γούνινη επένδυση φορούσαν οι καραβοκυραίοι της Δυτ. Ερυθραίας, καθώς επίσης και οι μουχτάρηδοι (κοτζαμπάσηδες) κι οι πλούσοι. Οι γούνες αυτών των ειδών, δείγμα κύρους, μεγαλείου και επιβολής, ήταν πανάκριβες. Οι λεσπέρηδοι και οι τσομπάνηδοι φορούσαν το κεπενέκι ή κιουπενέκι και οι θαλασσινοί τη ρετσινάδα, χοντρά μάλλινα αδιάβροχα πανωφόρια αργαστηριώτικα (του εργαλειού). Πολύ κοινά πανωφόρια ήταν η πατατούκα ή κοντραμπάντα, από χοντρή μαύρη ή γερανιά τσόχα ή άλλο μάλλινο ύφασμα, και ο αμπάς, ένα χοντρό σαγιακένιο σακάκι, μακρύ έως τα γόνατα. Γενικώς πατατούκα ονόμαζαν και κάθε λογής χοντρό πανωφόρι, μακρύ ή κοντό. Από τις αρχές του αιώνα φορέθηκε και ένα είδος αμπέχονου που λέγεται μαντύα ή μαντή. Στη βαρυχειμωνιά, μέσα από την πατατούκα ή τον αμπά, έβαζαν τον αλιμπαντέ, ένα μακρύ γιλέκο καπιτονέ, παραγεμισμένο με μαλλί ή μπαμπάκι, για να προφυλάσσει από το κρύο.
Ζωνάρια
Πάνω από το γελέκι και το ισλίκι, όταν είναι κουμπωμένα, ζώνουνταν ψηλά στη μέση με μακριά ζουνάρια διαφόρων τύπων, μάλλινα, βαμβακερά ή μεταξωτά, φαντά στον εργαλειό, μπλεχτά ή αγοραστά. Ήταν κατά βάση μονόχρωμα, συνήθως μαύρα ή μπλε και πολύ σπανιότερα αραδωτά, με κρόσσια στις άκρες. Το μήκος τους κυμαίνεται από 2,5 έως 4 μέτρα και το φάρδος τους έφτανε τους 40 πόντους. Τις σκόλες φοριούνται δυο ζωνάρια, ένα σκούρο από μέσα και ένα καλό πολύχρωμο από πάνω. Οι τύποι των ζωναριών είναι ανάλογοι με την ηλικία, την κοινωνική ή την οικονομική θέση του φέροντος. Οι νέοι και πιο εύποροι, οι τσελεμπήδες, με τα γιορτινά φορούσαν το νταλαμπουρί ή νταλαμπουρούσι, ένα ολομέταξο φαρδύ και μακρύ ριγωτό ζωνάρι που είχε «ούλης τση γης τα χρώματα» και πλούσια κρόσσια. Το αγόραζαν από τη Σμύρνη ή το έφερναν οι ναυτικοί και οι χατζήδες από την Τρίπολη (αραβ. Ταράμπουλους, τουρκ. Tirebolu) του Λιβάνου και εθεωρείτο πολύτιμο δώρο. Επίσης ακριβά ήταν το πολύχρωμο μεταξωτό υδραίικο, που φορούσαν στα ναυτοχώρια του Τσεσμέ, και το μαύρο μπλεχτό ολομέταξο ζουνάρι. Οι λιγότερο εύποροι ζώνονταν με βαμβακερά ή μάλλινα σκούρα ζωνάρια, ριγωτά ή δίχρωμα, δηλαδή καμωμένα με άλλο χρώμα στο υφάδι κι άλλο στο στημόνι. Στα Αλάτσατα οι παντρεμένοι μεσήλικες, πάνω από το απλό σκούρο ζουνάρι, περιέδεναν ένα μεταξωτό ή βαμβακερό σταμπωτό (μπασμά) μεσάλι, διπλωμένο με ειδικό τρόπο, ώστε να αναδεικνύονται όσο γίνεται καλύτερα τα πουλουδάτα σχέδιά του. Οι γέροι φορούσαν πάντα μαύρα ζουνάρια. Γενικώς το επίσημο ζώσιμο του ζωναριού απαιτούσε επιδεξιότητα και προσέδιδε εφελίκι στον φέροντα. Όσοι φορούσαν χαμηλά το ζουνάρι αποκαλούνταν κωλοζωσμένοι. Τα παλικαράκια άφηναν τη μιαν άκρη του ζουναριού να κρέμεται στον αριστερό μηρό, αλλά στους μεγαλύτερους αυτό εθεωρείτο απρέπεια. Επίσης στα Καράμπουρνα οι νεαροί που συμμετείχαν σε γαμήλιες γιορτές (μεταφορά προικιών κ.ά.) έδεναν τριγωνικά στη μέση, πάνω από το ζουνάρι, πλουμιστά μεταξωτά μαντήλια. «Σαρβαράς χωρίς ζουνάρι δεν ήβγαινε ποτές όξω, γιατ’ ήτανε ντροπής». Σε χωριά με αμιγή ελληνικό πληθυσμό (Μελί, Λυθρί, Ντεμερτζιλιά, Γκιούλμπαξες), αλλά και σε μικτά (Σιβρισάρι), ακόμη και σε πόλεις (Βουρλά), οι καμπανταήδες φορούσαν πάνω από το ζουνάρι το δερμάτινο σιναχλίκι, με θήκες για τις πιστόλες και τα μαχαίρια. Το σιναχλίκι ήταν απαραίτητο και στους Ρωμιούς κοντραμπατζήδες που αφθονούσαν στις ερημικές παραλίες και στα ορεινά της Ερυθραίας. Οι πτυχώσεις του ζωναριού χρησίμευαν για θήκες. Εκεί έβαζαν το μαντήλι, την παραδοσακούλα, την καπνοσακούλα ή την ασημένια ταμπακέρα, την κάμα ή το τσακί (το μαχαίρι και το σουγιά). Τα μαντίλια κι οι σακούλες για τον καπνό ή τους παράδες συνήθως ήταν δώρα τση γιαβουκλούς (της αγαπημένης) ή τση κεράς (της συζύγου), κεντημένα ή πλεκτά με μεγάλη φαντασία και ωραία σχέδια.
Υπόδηση
Οι αντρικές (σ)κάρτσες, μαύρες ή μπλε και σπανίως άσπρες, έφταναν ως το γόνατο. Ήταν κυρίως μιτένιες (βαμβακερές) και σπανιότερα μεταξωτές ή μάλλινες, με λίγα σχέδια στην πλέξη ή σκέτες, ανάλογα με την περίσταση. Τις έπλεκαν οι ηλικιωμένες γυναίκες με αγοραστό μίτο και ειδικές (σ)καρτσοβελόνες. Από πάνω έμπαιναν τα τουζλούκια ή τσερδίνια (Λυθρί) ή τσαρντίνια (Μελί) ή τζεσμέδια (Αγ. Παρασκευή), περικνημίδες από τσόχα ή αμπά που καλύπτουν όλο το πόδι από το γόνατο και κάτω, καθώς και το πάνω μέρος του παπουτσιού, και κλείνουν πίσω με κοπτσέδες. Τα καλά τουζλούκια είναι ολοστόλιστα με πλούσια μαύρα χάρτσα, ανάλογα με εκείνα του γιανελιού, ενώ τα καθημερινά έχουν απλή διακόσμηση στις ραφές με μάλλινα γαϊτάνια. Έχουν το ίδιο χρώμα με την τσόχα του σαρβαριού (γερανιό ή μαύρο), αλλά υπάρχουν και πιο ανοιχτόχρωμα, σε μολυβί ή μουσταρδί. Τα απλά καθημερινά τουζλούκια από αμπά ήταν ακόσμητα και λέγονταν σιβρικαγιάδες (Βουρλά). Καμιά φορά σε ορισμένα χωριά συναντάμε και δερμάτινα τουζλούκια, καλοδουλεμένα και διακοσμημένα με ραφτά σχέδια. Τα τσόχινα τουζλούκια στο μέσο της κνήμης, από την εξωτερική πλευρά, έχουν για στολίδι το αφτί, ένα θύσανο από μπιρσίμια. Στο ύψος του γόνατου, μέσα από τα τουζλούκια, δένονταν οι (σ)καρτσοδέτες, στενές μεταξωτές ταινίες μαύρες, μπλε ή χρωματιστές, με διάφορα ενυφασμένα σχέδια, μονόγραμμα του φέροντος και φουντίτσες στις άκρες. Πολλές φορές, το ένα άκρο της καρτσοδέτας ήταν ραμμένο στο τουζλούκι. Οι καρτσοδέτες κατασκευάζονταν με ειδικό τρόπο και δεν τις φορούσαν σε όλα τα χωριά. Μ’ αυτές περιέσφιγγαν ή την κάρτσα ή το πάνω άκρο του τουζλουκιού.
Με την απλή φορεσιά, συνήθως στις γάμπες τυλίγονται σφιχτά ταινίες μάλλινες, τα ποδοπάνια. Επίσης φορούσαν μόνο ποδήματα, δηλαδή ψηλές μπότες. Οι ναυτικοί και οι ψαράδες ποτέ δεν φορούσαν στη δουλειά τους τουζλούκια, ενώ οι βοσκοί με τα ρασοβράκια προφύλασσαν τα πόδια με δέρματα ζώων.
Όσον αφορά στην κυρίως υπόδηση, έχομε διάφορους τύπους υποδημάτων. Στις τρεις πόλεις της Ερυθραίας συναντάμε από πολύ παλιά σινάφια γεμενετζήδων και κουντουράδων που κατασκεύαζαν παπούτσια κάθε είδους. Από κανένα χωριό εξάλλου δεν έλειπε ο τσαγγάρης, που επισκεύαζε τα φθαρμένα υποδήματα ή κατασκεύαζε διάφορα ευτελή παπούτσια. Γενικά οι βρακάδες φορούσαν τις κο(υ)ντούρες ή τα μπαρμπάσικα, παπούτσια δετά με κάπως γυριστή μύτη. Πολύ διαδεδομένα ήταν επίσης τα γεμενιά και τα παπαδίστικα, είδη παπουτσιού παντοφλέ, που σε ορισμένα μέρη (Βουρλά, Αλάτσατα, Κάτω Παναγιά) τα έλεγαν γόβες και βακέτες. Ένα είδος γεμενιών με γυριστή μύτη αποκαλούνταν πάπιες και φοριόταν με πατημένη φτέρνα, ως παντόφλα. Αγαπούσαν πολύ τα παπούτσια που έτριζαν στο περπάτημα, γι’ αυτό και η λέξη τριζάτος δηλώνει τον κομψό και καλοντυμένο. Οι αστοί έβαζαν σκαρπίνια ή λουστρινάκια. Οι λαϊκότερες τάξεις φορούσαν τα ποδήματα ή τα τζεσμέδια, μπότες στρατιωτικού τύπου. Μέσα στο σπίτι οι άντρες, όπως άλλωστε ολόκληρη η οικογένεια, κυκλοφορούσαν με παντόφλες, με πλεκτά τερλίκια ή ευτελούς ποιότητας παπούτσια, τα καβάφικα. Απαραίτητο δώρο της νύφης προς το γαμπρό ήταν δυο τουλάχιστον ζευγάρια παν-τόφλες από μαύρο βελιό, ολοκέντητες στο τελάρο με πούλουδα και πουλιά από πολύχρωμες μεταξοκλωστές. Εξάλλου πολλά ζευγάρια κεντητές παντόφλες και πασούμια κάθε είδους υπήρχαν στον αντρέ κάθε σπιτιού για την οικογένεια και για τους επισκέπτες, γιατί μέσα στο σπίτι δεν φορούσαν τα παπούτσια με τα οποία κυκλοφορούσαν έξω. Οι αγρότες στη δουλειά φορούσαν πρόχειρα χοντροπάπουτσα, παλιά ποδήματα ή γουρουνοτσάρουχα. Οι θαλασσινοί δούλευαν συνήθως γυμνόποδες.
Ο ΒΟΥΡΛΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΝΤΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ ΝΕΑ ΕΡΥΘΡΑΙΑ 1940
Κεφαλοκαλύμματα
Τα κεφαλοκαλύμματα είναι λογιώ λογιώ, ανάλογα με την περίσταση, την κοινωνική ή την οικονομική θέση του καθενός, όπως και τα ζωνάρια. Πιο επίσημο είναι το κόκκινο τσακιστό φέσι με τη μεγάλη μπιρσιμένια μαύρη ή γερανιά φούντα, που έπεφτε στον ώμο. Τα φέσια αγοράζονταν στα καβουκτσίδικα της Σμύρνης ή εισάγονταν από τους ναυτικούς. Ορισμένα από αυτά ονομάζονταν τουνεζλίδικα ή τουνέζικα, προφανώς επειδή προέρχονταν από το Τούνεζι (Τυνησία). Γύρω από το κεφάλι, στη βάση του φεσιού περιτυλίγεται με φροντίδα το καμπανί, πολύτιμο μεταξωτό μαντήλι, κίτρινο ή ασπριδερό, με διάφορα ενυφασμένα φυτικά σχέδια ή ρίγες και σπανιότερα κεντημένο με τερτίρι. Στις πόλεις οι νεότεροι έβαζαν συνήθως σκέτο το τσακιστό φέσι. Όσοι είχαν δημόσια αξιώματα ή κάποια επίσημη θέση, φορούσαν τις βράκες ή τα φράγκικα με σκληρό τούρκικο φέσι, χωρίς καμπανί.
Σκολιανά κεφαλοδέματα ήταν επίσης το σκέτο καμπανί κι ο κούκος. Το καλό καμπανί, πολύχρωμο μεταξωτό ή βαμβακερό άσπρο με ξόμπλια, σε άλλα χωριά τυλιγόταν απλά τριγύρω στο κεφάλι και σ’ άλλα φοριόταν όπως το καθημερινό καμπανί που περιγράφουμε παρακάτω. Ο κούκος ή μυτιληνιό ήταν ένα είδος μαύρου γούνινου ή βελούδινου καπέλου, πολύ της μόδας από τις αρχές του 20ού αιώνα, οπότε άρχισε να αντικαθιστά σε μεγάλο βαθμό το φέσι. Καλύτερους θεωρούσαν τους αϊβαλιώτικους κούκους και τα μεταξωτά καμπανιά της Προύσας, τα οποία έπρεπε να περνούν μέσα από δαχτυλίδι, για να είναι πρώτης ποιότητας. Απαραίτητο με τα σκολιανά ήταν και το πούλουδο στ’ αυτί, κυρίως βασιλικός, κατιφές ή γαρύφαλο.
Καθημερινά κεφαλοδέματα ήταν η καμπανή ή καμπανιά ή καμπανί και η λευκή μαντήλα με την τσάντρα. Την καμπανιά την έλεγαν και λεσπέρικο, νεσπέρικο, ρεσπέρικο ή κεσπέρικο, επειδή ήταν το προσφιλές κεφαλομάντηλο των λεσπέρηδων, των αγροτών. Πρόκειται για ένα μεγάλο τετράγωνο βαμβακερό μαντήλι με μεγάλα καρό, ρίγες ή και κλαδιά σε χρώμα μαύρο, κολοκυθί, γερανιό ή καφετί. Εξαιρετικά θεωρούνταν τα θεριανά, βαμβακερά καμπανιά που κατασκευάζονταν στα Θείρα (τουρκ. Tire) της Ιωνίας. Μερικά ρεσπέρικα ήταν κεντημένα με κλαδωτά και άλλα φυτικά μοτίβα. Η καμπανή διπλώνεται τριγωνικά και από τη μακρύτερη πλευρά ξαναδιπλώνεται σαν ταινία μια-δυο φορές. Τοποθετείται στο κεφάλι και η μια γωνία της καλύπτει το σβέρκο, ενώ οι άλλες σταυρώνουν πίσω και δένονται στο πλάι ή στο μέτωπο ή χώνονται στην αναδιπλωμένη ταινία, σχηματίζοντας ένα είδος μπουμπαριού ολόγυρα στο κεφάλι.
Η λευκή μαντήλα, που συχνά ονομάζεται κι αυτή καμπανή από συμφυρμό, τοποθετείται στο κεφάλι όπως ακριβώς ένα γυναικείο απλό μαντήλι, με τις δυο άκρες μπρος στο στήθος και την τρίτη στην πλάτη. Έπειτα μπαίνει η τσάντρα, ένα πρόχειρο μαντίλι λευκό ή σκούρο, διπλωμένο πολλές φορές ή στριμμένο καλά, με φάρδος λίγων εκατοστών, που περισφίγγει καλά την μαντήλα στο κεφάλι. Στη συνέχεια, οι δυο μπροστινές άκρες της μαντήλας ή σταυρώνουν πολύ χαλαρά στο λαιμό ή ανασηκώνονται κατ’ ευθείαν και μπαίνουν πίσω από την τσάντρα στο ύψος των αφτιών. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί να φορεθεί και καμπανή με τσάντρα. Αυτός ο τύπος κεφαλόδεσμου θυμίζει τις κουφίες των Αράβων και φοριέται μόνο στις δουλειές της υπαίθρου, για να προφυλάσσει όλο το κεφάλι και το λαιμό από τον ανελέητο ήλιο της Ερυθραίας. Τις μαντήλες χωρίς τσάντρα οι γιαπιτζήδες της Δυτ. Ερυθραίας τις ονόμαζαν κατσούλες.
Το καλοκαίρι, αγρότες και ψαράδες στη δουλειά φορούσαν τους καπέλους ή σκιάθια, ψάθινα καπέλα με μεγάλο κώνο, φτιαγμένα από σταροκάλαμα ή σάζια (ψαθιά).
Σε μεγάλες γιορτές και κυρίως στους γάμους, οι λεύτεροι γαμούσηδοι (οι καλεσμένοι) φορούσαν τριγύρω στο λαιμό ποσάκια λευκά ή κόκκινα, καθώς και πολύχρωμα μεταξωτά μποξαδάκια. Επίσης οι γαμπροί σε πολλά χωριά, την ώρα της βλόγας (στέψης), έδεναν στο λαιμό τσερβέδες και καμπριά, ολομέταξα μαντίλια με ολόχρυσα πλουμιά στις γωνίες.
Οι αστοί με το κοστούμι φορούσαν πάντοτε το ρεμπούμπλικο ή το μπαγιασόνι.
Κοσμήματα
Κοσμήματα οι άντρες δεν φορούσαν. Τις σκολιανές μέρες έβαζαν το δαχτυλίδι, γαμήλιο δώρο της γυναίκας τους, και το χρυσό ή ασημένιο ρολόι, χωμένο στην πουζού του γελεκιού, ενώ η αλυσίδα του κρέμονταν στο στήθος. Η όλη εμφάνιση των αντρών συμπληρωνόταν με τα μουστάκια, ως απαραίτητη ένδειξη ανδροπρέπειας, τα περιποιημένα στον μπαρμπέρη μαλλιά και το ξυρισμένο πρόσωπο. Αξούριστοι έμεναν μόνον οι πενθούντες, ενώ το μούσι ήταν διαδεδομένο αποκλειστικά στην τάξη των μεγαλοαστών και διανοουμένων.
Εξαιτίας της προσφυγιάς και της ανέχειας στα προπολεμικά χρόνια, οι Ερυθραιώτες φόρεσαν ό,τι βρέθηκε. Έχομε φωτογραφίες, όπου οι άντρες φορούν τραγιάσκες, ευρωπαϊκά καπέλα και σακάκια συνδυασμένα με βράκες. Πάντως όσοι ηλικιωμένοι βρακάδες σώθηκαν και ήρθαν στην ευρωπαϊκή Ελλάδα φορούσαν τα πατροπαράδοτα ρούχα έως το θάνατό τους. Στη Νέα Ερυθραία οι τελευταίοι βρακάδες πέθαναν στη δεκαετία του 1960